ΠΟΙΜΕΝΑΣ
Άτομο που εκτρέφει, βόσκει και φυλάει πρόβατα ή ποίμνια από γιδοπρόβατα. (Γε 30:35, 36· Ματ 25:32· βλέπε ΠΡΟΒΑΤΟ.) Το επάγγελμα του ποιμένα ανάγεται στην εποχή του γιου του Αδάμ, του Άβελ. (Γε 4:2) Παρότι σε άλλα μέρη οι ποιμένες έχαιραν εκτίμησης, στην αγροτική κοινωνία της Αιγύπτου θεωρούνταν αξιοκαταφρόνητοι.—Γε 46:34.
Συνήθως το ποίμνιο το φρόντιζαν ο ιδιοκτήτης, τα παιδιά του (γιοι και κόρες) ή κάποιος άλλος συγγενής. (Γε 29:9· 30:31· 1Σα 16:11) Μεταξύ των πλουσίων, όπως στην περίπτωση του Νάβαλ, μερικοί υπηρέτες εργάζονταν ως ποιμένες, και ίσως υπήρχε κάποιος αρχιποιμένας ή επικεφαλής των ποιμένων ο οποίος επόπτευε τους άλλους. (1Σα 21:7· 25:7, 14-17) Όταν ποίμαινε τα ζώα ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ή μέλη της οικογένειάς του, το ποίμνιο συνήθως ευημερούσε. Αλλά ένας μισθωτός δεν έδειχνε πάντα το ίδιο προσωπικό ενδιαφέρον για το ποίμνιο, με αποτέλεσμα να υποφέρει αυτό μερικές φορές.—Ιωα 10:12, 13.
Ο εξοπλισμός του ποιμένα μπορεί να περιλάμβανε μια σκηνή (Ησ 38:12), ένα ένδυμα με το οποίο μπορούσε να τυλιχτεί (Ιερ 43:12), ένα ραβδί και μια σφεντόνα για άμυνα, ένα σακίδιο για τα τρόφιμα (1Σα 17:40· Ψλ 23:4) και ένα μεγάλο μπαστούνι καμπυλωτό στο πάνω μέρος, τη λεγόμενη γκλίτσα, που χρησιμοποιούσε για να οδηγεί το ποίμνιο (Λευ 27:32· Μιχ 7:14).
Οι νομάδες ποιμένες, όπως ο Αβραάμ, κατοικούσαν σε σκηνές και περιφέρονταν από τη μία τοποθεσία στην άλλη για να βρίσκουν βοσκή για τα ποίμνιά τους. (Γε 13:2, 3, 18) Ωστόσο, μερικές φορές ο ιδιοκτήτης των ζώων παρέμενε σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, στο σπίτι του ή στον καταυλισμό που χρησιμοποιούσε ως βάση, ενώ οι υπηρέτες του ή κάποια μέλη της οικογένειας μετακινούνταν με το ποίμνιο.—Γε 37:12-17· 1Σα 25:2, 3, 7, 15, 16.
Γνωρίζουν πράγματι τα πρόβατα τη φωνή του δικού τους ποιμένα;
Μερικές φορές τα ποίμνια αρκετών ποιμένων συγκεντρώνονταν για διανυκτέρευση στην ίδια μάντρα, όπου υπήρχε και κάποιος θυρωρός για να τα προσέχει. Όταν οι ποιμένες έφταναν το πρωί, φώναζαν τα ποίμνιά τους, τα δε πρόβατα ανταποκρίνονταν στον ποιμένα τους και μόνο σε αυτόν. Ο ποιμένας προπορευόταν του ποιμνίου και το οδηγούσε στη βοσκή. (Ιωα 10:1-5) Ο Γ. Μ. Τόμσον, βασιζόμενος σε όσα παρατήρησε ο ίδιος στη Συρία και στην Παλαιστίνη το δέκατο ένατο αιώνα, έγραψε: «[Τα πρόβατα] είναι τόσο ήμερα και τόσο εκπαιδευμένα ώστε ακολουθούν το φύλακά τους με απόλυτη ευπείθεια. Εκείνος τα οδηγεί από τη μάντρα, ή από τις στάνες τους στα χωριά, οπουδήποτε επιθυμεί. Εφόσον υπάρχουν πολλά ποίμνια σε ένα τέτοιο μέρος, ο κάθε ποιμένας ακολουθεί διαφορετικό δρόμο, και είναι μέλημά του να βρει βοσκή για το ποίμνιο. Επομένως, είναι απαραίτητο να διδαχτούν τα πρόβατα να τον ακολουθούν, και όχι να παρεκκλίνουν μπαίνοντας στους απερίφρακτους σιταγρούς, οι οποίοι εκτείνονται τόσο δελεαστικά εκατέρωθεν του δρόμου. Όποιο ζώο παραστρατήσει με αυτόν τον τρόπο είναι βέβαιο ότι θα έχει προβλήματα. Ο ποιμένας φωνάζει δυνατά πότε πότε για να τους υπενθυμίσει την παρουσία του. Εκείνα γνωρίζουν τη φωνή του και τον ακολουθούν. Αλλά αν φωνάξει ένας ξένος, κοντοστέκονται, σηκώνουν το κεφάλι τους ανήσυχα και, αν αυτό επαναληφθεί, κάνουν μεταβολή και φεύγουν, επειδή δεν γνωρίζουν τη φωνή του ξένου. Δεν πρόκειται για το ευφάνταστο σκηνικό κάποιας παραβολής, αλλά για πραγματικό γεγονός. Εγώ ο ίδιος έκανα το πείραμα επανειλημμένα. Ο ποιμένας προπορεύεται, όχι μόνο για να δείχνει το δρόμο, αλλά για να βεβαιώνεται ότι είναι βατός και ασφαλής».—Η Γη και το Βιβλίο (The Land and the Book), αναθεώρηση Τζ. Γκραντ, 1910, σ. 179.
Παρόμοια, ο Τζ. Λ. Πόρτερ, στο βιβλίο Οι Πόλεις των Γιγάντων της Βασάν και οι Άγιοι Τόποι της Συρίας (The Giant Cities of Bashan and Syria’s Holy Places), παρατηρεί: «Οι ποιμένες έβγαζαν τα ποίμνιά τους από τις πύλες της πόλης. Μπορούσε να τους δει κανείς ολοκάθαρα, και εμείς τους παρακολουθούσαμε και τους ακούγαμε με μεγάλο ενδιαφέρον. Χιλιάδες γιδοπρόβατα υπήρχαν εκεί, συγκεντρωμένα σε πυκνές, συγκεχυμένες μάζες. Οι ποιμένες στέκονταν μαζί ώσπου να βγουν όλα έξω. Κατόπιν χώριζαν, και ο κάθε ποιμένας ακολουθούσε διαφορετικό δρόμο, βγάζοντας καθώς προχωρούσε μια διαπεραστική, ιδιόμορφη κραυγή. Τα πρόβατα τους άκουγαν. Στην αρχή οι μάζες βρίσκονταν σε αναβρασμό, σαν να πάλλονταν από κάποια εσωτερική αιτία. Ύστερα, άρχιζαν να ξεχωρίζουν κάποιες αιχμές στην κατεύθυνση που είχαν πάρει οι ποιμένες. Αυτές γίνονταν όλο και μεγαλύτερες, ώσπου οι συγκεχυμένες μάζες διαλύονταν και σχηματίζονταν μακριά, ζωντανά ποτάμια πίσω από τους οδηγούς των ζώων».—1868, σ. 45.
Το βράδυ, ο ποιμένας έφερνε τα ζώα πίσω στη μάντρα, όπου στεκόταν στην πόρτα και τα μετρούσε, καθώς αυτά περνούσαν κάτω από την γκλίτσα του ή τα χέρια του.—Λευ 27:32· Ιερ 33:13· βλέπε ΜΑΝΤΡΑ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ.
Κοπιαστική Ζωή. Η ζωή του ποιμένα δεν ήταν εύκολη. Ήταν εκτεθειμένος στη ζέστη αλλά και στο κρύο, και περνούσε νύχτες αγρύπνιας. (Γε 31:40· Λου 2:8) Με κίνδυνο της ζωής του προστάτευε το ποίμνιο από αρπακτικά ζώα, όπως λιοντάρια, λύκους και αρκούδες, καθώς και από κλέφτες. (Γε 31:39· 1Σα 17:34-36· Ησ 31:4· Αμ 3:12· Ιωα 10:10-12) Ο ποιμένας έπρεπε να προσέχει το ποίμνιο ώστε να μη σκορπίσει (1Βα 22:17), να ψάχνει τα χαμένα πρόβατα (Λου 15:4), να βαστάζει στην αγκαλιά του τα αδύναμα ή κουρασμένα αρνιά (Ησ 40:11) και να φροντίζει τα άρρωστα και τραυματισμένα ζώα—επιδένοντας τα σπασμένα μέλη και αλείβοντας τα τραύματα με ελαιόλαδο. (Ψλ 23:5· Ιεζ 34:3, 4· Ζαχ 11:16) Έπρεπε να είναι προσεκτικός όταν ποίμαινε προβατίνες που θήλαζαν. (Γε 33:13) Κάθε ημέρα, συνήθως γύρω στο μεσημέρι, ο ποιμένας πότιζε το ποίμνιο. (Γε 29:3, 7, 8) Αν τα ζώα ποτίζονταν σε πηγάδια, οι ποιμένες έπρεπε να γεμίσουν τα αυλάκια που ήταν σκαμμένα στο έδαφος ή τις ποτίστρες. (Εξ 2:16-19· παράβαλε Γε 24:20.) Στα πηγάδια διαδραματίζονταν μερικές φορές δυσάρεστες συναντήσεις με άλλους ποιμένες.—Γε 26:20, 21.
Ο ποιμένας δικαιούνταν μερίδιο από την παραγωγή του ποιμνίου (1Κο 9:7), και συνήθως του πλήρωναν το μισθό του σε ζώα (Γε 30:28, 31-33· 31:41), μολονότι μερικές φορές τον πλήρωναν και με χρήματα. (Ζαχ 11:7, 12) Μπορεί να ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει αποζημίωση για τυχόν απώλειες (Γε 31:39), αλλά υπό τη διαθήκη του Νόμου δεν απαιτούνταν αποζημίωση για ζώο κατασπαραγμένο από θηρίο.—Εξ 22:13.
Ό,τι ειπώθηκε για τους ποιμένες ισχύει γενικά και για τους βοσκούς που δεν φύλαγαν γιδοπρόβατα αλλά βοοειδή, γαϊδούρια, καμήλες και γουρούνια.—Γε 12:16· 13:7, 8· Ματ 8:32, 33.
Μεταφορικοί και Αλληγορικοί. Ο Ιεχωβά είναι Ποιμένας που φροντίζει με αγάπη τα πρόβατά του, δηλαδή το λαό του. (Ψλ 23:1-6· 80:1· Ιερ 31:10· Ιεζ 34:11-16· 1Πε 2:25) Ο Γιος του, ο Ιησούς Χριστός, είναι “ο μεγάλος ποιμένας” (Εβρ 13:20) και «ο αρχιποιμένας», υπό την κατεύθυνση του οποίου οι επίσκοποι στις Χριστιανικές εκκλησίες ποιμαίνουν το ποίμνιο του Θεού με τη θέλησή τους, ανιδιοτελώς και πρόθυμα. (1Πε 5:2-4) Ο Ιησούς αναφέρθηκε στον εαυτό του ως “τον καλό ποιμένα”, αυτόν ο οποίος πράγματι σπλαχνίζεται τα «πρόβατα», κάτι που κατέδειξε παραδίδοντας την ψυχή του για χάρη τους. (Ιωα 10:11· βλέπε Ματ 9:36.) Αλλά όπως είχε προειπωθεί, η πάταξη “του καλού ποιμένα” επέφερε το διασκορπισμό του ποιμνίου.—Ζαχ 13:7· Ματ 26:31.
Στην Αγία Γραφή, η λέξη «ποιμένες» δηλώνει μερικές φορές τους άρχοντες και τους ηγέτες των Ισραηλιτών, τόσο τους πιστούς όσο και τους άπιστους. (Ησ 63:11· Ιερ 23:1-4· 50:6· Ιεζ 34:2-10· παράβαλε Αρ 27:16-18· Ψλ 78:70-72.) Παρόμοια, η λέξη «ποιμένες» εφαρμόζεται και σε ηγέτες άλλων εθνών. (Ιερ 25:34-36· 49:19· Να 3:18· παράβαλε Ησ 44:28.) Στο εδάφιο Ιερεμίας 6:3, «οι ποιμένες» φαίνεται να αντιπροσωπεύουν διοικητές στρατευμάτων εισβολής. Ποιμένες με τα ποίμνιά τους εμφανίζονται σε μια εικόνα αποκατάστασης (Ιερ 33:12), ενώ προειπώθηκε ότι η ερήμωση της Βαβυλώνας θα ήταν τόσο πλήρης ώστε “ούτε ποιμένας δεν θα έβαζε το ποίμνιό του να ξαπλώσει εκεί”.—Ησ 13:20.
Στο εδάφιο Αποκάλυψη 12:5, η “ποίμανση” των εθνών με σιδερένιο ραβδί σημαίνει την καταστροφή τους.—Παράβαλε Ψλ 2:9.