Ακριβής Γνώσις για να Ευαρεστούμε τον Ιεχωβά
«Να εμπλησθήτε από της επιγνώσεως του θελήματος αυτού . . . δια να περιπατήσητε αξίως του Ιεχωβά ευαρεστούντες κατά πάντα, καρποφορούντες εις παν έργον αγαθόν.»—Κολ. 1:9, 10, ΜΝΚ.
1. Τι είδους άτομα αποβλέπουν στον Ιεχωβά για καθοδηγία και γιατί;
ΑΤΟΜΑ που έχουν καλή κατάστασι καρδιάς εκτιμούν την ανάγκη να πράττουν εκείνο που είναι ευάρεστο στα όμματα του Θεού. Μολονότι ο κόσμος μπορεί να εξασκή πίεσι για να τους κάμη ν’ ακολουθήσουν το δρόμο που επιδοκιμάζεται από την πλειονότητα, αυτοί στέκουν στερεοί στην αφοσίωσι προς τον Παντοδύναμο Θεό. Αναγνωρίζουν συνετά ότι «η οδός του ανθρώπου δεν εξαρτάται απ’ αυτού· του περιπατούντος ανθρώπου δεν είναι το να κατευθύνη τα διαβήματα αυτού». (Ιερεμ. 10:23) Εκείνο που μπορεί να φαίνεται ορθό στα μάτια του αμαρτωλού ανθρώπου, μπορεί να μην είναι ορθό στα όμματα του Θεού. Να είσθε, λοιπόν, συνετοί· «έλπιζε επί τον Ιεχωβά εξ όλης σου της καρδίας, και μη επιστηρίζεσαι εις την σύνεσίν σου· εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου.»—Παροιμ. 3:5, 6, ΑΣ.
2. Τόσον ο Ιησούς, όσο και ο ψαλμωδός, ποια έδειξαν ότι είναι η κατάλληλη στάσις απέναντι του Λόγου του Θεού;
2 Πώς μπορούμε να τον αναγνωρίζωμε σε όλα; Με το να τον εκζητούμε ταπεινά, πλησιάζοντάς τον με την προσευχή κατά τον τρόπο που αυτός έχει επιδοκιμάσει μέσω του Ιησού Χριστού. Μη ζητείτε να επιβάλετε το θέλημά σας στον Θεό, αλλά ενθυμηθήτε πώς ο Ιησούς μάς εδίδαξε να προσευχώμεθα: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.» (Ματθ. 6:9, 10) Η πιο ένθερμη, λοιπόν, επιθυμία μας πρέπει να είναι να γνωρίσωμε το θέλημα του Θεού, για να μπορούμε να πράττωμε ό,τι είναι ορθό. Καθώς ο Δαβίδ ταπεινά είπε: «Δίδαξόν με, Ιεχωβά, την οδόν σου.» (Ψαλμ. 27:11, ΑΣ) Τώρα ενεργείτε με συνέπεια προς την αίτησί σας στον Θεό και μελετάτε το βιβλίο σπουδής που αυτός σας επρομήθευσε, τις Ιερές Γραφές, και έπειτα ακολουθήστε τις καλές συμβουλές του. «Λύχνος εις τους πόδας μου είναι ο λόγος σου, και φως εις τας τρίβους μου. Ώμοσα, και θέλω εμμένει, να φυλάττω τας κρίσεις της δικαιοσύνης σου. . . . Πρόσδεξαι, δέομαι, τας προαιρετικάς προσφοράς του στόματός μου, Ιεχωβά· και δίδαξόν με τας κρίσεις σου. Η ψυχή μου είναι πάντοτε εν κινδύνω· τον νόμον σου όμως δεν ελησμόνησα. Οι ασεβείς έστησαν εις εμέ παγίδα· αλλ’ εγώ από των εντολών σου δεν εξέκλινα. Τα μαρτύριά σου εκληρονόμησα εις τον αιώνα· διότι ταύτα είναι η αγαλλίασις της καρδίας μου. Έκλινα την καρδίαν μου εις το να κάμνω τα διατάγματά σου πάντοτε μέχρι τέλους.» (Ψαλμ. 119:105-112, ΑΣ) Μπορούμε να βρεθούμε σύμφωνοι μ’ αυτή την ορθή έκφρασι του ψαλμωδού μόνο αν έχωμε κάμει επιμελή μελέτη της Γραφής και έχωμε γεμίσει την καρδιά μας με την αλήθεια σε βαθμό που να υπερχειλίζη τώρα με αίνον στον Ιεχωβά ενώπιον των συνανθρώπων μας.
3. Γιατί είναι ασύνετη η άποψις του παλαιού κόσμου για τη θρησκεία του και για τις Βιβλικές αρχές;
3 Αλλά ποια είναι η τάσις στη σύγχρονη θρησκεία; Είναι να ασκήται «θρησκεία καθαρά και αμόλυντος ενώπιον του Θεού και Πατρός», ή είναι να ‘πηγαίνετε στην εκκλησία της εκλογής σας’; (Ιάκ. 1:27) Ο επηρμένος άνθρωπος μπορεί να κάνη επιλογή από τα περιεχόμενα του Λόγου του Θεού, μέρος να δέχεται και το μεγαλύτερο μέρος να το απορρίπτη ως ανωφελές ή ανεπιθύμητο. Μπορεί να απορρίπτη ως μη εφαρμόσιμη σ’ αυτόν τον σύγχρονο κόσμο τη συμβουλή ‘Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν’ ή μπορεί να κάνη όνομα για τον εαυτό του γράφοντας μια στήλη εφημερίδος ή περιοδικού, στην οποία παραθέτει μερικά εδάφια της Γραφής που τα θεωρεί ότι αποτελούν καλή ψυχολογία. Ενεργώντας έτσι μπορεί ν’ αποκτήση μια αρκετά μεγάλη ακολουθία ανθρώπων που νομίζουν ότι αυτός είναι «θαυμαστός» και που αρέσκονται στο έργο του» Αλλά παρατηρήστε: «Ζητώ να αρέσκω εις ανθρώπους; διότι εάν ακόμη ήρεσκον εις ανθρώπους, δεν ήθελον είσθαι δούλος του Χριστού. (Γαλ. 1:10) Θα ήταν πολύ καλύτερα να δώση προσοχή στην καλή συμβουλή που περιέχεται στον Λόγον του Θεού: «Να υπακούσης εις την φωνήν Ιεχωβά του Θεού σου, ώστε να φυλάττης πάσας τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ προστάζω εις σε σήμερον, να πράττης το αρεστόν ενώπιον Ιεχωβά του Θεού σου.»—Δευτ. 13:18, ΜΝΚ.
4. Δείξτε πώς ο Ιησούς έδωσε το ορθό παράδειγμα μιλώντας ελεύθερα την αλήθεια.
4 Ό,τι εκήρυττε ο Ιησούς ήταν ορθό, αλλά δεν άρεσε πάντοτε στους ακροατάς του. Όταν εξέφερε δημοσία δριμεία καταγγελία εναντίον των θρησκευτικών ηγετών της εποχής του, καυτηριάζοντας τις διδασκαλίες των ως παραδόσεις ανθρώπων οι οποίες ατίμαζαν τον Θεόν, αυτοί προσεβλήθησαν. Αφού είχαν ακούσει περισσότερα πράγματα για τις καθαρές αλήθειες που αυτός εκήρυττε, ήσαν βέβαιοι ότι δεν τους άρεσε και εζήτησαν να τον φονεύσουν. Αλλ’ αυτός εσυνέχισε χωρίς συμβιβασμό λέγοντας καθησυχαστικά σ’ εκείνους που εξακολουθούσαν να προσέχουν: «Εάν σεις μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, είσθε αληθώς μαθηταί μου· και θέλετε γνωρίσει την αλήθειαν, και η αλήθεια θέλει σας ελευθερώσει.» (Ιωάν. 8:31, 32) Εξ άλλου, αν θέσωμε κατά μέρος τον καθαρόν αυτόν λόγον για να δεχθούμε τις σοφιστείες των ανθρώπων, θα χάσωμε την ελευθερία που δίνει ο Θεός.
5. Πώς ο Ιεχωβά κατέστησε σαφή στον Ισραήλ την ορθή μορφή λατρείας αλλά, ποια πορεία αυτοί ακολούθησαν;
5 Ο Ιεχωβά Θεός κατέστησε πάντοτε σαφές για τον λαό του ποια μορφή λατρείας επιδοκιμάζει. Αυτό το έκαμε στην Εδέμ και στον καιρό του Κατακλυσμού και ασφαλώς το κατέστησε σαφές στους υιούς Ισραήλ. Όταν ευρίσκοντο σε σκληρή δουλεία στην Αίγυπτο, έστρεψε την προσοχή του προς αυτούς και επέφερε μια θαυμαστή απελευθέρωσι. Αυτοί παρέστησαν μάρτυρες των δέκα πληγών που έφεραν σε λιμοκτονία τους ψευδείς θεούς της Αιγύπτου και τους άφησαν σε ταπεινωτική ήττα. Έλαβαν πείραν της θριαμβευτικής απελευθερώσεώς των από τον Ιεχωβά δια μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης και ασφαλώς ενετυπώθη στις διάνοιές των το γεγονός ότι αυτός είναι ο αληθινός Θεός. Όμως ολίγους μόνο μήνες αργότερα, όταν ήσαν συναθροισμένοι στους πρόποδας του όρους Σινά ενώ ο Μωυσής ήταν επάνω στο όρος, αυτοί απειθώς εστράφησαν στη λατρεία ενός χρυσού μόσχου μιμούμενοι την ειδωλολατρική λατρεία ζώων των Αιγυπτίων. Μολονότι εγνώριζαν ότι αυτό ήταν αντίθετο προς το θέλημα του Θεού, στασιαστικά ηκολούθησαν εκείνο που άρεσε στον εαυτό τους. Βέβαια, δεν εγκατέλειψαν εντελώς τον Ιεχωβά, αλλ’ ασφαλώς δεν τον ετίμησαν με τη διακήρυξι που έκαμαν ότι ο ανόσιος εορτασμός των ήταν «εορτή εις τον Ιεχωβά». (Έξοδ. 32:1-5, ΜΝΚ) Επειδή εξακολουθητικά παρέλειψαν να υπακούσουν στη φωνή του Ιεχωβά, ολόκληρη εκείνη η γενεά πέθανε στην έρημο. Δεν μπήκε στη Γη της Επαγγελίας. Είναι αλήθεια ότι οι απόγονοί των μπήκαν, αλλά πρώτος ο Μωυσής τούς προειδοποίησε σταθερά ν’ αποφύγουν την άπιστη πορεία των πατέρων των και είπε: «Να υπακούσης εις την φωνήν Ιεχωβά του Θεού σου ώστε να φυλάττης πάσας τας εντολάς αυτού, τας οποίας εγώ προστάζω εις σε σήμερον, να πράττης το αρεστόν ενώπιον Ιεχωβά του Θεού σου.»—Δευτ. 13:18, ΜΝΚ.
6. Με ποιο μέσον ο Σαούλ ο εκ Ταρσού ωδηγήθη σε εναντίωσι προς την από τον Θεό επιδοκιμασμένη λατρεία που ασκούσαν οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος;
6 Στον πρώτον αιώνα μετά Χριστόν, ο Σαούλ ο εκ Ταρσού, ένας Φαρισαίος εκπαιδευμένος παρά τους πόδας του Γαμαλιήλ, έγινε πολύ γνωστός. Ο Σαούλ ήταν ασυνήθως ζηλωτής για τη θρησκεία του και ήταν αμείλικτος διώκτης των Χριστιανών. Πράγματι, μετεστράφη στην αλήθεια ενώ βρισκόταν στο δρόμο προς τη Δαμασκό με επιστολές από τον αρχιερέα που τον εξουσιοδοτούσε να συλλάβη τους εκεί Χριστιανούς. Αλλά γιατί ο Σαούλ εναντιώθηκε τόσο βίαια σ’ εκείνους που διακρατούσαν τη Χριστιανική πίστι, αφού ήταν Φαρισαίος και αναμφιβόλως εγνώριζε καλά τις Εβραϊκές Γραφές, τις οποίες οι Χριστιανοί απεδέχοντο επίσης και τις επίστευαν στο σύνολό τους; Αυτός ο ίδιος απαντά: «Διότι ηκούσατε την ποτέ διαγωγήν μου εν τω Ιουδαϊσμό, ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού, και εκακοποίουν αυτήν και προέκοπτον εις τον Ιουδαϊσμόν υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου, περισσότερον ζηλωτής υπάρχων, των πατρικών μου παραδόσεων.» (Γαλ. 1:13, 14) Η παράδοσις των ανθρώπων ήταν εκείνη που τον είχε ωθήσει σε εναντίωσι προς την αλήθεια.
7. Πώς ο απόστολος Παύλος έδειξε δυνατά ότι ένας που γνωρίζει τη Γραφή θα μπορούσε ωστόσο ν’ αποτύχη να δυσαρεστήση τον Θεό;
7 Ο Παύλος ποτέ δεν ελησμόνησε την πείρα του, αλλά, μάλλον, την εχρησιμοποίησε ως βάσιν για υγιά συμβουλή στους άλλους. (Κολ. 2:8) Αυτή τον έκαμε να κατανοήση ότι είναι δυνατόν να έχη κανείς τις Ιερές Γραφές και να γνωρίζη ακόμη και τα περιεχόμενά τους, αλλά, λόγω της επιρροής της ανθρωπίνης παραδόσεως, ν’ αποτυγχάνη να κατανοήση επακριβώς τη διδασκαλία των. Στη δυνατή του επιστολή προς τους Ρωμαίους έδειξε ότι μια τέτοια ακριβώς περίπτωσις αποτελούσε το πρόβλημα των άλλων Ιουδαίων της εποχής του. «Μαρτυρώ περί αυτών, ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ’ ουχί κατ’ επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού. Επειδή το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός προς δικαιοσύνην εις πάντα τον πιστεύοντα.» (Ρωμ. 10:2-4) Καθώς ο Παύλος λέγει, ήσαν ζηλωταί στην πίστι των και είχαν αναμφιβόλως γνώσι των Γραφών επειδή τις άκουαν να αναγινώσκωνται κάθε εβδομάδα στη συναγωγή. Αλλ’ η αποτυχία των να κατανοήσουν ακριβώς ότι ο Χριστός είχε εκπληρώσει τον Νόμον και ότι τώρα ήταν ανάγκη να πιστέψουν σ’ αυτόν, τους έθετε εκτός αρμονίας προς τον Θεό τον ίδιο. Δεν έκαναν εκείνο που ήταν ορθό στα όμματα του Ιεχωβά Θεού.
8. Πώς η έλλειψις ακριβούς γνώσεως επηρεάζει τις σύγχρονες θρησκείες του κόσμου;
8 Η έλλειψις στις θρησκευτικές οργανώσεις του κόσμου σήμερα είναι η ίδια. Ενώ κατέχουν τη Γραφή, τη γραπτή αποκάλυψι του θελήματος του Θεού για την εποχή μας, στερούνται επιγνώσεως ή ακριβούς γνώσεως. Ο θεόπνευστος απόστολος εκφράζει κατάλληλα την κατάστασι όταν λέγη: «Γνωρίσαντες τον Θεόν, δεν εδόξασαν ως Θεόν, ουδέ ευχαρίστησαν· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία. Λέγοντες ότι είναι σοφοί εμωράνθησαν. Και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εις ομοίωμα εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. Και καθώς απεδοκίμασαν το να έχωσιν γνώσιν του Θεού, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ώστε να πράττωσι τα μη πρέποντα.» (Ρωμ. 1:21-23, 28) Ναι, ομολογούν ότι γνωρίζουν τον Θεό, υποστηρίζοντας μεγάλες θρησκευτικές οργανώσεις και αναπέμποντας προσευχές εν τω ονόματι του Υιού του. Πολλοί θα παραδεχθούν ότι η κτίσις πιστοποιεί την ύπαρξι ενός Υπερτάτου Όντος, και μπορεί ακόμη να συμφωνούν ότι η Γραφή είναι ο Λόγος του. Παραμένει, όμως, γεγονός ότι δεν τον δοξάζουν ως Θεόν. «Ομολογούσιν ότι γνωρίζουσι τον Θεόν, με τα έργα όμως αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και εις παν έργον αγαθόν αδόκιμοι.» (Τίτον 1:16) Αντί να δίνουν δόξα σ’ αυτόν, σωρεύουν όνειδος επάνω στο όνομά του και στον λόγον του, ομολογώντας ότι το δέχονται ως βάσι της θρησκείας των και έπειτα αποτυγχάνοντας να εμμείνουν στις αρχές του, αρχές Χριστιανικής αγάπης και δικαιοσύνης. Αντιστρέφοντας τα πράγματα από την πρέπουσα κατάστασί τους, ζητούν να μεταχειρισθούν τον Θεό ως κατάλληλο όργανο για την εξυπηρέτησι της τέρψεώς των. Σχεδιάζουν πώς να εκπληρώσουν τις επιθυμίες των, και έπειτα κατ’ ουσίαν λέγουν στον Θεό να επιδοκιμάση. Ενώ αυτοί οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι σοφοί σύμφωνα με τους κανόνας του κόσμου, η μωρία των καταδεικνύεται στην άρνησι να αναγνωρίσουν την υπεροχή του αληθινού Θεού. Μολονότι πάντοτε μανθάνουν, ποτέ όμως δεν δύνανται να έλθουν «εις επίγνωσιν αληθείας.»—2 Τιμ. 3:7, Κείμενον.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΠΟ ΓΙΑ ΑΚΡΙΒΗ ΓΝΩΣΙ
9. Πώς πραγματοποιείται αληθινή αλλαγή στη ζωή εκείνων που ειλικρινώς επιζητούν την αλήθεια;
9 Βέβαια, δεν ακολουθούν όλοι αυτή την πορεία. Εκείνοι που ειλικρινώς εκζητούν την αλήθεια, την βρίσκουν. Ακολουθούν την πορεία της πρακτικής σοφίας που περιγράφεται εις Κολοσσαείς 3:9, 10: «Απεκδύθητε τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού· και ενδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν.» Όταν μελετούν επιμελώς τον Λόγον του Θεού για να κατανοήσουν το θέλημά του ακριβώς, γίνεται σαφές ότι συχνή ή ακόμη και κατά περιστάσεις χαλαρή διαβίωσις μαζί με τον κόσμο δεν ταιριάζει κατάλληλα με τις Χριστιανικές κατευθύνσεις στη ζωή του ίδιου ατόμου. Δίνουν, λοιπόν, προσοχή στη συμβουλή «να απεκδυθήτε τον παλαιόν άνθρωπον τον κατά την προτέραν διαγωγήν, τον φθειρόμενον κατά τας απατηλάς επιθυμίας· και να ανανεόνησθε εις το πνεύμα του νοός σας.» (Εφεσ. 4:22, 23) Εξετάζουν κατά βάθος το ζήτημα μεταβάλλοντας τη δύναμι που ωθεί τη διάνοιά τους. «Διότι καθώς φρονεί εν τη ψυχή αυτού, τοιούτος είναι.» (Παροιμ. 23:7) Απέχουν, λοιπόν, από το να γεμίζουν τη διάνοιά τους με τη φιλοσοφία και ακαθαρσία του παλαιού κόσμου και αντί τούτου κατατοπίζονται καλά στην καθαρή αλήθεια που παρέχει ο Θεός. Και τώρα ενδύονται «τον νέον άνθρωπον, τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας.» (Εφεσ. 4:24· Ψαλμ. 119:9-16) Σημειώστε, παρακαλούμε, ότι αυτό δεν είναι ζήτημα αναπτύξεως απλώς μιας πιο θελκτικής προσωπικότητος, αλλά είναι ζήτημα του ν’ αποδεχθούμε ό,τι επρομήθευσε ο Θεός και έπειτα να το διατηρήσωμε ανανεωμένο ανασύροντας τακτικά από την αποθήκη της ακριβούς γνώσεως ως οδηγόν της καθημερινής ζωής. Μια ομιχλώδης κατανόησις της Γραφής δεν θα έχη αυτό το αποτέλεσμα· μόνο επίγνωσις ή ακριβής γνώσις του Λόγου του Θεού μπορεί να φθάση αρκετά βαθιά για να κάμη την αλλαγή.
10. Πόσο εκτεταμένη αλλαγή γίνεται στη ζωή τους;
10 Το αποτέλεσμα στη ζωή τους είναι μεγάλης εκτάσεως, διέποντας τα πράγματα για τα οποία μιλούν, τα όσα πράττουν ακόμη και το ελατήριο που υποκινεί τις πράξεις των. Με τη μελέτη της Γραφής ανοίγεται στην όρασί τους ένας νέος κόσμος—ένας νέος κόσμος για τον οποίον πρέπει να μάθουν, ένας νέος κόσμος για τον οποίον πρέπει να ζουν. Το ενδιαφέρον των δεν στρέφεται πια σε ιδιοτελείς επιδιώξεις, αλλ’ απηχούν τους λόγους του ψαλμωδού: «Μέγας ο Ιεχωβά, και αξιύμνητος σφόδρα· και η μεγαλοσύνη αυτού ανεξιχνίαστος.»—Ψαλμ. 145:3, ΑΣ.
11. (α) Με ποιον τρόπο κατέστησε ο Ιεχωβά δυνατόν το να μπορούν άνθρωποι «να δουλεύωσιν αυτόν υπό ένα ζυγόν»; (β) Πώς διευκρινίζεται στους Κριτάς, κεφάλαιο 12, η διαφορά μεταξύ ακριβούς και ελαττωματικής γνώσεως;
11 Ο ίδιος ο Ιεχωβά εισάγει την αλλαγή εκπληρώνοντας τώρα την επαγγελία του που αναγράφεται στον Σοφονία 3:9 (ΑΣ): «Διότι τότε θέλω αποκαταστήσει εις τους λαούς γλώσσαν καθαράν, δια να επικαλώνται πάντες το όνομα του Ιεχωβά, να δουλεύωσιν αυτόν υπό ένα ζυγόν.» Μέσω της θεοκρατικής του οργανώσεως κατέστησε προσιτή μια μεγάλη αύξησι στη γνώσι, την οποίαν άτομα καλής θελήσεως θα την δεχθούν πρόθυμα. (Δαν. 12:4) Αυτοί αναγνωρίζουν την απαίτησι που εκτίθεται από τον Παύλο για τους Χριστιανούς: «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να λέγητε πάντες το αυτό, και να μη ήναι σχίσματα μεταξύ σας, αλλά να ήσθε εντελώς ηνωμένοι, έχοντες το αυτό πνεύμα και την αυτήν γνώμην.» (1 Κορ. 1:10) Για ν’ ανταποκριθήτε σ’ αυτόν τον Χριστιανικόν κανόνα, χρειάζεσθε μια σαφή κατανόησι της αληθείας. Βέβαια, δεν θέλομε να είμεθα όμοιοι με τους σαράντα δυο χιλιάδες Εφραϊμίτες μαχητάς που πολεμούσαν εναντίον του Ιεφθάε και που η ίδια η ομιλία τους τούς επρόδιδε ότι δεν ήσαν με το μέρος του, μολονότι σταθερά διεμαρτύροντο ότι δεν ήσαν από το εχθρικό στρατόπεδο. Όταν τους εζητήθη να πουν το σύνθημα «Σχίββωλεθ», το καλύτερο που μπορούσαν να κάμουν ήταν να πουν «Σίββωλεθ». Αυτό ήταν όμοιο, αλλά όχι το ίδιο. Έχασαν τη ζωή τους. Σήμερα, επίσης, εκείνα που διδάσκουν οι κληρικοί του «Χριστιανικού κόσμου» μπορεί να ηχούν εντελώς όμοια με όσα διδάσκουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά· δηλαδή, σ’ εκείνους που δεν είναι καλά κατατοπισμένοι στη Γραφή. Αλλά όταν τα αυτιά ενός ατόμου είναι συντονισμένα προς τον καθαρόν ήχον της αληθείας μέσω ακριβούς γνώσεως, εκείνοι που αγαπούν την αλήθεια τάσσονται μ’ εκείνους που πολεμούν για να υποστηρίξουν την αληθινή λατρεία.—Κριτ. 12:1-6.
12. Ποια έλλειψις εμποδίζει πλείστα από τα μέλη των εκκλησιών του «Χριστιανικού κόσμου» από το να διαδώσουν με ζήλο την πίστι των;
12 Πολλοί από τους θρησκευτικούς κληρικούς του «Χριστιανικού κόσμου» παρατηρούν αυτή τη γεμάτη ζήλο δραστηριότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά και την υποδεικνύουν ως παράδειγμα, προτρέποντας τα μέλη της εκκλησίας των να δείξουν μεγαλύτερη δραστηριότητα, αλλά γενικά με πολύ λίγη επιτυχία. Γιατί; Διότι στερούνται ακριβούς γνώσεως. Διδάσκονται να πιστεύουν στον Θεό, αλλά εσφαλμένως τον θεωρούν ότι είναι μια μυστηριώδης τριάς. (Ησ. 42:8· Ιωάν. 14:28) Μαθαίνουν να αναπέμπουν την υποδειγματική προσευχή που εδίδαξε ο Ιησούς, αλλ’ ενώ προσεύχονται «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου», διδάσκονται ότι αυτός είναι ένας ανώνυμος Κύριος ή Θεός. Το αποτέλεσμα είναι αβεβαιότης. Καθώς συνεχίζουν την προσευχή, λέγουν: «Ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.» Όμως μπορεί να γνωρίζουν καλά ότι η θρησκεία των παρέχει την υποστήριξί της στα ανθρωποποίητα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία τότε αυτοί εγκωμιάζουν ως την ‘Βασιλεία του Θεού επί της γης’, μολονότι οι Γραφές λέγουν ότι η βασιλεία του Θεού εγκαθιδρύεται απ’ αυτόν, όχι από άνθρωπο. (Δαν. 2:44) Με τέτοια ελαττωματική, ανακριβή διδασκαλία, πώς μπορεί να αναμένεται ότι αυτοί θ’ ανταποκριθούν με ζήλο στο Χριστιανικό καθήκον; «Διότι, εάν η σάλπιγξ δώση φωνήν ασαφή, τις θέλει ετοιμασθή εις πόλεμον;»—1 Κορ. 14:8.
13. Γιατί αναρίθμητα άτομα καλής θελήσεως ανταποκρίνονται, στην υπηρεσία μαζί με την κοινωνία του Νέου Κόσμου, και ποια πορεία πρέπει τώρα ν’ ακολουθήσουν;
13 Η κλήσις για πρόθυμη υπηρεσία στις τάξεις του Βασιλέως Χριστού Ιησού ηχεί τώρα με αλάθητη διαύγεια στα αυτιά ενός μεγάλου πλήθους ατόμων καλής θελήσεως. (Ματθ. 24:14· Αποκάλ. 22:17) Αυτοί απαντούν με το να συνταυτίζωνται με την κοινωνία του Νέου Κόσμου. Αλλά η υπηρεσία σε οποιοδήποτε μέρος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου απαιτεί δράσι, επειδή αυτή είναι μια προοδευτική κοινωνία που βλέπει προς τα εμπρός. Βλέπει πέρα από την καταστροφή του παλαιού αυτού κόσμου προς τις ευλογίες της ζωής του νέου κόσμου. Και αμέσως τώρα εκείνοι που συνταυτίζονται μ’ αυτήν εξαρτίζονται εποικοδομητικά για ζωή υπό την δικαία αυτή διάταξι. Χιλιάδες κάθε χρόνο συνταυτίζονται με την οργάνωσι και, ως βρέφη, εποικοδομούνται με το γάλα του θείου λόγου. Όμως είναι αδύνατον να παραμένουν βρέφη και να είναι ακόμη στην κοινωνία του Νέου Κόσμου. «Διότι πας ο μετέχων γάλακτος, είναι άπειρος του λόγου της δικαιοσύνης· επειδή είναι νήπιος. Των τελείων όμως είναι η στερεά τροφή, οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν. Δια τούτο αφήσαντες την αρχικήν διδασκαλίαν του Χριστού, ας φερώμεθα προς την τελειότητα.» (Εβρ. 5:13 έως 6:1) Η κοινωνία του Νέου Κόσμου κινείται προς τα εμπρός, και πρέπει να κινούμεθα μαζί της!
14. Ποιο χαρακτηριστικό της αληθινής λατρείας καθιστά τη διαρκή μελέτη αναγκαία και ενδιαφέρουσα;
14 Ακόμη και εκείνοι που είναι συνταυτισμένοι επί πολλά χρόνια με την οργάνωσι του Ιεχωβά, βρίσκουν ότι η μελέτη δεν πρέπει να παύση. Και όσο περισσότερο επιδίδονται στη μελέτη αυτή, τόσο πιο ένθερμα λέγουν όπως ο Παύλος: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» (Ρωμ. 11:33) Η μελέτη της Γραφής δεν γίνεται γι’ αυτούς ελλιπής ενδιαφέροντος ή επαναληπτική χωρίς να υπάρχη ανάγκη, επειδή «η οδός των δικαίων είναι ως το λαμπρόν φως το φέγγον επί μάλλον και μάλλον, εωσού γείνη τελεία ημέρα.» (Παροιμ. 4:18) Και έτσι, όπως ακριβώς οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνος προώδευαν στην κατανόησι των Βιβλικών προφητειών, της σχέσεώς των προς τις εγκόσμιες κυβερνήσεις, της ευθύνης των από διοργανωτική άποψι και των δογματικών αληθειών, έτσι και η σημερινή Χριστιανική κοινωνία επίσης βρίσκει το φως της Βιβλικής αληθείας ν’ αυξάνη ολοένα λαμπρότερο. (Πράξ. 2:16-21· 5:29· 15:13-20· 1 Κορ. 5:9-13) Μέσω της τάξεως του «πιστού και φρονίμου δούλου» τούς επεστήθη η προσοχή στη γέννησι της Βασιλείας το 1914 μ.Χ., και στην παρουσία τώρα μεταξύ των μιας πιστής τάξεως «άλλων προβάτων» με προσδοκίες αιωνίου ζωής επάνω στη γη. (Αποκάλ. 12:1-5· Ιωάν. 10:16) Έμαθαν ότι αυτά τα «άλλα πρόβατα» αναφέρονται εις Αγγαίον 2:7 (ΑΣ) ως τα «πολύτιμα πάντων των εθνών». Κατενόησαν καθαρά το Σοφονίας 2:1, 2, ότι εφαρμόζεται στον «Χριστιανικό κόσμο», αντί ν’ απευθύνεται στον λαόν του Ιεχωβά. Κατανοούν τώρα ότι το κήρυγμα του Ιησού στα «πνεύματα τα εν τη φυλακή», που αναφέρεται εις 1 Πέτρου 3:19, ήταν κήρυγμα κρίσεως στα απειθή εκείνα πνευματικά πλάσματα που είναι περιορισμένα σε πνευματικό σκότος Ταρτάρου και ότι πρέπει να έγινε μετά την ανάστασι του Ιησού και την ανάληψί του στον ουρανό. Πράγματι, η αληθινή λατρεία δεν είναι στάσιμη, περιωρισμένη στα θρησκευτικά δόγματα του Μεσαίωνος, αλλά είναι ζωντανή και προοδευτική.
15. Ποια ιδιότης ιδιαίτερα διακρίνει τον Χριστιανό, αλλά τι δείχνει ότι η ακριβής γνώσις είναι αναγκαία για να κατευθύνη τη χρήσι της;
15 Ο Ιησούς είπε ότι οι μαθηταί του θα διεκρίνοντο εξόχως από την ιδιότητα της αγάπης. (Ιωάν. 13:35) Η αγάπη, όμως, αυτή πρέπει να κατευθύνεται κατάλληλα για να είναι ευπρόσδεκτη. «Και τούτο προσεύχομαι, να περισσεύση η αγάπη σας έτι μάλλον και μάλλον εις επίγνωσιν και εις πάσαν νόησιν· δια να διακρίνητε τα διαφέροντα, ώστε να ήσθε ειλικρινείς και απρόσκοποι μέχρι της ημέρας του Χριστού.» (Φιλιππησ. 1:9, 10) Ναι, η Χριστιανική αγάπη πρέπει να οδηγήται από ακριβή γνώσι και διάκρισι του θελήματος του Θεού, και η προσοχή μας πρέπει να συγκεντρώνεται στα πιο σπουδαία πράγματα. Μας λέγεται καθαρά ποιο πρέπει να είναι το πρώτο αντικείμενο της αγάπης μας. «Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου», και, προσέθεσε ο Ιησούς, «τον πλησίον σου ως σεαυτόν». (Ματθ. 22:37-39, ΜΝΚ· 1 Ιωάν. 5:2, 3· 3:14) Αλλ’ αυτό δεν περιλαμβάνει τον παλαιό κόσμο. «Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω· Εάν τις αγαπά τον κόσμον, η αγάπη του Πατρός δεν είναι εν αυτώ.» (1 Ιωάν. 2:15) Η αληθινή αγάπη, μας λέγεται, «δεν χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει δε εις την αλήθειαν». (1 Κορ. 13:6) Έτσι, η επίγνωσις ή ακριβής γνώσις μάς καθιστά ικανούς να κατευθύνωμε την αγάπη μας προς τον Ιεχωβά Θεό και προς εκείνους τους οποίους αυτός επιδοκιμάζει και προς τα πράγματα τα οποία αυτός αγαπά και μας βοηθεί ν’ αποφύγωμε την παγίδα να συγκεντρώσωμε αισθηματικά την προσοχή μας στον κόσμο που βρίσκεται σε αντίθεσι προς τον Θεό.
16. Τι χρειάζεται αν πρόκειται να ευαρεστήσωμε τον Ιεχωβά, και πώς αυτός έλαβε πρόνοια για να το αποκτήσωμε;
16 Αν είναι επιθυμία σας να είσθε ευάρεστοι στον Δημιουργό σας, τότε επωφεληθήτε κάθε ευκαιρίας να αυξήσετε σε επίγνωσι του Λόγου του. «Τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού· όστις θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας.» (1 Τιμ. 2:3, 4) Στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία ο Θεός επρομήθευσε αποστόλους, προφήτας και ευαγγελιστάς για να εκπαιδεύουν τους αδελφούς για διακονικό έργον, εποικοδομώντας τους στην ακριβή γνώσι, ώστε να είναι εξηρτισμένοι για το έργο που τους ανετίθετο. (Εφεσ. 4:11-13) Τώρα, επίσης, έχει εξετάσει τις ανάγκες των δούλων του και τους έχει εφοδιάσει με την τροφή της αληθείας και με μια οργάνωσι που τους βοηθεί να εξαρτισθούν για τον διορισμό των ως διακόνων. Για να ευαρεστήσετε πλήρως τον Ιεχωβά, πρέπει να γνωρίζετε ακριβώς το θέλημά του. «Να εμπλησθήτε από της επιγνώσεως του θελήματος αυτού μετά πάσης σοφίας και πνευματικής συνέσεως· δια να περιπατήσητε αξίως του Ιεχωβά ευαρεστούντες κατά πάντα, καρποφορούντες εις παν έργον αγαθόν, και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού» (Κολ. 1:9, 10) Για να ευαρεστήσετε έτσι τον Ιεχωβά, πρέπει να επιδοθήτε σε επιμελή μελέτη του Λόγου του. Καθώς εξετάζετε αυτό το έργο της μελέτης που σας ανατίθεται, εξακριβώστε πώς μπορείτε να το κάμετε καλά.