Η Βίβλος στο Κατώφλι του Σπιτιού Σας
Η ΒΙΒΛΟΣ είναι γεμάτη από αποδείξεις ότι ο Ιεχωβά Θεός γνωρίζει και προστατεύει εκείνους που ανήκουν σ’ αυτόν. Τόσο λίγοι συγκριτικά υπήρξαν αυτοί, τόσο διαφορετικοί εφάνησαν, επειδή πάντοτε ακολουθούσαν στενά τις γραπτές οδηγίες του Θείου λόγου, ώστε οι τοιούτοι εφαίνοντο πάντοτε σαν μια παραδοξότης στον κόσμο. Στις ημέρες του προφήτου Ησαΐα, ο προφήτης αυτός και οι περί αυτόν εθεωρούντο δια «σημεία και θαυμάσια» στον λαό.
Επίσης, αυτός ο προφήτης Ησαΐας ήταν εκείνος, που υπέδειξε με θάρρος τον λαό του Θεού με το αληθινό του όνομα ‘μάρτυρες του Ιεχωβά’ (Ησ. 43:10-12, ΑΣ), «οι έμπιστοι μάρτυρες μου» (ΜΜ). Ένα τέτοιο όνομα, αυτό καθ’ εαυτό, προφανώς θα εσήμαινε ότι θα επεφυλάσσετο στην ιστορία μια μεγάλη περίοδος μαρτυρίας περί του Ιεχωβά και των σκοπών του για τον λαό του. «Τότε είπα, Κύριε, έως πότε; Και απεκρίθη, Εωσού ερημωθώσιν αι πόλεις, ώστε να μη υπάρχη κάτοικος, και αι οικίαι, ώστε να μη υπάρχη άνθρωπος, και η γη να ερημωθή παντάπασιν.»—Ησ. 6:11.
Ωστόσο, παρ’ όλο το κήρυγμα, που έγινε από τον Ησαΐα κι από σωρεία άλλων προφητών—μαρτύρων του Θεού, ακόμη κι ο επί διαθήκη λαός Ισραήλ δεν μετεστράφη από τις ιδιοτελείς παραβάσεις, των νόμων του Θεού. Είχαν περισσότερη οξύνοια από τον Θεό και διενοήθησαν να βελτιώσουν τον γραπτό λόγο Του με μια πολύπλοκη σύγχυσι παραδόσεων. Γι’ αυτό ο ατίθασσος εκείνος λαός τελικά εγκατελείφθη ως έθνος. Αυτοί ήσαν οι μόνοι που εζημιώθησαν. Εναντίον της μεταπτώσεως αυτής, ο Ησαΐας προεφήτευσε για μια χειρότερη ακόμη κατάστασι σκότους στον κόσμο στη διάρκεια των εσχάτων ημερών αυτού του «συστήματος πραγμάτων.»
Αλλά τα έθνη δεν μπορούν να χαίρουν με τον λαό του Θεού αν δεν γνωρίζουν τον Θεό. Δεν μπορούν να γνωρίσουν τον Θεό αν δεν γνωρίσουν τον λόγον Του, το μέσον επικοινωνίας Του μ’ εμάς, τον ‘λύχνον εις τους πόδας μας’. (Ψαλμ. 119:105) Και δεν μπορούν να γνωρίσουν τον λόγον του, τη Βίβλο, όταν οι εφημερίδες των αναγγέλλουν κάθε μέρα την αθρόα παραβίασι των αρχών της, ή όταν, όπως αφηγήθη προσφάτως ένας βιβλιοθηκάριος στη Βρεττανία, ένας νεανίας έρχεται και ζητή «το βιβλίο από το οποίο έγινε η ταινία ‘Σαμψών και Δαλιδά’.»
Ωστόσο, αρκετά ειρωνικά, ο λαός, που βρίσκεται τώρα σε μεγάλη ανάγκη Βιβλικής εκπαιδεύσεως, μπορεί να την απομακρύνη κι απ’ αυτό το κατώφλι του σπιτιού του. Εν τούτοις, οι μάρτυρες του Ιεχωβά στον παρόντα αιώνα, εκτελώντας πιστά τις θείες οδηγίες που εδόθησαν μέσω του Ησαΐου, πηγαίνουν στις πόλεις και περιέρχονται τα σπίτια, και θα συνεχίσουν να το πράττουν αυτό ενόσω υπάρχουν κάτοικοι. Οι οικοκυρές μπορούν να πιστοποιήσουν εγκύρως τις επισκέψεις που γίνονται από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Μία το έπραξε αυτό στο τεύχος 23ης Ιουνίου 1951 του Καθολικού περιοδικού Αμερική. Στην ενδιαφέρουσα αφήγησί της, η Καθολική αυτή γυναίκα του Οχάιο, ίσως ασυνείδητα, έθιξε τον κύριο λόγο της γενικής Βιβλικής αμαθείας που επικρατεί ακόμη και στις μεγάλες δημοκρατίες.
Αυτός ο λόγος προεξείχε και στη στάσι της ιδίας της αρθρογράφου έναντι της επισκέπτριας μάρτυρος. Το άρθρον της στο περιοδικό Αμερική έλεγε εν μέρει: «Σε κάθε παρατήρησί μου παρέθετε κεφάλαιο κι εδάφιο, όπως συνηθίζουν πολύ να κάνουν εκείνοι που αγνοούν την Παράδοσι». Η Καθολική Εκκλησία είναι σ’ όλους γνωστή για τη μεγάλη εμπιστοσύνη της στις «παραδόσεις των πατέρων», με την οποία εννοεί τους «πατέρας» του «Χριστιανικού κόσμου» ή της παπικής Ρώμης. Η αρθρογράφος προχωρεί στο ν’ αντανακλά την ανυπομονησία και αγανάκτησι που ησθάνετο γι’ αυτή την επίσκεψ. Άρχισε τη συζήτησί της επιχειρώντας να περιορίση την ομιλία της επισκέπτριάς της: «Προτού προχωρήσετε—εγώ είμαι Καθολική, και γνωρίζομε πολύ καλά τη Βίβλο». Μήπως, όμως, την εγνώριζε καλά; Γιατί τότε να προστρέχη στην «παράδοσι» για υποστήριξι; Το βραχύ άρθρο της λέγει ότι εδέχθη ένα αντίτυπο της Σκοπιάς από την μάρτυρα. Αλλ’ ισχυρίσθη ότι δεν μπορούσε να το διαβάση «με καλή συνείδησι», κι έτσι θα επήγαινε στον προεδρεύοντα ιερέα στην προσεχή συνάθροισι μελέτης του συλλόγου. Αλλά θα εμελετάτο μήπως το περιοδικό στη «συνάθροισι μελέτης του συλλόγου»; Γι’ αυτές τις συναθροίσεις του συλλόγου η αρθρογράφος αποκαλύπτει τα εξής: «Το πρόγραμμά μας συνίσταται από ανασκοπήσεις βιβλίων—Καθολικών, βέβαια, αλλ’ αυτό δεν είναι μελέτη της θρησκείας μας. Ο προεδρεύων ιερεύς μας πολύ εδυσκολεύθη να εγείρη ενδιαφέρον για ένα βιβλίο μελέτης που συνέστησε. Ως τότε που συναθροισθήκαμε στα σπίτια και μας προσεφέρθησαν ελαφρά αναψυκτικά, σχεδόν κανένας δεν ήλθε, μολονότι συναθροιζόμεθα μόνο μια φορά τον μήνα».
Προφανές είναι ότι ο δέσμιος των παραδόσεων Ρωμανισμός δεν προσέφερε στους ανθρώπους ένα ελατήριο για μελέτη της Βίβλου. Η αρθρογράφος προσεπάθησε να προστατεύση την εκκλησία, να κατηγορήση τον λαό και να εμφανίση τους μάρτυρας του Ιεχωβά, καίτοι πραγματικούς σπουδαστάς της Βίβλου, ως πνευματικά ευτελείς εν συγκρίσει. Αλλ’ έκαμε και ειλικρινείς ομολογίες που καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς της. Συνέχισε: «Λίγο εταπεινώθηκα που η γυναίκα αυτή στην πόρτα—όπως έκαμε—εμελέτησε τη θρησκεία της και, μάλιστα, επροθυμοποιείτο να τη φέρνη από πόρτα σε πόρτα προς το συμφέρον της θρησκείας; Κι εδώ εγώ ήμουν επίσης ένα μέρος ομάδος ‘συμμελέτης’ πάρα πολύ διανοητικά οκνηρής στο να μάθη περισσότερα, όχι για μια ανθρώπινη διεστραμμένη μετάφρασι του Θείου λόγου, αλλά για την ίδια την Εκκλησία του Χριστού».
«Μια ανθρώπινη διεστραμμένη μετάφρασις του Θείου λόγου»; Πώς μπορούσε να λεχθή αυτό; Είχε πει ότι δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να διαβάση τη Σκοπιά. Τότε τι, πέραν της φαντασίας της, αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια «ανθρώπινη διεστραμμένη μετάφρασι»; Αλλ’ ετελείωσε με μια πολύ σημαντική υπόδειξι: «Δεν θα ήταν καλύτερα να προσκληθή αυτή η γυναίκα στο σπίτι μου και, με τόση ησυχία κι ευπρέπεια όση θα επέτρεπαν τα μικρά παιδιά, ν’ απαντήσω στα ‘επιχειρήματα’ της;» Ναι, πολύ καλύτερο θα ήταν, αν αυτό το άτομο ενδιεφέρετο ειλικρινά για τη μελέτη της Βίβλου. Η Σκοπιά είναι ένα περιοδικό Γραφικής μελέτης με παγκόσμια φήμη. Καλεί, όχι τυφλή παραδοχή, αλλά προσεκτική μελέτη, για ν’ αποδείξη κάθε δήλωσί της από τη Βίβλο. Αντίθετα από ό,τι κάνει η παπική Ρώμη, δεν εγείρει αξιώσεις περί αλανθάστου. Αντί της Βιβλικής αυτής αρχής περί ‘αποδείξεως πάντων’, μήπως η τυφλή παραδοχή των παραδόσεων δεν καθιστά δυνατή τη διάδοσι ανθρωπίνων «διεστραμμένων μεταφράσεων του Θείου λόγου»; Έτσι φρονούσε κι ο Ιησούς. Είπε, εμφατικά στον κλήρο των ημερών του που ετρέφετο με τις παραδόσεις:
«Ηκυρώσατε την εντολήν του Θεού δια την παράδοσίν σας. Υποκριταί, καλώς προεφήτευσε περί υμών ο Ησαΐας λέγων, “Ο λαός ούτος με πλησιάζει με το στόμα αυτών, και με τα χείλη με τιμά· η δε καρδία αυτών, μακράν απέχει απ’ εμού· εις μάτην δε με σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίας, εντάλματα ανθρώπων.”»—Ματθ. 15:6-9.
Ο Ησαΐας απεκάλεσε τη θρησκεία των «πλαστή, απλή παράδοσι που εδιδάχθη με την πολυλογία.» (Ησ. 29:13, Μόφφατ) Όχι, τέτοια τακτική δεν εμπνέει ενδιαφέρον ούτε καλλιεργεί γνώσι η εκτίμησι του Θείου λόγου. Αλλά το ν’ ανοίγεται η Βίβλος για εξέτασι, στις πόρτες, σε Γραφικές μελέτες που γίνονται σε ιδιωτικά σπίτια, σε αίθουσες δεξιώσεων ή διαλέξεων και σε μεγάλα στάδια, όπως κάνουν συχνά οι μάρτυρες του Ιεχωβά στις μεγάλες συνελεύσεις των—αυτό συγκρατεί το ενδιαφέρον κι εποικοδομεί εμπιστοσύνη. Όχι μια φορά τον μήνα, αλλά δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, οι μάρτυρες του Ιεχωβά γεμίζουν τις αίθουσες συναθροίσεων των. Δεν πρόκειται για ματαία καύχησι. Η Καθολική αρθρογράφος παρετήρησε τον ζήλο των μαρτύρων και αυτό απλώς προσκομίζεται ως επεξήγησις. Ούτε είναι αυτό κανένα μυστηριώδες μυστικό για λίγους εκλεκτούς. Όλοι παρακινούνται να το δοκιμάσουν αφήνοντας να λάμψη σ’ αυτούς το φως του λόγου του Θεού.