Μέρος 15—«Γενηθήτω το Θέλημά Σου Επί της Γης»
Κατά την 1η Οκτωβρίου του 2 π.Χ., γεννήθηκε ο «βασιλεύς που θα επιβάλη το υπέρτατον θέλημα», ενώ η ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατείχε την παγκόσμια κυριαρχία. Προηγήθη στη γη ένας πρόδρομος, ο Ιωάννης, γυιός του ιερέως Ζαχαρία. Ο άγγελος Γαβριήλ ενεφανίσθη στον ναό της Ιερουσαλήμ και ανήγγειλε στον γηραιό Ζαχαρία ότι επρόκειτο να γίνη πατέρας αυτού του προδρόμου. Στη διάρκεια του έκτου μηνός της εγκυμοσύνης της γηραιάς συζύγου του Ζαχαρία Ελισάβετ, ο άγγελος Γαβριήλ ενεφανίσθη στην παρθένο Ιουδαία Μαρία της προγονικής γραμμής του Βασιλέως Δαβίδ στη Ναζαρέτ. Ο Γαβριήλ είπε στη Μαρία ότι αυτή εξελέγη να γίνη η μητέρα του αιωνίου βασιλικού Κληρονόμου του Βασιλέως Δαβίδ. Θα συνελάμβανε το τέκνον με την ενέργεια του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά, έτσι ώστε το άγιο τέκνον που θα εγεννάτο θα ήταν στην πραγματικότητα ο Υιός του Θεού. Η Μαρία υποτακτικά εδέχθη αυτή τη θεία διάταξι.
5. Τι έλαβε χώραν όταν η Μαρία επεσκέφθη κι εχαιρέτησε την Ελισάβετ;
5 Η Μαρία αμέσως συνέλαβε τον Υιόν του Θεού, τον Ιησούν, διότι τώρα πνεύμα άγιον επήλθε σ’ αυτήν και δύναμις του Υψίστου την επεσκίασε. Έσπευσε να το πη στην έγκυο συγγενή της Ελισάβετ, τη σύζυγο του ιερέως Ζαχαρία, η οποία κυοφορούσε τον Ιωάννη, όπως είχε ειπεί ο Γαβριήλ. Μόλις την εχαιρέτησε η Μαρία, ο Ιωάννης εσκίρτησε μέσα στην κοιλία της και η Ελισάβετ «επλήσθη πνεύματος αγίου.» Είπε στη Μαρία: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Και πόθεν μοι τούτο, να έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου προς με; Διότι ιδού, καθώς ήλθεν η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα μου, εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει το βρέφος εν τη κοιλία μου.»—Λουκ. 1:39-44.
6. Ποια αναγνώρισι έκαμε έτσι η Ελισάβετ και ο αγέννητος Ιωάννης, και πως αυτό ήταν σε αρμονία με τον Ψαλμό 110:1;
6 Εδώ η Ελισάβετ κάτω από την ενέργεια του πνεύματος ανεγνώρισε ότι το παιδί της Μαρίας επρόκειτο να είναι ο «Κύριός» της. Κάτω από την παρόρμησι του ιδίου αγίου πνεύματος, ο αγέννητος ακόμη γυιός της Ελισάβετ Ιωάννης ομοίως ανεγνώρισε το τέκνον της Μαρίας ότι θα ήταν ο «Κύριός» του. Πριν από αιώνες, ο Βασιλεύς Δαβίδ είχε κάμει την ίδια αναγνώρισι, στον Ψαλμό 110:1. Η ίδια η Μαρία, κάτω από έμπνευσι, εμεγάλυνε τον Ιεχωβά Θεό, τον ουράνιο Πατέρα του αγεννήτου υιού της. Παρέμεινε με την Ελισάβετ σχεδόν ως τη γέννησι του Ιωάννου και κατόπιν επέστρεψε στη Ναζαρέτ.—Λουκ. 1:46-56.
7. Ποια προφητεία εξέφερε ο Ζαχαρίας στη γέννησι του γυιού του Ιωάννου, και πώς ενεθαρρύνθη ο ξυλουργός Ιωσήφ να νυμφευθή την έγκυο Μαρία;
7 Τώρα εγεννήθη ο γυιός της Ελισάβετ. Ο σύζυγός της εκάλεσε το όνομα του παιδιού Ιωάννη και τότε, γεμάτος από άγιο πνεύμα, επροφήτευσε τα εξής για τον γυιό του Ιωάννη: «Και συ, παιδίον, προφήτης του Υψίστου θέλεις ονομασθή· διότι θέλεις προπορευθή προ προσώπου του Ιεχωβά, εις το να ετοιμάσης τας οδούς αυτού, εις το να δώσης γνώσιν σωτηρίας εις τον λαόν αυτού, δια της αφέσεως των αμαρτιών αυτών, δια σπλάγχνα ελέους του Θεού ημών.» (Λουκ. 1:57-78, ΜΝΚ) Εν τω μεταξύ ο ξυλουργός Ιωσήφ παρετήρησε ότι η Μαρία ήταν έγκυος. Νομίζοντας ότι αυτή διέπραξε ανηθικότητα, εσκέπτετο να ματαιώση τη μνηστεία παρά να την κατηγορήση δημοσία για πορνεία και να προκαλέση τον δια λιθοβολισμού θάνατό της. Αλλά μια νύχτα ο Ιωσήφ είδε ένα όνειρο και με αυτό έναν άγγελο που είπε ότι ο Ιωσήφ έπρεπε να νυμφευθή τη Μαρία. Γιατί; «Διότι το εν αυτή γεννηθέν είναι εκ πνεύματος αγίου· θέλει δε γεννήσει υιόν, και θέλεις καλέσει το όνομα αυτού Ιησούν· διότι αυτός θέλει σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών.» Όταν αφυπνίσθη, ο Ιωσήφ υπήκουσε κι έλαβε τη Μαρία στον οίκον του.—Ματθ. 1:18-25.
8. Τι συνέβη ώστε να μη γεννηθή ο Ιησούς στη Ναζαρέτ, και πώς οι ποιμένες έγιναν μάρτυρες της γεννήσεως του Υιού του Θεού;
8 Ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, δεν εγεννήθη εκεί στη Ναζαρέτ. Προτού γεννηθή ακόμη, ο Ιωσήφ και η Μαρία έπρεπε να μεταβούν εξήντα και πλέον μίλια προς νότον στη Βηθλεέμ, γενέτειρα του Βασιλέως Δαβίδ στην επαρχία του Ιούδα ή Ιουδαία. Ο Αύγουστος Καίσαρ, πρώτος αυτοκράτωρ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διέταξε όπως όλη η οικουμένη, που περιελαμβάνετο στην αυτοκρατορία του, απογραφή στον τόπο καταγωγής κάθε οικογενείας. Έτσι, κατά τα μέσα του εβδόμου σεληνιακού μηνός των Ιουδαίων, που λέγεται Εθανείμ, δηλαδή περίπου στη δική μας 1η Οκτωβρίου του έτους 2 π.Χ., γεννήθηκε στη Βηθλεέμ ο Ιησούς ο Υιός του Θεού. Οι χειμερινές βροχές δεν είχαν αρχίσει ακόμη, οι δε ποιμένες διατηρούσαν ακόμη τα ποίμνιά τους έξω τη νύχτα στους αγρούς γύρω από τη Βηθλεέμ. Έγινε μια θαυματουργική έκλαμψις φωτός, μέσα στην οποία εφάνη ένας άγγελος και είπε: «Μη φοβείσθε· διότι ιδού, ευαγγελίζομαι εις εσάς χαράν μεγάλην, ήτις θέλει είσθαι εις πάντα τον λαόν· διότι σήμερον εγεννήθη εις εσάς εν πόλει Δαβίδ σωτήρ, όστις είναι Χριστός Κύριος. Και τούτο θέλει είσθαι το σημείον εις εσάς, Θέλετε ευρεί βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν τη φάτνη.» Τότε ξαφνικά οι ποιμένες είδαν μαζί μ’ εκείνον τον άγγελον ένα «πλήθος στρατιάς ουρανίου, υμνούντων τον Θεόν και λεγόντων, Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκίας.» Οι ποιμένες βρήκαν το νεογέννητο βρέφος κι έγιναν μάρτυρες της γεννήσεως του Υιού του Θεού. Έπειτα έδωσαν μαρτυρία για το γεγονός αυτό και σε άλλους, αλλ’ όχι και στον ασεβή Βασιλέα Ηρώδη της Ιουδαίας.—Λουκ. 2:1-20, ΜΝΚ.
9. Πού, όμως, εμεγάλωσε ο Ιησούς, και τι έργον έλαβε ο Ιωάννης ο γυιός του Ζαχαρία, και γιατί;
9 Ο Ιησούς, αφού μετεφέρθη προς νότον στην Αίγυπτο και παρέμεινε εκεί ως τον θάνατο του Βασιλέως Ηρώδου του Μεγάλου, επανεφέρθη προς βορράν στη Ναζαρέτ. Εκεί εμεγάλωσε κι έγινε μαθητευόμενος ξυλουργός στον θετό πατέρα του Ιωσήφ. Εκείνο τον καιρό πέθαναν οι γονείς του Ιωάννου και, σύμφωνα με τους σκοπούς του Θεού, ο Ιωάννης επήγε να ζήση στην έρημο της Ιουδαίας. Εκεί έφθασε σε ηλικία τριάντα ετών ζώντας με ακρίδες και μέλι. Τότε ο Θεός απέστειλε τον Ιωάννη ν’ αρχίση να βαπτίζη και να ενεργή ως πρόδρομος του Υιού του Θεού, του Ιησού, Κληρονόμου της βασιλείας του Δαβίδ. (Ιωάν. 1:33, 34) Έτσι, την άνοιξι του έτους 29 (μ.Χ.), δηλαδή το ‘δέκατο πέμπτο έτος της ηγεμονίας του Τιβερίου Καίσαρος,’ διαδόχου του Καίσαρος Αυγούστου,a ο Ιωάννης άρχισε να κηρύττη στην έρημο της Ιουδαίας και να βαπτίζη στον Ιορδάνη ποταμό τους Ιουδαίους που μετανοούσαν για τις αμαρτίες των. Ο πατέρας του Ιωάννου, ιερεύς Ζαχαρίας, είχε προφητεύσει σχετικά μ’ αυτόν: «Θέλεις προπορευθή προ προσώπου του Ιεχωβά, εις το να ετοιμάσης τας οδούς αυτού, εις το να δώσης γνώσιν σωτηρίας εις τον λαόν αυτού, δια της αφέσεως των αμαρτιών αυτών.» Ήταν λοιπόν κατάλληλο να λέγη ο Ιωάννης στους Ιουδαίους που ήσαν κάτω από τις Δέκα Εντολές να μετανοήσουν για τις αμαρτίες των και να βαπτισθούν για να συμβολίσουν τη μετάνοιά των.—Ματθ. 3:1-11· Λουκ. 3:1-6.
10. Την αγγελία της ελεύσεως τίνος έκαμε ο Ιωάννης και πώς εγνώριζε ο Ιωάννης και κατέδειξε ότι ήταν ο πρόδρομος του Υιού του Θεού;
10 Ο Ιωάννης επίσης άρχισε ν’ αναγγέλλη την έλευσι της βασιλείας του Θεού. Μήπως είπε: ‘Μετανοείτε, διότι επλησίασεν η βασιλεία του Δαβίδ’; Αν ο Ιωάννης εκήρυττε αυτό το άγγελμα, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ καθώς κι ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, θα κατεδίωκαν τον Ιωάννη για υποκίνησι σε ανταρσία και παράβασι του νόμου περί «εγκλημάτων καθοσιώσεως» («εσχάτης προδοσίας»). Αλλά τι εκήρυττε ο Ιωάννης; Αυτό: «Μετανοείτε· διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» (Ματθ. 3:1, 2) Ο Θεός είχε ειπεί στον Ιωάννη ότι ήταν ο πρόδρομος του Υιού του Θεού και ότι θα είχε το προνόμιο να διαπιστώση την ταυτότητα του Υιού του Θεού, εκτός του ότι μάλιστα θα τον εβάπτιζε. Ο πατέρας του Ιωάννου, αν όχι και η μητέρα του Ελισάβετ, είχε μεταβιβάσει στον Ιωάννη τα όσα είχε ειπεί ο άγγελος Γαβριήλ μέσα στο αγιαστήριο του ναού, ότι ο Ιωάννης επρόκειτο να είναι ένας πρόδρομος και, όπως ο προφήτης Ηλίας, ‘θα ητοίμαζε για τον Ιεχωβά ένα λαόν προδιατεθειμένον.’ Γι’ αυτό ο Ιωάννης ανέμενε τον Υιόν του Ιεχωβά να έλθη προς αυτόν για να τον διακρίνη. Είπε στους Ιουδαίους που μετανοούσαν: «Εγώ μεν σας βαπτίζω εν ύδατι εις μετάνοιαν· ο δε οπίσω μου ερχόμενος είναι ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος να βαστάσω τα υποδήματα· αυτός θέλει σας βαπτίσει εν πνεύματι αγίω και πυρί.»—Ματθ. 3:11· Λουκ. 1:17, ΜΝΚ.
11. Πώς μπόρεσε ο Ιησούς να γνωρίση την αληθινή του σχέσι με τον Ιωσήφ και το ότι ήταν ο βασιλικός κληρονόμος της διαθήκης βασιλείας με τον Δαβίδ;
11 Ο Ιησούς ησχολείτο ακόμη με το έργον του ξυλουργού με τη μητέρα του και τους ετεροθαλείς αδελφούς και αδελφές του στη Ναζαρέτ. Αλλά εγνώριζε ο Ιησούς ότι δεν επρόκειτο πάντοτε να ασχολήται με την ξυλουργική. Η μητέρα του τού είχε ειπεί πως ήταν Υιός του Θεού δια του αγίου πνεύματος του Θεού, που είχε επέλθει σ’ αυτήν για να τον συλλάβη. Ο Ιωσήφ, ο θετός πατέρας του, του είχε ειπεί, επίσης, ότι αυτός, ο Ιωσήφ, δεν ήταν πατέρας του, αλλ’ ότι ο Ιησούς είχε γεννηθή από τη Μαρία δια του αγίου πνεύματος. Η Μαρία, επίσης, του είχε μεταβιβάσει ότι ο άγγελος Γαβριήλ είχε ειπεί ότι ο Ιεχωβά Θεός θα έδινε στον Ιησού τον θρόνο του επιγείου προπάτορός του Δαβίδ και θα εβασίλευε στον οίκο του Ιακώβ (ή Ισραήλ) για πάντα και η βασιλεία του ποτέ δεν θα είχε τέλος. Ο Ιησούς, λοιπόν, εγνώριζε ότι ήταν ο βασιλικός κληρονόμος της διαθήκης που είχε κάμει ο Ιεχωβά με τον Δαβίδ για την αιώνια βασιλεία.
12. Πώς εγνώριζε ο Ιησούς το πότε έπρεπε να κάμη την εμφάνισί του ως κληρονόμου της βασιλείας;
12 Αλλά πότε επρόκειτο ν’ αναλάβη τη σταδιοδρομία του σχετικά με τη βασιλεία; Αυτός τώρα ήταν στο τριακοστό έτος της ανθρωπίνης ζωής του. Δεν μπορούσε να ξεκινήση αυτοβούλως. Του είχε λεχθή ότι ο άγγελος Γαβριήλ είπε ότι ο Ιωάννης, ο γυιός του ιερέως Ζαχαρία, επρόκειτο να είναι ο πρόδρομός του. Έπρεπε, λοιπόν, ν’ αφήση τον πρόδρομο να εμφανισθή πρώτος και να εκτελέση την αποστολή του επί έξη περίπου μήνες, αναγγέλλοντας τον ερχόμενο. Τότε, μια μέρα επληροφορήθη ο Ιησούς στη Ναζαρέτ ότι ο Ιωάννης είχε αρχίσει να βαπτίζη τους μετανοούντας Ιουδαίους και ότι ο Ιωάννης εκήρυττε: «Επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών.» Μ’ αυτό ο Ιησούς πρέπει να είχε συγκινηθή ως τα βάθη της ψυχής του. Τώρα, λοιπόν, είχε πλησιάσει ο καιρός για να εμφανισθή ως Κληρονόμος της Βασιλείας!
13. Ποια προφητική εβδομάς επρόκειτο ν’ αρχίση τότε, και πού πήγε ο Ιησούς, και για να γίνη τι σ’ αυτόν;
13 Έφθανε τώρα στα τριάντα χρόνια της ηλικίας του, στην ηλικία ενός πλήρως ωρίμου ανδρός. Η εξηκοστή ενάτη εβδομάς ετών, που προελέχθη από τον Δανιήλ 9:24-26, ετελείωνε κι αυτή, κι επρόκειτο ν’ αρχίση η εβδομηκοστή εβδομάς ετών που έπρεπε να υπολογίζωνται από τον καιρό της ανοικοδομήσεως των τειχών της Ιερουσαλήμ από τον Νεεμία. Ο Ιησούς τότε κατενόησε ότι ήταν ο ωρισμένος καιρός για να εμφανισθή ως ο Μεσσίας, ο Χριστός, τον οποίον ο άγγελος είχε αναγγείλει στη γέννησί του στη Βηθλεέμ. Ο Ιησούς εγκατέλειψε τα ξυλουργικά εργαλεία του. Άφησε το εργαστήριο και το σπίτι του. Κατηυθύνθη νοτιοανατολικά στον πρόδρομό του Ιωάννη, ο οποίος ανήγγελλε εκεί στις όχθες του Ποταμού Ιορδάνου την εγγύτητα της βασιλείας των ουρανών. Ήθελε να πάη, όχι στην Ιερουσαλήμ, την πόλι του μεγάλου Βασιλέως Ιεχωβά, όχι στον ναό του Ηρώδου για να χρισθή βασιλεύς των Ιουδαίων από τον αρχιερέα Άννα. Ήθελε να πάη στον πρόδρομό του, στον γυιό του ιερέως, όχι για να χρισθή με το άγιο χριστήριο έλαιο ως βασιλεύς του επιγείου Ισραήλ, αλλά για να βαπτισθή «εν ύδατι».—Ματθ. 3:13· Μάρκ. 1:9.
14. Γιατί ο Ιωάννης εδίσταζε να βαπτίση τον Ιησούν «εν ύδατι»;
14 Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής εχάρη που είδε τον Ιησούν. Αλλά γιατί να ζητήση ο Ιησούς να βαπτισθή «εν ύδατι»; Ο Ιωάννης εγνώριζε ότι εβάπτιζε τους Ιουδαίους που ήσαν αμαρτωλοί και οι οποίοι μετανοούσαν για τ’ αμαρτήματά των έναντι του νόμου του Ιεχωβά Θεού, που είχε δοθή στο έθνος Ισραήλ μέσω του Μωυσέως. Ο Ιησούς δεν ήταν ένας τέτοιος αμαρτωλός που μετανοούσε. Ο Ιωάννης εγνώριζε ότι ο Ιησούς ήταν άγιος, διότι ήταν Υιός του Θεού, που συνελήφθη από τη Μαρία με το άγιο πνεύμα. Ο Ιωάννης, βέβαια, εγνώριζε ότι, όταν ακόμη δεν ήταν γεννημένος και ήταν στην κοιλία της μητέρας του, είχε σκιρτήσει στην κοιλία της από αναγνώρισι του τότε μη γεννημένου Ιησού ως «Κυρίου» του. Ο Ιωάννης, λοιπόν, προσεπάθησε να παρεμποδίση τον Ιησούν από το να βαπτισθή, λέγοντας: «Εγώ χρείαν έχω να βαπτισθώ υπό σου, και συ έρχεσαι προς εμέ;»
15. Πώς υπερενικήθησαν οι αντιρρήσεις του Ιωάννου και μετά το βάπτισμα του Ιησού ποια επιβεβαίωσις έγινε στον Ιωάννη;
15 Πώς ο Ιησούς υπερενίκησε τις αντιρρήσεις του Ιωάννου; Ο Ιησούς είπε: «Άφες τώρα· διότι ούτως είναι πρέπον εις ημάς να εκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην.» Ο Ιωάννης υποτακτικά συνήνεσε να πράξη ό,τι ήταν πρέπον τότε γι’ αυτούς. Εβάπτισε τον Ιησούν τον Κληρονόμον της διαθήκης της βασιλείας, ο δε Ιησούς προσηύχετο στη διάρκεια της πράξεως αυτής, δεν ωμολογούσε αμαρτήματά του. Τότε επεβεβαιώθη στον Ιωάννη η ταυτότης του Υιού του Θεού, όχι με απλή πιστοποίησι ταυτότητος με ανθρώπινη έννοια, αλλά με πνευματική έννοια, με μια έννοια διάφορη από εκείνη της κυήσεώς του σε μια ανθρώπινη κοιλία. Τι συνέβη;
16. Πώς επήλθε αυτή η επιβεβαίωσις στον Ιωάννη, και πώς εγνώριζε τον τρόπο της κατανοήσεώς της;
16 «Και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος· και ιδού, ηνοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδε το πνεύμα του Θεού καταβαίνον ως περιστεράν, και ερχόμενον επ’ αυτόν. Και ιδού φωνή εκ των ουρανών, λέγουσα, Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην.» (Ματθ. 3:13-17· Λουκ. 3:21-23) Αυτό ήταν το θαυματουργικό γεγονός που είπε αργότερα ο Ιωάννης στους μαθητάς του ότι το ανέμενε: «Είδον το πνεύμα καταβαίνον ως περιστεράν εξ ουρανού, και έμεινεν επ’ αυτόν. Και εγώ δεν εγνώριζον αυτόν· αλλ’ ο πέμψας με δια να βαπτίζω εν ύδατι, εκείνος μοι είπεν, Εις όντινα ίδης το πνεύμα καταβαίνον και μένον επ’ αυτόν, ούτος είναι ο βαπτίζων εν πνεύματι αγίω. Και εγώ είδον και εμαρτύρησα, ότι ούτος είναι ο Υιός του Θεού.»—Ιωάν. 1:32-34.
17. (α) Σε τι απεκυήθη έτσι ο Ιησούς, και τίνος Κληρονόμος έγινε; (β) Με αυτόν τι βρέθηκε τώρα ανάμεσα στους Ιουδαίους;
17 Με τη θεία αυτή πράξι ο Ιησούς είχε αποκυηθή δια του πνεύματος του Θεού, εκτός της αποκυήσεώς του από την κοιλία της Μαρίας, για να γίνη ένας πνευματικός Υιός του Θεού, μια «νέα κτίσις» με προοπτική μιας πνευματικής ζωής στους αοράτους ουρανούς. Μ’ αυτή την πράξι, επίσης, είχε χρισθή, όχι από τον αρχιερέα του Ισραήλ μ’ ένα κέρας γεμάτο έλαιο, αλλ’ από τον Ιεχωβά Θεό και με άγιο πνεύμα. Με την ανθρώπινη γέννησί του στην οικογένεια του Βασιλέως Δαβίδ και με την υιοθέτησί του από τον ξυλουργό Ιωσήφ, ο οποίος ήταν στη βασιλική γραμμή, ο Ιησούς είχε γίνει ο κληρονόμος του Βασιλέως Δαβίδ, φυσικώς και νομικώς, σύμφωνα με τη διαθήκη του Ιεχωβά για τη βασιλεία. Αλλά τώρα με το να γεννηθή εξ ουρανού και ν’ αναγγελθή ως Υιός του Θεού και με το να χρισθή με το άγιον πνεύμα του Θεού, ο Ιησούς έγινε ο Κεχρισμένος του Θεού ή Χριστός. Έγινε ο κεχρισμένος Κληρονόμος μιας βασιλείας μεγαλυτέρας και υψηλοτέρας από την επίγεια Ισραηλιτική βασιλεία του Βασιλέως Δαβίδ στην Παλαιστίνη, τη Γη της Επαγγελίας. Ο Ιησούς έγινε ο Κληρονόμος της ουρανίας Βασιλείας. Αληθινά στο πρόσωπο αυτού ο Μεσσίας, ‘ο Χριστός ο ηγούμενος’, είχε έλθει σ’ εκείνο το έτος 29 (μ.Χ.), στο τέλος των εξήντα εννέα εβδομάδων ετών, σε ακριβώς χρονολογημένη εκπλήρωσι του Δανιήλ 9:25. Αληθινά με αυτόν ως Κληρονόμον της Βασιλείας η «βασιλεία των ουρανών» είχε πλησιάσει· πραγματικά, ήταν ανάμεσα στους Ιουδαίους.—Λουκ. 17:21.
18, 19. Γιατί ο Ιωάννης δεν εβάπτισε τον Ιησούν για συμβολισμό μετανοίας, και γιατί, τότε, ήλθε ο Ιησούς να βαπτισθή «εν ύδατι»;
18 Τι, λοιπόν, εσήμαινε το «εν ύδατι» βάπτισμα του Ιησού; Όχι ότι ήταν ένας αμαρτωλός που μετανοούσε, διότι αυτός είχε τηρήσει τέλεια τον νόμο του Θεού. Το έπραξε δε αυτό κατά ένα τρόπον πολύ καλύτερο από τον Ιουδαίον που ήθελε να κληρονομήση αιώνια ζωή και οποίος είπε στον Ιησούν: «Διδάσκαλε, ταύτα πάντα εφύλαξα εκ νεότητός μου.» (Μάρκ. 10:17-20) Ο Ιωάννης, αναγνωρίζοντας τον Ιησούν ως τον άγιον ανθρώπινον Υιόν του Θεού, δεν τον εβάπτισε για συμβολισμό μετανοίας του Ιησού από αμαρτίες. Τι είδους λόγους τυχόν εχρησιμοποίησε ο Ιωάννης όταν εβύθισε τον Ιησού κάτω από τα νερά του Ιορδάνου δεν μας το λέγει η Γραφή. Αλλ’ ο Ιησούς εγνώριζε γιατί είχε έλθει να βαπτισθή. Είχε έλθει για να κάμη το θέλημα του ουρανίου Πατρός του επάνω στη γη όπως και στον ουρανό.
19 Ο απόστολος Παύλος το εξηγεί αυτό, λέγοντας τα εξής σχετικά με τον Κύριόν του Ιησούν: «Αδύνατον είναι αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρή αμαρτίας. Δια τούτο εισερχόμενος εις τον κόσμον λέγει, “Θυσίαν και προσφοράν δεν ηθέλησας, αλλ’ ητοίμασας εις εμέ σώμα. Εις ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας δεν ευηρεστήθης. Τότε είπον, Ιδού, έρχομαι, (εν τω τόμω του βιβλίου είναι γεγραμμένον περί εμού,) δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου.” Αφού είπεν ανωτέρω, “Ότι θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και προσφοράς περί αμαρτίας, δεν ηθέλησας, ουδέ ευηρεστήθης εις αυτάς·” (αίτινες προσφέρονται κατά τον νόμον·) τότε είπεν, “Ιδού, έρχομαι, δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου.” . . . Με το οποίον θέλημα είμεθα ηγιασμένοι δια της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού άπαξ γενομένης.» (Εβρ. 10:4-10) Ο απόστολος Παύλος εδώ εφήρμοζε στον Ιησούν κατά το βάπτισμά του τον προφητικό Ψαλμό 40:6-8.
20. Τι, λοιπόν, εσυμβόλιζε εκεί ο Ιησούς, και τι δείχνει αν, στο βάπτισμά του, πέθανε το θέλημά του;
20 Με το εν ύδατι βάπτισμά του ο Ιησούς εσυμβόλιζε την αφιέρωσι του εαυτού του, του σώματός του και όλων, για να κάμη το θέλημα του Ιεχωβά κατά ένα τρόπον ανώτερον από ό,τι απαιτούσε ο νόμος που είχε δοθή στον Μωυσή. Στο εν ύδατι βάπτισμά του, όταν ετάφη από τον Ιωάννη κάτω από τα νερά, ο Ιησούς συμβολικά απέθανε ως προς την περασμένη κατάστασι της επιγείου ζωής του. Το θέλημά του δεν πέθανε, διότι όταν ανεδύθη από τον Ιορδάνη είχε ακόμη τη δύναμι του θελήματός του. Μετά απ’ αυτό είπε: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού.» «Δεν ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός.» «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί δια να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με. Τούτο δε είναι το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός, παν ό,τι μοι έδωκε, να μη απολέσω ουδέν εξ αυτού, αλλά να αναστήσω αυτό εν τη εσχάτη ημέρα. Και τούτο είναι το θέλημα του πέμψαντός με, πας όστις βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν, να έχη ζωήν αιώνιον, και εγώ θέλω αναστήσει αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα.» Και στην προσευχή του προς τον Θεό λίγο πριν προδοθή ο Ιησούς από τον άπιστον Ιούδα, είπε: «Πάτερ μου, εάν δεν ήναι δυνατόν τούτο το ποτήριον να παρέλθη απ’ εμού, χωρίς να πίω αυτό, γενηθήτω το θέλημά σου.» «Πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γείνη.»—Ιωάν. 4:34· 5:30· 6:38-40· Ματθ. 26:42· Λουκ. 22:42· βλέπε επίσης 1 Κορινθίους 7:37.
21. Γιατί ο Ιησούς δεν ήταν ένας υποκριτής όταν εδίδαξε τους μαθητάς του να προσεύχωνται: «Γενηθήτω το θέλημά σου»;
21 Ως την ημέρα που εβαπτίσθη πραγματικά ο Ιησούς σε κατά γράμμα θάνατο με το να προσηλωθή στο ξύλο του μαρτυρίου, έπρεπε συνεχώς να ασκή τη δύναμι της θελήσεώς του σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και Πατρός του. (Ιωάν. 21:22) Δεν ήταν ένας υποκριτής όταν εδίδαξε τους μαθητάς του να προσεύχωνται στον Θεό: «Ελθέτω η βασιλεία σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ, και επί της γης.»—Ματθ. 6:9, 10.
(Ακολουθεί)
[Υποσημειώσεις]
a Ο Καίσαρ Αύγουστος είχε πεθάνει στις 19 Αυγούστου του έτους 14 μ.Χ. Συνεπώς το ‘δέκατον πέμπτον έτος της ηγεμονίας του Τιβερίου Καίσαρος’ έληξε στις 18 Αυγούστου του έτους 29 μ.Χ. Πριν από τότε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τριάντα περίπου ετών ηλικίας, είχε αρχίσει να κηρύττη.