Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο των Πράξεων, εδάφια ένα έως πέντε, ο Παύλος αποκαλεί τον αρχιερέα Ανανία «τοίχον ασβεστωμένον.» Κατόπιν αυτός πραγματικά ζητεί συγγνώμην, λέγοντας, «Είναι γεγραμμένον· Άρχοντα του λαού σου δεν θέλεις κακολογήσει.» Πώς μπορούμε να δικαιολογήσωμε τις έντονες καταγγελίες, που κάνει Η Σκοπιά σχετικά με τους άρχοντας του «Χριστιανικού κόσμου», εφόσον αυτοί,—μολονότι εμείς, όπως και ο Παύλος, καταλαβαίνομε ότι είναι ψευδείς λειτουργοί—είναι ωστόσο άρχοντες του λαού;—Φ. Γ., Η.Π.Α.
Εν πρώτοις, ας γνωρίζωμε ότι ο λόγος του Θεού ποτέ δεν αντιφάσκει προς τον εαυτό του. Μολονότι είναι αληθές ότι στην Έξοδο 22:28 είχε λεχθή στον λαό Ισραήλ να μην καταρώνται έναν άρχοντα μεταξύ του λαού των, είναι επίσης αληθές ότι κατ’ επανάληψιν προφήται του Θεού διετάχθησαν να πουν πολύ έντονες καταγγελίες εναντίον των αρχόντων του Ισραήλ. Εξ άλλου, οι εκδόσεις της Σκοπιάς είναι δικαιολογημένες να κάνουν «έντονες καταγγελίες» σχετικά με τους άρχοντας του «Χριστιανικού κόσμου» στο φως των περιπτώσεων στις οποίες ο Ιησούς μίλησε για τους άρχοντας και οι οποίες αναγράφονται στα εδάφια Λουκάς 13:31-35, Ματθαίος 23:1-37, Ιωάννης 8:44 και Αποκάλυψις 1:1 και 13:1 έως 18:9. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να προστεθούν και όλες εκείνες, στις οποίες είχε γίνει λόγος από τους αρχαίους Εβραίους προφήτας.
Συνεπώς, όταν ο Παύλος, ζητώντας συγγνώμην, παρέθεσε το εδάφιον Έξοδος 22:28, πρέπει ν’ ανεφέρετο στους πιστούς άρχοντας του λαού του Ιεχωβά. Ασφαλώς οι πονηροί άρχοντες δεν εξαιρούνται από την επίκρισι και την καταγγελία, ιδιαίτερα όταν πρέπει να προειδοποιηθή ο λαός να φυλάγεται απ’ αυτούς. Όπως είπε κάποτε ο Ιησούς: «Είναι οδηγοί τυφλοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθρον θέλουσι πέσει.» (Ματθ. 15:14) Στην περίπτωσι του Παύλου, αυτός ήταν ενώπιον του Ιουδαϊκού Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν ήθελε να επιδείξει καταφρόνησι σ’ εκείνο το δικαστήριο. Γι’ αυτό, όταν διεπίστωσε ότι πραγματικά απεκάλεσε τον πρόεδρο του δικαστηρίου, τον αρχιερέα Ανανία, ασβεστωμένον τοίχο, εζήτησε συγγνώμην για να μην επιβαρύνη την υπόθεσί του ενώπιον του δικαστηρίου. Σύμφωνα με αυτά, μπόρεσε αργότερα να προσεταιρισθή μέρος του δικαστηρίου κράζοντας, «Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου· περί ελπίδος και αναστάσεως νεκρών εγώ κρίνομαι.» Ο Παύλος, λοιπόν, ενήργησε συνετά, με λεπτότητα και, θα μπορούσε να προστεθή, σύμφωνα με την αρχή που εκτίθεται στον Εκκλησιαστή 10:20 περί του να μη εκφράζεται κατάρα εναντίον του βασιλέως, μήπως φθάση το μήνυμα στ’ αυτιά του.
Ομοίως, όταν βρισκώμεθα ενώπιον αρχόντων και κριτών της χώρας, θα συμπεριφερώμεθα ευγενικά στους εκπροσώπους της χώρας και του νόμου. Δεν θ’ αποκαλούσαμε ποσώς εκείνους, στους οποίους απευθυνόμεθα, με τις επικριτικές λέξεις, που χρησιμοποιούνται στις διάφορες εκδόσεις που διαθέτομε. Όχι, εκτός αν θέλαμε να επιφέρωμε άμεσο μαρτυρικό θάνατο στους εαυτούς μας όπως έκαμε ο Στέφανος όταν, κατά τα εδάφια Πράξεις 7:51-53, είπε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Σανχεδρίν της Ιερουσαλήμ: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι την καρδίαν και τα ώτα, σεις πάντοτε αντιφέρεσθε κατά του πνεύματος του αγίου καθώς οι πατέρες σας, ούτω και σεις. Τίνα των προφητών δεν εδίωξαν οι πατέρες σας; μάλιστα εφόνευσαν εκείνους οίτινες προκατήγγειλαν περί της ελεύσεως του Δικαίου, του οποίου σεις εγείνατε τώρα προδόται και φονείς· οίτινες ελάβετε τον νόμον εκ διαταγών αγγέλων, και δεν εφυλάξατε.» Ο Στέφανος ήταν δικαιολογημένος για όσα είπε, όπως κατεδείχθη από το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός τού έστειλε μια ουράνια όρασι ακριβώς την ώρα που ελιθοβολείτο προς θάνατον.
Συνοψίζοντας θα μπορούσε να λεχθή ότι η εντολή που υπάρχει στην Έξοδο 22:28 απηυθύνετο στους Ισραηλίτας ως άτομα κι εξέθετε ένα γενικό κανόνα σύμφωνα με το εδάφιον Εκκλησιαστής 10:20 κι εφηρμόζετο πρωτίστως σε πιστούς άρχοντας. Η εντολή αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή για ν’ αναιρέση τις πολλές άλλες εντολές, στις οποίες υπακούοντας οι μάρτυρες του Ιεχωβά δημοσιεύουν «έντονες καταγγελίες» εναντίον των αρχόντων ως τάξεως, οι οποίοι σήμερα είναι σε παρόμοιες θέσεις υψηλής εξουσίας, όπως ήσαν οι άρχοντες του αρχαίου Ισραήλ. Εν τούτοις, η σοφία και η ευγενικότης δείχνουν ότι δεν πρέπει να είμεθα ένοχοι διαπράξεως προσωπικής αγενείας σ’ αυτούς τους άρχοντας, όταν απευθυνώμεθα κατ’ άμεσον τρόπον σ’ αυτούς. Μπορούμε πάντοτε να δίνωμε στο μεμονωμένο άτομο το ευεργέτημα της αμφιβολίας, μολονότι κατά καιρούς η πορεία που ακολούθησε ο Στέφανος μπορεί να είναι εκείνη που ενδείκνυται από το πνεύμα του Θεού.
● Όταν το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο λέγη, στη σελίδα 229, ότι οι πιστοί δούλοι του Ιεχωβά που πεθαίνουν τώρα «θα επαναφερθούν στην ‘ανάστασιν ζωής’ για να λάβουν τις ίδιες ευλογίες που θα λάβουν όσοι θα επιζήσουν από τον Αρμαγεδδώνα,» μήπως αυτό σημαίνει ότι θα νυμφεύωνται και θα μετέχουν στην εκπλήρωσι της εντολής εναπαραγωγής;—Φ. Μπ., Η.Π.Α.
Η αναφερομένη δήλωσις, που ομιλεί για τις προσδοκίες που διακρατούν οι αφιερωμένοι, βαπτισμένοι και πιστοί μάρτυρες του Ιεχωβά, που έχουν την ελπίδα ζωής επάνω στη γη, σημαίνει ότι αυτοί θα λάβουν τις ευλογίες που λέγουν οι Γραφές ότι δικαιούνται να λάβουν. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στις Γραφές που να δείχνη ότι θα νυμφεύωνται και θα μετέχουν στην εκπλήρωσι της εντολής αναπαραγωγής. Ο Ιησούς είπε, όπως αναγράφεται στο Λουκάς 20:35: «Οι δε καταξιωθέντες να απολαύσωσιν εκείνον τον αιώνα και την εκ νεκρών ανάστασιν, ούτε νυμφεύουσιν, ούτε νυμφεύονται.» Αυτό εφαρμόζεται και σ’ εκείνους που πέθαναν προτού εμφανισθή ο Χριστός στην παρουσία του Θεού για να παρουσιάση την αξία της ανθρωπίνης θυσίας του υπέρ των πιστών ακολούθων του εδώ επάνω στη γη· ώστε, περιλαμβάνει και τους πιστούς εκείνους από τον Άβελ ως τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Συνεπώς μια γυναίκα, η οποία εχήρεψε λόγω θανάτου του συζύγου της τώρα πριν από τον Αρμαγεδδώνα, δεν αναγκάζεται να περιμένη την ανάστασί του εκ νεκρών μετά τον Αρμαγεδδώνα. Είναι ελεύθερη να ξανανυμφευθή όποιον θέλει, αλλ’ εν Κυρίω, και να γεννήση τέκνα από τον νέον της σύζυγο. Ο θάνατος διαλύει τον γαμήλιο δεσμό, όπως τονίζει το χωρίον Ρωμαίους 7:1-3.