Ανακάλυψις της Αγίας Γραφής
Καταπληκτικές ανακαλύψεις έφεραν στο φως την καλύτερα κατανοούμενη Βίβλο. Πώς μπορείτε σεις ν’ ανακαλύψετε αυτή τη Βίβλο για τον εαυτό σας;
«ΑΛΗΘΙΝΑ (καλέ Χριστιανέ Αναγνώστα), ποτέ δεν σκεφθήκαμε από την αρχή ότι θα έπρεπε να κάμωμε μια νέα Μετάφρασι»—έτσι μίλησε ένας όμιλος μεταφραστών της Αγίας Γραφής στον σχεδόν λησμονημένο πρόλογο της Γραφής του Βασιλέως Ιακώβου. Αυτό έγινε στο έτος 1611. Στον εικοστόν αυτόν αιώνα, που γίνονται περισσότερες Γραφικές μεταφράσεις από κάθε άλλη φορά, λίγοι άνθρωποι κατενόησαν σε τι μεγάλο βαθμό χρειάζονται οι μεταφράσεις στη σύγχρονη γλώσσα. Πριν από λίγα χρόνια, ακόμη και οι λόγιοι ερευνηταί της Γραφής και οι μεταφρασταί της δεν είχαν πλήρως κατανοήσει την επείγουσα ανάγκη. Τι επέφερε την επαναστατική αυτή άποψι στη σκέψι; Οι ανακαλύψεις που κατέστησαν δυνατόν να νοηθή καλύτερα η Γραφή· οι ανακαλύψεις, από τις οποίες πολλές είναι πιο παράδοξες και από τα μυθεύματα.
Μια απ’ τις πιο συναρπαστικές Βιβλικές ανακαλύψεις έγινε από ένα Γερμανό λόγιο, τον Κόμητα Τίσεντορφ, που εταξίδεψε στην Παλαιστίνη το 1844. Η έρευνά του ήταν για αρχαία αντίτυπα της Βίβλου, γραμμένα στην πρωτότυπη γλώσσα. Ο Τίσεντορφ εδαπάνησε όλη τη ζωή του αναζητώντας αυτά τα χειρόγραφα αντίγραφα της Βίβλου. Τα ταξίδια του συχνά τον έφερναν σε απόμερους τόπους. Δεν του ήταν, λοιπόν, ασύνηθες να βρεθή μια μέρα στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, που κείται στους πρόποδας του Όρους Σινά. Στην αίθουσα του μοναστηρίου ο Γερμανός λόγιος, είδε ένα «μεγάλο κι ευρύχωρο καλάθι», που ήγειρε το ενδιαφέρον του. Περιείχε παλιές και κουρελιασμένες περγαμηνές. Οι μοναχοί τις χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα.
Αυτό που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για ν’ ανάψουν φωτιές ήταν ακριβώς εκείνο που ο Τίσεντορφ εδαπάνησε τη ζωή του για να το εύρη! Υπήρχαν εκεί εκατό και πλέον φύλλα—σελίδες μιας Βίβλου με πολύ αρχαία Ελληνική γραφή. Επειδή το γράψιμο ήταν όλο με κεφαλαία γράμματα χωρίς διαιρέσεις μεταξύ λέξεων, ο Τίσεντορφ εγνώριζε ότι βρήκε εκείνο που οι λόγιοι αποκαλούν χειρόγραφον «ούνσιαλ», σπάνιο πράγματι εύρημα! Δεν μπορούσε ν’ αποκρύψη τη θριαμβευτική του χαρά. Έκπληκτοι οι μοναχοί αντελήφθησαν ότι έκαιαν κάτι πολύτιμο· απεμάκρυναν γρήγορα το καλάθι. Του επέτρεψαν όμως ν’ αφαιρέση σαράντα τρία από τα φύλλα.
Ο Τίσεντορφ πήρε μαζί του στη Γερμανία τα όσα ανεκάλυψε. Το εύρημά του εθεωρήθη πολύ σημαντικό, διότι οι περγαμηνές υπελογίσθησαν ότι ανήκαν στον τέταρτον αιώνα μ.Χ. Το εύρημα διήγειρε άλλους λογίους· κι αυτοί, επίσης, θέλησαν ν’ αποκτήσουν το υπόλοιπο του Βιβλικού αυτού θησαυρού. Επειδή ο Τίσεντορφ δεν ήθελε να μεταβή κανένας λόγιος στο μοναστήρι πριν απ’ αυτόν, ετήρησε μυστικό τον τόπο του ευρήματός του.
Ο Τίσεντορφ, επειδή δεν ήταν πλούσιος, ποτέ δεν βρήκε εύκολα τα μέσα να ταξιδέψη. Αλλά στο έτος 1853 μπόρεσε να ξαναπάη στο μοναστήρι. Οι μοναχοί ήσαν απρόθυμοι να συνεργασθούν μαζί του. Ο Τίσεντορφ ανεχώρησε χωρίς άλλο τίποτα εκτός από ένα πολύ μικρό κομμάτι με λίγα εδάφια από τη Γένεσι.
ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ 1859
Πέρασαν άλλα έξη χρόνια ώσπου να μπορέση να ξαναπάη. Αυτή τη φορά ήταν επιφυλακτικός, και απέκρυψε τον σκοπό του. Μολονότι δε τώρα ήλθε εφωδιασμένος με εντολή από τον Τσάρο της Ρωσίας, μιλούσε για κάθε άλλο πράγμα εκτός από τα Βιβλικά χειρόγραφα. Αφού πέρασε λίγες ημέρες μέσα σε μια παγερή, σκοτεινή βιβλιοθήκη, ετοιμάσθηκε ν’ αναχωρήση· διότι δεν υπήρχε ίχνος του θησαυρού που κάποτε είχε σώσει από τη φωτιά. Μήπως ο θησαυρός αυτός εκάη στο τέλος; Ο Τίσεντορφ εζήτησε να φέρουν τις γκαμήλες στην πύλη την επόμενη μέρα το πρωί.
Την τελευταία νύχτα, κατά ένα τυχαίο τρόπο, μίλησε στον οικονόμο του μοναστηρίου για τα Βιβλικά χειρόγραφα. Καθώς μπήκαν στο κελλί του για να πάρουν αναψυκτικά, ο οικονόμος, πρόθυμος να επιδείξη τη δική του μάθησι, παρετήρησε: «Κι εγώ, επίσης, έχω μια Βίβλο των Εβδομήκοντα,» μια αρχαία Ελληνική μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών. Από ένα ράφι, που ήταν πάνω από τη θύρα του κελλιού του, ο μοναχός κατέβασε μια ογκώδη δέσμη περιτυλιγμένη σε κόκκινο πανί. Εμπρός στο έκπληκτο βλέμμα του Τίσεντορφ δεν ήσαν μόνο τα φύλλα που είχε σώσει από τις φλόγες πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά και άλλα μέρη των Εβραϊκών Γραφών και οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Προσπαθώντας ο Τίσεντορφ να κρύψη την απεριόριστη χαρά του, εζήτησε να δανεισθή τον τόμο για κείνη τη νύχτα. «Εκεί μόνος μου,» είπε ο Τίσεντορφ, «υπεχώρησα στις παραφορές της χαράς μου. Εγνώριζα ότι κρατούσα στο χέρι μου έναν από τους πιο πολύτιμους Βιβλικούς θησαυρούς που υπήρχαν, ένα έγγραφο του οποίου η ηλικία και η σπουδαιότης υπερέβαινε εκείνες που είδα ποτέ ύστερ’ από είκοσι ετών μελέτη του θέματος.»
Πώς να πείση τους μοναχούς να αφήσουν αυτόν τον θησαυρό—αυτό ήταν το πρόβλημα του Τίσεντορφ. Το έλυσε προτείνοντας στους μοναχούς να το προσφέρουν ως δώρον στον Τσάρο της Ρωσίας, τον αναγνωρισμένο πρωταγωνιστή των Ανατολικών Ορθοδόξων εκκλησιών. Ύστερ’ από μακρές διαπραγματεύσεις, ο Σιναϊτικός Κώδιξ, όπως έφθασε να λέγεται το χειρόγραφο, προσεφέρθη στον Τσάρο. Σε αντάλλαγμα οι μοναχοί έλαβαν 9.000 ρούβλια. Στο 1933 η Σοβιετική κυβέρνησις επώλησε το χειρόγραφο στο Βρεττανικό Μουσείο προς 500.000 δολλάρια. Εκεί παραμένει σήμερα ο ανεκτίμητος αυτός θησαυρός, μια από τις πιο σπουδαίες αρχαίες χειρόγραφες Βίβλους που υπάρχουν.
Αλλά και πριν από τον καιρό του Τίσεντορφ είχε αρχίσει η μεγάλη σειρά των αρχαίων χειρογράφων ευρημάτων. Μπορούμε ν’ ανατρέξωμε πολλά χρόνια πριν, σε μια μέρα του 1628, αρκετά χρόνια μετά την εμφάνισι της Γραφής του Βασιλέως Ιακώβου. Ένα δέμα από την Ανατολή ξεφορτώθηκε σ’ ένα Αγγλικό λιμάνι. Ήταν από τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως προς τον Βασιλέα Κάρολον Α΄. Ξεδιπλώνοντας το δώρον, ο βασιλεύς βρήκε μια πολύ παλιά χειρόγραφη Ελληνική Γραφή που απετελείτο σχεδόν από οκτακόσια φύλλα περγαμηνής. Ο βασιλεύς διεβίβασε το βιβλίο στους λογίους. Ήταν ένα Ελληνικό χειρόγραφο του τετάρτου αιώνος. Έφθασε να λέγεται Αλεξανδρινός Κώδιξ. Αυτός ο θησαυρός έδωσε τον σπινθήρα νέου ενδιαφέροντος για τα αρχαία χειρόγραφα. Σε όλη την Ευρώπη οι λόγιοι ερεύνησαν παλιές βιβλιοθήκες. Σε λίγον καιρό κι άλλοι Βιβλικοί θησαυροί ήλθαν σε φως.
Ένα απ’ αυτά τα ευρήματα είναι ο Βατικανικός Κώδιξ, γνωστός επίσης ως το Βατικανικόν χειρόγραφον 1209. Όπως και το Αλεξανδρινό χειρόγραφο, πιστεύεται ότι αυτό έγινε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά εγράφη πολλά χρόνια πριν. Οι λόγιοι το χρονολογούν σε εποχή πριν από το έτος 350 μ.Χ. Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζη τη μακρά του ιστορία και το πώς αυτό έφθασε να παραμένη στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Αν και δεν υπάρχει θελκτική ιστορία συνδεδεμένη με την ανακάλυψί του, υπάρχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία των προσπαθειών των λογίων στο να εξετάσουν το χειρόγραφο έτσι ώστε να μπορούμε να έχωμε μια καλύτερα κατανοούμενη Γραφή. Αλλά επί γενεές οι αρμόδιοι της Βιβλιοθήκης του Βατικανού ήγειραν κάθε είδους εμπόδιο στο να μελετηθή το χειρόγραφο αυτό
ΔΕΝ ΕΤΕΘΗ ΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΙ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΑΚΩΒΟΥ
Τι σημασία μάς επιφυλάσσουν αυτές και άλλες Βιβλικές ανακαλύψεις; Το σημαντικόν είναι αυτό: Οι μεταφρασταί της Μεταφράσεως Βασιλέως Ιακώβου, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στον Αγγλόφωνο κόσμο, δεν είχαν πρόσοδο στα αρχαία αυτά χειρόγραφα. Ακόμη και το Αλεξανδρινό χειρόγραφο δεν πήγε στα χέρια των μεταφραστών της Βίβλου έως το έτος 1628, μετά την έκδοσι της Γραφής του Βασιλέως Ιακώβου στο 1611. Έτσι, το θεμέλιο για μια Γραφή πολύ πιο ακριβή και κατανοητή από την Εξουσιοδοτημένη Μετάφρασι ετέθη από το έτος 1611.
Η μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου των Ελληνικών Γραφών, λόγου χάριν, εστηρίζετο σε χειρόγραφα των δωδεκάτου και δεκάτου πέμπτου αιώνων. Οποία διαφορά από τα χειρόγραφα του τετάρτου αιώνος που είναι τώρα διαθέσιμα! Και φυσικά, όσο αρχαιότερο είναι ένα χειρόγραφο, τόσο πιθανώτερο είναι, κατά γενικόν κανόνα, να είναι απηλλαγμένο από λάθη. Καθ’ όλους τους αιώνες, η αντιγραφή της Βίβλου δια χειρός καθιστούσε αναπόφευκτη την παρείσφρυσι λαθών μέσα στο κείμενο από τους αντιγραφείς. Η μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου εβασίζετο έτσι σ’ ένα Ελληνικό κείμενο μολυσμένο από λάθη που θα μπορούσε ν’ αποφευχθούν αν τα χειρόγραφα των τετάρτου και πέμπτου αιώνων ήσαν στη διάθεσι των μεταφραστών.
Παρά την ανάγκη νέων μεταφράσεων της Γραφής στην Αγγλική, η εντατική δράσις προς τούτο δεν έγινε ως τις αρχές του εικοστού αιώνος. Από το έτος 1900 σχεδόν κάθε έτος έβλεπε την έκδοσι και μιας νέας μεταφράσεως της Γραφής στην Αγγλική. Γιατί δεν άρχισε ενωρίτερα η εντατική αυτή δράσις; Πρωτίστως διότι οι πιο ουσιώδεις ανακαλύψεις έγιναν στη διάρκεια του τελευταίου μέρους του δεκάτου ενάτου αιώνος, καθώς και στη διάρκεια του δικού μας αιώνος. Λόγου χάριν, ένα εντελώς έκτακτο εύρημα έγινε από Αιγυπτίους που έσκαφταν σ’ ένα παλιό νεκροταφείο κοντά στη Φαγιούμ. Εξέθαψαν στάμνες που ήσαν γεμάτες με βιβλία από πάπυρον. Ένας Αμερικανός που διέμενε στην Αγγλία, ο Τσέστερ Μπήττυ, αγόρασε πολλούς απ’ αυτούς τους παπύρους. Όταν τα περιεχόμενά των ανηγγέλθησαν στο έτος 1931, οι λόγιοι κατεπλάγησαν. Υπήρχαν τρεις κώδικες ή βιβλιοειδείς όγκοι χειρογράφων των Χριστιανικών Γραφών! Υπήρχε ένα Ελληνικό κείμενο κατά εκατό χρόνια αρχαιότερο από τον Βατικανικό Κώδικα και τον Σιναϊτικό Κώδικα! Αυτοί οι πάπυροι, που περιείχαν τμήματα κυρίως από τις επιστολές του Παύλου, είναι γνωστοί ως συλλογές του Τσέστερ Μπήττυ.
ΝΕΟ ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Ένας άλλος σπουδαίος λόγος για τον οποίον δεν εξετιμήθη πλήρως η ανάγκη νέων μεταφράσεων ως τα τελευταία έτη είναι αυτό το γεγονός: Ως το τέλος του αιώνος περίπου, οι λόγιοι είχαν μια κάπως θολή κατανόησι της Ελληνικής γλώσσης στην οποίαν είχε γραφή η Βίβλος. Στη δεκαετηρίδα προ του 1890 οι αρχαιολόγοι ανεκάλυψαν κάθε είδους έγγραφα στην Αίγυπτο. Από σωρούς απορριμμάτων, που ήσαν μακρό χρόνο θαμμένοι έξω από τις αρχαίες πόλεις, επλημμύρησαν πάπυροι κάθε είδους—επιστολές, δελτία, νομικά έγγραφα, συμβόλαια, αναφορές, προσκλήσεις, ακόμη και αντίγραφα δραμάτων και ποιημάτων. Αυτοί οι πάπυροι ήσαν γραμμένοι Ελληνιστί. Ως το έτος 1895 περίπου οι λόγιοι δεν είχαν εννοήσει τι είδους Ελληνικά ήσαν αυτά. Ήταν το ίδιο είδος Ελληνικής που ήταν γραμμένη και η Βίβλος.
Γιατί αυτό ήταν μια ζωτική ανακάλυψις; Διότι οι λόγιοι ενόμιζαν ότι τα Ελληνικά της Αγ. Γραφής ήσαν κάποιου ιδιαιτέρου είδους. Ήξεραν ότι δεν ήσαν κλασσικά ούτε και φιλολογικά Ελληνικά του πρώτου αιώνος μ.Χ. Τα ωνόμαζαν «Βιβλικά Ελληνικά». Τόσον πλήρως επίστευαν πολλοί λόγιοι ότι τα Ελληνικά της Βίβλου ήσαν μια μοναδικά ανάμικτη γλώσσα, ώστε ένας Γερμανός λόγιος εδήλωσε ότι τα Ελληνικά της Βίβλου ήσαν μια θαυματουργική γλώσσα, μια γλώσσα επινοημένη από το άγιο πνεύμα. Αλλ’ οι ανακαλύψεις που έγιναν στην Αίγυπτο έδειχναν αλλιώς τα πράγματα!
Τα έγγραφα της καθημερινής ζωής που εξετάφησαν στην Αίγυπτο παρέσχον το νήμα για την κατανόησι της Βιβλικής Ελληνικής γλώσσης. Διεπιστώθη ότι τα Ελληνικά όλων αυτών των εγγράφων δεν ήσαν κλασσικά ή φιλολογικά αλλ’ ήσαν τα Ελληνικά της Βίβλου! Τα δε Ελληνικά των εγγράφων ήταν η καθημερινή γλώσσα του λαού του πρώτου αιώνος! Έτσι, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ήσαν γραμμένες στην κοινή Ελληνική γλώσσα του λαού. Τα Ελληνικά της Βίβλου τέλος δεν ήσαν μια μοναδικά ανάμικτη γλώσσα. Οι συγγραφείς της Βίβλου είχαν διατυπώσει το Θείον άγγελμα στην απλούστερη γλώσσα απ’ όλες, στη γλώσσα του κοινού λαού.
Υπήρξε νέον φως, όχι μόνο στην Ελληνική γλώσσα, αλλά και στην Εβραϊκή. Η γνώσις της Εβραϊκής γλώσσης που κατέχουν σήμερα οι λόγιοι είναι απείρως μεγαλύτερη απ’ εκείνη που ήταν στη διάθεσι των μεταφραστών της Μεταφράσεως Βασιλέως Ιακώβου. Ώστε οι μεταφρασταί της Βίβλου σήμερα μπορούν να μας δώσουν μια καλύτερα κατανοούμενη μετάφρασι των Εβραϊκών Γραφών.
«ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΣ»
Οι ανακαλύψεις διηυκρίνισαν, επίσης, λάθη και ασάφειες του Εβραϊκού κειμένου, δίνοντάς μας ρόλλους ή τμήματα παλαιότερα απ’ εκείνα στα οποία βασίζεται η Γραφή του Βασιλέως Ιακώβου. Έως τα τελευταία χρόνια οι λόγιοι δεν είχαν χειρόγραφα των Εβραϊκών Γραφών με χρονολογία προγενέστερη από τον ένατο αιώνα μ.Χ. Επί 336 χρόνια, από το 1611 ως το 1947, σχεδόν καμμιά νέα πιστοποίησις δεν ήλθε σε φως για να διορθώση τις ήδη διαθέσιμες πηγές στο Εβραϊκό κείμενο. Κατόπιν στο έτος 1947 ήλθε αυτό που ένας αρχαιολόγος απεκάλεσε «πρωτοφανή ανακάλυψι».
Δύο Βεδουίνοι περιεφέροντο αναζητώντας μια περιπλανημένη κατσίκα μέσα στην άγρια και βραχώδη έρημο κοντά στη Νεκρά Θάλασσα. Κατέρριψαν μια πέτρα μέσα σ’ ένα μικρό άνοιγμα ενός αποκρήμνου βράχου και άκουσαν ήχους που έδιναν την εντύπωσι ότι υπήρχε κενός χώρος. Βρήκαν μια σπηλιά· μέσα σ’ αυτήν είδαν τρία μεγάλα πιθάρια. Κυττάζοντας μέσα, είδαν μακρά, στρογγυλά αντικείμενα μέσα σ’ ένα πάνινο περιτύλιγμα. Ελπίζοντας να εύρουν θησαυρό, έσχισαν τα περιτυλίγματα και προς απογοήτευσίν των βρήκαν ρόλλους αντί κοσμημάτων. Εν καιρώ επώλησαν τους ρόλλους στον Αρχιεπίσκοπο του μοναστηρίου του Αγίου Μάρκου στην Ιερουσαλήμ.
Αλλ’ οι ανακαλύψεις του έτους 1947 ήσαν η απαρχή και μόνον. Στο 1949 το σπήλαιο ανεκαλύφθη και πάλι και εξερευνήθη. Βρέθηκαν εκατοντάδες τεμαχίων ρόλλων. Στο 1952 ως το 1953 εξερευνήθησαν και άλλα σπήλαια. Βρέθηκαν, λοιπόν, πολλά χειρόγραφα τεμάχια, ώστε αναπαρήχθη κάθε βιβλίο των Εβραϊκών Γραφών, εξαιρέσει πιθανώς του βιβλίου των Χρονικών.
Ο πιο σπουδαίος απ’ όλους τους ρόλλους ήταν ένας πλήρης ρόλλος του βιβλίου του Ησαΐα από τον δεύτερο περίπου αιώνα π.Χ. Υπήρχε, επίσης, και μια συλλογή σχολίων του βιβλίου του Αββακούμ· μας παρέχει το αρχαιότερο κείμενο του βιβλίου αυτού που έχομε. Πραγματικά, οι ρόλλοι αυτοί είναι περίπου χίλια χρόνια αρχαιότεροι από τα Εβραϊκά χειρόγραφα, στα οποία βασίζεται η Μετάφρασις Βασιλέως Ιακώβου.
Τώρα αντιμετωπίζομε μερικά ερωτήματα: Πρόκειται μήπως να προέλθη ωφέλεια απ’ όλον αυτόν τον καταπληκτικό πλούτο της νέας γνώσεως περί της Βίβλου; Μήπως αυτή η νέα γνώσις θα συντελέση σε καλύτερη κατανόησι του Θείου λόγου;
Εφηρμόσθη ήδη πολλή από τη νέα γνώσι. Οι μεταφράσεις, που γίνονται σε σύγχρονη Αγγλική γλώσσα, όχι μόνο χρησιμοποιούν την κοινή γλώσσα του λαού σήμερα, αλλά και προμηθεύουν στο Αγγλόφωνο κοινό πιο ακριβείς Γραφές, και αυτό σημαίνει πιο κατανοητές Γραφές.
[Εικόνα στη σελίδα 163]
Monastery of St. Catherine