Με το Μέρος του Ιεχωβά στο Μεγάλο Επίμαχο Ζήτημα
Όπως εκτίθεται από τη ΛΙΛΙΑΝ ΡΟΥΤΙΜΑΝ
ΗΜΟΥΝ ένα μικρό κοριτσάκι έξη ετών, όταν βομβούσαν τ’ αεροπλάνα πάνω από τα κεφάλια μας ένα πολύ ζεστό απόγευμα του Αυγούστου του 1914. Στον ευχάριστο Αγγλικό κήπο ακούμπησα στο γόνατο του πατέρα μου κι άκουα τους μεγάλους να μιλούν για τον πόλεμο που μόλις είχε αρχίσει.
Ο πατέρας μου ήταν ένα ενεργό μέλος του Κόμματος Φιλελευθέρων και διευθυντής υποκαταστήματος της Συνεργατικής Εταιρίας στην επαρχιακή μας πόλι της Αγγλίας. Η μητέρα μου ήταν διδασκάλισσα, ενδιαφερόμενη για κάθε εκπαιδευτική δράσι. Είχε αγοράσει ένα βιβλίο με τίτλο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων. Οι γονείς μου το διάβασαν εκθύμως και κατόπιν έλαβαν μέρος σε μια τακτική Γραφική μελέτη με άλλα δύο ανδρόγυνα. Την άνοιξι του 1916 η μητέρα μου κι ο πατέρας μου εβαπτίσθησαν, συμβολίζοντας την απόφασί τους να κάνουν το θέλημα του Ιεχωβά.
Μια οικιακή Γραφική μελέτη άρχισε και μ’ εμάς τα παιδιά, και παρέστη ανάγκη να παρακολουθούμε και οι τέσσερες συναθροίσεις με τους Χριστιανούς που καλούνται σήμερα μάρτυρες του Ιεχωβά. Ενωθήκαμε με τους λίγους της ιδίας με μας πίστεως στις γειτονικές πόλεις κι εκάναμε Γραφικές διαλέξεις στις παραποτάμιες πόλεις που ευρίσκοντο σε μήκος σαράντα μιλίων ως το στόμιον του Ταμέσεως. Καθόσον διενέμαμε με ζήλο φυλλάδια και προσκλήσεις, άρχισαν να ξεπηδούν μικρές ομάδες, και να γίνωνται τελικά ανθηρές εκκλησίες λαού του Ιεχωβά κατά μήκος του Ταμέσεως ανατολικά του Λονδίνου.
Το σπίτι μας στο χωριό ήταν ανοιχτό στους κουρασμένους φίλους μας της πόλεως, αλλά δεν βρήκα τίποτα το πολύ συγκινητικό για να επισκεφθώ το Λονδίνον και να παρακολουθήσω μια «μεγάλη» συνάθροισι. Εκεί είδα το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας» των Σπουδαστών της Γραφής με προβολές διαφανειών, ηχογραφημένες ομιλίες και κατάλληλη μουσική. Στη διάρκεια μιας απ’ αυτές τις επισκέψεις στο Λονδίνο ελήφθησαν συγκινητικές ειδήσεις από την ήδη ιστορική συνέλευσι της Σκοπιάς στο Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο, το 1922.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΙΣ
Το έργον του κηρύγματος ήταν τώρα εν προόδω με το ρητόν «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε θ’ Αποθάνωσι!» Ο μεγαλύτερος αδελφός μου είχε αναχωρήσει για την Ινδία και η αδελφή μου εβαπτίσθη. Δεν έδωσα σημασία σε όλ’ αυτά ώσπου στο έτος 1924, ένας ώριμος Χριστιανός φίλος μου υπέδειξε τα ατομικά μου προνόμια. Ξαφνικά κατενόησα ότι ένας δεν αυξάνει σε πίστι αυτομάτως, αλλά πρέπει να κάμη μια ατομική απόφασι. Μπορούσα να το κάμω αυτό;
Απ’ τον καιρό της παιδικής μου ηλικίας απέβλεπα στη Χιλιετηρίδα, οπότε ‘ο λέων και η άρκτος θα συγκατοικούσαν με τον βουν’ και θα τα ωδηγούσε ένα μικρό παιδί. Φυσικά, εγώ ήθελα να κάνω το θέλημα του Ιεχωβά, αλλά το θέλημά Του, όπως το καταλαβαίναμε τότε, ήταν να βγάλωμε τα τελευταία μέλη της νύμφης του Χριστού για την ουράνια ζωή. Εσήμαινε να εγκαταλείψωμε όλες τις επίγειες ελπίδες και τελικά να πεθάνωμε. Οι γονείς μου με συνεβούλευσαν να υπολογίσω προσεκτικά τη δαπάνη. Αν θα έμενα πιστή, θα έβλεπα τον Ιεχωβά και τον Χριστό Ιησού. Η μεγαλειώδης αυτή ελπίδα ήταν αποφασιστική. Λίγο πριν γίνω δεκαεπτά ετών βαπτίσθηκα στο Λονδίνο, τον Ιανουάριο του 1925.
Το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι, ήταν ένα συνεχές κίνητρο κι εκπαίδευσις για μένα. Εκείνες τις μέρες μόλις αρχίσαμε, αλλά μερικοί ολοχρόνιοι εργάται, που είχαν έλθει να βοηθήσουν στον τομέα μας, μου έδωσαν πολλές καλές συμβουλές. Η εκτίμησις για την αλήθεια εισήρχετο ολοένα βαθύτερα μέσα στην καρδιά μου.
Η συνέλευσις που έγινε στο Ανάκτορον της Αλεξάνδρας, Λονδίνο, 1926, ήταν ένα εξέχον γεγονός. Φρονώ ότι ποτέ δεν θα λησμονήσω τον παροξυσμό συγκινήσεως μου, όταν ετέθη σε κυκλοφορία το βιβλίο Απελευθέρωσις. Η δημοσία διάλεξις που έγινε στην Αίθουσα Βασιλέως Αλβέρτου, με θέμα «Γιατί Κλονίζονται οι Δυνάμεις του Κόσμου—Το Φάρμακον», απεκορύφωσε τη συνέλευσι αυτή κι επεστρέψαμε στα σπίτια μας για να διαθέσωμε το βιβλιάριο Η Σημαία δια τους Λαούς για το υπόλοιπο των διακοπών μας. Ουσιαστικά κατεβρόχθισα το βιβλίο Απελευθέρωσις με το υπέροχο θέμα του περί του μεγάλου επιμάχου ζητήματος μεταξύ του Ιεχωβά και του Σατανά καθώς και περί της επικείμενης διεκδικήσεως του ονόματος του Ιεχωβά. Η εκτίμησις του ζητήματος τούτου ήταν σαν φωτιά στα οστά μου. Από τότε, κάθε Σάββατο απόγευμα, όταν ήμουν ελεύθερη από τη γραφική μου εργασία, εγέμιζα τη σάκκα μου, ανέβαινα στο ποδήλατό μου κι εκήρυττα στην ύπαιθρο χώρα, ενουμένη με τους γονείς μου και τη μικρή εκκλησία για υπηρεσία από σπίτι σε σπίτι την Κυριακή πρωί.
Η αδελφή μου άρχισε το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος τον Φεβρουάριο του 1927, κι εγώ έμεινα με τον αδελφό μου ως τα μόνα νεώτερα μέλη της μικρής μας εκκλησίας. Ήταν μάλλον μια πεδιάδα που ωδηγουσε στο στόμιον του Ταμέσεως, και κάποτε ποθούσα να ταξιδέψω και να ιδώ την ωραία εξοχή, αλλά σύντομα κατέπνιξα αυτόν τον πόθο, διότι σκέφθηκα ότι, αφού είναι τόσο βραχύς ο χρόνος που υπολείπεται γι’ αυτό το σύστημα πραγμάτων, καλύτερο θα ήταν να μη χάσω καιρό, θα τα έβλεπα όλα καλύτερα από τον ουρανό οπωσδήποτε. Ο Ιεχωβά έλαβε υπ’ όψι την επιθυμία μου κι αργότερα μ’ ευλόγησε πέρα από τα όνειρά μου.
ΟΧΙ ΜΙΚΤΟΣ ΓΑΜΟΣ
Επλησίαζα στη γυναικεία ηλικία τώρα, εγώ ένα σφριγηλό, ενθουσιώδες κορίτσι με άφθονη ζωτικότητα, αλλ’ είχα περάσει ακίνδυνα τις διάφορες φάσεις της αναπτύξεώς μου. Τώρα βρέθηκα να έχω αγαπήσει κάποιον πολύ βαθιά. Ατυχώς ο νέος δεν εδέχθη ν’ ασπασθή την πίστι μου και κατάλαβα ότι αυτό ήταν μια από τις δαπάνες, που έπρεπε να υπολογίσω. Εγνώριζα ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι πλήρως με το μέρος του Ιεχωβά στο επίμαχο ζήτημα, αν έτρεφα αυτό το αίσθημα κι έκαμα μια ιεροπρεπή ευχή στον Ιεχωβά ότι ποτέ δεν θα ενυμφευόμουν έναν που δεν θ’ ανήκε στην πίστι μου. Αυτό ήταν η μεγάλη προστασία μου. Άρχισα ν’ αποβάλλω αυτό το πράγμα από την καρδιά μου. Μπορεί αυτό να γίνη, όταν ένας πρατάσση τα συμφέροντα της Βασιλείας.
Ένα γεγονός του καιρού εκείνου εξέχει καθαρά στη σκέψι μου και υπήρξε σαν ένα φως στη ζωή μου. Ήταν ένα πολύ ταραχώδες απόγευμα σε αγροτική περιοχή. Διάφορα άτομα μου φέρθηκαν πολύ σκληρά, και μια γυναίκα μού είπε να προσευχηθώ μαζί της. Εστάθμισα το μέγα επίμαχο ζήτημα που ηγέρθη από τον Σατανά και η καρδιά μου ήταν βαριά καθόσον σκεπτόμουν τ’ αποτελέσματα της ανταρσίας του Σατανά. Καθώς ο ήλιος εβυθίζετο στη δύσι, ανέβηκα στο ποδήλατό μου ξεκινώντας για το σπίτι. Ήταν μια μακρά, μάλλον απότομη, κατωφέρεια επί ένα μίλι ή περισσότερο. Έτρεχα ελεύθερα κι ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά μου κι εσύριζε στ’ αυτιά μου. Με σφιγμένα δόντια επανελάμβανα: «Θα πολεμήσω τον Διάβολο ώσπου να πεθάνω!» Σε στιγμές κρίσεως η εσπερινή εκείνη σκηνή επανήρχετο στη διάνοια μου κι ενεργούσε σαν ένα μέσον υποκινήσεως στις φλέβες μου. Ποτέ μη χαλαρώνεις! Πολέμα στο πλευρό του Ιεχωβά στο μεγάλο επίμαχο ζήτημα!
Την άνοιξι του 1930, παρακολουθήσαμε μια μικρή συνέλευσι, που, όπως νομίζω, εκαλείτο τότε «[συνέλευσις] συνδυασμένων προσπαθειών υπηρεσίας», σ’ ένα παράλιο θέρετρο κοντά στην κατοικία μου στον Τάμεσι. Πολλοί είχαν κατέβει κι από το Λονδίνον, αφού ήταν μιας ώρας διαδρομή. Αυτό ήταν ένα ευτυχές γεγονός για μένα, διότι μπορούσα να συναντήσω κι άλλους της νεωτέρας γενεάς. Ενώ απελαμβάναμε την ακρογιαλιά μετά την ενασχόλησί μας στη διακονία, συνήντησα ένα σοβαρό νεαρό Ελβετό. Άκουσα την ξενική προφορά του και του είπα ότι εμάθαινα τη Γερμανική. Ο Αλφρέδος, όπως ελέγετο, ήταν ευγενικός, ήρεμος κι απορροφημένος στη μελέτη, αλλ’ εφαίνετο λίγο μονήρης. Μέσα στην εύθυμη, χαρωπή οικογένειά μας αυτός εφαίνετο εκτός τόπου.
Το παρελθόν του Αλφρέδου ήταν πολύ διάφορο από το δικό μου. Αυτός ανετράφη σ’ ένα καλόπρεπο Ελβετικό σπίτι, κι αφού ετελείωσε τον μαθητικό του κύκλο κι απεφοίτησε από την εμπορική σχολή, είχε αναχωρήσει για το Βέλγιο για να επιδοθή σε ξένες γλώσσες και λογιστικά. Πριν αναχωρήση είχε ιδεί το Φωτόδραμα της Δημιουργίας κι επρομηθεύθη λίγα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά. Όταν ήταν στο Βέλγιο, βοηθώντας στο κοινωνικό έργον της Ελβετικής εκκλησίας, του γεννήθηκαν απορίες στη διάνοια του κι ο κληρικός του δεν μπορούσε να του απαντήση. Ενεθυμήθη το βιβλίο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων κι όταν επέστρεψε στην Ελβετία για να περάση διακοπές, εδαπάνησε πολύν από τον διαθέσιμο χρόνο του μελετώντας αυτό το βιβλίο καθώς και άλλες σχετικές εκδόσεις. Αφού επεσκέφθη το τοπικό τμήμα της Εταιρίας, ξαναπήγε στο Βέλγιο, όπου συνήντησε έναν αδελφό από την Ολλανδία, όταν το έργον της Εταιρίας μόλις άρχιζε στο Βέλγιο. Όταν ο περίφημος επιχειρηματίας Λοβενστάιν, προϊστάμενός του, έπεσε από το αεροπλάνο του υπεράνω της Μάγχης, ο Αλφρέδος εκλήθη να μεταβή στο Λονδίνο για εργασία Ελβετού επιχειρηματίου. Έτσι συνηντήθησαν τα βήματά μας.
Επεράσαμε ένα πολύ ευτυχισμένο και πολυάσχολο έτος, και κατόπιν, τον Μάιο του 1931, ετελέσαμε τους γάμους μας στη «Τάμπερνακλ» του Λονδίνου κι επήγαμε στην Ελβετία. Εκεί επρόκειτο να ιδώ η ίδια την όμορφη αυτή χώρα που έγινε πατρίδα μου. Αργότερα πήγαμε στη συνέλευσι των Παρισίων, όπου ο Αλφρέδος μετέφρασε μερικές από τις ομιλίες. Στο Παρίσι ο πρόεδρος της Εταιρίας, Αδελφός Ρόδερφορδ, μας προσεκάλεσε να εργασθούμε στο Γραφείο Παρισίων της Εταιρίας. Ανεγνώρισα το θέλημα του Ιεχωβά σ’ αυτό, κι όταν ο σύζυγος μου θέλησε να γνωρίση πώς μου φαινόταν αυτό, ούτε δευτερόλεπτο δεν εδίστασα ν’ αποφανθώ. Επεστρέψαμε λοιπόν στο Λονδίνο για να εκποιήσωμε με το σπίτι που είχαμε προσφάτως επιπλώσει και να ετοιμασθούμε για μια νέα ζωή μαζί.
ΖΩΗ Σ’ ΕΝΑΝ ΟΙΚΟ ΜΠΕΘΕΛ
Στο γραφείο του Παρισιού αντιμετώπισα δύο γλωσσικούς φραγμούς, τα Γερμανικά μέσα και τα Γαλλικά έξω από το γραφείο. Δεν ήταν εύκολο αυτό για μένα και συχνά ήμουν σε απομόνωσι. Κατόπιν διεπίστωσα ότι επρόκειτο ν’ αποκτήσω ένα βρέφος. Ο Αλφρέδος εχάρη πολύ που θα μπορούσαμε να συνεχίσωμε τη ζωή μας στο Μπέθελ. Υπήρχε πολλή μεταφραστική εργασία για να εφοδιασθούν με έντυπα μια ομάς από ενθουσιώδεις Άγγλους και Ελβετούς ολοχρονίους σκαπανείς διακόνους, που ειργάζοντο στη Γαλλία.
Κατόπιν επήλθε το πλήγμα για το Μπέθελ Παρισίων. Το έργον μας είχε ενοχλήσει τον επίσκοπο, που κατοικούσε εκεί πλησίον, κι εμείς, οι ξένοι, διετάχθημεν να εγκαταλείψωμε τη χώρα μέσα σε λίγες μέρες. Αυτό εσήμαινε ότι πέντε από μας του Μπέθελ και περίπου μια δωδεκάδα σκαπανείς έπρεπε να βρούμε νέους τόπους, στους οποίους να υπηρετούμε τον Ιεχωβά. Ο Αλφρέδος κι εγώ ανεχωρήσαμε για την Ελβετία πολύ νωρίς ένα πρωί μαζί με μια Αμερικανίδα αδελφή, που υπηρετούσε ως σκαπανεύς.
Ύστερ’ από δέκα μέρες, εκεί στην Ελβετία, εγεννήθη η μικρή μας κόρη. Όταν ήταν λίγων μηνών, μετακομίσαμε στο Μπέθελ της Βέρνης και συνεκεντρώσαμε τις διάνοιές μας στο να υπηρετούμε παρά το πλευρόν του Ιεχωβά στο μεγάλο επίμαχο ζήτημα. Αλλά μη νομίσετε ότι η ζωή από τότε ήταν μια κλίνη από ρόδα. Ο σύζυγός μου ήταν τελείως απορροφημένος στο έργον του, συνεχώς καίοντας το κερί κι από τις δύο άκρες, εγώ δε είχα ν’ αναθρέψω κι ένα κοριτσάκι εκτός από τα καθήκοντα μου του Μπέθελ. Συχνά ένοιωθα κάποιον ερεθισμό λόγω της πειθαρχίας στο Μπέθελ, όπου υπήρχε σκληρό πρόγραμμα σε αντίθεσι προς την αμέριμνη κοριτσίστικη ζωή μου. Κατά καιρούς αισθανόμουν ως σκλαβωμένη, σαν ένα πουλί πιασμένο σε κλουβί. Μερικές φορές ένοιωθα αποθάρρυνσι και τα κύματα απειλούσαν να με παρασύρουν. Τότε ήρχετο στη μνήμη μου το μεγάλο επίμαχο ζήτημα.
Σιγά-σιγά άρχισα να μαθαίνω όλα τα οικιακά, να πλύνω και να σιδερώνω, να μαγειρεύω και να μπαλώνω. Η οικογένεια μας Μπέθελ στη Βέρνη αριθμούσε τότε περίπου εξήντα άτομα. Ο βόμβος της κινήσεως, ο πηγαινοερχομός, διέκοπταν την μονοτονία των σωρών εκείνων από πιάτια και πιατέλλες, που έπρεπε να στεγνώνουν κάθε μέρα, και των ατελευτήτων κανίστρων από κάλτσες για επιδιόρθωσι—σαν ένα απύθμενο βάθος! Οι εποχές ήρχοντο και παρήρχοντο με γενικό καθάρισμα των χώρων, με τοποθέτησι σε κουτιά και φιάλες καρπών και λαχανικών, επίσης και εναποθήκευσι του τελευταίου καλαθιού μήλων στην αποθήκη τροφίμων. Ναι, έμαθα να εκτιμώ βαθιά το προνόμιο τού να υπηρετώ την οικογένεια Μπέθελ εδώ και να τους νοσηλεύω όταν ήσαν άρρωστοι. Έμαθα να εκτιμώ και τις καλές γυναίκες, με τις οποίες εργαζόμουν. Έτσι πέρασαν τα πρώτα δέκα χρόνια.
ΕΤΗ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ένα γεγονός του καιρού εκείνου ποτέ δεν το ξέχασα. Ο Αλφρέδος είχε σταλή στην Τσεχοσλοβακία για να φροντίση για τα συμφέροντα των εκεί αδελφών μας. Οι Γερμανοί ήσαν έτοιμοι να εισβάλουν στη Σουδητία. Καθώς τα Γερμανικά στρατεύματα εισήρχοντο κι ο λαός έσπευδε να φύγη, ο σύζυγός μου εταξίδευε προς αυτούς. Η μικρή μας κόρη ήταν με τους παππούδες της στην Αγγλία πριν φοιτήση στο σχολείο κι εγώ επρόκειτο να πάω να την φέρω αργότερα. Ο πόλεμος επέκειτο και η μικρή μας οικογένεια ήταν σε τρείς διάφορες χώρες. Κατόπιν ήλθε ο Τσάμπερλαιν με την ομπρέλλα του· ο Χίτλερ ησύχασε για λίγο κι ο πόλεμος απετράπη. Η οικογένεια μας ενώθηκε πάλι σώα.
Αλλ’ ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Εγώ ήμουν στο νοσοκομείο, όπου μου έγινε εγχείρησις, όταν η Γαλλία υπέκυψε στη Γερμανία το 1940. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχα επιστρέψει, οπότε το Μπέθελ κατελήφθη από στρατιωτικές αρχές και ηρευνήθη. Αργότερα ηγέρθη αγωγή εναντίον της Εταιρίας, ο δε σύζυγός μου κατεδικάσθη σε τρίμηνη φυλάκισι σε σωφρονιστήριο λόγω της ουδετερότητός του. Η οικογένειά μας Μπέθελ περιωρίσθη σε είκοσι πέντε έως τριάντα άτομα, κι εγώ τους εμαγείρευα επί ένα χρονικό διάστημα. Ο Αλφρέδος απεφυλακίσθη εν καιρώ για να παρακολούθηση μια συνέλευσι στη Ζυρίχη, όπου η κόρη μας εβαπτίσθη συμβολίζοντας την αφιέρωσί της να σταθή με το μέρος του Ιεχωβά στο μεγάλο επίμαχο ζήτημα.
Ο πόλεμος εν καιρώ επλησίαζε προς το τέλος του. Καθόσον οι Γερμανοί απωθούντο, άρχισαν να καταφθάνουν ειδήσεις από χώρες που ήσαν προηγουμένως κάτω από τη δικαιοδοσία του Κεντρικού Ευρωπαϊκού Τμήματος της Εταιρίας, όλες δε αυτές οι ειδήσεις έπρεπε να μεταφρασθούν. Κι εγώ σιγά-σιγά εσύρθηκα προς αυτή τη νέα σφαίρα δράσεως και ρίχτηκα σ’ αυτή με μεγάλη χαρά. Ο πόλεμος ετελείωσε και μπήκαμε στην πιο συγκινητική φάσι της θεοκρατικής δραστηριότητος. Μόλις είχαν ανοίξει τα σύνορα, όποτε ο νέος πρόεδρος της Εταιρίας, Αδελφός Νορρ, κι ο γραμματεύς του, Αδελφός Χένσελ, έφθασαν κι έτσι ελάβαμε από πρώτο χέρι ειδήσεις για το τι συνέβαινε σε όλα τα μέρη του κόσμου.
ΤΑΞΙΔΙΩΤΑΙ
Για τον σύζυγό μου άρχισε η πιο ενδιαφέρουσα και συγκινητική περίοδος της ζωής του. Ως μεταφραστής συνόδευσε τον Αδελφό Νορρ στην επίσκεψι διαφόρων χωρών, συναντώντας πάλι τους πολύ αγαπητούς φίλους του και μαθαίνοντας πώς επέρασαν στη διάρκεια των τρομερών εκείνων ετών του πολέμου. Εν τω μεταξύ, το εργοστάσιο του Μπέθελ μας ήταν και πάλι πολυάσχολο για να προφθάση και τις τελευταίες εκδόσεις. Τα 1946, ο πρώτος από την αυξανόμενη οικογένεια μας Μπέθελ εταξίδεψε στη συνέλευσι του Κλήβελαντ, Οχάιο, κι εφοίτησε και στη Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ. Δεν τολμούσα καθόλου να ελπίσω ότι κι εγώ μια μέρα θα μπορούσα να πάω στη Σχολή Γαλαάδ κι εχάρηκα πολύ, όταν ο αδελφός Νορρ μάς εκάλεσε με τη θυγατέρα μου να φοιτήσωμε. Τον Ιανουάριο του 1950 εταξιδέψαμε στη Νέα Υόρκη για να ενταχθούμε στη δεκάτη πέμπτη σειρά σπουδαστών της Σχολής Γαλαάδ. Ήταν μια θαυμαστή πείρα. Απεφοιτήσαμε σαν μια μικρή οικογένεια κι ελάβαμε τα πτυχία μας στο Στάδιο Γιάγκη, στη συνέλευσι του 1950. Ο Αλφρέδος κι εγώ επεστρέψαμε στο Μπέθελ της Βέρνης· η κόρη μας κατέβηκε στην Ιταλία για να συναντηθή με τη μικρή ομάδα των εκεί ευαγγελιζομένων την Βασιλεία.
Το βραχύ χρονικό διάστημα της ελευθερίας, που απελαμβάναμε στις Ανατολικές χώρες, όταν απηλλάγημεν από τη Ναζιστική καταδυνάστευσι, ετερματίσθη, όταν ανέλαβε ο κομμουνισμός και περιέσφιξε το έργον μας. Τα ταξίδια του συζύγου μου έγιναν λιγώτερο συχνά και περισσότερο κινδυνώδη. Η δεκαετία αυτή ήταν μια περίοδος συνεχούς αυξήσεως έργου στην υπηρεσία των αδελφών μας, που διεσπείροντο μετά από αλλεπάλληλες μεγαλειώδεις διεθνείς συνελεύσεις σε διάφορες χώρες. Ο Αλφρέδος ήταν τελείως απορροφημένος στο μεταφραστικό του έργον. Στη μεγάλη συνέλευσι της Νέας Υόρκης το 1958 έδωσε μια έκθεσι για το έργον, που γίνεται πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, περιλαμβανομένης και της μεταδόσεως φωνητικής ταινίας μ’ έναν ύμνο της Βασιλείας από αδελφούς που μένουν σ’ εκείνο το μέρος του κόσμου.
Μια μεγάλη μεταβολή ήλθε στη ζωή μου το 1956, όταν το Γερμανικό μεταφραστικό τμήμα μετεφέρθη στο Βισμπάντεν για συγχρονισμό της παραγωγής. Μέσα σε μια νύχτα εξέλιπαν οι συνεργάται μου και το πολύτιμο έργον μου. Αλλά τα χέρια μας είναι πάντοτε γεμάτα στο Μπέθελ. Γρήγορα εισήχθην στο Τμήμα Περιοδικών, όπου βρήκα βαθιά ικανοποίησι βοηθώντας τους αδελφούς μου στον αγρό κι αισθανομένη τον παλμό του έργου τού κηρύγματος, που χτυπούσε, ανά την υδρόγειο, για συνεχή μου θαυμασμό κι ενθουσιασμό.
ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΑΘΗΣΙΣ
Η αντοχή του Αλφρέδου εφαίνετο να κλονίζεται κάτω από τη συνεχή συναισθηματική και φυσική υπερέντασι της εργασίας του. Η κατάστασίς του επεδεινώθη με την προσβολή του από γρίππη λίγο πριν εκτελέση ένα σπουδαίο ταξίδι την άνοιξι του 1959 και δεν ανέλαβε τόσο όσο θα μπορούσε. Όταν επέστρεψε από το ταξίδι του, εφαίνετο πολύ κουρασμένος και ήρεμος αλλ’ ευχαριστημένος.
Καθώς απολαμβάναμε το μικρό δείπνον, που είχα παρασκευάσει, ο Αλφρέδος έβγαλε το σημειωματάριο του κι άρχισε να καταγράφη διάφορα επικείμενα γεγονότα, μεταξύ των οποίων και την αναμενόμενη επίσκεψι του Αδελφού Νορρ. Εγελούσαμε για την ευτυχή αυτή προσδοκία. Ρίχνοντας ένα βλέμμα στις ημερομηνίες, εφώναξα: «Οτιδήποτε κι αν γίνη στο μέλλον, Αλφρέδο, εμείς εδαπανήσαμε καλά, πλούσια χρόνια υπηρεσίας μαζί, έτσι δεν είναι, αγαπητέ μου;» Με βαθιά ευγνωμοσύνη αναπολώ την τελευταία αυτή ήρεμη στιγμή της σκέψεως, διότι το επόμενο βράδυ αρρώστησε και πέθανε ύστερ’ από λίγες ώρες από καρδιακή ανεπάρκεια—κατεφθαρμένος στην πιστή υπηρεσία. Συντετριμμένη από τον κλονισμό και τη θλίψι, εγονάτισα παρά την κλίνη του κι εξεφώνησα τη βαθιά μου πεποίθησι: «Αγαπημένε μου! Ξέρω πώς θα έχης μια σύντομη ανάστασι». Πέθανε κι η μητέρα μου ύστερ’ από λίγους μήνες. Ελαβα πείραν του πόσο μεγάλος εχθρός είναι ο θάνατος.
Στη διάρκεια των εβδομάδων και μηνών που επακολούθησαν, απασχολημένη με τα πολλά μου καθήκοντα, εργαζόμουν σαν ένα αυτόματο μηχάνημα, παράδοξα αποχωρισμένη κι απομονωμένη, αποβλέποντας στον Ιεχωβά ως στύλον της δυνάμεως μου. Έζησα μέσα στην καρδιά της αγαπητής αυτής οικογενείας και συμμετείχα στην καλωσύνη και διακριτικότητά της. Η υπηρεσία στους άλλους είναι ο μεγαλύτερος θεραπευτής. Με τον καιρό θεραπεύθηκα και συνήλθα. Το κενόν παραμένει, αλλά μαθαίνω να εξοικειώνομαι μ’ αυτό. Το να «ψάλλωμε και ν’ αγαλλώμεθα» στον Ιεχωβά είναι η μεγάλη μας προστασία, όταν τα κύματα της θλίψεως απειλούν να μας κατασυντρίψουν σ’ έναν τέτοιο καιρό.
ΑΚΟΜΗ ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Είμαι τώρα μάμμη και τα μαλλιά μου ασπρίζουν. Όταν βλέπω τον εγγονό μου, πόσο παρηγορητικό είναι να τον ακούω να λέγη; «Γιαγιά, έλα πες μου μια ιστορία από την Αγία Γραφή!»
Πολλοί ήλθαν και απήλθαν στα τριάντα και πλέον χρόνια που υπήρξα μέλος του οίκου Μπέθελ, και τους αγάπησα όλους. Μέσα σ’ αυτή την κυψέλη των πολυασχόλων εργατών, όπου η ζωή ρυθμίζεται με το χτύπημα ενός κουδουνιού, μαθαίνετε να σέβεσθε τ’ ατομικά χαρακτηριστικά του καθενός, να είσθε φίλος όλων αλλ’ όχι και πολύ στενός φίλος ενός μεμονωμένου ατόμου, για να είσθε αμερόληπτος κι ευπροσάρμοστος και να σέβεσθε τη λίγη μονότητα που θέλει ο καθένας ν’ απολαύση. Ναι, η ζωή τού Μπέθελ είναι καλή ζωή, πλούσια ζωή.
Καθώς πλησιάζω στο τέλος της αφηγήσεώς μου, έφθασε μια επιστολή με μια πρόσκλησι να συνοδεύσω μια αγαπητή φίλη από την Καλιφόρνια στον παγκόσμιο γύρο των συνελεύσεων που θ’ αρχίση σε λίγο. Ταπεινά κλίνω την κεφαλή με βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτή την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, ο οποίος μας ευλογεί «υπερεκπερισσού . . . υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν». Λάμπει μέσα στην καρδιά μου η ίδια ζωντανή ελπίδα, που ήταν αποφασιστική για μένα πριν από πολλά χρόνια, να ιδώ τον Ιεχωβά και τον Χριστό Ιησού και να μετάσχω στη διεκδίκησι του ονόματος του Ιεχωβά. Μ’ ευγνωμοσύνη ενώνω τη φωνή μου με το μέγα πλήθος των υμνητών, πεπεισμένη για τη θριαμβευτική έκβασι του μεγάλου επιμάχου ζητήματος.