Οι Αρχές του Δεκαλόγου Ισχύουν Πάντοτε
Ο ΙΕΧΩΒΑ Θεός ο ίδιος έγραψε τον Δεκάλογο ή Δέκα Εντολές. «Και έδωκεν εις τον Μωυσήν, αφού ετελείωσε λαλών προς αυτόν επί του όρους Σιών, δύο πλάκας του μαρτυρίου, πλάκας λιθίνας, γεγραμμένας με τον δάκτυλον του Θεού.»—Έξοδ. 31:18.
Αυτές οι Δέκα Εντολές απελούν μέρος των ‘όσα προεγράφησαν, δια την διδασκαλίαν ημών.’ Μολονότι ως Χριστιανοί εμείς ‘δεν είμεθα υπό τον Μωσαϊκόν Νόμον, αλλ’ υπό χάριν,’ είμεθα δεσμευμένοι από τις αρχές που είναι ενσωματωμένες σ’ αυτές τις εντολές, διότι αυτές ισχύουν πάντοτε. Αυτό το γεγονός, ας σημειωθή, τελείως αναιρεί τον ισχυρισμό των ανωτέρων κριτικών ότι ο λόγος του Θεού δείχνει μια εξέλιξι στη νόησι του ανθρώπου και λατρεία του Θεού. Αντιθέτως, αυτές οι αρχές δείχνουν ότι ο Θεός του Μωυσέως είναι και Θεός του Ιησού Χριστού, διότι οι αρχές που ενεσωματώνοντο σε ό,τι παρέδωσε ο Μωυσής είναι ομοιότυπες με τις αρχές του Ιησού Χριστού και των θεοπνεύστων μαθητών του. Αυτό μπορεί να παρατηρηθή από το γεγονός ότι τόσον ο Μωυσής όσον κι ο Ιησούς Χριστός συνώψισαν τις Θείες απαιτήσεις στις δύο μεγάλες εντολές: Αγάπα τον Θεό, αγάπα τον πλησίον.—Ρωμ. 15:4· 6:14· Μάρκ. 12:30, 31.
Η πρώτη και η δεύτερη εντολές ενσωματώνουν την ίδια αρχή, δηλαδή, ότι ο Ιεχωβά Θεός δίκαια απαιτεί να λατρεύεται μοναδικά, με αποκλειστική αφοσίωσι, χωρίς εναντίους θεούς ή εικόνες. Αυτές οι πρώτες δύο εντολές είναι τόσο βασικές ώστε τις βρίσκομε να μεταφέρωνται κατά γράμμα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές: «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων.» «Εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι, και ουχί εις τον Θεόν· και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων. Δεν δύνασθε να πίνητε το ποτήριον του Ιεχωβά και το πητήριον των δαιμονίων· δεν δύνασθε να ήσθε μέτοχοι της τραπέζης του Ιεχωβά και της τραπέζης των δαιμονίων. Ή τον Ιεχωβά θέλομεν να διεγείρωμεν εις ζηλοτυπίαν; μήπως είμεθα ισχυρότεροι αυτού;» Απολύτως όχι!—Έξοδ. 20:2-6· 1 Ιωάν. 5:21· 1 Κορ. 10:20-22, ΜΝΚ.
Στους Χριστιανούς, όμως, υπάρχει επέκτασις αυτών των αρχών. Έτσι, ο απόστολος γράφει: «Νεκρώσατε λοιπόν τα μέλη σας τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις είναι ειδωλολατρεία.» Η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία; Πώς αυτό; Διότι το να έχωμε πλεονεξία ή πόθο να έχωμε κάτι τόσο έντονα ώστε να μην εξετάζωμε αν είναι δίκαιο να το έχωμε ή αν ανήκη σε άλλον είναι ως να ειδωλοποιούμε ή να λατρεύωμε αυτό το πράγμα, κάνοντάς το αντίζηλο στον Ιεχωβά ως προς τη στοργή μας. Έτσι, όταν ο Αχάν πόθησε εκείνο, που ήταν αφιερωμένο στον Ιεχωβά, ο δε Αχαάβ επόθησε έναν αμπελώνα, ο οποίος ανήκε στον Ναβουθαί, και οι δύο ήσαν ένοχοι ειδωλολατρίας. Οι αρχές που είναι ενσωματωμένες στην πρώτη και δεύτερη εντολές απαγορεύουν επίσης σ’ ένα Χριστιανό ν’ αποδίδη ανάρμοστη τιμή σ’ ένα άτομο ή πράγμα με θρησκευτυκό χαιρετισμό ή προσκύνησί του.—Κολ. 3:5.
Την αρχή που εμπερικλείεται στην τρίτη εντολή, σχετικά με τη χρήσι του ονόματος του Θεού, την επεξέτεινε ο Ιησούς στη χρήσι κάθε λόγου που ανεμίγνυε τον Θεό. Αυτή η αρχή, επομένως, διαγράφει την έκφρασι του ονόματος του Ιεχωβά κατά ένα τρόπο ανάξιο, ανευλαβή και βλάσφημο. Στην τρίτη εντολή είναι, επίσης, ενσωματωμένη η αρχή της τιμιότητος—προς τον Θεό. Το να παίρνη κανείς επάνω του το όνομα του Ιεχωβά και να μη ζη σύμφωνα με αυτό είναι ανέντιμο. Οι εκφράσεις της επεκτάσεως αυτής της αρχής στους Χριστιανούς είναι αυτές: «Μη δεχθήτε την χάριν του Θεού ματαίως,» και «η πίστις χωρίς των έργων είναι νεκρά.»—Έξοδ. 20:7· Ματθ. 5:34-37· 2 Κορ. 6:1· Ιάκ. 2:26.
Η διάκρισις μεταξύ των εκπεφρασμένων νόμων του Θεού και των αρχών που πουθενά αλλού δεν είναι τόσο έντονα καταφανής όσο είναι στην τετάρτη εντολή, σχετικά με την τήρησι του Σαββάτου. Επειδή ο Ιεχωβά ανεπαύθη την εβδόμη μέρα έταξε και στους Ισραηλίτας μια κατά γράμμα ανάπαυσι, μια μέρα στις επτά, την εβδόμη. Πουθενά, όμως, δεν διατάσσονται οι Χριστιανοί να τηρούν μια κατά γράμμα ανάπαυσι μια μέρα στις επτά. Αντιθέτως, σ’ αυτούς λέγεται: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς δια φαγητόν ή δια ποτόν, ή δια λόγον εορτής ή νεομηνίας σαββάτων.»—Έξοδ. 20:8-11· Κολ. 2:16.
Πάλι, για τον ίδιο λόγο, δηλαδή, για το ότι ο Θεός ανεπαύθη από τα έργα του, ορίζεται ένα πνευματικό σάββατο ή ανάπαυσις για τους Χριστιανούς. Ανάπαυσις με ποια έννοια και σε ποιο βαθμό; Ανάπαυσις που είναι συνεχής, όχι μόνο μια μέρα την εβδομάδα αλλά και τις επτά μέρες. Η ανάπαυσίς των προέρχεται από πίστι και υπακοή· ανάπαυσις από ιδιοτελή έργα, περιλαμβανομένων και των προσπαθειών για την αποκατάστασι της ίδιας των δικαιοσύνης. Όπως δε και το κατά γράμμα σάββατον της εβδόμης ημέρας εχρησίμευε για να προφυλάξη τους Ισραηλίτες από το να κυριευθούν από τον υλισμό, έτσι και η πνευματική ανάπαυσις των Χριστιανών τους προφυλάσσει από την ίδια παγίδα. Αν τηρούν πιστά την πνευματική των ανάπαυσι της πίστεως και υπακοής, τότε, αντί να καταναλωθούν από μια πυρετώδη «φιλαργυρία», που είναι η «ρίζα πάντων των κακών», θα έχουν την ανάπαυσι που προέρχεται από την ‘ευσέβειαν μετά αυταρκείας,’ η οποία είναι μέγας πλουτισμός. Με άλλα λόγια, καθόσον αυτοί ‘ζητούν πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην του . . . ταύτα πάντα θέλουσι προστεθή’ σ’ αυτούς.—1 Τιμ. 6:10, 6· Ματθ. 6:33.
Μεταφέρεται, επίσης, στο Χριστιανικό σύστημα πραγμάτων η αρχή που είναι ενσωματωμένη στην πέμπτη εντολή, «τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα.» Τα Χριστιανικά παιδιά πρέπει, βέβαια, να υπακούουν στους φυσικούς των πατέρας και μητέρας. (Εφεσ. 6:1-4) Εκτός απ’ αυτό, όλοι οι Χριστιανοί έχουν τον Ιεχωβά Θεόν ως τον «Πατέρα ημών,» και την ουράνια οργάνωσί του, Ιερουσαλήμ, ως τη «μητέρα ημών.» Αυτούς, πάνω από κάθε άλλο, πρέπει να τιμούν και να υπακούουν. Λογικώς, περιλαμβάνονται σ’ αυτή την τιμή και υπακοή οι επίγειοι εκπρόσωποι του ουρανίου Πατρός και μητρός. Για τους ενήλικας αυτό περιλαμβάνει όλους εκείνους που είναι σε θέσεις εξουσίας μέσα στη Χριστιανική εκκλησία ή την κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά, και για τα παιδιά, επιπρόσθετα, τους ‘γονείς των εν Κυρίω.’ Βέβαια, στον αρχαίον Ισραήλ ο χαρακτηρισμός αυτός δεν εχρειάζετο, διότι όλοι οι γονείς ήσαν εν τω Ιεχωβά, διότι αποτελούσαν μέρος ενός έθνους αφιερωμένου σ’αυτόν.—Έξοδ. 20:12· Ματθ. 6:9· Γαλ. 4:26· Εβρ. 13:17· Εφεσ. 6:1.
Θα μπορούσε εύλογα να λεχθή ότι όλες οι αρχές που είναι ενσωματωμένες σ’ αυτές τις πρώτες πέντε εντολές του Δεκαλόγου βρίσκουν την ιδεώδη εκδήλωσί τους στην πρώτη μεγάλη εντολή: «Θέλεις αγαπάς Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της δυνάμεώς σου.» Αν υπακούωμε σ’ αυτή την εντολή, ασφαλώς δεν θα λατρεύωμε αντιζήλους θεούς αλλά θ’ αποδίδωμε στον Ιεχωβά αποκλειστική αφοσίωσι, δεν θα λάβωμε το όνομά του επί ματαίω, θ’ απολαμβάνωμε την ανάπαυσι της πίστεως και υπακοής θέτοντας αυτόν πρώτον στη ζωή μας και θα τον τιμώμεν και θα υπακούωμε σ’ αυτόν και στην ουράνια οργάνωσί του καθώς και στους επιγείους εκπροσώπους της.—Μάρκ. 12:30, ΜΝΚ.
ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ ΜΑΣ
Οι αρχές των υπολοίπων πέντε εντολών, οι οποίες, μαζί με την πέμπτη, σχετίζονται με τα καθήκοντά μας προς τον συνάνθρωπό μας, διατυπώνονται, επίσης, ιδεωδώς με θετικό τρόπο σε μια ενιαία εντολή, όπως τονίζει ο απόστολος Παύλος: «Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν, ειμή το να αγαπάτε αλλήλους· διότι ο αγαπών τον άλλον, εκπληροί τον νόμον. Επειδή το, “Μη μοιχεύσης, Μη φανεύσης, Μη κλέψης, Μη ψευδομαρτυρήσης, Μη επιθυμήσης,” και πάσα άλλη εντολή, εν τούτω τω λόγω συμπεριλαμβάνεται, εν τω, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.” Η αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον· είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη.» Οι πέντε αυτές εντολές συνοψίζονται, επίσης, από τους λόγους του Ιησού που ορίζονται συνήθως ως «ο Χρυσούς Κανών»: «Λοιπόν πάντα όσα αν θέλητε να κάμνωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, ούτω και σεις κάμνετε εις αυτούς· διότι ούτος είναι ο Νόμος και οι προφήται.»—Ρωμ. 13:8-10· Ματθ. 7:12.
Όσον αφορά για τον καθένα από τους νόμους αυτούς, θα μπορούσε να λεχθή ότι ο κάθε νόμος ενσωματώνει μια ή περισσότερες αρχές εκτός απ’ αυτή τη γενική αρχή. Έτσι, η αρχή που ενσωματώνεται στην έκτη εντολή, «Μη φονεύσης», είναι η αρχή της ιερότητος της ζωής και του αίματος, όπως μπορεί να παρατηρηθή από την πρώτη δήλωσι αυτής της εντολής στον Νώε και στην οικογένειά του: «Κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει· και εξάπαντος το αίμά σας, το αίμα της ζωής σας, θέλω εκζητήσει· εκ της χειρός παντός ζώου θέλω εκζητήσει αυτό, και εκ της χειρός του ανθρώπου· εκ της χειρός παντός αδελφού αυτού θέλω εζητήσει την ζωήν του ανθρώπου· όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον.»—Έξοδ. 20:13· Γέν. 9:4-6.
Η λογική επέκτασις της αρχής αυτής της εντολής φαίνεται ότι είναι η εξάλειψις κάθε μίσους προς τον πλησίον, όπως ετόνισε ο Ιησούς στην επί του όρους ομιλία του. Όπως το εξέφρασε ο απόστολός του Ιωάννης: «Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού, είναι ανθρωποκτόνος.» Γι’ αυτό τα έθνη του κόσμου προπαρασκευάζουν τους στρατιώτας των για τον φόνο του εχθρού με ενέργειες ψευδούς προπαγάνδας μίσους.—Ματθ. 5:21, 22· 1 Ιωάν. 3:15.
Στην εβδόμη εντολή, «Μη μοιχεύσης» είναι ενσωματωμένες οι δύο αρχές της τηρήσεως της διαθήκης και της αγιότητος. Ενδιαφέρει το ότι σε μερικές γλώσσες η λέξις που σημαίνει μοιχεία είναι ‘διάσπασις γάμου,’ και στις Γραφές κάθε ανηθικότης στιγματίζεται ως ακαθαρσία. Για τον Χριστιανό δίδεται τριπλασία έμφασις σ’ αυτή την εντολή: «Τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός,» σχετικά με τις κατά γράμμα πράξεις. «Πας ο βλέπων γυναίκα δια να επιθυμήση αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτην εν τη καρδία αυτού,» σχετικά με την άπληστη επιθυμία. Και πνευματική πορνεία: «Μοιχοί και μοιχαλίδες, δεν εξεύρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού; Όστις λοιπόν θελήση να ήναι φίλος του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται.» Η φιλία του κόσμου εμπερικλείει επίσης και διάσπασι διαθήκης με τον Θεό, και ένα άτομο ακάθαρτο, διότι ο Ιάκωβος επίσης συμβουλεύει τους Χριστιανούς να τηρούν τον εαυτό τους αμόλυντον από τον κόσμο.—Έξοδ. 20:14· Εβρ. 13:4· Ματθ. 5:28· Ιάκ. 4:4· 1:27.
Η δίκαιη Χριστιανική αρχή, «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη,» είναι ενσωματωμένη στην ογδόη εντολή, που στρέφεται εναντίον της κλοπής. Πρέπει ναι κερδίζωμε εκείνο που χρειαζόμεθα και αποκτούμε. «Ο κλέπτων, ας μη κλέπτη πλέον, μάλλον δε ας κοπιάζη εργαζόμενος το καλόν με τας χείρας αυτού.»—Έξοδ. 20:15· 2 Θεσ. 3:10· Εφεσ. 4:28.
Όπως η αρχή που είναι ενσωματωμένη στην τρίτη εντολή εμπερικλείει την κατάλληλη χρήσι της γλώσσης προς τον Θεό, έτσι και η ενάτη εντολή, «Μη ψευδομαρτυρήσης κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή,» εμπερικλείει την κατάλληλη χρήσι της γλώσσης προς τον άνθρωπο. Σημειώστε ότι η έμφασις δεν τίθεται κατ’ ανάγκην στην αποκάλυψι της αληθείας καθ’ εαυτήν. Αντιθέτως, τίθεται στο να μη δίδεται ψευδής μαρτυρία εναντίον του πλησίον ένεκα ιδιοτελείας. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες, όπως αντιλαμβάνεσθε, θα ήταν σωστό ν’ αποκρύπτεται η αλήθεια προς το συμφέρον του πλησίον, όπως όταν η Ραάβ απεμάκρυνε τους ειδωλολάτρας διώκτας των Θεοσεβών Ισραηλιτών κατασκόπων με ό,τι είπε στους διώκτας εκείνους. Επίσης, με το να τηρούμε σιγή δεν εφαρμόζεται το ότι «η αγάπη θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών»; Βεβαίως!—Έξοδ. 20:16· 1 Πέτρ. 4:8.
Και τέλος, στην τελευταία εντολή, «Μη επιθυμήσης» ή «ιδιοτελώς ποθήσης» ό,τι είναι του πλησίον σου, είναι ενσωματωμένη η αρχή, «Φύλαττε την καρδίαν σου διότι εκ τούτης προέρχονται αι εκβάσεις της ζωής.» Γι’ αυτό είπε ο Ιησούς: «Εκ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι.» Αν φυλάττωμε την καρδιά μας, δεν θα υπάρχη κίνδυνος να επιθυμήσωμε εκείνο που ανήκει στον πλησίον μας ή να διαπράξωμε κάποια από τις ανήθικες πράξεις που μνημονεύει ενταύθα ο Ιησούς. Αντί να το πράξωμε αυτό, θα επιβλέπωμε ‘τα των άλλων’ συμφέροντα, επιζητώντας εκείνο που θα είναι προς όφελός των. Τότε, επίσης, αντί να επιθυμούμε την τιμή που λαμβάνει ο άλλος, θα ‘προλαμβάνωμεν να τιμώμεν αλλήλους.’—Έξοδ. 20:17· Δευτ. 5:21· Παροιμ. 4:23· Ματθ. 15:19· 1 Κορ. 10:24· Φιλιππησ. 2:4· Ρωμ. 12:10.
Αληθινά, μολονότι εμείς ως Χριστιανοί ‘δεν είμεθα υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν,’ οι Δέκα Εντολές αποτελούν μέρος των όσα εγράφησαν στο παρελθόν για τη διδασκαλία μας, διότι οι αρχές που είναι ενσωματωμένες στον Δεκάλογο ισχύουν πάντοτε. «Εάν εξεύρητε ταύτα, μακάριοι είσθε, εάν κάμνητε αυτά.»—Ιωάν. 13:17.