ΣΕΛΕΔ (Σελέδ) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «σκιρτώ [από χαρά]»]. Γιος του Ναδάβ ο οποίος αναφέρεται μεταξύ των απογόνων του Ιεραμεήλ στη γενεαλογία του Ιούδα. Ο Σελέδ πέθανε άτεκνος.—1Χρ 2:25, 30.