Χρησιμοποίησις της Ζωής στην Υπηρεσία του Ιεχωβά
«Και θέλουσιν είσθαι εμού, λέγει ο Ιεχωβά των δυνάμεων, εν τη ημέρα εκείνη, όταν εγώ ετοιμάσω τα πολύτιμά μου· και θέλω σπλαγχνισθή αυτούς, καθώς σπλαγχνίζεται άνθρωπος των υιόν αυτού, όστις δουλεύει αυτόν. Τότε θέλετε επιστρέψει, και διακρίνει μεταξύ δικαίου και ασεβούς, μεταξύ του δουλεύοντος τον Θεόν, και του μη δουλεύοντος αυτόν.»—Μαλαχ. 3:17, 18, ΜΝΚ.
1. Πώς πρέπει να υπηρετούμε τον Ιεχωβά; και γιατί;
ΠΟΙΟΣ καλύτερος τρόπος για να χρησιμοποιήση κανείς τη ζωή του θα μπορούσε να υπάρξη από το να υπηρετή τον Ιεχωβά; Αυτό αντελήφθη και ο ψαλμωδός, όταν είπε: «Δουλεύσατε εις τον Ιεχωβά εν ευφροσύνη· έλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει. Γνωρίσατε ότι ο Ιεχωβά είναι ο Θεός· αυτός έκαμεν ημάς, και ουχί ημείς.» Και ο ψαλμωδός μας καλεί: «Εισέλθετε εις τας πύλας αυτού εν δοξολογία, εις τας πύλας αυτού εν ύμνω· δοξολογείτε αυτόν· ευλογείτε το όνομα αυτού.» Γιατί αυτή η επιθυμία υπηρεσίας στον Ιεχωβά; «Διότι ο Ιεχωβά είναι αγαθός· εις τον αιώνα μένει το έλεος αυτού, και έως γενεάς και γενεάς η αλήθεια αυτού.»—Ψαλμ. 100:2-5, ΜΝΚ.
2. Πώς εθεώρησαν μερικοί την υπηρεσία του Θεού; Ποια είναι η σοφή πορεία;
2 Κανένας ειλικρινής λάτρης δεν θέλει να έλθη κάτω από μια καταδίκη ωσάν εκείνη, που εξέφρασε ο Θεός εναντίον του Ισραήλ μέσω του Μαλαχία τον πέμπτο αιώνα προ Χριστού. Ο λαός ως ένα έθνος ήσαν αφιερωμένοι στον Θεό, και εν τούτοις είχαν πει: «Μάταιον είναι να δουλεύη τις τον Θεόν· και, Τις η ωφέλεια ότι εφυλάξαμεν τα διατάγματα αυτού, και ότι περιεπατήσαμεν πενθούντες ενώπιον του Ιεχωβά των δυνάμεων;» (Μαλαχ. 3:14, ΜΝΚ) Αντί να υπηρετούν τον Ιεχωβά με αγαλλίασι, απέρριψαν την ευκαιρία ωσάν να μην είχε αξία. Εφόσον, όμως, η ζωή προέρχεται από τον Ιεχωβά, το άτομο που την χρησιμοποιεί καθώς αυτός κατευθύνει είναι σοφό. Έχομε σοβαρούς λόγους να υπηρετούμε τον Ιεχωβά για την αγαθότητά του και την πιστότητά του. Αυτός είναι ο μέγας Ζωοδότης. Όχι μόνον κατέστησε ο Ιεχωβά δυνατή τη ζωή για το ανθρώπινο γένος, δίνοντας στον Αδάμ στην αρχή την πνοή της ζωής μαζί με προνόμια υπηρεσίας, αλλά έκαμε, επίσης, προμήθεια ώστε άνθρωποι πίστεως να μπορούν να τον υπηρετούν τώρα και να κερδίσουν την προσδοκία της αιωνίου ζωής. Βεβαίως μια ισόβια σταδιοδρομία υπηρεσίας στον Ιεχωβά Θεό είναι το ύψιστο δυνατό επίτευγμα που μπορεί ν’ απολαύση ο άνθρωπος.
3, 4. Ποια βήματα οδηγούν στην υπηρεσία; Τι μπορούμε να διδαχθούμε από το Λουκάς 17:12-19;
3 Όταν ένας έλθη σε κάποια γνώσι του Λόγου του Ιεχωβά και δεχθή την προμήθεια για ζωή μέσω του αντιλύτρου του Χριστού και αφιερώση τη ζωή του στην υπηρεσία του Ιεχωβά, τότε αρχίζει να βρίσκεται σε μια καθαρισμένη θέσι στα όμματα του Ιεχωβά. Αυτό εξεικονίσθη καλά από τους δέκα λεπρούς που εθεραπεύθησαν από τον Ιησού. Σύμφωνα με την αφήγησι του Λουκά, 17:12-19: «Είς δε εξ αυτών ιδών ότι ιατρεύθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν. Και έπεσε κατά πρόσωπον εις τους πόδας αυτού, ευχαριστών αυτόν και αυτός ήτο Σαμαρείτης. Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε, Δεν εκαθαρίσθησαν οι δέκα; οι δε εννέα που είναι; Δεν ευρέθησαν άλλοι να υποστρέψωσι δια να δοξάσωσι τον Θεόν, ειμή ο αλλογενής ούτος;»
4 Ακριβώς όπως οι λεπροί εκείνοι εκαθαρίσθησαν από την αηδή νόσο των, έτσι και πολλοί σήμερα θέτουν τον εαυτό τους σε μια κατάστασι που να μπορούν να καθαρισθούν από τ’ αποτελέσματα της κληρονομημένης αμαρτίας με το να δεχθούν την προμήθεια για ζωή από τον Ιεχωβά· εν τούτοις, μερικοί, όπως οι εννέα από τους λεπρούς εκείνους που εκαθαρίσθησαν, αποτυγχάνουν να επωφεληθούν της ευκαιρίας να χρησιμοποιήσουν τη ζωή τους για να αινούν τον Θεό. Άλλοι είναι δυνατόν να είναι ικανοποιημένοι προσπαθώντας να διάγουν μια ηθικώς ευθεία και καλή ζωή, αφήνοντας την πορεία της ενεργείας των να είναι ένας σιωπηλός μάρτυς της πίστεως των. Πόσο καλύτερο, όμως, είναι να δείχνη κανείς πραγματική εκτίμησι, «μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν»! Βεβαίως οι νεκροί δεν μπορούν να αινέσουν τον Ιεχωβά· τώρα, λοιπόν, είναι ο καιρός, για όσους εκτιμούν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τη δύναμι και την ευρωστία τους να υπηρετούν τον Ιεχωβά, μάλλον παρά να αναμείνουν ωσότου οι δυνάμεις της ζωής των εξασθενήσουν για να σκεφθούν τις υποχρεώσεις των προς τον Δημιουργό.—Ψαλμ. 115:17, 18.
ΤΙ ΑΠΑΙΤΕΙ Ο ΘΕΟΣ;
5. Τι ανέμενε ο Θεός από τους Ισραηλίτας;
5 Πολλοί σήμερα έχουν τη γνώμη ότι όλο εκείνο, που απαιτεί από αυτούς ο Θεός, είναι να διάγουν μια κατάλληλη, έντιμη, ηθική και ευθεία ζωή. Είναι, όμως, αυτό το παν που μπορούμε να προσφέρωμε στον Θεό, συγκρατώντας απλώς τον εαυτό μας από την κακία; Πολλοί άνθρωποι δίχως πίστι στον Θεό κάνουν αυτό που είναι κατάλληλο και ηθικώς ορθό. Από όσα αναφέρονται στον Μιχαίας 6:8 θα μπορή να φαίνεται ότι αυτό είναι το παν που απαιτεί ο Ιεχωβά: «να πράττης το δίκαιον, και να αγαπάς έλεος, και να περιπατής ταπεινώς μετά του Θεού σου.» Αλλά πολλά περιλαμβάνονται στο να ‘περιπατή κανείς ταπεινώς με τον Θεό’. Θυμηθήτε, επίσης, ότι η κατεύθυνσις αυτή είχε δοθή στο έθνος Ισραήλ, ολόκληρο δε το έθνος εθεωρούντο ως δούλοι του Θεού, μολονότι μια φυλή, η φυλή του Λευί, είχε τεθή κατά μέρος για ειδική υπηρεσία. Εκτός από το να διάγουν μια ζωή σε αρμονία με τις εντολές, υπήρχαν και πολλά άλλα πράγματα, που ο Ιεχωβά ανέμενε από αυτούς, στα οποία περιελαμβάνοντο και τρία ταξίδια για εθνικές θρησκευτικές εορτές κάθε χρόνο καθώς και προσφορά θυσιών σε καθωρισμένες εποχές για τη συγχώρησι των αμαρτιών των. Κάθε πατέρας, επίσης, ήταν υποχρεωμένος, κάτω από τον νόμο του Θεού, να δίδη προσωπική θρησκευτική εκπαίδευσι στα παιδιά του το πρωί, το μεσημέρι και τη νύχτα.
6. Περιώριζαν μήπως οι πρώτοι Χριστιανοί τη διακονία μόνο σε μια τάξι κλήρου;
6 Η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ, έκδοσις 1882, Τόμος 2, σελίς 386, αντιπαραβάλλει τη διευθέτησι στον Ισραήλ, βάσει της οποίας μια φυλή είχε τεθή κατά μέρος για ειδική ιερατική υπηρεσία, με τη συνήθεια των πρώτων Χριστιανών σύμφωνα με την οποία όλοι ελάμβαναν ενεργό μέρος στη διακονία. Αναφέρει τα εξής: «Στην αποστολική εκκλησία ήταν γνωστόν ότι δεν υπήρχε χωριστή διάκρισις κληρικών και λαϊκών, όσον αφορά τα προνόμια ή την αγιότητα· όλοι οι πιστοί εκαλούντο σε προφητική, ιερατική και βασιλική υπηρεσία εν Χριστώ (1 Πέτρ. στίχ. 3). Η Ιουδαϊκή αντίθεσις κληρικών και λαϊκών ήταν αρχικώς άγνωστη μεταξύ των Χριστιανών· ‘μόνον δε όταν οι άνθρωποι έπεσαν από την ευαγγελική στην Ιουδαϊκή άποψι’, η ιδέα του γενικού Χριστιανικού ιερατείου όλων των πιστών έδωσε τόπο, σχεδόν πλήρως, στην ιδέα του ειδικού ιερατείου ή κλήρου . . . Καθώς ανεπτύσσετο η Ρωμαιοκαθολική ιεραρχία, ο κλήρος έφθασε να είναι όχι απλώς μια διακεκριμένη τάξις . . . αλλά ν’ αναγνωρίζεται, επίσης ως το μόνο ιερατείον, και το ουσιώδες μέσον επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπου και Θεού.»
7. Ποια σχόλια έδωσε ο Πέτρος για την υπηρεσία ενός Χριστιανού;
7 Στον Ισραήλ, μολονότι μια οικογένεια είχε διορισθή στο ιερατείο, το σύνολο του έθνους εθεωρείτο από τον Θεό ως ένα άγιο έθνος, με ευθύνες υπηρεσίας. Οι πρώτοι Χριστιανοί παρεδέχοντο αυτή την άποψι ότι κανείς δεν εξαιρείται από τον πρωταρχικό σκοπό των στη ζωή, δηλαδή, να υπηρετούν τον Ιεχωβά, και γι’ αυτό ο Πέτρος κάνει γι’ αυτούς τα εξής σχόλια: «Σεις όμως είσθε “γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον”, λαός τον οποίον απέκτησεν ο Θεός.» Και ποιος ήταν ο σκοπός του ιερατικού αυτού έθνους; «Δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου, όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φως.» Αυτή ήταν η υπηρεσία που επιθυμούσε ο Ιεχωβά από τους πρώτους Χριστιανούς.—1 Πέτρ. 2:9, 10.
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΖΩΗ ΑΡΚΕΤΗ;
8, 9. Είναι αρκετό για ένα Χριστιανό να διάγη μια καλή ζωή, και πώς το γνωρίζομε;
8 Οι Γραφές σαφώς δείχνουν ότι χρειάζονται περισσότερα για να είναι κανείς ένας Χριστιανός από το να διάγη απλώς μια καλή ζωή. Στη συνομιλία του με το νεαρό άρχοντα ο Ιησούς αντιπαρέβαλε τη σπουδαιότητα ακριβώς μιας απλώς παθητικής καταστάσεως του να κάνη ένας το καλό σε όλη τη διάρκεια της ζωής με τη σπουδαιότητα μιας ενεργού υπηρεσίας του Θεού για τους Χριστιανούς. Όταν ηρωτήθη, «Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλόν να πράξω δια να έχω ζωήν αιώνιον;» ο Ιησούς συνεβούλευσε τον νεαρό αυτόν Ιουδαίο να τηρή τις εντολές, «Μη φονεύσης· Μη μοιχεύσης· Μη κλέψης· Μη ψευδομαρτυρήσης», και λοιπά. Όταν ο νεανίσκος τον εβεβαίωσε ότι τις ετήρησε όλες αυτές, διάγοντας μια καλή ζωή, τότε ο Ιησούς του είπε να ‘πωλήση τα υπάρχοντα του και να δώση στους πτωχούς, και να έλθη να τον ακολουθήση’.
9 Ο πλούσιος αυτός νεαρός άρχων ήταν προφανώς ένας ευθύς άνθρωπος, ένας που ζούσε σύμφωνα με τις εντολές· όταν, όμως, το ζήτημα έφθασε στο σημείο να χρησιμοποιήση τη ζωή του για να υπηρετή τον Θεό ενεργώς και να προώθηση τη Χριστιανική διακονία μάλλον παρά τα δικά του συμφέροντα, αρνήθηκε. Είπε στην ουσία, ‘Μάταιον είναι να δουλεύη τις τον Θεόν’, διότι θεωρούσε προφανώς ως μεγαλυτέρας σπουδαιότητας τα υλικά αγαθά του. (Ματθ. 19:16-22) Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν εσκέπτοντο, εν τούτοις, έτσι, διότι πολλοί εδέχθησαν την πρόσκλησι του Ιησού να είναι οπαδοί του και να γίνουν δραστήριοι στη διακονία. Δεν εσκέφθησαν ότι αυτό ήταν ένα ειδικό προνόμιο που εχορηγήθη μόνο στον Ιησού και τους αποστόλους, αλλ’ ανεγνώρισαν ότι όλοι οι Χριστιανοί είχαν τη μεγάλη τιμή να υπηρετήσουν τον Δημιουργό τους κατά ένα πολύ θετικό τρόπο.
10. Πώς τα γραφόμενα του Παύλου δείχνουν ότι όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί συμμετείχαν στη διακονία;
10 Σχετικά με αυτό σημειώστε ότι η πρώτη επιστολή του Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς απευθύνετο «προς την εκκλησίαν των Θεσσαλονικέων», όχι μόνον προς τους διακόνους ή επισκόπους της εκκλησίας. Ο Παύλος επαινούσε την εκκλησία για τη διακονία της. «Διότι από σας εξήχησεν ο λόγος του Ιεχωβά, ουχί μόνον εν τη Μακεδονία και Αχαΐα, αλλά και εν παντί τόπω έφθασεν η φήμη τής προς τον Θεόν πίστεώς σας· ώστε ημείς δεν έχομεν χρείαν να λαλώμέν τι.» Ναι, αυτοί που ανήκαν στην εκκλησία ήσαν εκείνοι, οι οποίοι διέδιδαν την πίστι «εν παντί τόπω». Με τον ίδιο τρόπο τα σχόλια του Παύλου προς τους Φιλιππησίους απηυθύνοντο σ’ ολόκληρο τον όμιλο των αφιερωμένων Χριστιανών στους Φιλίππους: «προς πάντας τους αγίους εν Χριστώ Ιησού, τους όντας εν Φιλίπποις, μετά των επισκόπων και διακόνων.» Έτσι ο Παύλος ενεθάρρυνε ολόκληρη την εκκλησία να ‘λάμπουν ως φωστήρες εν τω κόσμω’, και αυτό μπορούσαν να το κάνουν, εφ’ όσον εμοιράζοντο το φως της αληθείας με άλλους. Ο Παύλος το περιέγραψε αυτό ως την ‘λειτουργίαν της πίστεως των’ [«δημοσίαν υπηρεσίαν εις την οποίαν η πίστις σας ωδήγησεν», ΜΝΚ]. Τελικά, παρατηρούμε πώς ο Παύλος απηύθυνε την επιστολή του «προς τους αγίους και πιστούς εν Χριστώ αδελφούς τους εν Κολοσσαίς.» Αυτοί οι «πιστοί αδελφοί» δεν ήσαν κάποιο μοναχικό τάγμα, αλλά ο Παύλος ανεφέρετο σε όλους τους αφιερωμένους Χριστιανούς εκείνης της εκκλησίας των πρώτων χρόνων, και τους έγραψε: «Ο λόγος του Χριστού ας κατοική εν υμίν πλουσίως, μετά πάσης σοφίας· διδάσκοντες.» Ναι, οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί ήσαν διδάσκαλοι και κήρυκες του λόγου του Θεού.—1 Θεσ. 1:1,8, ΜΝΚ· Φιλιππησ. 1:1· 2:15-17· Κολ. 1:2· 3:16.
ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
11. Τι συνέστησε ο Ιησούς ως μια σταδιοδρομία της ζωής;
11 Πολλά άτομα λέγουν ότι θα ήθελαν να υπηρετήσουν τον Θεό αλλά δεν γνωρίζουν τι να κάνουν ή πώς να ενεργήσουν σχετικά με αυτό. Πιθανόν να πιστεύουν ότι οι σχολικές απαιτήσεις για μια θεολογική εκπαίδευσι ή τα απαιτούμενα χρήματα το καθιστούν αδύνατο γι’ αυτούς. Ή μπορεί να προτιμούν να διοχετεύσουν την ενεργητικότητά τους προς άλλες υπηρεσίες όπως η νοσοκομειακή εργασία, διδασκαλία, ιατρική ή κοινωνιολογία· αλλά, μολονότι οι προσπάθειες αυτές είναι πολύ αξιέπαινες, ερωτούμε, Είναι αυτό που συνέστησε ο Ιησούς για ένα άτομο που επιθυμεί τη ζωή του για να υπηρετή τον Θεό; Είναι αυτό που εδίδαξε στους μαθητάς του; Είναι αλήθεια ότι οι απόστολοι είχαν εξουσία να θεραπεύουν ασθενείς, αυτό, όμως, το δώρον του πνεύματος ήταν δευτερεύον ως προς την υπηρεσία των ως πρέσβεων της Βασιλείας και διαγγελέων της αληθείας. Προφανώς το ειδικό αυτό δώρον του πνεύματος τους είχε δοθή για να εδραιωθή το γεγονός ότι η Χριστιανοσύνη ήταν του Θεού.—Ματθ. 10:7, 8.
12. Πώς οι Γραφές τονίζουν τη διακονία, και γιατί;
12 Ο Ιησούς όχι μόνο ωργάνωσε και απέστειλε τους μαθητάς να κηρύξουν, αλλά ανέλαβε την ηγεσία σ’ αυτή τη δράσι ο ίδιος. Το έργο που έχει ανατεθή στους Χριστιανούς δεν έχει αλλάξει από την εποχή του Ιησού. Οι τελικές του οδηγίες στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία, οι οποίες εξακολουθούν να είναι εφαρμόσιμες μέχρι σήμερα, ήσαν: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς.» Γιατί ο Ιησούς ετόνισε ιδιαιτέρως τη διακονία; Διότι οι φυσικές θεραπείες δεν μπορούσαν να δώσουν αιώνια ζωή. Θα μπορούσαν να την παρατείνουν γι’ αυτόν που έπασχε κατά πέντε ή δέκα χρόνια, πώς, όμως, μπορεί να παραβληθή αυτό με την προσδοκία αιωνίας ζωής, που η αλήθεια μπορούσε να δώση; Έτσι, βέβαια, το κήρυγμα του λόγου του Θεού λαμβάνει προτεραιότητα. Είναι μια θαυμαστή προσδοκία για έναν να μπορή να χρησιμοποιήση τη ζωή του για να υπηρετή τον Ιεχωβά. Η πρόσκλησις αυτή για υπηρεσία δεν περιορίζεται λόγω ηλικίας, φυλής, γένους ή μορφώσεως, αλλά η πρόσκλησις είναι: «Όστις ακούει, ας είπη, Ελθέ.»—Ματθ. 28:19, 20· Αποκάλ. 22:17· Ιωάν. 17:3.
13. Πώς μπορεί κανείς να κάνη το θέλημα του Πατρός;
13 Ο Ιησούς έδωσε πολλές παραβολές ή εξεικονίσεις για να δείξη τη σπουδαιότητα αυτής της υπηρεσίας. Μίλησε για κάποιον άνθρωπο, που είχε δύο παιδιά. «Προς τον πρώτον, είπε, Τέκνον, ύπαγε σήμερον εργάζου εν τω αμπελώνί μου. Ο δε αποκριθείς είπε, Δεν θέλω· ύστερον όμως μετανοήσας, υπήγε. Και ελθών προς τον δεύτερον, είπεν ωσαύτως. Και εκείνος αποκριθείς είπεν, Εγώ υπάγω, κύριε· και δεν υπήγε. Τις εκ των δύο έκαμε το θέλημα του πατρός;» Έπειτα απευθυνόμενος δηκτικά προς τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους ανθρώπους επιρροής, οι οποίοι υπετίθετο ότι υπηρετούν τον Θεό, είπε: «Αληθώς σας λέγω, ότι οι τελώναι και αι πόρναι υπάγουσι πρότερον υμών εις την βασιλείαν του Θεού.» Αυτοί ήσαν εκείνοι, οι οποίοι ήθελαν να μεταμορφώσουν τη ζωή τους και ν’ αναλάβουν το προνόμιο υπηρεσίας που κρατούσε ο Ιησούς.—Ματθ. 21:28-31.
14. Για ποια υπηρεσία χρειάζονται εργάται;
14 Ο Ιησούς σαφώς έδειξε ότι, επειδή και μόνο ένας ενασχολείται σε θρησκευτική υπηρεσία κάποιου τύπου, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αυτή η πορεία του ζωής ευαρεστεί τον Θεό. Παραδείγματος χάριν, ο απόστολος Ιωάννης λέγει ότι είναι «συνεργοί εις την αλήθειαν». (3 Ιωάν. 7, 8) Μήπως αυτό επιτυγχάνεται με τη δραστηριότητα της κοινότητος, ή την κοινωνική δράσι της εκκλησίας ή τα τυχερά παιγνίδια ή ακόμη και με φιλανθρωπικά έργα; Μπορούμε να βρούμε την απάντησί μας, αν κάνωμε την εξής ερώτησι, Είναι αυτό το έργο στο οποίο ο Ιησούς αφιερώθηκε; Πάλι ο Ιησούς ετόνισε την ανάγκη, όπως περισσότεροι χρησιμοποιήσουν τη ζωή τους στη διακονία, λέγοντας: «Διότι η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με άνθρωπον οικοδεσπότην, όστις εξήλθεν άμα τω πρωί δια να μισθώση εργάτας δια τον αμπελώνα αυτού.» Ο Ιησούς είπε ότι ο αγρός είναι ο κόσμος, και πολλοί εργάται χρειάζονται για να συμπληρωθή ο θερισμός. Καθώς είπε, «Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι· παρακαλέσατε λοιπόν τον κύριον του θερισμού, δια να αποστείλη εργάτας εις τον θερισμόν αυτού.» Είναι, όμως, ορθό να παρακαλούμε για πρόσθετη βοήθεια στο έργο του θερισμού και έπειτα να μην πηγαίνωμε εμείς;—Ματθ. 20:1· 9:37, 38.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ
15. Τι περιλαμβάνει η άσκησις πίστεως;
15 Σήμερα το έργο θερισμού διεξάγεται σε 194 χώρες από 1.040.836 άτομα που κάνουν Χριστιανικό έργο. Ενθυμούνται ότι ο Παύλος είπε στα μέλη της εκκλησίας της Εφέσου: «δεν υπέκρυψα ουδέν των συμφερόντων, ώστε να μη αναγγείλω αυτό προς εσάς, και να σας διδάξω δημοσία και κατ’ οίκους.» Ακολουθώντας το παράδειγμα αυτό των πρώτων Χριστιανών, οι μάρτυρες του Ιεχωβά μοιράζονται τις αλήθειες που έμαθαν από τον λόγο του Θεού δημοσία και κατ’ οίκους. Είναι η πίστις σας και η αγάπη σας προς τον Ιεχωβά αρκετά ισχυρές ώστε να κάνετε αυτό εσείς; Καθώς το ετόνισε ο Παύλος, χρειαζόμεθα όχι μόνο να έχωμε πίστι αλλά και να την ασκούμε αν ελπίζωμε να κερδίσωμε δικαιοσύνη. Το ζήτημα δεν είναι να γνωρίζη κανείς μόνο την αλήθεια, ή απλώς να έχη πίστι, αλλά το να την μοιράζεται με άλλους είναι εκείνο που υπολογίζεται στα όμματα του Θεού. Γι’ αυτό ο Παύλος εδήλωσε: «“Πλησίον σου είναι ο λόγος εν τω στόματί σου, και εν τη καρδία σου·” τουτέστιν ο λόγος της πίστεως τον οποίον κηρύττομεν ότι εάν ομολογήσης δια του στόματος σου τον Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, θέλεις σωθή· διότι με την καρδίαν πιστεύει τις προς δικαιοσύνην, και με το στόμα γίνεται ομολογία προς σωτηρίαν.»—Πράξ. 20:20· Ρωμ. 10:4, 8-10.
16. Γιατί απαιτείται από τους Χριστιανούς να διακηρύττουν τα αγαθά νέα;
16 Πολλοί άνθρωποι ειλικρινώς επιθυμούν να γνωρίσουν την αλήθεια και χαίρουν όταν αυτή φερθή υπ’ όψιν των γι’ αυτό και ο Παύλος, επίσης, ετόνισε την ανάγκη για περισσοτέρους εργάτας. «Διότι “πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή”. Πώς λοιπόν θέλουσιν επικαλεσθή εκείνον εις τον οποίον δεν επίστευσαν; και πώς θέλουσι πιστεύσει εις εκείνον περί του οποίου δεν ήκουσαν; και πώς θέλουσιν ακούσει χωρίς να υπάρχη ο κηρύττων;» Οι πρώτοι Χριστιανοί ανεγνώρισαν και εδέχθησαν την ευθύνη να κηρύττουν ως ένα έργο που ο Ιεχωβά τους είχε αναθέσει. Πραγματικά, ο Παύλος το είχε αντιληφθή τόσο σοβαρά αυτό ώστε έγραψε: «Εάν κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα· επειδή ανάγκη επίκειται εις εμέ· ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω.» Ως ένας Χριστιανός που είχε γνώσι των σκοπών του Ιεχωβά, ο Παύλος εγνώριζε ότι αυτό αποτελούσε μια υποχρέωσι, μια επιστασία που του είχε ανατεθή.—Ρωμ. 10:13, 14, ΜΝΚ· 1 Κορ. 9:16.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
17. Τι επιχειρήματα προβάλλουν μερικοί εναντίον της συμμετοχής στη διακονία; Είναι τα επιχειρήματα αυτά βάσιμα;
17 Ίσως να πήτε, ‘Καλά αυτό ήταν εν τάξει για τον Ιησού και τους αποστόλους, εγώ, όμως, δεν είμαι εκπαιδευμένος ή εξηρτισμένος για τη διακονία’. Σχετικά με αυτό είναι ενδιαφέρον να σημειώσετε τι λέγει Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία, έκδοσις 1907, κάτω από τον τίτλο «Διαφθορά της Χριστιανοσύνης»: «Οι άνθρωποι ήσαν συχνά διατεθειμένοι να φαντάζωνται ότι οι ιερείς μπορούσαν να υπηρετούν τον Θεό από τη θέσι τους, και ότι υπήρχαν μυστήρια στη θρησκεία που οι ιερείς κατανοούσαν, αλλ’ από τα οποία οι λαϊκοί δεν εχρειάζετο να γνωρίζουν τίποτε και δεν εδικαιούντο να τα ερευνήσουν. Επομένως ήσαν έτοιμοι ν’ ακολουθούν τυφλά την καθοδήγησι των ιερέων σε θρησκευτικά ζητήματα, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος εμπιστεύεται για τα νομικά του συμφέροντα στον δικηγόρο του, κάνοντας ό,τι αυτός του συνιστά και μη θεωρώντας αναγκαίο για τον εαυτό του να μελετήση τον νόμο.» Μολονότι αυτή είναι μια αντίληψις που επικρατεί σήμερα, θυμηθήτε ότι αυτό υπήρξε μια από τις διαφθορές της Χριστιανοσύνης.
18. Πώς ο λαός του Ιεχωβά διδάσκεται και εκπαιδεύεται;
18 Ο Θεός δεν αποκρύπτει τους σκοπούς του ή την αλήθεια του από τους ανθρώπους, οι οποίοι ειλικρινά επιθυμούν να μάθουν, ενώ την αποκαλύπτει σ’ ένα εκλεκτό όμιλο, ο οποίος μπορεί να επωφεληθή με το να την κηρύττη. Πραγματικά, ο Ιησούς εδήλωσε στο Ματθαίος 11:25: «Δοξάζω σε, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά εις νήπια.» Ναι, ακόμη και νεαρά παιδιά μπορούν να λάβουν ακριβή κατανόησι των Γραφικών αληθειών με οικογενειακή και εκκλησιαστική μελέτη και με την καθοδήγησι του πνεύματος του Θεού. Κατόπιν το επόμενο βήμα για έναν που επιθυμεί να ευαρεστήση τον Ιεχωβά είναι να θέση τη γνώσι αυτή σε χρήσι. Ακριβώς όπως ο Ιησούς απέστειλε τους πρώτους Χριστιανούς ανά δυο για την εκπαίδευσί τους και την ενθάρρυνσί τους, αφού προηγουμένως τους έδωσε οδηγίες, έτσι και οι μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα ακολουθούν ένα παρόμοιο υπόδειγμα εκπαιδεύσεως βασιζόμενο στο αποστολικό παράδειγμα. Εις Εφεσίους 4:12 ο Παύλος αναφέρει την «τελειοποίησιν των αγίων» από ικανούς άνδρες. Το εκπαιδευτικό αυτό έργο εξακολουθεί ακόμη να γίνεται σήμερα.
19. Πώς μπορεί να γίνη κανείς ικανός για τη διακονία;
19 Επί πλέον, οι ικανότητες γι’ αυτή την υπηρεσία δεν προέρχονται από ανθρώπους, αλλά, μάλλον, από τον Θεό και μέσω του Λόγου του, καθώς είπε ο απόστολος Παύλος: «Ουχί διότι είμεθα ικανοί αφ’ εαυτών να νοήσωμεν τι, ως εξ ημών αυτών, αλλ’ η ικανότης ημών είναι εκ του Θεού· όστις και έκαμεν ημάς ικανούς να ήμεθα διάκονοι της καινής διαθήκης.» (2 Κορ. 3:5, 6) Και σεις, επίσης, μπορείτε να εκπαιδευθήτε γι’ αυτή την υπηρεσία και να χρησιμοποιήσετε τη ζωή σας για να υπηρετήτε τον Ιεχωβά. Σ’ όλον τον κόσμο υπάρχουν τακτικές συναθροίσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά προς τον σκοπόν της εκπαιδεύσεως ανδρών και γυναικών, που επιθυμούν να υπηρετήσουν τον Δημιουργό τους και οι οποίοι θέλουν να συμμετάσχουν στην εκτέλεσι των οδηγιών του Ιησού να κηρύξουν τα αγαθά νέα της Βασιλείας. Υπάρχει έργο για τον καθένα. Αυτή η δραστηριότης της διδασκαλίας των αληθειών του Λόγου του Θεού στους ανθρώπους διενεργείται ημέρα και νύχτα παγκοσμίως.—Αποκάλ. 7:15.
20, 21. Πρέπει ν’ αναμείνη κανείς πολύν χρόνον προτού συμμετάσχη στη διακήρυξι της αληθείας σε άλλους; Γιατί είναι τώρα επείγον;
20 Η μεγίστη ευτυχία στη ζωή έρχεται από τη διδασκαλία της αληθείας σε άλλους. Αφού μελετήσωμε για να μάθωμε την αλήθεια σχετικά με τους σκοπούς του Ιεχωβά όπως εκτίθενται στις Γραφές, τότε είμεθα σε θέσι να διδάξωμε άλλους. (Ρωμ. 2:21) Η Σαμαρείτις γυνή, στην οποία μίλησε ο Ιησούς κοντά στο φρέαρ, δεν απεσύρθη ωσότου έκρινε ότι έμαθε όλα όσα εχρειάζετο προτού σπεύση να πη στους ανθρώπους της πόλεως: «Έλθετε να ίδητε άνθρωπον, όστις μοι είπε πάντα όσα έπραξα· μήπως ούτος είναι ο Χριστός;» Εγνώριζε αρκετά ώστε να κατευθύνη τους ανθρώπους στην πηγή των πληροφοριών. Έπειτα, αφού οι Σαμαρείται ήλθαν και άκουσαν τον Ιησού της είπαν: «Δεν πιστεύομεν πλέον δια τον λόγον σου· επειδή ημείς ηκούσαμεν και γνωρίζομεν ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου.»—Ιωάν. 4:29, 42.
21 Δεν υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη αναβολής. Οι αλιείς μαθηταί στις ημέρες του Ιησού δεν ανέμεναν, αλλά τον ακολούθησαν στη διακονία. Ο Παύλος δεν ανέμενε όταν έλαβε την πρόσκλησι για τη διακονία και έλαβε οδηγίες από τον Ανανία, αλλ’ οι Γραφές τονίζουν ότι, ύστερ’ από λίγες μόλις ημέρες με τους μαθητάς στη Δαμασκό, «ευθύς εκήρυττεν εν ταις συναγωγαίς τον Χριστόν.» (Πράξ. 9:19, 20) Τώρα η διακονία είναι πολύ περισσότερο επείγουσα λόγω των καιρών στους οποίους ζούμε, οι δε λόγοι για να υπηρετήση κανείς τον Θεό είναι ακόμη ισχυρότεροι: «Ο κόσμος παρέρχεται, και η επιθυμία αυτού· όστις όμως πράττει το θέλημα του Θεού, μένει εις τον αιώνα.» Γι’ αυτό τώρα είναι καιρός να χρησιμοποιήση κανείς τη ζωή για να υπηρετήση τον Ιεχωβά.—1 Ιωάν. 2:17.
22. Γιατί είναι σοφό να χρησιμοποιήσωμε τη ζωή μας για να υπηρετούμε τον Ιεχωβά;
22 Μη πήτε καθώς είπαν οι Ισραηλίται, όταν προσέφεραν χωλά και ανάπηρα ζώα για θυσία: «Μάταιον είναι να δουλεύη τις τον Θεόν.» Ελάμβαναν τη στάσι του «ημείς μακαρίζομεν τους υπερήφανους· ναι, οι εργαζόμενοι την ανομίαν υψώθησαν ναι, οι πειράζοντες τον Θεόν, και αυτοί εσώθησαν.» Αντιθέτως, θυμηθήτε ότι αυτός είναι ο καιρός που «οι φοβούμενοι τον Ιεχωβά ελάλουν προς αλλήλους· και ο Ιεχωβά προσείχε, και ήκουε.» Και ποιο είναι το αποτέλεσμα της χρησιμοποιήσεως της ζωής στην υπηρεσία του Ιεχωβά; Μας διαβεβαιοί ότι «εγράφη βιβλίον ενθυμήσεως ενώπιον αυτού, περί των φοβούμενων τον Ιεχωβά, και των ευλαβουμένων το όνομα αυτού.» Έτσι, αν θέλετε να είσθε ένας από τους ευτυχείς εκείνους, τους οποίους θα ενθυμηθή ο Ιεχωβά για ζωή στο δίκαιο νέο του σύστημα πραγμάτων, τότε χρησιμοποιήστε τη ζωή σας για να υπηρετήτε αυτόν τώρα, εξαγγέλλοντας τα αγαθά νέα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Ιεχωβά.—Μαλαχ. 3:14-16.
[Εικόνα στη σελίδα 518]
«Δεν ευρέθησαν άλλοι να υποστρέψωσι δια να δοξάσωσι τον Θεόν, ειμή ο αλλογενής ούτος;»