Θέτοντας τα Συμφέροντα της Βασιλείας Πρώτα
Αφήγησις υπό ΕΛΕΝ ΧΑΡΣΤΑΝΓΚ
ΕΓΕΝΝΗΘΗΚΑ το 1902 στη Δρέσδη της Γερμανίας, ήμουν δε ένα από τα τέσσερα παιδιά που ανετράφησαν από θεοφοβούμενους γονείς, οι οποίοι τα έπαιρναν τακτικά στις συναθροίσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά, που τότε ήσαν γνωστοί ως Σπουδασταί των Γραφών. Μπορώ ν’ ανακαλώ στη μνήμη μου τη συγκίνησι που δοκίμασα το 1912 σχετικά με την επίσκεψι στην πόλι μας του πρώτου προέδρου της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, Καρόλου Τ. Ρώσσελλ, όταν μίλησε προς ένα μεγάλο πλήθος. Έχοντας λάβει στο σπίτι καλή εκπαίδευσι στον τομέα της Γραφικής γνώσεως και της εκτιμήσεως του Δημιουργού, απεφάσισα, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, να αφιερώσω τη ζωή μου στον Ιεχωβά Θεό, συμβολίζοντας την αφιέρωσι αυτή με το να υποβληθώ σε κατάδυσι στο νερό.
Τον Σεπτέμβριο του 1932, με πεποίθησι ότι η δύναμις του Ιεχωβά θ’ ανεπλήρωνε τις δικές μου ελλείψεις, εγκατέλειψα την ευχάριστη ατμόσφαιρα του σπιτιού μου και εισήλθα σε μια σταδιοδρομία ολοχρονίου υπηρεσίας των συμφερόντων της Βασιλείας. Διορίσθηκα μαζί μ’ έναν όμιλο ιεραποστόλων στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Ενώ προετοιμαζόμεθα για τον διορισμό αυτόν, πήγαμε να κηρύξωμε στο Καθολικό χωριό Βόλενταμ, διαθέσαμε δε τόσο πολλά έντυπα την πρώτη ημέρα, ώστε εξαντλήσαμε όλα μας τα εφόδια. Την επομένη ημέρα επεστρέψαμε με μεγάλες ελπίδες. Ύστερ’ από λίγο μ’ επλησίασε ένας αστυνομικός, που ερώτησε αν έφερα έντυπη ύλη στη τσάντα μου. Του απήντησα «Ναι», ομιλώντας στην Αγγλική, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ προηγουμένως, και με άφησε να προχωρήσω. Όταν ετελείωσα το έργο και βρήκα τους άλλους στην άκρη του χωριού, έμαθα ότι είχαν εκδιωχθή βιαίως και είχαν ανησυχήσει σχετικά με το πού ήμουν εγώ.
Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ
Το 1934 έγινα μέλος του προσωπικού του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά εκεί στο Άμστερνταμ. Ως Έλεν Μίκλις είχα πολλές φορές επιθυμήσει να εύρω έναν καλό σύντροφο, που θα ήταν πρόθυμος να συμμερισθή τη ζωή του μαζί μου, έναν, ο οποίος, όπως εγώ, θα ήθελε να θέτη πάντοτε τα συμφέροντα της Βασιλείας πρώτα. Φαντασθήτε τη μεγάλη μου χαρά, όταν ο Φριτς Χάρστανγκ με διάλεξε ως σύζυγό του. Εκείνο τον καιρό απησχολείτο σε ολοχρόνιο ιεραποστολικό έργο και χρησιμοποιούσε τα γραφεία του τμήματος ως βάσι για τις «επιχειρήσεις» του. Συνάψαμε γάμο το 1936, που ήταν η αρχή πολλών ετών ενωμένης ευτυχίας στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Από την παιδική του ηλικία ο Φριτς είχε ενδιαφερθή βαθιά για τη Γραφή. Όταν ήταν δεκαπέντε ετών, ο σύνδεσμος νέων της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας, της οποίας ο Φριτς ήταν μέλος, εκλήθη ν’ ακούση μια σειρά ομιλιών, που υπετίθετο ότι εξέθεταν τους «Σπουδαστάς των Γραφών». Όταν, την τελευταία ημέρα της σειράς των ομιλιών, ο εκπρόσωπος των Σπουδαστών της Γραφής δεν πήρε περισσότερο από δεκαπέντε λεπτά για ν’ αναιρέση επιτυχώς κάθε τι που είχε λεχθή στις προηγούμενες έξη ημέρες, εδημιουργήθη στον Φριτς τόσο μεγάλη εντύπωσις, ώστε άρχισε να μελετά και σύντομα ανήγγειλε την απόφασί του να εγκαταλείψη τη Λουθηρανική Εκκλησία.
Έγινε δραστήριος στη διάδοσι του περιοδικού Χρυσούς Αιών, που τώρα είναι γνωστό ως Ξύπνα! Σύντομα είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο περίπου εκατό αναγνωστών, στους οποίους παρέδιδε κάθε τεύχος, ταξιδεύοντας με ποδήλατο. Στη διάρκεια μιας συνελεύσεως, είχε την ευκαιρία να επισκεφθή το γραφείο της Εταιρίας στο Μαγδεμβούργον, και άρχισε να τρέφη την ελπίδα ότι θα μπορούσε μια μέρα να υπηρετήση εκεί. Πράγματι, μερικά χρόνια αργότερα, έλαβε μια πρόσκλησι να γίνη μέλος του προσωπικού. Ο διορισμός του ήταν να τηρή τα μαχαίρια της κοπτικής μηχανής του τυπογραφείου σε καλή κατάστασι.
Όταν μια μείωσις του προσωπικού στο γραφείο της Εταιρίας κατέστησε δυνατόν για μερικούς που ήσαν μέλη του να εισέλθουν στην ολοχρόνια ιεραποστολική υπηρεσία σε ξένες χώρες, ο Φριτς κι ένας φίλος του διωρίσθησαν στο Παρίσι της Γαλλίας. Κατόπιν πήγαν στο Ντενίς, όχι μακριά από το Παρίσι, και έπειτα στο Σαρρεγκεμίν. Αυτές υπήρξαν ημέρες δοκιμασίας, διότι παρέστη ανάγκη να μελετούμε και να χρησιμοποιούμε τη Γαλλική γλώσσα, και να προσαρμοσθούμε σε νέο περιβάλλον και νέα έθιμα. Όταν, αργότερα, ο φίλος του Φριτς ενυμφεύθη, ο Φριτς διωρίσθη στο Μοντμορανσύ.
Στα μετά το 1930 χρόνια, ενώ ο Χίτλερ εστερέωνε τη θέσι του στη Γερμανία και άρχιζε ο διωγμός των Μαρτύρων, πολλοί αδελφοί μετεκινήθησαν από τη Γερμανία στην Ολλανδία. Και ο Φριτς, επίσης, έλαβε τελικά ένα διορισμό να υπηρετήση στο Τίλμπουργκ, ένα οχυρό του Καθολικισμού στην επαρχία του Βορείου Μπραμπάντ. Ο όμιλος των οκτώ σκαπανέων ιεραποστόλων με τους οποίους εκοπίασε, έκαμε ένα τόσο εξαιρετικό έργο στο διάστημα δύο μόνον ετών, ώστε ο τοπικός κλήρος εσήμανε συναγερμό κι εχρησιμοποίησε όλη του την επιρροή να σταματήση τη δράσι στο κήρυγμα. Έγιναν απειλές ότι θα πυρπολούσαν τον οίκο των σκαπανέων και η αστυνομία εδήλωσε ότι δεν μπορούσε να εγγυηθή την ασφάλεια του ομίλου από οχλοκρατική επίθεσι. Ως εκ τούτου μετεφέρθησαν σε ένα μέρος που λέγεται Λήηρσομ.
Πίσω στην πατρίδα, στη Γερμανία, ο Όττο, ο νεώτερος αδελφός του Φριτς, εγκατέλειψε, επίσης, τον Λουθηρανισμό και άρχισε να συμμετέχη στο κήρυγμα του αγγέλματος της Γραφής περί της Βασιλείας. Αυτό ωδήγησε στη σύλληψί του και κράτησί του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Εστερβέγκεν. Όταν απελύθη, ήλθε να συναντήση τον Φριτς στην Ολλανδία. Δύο χρόνια αργότερα ο Όττο εδέχθη ένα διορισμό από την Εταιρία να υπηρετήση ως ταχυδρόμος χάριν των συμφερόντων της κάτω από την επιφάνεια δράσεως κηρύγματος των μαρτύρων του Ιεχωβά. Επροδόθη και συνελήφθη για δεύτερη φορά. Ο αξιωματικός της Γκεσταπό που τον εκράτησε είπε: «Θα συλλάβωμε, επίσης, και τον αδελφό σου Φριτς.»
Όταν ετελείωσε το έτος 1933, ο Φριτς ωρίσθη να παραμένη στον οίκο σκαπανέων του Χεεμστέντε, όπου είχε, επίσης, εγκατασταθή και το προσωπικό του γραφείου του τμήματος ή οικογένεια Μπέθελ. Μ’ έναν όμιλο από δεκατρείς άλλους σκαπανείς έλαβε μέρος στο κήρυγμα σε μια ευρεία περιοχή των περιχώρων, ποδηλατώντας συχνά σε απόστασι πενήντα χιλιομέτρων για να επανεπισκεφθή ενδιαφερόμενα άτομα και να διευθετήση Γραφικές μελέτες. Όταν ο καιρός ήταν δριμύς, απησχολείτο στην επιδιόρθωσι υποδημάτων των άλλων σκαπανέων στο ισόγειο, χρησιμοποιώντας πάλαια ελαστικά αυτοκινήτων για σόλες και τακούνια. Όταν ο όμιλος αγόρασε ένα φθηνό αυτοκίνητο, που θα διευκόλυνε την επεξεργασία μακρινών περιοχών, έμεναν σε σκηνές, επί τέσερες έως οκτώ εβδομάδες μερικές φορές για να μειώσουν τις δαπάνες μετακινήσεως.
Μετά το γάμο μας που έγινε τα 1936, ο Φριτς διωρίσθη σε έργο υπηρέτου περιοχής, για να επισκέπτεται μια περιοχή εκκλησιών και να τις βοηθή να βελτιωθούν από απόψεως οργανώσεως χάριν της διακονίας του κηρύγματος, Ο οίκος Μπέθελ ήταν ακόμη η βάσις των «επιχειρήσεων» του. Τα πράγματα τότε ήσαν ακόμη στη μικρή τους αρχή στην Ολλανδία. Λόγου χάριν, σε μια συνέλευσι στο Νισμέγκεν, ήσαν παρόντες συνολικά 123 αδελφοί από όλη τη χώρα. Εν τούτοις, εξακολουθήσαμε να εργαζώμεθα, χωρίς να φοβούμεθα από τις ενοχλήσεις και τους εναντίον μας συναγερμούς που απεκορυφώθησαν κατά τη Γερμανική εισβολή του 1940.
ΣΕ ΤΑΡΑΧΩΔΕΙΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Η Ολλανδική κυβέρνησις περιώρισε σε ωρισμένα μέρη όλους τους άρρενας Γερμανούς, περιλαμβανομένου και του Φριτς, ως πιθανούς κατασκόπους, και δεν τους απέλυσε παρά μόνο λίγο προτού οι Εθνικοσοσιαλισταί καταλάβουν τη χώρα. Έπειτα οι αδελφοί μας κατεζητούντο από την Γκεσταπό. Μια ημέρα μπήκαν βιαίως στον οίκο Μπέθελ, και, όταν κατέβηκα στο ισόγειο κατά τις 9 π.μ., είδα τρεις ξένους άνδρες να ομιλούν προς τον υπηρέτην του τμήματος στο διάδρομο εισόδου. Με κάποιον τρόπο τους προσπέρασα, άρπαξα το ποδήλατό μου και με ταχύτητα διήνυσα τις χίλιες γυάρδες ως το τυπογραφείο μας, που ευρίσκετο στη γειτονική πόλι Χάρλεμ, για να ειδοποιήσω τους «ξένους» αδελφούς και αδελφές μας. Όταν οι Εθνικοσοσιαλισταί έφθασαν γρήγορα κατόπιν από μας, ελπίζοντας να κάμουν μια μεγάλη σύλληψι, τα «θηράματά» τους είχαν ήδη εξαφανισθή σε κάθε γωνία της χώρας.
Καθώς το έργο κηρύγματος προχωρούσε ανάμεσα σε μεγάλες δυσκολίες, υπήρχαν και ατυχήματα. Μερικοί αδελφοί επροδόθησαν και εσύρθησαν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο Φριτς εστάλη μυστικά στο Βέλγιον για να φροντίση για τα εκεί συμφέροντα της Βασιλείας. Ακολούθησα κι εγώ ύστερ’ από έξη μήνες. Τον περισσότερο καιρό ζούσαμε σαν τα κυνηγημένα ζώα, επειδή είχαν περιέλθει εις γνώσιν του εχθρού πληροφορίες σχετικά με το πού περίπου ήταν ο τόπος διαμονής μας μέσω μιας επιστολής που είχε κατασχέσει. Εφωδιασμένοι με μεγάλες φωτογραφίες μας, ερευνούσαν παντού, αλλά κατά κάποιον τρόπο ετηρούμεθα ασφαλείς. Πραγματικά, ο αρχηγός της Γκεσταπό στο Βέλγιον, που είχε αποφασίσει να παγιδεύση τον Φριτς, εκάθητο μια μέρα κοντά στο παράθυρο του σπιτιού του και άκουε τον βόμβο μηχανών αεροπλάνων. Νομίζοντας ότι ήσαν Γερμανικά, δεν έλαβε προφυλάξεις κι εκτυπήθη κι εφονεύθη από τα βλήματα των πολυβόλων. Τα αεροπλάνα συνέπεσε να είναι Αγγλικά.
Πολλές φορές είχαμε ισχυρές αποδείξεις της προστασίας του αγγέλου του Ιεχωβά που ήταν γύρω μας. Σε μια περίπτωσι ο Φριτς πήγαινε στο σπίτι με το τραμ. Μια σκέψι έλαμψε στο νου του: «Ας κατέβω μία στάσι πριν.» Η επομένη στάσις ήταν το τέρμα της γραμμής. Τη στιγμή της αφίξεώς του ήμεθα όλοι ωχροί από φόβο, και ο Φριτς απορούσε. Στο τέρμα όλοι οι επιβάται ηλέγχοντο από την Γκεσταπό. Μια άλλη φορά, στο σπίτι μιας αδελφής, είχαν συναντηθή τρεις υπηρέται περιοχής, ο επίσκοπος εκκλησίας Αμβέρσης, κι ένας άλλος αδελφός μαζί με τον Φριτς ως υπηρέτην τμήματος. Η αδελφή έμενε μόνη της στο ισόγειο. Στη διάρκεια της συναθροίσεως κτύπησε το κουδούνι· ποιος αρά γε να ήταν; Τρεις πράκτορες της Γκεσταπό! Ερευνούσαν για κάποιον Εβραίο και τον γυιό του, που υπετίθετο ότι έμεναν στο δεύτερο πάτωμα. Η αδελφή τους είπε ότι οι Εβραίοι είχαν φύγει με την έκρηξι του πολέμου. Ένας από τους πράκτορας εστάθη τότε ως φρουρός στην είσοδο, ενώ οι δυο άλλοι ηρεύνησαν κάθε γωνία του δευτέρου πατώματος, ακόμη δε και το υπερώον. Οι αδελφοί προσηυχήθησαν, όπως ο Ιεχωβά τυφλώση τους οφθαλμούς του εχθρού. Αν ανεκαλύπτοντο, τούτο θα εσήμαινε ότι όλοι οι κυριώτεροι επίσκοποι στο Βέλγιο θα είχαν συλληφθή σε μια μόνο εφόρμησι. Αλλ’ ο Ιεχωβά δεν το επέτρεψε. Η Γκεσταπό ανεχώρησε, το ίδιο δε έκαμαν και οι αδελφοί—ένας, ένας—για να μην επιστρέψουν ποτέ πια σ’ αυτό το σπίτι. Δύο εβδομάδες αργότερα, η Γκεσταπό πράγματι επέστρεψε απροσδόκητα κι αυτή τη φορά ηρεύνησε ολόκληρο το οικοδόμημα χωρίς επιτυχία, μολονότι υπήρχαν ακόμη μερικά έγγραφα της Εταιρίας κρυμμένα μέσα στο κτίριο.
Είχαμε ανάγκη από πίστι και θάρρος σ’ εκείνες τις ημέρες και ασφαλώς ο Ιεχωβά μάς τα επρομήθευσε μέσω των σελίδων της Σκοπιάς, η οποία και τότε ακόμη βρήκε το δρόμο της για μας μέσω Ελβετίας και Γαλλίας, όπου μετεφράζετο στις πολλές γλώσσες της Ευρώπης και κατόπιν παρεδίδετο από εμπίστους ταχυδρόμους σε όλα τα μέρη της ηπείρου. Μαζί με τον Δαβίδ των αρχαίων χρόνων μπορούσαμε να πούμε ότι ‘ουδενός εστερήθημεν’.
Όταν έληξε ο πόλεμος, ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ν. Ο, Νορρ, και ο γραμματεύς του, Μ. Γ. Χένσελ, μας επεσκέφθησαν και μας εβοήθησαν να αναδιοργανώσωμε τη δράσι του κηρύγματος. Εν τούτοις, σύντομα, το 1947, έπρεπε να εγκαταλείψωμε τη χώρα που είχαμε φθάσει στο σημείο να την αγαπήσωμε τόσο πολύ. Το Βέλγιον απήλαυνε τους Γερμανούς υπηκόους. Έτσι, επεστρέψαμε στην Ολλανδία. Τα προνόμιά μας υπηρεσίας ήσαν μακράν από το να έχουν τελειώσει. Ο αδελφός Νορρ μας απηύθυνε μια πρόσκλησι να παρακολουθήσωμε την 16η Τάξι της Βιβλικής Σχολής της Σκοπιάς Γαλαάδ, που αποτελούσε ειδική προχωρημένη σειρά μαθημάτων στην εκπαίδευσι ιεραποστόλων, που είχε προετοιμάσει η Εταιρία. Ουδέποτε στη ζωή μου θα λησμονήσω τη χαρά και την αγάπη των αδελφών εκεί. Μολονότι η σειρά μαθημάτων δεν ήταν εύκολη, ήταν ένας ευλογημένος καιρός συντροφιάς και μελέτης με αδελφούς μας από διάφορα μέρη του κόσμου. Το 1951 επεστρέψαμε με πλοίο στην Ολλανδία για ν’ αναλάβωμε πάλι υπηρεσία στο εκεί Μπέθελ.
ΥΠΟΦΕΡΟΝΤΑΣ, ΑΛΛΑ ΧΑΙΡΟΝΤΑΣ
Την επομένη της επιστροφής μας ο Φριτς αρρώστησε βαριά κι έπρεπε να υποστή εγχείρησι στους νεφρούς. Μολονότι και άλλες διαδοχικές ασθένειες εξακολουθούσαν να τον καταβάλλουν, κατόρθωνε να εκτελή τα καθήκοντα του στο γραφείο του τμήματος και στην τοπική εκκλησία επί δέκα ακόμη χρόνια. Εκτός αυτού είχε τη μεγάλη ευτυχία να παρακολουθήση δύο διεθνείς συνελεύσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις οποίες η τελευταία ήταν το 1958, οπότε του εδόθη το προνόμιο να έχη ένα μικρό μέρος στο πρόγραμμα στο Στάδιο Γιάγκη. Είχα το προνόμιο να παρευρίσκωμαι μαζί του σ’ εκείνη την περίπτωσι. Το 1962 υπέστη εγχείρησι στομάχου κι έκτοτε άρχισε ν’ αδυνατίζη ολοένα περισσότερο. Εν τούτοις, λίγους μόνο μήνες μετά την εγχείρησι ήταν σε θέσι να υπηρετήση ως εισηγητής μιας συνελεύσεως στο Τίλμπυργκ, όπου πριν από τριάντα έτη είχε αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο στην Ολλανδία. Μόνο διακόσιες γυάρδες περίπου μακριά από το μέρος όπου έκειτο ο οίκος σκαπανέων, είχε την ευχαρίστησι να ομιλήση μέσα σ’ ένα νεόκτιστο στάδιο, στην πρώτη, από τις τέσσερες περιφερειακές συνελεύσεις του έτους εκείνου, με 6.000 και πλέον παρευρισκομένους. Πόσο πρέπει να είχε χαρή η καρδιά του καθώς εκύτταζε πίσω προς τα τριάντα εκείνα χρόνια!
Τελικώς, ανεπτύχθη καρκίνος, ο οποίος σιγά-σιγά εξήντλησε τις ζωικές του δυνάμεις ώσπου απέθανε στις 5 Απριλίου 1964. Εκείνοι οι τελευταίοι μήνες ήσαν γεμάτοι από δοκιμασίες καθ’ όσον έβλεπε ότι ήταν ανάγκη ν’ απαλλαγή από τις ευθύνες του, τη μια μετά την άλλη, που του είχαν δώσει τόσο μεγάλη χαρά. Αγωνιωδώς απέβλεπε με ζωηρή επιθυμία στην ευκαιρία να συμμετάσχη για μια ακόμη φορά του άρτου και του οίνου στον ετήσιο εορτασμό του δείπνου του Κυρίου. Παρουσία του βοηθού επισκόπου εκκλησίας και ολίγων άλλων αδελφών, αρρένων και θηλέων, που ήλθαν κοντά στο κρεββάτι του, εζήτησε ο ίδιος την ευλογία επί των εμβλημάτων. Κατόπιν εψάλαμε μαζί τον ύμνον υπ’ αριθμόν 5 και έγινε πάλι πολύ ήσυχος.
Δύο νύχτες πριν από τον θάνατό του συνεκέντρωσε τις υπόλοιπες δυνάμεις του και παρουσία ολίγων μελών της οικογενείας Μπέθελ, ανέπεμψε ακουστή προσευχή προς τον Ιεχωβά. Την επομένη, ο νεώτερος αδελφός του Όττο του εδιάβασε μερικά εδάφια από την επιστολή του Παύλου προς Κορινθίους. Έπειτ’ από μια ώρα περίπου, εκουράσθη και είπε: «Αρκετά. Είμαι ευτυχής για τα θαυμάσια, παρηγορητικά λόγια.» Το επόμενο πρωί, κατά τις ένδεκα περίπου, απεκοιμήθη. Επί πέντε ώρες παρέμεινα χωρίς διακοπή στο πλευρό του για να διατηρώ τα χείλη του υγρά μέχρις ότου άνοιξε τα μάτια του για τελευταία φορά και, χωρίς επιθανάτιο ιδρώτα ή επιθανάτιο αγωνία, απέθανε με μια ήρεμη, ικανοποιημένη έκφρασι στο πρόσωπό του. Ήταν γι’ αυτόν μια ευτυχισμένη στιγμή, ν’ απαλλαγή από τα δεινά του. Για μένα ήταν ένα σκληρό χτύπημα, αφού επρόκειτο να χάσω τον σύντροφό μου. Ας αποδοθούν ευχαριστίες στον Ιεχωβά που μας επέτρεψε να τον υπηρετήσωμε μαζί επί είκοσι οκτώ χρόνια και που μου έδωσε τη δύναμι να υποφέρω την απώλειά του. Είθε η αμοιβαία μας επιθυμία, να θέτωμε τα συμφέροντα της Βασιλείας πρώτα, να εξακολουθή να με εμπνέη ώστε, όπως ακριβώς ο Φριτς, να μπορέσω να τελειώσω την επίγεια σταδιοδρομία μου με πιστότητα.