Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Γιατί Η Σκοπιά της 1ης Ιουνίου 1963, στη σελίδα 339, λέγει: «Το προνόμιο της προσευχής είναι μόνο για κείνους που έχουν κάμει, με βάσι την ακριβή γνώσι, αφιέρωσι του εαυτού των να πράττουν το θέλημα του Ιεχωβά»;—Α. Γ., Ιράν.
Υπάρχει πολύ κακή αντίληψις μεταξύ των καθ’ ομολογίαν Χριστιανών σχετικά με το ποιοι μπορούν να προσεύχωνται. Πραγματικά, πλείστοι απ’ αυτούς νομίζουν ότι μπορεί οποιοσδήποτε να προσευχηθή για οτιδήποτε ζήτημα με την προσδοκία να γίνη εισακουστός. Αλλά δεν είναι έτσι. (Παροιμ. 15:29· Ιάκ. 4:3) Η προσευχή δεν αποτελεί απεριόριστο προνόμιο, αλλά, μάλλον, περιωρισμένο, αποκλειστικό. Όπως αναγινώσκομε στην επιστολή προς Εβραίους 11:6: «Ο προσερχόμενος εις τον Θεόν, πρέπει να πιστεύση, ότι είναι, και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Με άλλα λόγια, για να εισακουσθή ένας από τον Θεό πρέπει όχι μόνο να πιστέψη ότι ο Θεός υπάρχει, αλλά και ένθερμα να τον εκζητή. Γι’ αυτό ο Ιεχωβά Θεός είπε στους απίστους Ισραηλίτας ότι δεν εισήκουε τις προσευχές τους. Ο δε Ιησούς ετόνισε ότι οι προσευχές που γίνονται για επίδειξι καθώς κι εκείνες που γίνονται από αυτοδικαιουμένους ανθρώπους δεν εισακούονται.—Ησ. 1:15· Ματθ. 6:5-8· Λουκ. 18:11-14.
Πόσο περιοριστική καθιστούν όλ’ αυτά την προσευχή! Όπως είχε συνοψισθή προηγουμένως στις εκδόσεις της Σκοπιάς («Πάντα Δοκιμάζετε», σελίδες 304-309), η προσευχή, για να εισακουσθή και να τύχη απαντήσεως από τον Θεό, πρέπει να γίνη σ’ Εκείνον που είναι ορθόν να γίνη, στον Ιεχωβά Θεό, τον Δημιουργό, τον Θεό της Βίβλου. Δεύτερον, η προσευχή αυτή πρέπει να γίνη με τον ορθό τρόπο: «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι’ εμού», είπε ο Ιησούς. (Ιωάν. 14:6) Στον ορθό τρόπο περιλαμβάνονται, επίσης, η ειλικρίνεια, η πίστις και η καρτερικότης. Τρίτον, για να τύχη απαντήσεως η προσευχή πρέπει να σχετίζεται με τα ορθά ζητήματα, εκείνα που είναι σε αρμονία με το θέλημα του Θεού. Έτσι ο Ιησούς εδίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχωνται στον Θεό: «Γενηθήτω το θέλημά σου.» Ακόμη κι ο αρχαίος Βασιλεύς Σολομών ανεγνώριζε ότι η προσευχή ήταν ένα περιωρισμένο προνόμιο, διότι, ως προς τους ξένους, παρεκάλεσε μόνον υπέρ εκείνων, οι οποίοι, αφού άκουσαν για τον ένα αληθινό Θεό, Ιεχωβά, ήθελαν να έλθουν και να προσευχηθούν στον ναό Του στην Ιερουσαλήμ.—Ματθ. 6:10· 1 Βασ. 8:41-43.
Ο Κορνήλιος ήταν ένας αυτού του είδους άνθρωπος, ο οποίος ποθούσε να κάνη το θέλημα του Θεού, διότι, αν και δεν ανήκε στο αφιερωμένο έθνος Ισραήλ, επειδή ήταν απερίτμητος εθνικός, εν τούτοις περιγράφεται ως «ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν μετά παντός του οίκου αυτού, όστις και έκαμνεν ελεημοσύνας εις τον λαόν πολλάς, και εδέετο του Θεού διαπαντός.» Ο Κορνήλιος, λοιπόν, μπορεί να λεχθή ότι προχωρούσε προς την αφιέρωσι, και, όταν έλαβε επίγνωσι, αφιερώθη· από τότε δε ήλθε σε σχέσι διαθήκης με τον Θεό, ο δε Θεός επολιτεύθη με αυτόν ως υιόν, πράγμα το οποίον απέδειξε δίνοντας στον Κορνήλιο το άγιον πνεύμα.—Πράξ. 10:1-44.
Οποιοσδήποτε προσέρχεται στον αληθινό Θεό Ιεχωβά με προσευχή κατά τον ορθό τρόπο και παρακαλεί για ορθά πράγματα μπορεί να λεχθή ότι είναι τοιαύτης διανοητικής διαθέσεως, ώστε προχωρεί προς την αφιέρωσι, αν δεν έχη κάμει ήδη αφιέρωσι στην καρδιά του, μολονότι μπορεί να μην έχη ακόμη συμβολίσει την αφιέρωσί του με το εν ύδατι βάπτισμα. Όλα αυτά τα άτομα καλής διαθέσεως προς τον Θεό, που ποθούν να πράξουν το θέλημά του, μπορούν να ενθαρρυνθούν να προσεύχωνται. Γι’ αυτό, παιδιά, τα οποία ανετράφησαν από τους γονείς των για να γίνουν αφιερωμένοι δούλοι του Ιεχωβά Θεού, μπορούν, επίσης, κατάλληλα να διδαχθούν να προσεύχωνται.—1 Κορ. 7:14.
Εν τούτοις, μπορεί ευχερώς να εκτιμηθή ότι άνθρωποι του κόσμου, οι οποίοι δεν ησχολήθησαν ιδιαίτερα με τη μελέτη της Βίβλου, δεν θα εγνώριζαν τις θείες απαιτήσεις για προσευχή, ούτε θα εξεδήλωναν μια στάσι ευάρεστη στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, δεν θα ήσαν σε θέσι ν’ αναπέμπουν προσευχές, που θα ήσαν ευπρόσδεκτες στον Ιεχωβά.—Παροιμ. 28:9.
Φαίνεται, επίσης, ότι πολλοί, οι οποίοι επί ένα χρονικό διάστημα προχωρούσαν προς την αφιέρωσι, υποστέλλονται τώρα από το να κάμουν αυτό το βήμα. Ωστόσο εξακολουθούν να συναναστρέφωνται τον λαόν του Θεού και να συνυπηρετούν με αυτόν. Αν εκείνο που τους κρατεί προς τα πίσω είναι η ιδιοτέλεια, αν δεν βρίσκουν μέσα στις καρδιές των το να παραδώσουν τον εαυτό τους σε πλήρη αφιέρωσι στον Θεό, μπορούν κάλλιστα να διερωτηθούν αν έχουν ακόμη το προνόμιο της προσευχής. Προφανώς όχι, διότι εκείνοι που προσέρχονται στον Θεό πρέπει να τον εκζητούν ενθέρμως. Αυτοί πρέπει, επίσης, να σημειώσουν ότι μόνον εκείνοι που εκζητούν τον Ιεχωβά, δικαιοσύνη και πραότητα, εκείνοι, που είναι αφιερωμένοι κι εκπληρώνουν ένθερμα την αφιέρωσί των, μπορούν να ελπίζουν ότι θα διαφυλαχθούν στην ημέρα της οργής του Ιεχωβά.—Εβρ. 11:6· Σοφον 2:3· Λουκ. 13:24.
● Ποιες είναι οι υποχρεώσεις των Χριστιανών γονέων απέναντι ενός διανοητικά καθυστερημένου τέκνου;—Μ. Λ., Η.Π.Α.
Η επιστολή 1 Τιμόθεον 5:8 είναι πολύ σαφής και αλάθητη όταν λέγη: «Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.» Οι γονείς, λοιπόν, έχουν υποχρέωσι να προνοούν για τα τέκνα των, έστω κι αν αυτά μπορή να είναι καθυστερημένα, αν οπωσδήποτε μπορούν να το πράξουν. Θυμηθήτε ότι το διανοητικό μειονέκτημα δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του τέκνου αλλά μάλλον στις περιστάσεις, όπως λόγου χάριν μια ατυχής γέννησις ή πρώιμος τοκετός, ή και σε ατέλεια των γονέων.
Η υποχρέωσις των γονέων περιλαμβάνει την φροντίδα όχι μόνο για τις υλικές αλλά και για τις πνευματικές ανάγκες. Οι Χριστιανοί γονείς δεν μπορούν ν’ αγνοούν τις οδηγίες που εκτίθενται στο Δευτερονόμιο 6:4-7, για τον τρόπο, με τον οποίον ένας πατέρας πρέπει να μιλή για τον Θείο νόμο με τον γυιό του οπουδήποτε κι αν βρίσκονται μαζί. Δεν πρέπει να παραβλέπεται, επίσης, η εντολή προς Εφεσίους 6:4, περί ανατροφής των τέκνων εν παιδεία και νουθεσία του Ιεχωβά. Αν ένα τέκνον κηδεμονεύεται από το Κράτος, τότε βέβαια δεν θα μπορή να λαμβάνη τη ζωοπάροχη διδασκαλία που θα μπορούσε να του παρέχη ένας στοργικός γονεύς, υπακούοντας στη Γραφική του υποχρέωσι ως αφιερωμένου Χριστιανού.
Ο γονεύς, φροντίζοντας ώστε να λάβη το τέκνον του την παιδεία και νουθεσία από τον Ιεχωβά, προνοεί για την αιώνια σωτηρία του τέκνου. Η υποχρέωσις υποβοηθήσεως των άλλων για σωτηρία απαιτεί από σας να βοηθήσετε πρώτ’ απ’ όλα τα μέλη της δικής σας οικογενείας να πράξουν το ίδιο, ιδιαίτερα αν είσθε γονεύς και τα τέκνα είναι ανήλικα εξαρτώμενα από σας για κατάλληλη θρησκευτική διδασκαλία, καθοδηγία και βοήθεια. Θα είχε κάποιο νόημα το να πηγαίνετε και να προσπαθήτε να υποβοηθήσετε άλλους που είναι ξένοι να αποκτήσουν σωτηρία, ενώ συγχρόνως παραμελείτε ένα εξηρτημένο παιδί, την ίδια σας σάρκα και αίμα;
Απλώς η ποσότης του χρόνου, που αφιερώνετε στη διακονία, δεν αποτελεί λόγον μεταθέσεως αυτής της ευθύνης. Εν τούτοις, αν το τέκνον είναι τόσο καθυστερημένο διανοητικώς, ώστε να είναι ανίκανο να προσλάβη οποιαδήποτε πνευματική τροφή ή γνώσι, με την οποία μπορεί ν’ ασκήση πίστι και να κερδίση σωτηρία, αυτό μπορεί να αποτελέση λόγον για να σκεφθούν οι γονείς αν θα προτιμούσαν να το αναθέσουν σε άλλους, όπως λόγου χάριν σε κρατικά ευαγή ιδρύματα, για να ληφθή φροντίδα γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψωμε το γεγονός ότι το τέκνον, που τελεί κάτω από την κηδεμονία του Κράτους, και αν ακόμη τυγχάνη τακτικών επισκέψεων από τους γονείς του, μπορεί να υπόκειται σε πνευματικούς κινδύνους, όπως αυτοί που προέρχονται από μεταγγίσεις αίματος, τελέσεις ειδωλολατρικών ή άλλων παρομοίων εορτών, και λοιπά. Αυτά είναι μερικά από τα πράγματα, που οι γονείς πρέπει, επίσης, να λάβουν υπ’ όψι.
Είναι αληθές ότι η ύπαρξις ενός καθυστερημένου τέκνου στο σπίτι μπορεί ν’ αποβαίνη σημαντικό βάρος στο υπόλοιπον της οικογενείας. Αλλ’ αν αυτό είναι οπωσδήποτε υποφερτό, ιδιαίτερα δε, αν το τέκνον είναι ικανό να ωφεληθή πνευματικώς από το να βρίσκεται σ’ ένα Χριστιανικό σπίτι, με κάθε τρόπο πρέπει αυτό το βάρος να βασταχθή. Κάνοντας τούτο, οι γονείς θα πράξουν το ορθόν· η πορεία των θα εναρμονίζεται με τις Γραφικές απαιτήσεις και θα έχη την επιδοκιμασία κι ευλογία του Θεού. Με την πάροδο του χρόνου αυτό θα καταστή η καλύτερη πορεία, ειδικά αν το κάθε μέλος της οικογενείας μετέχη στο πρόγραμμα περιθάλψεως.
Η φροντίδα για ένα καθυστερημένο τέκνον πρέπει να θεωρήται σαν μια απαίτησις ιδιαίτερα μάλιστα σε περιπτώσεις όπως είναι η απαίτησις εκδηλώσεως της καρποφορίας του πνεύματος. (Γαλ. 5:22, 23) Ένα σύγχρονο αυθεντικό σύγγραμμα λέγει τα εξής σχετικώς με καθυστερημένα τέκνα: «Είναι στοργικά . . . και συχνά αγαπώνται από τις μητέρες των και τ’ άλλα τέκνα της οικογενείας. . . . Σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να τύχουν περιθάλψεως μέσα στο σπίτι, που είναι μια πολύ πιο ευτυχής λύσις από το να εγκλεισθούν σε άσυλα. Αν πρόκειται, όμως, να γίνη αυτό, η μητέρα πρέπει να δεχθή αυτή την κατάστασι και να μην αναμένη να γίνη φυσιολογικό το παιδί. Πρέπει ν’ αγαπά το παιδί αυτό, αλλά να μην παραμελή τ’ άλλα παιδιά, ή να αισθάνεται ενοχή.»—Νεο-Γεννητική Παιδιατρική,, υπό Γ. Ρ. Φ. Κόλλις.
Το αν ωρισμένες ιατρικές θεραπείες αποβαίνουν εξυπηρετικές για τα καθυστερημένα τέκνα σε κάποιο βαθμό, αυτό είναι προβληματικό· αλλά σε μερικές περιπτώσεις τουλάχιστον, όπως στη χρήσι γλουταμινικού οξέος, επήλθε βελτίωσις. Εν σχέσει με το γλουταμινικόν οξύ, η Σύγχρονη Φαρμακευτική Εγκυκλοπαιδεία και Θεραπευτικός Οδηγός (Ογδόη Έκδοσις, 1961) λέγει: «Κλινικές παρατηρήσεις υποδεικνύουν την πιθανή άξια του φυσικού γλουταμινικού οξέος στη βελτίωσι της προσωπικότητος και της διανοητικής διαμορφώσεως των διανοητικώς καθυστερημένων παιδιών και ενηλίκων.» Σε τι βαθμό ένα τέτοιο προϊόν θ’ απέβαινε εξυπηρετικό, αυτό μπορεί να εξαρτάται από τους παράγοντας κληρονομικότητος και φύλου, καθώς και από το αν το παιδί τυγχάνη περιθάλψεως από τους γονείς του ή όχι.—Τα Νεώτερα της Επιστήμης, 12 Ιανουαρίου 1952.
Για κάθε περίπτωσι θα έπρεπε να λαμβάνεται απόφασις ανάλογα με την αξία της, τη σοβαρότητα της καταστάσεως, την ικανότητα της οικογενείας ν’ αναλάβη τη φροντίδα του τέκνου και τα οφέλη που θα μπορούσε το παιδί ν’ αποκομίση από το να είναι στο σπίτι μαζί με τ’ άλλα προσφιλή μέλη της οικογενείας.—1 Κορ. 13:4-8.
● Γιατί ο Ιησούς απήντησε στον Πιλάτο με τον τρόπο που απήντησε στο κατά Ιωάν. 18:37;—Μ. Π., Ηνωμένες Πολιτείες.
Το κατά Ιωάν. 18:37 λέγει: «Και ο Πιλάτος είπε προς αυτόν. Λοιπόν βασιλεύς είσαι συ; Απεκρίθη ο Ιησούς, Συ λέγεις, ότι βασιλεύς είμαι εγώ. Εγώ δια τούτο εγεννήθην, και δια τούτο ήλθον εις τον κόσμον, δια να μαρτυρήσω εις την αλήθειαν. Πας όστις είναι εκ της αληθείας, ακούει την φωνήν μου.» Ο Πιλάτος, επειδή είχε ακούσει ότι ο Ιησούς είπε ότι είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, είχε ρωτήσει προηγουμένως, «Συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» Και τώρα πάλι ερώτησε, «Λοιπόν βασιλεύς είσαι συ;» Στην πρώτη του ερώτησι, ο Ιησούς απήντησε, «Αφ’ εαυτού λέγεις συ τούτο, ή άλλοι σοι είπον περί εμού;» Αυτή τη φορά απήντησε: «Συ λέγεις, ότι βασιλεύς είμαι εγώ.»—Ιωάν. 18:33-37.
Βλέπομε, λοιπόν, ότι ο Ιησούς ενταύθα ούτε επεβεβαίωνε ούτε ηρνείτο το βασιλικό του αξίωμα. Γιατί; Για να μην κατηγορηθή για ανταρσία εναντίον του Καίσαρος. Αυτό διασαφηνίζεται απ’ ό,τι είπαν περαιτέρω οι Ιουδαίοι στην προσπάθεια τους να επηρεάσουν τον Πιλάτο για να εκτελέση τον Ιησούν: «Εάν τούτον απολύσης, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος· πας όστις κάμνει εαυτόν βασιλέα, αντιλέγει εις τον Καίσαρα.»—Ιωάν. 19:12.
Με άλλα λόγια, ο Ιησούς ενταύθα ο ίδιος ακολουθούσε τη συμβουλή, που είχε δώσει στους αποστόλους του, όταν τους εξαπέστειλε, να είναι φρόνιμοι ως όφεις, και ειδικά μάλιστα όταν προσάγωνται ενώπιον αρχόντων.—Ματθ. 10:16-18.