ΣΑΜΜΑΪ
(Σαμμαΐ) [από μια ρίζα που σημαίνει «ακούω»].
1. Κάποιος άντρας που αναφέρεται μεταξύ των απογόνων του Ιεραμεήλ στη γενεαλογία του Ιούδα, γιος του Ωνάμ και πατέρας του Ναδάβ και του Αβισούρ.—1Χρ 2:4, 5, 9, 26, 28, 32.
2. Κάποιος άντρας που αναφέρεται μεταξύ των απογόνων του Χάλεβ στη γενεαλογία του Ιούδα, γιος του Ρεκέμ και πατέρας του Μαών.—1Χρ 2:4, 5, 9, 42-45.
3. Το όνομα κάποιου από τη φυλή του Ιούδα.—1Χρ 4:17.