ΣΑΝΑΒΑΛΛΑΤ
(Σαναβαλλάτ) [ακκαδικής προέλευσης· σημαίνει «Ο Σιν [ο θεός της σελήνης] Έχει Κάνει Καλά»].
Ορωνίτης (που σημαίνει κάτοικος της Βαιθ-ορών ή της Ορωναΐμ) ο οποίος εναντιώθηκε στις προσπάθειες του Νεεμία για την επισκευή του τείχους της Ιερουσαλήμ. (Νε 2:10) Πιστεύεται ότι είναι ο Σαναβαλλάτ που μνημονεύεται σε έναν πάπυρο ο οποίος βρέθηκε στην Ελεφαντίνη της Αιγύπτου και ο οποίος παρουσιάζει κάποιον με αυτό το όνομα ως κυβερνήτη της Σαμάρειας και πατέρα του Δελαΐα και του Σελεμία.
Ο Σαναβαλλάτ μαζί με τον Τωβία και τον Γεσέμ χλεύαζαν τους Ιουδαίους και τους κατηγορούσαν ότι στασίαζαν εναντίον του βασιλιά της Περσίας. (Νε 2:19· 4:1) Καθώς το έργο της επισκευής προχωρούσε, αυτός και άλλοι εναντιούμενοι συνωμότησαν να πολεμήσουν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Αλλά οι όποιες προσπάθειές τους απέβησαν άκαρπες, επειδή οι Ιουδαίοι στηρίχτηκαν στον Ιεχωβά και τοποθέτησαν φρουρά. (Νε 4:7-9) Αφού κλείστηκαν τα ανοίγματα στο τείχος της Ιερουσαλήμ, ο Σαναβαλλάτ και άλλοι προσπάθησαν επανειλημμένα να παρασύρουν τον Νεεμία ώστε να απομακρυνθεί από την πόλη. Όταν απέτυχε και αυτό, τότε εκείνος και ο Τωβίας μίσθωσαν έναν Ιουδαίο για να φοβίσει τον Νεεμία και να τον κάνει να κρυφτεί στο ναό, κάτι που θα ήταν εσφαλμένο. Δεν τα κατάφεραν όμως.—Νε 6:1-14.
Αργότερα, όταν ο Νεεμίας επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ έπειτα από μια περίοδο απουσίας, διαπίστωσε ότι ένας εγγονός του Αρχιερέα Ελιασίβ είχε γίνει γαμπρός του Σαναβαλλάτ. Ως εκ τούτου, ο Νεεμίας έδιωξε τον εγγονό του Ελιασίβ.—Νε 13:6, 7, 28.