Εκθέτοντας τον Ερυθρό Παράδεισο
Αυθεντικές εκθέσεις από τα Ρωσικά Στρατόπεδα δουλείας αποδεικνύουν αναληθή τον κομμουνιστικό ισχυρισμό ότι είναι ένας σύγχρονος υλιστικός μεσσίας. Ποια είναι η κατάστασις στα στρατόπεδα αυτά; Το παρόν άρθρο απαντά.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ από ένας στους τρείς ανθρώπους επάνω στη γη ζουν κάτω από το Κομμουνιστικό καθεστώς. Πολλοί καθυπετάχθησαν με στρατιωτική επικράτησι, ενώ άλλοι προφανώς επείσθησαν ότι ο κομμουνισμός θα παρείχε καλύτερες συνθήκες από εκείνες υπό τις οποίες ζούσαν.
Είναι αληθές ότι μερικές από τις κυβερνήσεις που ανέτρεψε ο κομμουνισμός εχρειάζοντο αλλαγή. Αλλ’ οι λαοί που εδέχθησαν τον κομμουνισμό, απλώς αντήλλαξαν ένα είδος καταδυναστεύσεως με άλλο. Ο υποσχεμένος παράδεισος δεν εμφανίσθηκε. Αντί τούτου, παρουσιάσθηκαν μυστικοί πληροφοριοδόται, βάναυσοι κρατικοί αστυνομικοί και πελώρια στρατόπεδα δουλείας.
Το όλον σύστημα πραγμάτων υπό το Σοβιετικόν καθεστώς απεδείχθη αποτυχία όσον αφορά την ελευθερία των λαών, ιδιαίτερα λόγω της ελευθερίας που ισχυρίζετο ο Μαρξισμός ότι θα είχαν οι λαοί. Ακόμη και οι θρησκείες του «Χριστιανισμού» που λειτουργούσαν εκεί εξυπηρέτησαν την Ερυθρή αυτοκρατορία. Αλλά χιλιάδες φορείς της αληθινής θρησκείας, κήρυκες της πραγματικής Μεσσιανικής ελπίδος, εφυλακίσθησαν και εβασανίσθησαν από τους βαναύσους κυρίους του «λαϊκού παραδείσου».
ΤΟ ΑΓΓΕΛΜΑ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Επί πολύν καιρό υπήρχε η απορία περί του πώς τα αγαθά νέα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού θα διαπερνούσαν το Σιδηρούν Παραπέτασμα, αλλ’ οι ίδιοι οι Ρώσοι το κατέστησαν δυνατόν αυτό.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική κυβέρνησις προσήρτησε τα εδάφη της Μολδαβίας, Δυτικής Ουκρανίας, Καρπαθο-Ουκρανίας, Λευκής Ρωσίας και Βαλτικών Κρατών, όπου ζούσαν μερικές χιλιάδες μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι Χριστιανοί αυτοί αμέσως άρχισαν να εκχύνουν ποταμούς αλήθειας μέσα στην ισχυρή Κομμουνιστική έρημο, βοηθώντας στην επέκτασι του παγκοσμίου κηρύγματος που προείπε ο Ιησούς για την εποχή μας. (Ματθ. 24:14) Αυτοί οι ποταμοί της αληθείας έρρεαν προς όλες τις διευθύνσεις μέσα στην Ερυθρή αυτοκρατορία—προς βορράν, ανατολάς και νότον στα στρατόπεδα δουλείας της Βορκούτας, και στις εκατοντάδες των άλλων στρατοπέδων εργασίας της όλης Σοβιετικής Ενώσεως.
Μόνο στο έτος 1951 πάνω από επτά χιλιάδες απ’ αυτούς τους Χριστιανούς μάρτυρας «εξωρίσθησαν για να ζήσουν στη Σιβηρία», να προσπαθήσουν να ζήσουν ή να πεθάνουν μέσα στην αφιλόξενη εκείνη χώρα.
Αλλ’ αυτοί οι επτά χιλιάδες δεν ήσαν οι μόνοι που έτυχαν τέτοιας μεταχειρίσεως. Ένας μάρτυς, ο οποίος υπήρξε μέσα στα στρατόπεδα δουλείας πάρα πολύν καιρό, γράφει για τα βασανιστήρια που υπέστη μόνον λόγω της θρησκείας του. Λέγει:
«Στις 10 Απριλίου 1940 άρχισα την περιπλανητική μου ζωή δια μέσου των φυλακών και στρατοπέδων του Ερυθρού ‘παραδείσου’, η οποία διήρκεσε δεκατέσσερα χρόνια, σ’ αυτό δε το χρονικό διάστημα εφέρθηκα πέντε φορές στα δικαστήρια.» Μέσα σ’ ένα ανοιχτό σιδηροδρομικό βαγόνι, μαζί με εκατοντάδες άλλους, χωρίς καθίσματα, χωρίς τροφή, νερό ή ξύλα, απεστάλη σε μια άγνωστη διεύθυνσι. Συχνά σύντροφοί του με τους οποίους είχε συνομιλήσει το βράδυ, βρέθηκαν το πρωί παγωμένοι, σχεδόν νεκροί. Μην απορείτε είπε: «Λίγοι μόνον επέζησαν απ’ αυτή τη μεταφορά.»
Στη Βιερχατούρια, μέσα στο βοϊβοδάτον του Σβέρντλοφσκ, αυτός και οι σύντροφοί του, μισοπαγωμένοι, εξασθενημένοι και στο χείλος της λιμοκτονίας, άρχισαν μια τετραήμερη πεζοπορία. Εξηναγκάσθησαν να ξεκαθαρίσουν τα δάση, να κατασκευάσουν παραπήγματα, και κατόπιν να εγκαταστήσουν ένα πριονιστήριο. Λέγει: «Ξύλινες σανίδες εχρησίμευαν ως κρεββάτια, τα ίδια μας τα πανταλόνια ως αχυροστρωμνές, τα καπέλλα μας ως μαξιλάρια και τα σακκάκια μας ως κουβέρτες. Πολλοί πέθαναν. Συχνά έβλεπα μερικούς απ’ αυτούς τους υποσιτιζομένους σκλάβους, που σχεδόν κατέπεφταν οι ίδιοι από εξάντλησι, ν’ απομακρύνουν ξαπλωμένο πάνω σε μια σανίδα έναν από τους συντρόφους των που επάγωσε ή πέθανε από πείνα στη δουλειά του.»
Αργότερα αυτός ο μάρτυς του Ιεχωβά μετεφέρθη στο Συζράν για να εργασθή στο ξεκαθάρισμα των δασών. Εκεί όπου ήταν καταδικασμένος σε λιμοκτονία, η φυσική του εξάντλησις τον εμπόδιζε να κάνη αρκετό έργον και ήρχετο σε σύγκρουσι με τον Σοβιετικό νόμο. Αυτό του επέφερε άλλη μια δεκαετή καταδίκη.
Γι’ αυτό γράφει: «Δεν είχα να πάω μακριά μετά την καταδίκη μου, διότι σ’ εκείνη την έκτασι υπήρχαν πυκνά στρατόπεδα. Μια πολύ μακρά κοιλάς διέρχεται σε απόστασι περίπου ενός χιλιομέτρου από τον Βόλγα και λέγεται ‘Κοιλάς Γκορύλοφ’. Εκεί ήσαν τα στρατόπεδα. Τόσον οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα όσον και ο ελεύθερος πληθυσμός ονομάζουν τον τόπον αυτόν ‘κοιλάδα του θανάτου’. Ήταν πραγματικά ένα στρατόπεδο για την ομαδική εκκαθάρισι του λαού με την πείνα. Πέθαιναν οι άνθρωποι σαν μύγες.»
Εκλόνισε την πίστι του αυτός ο διωγμός; Αυτός απαντά: «Όσο περισσότερο υπέφερα, τόσο περισσότερο εκήρυττα. Καταδικάσθηκα δυο φορές σε φυλάκισι δέκα ετών επειδή εκήρυττα μεταξύ των εγκλείστων. Τη στιγμή που υφίσταται κανείς μια νέα καταδίκη, η παλιά κηρύττεται άκυρη. Αυτές οι καταδίκες κατεφόβισαν εκατοντάδες Πεντηκοστιανούς, Ευαγγελικούς, Βαπτιστάς, Αποκαλυπτάς, Σαββατιστάς και άλλους, οι οποίοι έκλεισαν τ’ αυτιά τους στα αγαθά νέα της Βασιλείας. Ωστόσο κι αυτοί υπέστησαν πολλούς διωγμούς. Ένας από τους Βαπτιστάς έψαλε έναν από τους ύμνους των και κατεδικάσθη γι’ αυτό σε πέντε ετών φυλάκισι.»
Αυτά τα στρατόπεδα ωνομάσθησαν «εκπαιδευτικά στρατόπεδα». Μια από τις «εκπαιδευτικές» μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τους κρατικούς λειτουργούς ήταν να ρίχνουν όποιον ήθελαν να ξεκάνουν μέσα σε μια καλύβα όπου εστεγάζοντο οι σεξουαλικά διεστραμμένοι, και ν’ αφήνουν τους διεστραμμένους αυτούς να τον θανατώσουν. Ο μάρτυς είπε: «Οι κύριοι του στρατοπέδου δούλων στο οποίον ήμουν κι εγώ εξεπλάγησαν όταν, ύστερα από τρεισήμισυ μήνες που ήμουν σ’ εκείνο το παράπηγμα, βγήκα ζωντανός. Εκεί μέσα αισθάνθηκα τον εαυτό μου σαν τον Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων. Με τον τρόπο που τους φέρθηκα, εματαίωσα όλους τους σκοπούς των προς το άτομό μου. Βγήκα ζωντανός και καλά.»
Οι προϊστάμενοι αυτού του «εκπαιδευτικού στρατοπέδου» έδερναν τους εγκλείστους και τους μαύριζαν τα κορμιά, απλώς για τη σαδιστική ηδονή του δαρμού. «Μόνο στο 1950», λέγει αυτός ο Χριστιανός διάκονος, «μπόρεσα να απαλείψω τα χόρτα και τα ψαροκόκκαλα απ’ το διαιτολόγιό μου. Στο 1955 οι συνθήκες έγιναν σχεδόν ανθρωπινές. Δεν είμαι πια εκεί, αλλά στ’ αληθινά θα είναι ευκολώτερα για κείνους που παραμένουν ακόμη, παρά για κείνους που διέταξαν την ανέγερσιν αυτών των ‘εκπαιδευτικών στρατοπέδων’, διότι αυτοί φυλάσσονται από τον Θεό για τιμωρία.»
Η πείρα του πιστού αυτού μάρτυρος, που απελύθη στις 14 Ιουνίου 1955, και τώρα νοσηλεύεται σε νοσοκομείο, διαψεύδει ασφαλώς τον ισχυρισμό ότι ο κομμουνισμός έκτισε έναν παράδεισο του εργάτου.
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Οι τάξεις του λαού του Θεού δεν έγιναν αραιότερες εξαιτίας αυτού του διωγμού, αλλ’ αυξήθηκαν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν υπάρχει τώρα περιφέρεια της Ε.Σ.Σ.Δ, όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν την αλήθεια. Προφανώς περίπου σαράντα τοις εκατό από εκείνους που εγνώρισαν την αλήθεια προέρχονται απ’ αυτές τις φυλακές και τα στρατόπεδα. Μεταξύ αυτών που εγνώρισαν εκεί μέσα την αλήθεια είναι αξιωματικοί του Ερυθρού στρατού, αστυνομικοί και δεσμοφύλακες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι και άλλοι.
Γιατί η Σοβιετική κυβέρνησις κατεδίωξε τόσο τους καλούς αυτούς ανθρώπους; Προφανώς ένας λόγος είναι ότι αυτοί οι κυβερνώντες δεν επιτρέπουν σε κανένα εκτός από τον εαυτό τους να θεωρήται κύριος, ούτε και στον Θεόν ακόμη. Το φύλλον Ραντιάνσκα Ουκράνα, που εξεδόθη πέρυσι στις 30 Νοεμβρίου στο Κίεβο της Ε.Σ.Σ.Δ., επέκρινε τους μάρτυρας του Ιεχωβά που δεν είναι ικανοποιημένοι με την «τέλεσι θρησκευτικών τύπων και ιερουργιών», η οποία επιτρέπεται, όπως λέγει, αλλ’ επιμένουν να διδάσκουν «αντιδραστική προπαγάνδα», όπως το ότι «ο κόσμος ‘διακυβερνάται από τον Υπέρτατον Κυρίαρχόν του, τον Ιεχωβά’ και ότι οι άνθρωποι είναι απλώς ‘δούλοι του επάνω στη γη, οι οποίοι κάνουν το θέλημά του’.»
Πραγματικά, η Σοβιετική κυβέρνησις δεν θα έχανε τίποτε αν παραχωρούσε πλήρη ελευθερίαν λατρείας στους μάρτυρας του Ιεχωβά. Καμμιά κυβέρνησις δεν βλάπτεται με το να παραχωρήση αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα σ’ εκείνους που υπηρετούν πραγματικά τον Θεό. Αν οι Ρώσοι τώρα πιστεύουν, όπως φαίνεται, ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ποτέ δεν είχαν καμμιά σχέσι με κατασκοπείες, δεν υπάρχει βεβαίως κανείς δίκαιος λόγος για τον οποίον δεν πρέπει να τους δίδεται πλήρης ελευθερία λατρείας.
Αλλ’ είτε παράσχουν τα Σοβιέτ αυτή την ελευθερία είτε όχι, οι μάρτυρες του Ιεχωβά θα εξακολουθήσουν να κηρύττουν τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού παρ’ όλες τις εναντιώσεις.
Ένας μάρτυς που κατοικεί στη Σιβηρία έγραψε: «Δεν μπορούμε ν’ απόσχωμε από το να κηρύττωμε τη βασιλεία του Θεού. Συνηθίσαμε σ’ αυτόν τον τόπο και αισθανόμεθα πως είμεθα ευτυχείς, στερρά αποφασισμένοι να εκπροσωπούμε τον Κύριον επαξίως και να καταστήσωμε γνωστή τη δόξα του παντού. Αισθανόμεθα την επείγουσα ανάγκη να μεταδώσωμε στους αδελφούς μας σε όλη τη γη τη διαβεβαίωσι της αγάπης μας γι’ αυτούς, κι ελπίζομε να έχωμε ακόμη μια ευκαιρία να συγκεντρωθούμε με τους αδελφούς μας από όλα τα μέρη του κόσμου.»
Οι αδελφοί μας ανά τον κόσμον όλον συμμερίζονται αυτή την ελπίδα μαζί τους.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕΤΑΙ
Με την «αποδόξασιν» του Στάλιν στο 1956, παρετηρήθη κάποια βελτίωσις, και πολλοί από τους μάρτυρας, που ήσαν φυλακισμένοι επί πολλά έτη, απέκτησαν την ελευθερία τους με τη γραπτή βεβαίωσι ότι ήσαν «αθώοι από κάθε ενοχή».
Μερικοί από τις επτά χιλιάδες «ειδικούς παροίκους» που είχαν μεταφερθή στην περιοχή του Ιρκούτσκ της Σιβηρίας το 1951 είναι τώρα ελεύθεροι, αλλά άλλοι πρέπει να εξακολουθήσουν να παρουσιάζωνται κάθε μήνα στις τοπικές αρχές. Πολλοί απ’ αυτούς που αφέθησαν ελεύθεροι δεν θέλουν να επιστρέψουν στις πατρίδες των, λόγω του έργου της μαρτυρίας που διεξάγεται τώρα.
Ελήφθησαν ειδήσεις ότι υπάρχουν και πάλι μερικοί μάρτυρες στη Μόσχα, και ότι υπάρχουν πολλοί στην πρωτεύουσα της Ρωσίας που θέλουν ν’ ακούσουν τον λόγον του Θεού. Πολλοί Βαπτισταί επίσης ενδιαφέρονται, ο δε λόγος τούτου είναι η συμβιβαστική στάσις μερικών από τους ιδίους των αρχηγούς.
Στο Αρκτικό στρατόπεδο της Βορκούτας η καρποφορία είναι πρόδηλη από μήνα σε μήνα. Καθ’ όλην την γραμμήν από Κότλας έως τη Βορκούτα, σε μήκος περίπου 700 μιλίων, εκατοντάδες στρατοπέδων υποχρεωτικής εργασίας ξεκαθαρίσθηκαν και τα παραπήγματα κατεκάησαν. Σ’ εκείνη την περιοχή παραμένουν τώρα μόνον τα στρατόπεδα της Βορκούτας και των επαρχιών της. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έμαθαν την αλήθεια μέσα στα στρατόπεδα και οι οποίοι τώρα, ως ελεύθεροι άνθρωποι, κηρύττουν το άγγελμα της Βασιλείας σ’ εκείνα τα μέρη. Πέρυσι εγκαινιάσθη έργον από σπίτι σε σπίτι στον μακρινό βορρά, ακόμη και στην ίδια τη Βορκούτα, και γίνονται τακτικά συναθροίσεις.
Ένας έγκλειστος στη Βορκούτα έγραψε: «Εδώ το έργον της σποράς γίνεται τώρα εκτενώς. Ο αγρός, που δεν εκαλλιεργήθη επί πολύν καιρό, είναι τώρα πιο δεκτικός σποράς και υπόσχεται καρπούς. Τόποι, οι οποίοι επί πολλά έτη υπήρξαν ως έρημοι, ανθούν. Το κλίμα άλλαξε εδώ, ο δε καιρός είναι πιο κατάλληλος για έργον του αγρού.»
Μια επιστολή που ελήφθη από την περιοχή Τομσκ της Σιβηρίας λέγει: «Ο σκοπός της μεταγωγής μας στους μακρινούς αυτούς τόπους ήταν στην αρχή κρυφός για μας και ακατανόητος, αλλ’ ανεκλάλητη χαρά γεμίζει την καρδιά μας όταν ακούωμε τους ιθαγενείς να λέγουν τώρα: ‘Ελθέ!’ Με έστειλαν να εργασθώ σε μεγάλη απόστασι από την κατασκήνωσί μας και, προσπαθώντας να μεταδώσω στους άλλους τη φωτιά που έκαιε μέσα μου, βρήκα μια εξαμελή οικογένεια που αγαπά τώρα την αλήθεια. Τους έδωσα μια Αγία Γραφή, και αφού εργάσθηκα μαζί τους επί μερικούς μήνες άρχισαν κι αυτοί να δίνουν μαρτυρία και να βρίσκουν ενδιαφερόμενα άτομα. Τα βράδια βγαίναμε πάντοτε στον δρόμο του μικρού μας χωριού κι εψάλλαμε δυνατά τους ύμνους μας που αντηχούσαν μέσα στα δάση της Σιβηρίας.»
Ένας επαναπατρισμένος Πολωνός κρατούμενος αναφέρει τα εξής: «Όταν ήλθε τέλος η μέρα να επιστρέψω στην Πολωνία, ήλθε ο διοικητής και είπε με βαθιά συγκίνησι: ‘Αναγνωρίζω ότι το χέρι του μεγάλου Ιεχωβά είναι πάνω σας, διότι αλλιώς ποτέ δεν θα μπορούσατε να φύγετε απ’ τη Σιβηρία με την ιδιότητά σας ως ακλονήτων μαρτύρων του Ιεχωβά. Είθε ο Θεός σας να σας ευλογή’.»
Πολλοί μάρτυρες αφέθησαν ελεύθεροι στο έτος 1956, αλλ’ άλλοι παραμένουν. Για χιλιάδες απ’ αυτούς που εστάλησαν στη Σιβηρία στο 1951 δεν υπάρχει ακόμη δυνατότης να λάβουν Γραφές ή Γραφικά βοηθήματα. Αυτοί οι μάρτυρες, αθώοι, ειρηνόφιλοι άνθρωποι, απαγορεύεται να τηρούν επαφή μεταξύ των, ή να σχηματίζουν εκκλησίες, Γιατί, λοιπόν, τότε, η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία, οι Βαπτισταί και οι άλλες θρησκείες απολαύουν σχετικής ελευθερίας; Μόνον διότι εξεδήλωσαν την προθυμία τους να υπακούσουν στον Καίσαρα μάλλον παρά στον Θεό. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται να πράξουν τούτο, διότι θα ήταν απιστία στον Θεό.
ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
Αυτή η καταδυνάστευσή αθώων Χριστιανών υπήρξε έκδηλη όχι μόνο στη Σοβιετική Ρωσία, αλλά και σε όλες τις δορυφόρους χώρες—στην Ουγγαρία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Πολωνία και αλλού.
Στην Πολωνία ο λαός υπέφερε κάτω από ένα φεουδαρχικό σύστημα υποστηριζόμενο από την εκκλησία, που παρηγορούσε τους πτωχούς και τους ενδεείς μόνο με τη μακρινή υπόσχεσι ανταμοιβής πέραν του τάφου. Οι χωρικοί επλήρωναν με δεινά και εξαθλίωσι τη γεμάτη απολαύσεις ζωή των προνομιούχων, και έπαυσαν να είναι κατ’ όνομα μόνον δουλοπάροικοι. Αλλά κάτω από τον κομμουνισμό, ο οποίος ανέτρεψε το μισητό παλαιό σύστημα, οι Πολωνοί υπέφεραν κάτω από τον ίδιο τρομοκρατικό μηχανισμό που ιδρύθη στη Ρωσία.
Οι οικονομικές συνθήκες ήσαν εξαιρετικά αυστηρές. Τα ήθη εχειροτέρευσαν. Οι Κομμουνισταί μιλούσαν περί ελευθερώσεως των γυναικών από τη «σκλαβιά του μαγειρείου» για να εργάζωνται στη βιομηχανία, αλλ’ ο Πολωνικός τύπος διαμαρτύρεται τώρα για την έκλυσι των ηθών, την κατάπτωσι της οικογενείας και την αύξησι της ληστείας μεταξύ των εφήβων λόγω του ότι οι γυναίκες άφησαν τα σπίτια των και πήγαν στα εργοστάσια.
Αλλά, παρά τις δυσκολίες αυτές, ο θρησκευτικός διωγμός αποτελεί και πάλι ένα από τα προεξέχοντα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού κράτους. Το όλον κράτος εξεδηλώθη καθαρά εναντίον της δράσεως των μαρτύρων του Ιεχωβά. Για πρώτη φορά οι Πολωνοί Κομμουνισταί αντίκρυσαν έναν ολόκληρο λαό που έμεινε σταθερός. Τόσο αποφασιστική ήταν η λατρεία των ώστε οι κρατικοί λειτουργοί βρέθηκαν σε αμηχανία.
Χιλιάδες μετριοπαθών, ειλικρινών ανδρών, γυναικών και παιδιών (εργατών, χωρικών και οικοκυρών), τους οποίους τελείως ανόητα υπωπτεύοντο ή κατηγορούσαν επί κατασκοπεία, έδωσαν μαρτυρία για την ελπίδα τους περί της Βασιλείας στους βαναύσους εκείνους που τους συνέλαβαν. Όλοι είπαν τα ίδια. Έδωσαν τεράστια μαρτυρία για το όνομα του Ιεχωβά, για τον Βασιλέα του Χριστόν Ιησούν και για τον νέο κόσμο δικαιοσύνης του Θεού. Ακόμη και ο πιο φανατικός Κομμουνιστής αξιωματούχος, ακούοντας κατ’ επανάληψιν τα ίδια πράγματα, διείδε ότι οι κατηγορίες του εξεμηδενίζοντο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που συνελήφθησαν απελύθησαν μετά από λίγες ώρες ανακρίσεως ή μετά δύο μέρες, αλλά εκατοντάδες απ’ αυτούς τους αθώους ανθρώπους παρέμειναν φυλακισμένοι μέσα σ’ εκείνον τον κτηνώδη «παράδεισον» της καταδυναστεύσεως, της βίας και της αιματοχυσίας.
Πολλά άτομα έμαθαν την αλήθεια, μέσα όσο και έξω από τους τοίχους των φυλακών. Εκατοντάδες και χιλιάδες άνθρωποι υπεδέχοντο με συμπάθεια τους μάρτυρας και ήσαν πρόθυμοι να διδαχθούν από τον Ιεχωβά. Διέκριναν ότι αποτελούσε δυσφήμησι το να πουν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν συνταυτισμένοι με τους Κομμουνιστάς, όπως είχε κάμει ο Καθολικός κλήρος, και ότι αποτελούσε επίσης ψεύδος το να πουν ότι οι μάρτυρες ήσαν κατάσκοποι, όπως είχαν κάμει οι Κομμουνισταί.
Οι βιαιότητες και οι βασανισμοί δεν ίσχυσαν να τους κλονίσουν. Η τύπου Μπέρια ανάκρισις του υπηρέτου του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά και άλλων υπευθύνων διακόνων διήρκεσε επί μήνες, αλλ’ αυτοί βγήκαν αδάμαστοι κατά το πνεύμα, αν και συχνά υπέστησαν βλάβες κατά την σάρκα από βιαιοπραγίες. Μερικοί από τους μάρτυρας πέθαναν, προτιμώντας τον μαρτυρικό θάνατο από το να ομολογήσουν ψεύδη εναντίον αυτών των ανθρώπων που έκαναν το έργον του Θεού στην Πολωνία.
Αλλά ο αριθμός των μαρτύρων ηύξανε επί μήνες χωρίς διακοπή. Σε όλη τη διάρκεια του διωγμού αυτού δεν υπέφεραν πνευματική πείνα. Συνηθροίζοντο σε μικρές ομάδες, μη εγκαταλείποντας έτσι την επισυναγωγή των. Οι «δημόσιες ομιλίες» των ήσαν οι κηδείες που ετελούσαν. Κάθε νεκρική πομπή από εκατοντάδες άτομα, τα οποία περνούσαν μέσ’ από τις πόλεις χωρίς ιερείς, έκανε πάντοτε αίσθησι και παρείχε σαφή ένδειξι ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά πολύ απείχαν από το να έχουν «εκκαθαρισθή».
Μερικοί μάρτυρες έκαμαν έργον ακόμη και από σπίτι σε σπίτι σε ωρισμένα χωριά και αφότου εισήχθη η αποσταλινοποίησις, μερικές δεκάδες χιλιάδων απ’ αυτούς επήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με το μόνο πραγματικά αξιόλογο άγγελμα που πρέπει σήμερα να κηρυχθή.
Αναγνωρίζουν, κι ελπίζουν ότι και σεις επίσης θ’ αναγνωρίσετε, τη ζωτική διαφορά μεταξύ των αποτυχημένων ανθρωπίνων λύσεων στα προβλήματα του κόσμου και της μόνης αληθινής λύσεως που τώρα πλησιάζει. Η αληθινή αυτή λύσις δεν είναι πολιτική λύσις, αλλ’ είναι η βασιλεία του Θεού. Τώρα είναι καιρός να τη δεχθούμε και να συμμορφωθούμε μ’ αυτήν για να επιζήσωμε μετά το τέλος του πονηρού συστήματος του Σατανά και να ζήσωμε μέσα στις δίκαιες νέες συνθήκες που θα επιφέρη σύντομα στη γη ο ίδιος ο Δημιουργός.