Εδάφια της Ημέρας για τον Μήνα Απρίλιο
1 Ευφράνθην ότε μοι είπον, Ας υπάγωμεν εις τον οίκον του Ιεχωβά. Οι πόδες ημών θέλουσιν ίστασθαι εν ταις πύλαις σου, Ιερουσαλήμ.—Ψαλμ. 122:1, 2, ΑΣ. Σ 15/1/55 9
2 Και εστάθη έκαστος εν τω τόπω αυτού κύκλω του στρατοπέδου.—Κριτ. 7:21. Σ 1/8/55 20, 21
3 Αλλ’ εάν τον χόρτον . . . ο Θεός ενδύη ούτω, . . . δεν θέλει ενδύσει πολλώ μάλλον εσάς;—Ματθ. 6:30. Σ 1/9/55 22
4 Αγγέλους οίτινες δεν εφύλαξαν την εαυτών αξίαν, αλλά κατέλιπον το ίδιον αυτών κατοικητήριον, εφύλαξε . . . δια την κρίσιν της μεγάλης ημέρας.—Ιούδ. 6. Σ 1/1/56 2
5 Και πρέπει πρώτον να κηρυχθή το ευαγγέλιον εις πάντα τα έθνη.—Μάρκ. 13:10. Σ 1/3/56 9
6 Ακούομεν τινάς ότι περιπατούσι μεταξύ σας ατάκτως, μη εργαζόμενοι μηδέν, αλλά περιεργαζόμενοι.—2 Θεσ. 3:11. Σ 15/11/55 9, 10
7 Σηκωθείς βαπτίσθητι και απολούσθητι από των αμαρτιών σου, επικαλεσθείς το όνομα του Κυρίου.—Πράξ. 22:16. Σ 1/10/55 15, 16
8 Σεις είσθε μάρτυρές μου, λέγει ο Ιεχωβά, και ο δούλος μου, τον οποίον εξέλεξα.—Ησ. 43:10, ΑΣ. Σ 1/5/55 19, 20
9 Τις είμαι εγώ, και τις ο λαός μου, ώστε να δυνηθώμεν να προσφέρωμεν προθύμως εις σε κατά ταύτα; διότι τα πάντα έρχονται εκ σου, και εκ των σων δίδομεν εις σε.—1 Χρον. 29:14. Σ 1/6/55 21
10 Εις τον οποίον [Σατανάν] αντιστάθητε μένοντες στερεοί εις την πίστιν, εξεύροντες ότι τα αυτά παθήματα γίνονται εις τους αδελφούς σας τους εν τω κόσμω.—1 Πέτρ. 5:9. Σ 1/9/55 1, 2α
11 Αι γυναίκες, . . . των οποίων ο στολισμός ας ήναι . . . ο κρυπτός άνθρωπος της καρδίας κεκοσμημένος με την αφθαρσίαν του πράου και ησυχίου πνεύματος.—1 Πέτρ. 3:1, 3, 4. Σ 1/7/55 4, 5α
12 Θέλει είσθαι σκεύος τιμίας χρήσεως, ηγιασμένον, και εύχρηστον εις τον δεσπότην, ητοιμασμένον εις παν έργον αγαθόν.—2 Τιμ. 2:21. Σ 15/7/55 9α
13 Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου.—Ματθ. 25:21. Σ 1/11/55 8
14 Ιδού, έρχομαι· . . . Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου.—Ψαλμ. 40:7, 8. Σ 15/9/55 10, 11
15 Εν εκείνη τη ημέρα, προς την ρίζαν του Ιεσσαί, ήτις θέλει ίστασθαι σημείον των λαών, προς αυτόν θέλουσι προστρέξει τα έθνη.—Ησ. 11:10, ΜΑΜ. Σ 1/5/55 16-18
16 Έν εζήτησα παρά του Ιεχωβά, τούτο θέλω εκζητεί· το να κατοικώ εν τω οίκω του Ιεχωβά πάσας τας ημέρας της ζωής μου.—Ψαλμ. 27:4, ΑΣ. Σ 15/1/55 1β
17 Αληθώς σας λέγω, Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, θέλετε ειπεί προς το όρος τούτο, Μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και θέλει μεταβή, και δεν θέλει είσθαι ουδέν αδύνατον εις εσάς.—Ματθ. 17:20. Σ 1/9/65 25
18 Ο Ιωάννης μεν εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, λέγων προς τον λαόν να πιστεύσωσιν εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν, τουτέστιν, εις τον Χριστόν Ιησούν.—Πράξ. 19:4. Σ 1/10/55 20, 21
19 Και νομίζεις τούτο, ω άνθρωπε, συ ο κρίνων τους πράττοντας τα τοιαύτα, και πράττων αυτά, ότι θέλεις εκφύγει την κρίσιν του Θεού;—Ρωμ. 2:3. Σ 15/11/55 5α
20 Λάβετε την περικεφαλαίαν της σωτηρίας, και την μάχαιραν του Πνεύματος, ήτις είναι ο λόγος του Θεού.—Εφεσ. 6:17. Σ 1/1/56 44, 45
21 Παν ό,τι εγεννήθη εκ του Θεού, νικά τον κόσμον, και αύτη είναι η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών.—1 Ιωάν. 5:4. Σ 1/3/56 25
22 Είδε δε και χήραν τινά πτωχήν βάλλουσαν εκεί δύο λεπτά, και είπεν, Αληθώς σας λέγω, ότι η πτωχή αύτη χήρα έβαλε περισσότερον πάντων.—Λουκ. 21:2, 3. Σ 1/6/55 28, 29
23 Ο Ιεχωβά φυλάττει πάντας τους αγαπώντας αυτόν· θέλει δε εξολοθρεύσει πάντας τους ασεβείς.—Ψαλμ. 145:20, ΑΣ. Σ 15/4/55 15
24 Μηδέ γογγύζετε, καθώς και τινες αυτών εγόγγυσαν, και απωλέσθησαν υπό του ολοθρευτού.—1 Κορ. 10:10. Σ 15/6/55 15
25 Ήλιος και ασπίς είναι Ιεχωβά ο Θεός.—Ψαλμ. 84:11, ΑΣ. Σ 15/8/55 7
26 Θέλω δε να εξεύρητε, ότι η κεφαλή παντός ανδρός είναι ο Χριστός· κεφαλή δε της γυναικός, ο ανήρ· κεφαλή δε του Χριστού, ο Θεός.—1 Κορ. 11:3. Σ 1/7/55 4
27 Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν, ειμή το να αγαπάτε αλλήλους.—Ρωμ. 13:8. Σ 15/11/55 15α
28 Αυτοί ενίκησαν αυτόν δια το αίμα του Αρνίου, και δια τον λόγον της μαρτυρίας αυτών· και δεν ηγάπησαν την ψυχήν αυτών μέχρι θανάτου.—Αποκάλ. 12:11. Σ 1/3/56 13
29 Ο εν τω ελαχίστω πιστός, και εν τω πολλώ πιστός είναι.—Λουκ. 16:10. Σ 1/5/55 14, 16α
30 Ούτως απέθανεν ο Σαούλ, δια την ανομίαν αυτού την οποίαν ηνόμησεν εις τον Ιεχωβά, εναντίον του λόγου του Ιεχωβά, τον οποίον δεν εφύλαξε· και έτι διότι εζήτησεν άνθρωπον έχοντα πνεύμα μαντείας.—1 Χρον. 10:13, ΑΣ. Σ 15/12/55 16