ΝΑΔΑΒ
(Ναδάβ) [Πρόθυμος· Ευγενής· Γενναιόδωρος].
1. Ο πρωτότοκος γιος του Ααρών και της Ελισέβα. (Εξ 6:23· 1Χρ 6:3) Ο Ναδάβ γεννήθηκε στην Αίγυπτο και πήρε μέρος στη μεγάλη Έξοδο του Ισραήλ. Ο ίδιος, ο αμέσως μικρότερος αδελφός του ο Αβιού και 70 άλλοι Ισραηλίτες κλήθηκαν να ανεβούν στο Σινά μαζί με τον Ααρών και τον Μωυσή, όπου είδαν ένα όραμα του Ιεχωβά. (Εξ 24:1, 9-11) Ο Ναδάβ και οι τρεις αδελφοί του καθιερώθηκαν ως μέλη του ιερατείου μαζί με τον πατέρα τους. (Εξ 28:1· 40:12-16) Προφανώς, όμως, προτού τελειώσει η ημέρα, ο Ναδάβ και ο Αβιού έκαναν κατάχρηση του αξιώματός τους προσφέροντας ανάρμοστη φωτιά. Το τι ακριβώς ήταν αυτό που έκανε τη φωτιά ανάρμοστη δεν γίνεται γνωστό, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν μόνο το ότι μέθυσαν (κάτι που υπονοείται από την επακόλουθη απαγόρευση προς τους ιερείς, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να πίνουν κρασί ή μεθυστικό ποτό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους). Ωστόσο, η μέθη μπορεί να συνέτεινε στην αδικοπραγία τους. Για την παράβασή τους, θανατώθηκαν με φωτιά από τον Ιεχωβά και τα σώματά τους αποτέθηκαν έξω από το στρατόπεδο. (Λευ 10:1-11· Αρ 26:60, 61) Ο Ναδάβ και ο Αβιού πέθαναν προτού αποκτήσουν γιους, και έτσι οι εναπομείναντες αδελφοί τους, ο Ελεάζαρ και ο Ιθάμαρ, υπήρξαν οι ιδρυτές των δύο ιερατικών οίκων.—Αρ 3:2, 4· 1Χρ 24:1, 2.
2. Απόγονος του Ιούδα από τη γραμμή του Ιεραμεήλ, γιος του Σαμμαΐ και πατέρας του Σελέδ και του Απφαΐμ.—1Χρ 2:3, 25, 26, 28, 30.
3. Γιος του Ιεϊήλ από τη φυλή του Βενιαμίν.—1Χρ 8:1, 29, 30· 9:35, 36.
4. Γιος του Ιεροβοάμ και δεύτερος βασιλιάς του βόρειου δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ. Ο Ναδάβ κυβέρνησε ένα διάστημα που κάλυψε μέρη δύο ετών, αρχίζοντας περίπου από το 976 Π.Κ.Χ., στη διάρκεια των οποίων συνέχισε τη μοσχολατρία που είχε καθιερώσει ο πατέρας του. Ενώ πολιορκούσε τη Γιββεθών, μια πρώην Λευιτική πόλη (Ιη 21:20, 23) που είχαν κυριεύσει οι Φιλισταίοι, ο Ναδάβ δολοφονήθηκε από τον Βαασά, ο οποίος στη συνέχεια σκότωσε όλα τα υπόλοιπα μέλη του οίκου του Ιεροβοάμ για να εξασφαλίσει το θρόνο για τον εαυτό του.—1Βα 14:20· 15:25-31.