«Η Χαρά του Ιεχωβά Είναι η Ισχύς Σας»
Αφήγησις υπό Αλίκης Χαρτ
ΜΠΟΡΩ ακριβώς να ιδώ το παλιό ντουλάπι στο «χωλ» της εισόδου της κατοικίας μας στο Λονδίνο. Εκεί ήταν πάντοτε καθόσον μπορώ να θυμηθώ. Εμεγάλωσα μαζί του, και πόσο το αγάπησα! Γιατί; Λόγω εκείνου, το οποίο περιείχε και για τον σκοπό που εχρησιμοποιείτο αυτό. Αρχικά είχε σταλή από την Αμερική, από την Εταιρία Σκοπιά, γεμάτο από βιβλία της Γραφής. Αυτό έγινε προς το τέλος της δεκαετηρίδος του 1880, και όταν γεννήθηκα, στο 1892, ο πατέρας μου το μετέτρεψε σε αποθήκη για μερικά από τα βιβλία που έστελλε τακτικά η Εταιρία στις Βρεττανικές Νήσους. Εξακολούθησε να χρησιμοποιήται γι’ αυτόν τον σκοπό ώσπου η Εταιρία ίδρυσε ένα κεντρικό γραφείο του Βρεττανικού Τμήματος στο ανατολικό άκρον του Λονδίνου το έτος 1900. Ως τότε, λοιπόν, το σπίτι μας ήταν ένα κέντρον αποστολών, και καθόσον ήρχοντο οι παραγγελίες, τις ετοίμαζε ο πατέρας και κατόπιν άφηνε τη μικρή του κόρη να μεταφέρη τα μικρότερα δέματα στο εκεί πλησίον ταχυδρομείο. Πάντοτε μ’ ενθουσιασμό το έκανα αυτό, πράγμα που έφερνε μια θαυμάσια ευτυχία στα πρώτα μου παιδικά χρόνια. Μπορείτε, λοιπόν, να εννοήσετε πώς, από τα νεώτερα χρόνια μου, η ζωή μου άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω από ένα έργον που επρόκειτο να φέρη την αληθινή χαρά του Ιεχωβά στις καρδιές τόσο πολλών ανθρώπων.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΘΕΤΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΧΑΡΕΣ
Η Σκοπιά άρχισε να έρχεται τακτικά στο σπίτι μας από το έτος 1883, εννέα χρόνια πριν γεννηθώ. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήσαν Θεοφοβούμενοι, αφωσιωμένοι σε δίκαιες αρχές. Εγώ ήμουν το έβδομο από τα δέκα παιδιά της οικογενείας μας, και ποτέ δεν με ελύπησε η αυστηρή ανατροφή την οποίαν όλα ελάβαμε. Μολονότι πηγαίναμε ένα χρονικό διάστημα στο Κυριακό σχολείο, ο πατέρας γρήγορα διέγνωσε τη Γραφική ανάγκη της προσωπικής διδασκαλίας του οίκου του, κι έτσι, με τη βοήθεια ενός βιβλίου που ελέγετο Ιστορίες της Γραφής σε Απλή Γλώσσα, συνεκέντρωνε τα νεώτερα μέλη της οικογενείας την Κυριακή πρωί κι εξηγούσε σ’ όλους μας τη Γραφή. Η ανάγνωσις της Γραφής κατελάμβανε τακτικά ένα μέρος της οικογενειακής μας ζωής, τόσο μάλιστα ώστε και στα πρώτα νεανικά μου χρόνια η αγάπη μου στον Θεό άρχισε να γίνεται ισχυρότερη κι αισθανόμουν μια εσωτερική χαρά κι ευτυχία, που στα μετέπειτα χρόνια καταλάβαινα ότι ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς αυτή.
Οι Κυριακές ήσαν πλήρεις και πολυάσχολες μέρες για τον λαό του Θεού τότε, όπως και τώρα είναι. Μπορώ πολύ καλά να θυμηθώ που στεκόμουν τακτικά έξω από κάποια εκκλησία της περιφερείας μας διανέμοντας τα διάφορα φυλλάδια που εξέδιδε η Εταιρία. Πριν ασχοληθούμε μ’ αυτό το έργον, συνηντώμεθα στο σπίτι ενός αδελφού και ζητούσαμε την ευλογία του Ιεχωβά στο έργον μας—ναι, ακριβώς όπως κάνομε σήμερα στα κέντρα υπηρεσίας. Τότε εγίνοντο και συναθροίσεις που παρακολουθούσαμε το βράδυ. Μπορώ ν’ ακούω τον Πατέρα να λέγη τώρα σ’ εμάς τα παιδιά, «Τις θέλει υπάγει μετ’ εμού;» και μου προξενεί ευτυχία τώρα το να ενθυμούμαι ότι συχνά σε μια πολύ νεαρή ηλικία, αισθανόμουν εκουσίως μια ώθησι να δέχωμαι την πρόσκλησί του. Αυτό με κάνει να είμαι πολύ ευγνώμων που προσεπάθησε ο πατέρας μου να εκπαιδεύση τα τέκνα του στην οδό που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν, κι έτσι εγίναμε, κατά ένα τρόπον, άγιοι στα όμματα του Ιεχωβά, του ουρανίου μας Πατρός.—1 Κορ. 7:14.
Ήλθε ο καιρός ν’ αποφοιτήσω από το σχολείο και, αφού περιποιήθηκα τους γηραιούς πάππους μου επί ένα χρονικό διάστημα, ανέλαβα μια θέσι σε οικιακή υπηρεσία. Ο πατέρας μου πάντοτε ισχυρίζετο ότι ένα κορίτσι πρέπει να κάμη σκοπό του το να επιδίδεται στα οικιακά και, πραγματικά, ήμουν σε μια καλύτερη θέσι για τα μετέπειτα χρόνια στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Και τι αλλαγή αισθάνθηκα στη ζωή μου! Μόνον, αφού άφησα το σπίτι κι αναμίχθηκα στον έξω κόσμο, κατάλαβα το τι εσήμαινε για μένα το Χριστιανικό οικιακό περιβάλλον μου. Αυτά τα χρόνια ήσαν ανώμαλα για μένα. Η βαθιά χαρά και η ειρήνη νοός που είχα άλλοτε εφάνη ότι πέρασαν. Συχνά ήταν δύσκολο να πάω στις συναθροίσεις. Ο εργοδότης μου επρότεινε να ενταχθώ στην τοπική εκκλησία, αλλ’ εγώ εγνώριζα πλήρως ότι αυτό ποτέ δεν θα μου έδινε τη δύναμι του Ιεχωβά που λαχταρούσα. Άρχισα με ζήλο να μελετώ Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων και καθόσον το μελετούσα κι εδιάβαζα τη Γραφή μου αισθανόμουν μια αύξουσα δύναμι και πεποίθησι για το τι πραγματικά ήταν η αλήθεια του λόγου του Θεού.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ
Ποτέ δεν θα λησμονήσω την άνοιξι του έτους 1910. Μπορείτε να φαντασθήτε γιατί; Ναι, έχετε δίκαιο. Ήταν το έτος που εσυμβόλισα με το εν ύδατι βάπτισμα την αφιέρωσί μου να πράττω το θέλημα του Θεού. Ο ίδιος ο πατέρας μου μ’ εβάπτισε. Μπορείτε να φαντασθήτε τη χαρά του; Και πρέπει να σας πω για μια από τις αδελφές μας που ήταν εκεί. Ήλθε από τη Σκωτία, και δεν υπήρξε εκεί ποτέ μια πιο ένθερμη σπουδάστρια των Γραφών. Συνηθίζαμε να την αποκαλούμε θεία Σάρρα. Μπορώ να ιδώ τώρα αυτή και τη γνήσια θέρμη του μειδιάματός της μετά το βάπτισμά μου καθώς παρέθεσε ένα Γραφικό εδάφιο για να το έχω πάντα στο νου μου. Ήταν ο Ψαλμός 37:4: «Και ευφραίνου εν Κυρίω, και θέλει σοι δώσει τα ζητήματα της καρδίας σου.» Αυτό απεδείχθη αληθές κατ’ επανάληψιν.
Η μεγάλη αυξανόμενη επιθυμία της καρδιάς μου ήταν να εργάζωμαι για πάντα στην υπηρεσία του Θεού, να επανακτήσω εκείνο το αίσθημα της ασφαλείας και της χαράς, που άλλοτε το αισθανόμουν πολύ ισχυρό, όταν κατοικούσα στο σπίτι του πατέρα μου. Αυτή η επιθυμία μου εξεπληρώθη κατά ένα εντελώς απροσδόκητο τρόπο. Ο πατέρας μου εγνώριζε ότι εχρειάζετο κάποια οικιακή βοήθεια στο Τμήμα της Εταιρίας, που ήταν τώρα στην Οδόν Έβερσχολτ του βορειοδυτικού Λονδίνου. Επρότεινε να παράσχω τις υπηρεσίες μου. Επωφελήθηκα από την ευκαιρία και πριν τελειώση η εβδομάδα έγινα μέλος της εξαμελούς οικογενείας Μπέθελ του Λονδίνου στο 1910. Έτσι άρχισε η ήδη πενήντα ενός και πλέον ετών ολοχρόνια υπηρεσία μου σ’ έναν από τους πολλούς οίκους Τμημάτων της Εταιρίας. Σύντομα διεπίστωσα ότι το μυστικό της διακρατήσεως της χαράς του Ιεχωβά ήταν το να προθυμοποιούμαι να προσαρμοσθώ σε κάθε υπηρεσία που μου εζητείτο. Το να εύρω τη θέσι της υπηρεσίας μου έφερε στη ζωή μου μια χαρά και αίσθησι ασφαλείας που ενήργησε σαν ένα φρούριο δια μέσου όλων των ετών δοκιμασίας της παρούσης γενεάς μας.
ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΘΕΣΙ ΜΟΥ ΜΕ ΧΑΡΑ
Θα ήθελα να σας πω τώρα για μερικά από τα όσα φρονώ ότι μ’ εβοήθησαν με την πάροδο των ετών να εύρω δύναμι για να κρατήσω τη θέσι μου με χαρά στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Είναι ένα θαυμάσιο προνόμιο το να είναι κανείς μέλος οποιασδήποτε οικογενείας Μπέθελ. Ο λόγος τούτου είναι, νομίζω, ότι αισθάνεται κανείς σαν ν’ αποτελή στενώτατο μέρος μιας οικογενείας που χρησιμοποιείται τόσο πλήρως από τον Ιεχωβά. Αλλ’ ας πω το εξής: Η ευτυχία του έργου, που μου ανετέθη μέσα στον οίκον Μπέθελ, πάντοτε εμετράτο από την συναίσθησι που είχα της ανάγκης ενασχολήσεως στο έργον υπηρεσίας έξω. Διεπίστωσα ότι η αληθινή χαρά έρχεται μόνον όταν διατηρώ το έργον διακονίας του αγρού ευθυγραμμισμένο με τα καθήκοντα μου στο Μπέθελ. Σ’ αυτό οφείλεται τα ότι πάντοτε προσπαθούσα να μετέχω σε κάθε μορφή έργου της Βασιλείας καθώς ήρχετο.
Λίγο μετά τη μετακόμισι των Γραφείων στο Κράβεν Τέρρας, στο δυτικό Λονδίνον το 1911, συνήθιζα να κατέρχωμαι στην Πόλι κάθε Παρασκευή βράδυ με μια ομάδα από τέσσερες ή πέντε και να θέτω φυλλάδια κάτω από τις πόρτες. Αυτά δεν ήσαν ακριβώς όπως τα φυλλάδια που εκδίδει σήμερα η Εταιρία Σκοπιά, αλλά, μάλλον, όταν εδιπλώνοντο στα τέσσερα, είχαν περίπου το μέγεθος αυτού του περιοδικού που τώρα διαβάζετε. Μερικών τα ονόματα ποτέ δεν θα τα ξεχάσω, όπως λ. χ. Η Πτώσις της Βαβυλώνος, Τέλος του Κόσμου—1914 και Ελπίς για τη Θλιμμένη Ανθρωπότητα.
Η αδελφή μου κι εγώ ήμεθα υπεύθυνοι να καλύπτωμε τακτικά ένα μεγάλο μέρος τομέως ακριβώς ανατολικά του οίκου Μπέθελ μ’ αυτά τα φυλλάδια. Η μόνη ώρα που θα μπορούσαμε να ορίσωμε γι’ αυτό το έργον ήταν νωρίς την Κυριακή πρωί πριν ετοιμασθή το πρόγευμα για την οικογένεια. Αυτό εσήμαινε να εγερθούμε κατά τις πέντε η ώρα το πρωί και να δαπανήσωμε δύο ώρες σε διανομή φυλλαδίων. Το υπόλοιπο μέρος της Κυριακής ήταν πάντοτε μια πολυάσχολη αλλ’ ευτυχισμένη μέρα, με την παρασκευή των φαγητών και την παρακολούθησι των διαφόρων συναθροίσεων. Συνήθως κατά τις εννέα η ώρα το βράδυ ήμεθα ελεύθεροι.
Επειδή εγώ συνήθως ξυπνούσα ενωρίτερα από τα περισσότερα μέλη της οικογενείας, εργαζομένη επί πολλά χρόνια στην κουζίνα, είχα λίγη ώρα κενή τ’ απογεύματα και συχνά διέθετα αυτή την ώρα στο έργον μας «δανεισμού βιβλίων» στην άμεση περιοχή του Μπέθελ. Σ’ αυτό το έργον, λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έκαμα την πρώτη μου Γραφική μελέτη, με μια ενδιαφερομένη. Την εξυπηρέτησα ώσπου να φθάση σε πνευματική ωριμότητα καθόσον περνούσαν τα χρόνια. Φαντασθήτε τη χαρά μου, όταν έλαβα επιστολή της το περασμένο καλοκαίρι, λίγο πριν από τη συνέλευσι του Τουίκενχαμ, στην οποία έλεγε, «Η ζωή μου ήταν πληρέστατη όλα αυτά τα χρόνια και το έργον μού έδωσε πολλή ευχαρίστησι, που δεν θα μπορούσε να μου την δώση ο κόσμος . . .» Πιστότης, ύστερ’ απ’ όλα αυτά τα χρόνια! Ιδού η πραγματική χαρά που ενισχύει κάθε δούλον του Ιεχωβά, είτε εργάζεται σ’ ένα από τα Μπέθελ της Εταιρίας είτε αλλού.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, μπορώ να θυμηθώ ότι είπα σ’ ένα άλλο μέλος της οικογενείας μας, κατά το 1928, ότι αισθανόμουν να στενεύη η προοπτική μου. Μου είπε ότι αυτό είναι ανοησία, αλλ’ ενδομύχως αισθανόμουν πως κάτι έλειπε, μολονότι ήμουν ακόμη τόσο απασχολημένη όσο πάντοτε ως προς τα καθήκοντα μου στο Μπέθελ. Τότε ήταν που έγινε διευθέτησις για έργον υπηρεσίας Κυριακής και παρεχωρήθη, επίσης, στην οικογένεια Μπέθελ το απόγευμα του Σαββάτου για ν’ ασχολούνται στη διακονία. Αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που εχρειάζετο. Έφερε ένα ανανεωμένο σθένος και χαρά στη ζωή μου και στη ζωή πολλών άλλων, επίσης. Αυτή η χαρά εξακολούθησε ν’ αυξάνη καθόσον αποκτούσαμε περαιτέρω θαυμάσια εξάρτισι για να «διδάξωμε και άλλους».
Όσοι από μας είχαν το προνόμιο να ζήσουν μέσ’ απ’ όλες τις πείρες του λαού του Ιεχωβά πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωρίζουν καλά τις δοκιμασίες που συνέβησαν. Η μικρή μας οικογένεια του Λονδίνου δεν διέφυγε, και μπορώ να θυμηθώ έναν καιρό προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε είχε χωρισθή σε δύο τμήματα. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις ανακαλύπτει ο καθένας το βάθος της αγάπης του για την αλήθεια και το αν υπηρετή τον ίδιο τον Ιεχωβά ή κάποια άτομα στην οργάνωσι. Δεν μπορούσα πάντοτε να κατανοώ γιατί ο Θεός επιτρέπει να υπάρχουν ωρισμένες συνθήκες, αλλά με το πέρασμα των ετών εμάθαινα βαθμηδόν να δέχομαι πάντοτε τη θεοκρατική διευθέτησι και τους διορισμούς ώσπου να γίνη αλλαγή από τον ίδιον τον Ιεχωβά. Αυτό είναι άλλο ένα πράγμα, που μ’ εβοήθησε να παραμείνω ευτυχής στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Αν ένας προσπαθήση να προτρέξη του Ιεχωβά, φέρνει δυστυχία στον εαυτό του ίσως δε και στους άλλους επίσης.
Ω, υπάρχει και κάτι άλλο που συνέβαλε στη χαρά μου να ζω για τον νέο κόσμο: η στενή μου σχέσις με πολλούς σκαπανείς. Πάντοτε είχα οικειότητα με τους σκαπανείς και πολλές φορές εδαπάνησα τις διακοπές μου σε υπηρεσία μαζί τους. Επρόκειτο για εξαιρετικά ευτυχείς ευκαιρίες κι επέστρεφα στο Μπέθελ ενισχυμένη και μ’ ένα φρεσκάρισμα στο νου και στο σώμα. Ακόμη δε, και μέσα στην κοινωνία του Νέου Κόσμου πάντοτε προσπαθούσα να επαγρυπνώ ώστε οι συναναστροφές μου, στη λίγη ώρα που επέτρεπε η γεμάτη απασχόλησι ζωή του Μπέθελ, να είναι μ’ εκείνους που ήσαν ολόψυχα στη θεοκρατική τους άποψι, είτε διότι ήσαν στην ολοχρόνια διακονία, είτε διότι είχαν το πνεύμα του σκαπανέως.
ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Ιδού μερικά από τα όσα με ενίσχυσαν στη διάρκεια των ετών για να εξακολουθήσω να υπηρετώ τον ουράνιο μας Πατέρα με χαρά, αλλ’ υπήρξαν, φυσικά, και πολλές άλλες ευλογίες. Προσφάτως, καθόσον εμελετούσαμε το βιβλίο Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στον Θείο Σκοπό, με συνεκίνησε να ξαναζήσω τόσο πολλές από τις συναρπαστικές θεοκρατικές πείρες, στις οποίες είχα το προνόμιο να μετάσχω τόσο πολύ με τη συνταύτισί μου με την οικογένεια Μπέθελ του Λονδίνου: το Φωτόδραμα της Δημιουργίας με τα εισηγητικά καθήκοντα μερικές φορές την εβδομάδα καθώς προεβάλλετο κατά σειρά σε χώρους όπως το «Πρίνσες Θήατερ», η «Όπερα» και το «Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χωλλ»· η διανομή του Χρυσού Αιώνος υπ’ αριθ. 27· οι μεγάλες συνελεύσεις ανά τα έτη στη Βρεττανία, οπότε το Μπέθελ πολύ συχνά ήταν η κεντρική κυψέλη της δράσεως· και κατόπιν, πιο πρόσφατα, από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα προνόμιά μου να παρακολουθήσω μερικές από τις πελώριες συνελεύσεις της Αμερικής και της Ευρώπης. Πραγματικά, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι τόσο πολλές ευτυχείς πείρες και απροσδόκητα προνόμια που απήλαυσα θα μπορούσαν να συσσωρευθούν σε μια απλή περίοδο ανθρωπίνης ζωής!
Η οικογένειά μας αυξήθηκε από έξη σ’ εξήντα και πλέον μέλη· ο οίκος μας Μπέθελ, από ένα μικρό σπίτι έγινε ωραίο κτίριο με μεγάλο εργοστάσιο ναι, αρκετά μεγάλο ώστε να χωρούν εκεί πολλές χιλιάδες ράφια με βιβλία σαν εκείνο που είχαμε στο παλιό μας σπίτι, και χρειαζόμεθα πολλά ταχυδρομικά αυτοκίνητα κάθε ημέρα για να παραλάβουν προς ταχυδρόμησιν τα έντυπά μας.
Και τώρα η καρδιά μου είναι γεμάτη από ευγνωμοσύνη στον Ιεχωβά. Τον ευχαριστώ για τη συντηρητική του δύναμι. Τον ευχαριστώ που εξακολουθεί να μου δίνη ένα μέρος σ’ αυτό το χαροποιόν, εποικοδομητικό έργον που διεξάγεται σε όλη τη γη σήμερα από την οργάνωσι του πιστού λαού του. Τον ευχαριστώ και διότι μπορώ να έχω ένα μικρό μέρος σ’ αυτό και απολαμβάνω την ‘χαράν του Ιεχωβά’, που είναι η «ισχύς» μου.—Νεεμ. 8:10, ΜΝΚ.