Από το Βιβλίο του Έτους 1953
ΕΛΛΑΣ
(Μετάφρασις από το Αγγλικό)
Η Ελλάς καυχάται ότι είναι το λίκνον της δημοκρατίας. Αλλ’ οι μικρές της Χριστιανικές μειονότητες, όπως είναι οι μάρτυρες του Ιεχωβά, δεν τυγχάνουν δημοκρατικής ελευθερίας. Η κυβέρνησις δεν επιτρέπει στους πιστούς δούλους του Θεού να λατρεύουν αυτόν κατά τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς των. Η οργάνωσις του Ιεχωβά Θεού στην Ελλάδα ηγωνίσθη σκληρά με τους δημοσίους λειτουργούς προσπαθώντας ν’ αποκτήση την αναγκαία ελευθερία για να συνεχίση το έργον και να έχη συνελεύσεις για να λατρεύση τον Ιεχωβά «εν πνεύματι και αληθεία», αλλά μάταια ως τώρα. Το σύνταγμα της χώρας λέγει: «Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα, και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων.» Και όμως ο νόμος δεν μας επιτρέπει να έχωμε Αίθουσα Βασιλείας, ούτε μπορούμε να συναθροιζώμεθα ειρηνικά. Σε πολλές περιπτώσεις οι συναθροίσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά διακόπτονται. Και τότε ακόμη που συνήλθαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά για να τελέσουν το δείπνον του Κυρίου, την ανάμνησι του θανάτου του Ιησού Χριστού, η αστυνομία συνέλαβε τους συνηθροισμένους. Αυτό, εν τούτοις, δεν αποθαρρύνει τον λαόν του Ιεχωβά στην Ελλάδα, αλλά το έργον προχωρεί καλά και λαμβάνονται φροντίδες για επέκτασί του. Οι κατωτέρω περικοπές της εκθέσεως του υπηρέτου τού εκεί τμήματος είναι ενδιαφέρουσες.
Στο υπηρεσιακό αυτό έτος οι ευλογίες του Ιεχωβά Θεού προς τους δούλους του υπήρξαν άνευ προηγουμένου. Το κορύφωμα επετέλεσε η επίσκεψις του προέδρου της Εταιρίας Αδελφού Ν. Ο. Νορρ και του γραμματέως του Αδελφού Μ. Χένσελ, τον Δεκέμβριο 1951. Όπως ήταν επόμενο, δεν κατωρθώσαμε να λάβωμε άδεια για μια συγκέντρωσι, ώστε να δουν και ν’ ακούσουν τους επισκέπτας μας όσο το δυνατόν περισσότεροι αδελφοί. Εν τούτοις, έγινε κατάλληλη διευθέτησις ώστε 900 και πλέον αδελφοί από όλα τα μέρη της Ελλάδος άκουσαν τις πολύτιμες συμβουλές και προτροπές του Αδελφού Νορρ και του Αδελφού Χένσελ. Οι ομιλίες του Αδελφού Νορρ, που είχαν ως βασικό σημείο την ανάγκη της «ωριμότητος», απετέλεσαν μια εξαιρετική δύναμι ενισχύσεως προς όλους μας, όπως με μεγαλύτερο ζήλο συνεχίσωμε την αύξησι και βελτίωσι της διακονίας μας.
Επίσης, για τα εφόδιά μας για την υπηρεσία του αγρού είμεθα ευγνώμονες στον Ιεχωβά. Στο μικρό μας τυπογραφικό μηχάνημα, που όταν είναι «στα καλά του» τυπώνει μόλις 1.000 τεύχη την ώρα, εξετυπώσαμε το έτος αυτό, εκτός από 237.500 τεύχη του περιοδικού Η Σκοπιά, και 20.000 βιβλιάρια Μπορείτε να Ζήσετε για Πάντα με Ευτυχία επάνω στη Γη; και 30.000 βιβλία «Αύτη Εστίν η Αιώνιος Ζωή», τα οποία και εδέσαμε μ’ ένα ωραίο και ελκυστικό εξώφυλλο. Επίσης εξετυπώσαμε 307.000 διάφορα υπηρεσιακά έντυπα, επιστολόχαρτα και αντίτυπα του Πληροφορητού, ως και 250.000 αντίτυπα των 4 φυλλαδίων, που εκυκλοφόρησαν στη συνέλευσι του Λονδίνου, Αγγλίας, στα 1951. Έτσι κατάλληλα εφωδιασμένοι με ποικιλία εντύπου ύλης εργασθήκαμε για τη διακήρυξι των αγαθών νέων και είχαμε πλούσιες και ευλογητές πείρες, παρά τους διωγμούς, τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις 363 αδελφών στο έτος αυτό.
Σ’ ένα χωριό της κεντρικής Πελοποννήσου ένας μάρτυς του Ιεχωβά συνελήφθη στο έργον και αφού με εισήγησι θρησκευομένων εκακοποιήθη σκληρότατα, παρεπέμφθη σε δίκη. Όταν το έμαθαν οι συγχωριανοί του εξανέστησαν γιατί εκτιμούν πολύ τον αδελφό για την καλή του διαγωγή κι επροθυμοποιήθησαν να υπογράψουν ομαδική διαμαρτυρία για την απαράδεκτη αυτή κατάστασι. Ένας γέρων 75 ετών εδήλωσε: «Θα πάω μάρτυρας στη δίκη να πω την αλήθεια. Αν και η απόστασις είναι μεγάλη, εν τούτοις θα κάμω αυτόν τον κόπο να πάω έστω και πεζός για να πω την αλήθεια.» Και πραγματικά πήγε ο γέρων αυτός για να υπερασπίση τον αδελφό! Στη δίκη ο αδελφός απηλλάγη, αλλά αυτό εξηρέθισε περισσότερο τους εχθρούς της αληθείας. Τώρα το αποτέλεσμα: Στο χωριό αυτό υπάρχει μια καλή ομάς και κάθε μήνα 10 ευαγγελιζόμενοι στέλλουν τακτικά την έκθεσί τους.
Δύο νεαρές μαθήτριες αδελφές απεφάσισαν στις διακοπές των σχολείων τους να εργασθούν ως σκαπανείς. Η μια, επειδή η οικογένειά της θα πήγαινε στο εξωτερικό, κατεγράφη στο τμήμα της Εταιρίας και εργάσθηκε εκεί ως σκαπανεύς θερινών διακοπών. Η άλλη εργάσθηκε ως σκαπανεύς με τη μητέρα της, που ήταν επίσης σκαπανεύς στη Μακεδονία, και είχε πολύ ευλογητές πείρες. «Κάθε μέρα»—γράφει—«κάνομε δύο και τρεις κατ’ οίκον Γραφικές Μελέτες, οι άνθρωποι είναι κατενθουσιασμένοι με την αλήθεια. Στο σπίτι που μένομε, η οικοδέσποινα μας βοηθεί πολύ στο έργον και δεν θ’ αργήση να είναι και αυτή μια ευαγγελιζομένη. Μας οδηγεί στους συγγενείς της και στους γνωστούς της και εκεί γίνεται πολύ καλή μαρτυρία. Επειδή όμως η οικοδέσποινα που μας φιλοξενεί είναι πολύ πτωχή για να μη την επιβαρύνωμε περισσότερο, της είπαμε καταλλήλως ότι θα φύγωμε· εκείνη όμως δεν ήθελε να μας αφήση να φύγωμε. ‘Όχι’, μας είπε, ‘δεν θα φύγετε, μόνο εσείς θέλετε να σωθήτε στον Αρμαγεδδώνα; Θα μείνετε εδώ να μας βοηθήσετε να μάθωμε καλά τον λόγον του Ιεχωβά για να σωθούμε και μείς. Θα μείνετε ακόμη μαζί μας και θα τρώμε ψωμί και κρομμύδι.’ Πραγματικά πόσο τα πρόβατα πεινούν και διψούν και έχουν ανάγκη από μας να τα θρέψωμε!»
Σε μια πόλι της Θεσσαλίας συνέλαβαν μια συνάθροισι αδελφών που μελετούσαν τη Γραφή τους. Στο Αστυν. τμήμα άρχισαν οι ανακρίσεις. Ρωτούν μια αδελφή: «Εσένα ποιος σε έκαμε μάρτυρα του Ιεχωβά;» Αμέσως η αδελφή απαντά στους Αστυνομικούς: «Εσείς!» «Εμείς;» «Μάλιστα εσείς! Διαβάζοντας κάθε τόσο στις εφημερίδες ότι διώκετε και συλλαμβάνετε τους μάρτυρας του Ιεχωβά, υποκινήθηκα να μάθω τι είναι αυτοί οι άνθρωποι και γιατί τους διώκετε. Από την έρευνα, όμως, αυτή, επείσθηκα ότι η αλήθεια είναι με τους ανθρώπους αυτούς, και τώρα είμαι κι εγώ μια μάρτυς του Ιεχωβά!»