Θάνατος—Μια Πλατύτερη Συνέχισις της Ζωής;
ΣΥΜΦΩΝΑ με το Ασυντόμευτο Λεξικό του Ουέμπστερ, ο θάνατος είναι μια «αιτία ή περίπτωσις απωλείας της ζωής· εξάλειψις· παύσις της λειτουργίας του οργανισμού ή της υπάρξεως».
Εν τούτοις, η μεγάλη πλειονότης του ανθρωπίνου γένους δεν παραδέχεται τον ορισμό του Ουέμπστερ περί θανάτου. Αν και έχουν αντιμαχόμενες γνώμες περί του τι ακριβώς συμβαίνει στο θάνατο, οι Βουδδισταί, οι Ινδουισταί, οι Μουσουλμάνοι, οι Ιουδαίοι, οι Καθολικοί και οι περισσότεροι από τους Διαμαρτυρομένους δεν πιστεύουν ότι θάνατος σημαίνει τέλος της υπάρξεως. Ο Δρ Πηλ, Δ. Θ., εξέφρασε μια λαοφιλή γνώμη πάνω στο θέμα αυτό σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Σάνταιη Πάιονηρ Πρες του Αγίου Παύλου, της 13ης Απριλίου 1952, κάτω από τον τίτλο, «Η Ζωή Είναι Αιώνια»:
«Όσο περισσότερο ζω και παρατηρώ τα ανθρώπινα και αιώνια γεγονότα, τόσο περισσότερο βεβαιώνομαι ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής. Αποτελεί πεποίθησί μου, βασισμένη σε ουσιαστική πείρα, ότι η κατάσταοις υπάρξεως που ονομάζομε θάνατον είναι απλώς μια πλατύτερη συνέχισις της ζωής.» Αφού σχολιάζει το «ακατάστρεπτον της ζωής,» προχωρεί και λέγει ότι, «Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ιδούμε τους μεταστάντας δεν αποδεικνύει την εκμηδένισί των.» Περαίνοντας δε, ο Δρ Πηλ λέγει για τους νεκρούς: «Αυτοί δεν πέθαναν.»
Είναι ο θάνατος «παύσις της λειτουργίας του οργανισμού ή της υπάρξεως», ή είναι «απλώς μια πλατύτερη συνέχισις της ζωής»; Τι λέγει η Αγία Γραφή; Αφού ο μεγαλύτερος άνθρωπος που έζησε ποτέ είπε για τον λόγον του Θεού, «Ο λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια,» μπορούμε μ’ εμπιστοσύνη να δεχθούμε ως αλήθειαν ό,τι ο λόγος του Θεού έχει να πη πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Ελέχθη στον πρώτον άνθρωπον Αδάμ ότι ο θάνατος θα ήταν γι’ αυτόν μια πλατύτερη συνέχισις της ζωής; Ελέχθη σ’ αυτόν ότι η ζωή ήταν ακατάστρεπτη, αιώνια; Τουναντίον, επειδή αυτός ηπείθησε του ελέχθη σαφώς: «Γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» (Γένεσις 3:19) Υπήρχε ο Αδάμ προτού ληφθή από τη γη; Όχι βέβαια! Τότε, όταν επεστράφη εκεί όπου ήταν προηγουμένως, ομοίως δεν θα υπήρχε· δεν είναι έτσι; Η δημιουργία του αποτελούσε μια αλλαγή από την ανυπαρξία στην ύπαρξι· ο θάνατός του μια επάνοδο από την ύπαρξι στην ανυπαρξία. Βέβαια όσον αφορά τον Αδάμ, ο θάνατος δεν ήταν μια αλλαγή υπάρξεως, μια πλατύτερη απλώς συνέχισις της ζωής.
Γι’ αυτό λέγουν οι Γραφές: «Διότι το συνάντημα των υιών των ανθρώπων είναι και το συνάντημα του κτήνους· και έν συνάντημα είναι εις αυτούς· καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος· και η αυτή πνοή είναι εις πάντας· και ο άνθρωπος δεν υπερτερεί κατ’ ουδέν το κτήνος· διότι τα πάντα είναι ματαιότης. Τα πάντα καταντώσιν εις τον αυτόν τόπον· τα πάντα έγειναν εκ του χώματος, και τα πάντα επιστρέφουσιν εις το χώμα. Τις γνωρίζει το πνεύμα των υιών των ανθρώπων, αν αυτό αναβαίνη εις τα άνω, και το πνεύμα του κτήνους, αν αυτό καταβαίνη κάτω εις την γην;» «ως πρόβατα εβλήθησαν εις τον άδην· θάνατος θέλει ποιμάνει αυτούς». (Εκκλησιαστής 3:19-21· Ψαλμός 49:14) Μήπως τα κατώτερα ζώα στον θάνατο δοκιμάζουν μια «πλατύτερη συνέχισι της ζωής»; Τότε ούτε και ο άνθρωπος.
Και πάλιν: «Διότι εις τον έχοντα κοινωνίαν μεταξύ πάντων των ζώντων, είναι ελπίς· επειδή κύων ζων είναι καλήτερος παρά λέοντα νεκρόν. Διότι οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν, ουδέ έχουσι πλέον απόλαυσιν· επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη. Πάντα όσα εύρη η χειρ σου να κάμη κάμε κατά την δύναμίν σου· διότι δεν είναι πράξις, ούτε λογισμός, ούτε γνώσις, ούτε σοφία, εν τω άδη όπου υπάγεις.» (Εκκλησιαστής 9:4, 5, 10) Καμμιά ελπίς πλατύτερης συνεχίσεως της ζωής σ’ αυτά τα Γραφικά εδάφια, δεν είναι έτσι;
Ο Ιώβ εγνώριζε ότι ο θάνατος ήταν παύσις της υπάρξεως και γι’ αυτό είπε: «Διότι μετ’ ολίγον θέλω κοιμάσθαι εν τω χώματι· και το πρωί θέλεις με ζητήσει, και δεν θέλω υπάρχει.» «Είθε να με έκρυπτες εν τω τάφω, να με εσκέπαζες εωσού παρέλθη η οργή σου, να προσδιώριζες εις εμέ προθεσμίαν, και τότε να με ενθυμηθής!» «Εάν προσμένω, ο τάφος είναι η κατοικία μου· έστρωσα την κλίνην μου εν τω σκότει.»—Ιώβ 7:21· 14:13· 17:13.
Ο Δαβίδ ομοίως εγνώριζε ότι ο θάνατος δεν ήταν «μια πλατύτερη συνέχισις της ζωής», αλλ’ ακριβώς το αντίθετον. «Διότι εν τω θανάτω δεν υπάρχει ενθύμησις περί σου· εν τω άδη [τω τάφω] τις θέλει σε δοξολογήσει;» Ναι, «οι νεκροί δεν θέλουσιν αινέσει τον Ιεχωβά, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις τον τόπον της σιωπής.» Γι’ αυτόν τον λόγο μάς δίδεται η συμβουλή να μη εναποθέτωμε την εμπιστοσύνη μας σε άνθρωπο: «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιόν ανθρώπου, εκ του οποίου δεν είναι σωτηρία Το πνεύμα αυτού εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.»—Ψαλμός 6:5· 115:17, ΑΣ· 146:3, 4.
Επειδή οι νεκροί δεν απολαμβάνουν μια πλατύτερη συνέχισι της ζωής αλλά είναι χωρίς συναίσθησι, η Γραφή τούς χαρακτηρίζει ως κοιμωμένους. Έτσι, ο Ιεχωβά Θεός είπε και στον Μωυσή και στον Δαβίδ, «Συ θέλεις κοιμηθή μετά των πατέρων σου». Γι’ αυτό ο ψαλμωδός προσηύχετο για Θεία καθοδηγία μήπως κοιμηθή τον «ύπνον του θανάτου».—Δευτερονόμιον 31:16· 2 Σαμουήλ 7:12· Ψαλμός 13:3.
Επίσης, όταν ο Λάζαρος ο φίλος του Ιησού, πέθανε, ο Ιησούς τον εχαρακτήρισε ως κοιμώμενον. Ο Ιησούς δεν είπε στη Μαρία και στη Μάρθα ότι ο αδελφός των πήγε στον ουρανό, αλλά τις διεβεβαίωσε ότι θα ανεσταίνετο από τον θάνατο.—Ιωάννης 11:11-23.
Ούτε μπορεί κανείς να ισχυρισθή ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται ο όρος ύπνος στο θάνατο, μόνο επειδή ο Ιησούς Χριστός δεν είχε ακόμη φέρει στο φως τη ζωή και την αθανασία μέσω του ευαγγελίου. (2 Τιμόθεον 1:10) Όταν ο Στέφανος εθανατώθη από έναν βίαιον όχλον, δεν διαβάζωμε ότι πήγε στον ουρανό, αλλά μάλλον ότι «εκοιμήθη». (Πράξεις 7:60) Ο δε απόστολος Παύλος μιλεί για Χριστιανούς κοιμωμένους ως τον καιρόν της αναστάσεως. «Διότι εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τούς κοιμηθέντας δια του Ιησού θέλει φέρει μετ’ αυτού.»—1 Θεσσαλονικείς 4:14.
Σημαίνει αυτό πως δεν υπάρχει ελπίς για τους νεκρούς; Όχι, καθόλου, υπάρχει ελπίς, αλλά η ελπίς αυτή δεν βασίζεται στο ότι ο θάνατος είναι μια κατάστασις υπάρξεως, απλώς μια διαπλάτυνσις της ζωής, αλλά βασίζεται στη δύναμι του Παντοδυνάμου Θεού να εγείρη τους νεκρούς. Η ελπίς μιας αναστάσεως προβάλλεται κατ’ επανάληψιν τόσο στις Εβραϊκές όσο και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. (Βλέπε Δανιήλ 12:13· Ωσηέ 13:14· Ιωάννης 5:28, 29· Πράξεις 24:15) Αλλ’ αν οι νεκροί δεν έχουν πεθάνει παρά δοκιμάζουν πραγματικά πλατύτερη συνέχισι της ζωής, γιατί να έχουν ανάστασι;
Θάνατος είναι το αντίθετον της ζωής. Όσον αφορά τον άνθρωπο, ο θάνατος είναι εκμηδένισις, εκτός του ότι αυτός ενυπάρχει στη μνήμη του Θεού και θα αναστηθή στον ωρισμένο καιρό του Θεού. Η Αγία Γραφή είναι λογική και συνεπής. Αν πούμε ότι η ζωή είναι αιώνια, αν πούμε ότι ο θάνατος είναι μια κατάστασις υπάρξεως, απλώς μια πλατύτερη συνέχισις της ζωής, είναι σαν να λέμε ότι το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο είναι άσπρο, ότι το ζεστό είναι ψυχρό και το ψυχρό είναι ζεστό, το επάνω είναι κάτω και το κάτω είναι επάνω, σαν να λέμε ότι η Αγία Γραφή δεν έχει νόημα. Αλλά τα σύμβολα πίστεως και οι διδασκαλίες των ανθρώπων, βασισμένα στην παράδοσι, στη δεισιδαιμονία και στην «ουσιαστική πείρα», είναι εκείνα που δεν έχουν νόημα. Ο λόγος του Θεού πάντοτε έχει νόημα, όταν βέβαια τον εννοούμε!