Η Σύνοδος του Βατικανού Βεβαιώνει και Πάλι «Την Πραγματικότητα του Άδου»
Ο ΑΔΗΣ δεν είναι ένα δημοφιλές θέμα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίον οι θεολόγοι και οι κληρικοί γενικά το αγνοούν. Έτσι, ένας διακεκριμένος κήρυξ της Νέας Υόρκης ανέγραψε στο βιβλίο του Ουρανός και Άδης ότι το θέμα έπαυσε να είναι επί εξήντα περίπου χρόνια το αντικείμενο οποιασδήποτε θρησκευτικής ομιλίας στην εκκλησία του, μια από τις μεγαλύτερες και πιο συγχρονισμένες εκκλησίες της πόλεως.
Προφανώς, λόγω αυτής της διστακτικότητος εκ μέρους του κλήρου να κηρύξη περί άδου ως τόπου αιωνίων βασάνων, η 2 Σύνοδος του Βατικανού, στην τρίτη συνεδρίασί της, ενόμισε ότι εκαλείτο να βεβαιώση και πάλι τη Ρωμαϊκή Καθολική δοξασία τη σχετική με την πραγματικότητα του άδου, ως τόπου αιωνίων βασάνων. Έτσι, ένα τηλεγράφημα του πρακτορείου UPI ανέφερε: «Η Οικουμενική Σύνοδος . . . εψήφισε σε τέσσερες σχεδόν ομοφώνους ψηφοφορίες υπέρ της επιδοκιμασίας ενός κειμένου, που κάνει έκκλησι για καθημερινή αγρυπνία όσον αφορά το μέλλον της εκκλησίας στον ουρανό. Το κείμενο, που θ’ αποτελέση το 7ο κεφάλαιο ενός φυλλαδίου σχετικού με την εκκλησία, ετροποποιήθη έτσι ώστε να βεβαιώνη και πάλι την πραγματικότητα του άδου ως τόπου αιωνίας τιμωρίας των αμαρτιών.»—Ντέμοκρατ εντ Κρόνικλ, Ρότσεστερ, Νέας Υόρκης, 20 Οκτωβρίου 1964,
Μόλις μια εβδομάδα αργότερα οι Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέγραψαν ότι ένας ανώτερος κληρικός είπε στη Σύνοδο περαιτέρω πάνω στο θέμα αυτό: «Πολλά εκατομμύρια ανθρώπων αποτυγχάνουν να εννοήσουν πώς είναι δυνατόν ν’ αναμένη κανείς από τον Θεόν τον Πατέρα να καταδικάση ένα άτομο να είναι στον άδη σε όλη την αιωνιότητα για ένα τέτοιο πράγμα, όπως είναι η βρώσις κρέατος την Παρασκευή, θέτοντας έτσι ένα τέτοιο άτομο στην ίδια κατηγορία μ’ ένα μοιχόν αθεϊστή. Η νοοτροπία που ευθύνεται για τέτοια θέσπισι, φαίνεται να είναι μάλλον νομικής φύσεως παρά γνησίως θρησκευτικής και κάνει την Εκκλησία πηγή γέλωτος.» Σημειώστε, εν τούτοις, ότι ο ιεράρχης δεν κάνει διάκρισι στη διδασκαλία του αιωνίου βασανισμού, τουλάχιστον σχετικά με το ποια αξία θα είχε μια τέτοια τιμωρία.
Και τι ακριβώς είναι η «πραγματικότης του άδου»; Ενώ υπάρχει κάποια διαφωνία μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων ως προς τη φύσι των βασάνων στον άδη, συμφωνούν ότι είναι οδυνηρά και ότι είναι παντοτινά, διαρκούν αιωνίως. Όσον αφορά τη φύσι των βασάνων, ένας διακεκριμένος ομιλητής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες λέγει: «Οι άνθρωποι στον άδη είναι χαμένοι εντελώς και χωρίς ελπίδα . . . Πρέπει συνεχώς να διάγουν μια εντελώς ματαία και αθλία ζωή. Θα εφαίνετο σχεδόν αδύνατο ότι θα μπορούσε οτιδήποτε να προστεθή στα βάσανα, στα οποία οι χαμένοι καταθλίβονται εξαιτίας του ότι έχασαν τον Θεό. Είναι ασυγκρίτως η χειρότερη πλευρά της εικόνος τού τι σημαίνει να είναι ένας μια χαμένη ψυχή . . . Ο Κύριός μας επανειλημμένως εδιάλεξε τη λέξι ‘πυρ’ για να περιγράψη την αιτία του βασανισμού στον άδη. Η Καθολική Εκκλησία πάντοτε είδε στους λόγους Του την έκφρασι ενός πραγματικού πυρός, που θα επηρέαζε χαμένες ψυχές και θα τις έκανε να αισθάνωνται πόνο παρόμοιο μ’ εκείνον που αισθανόμεθα τώρα όταν καιώμεθα με φωτιά. . . . Το πυρ του άδου [εν τούτοις] ουδέποτε σβήνεται, δεν δίνει φως και δεν καταστρέφει.»—Τι Συμβαίνει Μετά Θάνατον, Ανώτατον Συμβούλιον των Ιπποτών του Κολόμβου.
ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η ΓΡΑΦΗ;
Τι θα πούμε για όλη αυτή τη διδασκαλία τη σχετική μ’ ένα κατά γράμμα πύρινον άδη, στον οποίον οι αμαρτωλοί θα βασανίζωνται αιωνίως; Διδάσκει μήπως η Γραφή μια τέτοια διδασκαλία;
Όχι, δεν διδάσκει! Στην αρχή ο Θεός προειδοποίησε τον Αδάμ ότι, «εάν φάγης εξ αυτού [του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού] η καταδίκη σου είναι θάνατος», όχι αιώνια βάσανα. Και όταν ο άνθρωπος παρήκουσε, ο Θεός δεν άλλαξε αυτόν τον νόμο εξ ποστ φάκτο [κατόπιν γεγονότος], μετά την πράξι που είχε γίνει, αλλ’ είπε στον Αδάμ: «Θέλεις τρώγει τον άρτον σου με τον ιδρώτα του μετώπου σου, έως ότου επιστρέψης εις την γην εξ ης ελήφθης· χώμα είσαι, και εις το χώμα θέλεις επιστρέψει.» Ο Θεός δεν είπε στον Αδάμ ότι θα μετέβαινε σ’ έναν πύρινον άδη, αλλ’ ότι θα επέστρεφε στη γη.—Γέν. 2:17· 3:19.a
Επειδή ο Αδάμ είχε αμαρτήσει εκούσια και αδικαιολόγητα, με την οποία αμαρτία έφερε θάνατο σε όλο το ανθρώπινο γένος, ο Αδάμ επέστρεψε—πού; Στα αιώνια βάσανα; Ασφαλώς όχι! Αλλά εκεί που υπήρχε πριν δημιουργηθή. Και πού ήταν ο Αδάμ πριν δημιουργηθή; Ήταν σε μια κατάστασι ανυπαρξίας, όπως το χωρίς ζωή χώμα του εδάφους. Συνεπώς, αν επρόκειτο να επιστρέψη εκεί όπου ήταν προηγουμένως, πού θα ήταν; Σ’ ένα πύρινο άδη, υποφέροντας συνειδητώς απερίγραπτα βάσανα; Όχι, αλλά σε μια κατάστασι ανυπαρξίας. Με άλλα λόγια, ο Αδάμ κατεστράφη, όταν απέθανε. Τούτο συμφωνεί με τους λόγους του ψαλμωδού: «Ο Κύριος αγρύπνως φυλάττει πάντας τους αγαπώντας αυτόν, σημειώνει δε τους πονηρούς προς καταστροφήν.» Όταν ο Αδάμ εσκεμμένως αμάρτησε, ‘εσημειώθη προς καταστροφήν’ από τον Θεό, και στο τέλος των 930 ετών της ζωής του απέθανε.—Ψαλμ. 144:20 (145:20, Νεοελληνική Μετάφρασις).
Ας σκεφθούμε πάνω στο θέμα αυτό. Η Γραφή μάς λέγει ότι η ζωή είναι δώρον από τον Θεό. Και αντιπαραβάλλει, όχι τη ζωή στον ουρανό με τη ζωή στον άδη, αλλά τη ζωή με την έλλειψι ζωής, τον θάνατο: «Επικαλούμαι ουρανόν και γην να μαρτυρήσουν σήμερον ότι έθεσα αυτήν την εκλογήν ενώπιόν σας, την ζωήν ή τον θάνατον.» (Δευτ. 30:19) Ο Αδάμ, όταν εδημιουργήθη και του εδόθη η πνοή της ζωής, έλαβε το δώρον της ζωής. Αλλά λόγω της αποτυχίας του να το εκτιμήση, όπως εδείχθη από τις πράξεις του, ο Θεός το αφήρεσε απ’ αυτόν.
Είναι εντελώς δίκαιο και λογικό να θέση ένας δωρητής ωρισμένους όρους για ένα δώρο, ο δε όρος που έθεσε ο Θεός για το δώρο της ζωής ήταν υπακοή. Δεν ήταν ένας παράλογος ή άδικος όρος. Επειδή ο Αδάμ απέτυχε να τηρήση αυτόν τον όρο, ο Θεός αφήρεσε το δώρο του της ζωής, τούτο δε κατέληξε στον θάνατο του Αδάμ και της Εύας. Όσον αφορά τους απογόνους των, εφόσον οι γονείς των δεν μπορούσαν να μεταβιβάσουν στα τέκνα τους αυτό πού οι ίδιοι δεν είχαν, αυτά εγεννήθησαν έχοντας κληρονομήσει την αμαρτία που οδηγεί στον θάνατο. Όλο αυτό συμφωνεί με τον κανόνα: «Η αμαρτία προσφέρει θάνατον, ως αμοιβήν»—όχι αιώνια βάσανα· «Ο Θεός χορηγεί εις ημάς αιώνιον ζωήν ως δώρον, δια Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών.»—Ρωμ. 6:23.
Η αρχή αυτή διαφαίνεται στους νόμους του Θεού προς τον Ισραήλ. Η αυστηρότερη ποινή για οιονδήποτε έγκλημα ήταν θάνατος με λιθοβολισμό, που εν συγκρίσει ήταν πράξις ελέους, εφόσον μια πέτρα στο κεφάλι ήταν αρκετή να καταστήση τον κατάδικο αναίσθητο. Μετά τον θάνατο, το σώμα θα μπορούσε να κρεμασθή επάνω σ’ ένα δένδρο ως προειδοποίησις, ή, στην περίπτωσι ενός περιβόητου εγκλήματος, εκαίετο. Αλλά δεν υπήρχε διαρκής βασανισμός που να επεβάλλετο, ούτε ακόμη και στους εκουσίως αμαρτωλούς. Για μικροτέρας σημασίας εγκλήματα υπήρχαν πρόστιμα και ενίοτε χτυπήματα, με μαστίγιο ή με δερμάτινη λωρίδα, χωρίς αυτά να υπερβαίνουν τα σαράντα. Το ίδιο το γεγονός ότι ο Θεός περιώρισε αυτά τα χτυπήματα, έδειχνε ότι δεν ήταν ένας Θεός που θα επέβαλλε αιώνιο βασανισμό σε οποιονδήποτε.—Δευτ. 25:3.
Θα μπορούσε καλώς να ερωτηθή, Ποίου είδους αμαρτία θα ήταν δυνατόν να κριθή αξία αιωνίου βασανισμού; Ακόμη και οι ανθρώπινες νομοθεσίες απαγορεύουν σκληρές και ασυνήθεις τιμωρίες. Είναι μήπως ο άνθρωπος περισσότερο φιλάγαθος και δίκαιος από τον Θεό; Η ίδια η αρχή του Θεού ‘οφθαλμός αντί οφθαλμού και ζωή αντί ζωής’ θ’ απέκλειε τον αιώνιο βασανισμό. Ποια αμαρτία θα ήταν αξία για μια αιωνιότητα βασάνων; Εκτός απ’ αυτό, τι καλό θα έκανε ή θα μπορούσε να κάμη; Το να καταστραφούν οι πονηροί σημαίνει απαλλαγήν, θα μπορούσε να πη κανείς, από βλαβερά απορρίμματα, αλλά ποια ωφέλεια υπάρχει στο να διατηρούνται και να βασανίζωνται για πάντα;—Δευτ. 32:4· 1 Ιωάν. 4:8.
Στ’ ανωτέρω μπορεί να προστεθή ότι η Γραφή μάς λέγει: «Ο Θεός, εν αρχή του χρόνου, εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην.» Αν ο άδης είναι ένας άλλος τόπος, πώς συμβαίνει ώστε να μη διαβάζωμε για το ότι έχει δημιουργηθή; Και αν εδημιουργήθη, πότε; Πριν ο Αδάμ αμαρτήση;—Γέν. 1:1.
Μπορεί, όμως, κάποιος να ρωτήση, Δεν αναφέρονται μήπως οι Γραφές σε τιμωρία δια πυρός; Ναι ο Ιησούς το κάνει αυτό στις παραβολές ή εξεικονίσεις του και το ίδιο κάνει και το βιβλίο της Αποκαλύψεως. Ας σημειώσωμε, όμως, ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό αλληγορική γλώσσα. Λόγου χάριν, στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, ο Λάζαρος εξεικονίζεται ως ευρισκόμενος στον κόλπο του Αβραάμ. Κατά γράμμα; Ασφαλώς όχι! Τότε, ούτε και ο πύρινος βασανισμός του πλουσίου είναι κατά γράμμα. Το ίδιο αληθεύει και για την παρατήρησι του Ιησού: «Εάν ο οφθαλμός σου σε σκανδαλίζη, έκβαλε αυτόν· καλήτερόν σοι είναι να εισέλθης μονόφθαλμος εις την βασιλείαν του Θεού, παρά έχων δύο οφθαλμούς να ριφθής εις την γέενναν του πυρός· ο σκώληξ ο οποίος τους κατατρώγει ουδέποτε τελευτά, και το πυρ ουδέποτε σβύνεται.» Καθώς δε, επίσης, ο Ιησούς δεν εννοούσε να εκβάλωμε κατά γράμμα τους οφθαλμούς μας, έτσι ανεφέρθη και στο «πυρ του άδου» με συμβολικό τρόπο.—Μάρκ. 9:46, 47· Λουκ. 16:19-31.
Γιατί, όμως, ο Ιησούς εχρησιμοποίησε τέτοια εξεικόνισι; Στο εδάφιο Μάρκος 9:46, 47 ανεφέρθη στην κοιλάδα που ωνομάζετο «Γέεννα», λέξις Ελληνική που εδώ αποδίδεται «άδης». Μέσα σ’ αυτή ερρίπτοντο τ’ απορρίμματα της πόλεως, μερικοί δε λέγουν ότι τα σώματα ή φθαρτά υπολείμματα των εγκληματιών, που δεν εκρίνοντο άξιοι μιας ευπρεπούς ταφής ή ότι δεν εδικαιούντο αναστάσεως, ερρίπτοντο, επίσης, σ’ αυτό το μέρος. Συνεπώς, το να ριφθή ένας στην πύρινη Γέεννα εσυμβόλιζε ότι θα ήταν αιωνίως κατεστραμμένος, χωρίς ελπίδα αναστάσεως. Μια έκφρασις παράλληλη προς αυτήν του Ιησού βρίσκεται στον Ησαΐα 66:24, που δείχνει ότι τα «φθαρτά υπολείμματα» [«κώλα»] είναι εκείνα, που θ’ αποτελέσουν ‘λείαν τώρα, στον ατελεύτητον σκώληκα, στο άσβεστον πυρ.’
ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ ΜΙΑ ΨΕΥΔΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Το γεγονός είναι ότι αυτή η ψευδής διδασκαλία του αιωνίου βασανισμού προϋποθέτει μια άλλη ψευδή διδασκαλία, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή. Η Γραφή λέγει: «Εκ του πηλού της γης, Κύριος ο Θεός έπλασεν άνθρωπον, ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού την πνοήν της ζωής, και έκαμεν εκ του ανθρώπου ζων πρόσωπον», ή ψυχήν, (Γέν. 2:7) Έτσι, ο άνθρωπος είναι ψυχή, ότι δε η ψυχή μπορεί να πεθάνη είναι σαφές από το εδάφιο Ιεζεκιήλ 18:4, που μας λέγει ότι «η ένοχος ψυχή αυτή πρέπει ν’ αποθάνη.» Εφόσον, λοιπόν, ο άνθρωπος είναι ψυχή, κι εφόσον, όταν πεθαίνη ο άνθρωπος, πεθαίνει η ψυχή, δεν μπορεί να υπάρξη αιώνιος βασανισμός για τον άνθρωπο μετά θάνατον, διότι είναι αδύνατον να βασανίζεται ένα νεκρό πρόσωπο.b Καθώς διαβάζομε στον Εκκλησιαστή 9:5: «Όταν ο θάνατος έρχεται, ουδέν θα γνωρίζουν πλέον· δεν δύνανται να λάβουν αμοιβήν.» Αν δεν γνωρίζουν τίποτε, δεν μπορούν να «εξουθενωθούν πλήρως και να είναι άθλιοι.» Επί πλέον, οι Γραφές μάς μιλούν για έναν αριθμό ατόμων, που πέθαναν κι επανήλθαν από τον τάφο, από τα οποία, όμως, κανένα δεν μίλησε για τις πείρες των, που ασφαλώς θα είχαν αποκτήσει, αν ευρίσκοντο σε συνειδητή κατάστασι μετά θάνατον!
Μπορούμε, λοιπόν, να δούμε, ότι, ενώ η Σύνοδος του Βατικανού είναι δυνατόν να βεβαιώνη και πάλι τη δοξασία της όσον αφορά την πραγματικότητα του άδου ως τόπου αιωνίου βασανισμού, η διδασκαλία αυτή δεν διδάσκεται στις Γραφές. Επιπρόσθετα σ’ αυτό, η διδασκαλία δεν συμφωνεί ούτε με τη λογική, ούτε με τη δικαιοσύνη, ούτε με την αγαθότητα, τις οποίες ιδιότητες, όπως μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή, τις έχει ο Θεός όλες!
[Υποσημειώσεις]
a Όλες οι Γραφικές περικοπές που παρατίθενται έχουν ληφθή από τη Ρωμαιοκαθολική μετάφρασι υπό Ρ. Α. Νοξ.
b Για λεπτομερή εξέτασι αυτού του σημείου, βλέπε το άρθρον «Ο Θάνατος και ο Άδης Δίδουν τους Νεκρούς», σε δύο μέρη, που έχει δημοσιευθή στο τεύχος της Σκοπιάς 1ης Μαΐου 1965.