Εκείνοι που Πιστεύουν στην Καλή Τύχη
Είναι σοφοί; Ποιος είναι ο προορισμός των;
ΕΙΝΑΙ ανυπέρβλητα παράδοξο το ότι σ’ ένα λαό με τόσο μακρά ιστορία θείων πράξεων ευλογίας και προστασίας, τους Ιουδαίους, έπρεπε ν’ απευθυνθούν από τον προφήτη του Θεού τα εξής λόγια: «Σεις όμως, είσθε οι εγκαταλείποντες τον Ιεχωβά, οι λησμονούντες το άγιόν μου όρος, οι ετοιμάζοντες τράπεζαν εις τον θεόν της Τύχης, και οι κάμνοντες σπονδήν εις τον θεόν της Ειμαρμένης.» (Ησ. 65:11, ΜΝΚ) Είχαν πράγματι λησμονήσει το Όρος Σιών, όπου υπήρχε ένας άγιος ναός, ως τόπος της αποκλειστικής λατρείας του Ιεχωβά. Εξακολουθούσαν, είναι αλήθεια, να ασκούν μια μορφή λατρείας εκεί, αλλά οι καρδιές των δεν ήσαν σ’ αυτόν. Ειδωλολατρικές δεισιδαιμονίες και ανθρώπινες λογικεύσεις είχαν τελείως υποβιβάσει την άποψί τους για το άγιον όρος του Ιεχωβά. Γι’ αυτούς η παρουσία του ναού στην πρωτεύουσά τους ήταν ένα δεδομένον ότι ο Ιεχωβά ήταν υποχρεωμένος να τους προστατεύη και να τους ευλογή άσχετα με την αποτυχία τους να βαδίζουν στα διατάγματά του. Ήταν σαν ένα φυλαχτό.—Ιερεμ. 7:1-15.
Αναπαραστήστε για τον εαυτό σας το ωραίο εκείνο συγκρότημα κτιρίων, κείμενο επάνω σ’ ένα επιφανές οροπέδιο, κατασκευασμένο με λευκόλιθο που έλαμπε, διακοσμημένο με φύλλα από σφυρήλατο χρυσό, που συλλαμβάνει και αντανακλά τις ακτίνες του ηλίου!1 Φαντασθήτε πόσο λαμπρό θα ήταν το θέαμα! Αν ένα τέτοιο οικοδόμημα ευρίσκετο στην πρωτεύουσα της γενεθλίου χώρας σας και ήταν στενά συνταυτισμένο με τη θρησκεία σας, πόσο υπερήφανος θα ήσθε!
Κρατείτε στη διάνοιά σας το επιβλητικό αυτό σκηνικό καθώς διαβάζετε την αφήγησι που αναγράφεται στον Λουκάν 21:5, 6: «Και ενώ τινές έλεγον περί του ιερού, ότι είναι εστολισμένον με λίθους ωραίους και αφιερώματα, είπε [ο Ιησούς], Ταύτα τα οποία θεωρείτε, θέλουσιν ελθεί ημέραι, εις τας οποίας δεν θέλει αφεθή λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή.» Μόνον ολίγοι Ιουδαίοι των ημερών εκείνων θα είχαν δώσει πίστι σ’ αυτή την πρόβλεψι. Μήπως δεν ήσαν οι φυσικοί απόγονοι του Αβραάμ και επομένως οι ευνοούμενοι του Θεού; Μήπως δεν ήταν προορισμός των να γίνουν ένα μεγάλο έθνος, το μέγιστο, πράγματι; Ώστε αδιάφορο πόσο είχαν εκπέσει ή διαφθαρή, αν μόνο παρέμεναν στενά προσκολλημένοι στον άγιο ναό και την πόλι, θα επετύγχαναν κατά κάποιον τρόπο.
Μπορεί κανείς να φαντασθή καλά πώς τέτοιοι λάτρεις τόπων ιερών αντικειμένων εδέχθησαν τους περαιτέρω προειδοποιητικούς λόγους του Ιησού: «Όταν δε ίδητε την Ιερουσαλήμ περικυκλουμένην υπό στρατοπέδων, τότε γνωρίσατε ότι επλησίασεν η ερήμωσις αυτής.» (Λουκ. 21:20) Εν τούτοις, εκείνη η ιδία γενεά επρόκειτο να γεμίση πλήρως το ποτήριον της πονηρίας των, πέραν του σημείου της ελεήμονος μακροθυμίας του Ιεχωβά, με την απόρριψι και τον βίαιο θάνατο που επέφερε σ’ αυτόν τον Υιό του, τον Μεσσία. Η ευδοκία του Θεού επλησίαζε να τερματισθή. Η απόρριψίς των ήταν πλησιέστερα από όσο ενόμιζαν. Η απόφασις του Θεού εναντίον των επρόκειτο να εκτελεσθή: «Θέλω σας αριθμήσει δια την μάχαιραν, και πάντες θέλετε κύψει εις την σφαγήν· διότι εκάλουν, και δεν απεκρίνεσθε· ελάλουν, και δεν ηκούετε· αλλ’ επράττετε το κακόν ενώπιόν μου, και εκλέγετε το μη αρεστόν εις εμέ.»—Ησ. 65:12.
Στα συγγράμματα του Ιουδαίου ιστορικού Ιωσήπου μπορούμε να διαβάσωμε την καταπληκτική εκπλήρωσι της προφητείας του Ιησού καθώς άρχισε να εκτυλίσσεται ακριβώς τριάντα χρόνια αφότου την ανέφερε ο Ιησούς. Αυτός ο ίδιος ο Ιώσηπος συνελήφθη ως αιχμάλωτος πολέμου από τους Ρωμαίους και έγινε ένας ακούσιος μάρτυς των πολλών τρομερών θλίψεων που κατέπιαν τον λαό του. Υπήρχαν πολλές φατρίες μεταξύ των Ιουδαίων, πολλοί φανατικοί ριζοσπάσται, που έσπειραν ανταρσία εναντίον της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, ανήσυχοι εκζητηταί κάθε καινοτομίας σε κάθε σφαίρα της ζωής. Ρωμαϊκές λεγεώνες με αρχηγό τον Σέστιο Γάλλο απεστάλησαν τελικά το έτος 66 μ.Χ. να καταπνίξουν την ανταρσία και να τιμωρήσουν τους παραβάτας. Οι στρατιές του εισήλθαν ως τα προάστια της Ιερουσαλήμ κι έσπειραν ερήμωσι, αλλά πάρα πολλοί από τους κατοίκους απεσύρθησαν πίσω από τα τείχη της πόλεως και ετοιμάσθηκαν για πολιορκία. Ο κοινός λαός ευχαρίστως θα άνοιγε τις πύλες στον Σέστιο. Εν τούτοις, τον έλεγχο είχε ένας όμιλος από αδιαλλάκτους επαναστάτας, οι οποίοι δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν περί συνθηκολογήσεως. Τα εχθρικά στρατεύματα περιεκύκλωσαν την πόλι. Τότε ήλθε η πιο απροσδόκητη εξέλιξις, όπως την αναφέρει ο Ιώσηπος: «Συνέβη τότε ώστε ο Σέστιος δεν εγνώριζε τίποτε ούτε για την απόγνωσι των πολιορκουμένων, ούτε για το πόσο ο λαός ήταν υπέρ εκείνου· κι έτσι ανεκάλεσε τους στρατιώτες του από τη γραμμή, και απελπισμένος ότι θα την κατελάμβανε, δίχως να πέση σε δυσμένεια, απεσύρθη από την πόλι, άγνωστο στον κόσμο γιατί.»2
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΑΓΝΟΗΘΗΚΕ
Πόσο υπερήφανα περιχαρείς ήσαν οι Ιουδαίοι γι’ αυτή την προφανή νίκη! Αναμφιβόλως έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ο Ιεχωβά ήταν μαζί τους και ότι αυτό ήταν μια ακόμη απόδειξις ότι εδικαιώθησαν ελπίζοντας ότι όλα θα πάνε καλά. Θα έπρεπε, πράγματι, να δώσουν προσοχή στην επείγουσα προειδοποίησι του Ιησού: «Τότε [όταν θα έβλεπαν την Ιερουσαλήμ περικυκλουμένην από στρατεύματα] οι όντες εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν εις τα όρη· και οι εν μέσω αυτής ας αναχωρώσιν έξω· και οι εν τοις αγροίς ας μη εμβαίνωσιν εις αυτήν. Διότι ημέραι εκδικήσεως είναι αύται, δια να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα.» (Λουκ. 21:21, 22) Μόνον μερικές χιλιάδες, ακόλουθοι του καταφρονημένου Ιησού από Ναζαρέτ και οι λίγοι που είχαν επηρεασθή από αυτούς, έδωσαν προσοχή στο προειδοποιητικό σημείο των στρατευμάτων που είχαν στρατοπεδεύσει γύρω από την πόλι και έφυγαν στα όρη της Γαλαάδ πέραν του Ιορδάνου αμέσως μόλις ο Σέστιος απέσυρε τα στρατεύματά του.
Από το άλλο μέρος, οι άπιστοι, προληπτικοί Ιουδαίοι παρέμειναν προσκολλημένοι στην αγία πόλι τους και το ναό, ενώ άλλα πλήθη από τα γύρω χωριά μπήκαν στην πόλι από φόβο αναμενομένης αντεκδικήσεως εκ μέρους των Ρωμαίων. Πράγματι, το Πάσχα του 70 μ.Χ. ένα απέραντο πλήθος από όλα τα μέρη της Παλαιστίνης αύξησαν τον πληθυσμό πολύ υπεράνω του κανονικού. Κάτω από αυτές τις κρίσιμες περιστάσεις οι λεγεώνες του Στρατηγού Τίτου επολιόρκησαν την πόλι. Ο ιστορικός αφηγείται πώς ο Τίτος έλαβε απόφασι να «κτίση ένα τοίχο ολόγυρα από την πόλι, που, καθώς ενόμιζε, ήταν ο μόνος τρόπος για να εμποδισθούν οι Ιουδαίοι να βγουν οπωσδήποτε. . . . Έτσι κάθε ελπίδα διαφυγής είχε αφαιρεθή τώρα από τους Ιουδαίους, μαζί με την ελευθερία να βγουν έξω από την πόλι.»3
Ο Ιώσηπος αφηγείται πώς, σ’ ένα κρίσιμο σημείο, καθώς οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τον λόφο όπου ήταν ο ναός, μερικοί φανατικοί Ιουδαίοι, εξηντλημένοι από την πείνα και τη ζέσι της πολιορκίας, επεχείρησαν, εν τούτοις, μια απελπισμένη απόπειρα διασώσεως του ιερού των οίκου από βεβήλωσι. Η απελπισία, που είχε αναμιχθή με μια φλογερή πίστι ότι κατά κάποιον τρόπο την τελευταία στιγμή ο Ιεχωβά θα επενέβαινε και θα πολεμούσε γι’ αυτούς, τους εγαλβάνισε ώστε ν’ αναλάβουν άγριες εφόδους εναντίον των εισβολέων. Σύντομα, όμως, αντίθετα με την επιθυμία που είχε εκφράσει ο Τίτος, ο ναός ήταν σε φλόγες, και καθώς το λέγει ο Ιώσηπος, «έτσι ο άγιος οίκος επυρπολήθη χωρίς την έγκρισι του Καίσαρος (του Τίτου).»4 Ένα μελαγχολικό θέαμα έπρεπε να είναι για τους Ιουδαίους, που επιζούσαν ακόμη, το να βλέπουν τον ένδοξο άγιο τόπο τους να έχη καταντήσει ένας σκελετός από μαυρισμένες πέτρες, γεμάτος από ανθρακιές και υπολείμματα των περιφήμων σκαλιστών κεδρίνων επίπλων από τα οποία ανέβαινε καπνός.
Σε λίγο ολόκληρη η πόλις ήταν στο έλεος των Ρωμαίων. Ένα εκατομμύριο και πλέον Ιουδαίοι απωλέσθησαν, είτε στη μάχη είτε από την πείνα που επέφερε η πολιορκία. Περίπου 97.000 αιχμάλωτοι απεστάλησαν ως δούλοι στην Αίγυπτο και σε άλλα μακρινά μέρη. Γονείς, οι οποίοι είχαν ανθέξει στο μαρτύριο του να παρακολουθούν αβοήθητα τα νεαρά των παιδιά να εξαντλούνται και να πεθαίνουν από την πείνα, τώρα επρόκειτο, επίσης, να υποστούν τον σπαραγμό να βλέπουν τα παιδιά των που επέζησαν ν’ αποχωρίζωνται απ’ αυτούς και ν’ αποστέλλωνται σε δουλεία με μικρή μόνο ελπίδα κάποιας μελλοντικής εκ νέου ενώσεως. Πόσο τρομερά ακριβής ήταν η προφητεία του Ιησού: «Ουαί δε εις τας εγκυμονούσας και τας θηλαζούσας εν εκείναις ταις ημέραις· διότι θέλει είσθαι μεγάλη στενοχωρία επί της γης, και οργή κατά του λαού τούτου. Και θέλουσι πέσει εν στόματι μαχαίρας, και θέλουσι φερθή αιχμάλωτοι, εις πάντα τα έθνη.» (Λουκ. 21:23, 24) Πού ήταν τώρα η ευνοουμένη θέσις των με τον Θεό—να ελπίζουν ότι όλα θα πάνε καλά;
Ο Ιώσηπος αναφέρει κατόπιν ότι «ο Καίσαρ διέταξε όπως [οι λεγεώνες του] κατεδαφίσουν τώρα ολόκληρη την πόλι και το ναό . . . Αυτό ήταν το τέλος, στο οποίον έφθασε η Ιερουσαλήμ λόγω της παραφροσύνης εκείνων οι οποίοι ήθελαν καινοτομίες [φανατικών, στασιαστών Ιουδαίων], μία πόλις μεγάλης μεγαλοπρεπείας άλλοτε, και μεγάλης φήμης μεταξύ όλου του ανθρωπίνου γένους.»5 Πράγματι, ούτε μια πέτρα επάνω σε άλλη πέτρα δεν είχε μείνει εκεί, ακριβώς όπως ο Ιησούς είχε προειδοποιήσει. Ακόμη και τα ιερά σκεύη και τα έπιπλα, κάθε τι, που μπορούσε να μεταφερθή, παρελήφθη από τον εχθρό για να στολισθή η θριαμβευτική παρέλασις του Στρατηγού Τίτου στη Ρώμη.
ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΙΣΤΑΜΕΘΑ;
Εν τούτοις, και σ’ αυτή την κρίσιμη εποχή μας, ακούμε συχνά ανθρώπους να λένε, ‘Δεν μπορούμε να κάνωμε τίποτε, αλλά μόνο να ελπίζωμε ότι όλα θα πάνε καλά.’ Αυτοί οι άνθρωποι μάλλον πιστεύουν στην Καλή Τύχη. Πόσο ανόητο είναι να επιτρέπωμε στον εαυτό μας να διακρατή τη μάταιη ιδέα ότι είμεθα τυχεροί που γεννηθήκαμε σε κάποια ειδική φυλή ή έθνος· ότι είμεθα ασφαλείς εφ’ όσον είμεθα προσκολλημένοι σε κάποια μεγάλη και επιβλητική θρησκευτική οργάνωσι· ότι το ιδιαίτερο έθνος μας είναι ανώτερο, ευνοούμενο από τους θεούς, μ’ έναν ένδοξο προορισμό μπροστά του! Είναι η θέσις μας ισχυρότερη από τη θέσι των Ιουδαίων; Τα πλεονεκτήματά των δεν τους ωφέλησαν. Αναγκάσθηκαν να παραστούν μάρτυρες της διαλύσεως σε χαλίκια και στάχτη του ονείρου των για μια ένδοξη μοίρα διότι παρήκουσαν στον Θεό.
Η σοφή πορεία είναι να σχηματίσωμε ορθή αντίληψι της καταστάσεώς μας και να εξακριβώσωμε πώς μπορούμε να διαφύγωμε, ν’ αποχωρισθούμε από ένα καταδικασμένο σύστημα πραγμάτων, όπως έκαμαν οι πιστοί εκείνοι ακόλουθοι του Χριστού, που εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ τον κατάλληλο καιρό. Αυτοί ήσαν εκείνοι, που επέζησαν και οι οποίοι μπορούσαν να αισθανθούν παρηγορία από την προσδοκία, που ηγέρθη από τους λόγους του Ιησού, όταν προσέθεσε στην προφητεία του: «Και η Ιερουσαλήμ θέλει είσθαι πατουμένη υπό εθνών, εωσού εκπληρωθώσιν οι καιροί των εθνών.» (Λουκ. 21:24) Αντί να προσφέρωμε λατρεία στους βωμούς της Καλής Τύχης και της Μοίρας, πρέπει να στραφούμε στον μόνο Δημιουργό Θεό, τον Ιεχωβά, και να τον λατρεύσωμε «εν πνεύματι και αληθεία», διότι αυτός είναι που μπορεί ν’ αντικαταστήση και θ’ αντικαταστήση τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις των εθνών με την κυβέρνησι της ενδόξου Βασιλείας του, η οποία θ’ αποβή προς ευλογίαν των ανδρών και γυναικών κάθε φυλής και έθνους, οι οποίοι φοβούνται αυτόν κι εργάζονται δικαιοσύνην.—Πράξ. 10:34, 35.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, Βιβλίον Ε΄, κεφ. 5ον, παραγρ. 6.
2 Αυτόθι, Βιβλίον Β΄, κεφ. 19ον, παραγρ. 7.
3 Αυτόθι, Βιβλίον Ε΄, κεφ. 12ον, παραγρ. 1-3.
4 Αυτόθι, Βιβλίον ΣΤ΄, κεφ. 4ον, παραγρ. 7.
5 Αυτόθι, Βιβλίον Ζ΄, κεφ. 1ον, παραγρ. 1.