«Αγρυπνείτε εις τας Προσευχάς»
«Πάντων δε το τέλος επλησίασε· φρονίμως λοιπόν διάγετε, και αγρυπνείτε εις τας προσευχάς.»—1 Πέτρ. 4:7
1-3. (α) Ποια τρομερή τραγωδία παριστάνει με δύναμι το πόσο ανόητη είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη σε κάτι; (β) Ποια αναλογία μπορούμε να αντλήσωμε απ’ αυτό για τους Χριστιανούς;
ΗΤΑΝ 11 και 40΄ της νυκτός της 14ης Απριλίου 1912. Το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο του κόσμου με 2.207 επιβάτας προχωρούσε ολοταχώς στον Βόρειο Ατλαντικό. Είχε χαιρετισθή ως το «πιο υπερήφανο μηχανικό κατόρθωμα του ανθρώπου». Ενδεικτικό της εμπιστοσύνης των ιδιοκτητών του σ’ αυτό ήταν το όνομά του «Τιτανικός», που σημαίνει «τεραστίου μεγέθους, ισχύος και δυνάμεως». Το ατμόπλοιο αυτό, που εθεωρείτο αβύθιστο, διήνυε την πέμπτη ημέρα του παρθενικού ταξιδιού του. Τότε από το σκότος επρόβαλε απειλητικά ένα παγόβουνο που επέπλεε και προτού καταστή δυνατόν να γίνη επαρκής αλλαγή της κατευθύνσεώς του, το πλοίο υπέστη μια μεγάλη εγκοπή στο πλευρό του. Σε λιγώτερο από τρεις ώρες ο «αβύθιστος» Τιτανικός εβυθίσθη, παίρνοντας μαζί του 1.502 άνδρες, γυναίκες και παιδιά σ’ έναν υδάτινο τάφο.
2 Τι επροκάλεσε αυτή την τρομερή τραγωδία; Έλλειψις αγρυπνίας οφειλόμενη σε υπερβολική εμπιστοσύνη! Είχαν ληφθή έξη προειδοποιήσεις από τον ασυρματιστή του, μία από τις οποίες μάλιστα προσδιώριζε την ακριβή τοποθεσία του παγόβουνου που έπληξε τον Τιτανικό! Γιατί ο κυβερνήτης του εξακολούθησε να πλέη ολοταχώς παρά τις προειδοποιήσεις αυτές; Λόγω της μεγάλης του εμπιστοσύνης στο αβύθιστον του πλοίου του. Αληθινά ένα ισχυρό παράδειγμα τού πόσο ανόητη είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη σε κάτι!
Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
3 Ως αφιερωμένοι Χριστιανοί είμεθα στον κόσμο, αλλά δεν είμεθα εκ του κόσμου. Είμεθα, να το πούμε έτσι, πλοίαρχοι, που ταξιδεύομε από αυτόν τον παλαιό κόσμο ή σύστημα πραγμάτων στον μετά τον Αρμαγεδδώνα νέο κόσμο. Ακριβώς τώρα πολλοί από μας φαίνεται να έχουν ήσυχο ταξίδι και έτσι μπορεί να υπάρχη τάσις χαλαρώσεως της αγρυπνίας μας. Αλλά δεν τολμούμε να το κάμωμε αυτό, διότι και η δική μας θάλασσα επίσης είναι εγκατεσπαρμένη με παγόβουνα, εμπόδια που τίθενται εκεί από τον Διάβολο και τους δαίμονάς του, τον κόσμο και τη σάρκα, πράγμα που μπορεί εύκολα να μας προξενήση ναυάγιο, απώλεια της ακεραιότητος απέναντι του Θεού.
4. Τι σημαίνει να αγρυπνούμε;
4 Τι σημαίνει να αγρυπνούμε; Να ‘αγρυπνούμε’, όπως μας λέγεται, σημαίνει να είμεθα ξυπνητοί, προσεκτικοί, προφυλακτικοί, «άγρυπνοι στο να ανακαλύψωμε και αποφύγωμε κίνδυνο, ή να προνοήσωμε για ασφάλεια». «Η αγρυπνία υπονοεί οξεία, θαρραλέα, συχνά προφυλακτική προσοχή, ιδιαίτερα στην υπόθεσι του ορθού.» (Ουέμπστερ) Συνεπώς, το να αγρυπνούμε είναι ακριβώς το αντίθετο τού να είμεθα αμελείς, απερίσκεπτοι, απρόσεκτοι, αδιάφοροι ή κοιμισμένοι. Τη σπουδαιότητα της αγρυπνίας την εντυπώνουν στη διάνοιά μας και στην καρδιά μας τα προειδοποιητικά παραδείγματα και οι ρητές εντολές του λόγου του Θεού.
5, 6. (α) Ποια Γραφικά παραδείγματα έχομε ελλείψεως αγρυπνίας, που ωφείλετο σε υπερβολική αυτοπεποίθησι; (β) Και ποιες Γραφικές προειδοποιήσεις;
5 Λόγω υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό τους και ελλείψεως αγρυπνίας, ακόμη και πιστοί δούλοι του Ιεχωβά όπως ο Νώε, ο Μωυσής και ο Δαβίδ κατά καιρούς έκαμαν ένα εσφαλμένο βήμα προτού το καταλάβουν. Και ιδιαίτερα στον απόστολο Πέτρο έχομε ένα προειδοποιητικό παράδειγμα. Ασφαλώς ο Πέτρος ήταν τελείως αφωσιωμένος στον Ιεχωβά Θεό και στον Διδάσκαλό του. Δεν είχε μήπως εγκαταλείψει την εργασία του αλιέως και όλα τα άλλα για ν’ ακολουθήση τον Ιησούν ως αλιεύς ανθρώπων; Και όμως πώς προσέκοψε, αρνούμενος τον Διδάσκαλό του τρεις φορές, και τούτο λόγω ελλείψεως αγρυπνίας, που ωφείλετο σε υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του!—Ματθ. 26:31-35, 75.
6 Και κατόπιν έχομε τις ρητές εντολές: «Αγρυπνείτε εις τας προσευχάς.» «Εγκρατεύθητε, αγρυπνήσατε.» «Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε.» «Ας αγρυπνώμεν, και ας εγκρατευώμεθα.» «Ο νομίζων ότι ίσταται, ας βλέπη μη πέση.»—1 Πέτρ. 4:7· 5:8· Ματθ. 26:41· 1 Θεσ. 5:6· 1 Κορ. 10:12.
ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ ΤΩΡΑ
7-10. (α) Γιατί χρειάζεται τώρα αυξημένη αγρυπνία όσον αφορά την εναντίωσι του Σατανά; (β) Του κόσμου; (γ) Της σαρκός μας;
7 Ενώ έπρεπε οι Χριστιανοί πάντοτε να έχουν στην καρδιά τους αυτές τις προειδοποιήσεις, σήμερα έχομε μια ακόμη ανάγκη να το πράττωμε αυτό. Έτσι πάντοτε υπήρξε αληθινό ότι ο «διάβολος, ως λέων ωρυόμενος, περιέρχεται, ζητών τίνα να καταπίη». Αλλά, επειδή ζούμε στον καιρό που «τα έθνη ωργίσθησαν» σε δύο παγκοσμίους πολέμους, γνωρίζομε ότι ο Σατανάς έχει μεγαλύτερον θυμό τώρα, «επειδή γνωρίζει ότι ολίγον καιρόν έχει», και ότι, επομένως, διεξάγει πόλεμο με αυξημένη μανία εναντίον όλων εκείνων που ‘φυλάττουν τας εντολάς του Θεού και έχουν την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού’. Αυτή η εντεινόμενη επίθεσις από μέρους του Σατανά απαιτεί αυξημένη αγρυπνία από μέρους μας.—1 Πέτρ. 5:8· Αποκάλ. 11:18· 12:12, 17.
8 Το ίδιο αληθεύει και για τον εχθρό μας τον κόσμο. Με ‘την πλήθυνσιν της ανομίας’ προβάλλει μεγαλύτερος κίνδυνος ότι η αγάπη μας θα ψυχρανθή. Και μήπως δεν δείχνουν τα γεγονότα ότι ζούμε στους ‛κακούς καιρούς’ που η ιδιοτέλεια έφθασε ν’ αποκτήση σπόρους; Ενώ, λοιπόν, ο κόσμος υπήρξε πάντοτε πειρασμός για τον Χριστιανό λόγω της ιδιοτελείας του, ο αυξημένος υλισμός του και η πονηρία του απαιτούν μεγαλύτερη αγρυπνία από μέρους μας.—Ματθ. 24:12· 2 Τιμ. 3:1-5· 1 Ιωάν. 2:16.
9 Σήμερα υπάρχει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη αγρυπνίας όσον αφορά τη σάρκα μας. Πώς μπορεί να συμβαίνη αυτό; Πάλι σημειώστε ότι, ενώ υπήρξε πάντοτε αληθινό εκείνο που ωμολόγησε ο Παύλος, «δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον θέλω· αλλά το κακόν το οποίον δεν θέλω, τούτο πράττω», σήμερα η σάρκα έχει αυξημένες παρακινήσεις να ικαναποιή τον εαυτό της. Όπως ακριβώς η «πλησμονή άρτου, και αφθονία τρυφηλότητος» συνέβαλαν στην παράβασι των αρχαίων Σοδόμων, έτσι και σήμερα η υλική ευημερία και ο αυξημένος χρόνος αναπαύσεως που πολλοί από μας απολαμβάνουν, παρέχουν πρόσθετες ευκαιρίες για τις πεπτωκυίες τάσεις της σαρκός μας να ζητούν ικανοποίησι, κάνοντας πιο δύσκολη την εγκράτεια. Πόσο σοβαρή απειλή μπορεί να είναι αυτό, φαίνεται από το γεγονός ότι μερικοί Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, που είχαν πιστά υπομείνει την κτηνωδία που εξεδηλώνετο στα Εθνικοσοσιαλιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή, πιο πρόσφατα, στις Κομμουνιστικές φυλακές επί χρόνια, κατόπιν χρειάσθηκε να αφορισθούν ή αποκοπούν από την επικοινωνία λόγω ανήθικης διαγωγής!—Ρωμ. 7:19· Ιεζ. 16:49.
10 Αφού οι τρεις εχθροί μας, ο Διάβολος, ο κόσμος και σάρκα, θέτουν ολοένα περισσότερα εμπόδια στο δρόμο μας, είναι αλήθεια ότι σήμερα, όσο ποτέ πριν, έχομε ανάγκη να είμεθα προσεκτικοί, προφυλακτικοί, άγρυπνοι. Δεν τολμούμε να δώσωμε υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό μας λόγω της ελλείψεως διωγμού στα περισσότερα μέρη του κόσμου και λόγω της μεγάλης επεκτάσεως της αληθινής λατρείας. Αντιθέτως, αφού ‘πάντων το τέλος επλησίασε’, έχομε μεγαλύτερη ανάγκη να εγκολπωθούμε όλα τα προειδοποιητικά παραδείγματα και τις ρητές εντολές όσον αφορά την αγρυπνία.
ΜΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
11-14. (α) Το να έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης, τι αποτέλεσμα θα έχη στη μελέτη μας του λόγου του Θεού; Γιατί; (β) Στο να παρευρισκώμεθα στις συναθροίσεις; (γ) Στη δραστηριότητά μας στο κήρυγμα; (δ) Στο να προσευχώμεθα;
11 Πώς μπορούμε να παραμένωμε άγρυπνοι; Πώς μπορούμε να αποφύγωμε την παγίδα της υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό μας; Με το να έχωμε πάντοτε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης. Όπως είπε ο Ιησούς: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», ή, σύμφωνα με τη Μετάφρασι Νέου Κόσμου, «Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν συναίσθησι της πνευματικής των ανάγκης.» Και γιατί το να έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης μάς κρατεί αγρύπνους και μας προφυλάττει από την παγίδα της υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό μας; Επειδή, πρώτ’ απ’ όλα, αυτό θα μας κάμη επιμελείς στο να μελετούμε τον λόγον του Θεού μαζί με τα βοηθήματα που αυτός επρομήθευσε προς κατανόησίν του, γνωρίζοντας ότι «με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον δια στόματος Ιεχωβά.» Ο λόγος αυτός, όπως έχομε ιδεί, περιέχει πολλές προειδοποιητικές νουθεσίες που θα μας βοηθήσουν να παραμένωμε άγρυπνοι.—Ματθ. 5:3· 4:4, ΜΝΚ.
12 Δεύτερον, αν έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης, θα επιθυμούμε έντονα να συναναστρεφώμεθα ομοίας διαθέσεως Χριστιανούς σε κάθε ευκαιρία, εκτιμώντας ότι κανείς δεν μπορεί να πη στον άλλον, «Δεν έχω χρείαν σου.» Μπορεί να μη σκεπτώμεθα να το πούμε αυτό με πάρα πολλά λόγια, αλλ’ αν εκουσίως παραμελούμε το να συνερχώμεθα με τους αδελφούς μας, λέμε ακριβώς αυτό με τις πράξεις μας και μέσα στις καρδιές μας. Αν όλοι οι αφιερωμένοι Χριστιανοί ήσαν πλήρως ενήμεροι της πνευματικής των ανάγκης να συναναστρέφωνται ο ένας τον άλλον, δεν θα ήταν ανάγκη να τους γίνεται συνεχώς υπόμνησις να μην αφήνουν ‘το να συνέρχωνται ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινας, αλλά να προτρέπουν αλλήλους, και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπουν την ημέραν πλησιάζουσαν’. Το να συναναστρεφώμεθα ο ένας τον άλλον είναι παρορμητικό και μας βοηθεί να παραμένωμε άγρυπνοι.—1 Κορ. 12:21· Εβρ. 10:25.
13 Επί πλέον, αν έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης, θα κατανοούμε ότι είναι αληθινό για τον καθένα από μας εκείνο που ήταν αληθινό και για τον Ιησούν: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού.» Έχοντας δεχθή σε καλή καρδιά τα αγαθά νέα για τον Ιεχωβά και τη βασιλεία του και την προειδοποίησι για την επικείμενη καταστροφή στον Αρμαγεδδώνα, βρίσκομε ότι έχομε πραγματική ανάγκη να πούμε αυτές τις αλήθειες και στους άλλους. Ναι, τότε, σαν τον Ελιού και τον Ιερεμία, δεν θα μπορούμε να παραμείνωμε σιωπηλοί. Το να παραμένωμε ενασχολημένοι στο να κηρύττωμε την αλήθεια είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να παραμένωμε άγρυπνοι.—Ιωάν. 4:34· Ιώβ 32:18-20· Ιερεμ. 20:9.
14 Και, τελικά, το να έχωμε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης θα μας κάμη να εκτιμήσωμε την αξία της προσευχής, του να συνομιλούμε με τον ουράνιο Πατέρα μας, Ιεχωβά Θεό. Με προσευχή δείχνομε ότι είμεθα πλήρως ενήμεροι της ανάγκης μας για τη βοήθειά του, ότι εκτιμούμε την ανάγκη να τηρούμεθα σε επαφή μ’ αυτόν, την Πηγή της αληθινής σοφίας και όλης της δυνάμεως. Φαίνεται να υπάρχη τάσις σε μερικούς σήμερα να παραβλέπουν τη σπουδαιότητα της προσευχής, ναι, της συχνής και ένθερμης προσευχής. Είναι πολύ εύκολο να παραμελήσωμε την προσευχή ή να την αφήσωμε να καταντήση μια μηχανική πράξις, ένας τυπικισμός. Αυτό είναι μεγάλο λάθος! Η ένθερμη και συχνή προσευχή θα μας βοηθήση ν’ αποφύγωμε την παγίδα της υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Δεν είναι παράδοξο ότι ο λόγος του Θεού κατ’ επανάληψιν συνδέει την προσευχή με την αγρυπνία.
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΧΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ
15. Τι δείχνει ότι ο Ιησούς είχε συναίσθησι της πνευματικής του ανάγκης;
15 Όσον αφορά την προσευχή, όπως και σε κάθε τι άλλο, ο Ιησούς μάς έδωσε το τέλειο παράδειγμα. Η εκτίμησίς του γι’ αυτό το πολύτιμο προνόμιο προεξέχει στο υπόμνημα της επιγείου διακονίας του. Πράγματι, θα μπορούσε να λεχθή ότι κανείς άλλος επάνω στη γη δεν εξετίμησε ποτέ την προσευχή τόσο όσο αυτός. Μολονότι τέλειος στη διάνοια και στο σώμα και παρ’ ότι είχε υπερφυσικές δυνάμεις στη διάθεσί του, δεν είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αλλά είχε πάντοτε συναίσθησι της πνευματικής του ανάγκης. Απέβλεπε συνεχώς στον ουράνιο Πατέρα του για σοφία και δύναμι, εκφράζοντας επίσης αίνο και ευχαριστία στην προσευχή.
16-18. (α) Ποιο ήταν το φρόνημα του Ιησού στον καιρό του βαπτίσματός του; (β) Ποιες Γραφικές περικοπές αναφέρουν ότι ο Ιησούς προσέφευγε στην προσευχή σε όλη τη διακονία του;
16 Έτσι όσον αφορά αυτή την αρχή της επιγείου διακονίας του διαβάζομε ότι «βαπτισθέντος και του Ιησού, και προσευχομένου, ηνοίχθη ο ουρανός». Έχοντας πλήρη συναίσθησι της πνευματικής του ανάγκης, επικοινώνησε με τον Πατέρα του, ζητώντας τη βοήθειά Του. Ήταν απολύτως σοβαρός· καμμιά κουφότης ή ελαφρότης δεν εχαρακτήριζε τη διαγωγή του. Ούτε μπορούμε να συμπεράνωμε άλλο παρά ότι ο Ιησούς εδαπάνησε πολύν χρόνον στην προσευχή στη διάρκεια των σαράντα ημερών που ήταν στην έρημο. Όταν, λοιπόν, ο Σατανάς ήλθε με τους πανούργους και υπούλους πειρασμούς του, ο Ιησούς δεν συνελήφθη απροφύλακτος. Ήταν άγρυπνος.—Λουκ. 3:21· Ματθ. 4:1-10.
17 Το ίδιο συνέβαινε και σε όλη τη διακονία του. Κατ’ επανάληψιν διαβάζομε ότι απεσύρετο κατ’ ιδίαν για να προσευχηθή: «Και ενώ αυτός προσηύχετο καταμόνας, ήσαν μετ’ αυτού οι μαθηταί.» Και πάλι: «Και αφού απέλυσε τους όχλους, ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν δια να προσευχηθή», συνεχίζοντας εκεί ως τη χαραυγή, οπότε έσπευσε στους μαθητάς του που απειλούντο από τρικυμία. Και μια άλλη φορά, «Και το πρωί, ενώ ήτο όρθρος βαθύς, σηκωθείς εξήλθε, και υπήγεν εις έρημον τόπον, και εκεί προσηύχετο.»—Λουκ. 9:18· Ματθ. 14:23· Μάρκ. 1:35.
18 Προτού εκλέξη τους δώδεκα αποστόλους μέσα από τους μαθητάς του, ο Ιησούς «εξήλθεν εις το όρος να προσευχηθή· και διενυκτέρευεν εν τη προσευχή του Θεού». Τι παράδειγμα για μας να ικετεύωμε ένθερμα τον Θεό όταν αντιμετωπίζωμε τη λήψι μιας σοβαράς αποφάσεως! Έπειτα πάλι, όταν ακριβώς ο Ιησούς «παραλαβών τον Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον, ανέβη εις το όρος δια να προσευχηθή», τότε έλαβε χώραν η θαυμαστή σκηνή της μεταμορφώσεως. Εις απάντησιν της προσευχής του Ιησού; Αναμφιβόλως! Και συντελεστικό στο να λάβωμε την υποδειγματική προσευχή, ήταν το παράδειγμα προσευχής του Ιησού, καθώς διαβάζομε: «Και ενώ αυτός προσηύχετο εν τόπω τινί, καθώς έπαυσεν, είπε τις των μαθητών αυτού προς αυτόν, Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα, καθώς και ο Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού.»—Λουκ. 6:12· 9:28-30· 11:1.
19, 20. (α) Ποιες προσευχές ανέπεμψε ο Ιησούς την τελευταία ημέρα της επιγείου διακονίας του; (β) Γιατί προσηυχήθη με τον τρόπο που προσηυχήθη;
19 Και ειδικά την τελευταία ημέρα της επιγείου διακονίας του ως ανθρώπου, ο Ιησούς προσέφυγε στην προσευχή. Γνωρίζοντας ότι γρήγορα θα εγκατέλειπε τους ακολούθους του, προσευχήθηκε θερμά γι’ αυτούς εν εκτάσει, καθώς αναγράφεται στο κατά Ιωάννην, κεφάλαιο 17. Και προγνωρίζοντας το άμεσο μέλλον, προσευχήθηκε ειδικά για τον Πέτρο ‘δια να μη εκλείψη η πίστις του’. Έπειτα πριν ακριβώς έλθη για να τον συλλάβη ο όχλος, ο Ιησούς προσευχήθηκε τρεις φορές όσον αφορά το θέλημα του Πατρός του γι’ αυτόν: «Πάτερ μου, εάν ήναι δυνατόν, ας παρέλθη απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ.» Αναμφιβόλως ο απόστολος Παύλος είχε αυτή την ειδική περίπτωσι στο νου όταν έγραφε ότι «εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού . . . προσέφερε [ο Χριστός] δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου», τον ουράνιον Πατέρα του. (Λουκ. 22:31, 32· Ματθ. 26:39· Εβρ. 5:7) Όχι ότι πρέπει να νομίσωμε ότι ο Ιησούς ωπισθοχώρησε από τον θάνατο, ή από το είδος του θανάτου που τον ανέμενε. Δεν είχε μήπως ειπεί στους μαθητάς του ότι θα εθανατώνετο, καθώς και με ποιο είδος θανάτου; (Ματθ. 16:21· Ιωάν. 12:33) Μάλλον, πρέπει να συμπεράνωμε ότι η ανησυχία του ήταν εξαιτίας του ονειδισμού που ο θάνατος του Υιού του Θεού επάνω σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου θα επέφερε στον ουράνιο Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό.
20 Ο Ιησούς εξακολούθησε να προσεύχεται όταν υπέφερε τις αγωνίες της σταυρώσεως. Το δε εξ αυτής όνειδος και ο πόνος δεν τον απεμάκρυναν από τον Θεό, αλλά τον έφεραν ακόμη περισσότερο προς αυτόν. Στις προσευχές του ανέφερε λόγια από δυο προφητικούς ψαλμούς, τους οποίους ο Θεός είχε αναγράψει γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό πριν από αιώνες: «Θεέ μου, Θεέ μου, δια τι με εγκατέλιπες;» Και: «Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου.» Και έπειτα έχομε την τελευταία του αναφορά στον Πατέρα του: «Τετέλεσται.» Όλα αυτά, μπορεί να λεχθή παρεμπιπτόντως, αποδεικνύουν ότι, όταν ήταν ο Ιησούς στη γη, δεν ήταν και ανθρώπινος και θείος, δεν ήταν μια ενσάρκωσις, δεν ήταν μέλος μιας τριάδος, αλλά ήταν εντελώς ένα γήινο, ανθρώπινο πλάσμα, τέλειο, όμως, επειδή Πατέρας του ήταν ο Ιεχωβά Θεός.—Ματθ. 27:46· Λουκ. 23:46· Ιωάν. 19:30· Ψαλμ. 22:1· 31:5.
21. Ποιο μάθημα μπορούμε να αντλήσωμε από το παράδειγμα του Ιησού;
21 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ιησούς είχε πάντοτε συναίσθησι της πνευματικής του ανάγκης. Και αν αυτός, ο τέλειος, ο αναμάρτητος, ο απεργαζόμενος θαύματα Υιός του Θεού, αισθανόταν εξακολουθητικά την ανάγκη να προσεύχεται, πόσο πολύ περισσότερο πρέπει να την αισθανώμεθα εμείς, οι ατελείς, οι αμαρτωλοί και ασθενείς υιοί και θυγατέρες του Αδάμ. Ότι οι απόστολοί του είχαν το ίδιο φρόνημα είναι προφανές από τις επιστολές των, οι οποίες αφθονούν, τόσο από εντολές να προσευχώμεθα, όσο και από δηλώσεις για τις προσευχές των υπέρ των αδελφών των.—Ρωμ. 15:30· 1 Θεσ. 1:2· 1 Πέτρ. 4:7.
ΑΙΝΟΣ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΙΣ
22. Ποιες είναι μερικές Γραφικές διαταγές που υπονοούν προσευχή;
22 Μας παρακινούν επίσης σε προσευχή οι άλλες Γραφικές διαταγές και εκφράσεις που υπονοούν προσευχή. Μόνο με προσευχή μπορούμε να ‘επικαλούμεθα τον Πατέρα’. Μόνο με προσευχή μπορούμε να ‘επιρρίψωμεν επί τον Ιεχωβά το φορτίον μας, ώστε αυτός να μας ανακουφίση’. Και για να ‛ελπίζωμεν επί τον Ιεχωβά εξ όλης της καρδίας μας’ και για να ‘γνωρίζωμεν αυτόν εν πάσαις ταις οδοίς μας’, πρέπει να προσερχώμεθα σ’ αυτόν με προσευχή καθώς και να ερευνούμε τον λόγον του. Ούτε μπορούμε να ‘περιπατώμεν ταπεινώς μετά του Θεού μας’ χωρίς προσευχή· διότι ποιος δεν εμπλέκεται σε συνομιλία μ’ έναν με τον οποίον περιπατεί; και τι είναι η προσευχή παρά συνομιλία με τον Θεό; Και όταν εμείς κατά πρώτον λόγον ερχώμεθα στον Θεό με αφιέρωσι, δεν του λέμε μήπως με προσευχή, «Έρχομαι, δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου»;—1 Πέτρ. 1:17· Ψαλμ. 55:22, ΜΝΚ· Παροιμ. 3:5, 6, ΜΝΚ· Μιχ. 6:8· Εβρ. 10:9.
23, 24. (α) Ποιες είναι οι τρεις μορφές ή απόψεις της προσευχής, και τι τις προκαλεί; (β) Ποιο έξοχο παράδειγμα τούτων έδωσε ο Δαβίδ;
23 Εν τούτοις, ας μην παραβλέψωμε το γεγονός ότι η προσευχή δεν περιορίζεται στο να παρακαλούμε τον Θεό για κάτι. Όχι, περιλαμβάνει επίσης αίνον και ευχαριστία. Έτσι ο Ιησούς δεν διετύπωνε μόνο κατ’ επανάληψιν αιτήματα στον Θεό, αλλά από καιρό σε καιρό επίσης τον αινούσε και τον ευχαριστούσε με την προσευχή. (Ματθ. 11:25· Μάρκ. 8:6· Λουκ. 22:17, 19· Ιωάν. 6:11, 23· 11:41) Ας θυμούμεθα, λοιπόν, πάντοτε ότι είναι πάντοτε κατάλληλο στις προσευχές μας να αινούμε τον Ιεχωβά για το ποιος και τι αυτός είναι, και να περιλαμβάνωμε πάντοτε εκφράσεις ευχαριστίας για όλα όσα εξακολουθητικά αυτός κάνει για μας. Καλλιεργώντας το φρόνημα του αίνου και της ευχαριστίας θ’ ανταμειφθούμε με αυτάρκεια ή ικανοποίησι, η οποία, μαζί με την ευσέβεια, είναι μέσον μεγάλου πλουτισμού.—1 Τιμ. 6:6.
24 Ένα έξοχο παράδειγμα προσευχής που περιλαμβάνει αίνο, ευχαριστία και αίτησι είναι η προσευχή που ανέπεμψε ο Δαβίδ στον καιρό που αυτός και το έθνος του έκαναν συνεισφορές για την οικοδόμησι του ναού του Ιεχωβά. Με ταιριαστή ευγλωττία αινεί τον Ιεχωβά για τις ιδιότητές του και έπειτα Τον ευχαριστεί που αυτός και ο λαός του μπόρεσαν να συνεισφέρουν τόσο γενναιόδωρα, διότι όλα αυτά προήρχοντο από τον Θεό κατά πρώτον λόγον. Και έπειτα ο Δαβίδ ζητεί από τον Ιεχωβά να κρατή πάντοτε τον λαό του διατεθειμένον τόσο γενναιόδωρα, με την καρδιά τους πάντοτε κατευθυνόμενη σ’ Αυτόν. Επίσης ο Δαβίδ προσηυχήθη για την τυπική βασιλεία, λέγοντας: «Και δος εις τον Σολομώντα τον υιόν μου καρδίαν τελείαν, δια να φυλάττη τας εντολάς σου.» Ας μιμηθούμε τον Δαβίδ με το να κάμωμε τις προσευχές μας να δίδουν απόδειξι όχι μόνο ότι έχομε συναίσθησι της πνευματικής μας ανάγκης αλλά και ότι εκτιμούμε τι είδους Θεός είναι ο Ιεχωβά και τι κάνει εξακολουθητικά για μας.—1 Χρον. 29:10-20.