Σε Τι Καυχάσθε;
ΜΙΛΩΝΤΑΣ γενικά, δεν είναι ευχάριστο ν’ ακούτε ένα άτομο να επαίρεται ή να καυχάται για τον εαυτό του. Εν τούτοις, πόσο επιρρεπείς είμεθα ως ατελείς άνθρωποι να ενεργούμε έτσι! Ίσως όχι πάντοτε με λόγια αλλά με άλλους τρόπους. Ένα άτομο μπορεί να επαίρεται με μόνο τον τόνο της φωνής του, ή με τους αλαζονικούς τρόπους του, κάνοντας άλλους να ερωτήσουν, «Ποιος νομίζει ότι είναι;»
Δεν σημαίνει ότι κάθε καύχησις είναι εσφαλμένη, αλλά ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτή είναι ασύνετη, όπως το να επαίρεται κανείς για τα πλούτη του με το να φορή επιδεικτικά κοσμήματα ή να καυχάται για τα φυσικά του χαρίσματα με το να ντύνεται αδιάκριτα ή προκλητικά. Το να καυχάται κανείς για τις δωρεές του είναι κάτι που κατεδίκασε απροκαλύπτως ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ: «Όταν λοιπόν κάμνης ελεημοσύνην, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, καθώς κάμνουσιν οι υποκριταί εν ταις συναγωναίς και εν ταις οδοίς, δια να δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων.» Πόσο ο σύγχρονος τρόπος διαφημίσεως πλουσίων δώρων, που κάνουν οι πλούσιοι, καταδικάζεται από τους λόγους του Ιησού!—Ματθ. 6:2.
Λόγω της τάσεώς μας για καύχησι και της μη υπάρξεως δικαιολογίας γι’ αυτό, βλέπομε να μας συμβουλεύη συχνά ο Λόγος του Θεού εναντίον της. Ο σοφός Βασιλεύς Σολομών έγραψε: «Μη καυχάσαι εις την αύριον ημέραν διότι δεν εξεύρεις τι θέλει γεννήσει η ημέρα. Ας σε επαινή άλλος, και μη το στόμα σου· ξένος, και μη τα χείλη σου.» Επί πλέον, ένας απόστολος του Ιησού Χριστού έγραφε μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα: «Τις σε διακρίνει από του άλλου; και τι έχεις το οποίον δεν έλαβες; Εάν δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;»—Παροιμ. 27:1, 2· 1 Κορ. 4:7.
Θα μπορούσε να λεχθή ότι έχομε γεννηθή με μια τάσι καυχήσεως. Ένα παιδί έχει τάσι να επαίρεται ή να καυχάται. Σχεδόν το κάθε τι που κάνει ή έχει είναι θαυμάσιο ή άξιο επαίνου και γι’ αυτό καλεί την προσοχή σ’ αυτό για να λάβη τον έπαινο των άλλων. Φυσικά, αυτό οφείλεται στην έλλειψι γνώσεως και κατανοήσεως εκ μέρους του. Δεν είναι μετριόφρων, διότι η μετριοφροσύνη απαιτεί την ικανότητα να μετρά κανείς τα πράγματα με την κατάλληλη αξία τους, κι ένα παιδί δεν είναι εξηρτισμένο γι’ αυτό. Έτσι, καυχάται, προδίδοντας την ανωριμότητά του.
Κατάλληλοι, λοιπόν, είναι οι λόγοι: «Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος εσυλλογιζόμην· ότε όμως έγεινα ανήρ, κατήργησα τα του νηπίου.» Η εκτίμησίς του ότι η καύχησις ή η έπαρσις είναι σημείον ανωριμότητος θα σας βοηθήση ν’ αποφεύγετε τις παγίδες της. Παρεμπιπτόντως, είναι χαρακτηριστικό ότι για τη λέξι «νήπιος», που χρησιμοποιεί το εδάφιο, μια αυθεντία λέγει: «Ανωριμότης συνδέεται πάντοτε με αυτή τη λέξι.»—1 Κορ. 13:11.
Το να επαίρεσθε ή να καυχάσθε για τον εαυτό σας είναι άσοφο, δείχνει ανωριμότητα. Αλλά υπάρχει μια ακόμη ισχυρότερη αιτία για να το αποφεύγετε. Ποιο; Διότι αυτή η καύχησις είναι ελλιπής αγάπης: «Η αγάπη . . . δεν επαίρεται.» Αυτή είναι η πιο καλή αιτία για να μη καυχώμεθα ή επαιρώμεθα για τον εαυτό μας. Καθώς παρετηρήθη ήδη, ό,τι έχομε το ελάβαμε—από ποιόν; Από τον Θεό, σε τελευταία ανάλυσι. Το ν’ αποδώσωμε στον εαυτό μας ό,τι ανήκει σ’ αυτόν θα ήταν σε μέγιστο βαθμό έλλειψις αγάπης. Πραγματικά, κάθε τι εξαρτάται από αυτόν, όπως ακριβώς διαβάζομε: «Εάν ο Ιεχωβά δεν οικοδομήση οίκον, εις μάτην κοπιάζουσιν οι οικοδομούντες αυτόν· εάν ο Ιεχωβά δεν φυλάξη πόλιν, εις μάτην αγρυπνεί ο φυλάττων.» Ώστε ανάλογα με τον βαθμό, που αγαπούμε τον Θεό, δεν θα καλούμε την προσοχή στον εαυτό μας.—1 Κορ. 13:4· Ψαλμ. 127:1, ΜΝΚ.
Το να καυχώμεθα για τον εαυτό μας δείχνει, επίσης, έλλειψι αγάπης όσον αφορά τους συνανθρώπους μας. Αν το πράττωμε αυτό, εξυψώνομε τον εαυτό μας και είναι πολύ πιθανόν να διεγείρωμε ζηλοτυπία και φθόνο, και βεβαίως αυτό δεν αποτελεί εκδήλωσι αγάπης, διότι κάνει τους άλλους δυστυχείς. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνη αλλιώς, διότι το αποτέλεσμα της εξυψώσεως του εαυτού μας είναι να υποβιβάσωμε άλλους σε αντιπαραβολή ή συσχετισμό προς εμάς. Ο καθένας γνωρίζει τις αδυναμίες και τα ελαττώματά του και αγωνίζεται να διατηρήση αυτοσεβασμό και εμπιστοσύνη, και γι’ αυτό έχει ανάγκη ενθαρρύνσεως, υποβοηθήσεως, οικοδομήσεως, όχι αποθαρρύνσεως, όχι απωθήσεως, όχι μειώσεως. Η αγάπη βρίσκει λόγους ενθαρρύνσεως για τους άλλους αντί επαίνου για τον εαυτό της.
Αυτό το ίδιο το γεγονός ότι η έπαρσις ή καύχησις χρησιμοποιείται συχνά ως ένα μέσον εκφοβισμού πρέπει να μας βοηθήση να καταλάβωμε την αφιλάγαθη φύσι της. Ακριβώς όπως ο Φιλισταίος γίγας Γολιάθ προσπάθησε να εμπνεύση φόβο στο νεαρό ποιμενόπαιδα Δαβίδ, έτσι και οι σημερινοί κυβερνήται του κόσμου με τον ψυχρό πόλεμο μεταξύ Ανατολής και Δύσεως καταφεύγουν σε έπαρσι για να ενσταλλάξουν φόβο ο ένας στον άλλο.—1 Σαμ. 17:41-51.
Εν τούτοις, υπάρχει ένα ορθό είδος καυχήσεως, όπως ακριβώς δείχνει η Γραφή. Καθώς το εξέφρασε ο ψαλμωδός Δαβίδ: «Εις τον Ιεχωβά θέλει καυχάσθαι η ψυχή μου.» Ένας που το έκαμε αυτό ήταν ο προφήτης Ηλίας. Προεκάλεσε τους προφήτας του Βάαλ σε μια δοκιμή για το ποιος ήταν ο αληθινός Θεός, ο Ιεχωβά ή ο Βάαλ. Ο αληθινός Θεός θ’ απεδεικνύετο ότι είναι εκείνος, που θα έκανε να κατεβή πυρ από τον ουρανό. Οι προφήται του Βάαλ είχαν πρώτοι την ευκαιρία, και, μολονότι επεκαλέσθησαν τον Θεό τους επί ώρες, αυτός τελικά δεν ανταποκρίθηκε μ’ ένα θαύμα. Σύμφωνα με την αλήθεια του Λόγου του Θεού, όσοι εκαυχήθησαν σε δίχως αξία θεούς καταισχύνθηκαν. Όχι, όμως, ο Ηλίας, ο οποίος είχε καυχηθή στον μόνο αληθινό Θεό, του οποίου έγινε διεκδίκησις με το να κατεβή πυρ από τον ουρανό και να καταναλώση την θυσία.—Ψαλμ. 34:2, ΜΝΚ· 1 Βασ. 18:21-40.
Δεν λέμε ότι η καύχησίς μας πρέπει να περιορίζεται στον Δημιουργό, τον Ιεχωβά Θεό. Ο απόστολος Παύλος είπε στους Χριστιανούς της Κορίνθου ότι εκαυχήθη προς τους Χριστιανούς της Μακεδονίας, για τον ζήλο, την «προθυμίαν» των Χριστιανών της Κορίνθου. Η φιλάγαθη αρχή ότι μακαριώτερον είναι να δίνη κανείς μάλλον παρά να λαμβάνη θα μπορούσε να εφαρμοσθή κι εδώ, επίσης. Έτσι, ενώ η αγάπη δεν επαίρεται, δεν επιζητεί έπαινο για τον εαυτό της, αλλά χαίρει στο να επαινή ή να καυχάται για άλλους, που πραγματικά αξίζουν, ακολουθώντας τη συμβουλή: «προλαμβάνοντες να τιμάνε αλλήλους.» Με το να έχετε καλά πράγματα να λέτε για τον πλησίον σας, που είναι άξιος, θα τον οικοδομήσετε, θα τον ενθαρρύνετε. Με το να ενεργήτε έτσι, εργάζεσθε για ειρήνη, ενότητα και αρμονία στην οικογένεια, την εκκλησία, ή οπουδήποτε αλλού.—2 Κορ. 9:2· Ρωμ. 12:10.
Έτσι, ενώ «η αγάπη . . . δεν επαίρεται» για τον εαυτό της, καυχάται στον Ιεχωβά και δεν αντιτίθεται στον έπαινο ή την καύχησι για άλλους οι οποίοι είναι άξιοι προς τούτο.