Ιούδας—Εκείνος που Απεδείχθη Ανώτερος
Η ΜΕΛΕΤΗ των Βιβλικών χαρακτήρων ανταμείβει πάντοτε. Μέσω αυτής γνωριζόμεθα με κάποια από τα πιο θαυμαστά και αξιαγάπητα πρόσωπα που έζησαν ποτέ, καθώς επίσης μαθαίνομε καλύτερα να κατανοούμε την ανθρώπινη φύσι—μια θελκτική μελέτη αυτή καθ’ εαυτήν. Επί πλέον, διδασκόμεθα πολύτιμα μαθήματα για το πώς να εφαρμόζωμε στη ζωή μας τις δίκαιες αρχές του Θεού και ποιες είναι οι ανταμοιβές όταν το πράττωμε αυτό.
Μεταξύ των Βιβλικών αυτών χαρακτήρων είναι ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα γυιούς του πατριάρχου Ιακώβ. Είναι αλήθεια ότι έσφαλε μερικές φορές, αλλά όπως αποκαλύπτει το θείο υπόμνημα, βαθμιαίως έγινε ισχυρότερος και πιο ώριμος, έτσι ώστε στο τέλος, χωρίς κανένα τέχνασμα από μέρους του, αναδύεται ως εκείνος που υπερείχε από τους αδελφούς του και που έγινε ο πρόγονος του Μεσσία: «Ο Ιούδας υπερίσχυσεν υπέρ τους αδελφούς αυτού, ώστε εξ αυτού να εξέλθη ο ηγούμενος.»—1 Χρον. 5:2.
Ο Ιούδας ήταν ο τέταρτος γυιός της ολιγώτερο ευνοημένης συζύγου του Ιακώβ, της Λείας. Αυτή τον ωνόμασε Ιούδα, που σημαίνει «Αινούμενος· αντικείμενον Αίνου», από ευγνωμοσύνη στον Ιεχωβά επειδή της έδωσε έναν τέταρτο γυιό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η διανοητική διάθεσις ευγνωμοσύνης από μέρους της μητέρας του αντανεκλάτο στη φροντίδα και στοργή που αυτή εξεδήλωνε για τον Ιούδα και συνέβαλε στο ν’ αναπτύξη ο Ιούδας το ορθό είδος προσωπικότητος.—Γέν. 29:35.
Ο Ιούδας, επειδή ήταν ο τέταρτος γυιός, εντελώς φυσικά στην αρχή ακολούθησε την αρχηγία των πρεσβυτέρων αδελφών του. Έτσι, όταν η μόνη των αδελφή, η Δείνα, εβιάσθη από έναν Χαναανίτη άρχοντα, ο οποίος, εν τούτοις, ήταν υπερπρόθυμος να την νυμφευθή, ο Ιούδας, καθώς και οι άλλοι, ενώθηκε με τον Συμεών και τον Λευί για να κάμουν αιματηρή εκδίκησι. Σε αχαλίνωτη ανταπόδοσι ελεηλάτησαν ολόκληρη την πόλι του άρχοντος. Ο πατέρας των Ιακώβ τους επέκρινε έντονα τότε, μολονότι το πόσο έντονα τον ελύπησε αυτό, το μαθαίνομε για πρώτη φορά από την προφητεία της επιθανατίου κλίνης του όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο γυιό του: «Συμεών και Λευί οι αδελφοί, όργανα αδικίας είναι οι μάχαιραι αυτών· εις την βουλήν αυτών μη εισέλθης ψυχή μου· εις την συνέλευσιν αυτών μη ενωθής, τιμή μου· διότι εν τω θυμώ αυτών εφόνευσαν ανθρώπους, και εν τω πείσματι αυτών κατηδάφισαν τείχος· επικατάρατος ο θυμός αυτών, διότι ήτο αυθάδης και η οργή αυτών διότι ήτο σκληρά· θέλω διαμοιράσει αυτούς εις τον Ιακώβ, και θέλω διασκορπίσει αυτούς εις τον Ισραήλ.»—Γέν. 49:5-7.
Το γεγονός ότι ο Ιακώβ δεν εμνημόνευσε το μέρος που είχαν οι άλλοι σ’ αυτή την πράξι, δείχνει καθαρά ότι ο Συμεών και ο Λευί ήσαν οι κύριοι ένοχοι. Ακόμη, καθώς επρόσεξε ο Ιούδας πώς λυπήθηκε ο πατέρας του για όλα αυτά, αναμφιβόλως επεθύμησε κατ’ επανάληψιν να δείξη ότι δεν είχε τίποτε να κάμη με αυτή την τρομερή πράξι. Έτσι ο Ιούδας είχε έντονα κατανοήσει πόσο ανόητη είναι η τυφλή εκδίκησις και το ν’ ακολουθή κανείς τυφλά άλλους έστω και αν είναι πιο προχωρημένοι στα χρόνια.
Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται από την πορεία του Ιούδα όταν οι γυιοί του Ιακώβ εσχεδίασαν να θανατώσουν τον ετεροθαλή αδελφό τους Ιωσήφ, τον ευνοούμενο του πατρός των. Αυτή τη φορά ο Ιούδας εσκέφθη μόνος του. Ζητώντας μια ευκαιρία να σώση τον Ιωσήφ, την είδε όταν διέβαινε μια συνοδία εμπόρων. Αντί ν’ αφήση τον Ιωσήφ να πεθάνη στον κενό λάκκο, στον οποίο τον είχαν ρίξει, ο Ιούδας παρεκίνησε τους αδελφούς του ν’ ακολουθήσουν μια πορεία ενεργείας, η οποία αναμφιβόλως είχε κατευθυνθή από τον Θεό: «Τις η ωφέλεια, εάν φονεύσωμεν τον αδελφόν ημών, και κρύψωμεν το αίμα αυτού; έλθετε και ας πωλήσωμεν αυτόν εις τους Ισμαηλίτας· και ας μη βάλωμεν τας χείρας ημών επ’ αυτόν· διότι αδελφός ημών, σαρξ ημών είναι.» Ενώ μερικοί κριτικοί διαβλέπουν ένα ελατήριο φιλοχρηματίας στην έκκλησι του Ιούδα, ο τόνος της όμως καθιστά σαφές ότι το κύριο μέλημά του ήταν να σώση τη ζωή του Ιωσήφ. Πιθανώτατα ο Ιούδας έθεσε έτσι τα πράγματα λόγω της κακής διαθέσεως των αδελφών του, οι οποίοι κακεντρεχώς απέβλεπαν στο να θανατώσουν τον Ιωσήφ.—Γέν. 37:26, 27.
Έτσι ο Ιούδας επέτυχε να σώση τη ζωή του Ιωσήφ. Ακόμη δεν είχε πλήρως ωριμάσει, διότι έγινε μέτοχος στη συνωμοσία σιωπής των αδελφών για να μην αποκαλύψουν στον πατέρα των την αλήθεια για τον Ιωσήφ. Υποθέστε ότι έλεγε στον πατέρα του τα γεγονότα. Δεν θα τον εξέθετε αυτό στον ονειδισμό των αδελφών του καθώς επίσης και του πατέρα του επειδή δεν ενήργησε πιο σθεναρά προς υπεράσπισιν του Ιωσήφ; Ο Ιούδας, λοιπόν, εσκέφθη ότι ήταν καλύτερο να παραμείνη σιωπηλός με τους υπολοίπους. Αλλά τι τύψεις συνειδήσεως και λύπη πρέπει να επακολούθησαν στο στήθος του Ιούδα, αν όχι και των άλλων αδελφών, όταν παρετήρησε τη θλίψι του πατέρα του που ωφείλετο σ’ αυτή τη συνωμοσία σιωπής! Αυτό συμβαίνει με μια κακή πράξι. Δεν σταματά στη μία και μόνη ενέργεια, αλλ’ αυξάνει μια συγκομιδή αθλιότητος για τον εαυτό μας καθώς και για άλλους.
ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΘΑΜΑΡ
Ένα περιστατικό, που εγείρει ερωτήματα στις διάνοιες μερικών, περιλαμβάνει τις σχέσεις του Ιούδα με τη νύφη του Θάμαρ. Εκείνο τον καιρό ήταν σε ισχύν ο νόμος του ανδραδελφικού γάμου. Με συντομία, αυτός απαιτούσε ότι, όταν ένας άνδρας πέθαινε χωρίς κληρονόμο, ο αδελφός του έπρεπε να εφοδιάση τη χήρα με τη βάσι για ένα κληρονόμο. Ο πρωτότοκος γυιός του Ιούδα, προτού έχη γυιούς με τη σύζυγό του Θάμαρ, εθανατώθη από τον Ιεχωβά λόγω της κακίας του. Και επειδή ο δεύτερος γυιός του Ιούδα αρνήθηκε να συμμορφωθή με τον νόμο του ανδραδελφικού γάμου, ο Θεός τον εθανάτωσε επίσης. Τότε ο Ιούδας είπε στη Θάμαρ να περιμένη ώσπου να ωριμάση ο τρίτος γυιός του, ο Σηλά. Εν τω μεταξύ πέθανε η σύζυγος του Ιούδα. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, φαίνεται ότι ο Ιούδας περέλειψε να ζητήση από τον Σηλά να εκτελέση το καθήκον του προς την χήρα του αδελφού του· η Θάμαρ, λοιπόν, εσχεδίασε ν’ αποκτήση κληρονόμο μέσω του πενθερού της. Αυτό το έκαμε με το να μεταμφιεσθή ως ιερόδουλος και να καθήση στο δρόμο από τον οποίον εγνώριζε ότι θα περνούσε ο Ιούδας.
Ο Ιούδας εισήλθε σ’ αυτήν, μη γνωρίζοντας ποια ήταν. Αυτή με πανουργία απέκτησε τεκμήρια απ’ αυτόν για τις εύνοιές της, με τα οποία αργότερα μπόρεσε ν’ αποδείξη ότι είχε μείνει έγκυος απ’ αυτόν. Όταν απεκαλύφθη η αλήθεια, ο Ιούδας δεν την επέκρινε, αλλά ταπεινά είπε: «Αύτη είναι δικαιοτέρα εμού, διότι δεν έδωκα αυτήν εις τον Σηλά τον υιόν μου.» Και πολύ κατάλληλα, «έτι πλέον δεν εγνώρισεν αυτήν.»—Γένεσις, κεφάλαιο 38.
Οι καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί τείνουν να επικρίνουν αυστηρά και τον Ιούδα και την Θάμαρ σ’ αυτό το ζήτημα, αλλά παραμένει γεγονός ότι ο λόγος του Θεού δεν τους επικρίνει. Επί πλέον, ο Ιεχωβά εθεώρησε κατάλληλο να προέλθη ο Υιός του μέσω του Φαρές, ενός από τους διδύμους της Θάμαρ με τον Ιούδα, αντί μέσω του Σηλά, του γυιού του Ιούδα με τη νόμιμο σύζυγό του, τη θυγατέρα του Σουά. Έτσι ο ίδιος ο Ιούδας εξεπλήρωσε την υποχρέωσι του ανδραδελφικού γάμου.
Ο ΙΟΥΔΑΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΓΙΑ ΤΡΟΦΗ
Ο Ιούδας κατόπιν φέρεται υπό την προσοχή μας στη διάρκεια μιας βαριάς πείνας όταν αυτός και οι αδελφοί του επήγαν στην Αίγυπτο για τροφή. Εκεί ο διαχειριστής της τροφής, ο Ιωσήφ, που δεν είχε αναγνωρισθή απ’ αυτούς, τους κατηγόρησε ότι ήσαν κατάσκοποι. Τους προειδοποίησε να μην επιστρέψουν χωρίς τον νεώτατον άδελφό τους, τον Βενιαμίν, για τον οποίον είχαν μιλήσει σ’ αυτόν υποστηρίζοντας την αθωότητά τους ως προς το ότι ήσαν κατάσκοποι. Εν τω μεταξύ ένας από τους αδελφούς εκρατήθη ως όμηρος.—Γέν. 42:1-25.
Είναι περιττό να πούμε ότι ο Ιακώβ ηξηγέρθη στη σκέψι ν’ αφήση τον Βενιαμίν να συνοδεύση τους αδελφούς του στην Αίγυπτο. Είχε χάσει την ευνοημένη του σύζυγο Ραχήλ όταν γεννούσε τον Βενιαμίν, και ο Ιωσήφ ο ευνοημένος του γυιός δεν υπήρχε πια—να χάση τώρα και τον Βενιαμίν; Όχι, αυτό ήταν πάρα πολύ! Όμως η ανάγκη για τροφή εγίνετο επείγουσα. Ποιος θα έπειθε τον Ιακώβ να εμπιστευθή την ασφάλεια του Βενιαμίν στη φροντίδα του; Ασφαλώς κανείς από εκείνους που εσχεδίασαν τον θάνατο του Ιωσήφ δεν θα μπορούσε να εγγυηθή να το πράξη με αγαθή συνείδησι. Ο Ρουβήν επεχείρησε, αλλά τα λόγια του δεν ήσαν πειστικά. Και δεν είναι παράδοξο: είχε μιάνει την παλλακή του πατέρα του Βαλλά.
Τότε μίλησε ο Ιούδας: «Απόστειλον το παιδάριον μετ’ εμού, και σηκωθέντες ας υπάγωμεν, δια να ζήσωμεν, και να μη αποθάνωμεν, και ημείς, και συ, και αι οικογένειαι ημών· εγώ εγγυώμαι περί αυτού· εκ της χειρός μου ζήτησον αυτόν· εάν δεν φέρω αυτόν προς σε, και στήσω αυτόν έμπροσθέν σου, τότε ας ήμαι διαπαντός υπεύθυνος προς σε επειδή, εάν δεν εβραδύνομεν, βέβαια έως τώρα δευτέραν ταύτην φοράν ηθέλομεν επιστρέψει.» Ναι, η κατεύθυνσις των συλλογισμών του Ιούδα και η βεβαίωσίς του έκαμαν αίσθησι. Ήταν εκείνος που μπορούσε να αρθή στο ύψος της περιστάσεως.—Γέν. 43:8-10.
Έτσι ο Ιακώβ επέτρεψε στον Βενιαμίν να πάη κάτω από τη φροντίδα του Ιούδα. Από τώρα και στο εξής ο Ιούδας αναγνωρίζεται ως ο ηγέτης και εκπρόσωπος, διότι όταν, καθώς ξεκίνησαν πάλι για την πατρίδα, τους επρόφθασε ο επιστάτης του Ιωσήφ και τους κατηγόρησε για κλοπή (πράγμα που ήταν ένα τέχνασμα του Ιωσήφ), διαβάζομε ότι «εισήλθε . . . ο Ιούδας και οι αδελφοί αυτού εις την οικίαν του Ιωσήφ.» Και όταν απαντούν σ’ αυτή τη βασική κατηγορία, ο Ιούδας επίσης είναι εκείνος που μιλεί για τους ένδεκα: «Τι να είπωμεν προς τον κύριόν μου; τι να λαλήσωμεν; ή πώς να δικαιωθώμεν; ο Θεός εύρηκε την αδικίαν των δούλων σου.» Ναι, αθώοι από την κλοπή του αργυρού ποτηρίου του Ιωσήφ, για την οποία κατηγορήθησαν, αλλά ένοχοι διότι επώλησαν τον Ιωσήφ σε δουλεία!—Γέν. 44:14-16.
Αλλά όλο εκείνο που ζητούσε ο Αιγύπτιος διαχειριστής της τροφής ήταν να κρατήση τον Βενιαμίν, εκείνον στου οποίου τον σάκκο είχε βρεθή το αργυρό ποτήρι. Τούτο έκαμε τον Ιούδα να εκφέρη μια ικεσία, για την οποίαν η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ αναφέρει: «Δεν υπάρχει στην όλη σειρά της φιλολογίας λεπτότερο κομμάτι φυσικής ευγλωττίας από εκείνο στο οποίον ο Ιούδας προσφέρεται να παραμείνη σκλάβος αντί του Βενιαμίν, για του οποίου την ασφαλή επιστροφή είχε καταστήσει τον εαυτό του υπεύθυνο.»
Η ΕΥΓΛΩΤΤΗ ΙΚΕΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
«Δέομαι, κύριέ μου ας λαλήση, παρακαλώ, ο δούλός σου λόγον εις τα ώτα του κυρίου μου, και ας μη εξαφθή ο θυμός σου κατά του δούλου σου· διότι συ είσαι ως Φαραώ. Ο κύριός μου ηρώτησε τους δούλους αυτού, λέγων, Έχετε πατέρα, ή αδελφόν; Και είπομεν προς τον κύριόν μου, Έχομεν πατέρα γέροντα, και παιδίον του γήρατος αυτού, μικρόν, ο δε αδελφός αυτού απέθανε· και αυτός μόνος έμεινεν εκ της μητρός αυτού, και ο πατήρ αυτού αγαπά αυτόν. Και είπας προς τους δούλους σου, Φέρετε αυτόν προς εμέ δια να ίδω αυτόν ιδίοις οφθαλμοίς. Και είπομεν προς τον κύριόν μου, Το παιδίον δεν δύναται να αφήση τον πατέρα αυτού· διότι, εάν αφήση τον πατέρα αυτού, ούτος θέλει αποθάνει. Συ δε είπας προς τους δούλους σου, Εάν δεν καταβή ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ’ υμών, δεν θέλετε ιδεί πλέον το πρόσωπόν μου.
»Και ότε ανέβημεν προς τον δούλόν σου τον πατέρα μου, απηγγείλαμεν προς αυτόν τους λόγους του κυρίου μου. Ο δε πατήρ ημών είπεν, Υπάγετε πάλιν, αγοράσατε εις ημάς ολίγας τροφάς. Και είπομεν, Δεν δυνάμεθα να καταβώμεν· εάν ο αδελφός ημών ο νεώτερος ήναι μεθ’ ημών, τότε θέλομεν καταβή. διότι δεν δυνάμεθα να ίδωμεν το πρόσωπον του ανθρώπου, εάν ο αδελφός ημών ο νεώτερος δεν ήναι μεθ’ ημών. Και ο δούλός σου ο πατήρ μου είπε προς ημάς, Σεις εξεύρετε ότι δύο υιούς εγέννησεν εις εμέ η γυνή μου και ο είς εξήλθεν από πλησίον μου, και είπα, Βεβαίως κατεσπαράχθη υπό θηρίου· και δεν είδον αυτόν έως του νυν· εάν δε λάβητε και τούτον απ’ έμπροσθέν μου και συμβή εις αυτόν συμφορά, θέλετε καταβιβάσει την πολιάν μου μετά λύπης εις τον τάφον.
»Τώρα λοιπόν όταν υπάγω προς τον δούλόν σου τον πατέρα μου, και το παιδίον δεν ήναι μεθ’ ημών, (επειδή η ψυχή αυτού κρέμαται εκ της ψυχής εκείνου,) καθώς ίδη ότι το παιδίον δεν είναι, θέλει αποθάνει· και οι δούλοί σου θέλουσι καταβιβάσει την πολιάν του δούλου σου του πατρός ημών μετά λύπης εις τον τάφον. Διότι ο δούλός σου εγγυήθη περί του παιδίου προς τον πατέρα μου, λέγων, Εάν δεν φέρω αυτόν προς σε, τότε θέλω είσθαι υπεύθυνος προς τον πατέρα μου διαπαντός. Τώρα λοιπόν, δέομαί σου, ας μείνη ο δούλός σου αντί του παιδίου δούλος εις τον κύριόν μου, το δε παιδίον ας αναβή μετά των αδελφών αυτού· διότι πώς να αναβώ προς τον πατέρα μου, εάν το παιδίον δεν ήναι μετ’ εμού; ουχί, δια να μη ίδω το κακόν, το οποίον θέλει ευρεί τον πατέρα μου.»—Γέν. 44:18-34.
Έπειτα από μια τέτοια συνταρακτική έκκλησι δεν είναι παράδοξο ότι «ο Ιωσήφ δεν ηδυνήθη να κρατήση εαυτόν», και, μόνος με τους αδελφούς του, κατέστησε σ’ αυτούς γνωστόν τον εαυτόν του! Έπειτα από αυτή τη συνδιαλλαγή, ο Ιούδας και οι αδελφοί του φορτώθηκαν με δώρα. Τι αγαθά νέα είχαν για τον πατέρα τους! ‘Ο Ιωσήφ ζη και θέλει εσύ και η οικογένειά σου να εισέλθετε στην Αίγυπτο για να ζήσετε!’ Κατόπιν, καθώς ο Ιούδας και η οικογένειά του επλησίαζαν στην Αίγυπτο, κατάλληλα ο Ιακώβ «απέστειλε . . . τον Ιούδαν έμπροσθεν αυτού προς τον Ιωσήφ, δια να καταβή προ αυτού εις Γεσέν.»—Γέν. 45:1-3· 46:28.
ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
Η τελευταία φορά που βλέπομε τον Ιούδα είναι στην επιθανάτιο κλίνη του πατέρα του, όταν αυτός και οι αδελφοί του εκλήθησαν μαζί για ν’ ακούσουν τις τελευταίες ‘παραγγελίες προς τους υιούς του’, που συνίσταντο από επίκρισι, έπαινο και προφητεία. Για τους πρώτους τρεις γυιούς του είχε μόνο αυστηρές επιπλήξεις: ‘Ρουβήν, εμίανες την κλίνην μου!’ ‘Συμεών και Λευί, επικατάρατος ας είναι ο θυμός σας.’ Αλλά για τον Ιούδα, ο ηλικιωμένος Ιακώβ είχε λόγια επαίνου: «Ιούδα, εσέ θέλουσιν επαινέσει οι αδελφοί σου· η χειρ σου θέλει είσθαι επί τον τράχηλον των εχθρών σου· οι υιοί του πατρός σου θέλουσι σε προσκυνήσει· σκύμνος λέοντος είναι ο Ιούδας . . . τις θέλει εγείρει αυτόν; δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.»—Γέν. 49:1-10.
Αληθινά ο Ιούδας απεδείχθη ανώτερος από τους αδελφούς του σε καιρό εντάσεως. Ανέλαβε την ηγεσία σε ό,τι απέβη προς το καλύτερο. Και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, η ευλογία του Ιεχωβά ήταν επάνω στις προσπάθειές του. Ήταν απηλλαγμένος από μοχθηρία και κακή θέλησι. Έδειξε τρυφερό ενδιαφέρον για τον πατέρα του, για τον Ιωσήφ και για τον Βενιαμίν.
Η φυλή του Ιούδα έγινε η πιο πολυάριθμη και η βασιλική, μέσω της οποίας ήλθε η διαθήκη της Βασιλείας από τον Δαβίδ στον Ιησού Χριστό. Τι τιμή έλαβε να είναι ένας πρόγονος του Μεσσία, και αυτός να λάβη το όνομά του, «Ο λέων όστις είναι εκ της φυλής Ιούδα»! Αν και τώρα κοιμάται στον θάνατο, ζη όμως στη μνήμη του Θεού. Στον ωρισμένο καιρό του Θεού θ’ αναστηθή, αναμφιβόλως για να γίνη άρχων στον νέο κόσμο.—Αποκάλ. 5:5· 2 Σαμ. 7:12, 13· Ψαλμ. 45:16.
Εκτός από τα μαθήματα που μπορούμε να μάθωμε από την πορεία του Ιούδα, η ζωή του φαίνεται επίσης ν’ αποτελή μέρος ενός προφητικού δράματος. Όπως κάποτε ο Ιούδας ήταν συνδεδεμένος μ’ εκείνους που μισούσαν τον Ιωσήφ, έτσι και σήμερα υπάρχουν άτομα πού ήσαν κάποτε συνδεδεμένα με τους εχθρούς του λαού του Θεού. Εν τούτοις, λόγω καλής καταστάσεως καρδιάς, αυτοί είναι επιδεκτικοί επιδράσεως από την αλήθεια του λόγου του Θεού και, μόλις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτήν, κάνουν μια αλλαγή λαμβάνοντας τη στάσι των με τον λαό του Θεού, όπως ακριβώς ο Ιούδας ικέτευσε προς χάριν του Βενιαμίν. Εκείνοι που ενεργούν έτσι, μπορούν να ελπίζουν ότι θ’ ανταμειφθούν και τώρα και στον δίκαιο νέο κόσμο του Θεού, που είναι πάρα πολύ πλησίον.