Γιατί Χρησιμοποιούνται Παραβολές ή Εξεικονίσεις;
«ΔΙΑ τι λαλείς προς αυτούς δια παραβολών;» ερώτησαν οι μαθηταί τον Ιησούν. Η απάντησίς του ήταν: «Εις εσάς εδόθη να γνωρίσητε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, εις εκείνους όμως δεν εδόθη. Διότι όστις έχει, έτι θέλει δοθή εις αυτόν, και θέλει περισσευθή· όστις όμως δεν έχει, και ό,τι έχει θέλει αφαιρεθή απ’ αυτού. Διά τούτο λαλώ προς αυτούς δια παραβολών, διότι βλέποντες δεν βλέπουσι, και ακούοντες δεν ακούουσιν, ουδέ νοούσι. Και εκπληρούται επ’ αυτών η προφητεία του Ησαΐου, η λέγουσα, ‘Με την ακοήν θέλετε ακούσει, και δεν θέλετε εννοήσει· και βλέποντες θέλετε ιδεί και δεν θέλετε καταλάβει· διότι επαχύνθη η καρδία του λαού τούτου, και με τα ώτα βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών έκλεισαν, μήποτε ίδωσι με τους οφθαλμούς, και ακούσωσι με τα ώτα, και νοήσωσι με την καρδίαν, και επιστρέψωσι, και ιατρεύσω αυτούς. Υμών δε οι οφθαλμοί είναι μακάριοι, διότι βλέπουσι· και τα ώτα σας, διότι ακούουσιν.»—Ματθ. 13:10-16.
Πολλοί άνθρωποι με σημαντικές φυσικές ικανότητες οράσεως και ακοής, δεν έχουν διανοητική αντίληψι και βαθιά κατανόησι. Διότι δεν καταλαβαίνουν τη σημασία της βάσεως των όσων βλέπουν και ακούουν να λέγωνται, σαν να έχουν μάτια που δεν βλέπουν κι αυτιά που δεν ακούουν. Είναι πνευματικά τυφλοί και κωφοί. Έχουν μάτια στο κεφάλι τους αλλά όχι και στην καρδιά τους. Λόγω της ζωτικής σπουδαιότητος του χαρίσματος της οράσεως αυτής, ο Παύλος προσηύχετο να πλουτισθούν με αυτό από τον Ιεχωβά οι συμμαθηταί του της Εφέσου, αυτό δε επίσης είναι και για μας κατάλληλη προσευχή σήμερα: «Δια να σας δώση ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Πατήρ της δόξης, πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως, εις επίγνωσιν αυτού· ώστε να φωτισθώσιν οι οφθαλμοί της καρδίας σας, εις το να γνωρίσητε ποία είναι η ελπίς.» (Εφεσ. 1:17, 18, ΜΝΚ) Καθώς προείπε ο Ησαΐας, όταν ήλθε ο Ιησούς, οι περισσότεροι από τους Ισραηλίτας τον άκουαν με αίσθημα ενοχλήσεως και έκλειναν τη διάνοιά τους στο άγγελμά του, η δε καρδιά τους είχε παχυνθή και πωρωθή και δεν τους έφθαναν ούτε τους ήγγιζαν οι αλήθειες που έλεγε ο Ιησούς. Ήσαν υπερήφανοι, αλαζόνες, ιδιοτελείς και ανάξιοι να μεταστραφούν και να θεραπευθούν πνευματικά. Δεν είχαν οφθαλμούς της καρδίας, δηλαδή, κατανόησι.
Το άγγελμα της σωτηρίας δεν ήταν για τέτοιους ανθρώπους. Δεν εδόθη σ’ αυτούς να εννοήσουν τα μυστήρια. Γι’ αυτό ο Ιησούς μιλούσε στα πλήθη με παραβολές ή εξεικονίσεις, κι έτσι αυτοί οι ανάξιοι δεν θα εθεραπεύοντο. Η πνευματική θεραπεία ήταν για κείνους που είχαν οφθαλμούς της καρδίας, αυτοί δε θα ευρίσκοντο σε αφθονία από περισσότερη γνώσι και κατανόησι, από περισσότερη διαφώτισι των οφθαλμών της καρδίας των. Πώς εγίνετο αυτό με τη χρήσι παραβολών ή εξεικονίσεων; Καταδεικνύεται από την περίπτωσι που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφάλαιο 13. Ο Ιησούς είχε ειπεί την παραβολή του σπορέως, ο οποίος έσπειρε σπόρο σε διάφορα εδάφη και είχε τονίσει τα διάφορα αποτελέσματα που προέκυψαν. Για τους περισσοτέρους ακροατάς αυτό ήταν απλώς μια ωραία μικρή ιστορία, ενδιαφέρουσα και χρωματισμένη, αλλά που δεν άξιζε περισσότερη σκέψι. Έφυγαν χωρίς ν’ αποκτήσουν τη βαθύτερη έννοια, χωρίς ν’ αντιληφθούν και να κατανοήσουν την εικονική γλώσσα. Με άλλα λόγια, αυτοί δεν ενδιεφέρθησαν. Μερικοί, όμως, ενδιεφέρθησαν, ήσαν ταπεινοί και πράοι και ήθελαν να διαφωτισθούν ως προς τη βαθύτερη έννοια. Γι’ αυτό παρέμειναν κι έκαναν ερωτήσεις, ο δε Ιησούς εξήγησε πλήρως την παραβολή και οι οφθαλμοί των ταπεινών καρδιών των εφωτίσθησαν περισσότερο. Αυτή η μέθοδος διδασκαλίας είχε το πλεονέκτημα να ξεχωρίζη εκείνους που δεν ενδιεφέροντο αρκετά για να δαπανά μ’ αυτούς χρόνον ο Ιησούς. Εξηφάνιζε από το ακροατήριό του τους αδιαφόρους, οι οποίοι ηρέσκοντο μόνο να γαργαλίζωνται τ’ αυτιά τους με ζωηρά μικρά διηγήματα, και άφηνε μόνον εκείνους που ήσαν πνευματικά πεινασμένοι και στους οποίους ο Ιησούς μπορούσε τότε να συγκεντρώση το ενδιαφέρον του.
Αλλά η χρήσις παραβολών ή εξεικονίσεων από τον Ιησούν επιτελούσε περισσότερα από το να ξεχωρίζη τους αναξίους. Οι παραβολές ήσαν ανεκτίμητες για τη διδασκαλία των πράων μαθητών. Όταν οι ακόλουθοί του ήθελαν να λάβουν την κρυμμένη έννοια, αυτή ήταν σαφέστερη, δυνατότερη και ζωηρότερη λόγω της εξεικονίσεως που συνεδέετο μ’ αυτήν, και μπορούσαν να ενθυμούνται τις αλήθειες περισσότερον χρόνον διότι μπορούσαν να οραματισθούν την παραβολή. Κατά καιρούς μάλιστα και οι εχθροί του Ιησού συνελάμβαναν το σημείο που ετόνιζαν οι παραβολές που ο Ιησούς χρησιμοποιούσε. Λόγου χάριν, ένας θρησκευτικός ηγέτης του Ισραήλ, όταν του ελέχθη ν’ αγαπά τον πλησίον του, ερώτησε ποιος ήταν πράγματι ο πλησίον του. Ήθελε ν’ αποδειχθή δίκαιος, χωρίς πραγματικά να ποθή τη διαφώτισι. Με την παραβολή του καλού Σαμαρείτου, ο Ιησούς τον έκαμε να δεχθή έναν ευρύτερο ορισμό περί του «πλησίον» από εκείνον που αυτός ο ίδιος προτιμούσε να δώση στον όρον αυτόν. Σε μια άλλη περίπτωσι, ο Ιησούς μίλησε στους υποκριτάς θρησκευτικούς ηγέτας και με μια σειρά παραβολών τούς εξέθεσε, αυτοί δε κατάλαβαν το οξύ σημείο των παραβολών αυτών και επληγώθησαν απ’ αυτές και ζητούσαν να συλλάβουν τον Ιησούν, αλλ’ εφοβούντο τα πλήθη.—Λουκ. 10:25-37· Ματθ. 21:28-46.
ΟΙ ΕΞΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Η χρήσις λοιπόν παραβολών ή εξεικονίσεων από τον Ιησούν για την απόκρυψι της αληθείας από τους αναξίους αποτελούσε ένα μόνο σκοπό χρήσεως των παραβολών αυτών. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά εχρησιμοποίησαν μεταφορική γλώσσα για τον ίδιο σκοπό στην παρούσα γενεά. Λόγου χάριν, στα περασμένα χρόνια, το Βιβλίο του Έτους των μαρτύρων του Ιεχωβά αναγράφοντας εκθέσεις για την πρόοδο του έργου σε χώρες όπου αυτό είναι απαγορευμένο, παρέθετε περικοπές, επιστολών από τις χώρες αυτές, που μιλούσαν για τον αριθμό των φυτών, την φροντίδα και την καλλιέργεια και την απόδοσί των. Με τον εξεικονιστικό αυτόν τρόπο, η έκθεσις περνά από τους λογοκριτάς, η δε αληθινή της έννοια, ο αριθμός των εκκλησιών και η αύξησίς των, είναι κρυμμένα απ’ αυτούς, διακρίνονται όμως από τους ακολούθους του Χριστού.
Οι εξεικονίσεις είναι, επίσης, πολύτιμες για διδασκαλία. Ο συλλογισμός βάσει θεωρητικής εκθέσεως είναι δύσκολος για πολλούς, η δε χρήσις εικόνων βοηθεί πολύ στη διευκρίνισι ενός σημείου. Καθιστά δυνατόν το να οραματισθή κανείς, η δε αφηρημένη έννοια της αληθείας προσαρτάται σ’ αυτή τη νοερή απεικόνισι. Το θέμα γίνεται πιο συγκεκριμένο στη διάνοια του μαθητευομένου, και ασφαλώς παραμένει στη μνήμη επί μακρότερον χρόνον λόγω της ζωντανής εξεικονίσεως. Επίσης, με την εξεικόνισι κάποτε μπορεί να παρουσιασθή με λεπτότητα ένα σημείο, το οποίον αλλιώς θα έθιγε ή θα έκλεινε τη διάνοια του ακροατού. Λόγου χάριν, το θέμα περί Χριστουγέννων είναι θέμα αισθηματικό για εκατομμύρια ατόμων, τα οποία δεν αρέσκονται να μάθουν ότι αυτό βασίζεται ολοκλήρως σε ειδωλολατρικές συνήθειες, ότι η ημέρα αυτή δεν είναι διόλου η ακριβής ημέρα της γεννήσεως του Χριστού. Για να τους εισαγάγη κανείς στο να σκέπτωνται πάνω σ’ αυτό το θέμα, θα μπορούσε να χρησιμοποιήση την εξής εξεικόνισι. Υποθέστε ότι ένα μεγάλο πλήθος έρχεται στο σπίτι ενός ανθρώπου για να γιορτάση τα γενέθλιά του. Αυτός δεν διάκειται ευμενώς υπέρ του εορτασμού γενεθλίων. Δεν του αρέσει να βλέπη έναν να φθάνη ως τη μέθη ή να παρατρώγη, ούτε επιδοκιμάζει τα γλέντια. Ωστόσο αυτοί έρχονται στο σπίτι του, μεθούν, παρατρώγουν, θορυβούν και φωνασκούν, μερικοί κάνουν και ανηθικότητες, και φέρνουν δώρα για όλους εκτός απ’ αυτόν! Φαντασθήτε! Σ’ αυτόν τον εορτασμό των γενεθλίων ο καθένας λαμβάνει δώρα, εκτός από εκείνον του οποίου εορτάζονται τα γενέθλια! Και πάνω απ’ όλα αυτά, αυτοί οι δήθεν φίλοι ούτε τη σωστή μέρα έρχονται, αλλ’ αντ’ αυτής διαλέγουν μια μέρα που είναι τα γενέθλια ενός εχθρού του και εκτελούν τις συνήθειες που καθιερώθησαν για τον εορτασμό των γενεθλίων του εχθρού αυτού! Δεν θα ήταν τούτο αποκρουστικό στον εκλεκτόν αυτόν άνθρωπο; Έτσι ακριβώς είναι και ο εορτασμός των γενεθλίων του Χριστού που αποπειράται να τελέση ο «Χριστιανικός κόσμος».
Ίσως μια από τις εξέχουσες χρήσεις εξεικονίσεων είναι να παραμερίζεται η προκατάληψις ή μεροληψία. Συνήθως έχομε προκατάληψι υπέρ του εαυτού μας. Τείνομε να προστατεύσωμε τους εαυτούς μας, τις γνώμες μας, τις πράξεις μας, τις προσφιλείς μας πεποιθήσεις, και αν κανείς τα επικρίνη αυτά, εμείς αυτομάτως τα προστατεύομε. Η υπερηφάνεια μας δυσκολεύει να ομολογήσωμε ότι σφάλλομε. Αν επρόκειτο για διαγωγή, δικαιολογούμεθα ή σκεπτόμεθα να ελαφρύνωμε τα περιστατικά. Δεν είναι απλώς ζήτημα λογικής, ανεπηρέαστης λογικεύσεως πάνω στην κατάστασι. Είναι και ζήτημα συγκινήσεως. Η δε συγκίνησις δεν είναι πάντοτε λογική. Ενίοτε νικά στη διελκυστίνδα με τη λογική. Αλλ’ αν μπορούμε να κρίνωμε πάνω στην ίδια κατάστασι χωρίς να γνωρίζωμε ότι περιλαμβανόμεθα κι εμείς, η λογική και η κρίσις μπορούν να κάμουν το έργον τους ανεμπόδιστα από προσωπικά αισθήματα. Εδώ έρχεται να παίξη ρόλο η εξεικόνισις. Θα παραμερίση την προκατάληψι, θα διαχωρίση το άτομο από το γεγονός, θα θέση το άτομο στη θέσι ενός αμερολήπτου παρατηρητού, χωρίς να εμπλέκεται η προσωπική τους τύχη, και θα το αφήση ν’ αποφασίση καθαρά βάσει δικαίων αρχών. Οι εξεικονίσεις αποχωρίζουν τις προσωπικές μας συγκινήσεις από το να επηρεάζουν τη σκέψι μας και μας κάνουν να μπορέσωμε να καταλήξωμε σε ειλικρινή και λογικά συμπεράσματα. Τότε, αφού καθορισθή η αρχή, μπορεί να εφαρμοσθή και στη δική μας περίπτωσι. Έτσι, οι εξεικονίσεις μπορούν να μας κάμουν ν’ αντιμετωπίσωμε γεγονότα ως προς τα οποία θα μας ετύφλωναν οι συγκινήσεις μας.
Η Αγ. Γραφή μάς δίνει ένα παράδειγμα της χρήσεως αυτής των εξεικονίσεων. Βρίσκεται στο 2 Σαμ. 12:1-9, 13 (ΑΣ): «Και απέστειλεν ο Ιεχωβά τον Νάθαν προς τον Δαβίδ. Και ήλθε προς αυτόν, και είπε προς αυτόν, Ήσαν δύο άνδρες εν πόλει τινί, ο είς πλούσιος, ο δε άλλος πτωχός. Ο πλούσιος είχε ποίμνια και βουκόλια πολλά σφόδρα. Ο δε πτωχός δεν είχεν άλλο, ειμή μίαν μικράν αμνάδα, την οποίαν ηγόρασε, και έθρεψε· και εμεγάλωσε μετ’ αυτού, και μετά των τέκνων αυτού ομού· από του άρτου αυτού έτρωγε, και από του ποτηριού αυτού έπινε, και εν τω κόλπω αυτού εκοιμάτο, και ήτο εις αυτόν ως θυγάτηρ. Ήλθε δε τις διαβάτης προς τον πλούσιον, και εφειδωλεύθη να λάβη εκ των ποιμνίων αυτού, και εκ των βουκολίων αυτού, δια να ετοιμάση εις τον οδοιπόρον τον ελθόντα προς αυτόν, και έλαβε την αμνάδα του πτωχού, και ητοίμασεν αυτήν δια τον άνθρωπον τον ελθόντα προς αυτόν. Και εξήφθη η οργή του Δαβίδ κατά του ανθρώπου σφόδρα· και είπε προς τον Νάθαν, Ζη ο Ιεχωβά, άξιος θανάτου είναι ο άνθρωπος, όστις έπραξε τούτο· και θέλει πληρώσει την αμνάδα τετραπλάσιον, επειδή έπραξε το πράγμα τούτο, και επειδή δεν εσπλαγχνίσθη. Και είπεν ο Νάθαν προς τον Δαβίδ, Συ είσαι ο άνθρωπος. Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός του Ισραήλ· Εγώ σε έχρισα βασιλέα επί τον Ισραήλ, και εγώ σε ηλευθέρωσα εκ χειρός Σαούλ· και έδωκα εις σε τον οίκον του κυρίου σου και τας γυναίκας του κυρίου σου εις τον κόλπον σου, και έδωκα εις σε τον οίκον του Ισραήλ και του Ιούδα· και εάν τούτο ήτο ολίγον, ήθελον προσθέσει εις σε τοιαύτα και τοιαύτα· δια τι κατεφρόνησας τον λόγον του Ιεχωβά, ώστε να πράξης το κακόν εις τους οφθαλμούς αυτού; Ουρίαν τον Χετταίον επάταξας εν ρομφαία, και την γυναίκα αυτού έλαβες εις σεαυτόν γυναίκα, και αυτόν εθανάτωσας εν τη ρομφαία των υιών Αμμών. Και είπεν ο Δαβίδ προς τον Νάθαν, Ημάρτησα εις τον Ιεχωβά.»
Αν ο Νάθαν από την αρχή επέσυρε την προσοχή του Δαβίδ στις πράξεις του, ο Δαβίδ ίσως να προσπαθούσε να υπερασπίση τον εαυτό του ή να προβάλη δικαιολογίες ή να σκεφθή ελαφρυντικά περιστατικά. Αυθόρμητα αναζητούμε μια υπεράσπισι. Αντί τούτου, ο Νάθαν εχρησιμοποίησε μια εξεικόνισι. Εδιάλεξε μια καλή εξεικόνισι, που περιελάμβανε μια προσφιλή αμνάδα. Ο Δαβίδ υπήρξε ποιμενόπαις κι αγαπούσε τα πρόβατά του τόσο ώστε επολέμησε εναντίον ενός λέοντος και μιας άρκτου για να τα προστατεύση. Αυτός θα αισθάνθηκε βαθιά την αδικία της σκληρής πράξεως του πλουσίου. Εξέφερε κρίσιν ως ένα αμερόληπτο άτομο, που δεν είχε καμμιά προσωπική ανάμιξι. Ή έτσι ενόμιζε. Κατόπιν, αφού εξέφρασε μια γεμάτη οργή και αμερόληπτη απόφασι, έμαθε ότι αυτός ήταν ο ένοχος. Τι μπορούσε να πη; Απεκαλύφθη ήδη. Το μόνο που μπορούσε να κάμη ήταν ν’ αναγνωρίση το μέγεθος της αμαρτίας του, ο δε Ιεχωβά τον έκαμε να υποφέρη πολύ γι’ αυτό.
Σήμερα, καθώς κηρύττομε, προσκρούομε σε πολλές προκαταλήψεις. Οι άνθρωποι έχουν προσφιλείς δοξασίες, η δε υπερηφάνειά των θίγεται βαθιά με το να πουν ότι επί χρόνια ολόκληρα επλανώντο. Η προκατάληψις τους κάνει ν’ απέχουν από το ν’ αντιμετωπίσουν τα Γραφικά γεγονότα. Οι εξεικονίσεις εδώ μπορεί να είναι χρήσιμες. Ιδού μια που μπορεί να χρησιμοποιηθή. Ακούτε για έναν πατέρα που έχει ένα γυιο ο οποίος συμπεριεφέρθη κακώς. Το σφάλμα του παιδιού ήταν σοβαρό· έπρεπε να τιμωρηθή. Σας λέγουν, λοιπόν, ότι ο πατέρας εκράτησε το χέρι του παιδιού κοντά σε μια πυρωμένη θερμάστρα σαν να το έψηνε πραγματικά. Πώς σας φαίνεται αυτό; Είναι πράξις αυτή ενός στοργικού πατέρα ή ενός διαβόλου; Δεν εξεγείρεσθε από μια τέτοια φρικτή αδικία; Αλλ’ αργότερα μαθαίνετε ότι ο πατέρας ποτέ δεν το έκαμε αυτό. Εκείνος που σας το είπε εψεύσθη σε σας. Δεν αγανακτείτε με τον ψεύτη αυτόν; Και πώς φαντάζεσθε ότι ο στοργικός πατέρας θα διάκειται απέναντι του ψεύτη, ο οποίος τον βλασφημεί, και απέναντί σας ακόμη αν εξακολουθήτε να πιστεύετε ότι αυτός είναι τόσο διαβολικός; Έτσι γίνεται και μ’ εκείνους που διδάσκουν ότι ο Ιεχωβά βασανίζει τους ανθρώπους σ’ έναν τόπο πυρίνου άδου. Αυτός δεν είναι λιγώτερο στοργικός από τους ανθρωπίνους πατέρας, αλλά περισσότερο. Αυτός διορθώνει, αλλά δεν βασανίζει διαβολικά. Και πώς νομίζετε ότι διάκειται προς εκείνους που ψεύδονται γι’ αυτόν, λέγοντας ότι είναι ένας τέτοιος δαίμονας; Και προς εκείνους που πιστεύουν τους ψεύτες, και μετά ακόμη την παρουσίασι της αληθείας σ’ αυτούς;
Από τα ανωτέρω διασαφηνίζεται ότι οι εξεικονίσεις είναι χρήσιμες στα σημερινά κηρύγματα. Κάνουν τις αλήθειες πιο σαφείς, διευκολύνουν τη νοερή τους απεικόνισι και την ενθύμησί τους, και μας κάνουν ικανούς να παρουσιάζωμε λεπτά ζητήματα με διακριτικότητα και ν’ αποφεύγωμε τις προσωπικές προκαταλήψεις που τυφλώνουν τους ακροατάς μας. Οι εξεικονίσεις δεν θα μεταστρέψουν τους αναξίους, αλλά θα κάμουν τους πράους ν’ ακούσουν και να ζητήσουν να μάθουν περισσότερα. Γνωρίζομε τα ζητήματα που αναφύονται συχνά, τις αντιρρήσεις που εγείρονται πολλές φορές όταν παρουσιάζωμε την αλήθεια στις θύρες. Προβλέψατε τις αντιρρήσεις. Σκεφθήτε εξεικονίσεις για ν’ απαντήσετε σ’ αυτές. Να χρησιμοποιήτε εξεικονίσεις στις συζητήσεις επανεπισκέψεων και να τις προσχεδιάζετε. Να τις χρησιμοποιήτε σε ομιλίες υπηρεσίας και σε δημόσιες διαλέξεις. Αλλά να τις χρησιμοποιήτε με μέτρον. Να είσθε εκλεκτικοί. Να χρησιμοποιήτε λίγες μόνο και να τις διατηρήτε σε ζωηρότητα. Αν αυτές χρησιμοποιούνται σε υπερβολικό βαθμό, θα γίνουν πολύ κοινές και θα χάσουν τη δύναμί τους, και θα κάμουν την παρουσίασι να φαίνεται ανώμαλη. Λίγες και καλές εξεικονίσεις είναι καλύτερες από πολλές και μέτριες. Η Αγία Γραφή είναι υποδειγματική στη χρήσι εξεικονίσεων. Μιμηθήτε την.