«Έστω ο Θεός Αληθής»
«Αλλ’ έστω ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης.»—Ρωμ. 3:4.
1. Ποιος είναι ο μέγιστος κάτοχος της Βίβλου, αλλά ποια ερωτήματα εγείρονται για τη στάσι του απέναντι στη Βίβλο;
Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ κάτοχος του γραπτού λόγου του Θεού, της Αγίας Γραφής, είναι ο «Χριστιανικός κόσμος». Τον παραδέχεται, όμως, ως «τον λόγον της αληθείας»; Δηλαδή, Τον πιστεύει; Με τα έργα του, τα οποία ομιλούν πιο εύγλωττα από τα λόγια, προδίδει απιστία στην Αγία Γραφή, μια έλλειψι προσηλώσεως στη Γραφή, και μια απόρριψί της χάριν της κοσμικής επιστήμης, φιλοσοφίας και πολιτικής. Τι πρέπει να σκεφθούν γι’ αυτό ή να συμπεράνουν από αυτό τα δύο και πλέον δισεκατομμύρια των ανθρώπων, που δεν ανήκουν στον «Χριστιανικό κόσμο»; Λογικώς θα μπορούσαν να υποβάλουν την εξής ερώτησι: Εφόσον ο «Χριστιανικός κόσμος» δεν πιστεύει, ούτε υπακούει στο ιερώτερο Βιβλίο της θρησκείας του, δεν αποδεικνύει μήπως αυτό ότι η Αγία Γραφή δεν περιέχει την αλήθεια; Δεν αποδεικνύει μήπως αυτό ότι ο Θεός της Γραφής δεν υπάρχει, ότι δεν είναι ο αληθινός Θεός και ότι δεν είναι αληθής, αλλά είναι, πράγματι, ένας ψεύστης; Πληροφορημένοι σπουδασταί της Γραφής, οι οποίοι δεν αποτελούν μέρος του «Χριστιανικού κόσμου» θ’ απαντήσουν Όχι!
2, 3. Πώς αντιμετώπισε ο απόστολος Παύλος μια κατάστασι παρόμοια προς τη δική μας σήμερα σχετικά με το γραπτό Λόγο του Θεού;
2 Ας απευθυνθούμε σ’ ένα διάσημο Βιβλικό συγγραφέα για να σχολιάση την περίπτωσι. Αυτός είναι ο απόστολος Παύλος, που έζησε πριν από χίλια εννεακόσια χρόνια. Μια παρομοία κατάστασι αντιμετώπισαν οι αναγνώσται της Γραφής στην εποχή του. Αυτός ο Παύλος ήταν ένας περιτετμημένος Ιουδαίος, ο οποίος ευρέθη στην ανάγκη να διαφωνήση με το ίδιο το έθνος του, επειδή είχαν αφήσει ν’ αναπτυχθή μια μεγάλη παρανόησις σχετικά με την Εβραϊκή Γραφή της εποχής εκείνης. Σ’ αυτούς τους περιτετμημένους Ιουδαίους είχε ανατεθή η αποκλειστική φροντίδα της συλλογής των ιερών γραφών, αγίων εγγράφων από την εποχή του προφήτου Μωυσέως, του δεκάτου πέμπτου αιώνος πριν από την Κοινή μας Χρονολογία, ως τον προφήτη Μαλαχία του πέμπτου αιώνος πριν από την Κοινή μας Χρονολογία. Υπήρχαν είκοσι τέσσερα βιβλία, όπως τα μετρούν οι Ιουδαίοι, ή τριάντα εννέα βιβλία, όπως τα μετρά ο «Χριστιανικός κόσμος». Τα άγια εκείνα γράμματα, γεμάτα από προφητείες εν ονόματι του Θεού, θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει τους Ιουδαίους εκείνους στο να γίνουν ακόλουθοι του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήλθε στη χώρα των Ιουδαίων, μίλησε σ’ αυτούς, έζησε, εργάσθηκε και απέθανε και ανεστήθη εκ νεκρών μέσα ακριβώς στη χώρα αυτών των ιδίων των Ιουδαίων.
3 Δεν είχε σημασία ότι οι Βιβλικές προφητείες του Θεού εξεπληρώθησαν ακριβώς ανάμεσα τους ως μια απόδειξις του ότι ο Ιησούς, ο απόγονος του Βασιλέως Δαβίδ, ήταν ο Χριστός. Η μεγάλη πλειονότης των Ιουδαίων αρνήθηκε να τον δεχθή ως τέτοιον. Δυσπιστούσαν και έτσι παρήκουσαν στον Θεό τους Ιεχωβά. Τώρα τι πρέπει να συμπεράνωμε από όλ’ αυτά;
4. Η πορεία ενεργείας των Ιουδαίων ποιες ερωτήσεις εγείρει σχετικά με τον Θεό και τον γραπτό Λόγο του, αλλά πώς απήντησε ο Παύλος στις ερωτήσεις αυτές;
4 Δεν παραβλέπομε το γεγονός ότι ο πολύ μεγαλύτερος αριθμός των περιτετμημένων Ιουδαίων της εποχής εκείνης δεν παρεδέχθησαν τη μαρτυρία αυτών των ιδικών των αγίων γραφών της προφητείας. Μήπως, όμως, αυτό απέδειξε ότι τα ιερά εκείνα παραγγέλματα του Θεού ήσαν ψευδή; Μήπως αυτό απέδειξε ότι ο Θεός, ο Εμπνευστής της Αγίας Γραφής, δεν ήταν αληθής ως προς το μέρος του στη διαθήκη που είχε κάμει με τους Ιουδαίους μέσω του Μωυσέως; Μήπως απεδείχθη ο Θεός αναξιόπιστος, ανάξιος πίστεως, εκ μέρους μας; Θα έπρεπε, λοιπόν, ν’ απορρίψωμε τη Γραφή διότι απεδείχθη αναληθής ή διότι είναι απλώς το έργο κοινών ανθρωπίνων συγγραφέων, οι οποίοι έκαμαν λάθη και οι οποίοι ψεύδονται; Πρέπει μήπως ν’ ακολουθήσωμε την πορεία των Ιουδαίων, οι οποίοι ήσαν προσκολλημένοι στις παραδόσεις των ανθρώπων μάλλον παρά στις Άγιες Γραφές; Αν επρόκειτο ν’ αφήσωμε να μας επηρεάση το παράδειγμα των απίστων, απειθών, αυτοδικαιουμένων ανθρώπων, θ’ απαντούσαμε Ναι στην καθεμιά απ’ αυτές τις ερωτήσεις. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίον τα 13.016.000 περιτετμημένων Ιουδαίων απαντούν σήμερα. Αλλά ο Χριστιανός απόστολος Παύλος, ο οποίος ήταν, επίσης, εκ γενετής ένας Ιουδαίος και ο οποίος ήταν «περιτετμημένος την ογδόην ημέραν,» λέγει Όχι! Δεν είχε επηρεασθή από εκείνους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι Ιουδαίοι αλλά οι οποίοι δεν είναι αληθινοί Ιουδαίοι στην πραγματικότητα.
5. Πώς ο Παύλος, εις Ρωμαίους 2:28-3:4, επικρίνει την εσφαλμένη κρίσι που κάνομε για τον Θεό παρατηρώντας τον καθ’ ομολογίαν λαόν του, τους Ιουδαίους;
5 Ο Παύλος έρχεται σε υπεράσπισι του Θεού. Επικρίνει την εσφαλμένη κρίσι που κάνομε για τον Θεό παρατηρώντας τον καθ’ ομολογίαν λαόν του και λέγει «Ιουδαίος δεν είναι ο εν τω φανερώ Ιουδαίος , ουδέ περιτομή η εν τω φανερώ, η γινομένη εν σαρκί· αλλ’ Ιουδαίος είναι ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος, και περιτομή η της καρδίας, κατά πνεύμα, ουχί κατά γράμμα, του οποίου ο έπαινος είναι ουχί εξ ανθρώπων, αλλ’ εκ του Θεού. Τις λοιπόν η υπεροχή του Ιουδαίου; ή τις ωφέλεια της περιτομής; Πολλή κατά πάντα τρόπον. Πρώτον μεν, διότι εις τους Ιουδαίους ενεπιστεύθησαν τα λόγια του Θεού. Επειδή αν τινες δεν επίστευσαν, τι εκ τούτου; μήπως η απιστία αυτών θέλει καταργήσει την πίστιν του Θεού; Μη γένοιτο· αλλ’ έστω ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης· καθώς είναι γεγραμμένον [εις Ψαλμόν 51:4] “Δια να δικαιωθής [Ω Θεέ] εν τοις λόγοις σου, και να νικήσης όταν κρίνησαι”.»—Ρωμ. 2:28-3:4.
6. Εφαρμόζοντας τον ίδιο αυτόν κανόνα κρίσεως σχετικά με τον άπιστο «Χριστιανικό κόσμο» σήμερα, ποια απόφασι παίρνομε, όμοια με του Παύλου;
6 Ο ίδιος κανών κρίσεως παραμένει αληθής σχετικά με τον «Χριστιανικό κόσμο» της εποχής μας, ο οποίος απεδείχθη άπιστος στον άγιο Λόγο του Θεού, τη Βίβλο, διότι ο απόστολος Παύλος λέγει: «Εάν απιστώμεν, εκείνος μένει πιστός· να αρνηθή εαυτόν δεν δύναται.» (2 Τιμ. 2:13) Με άλλα λόγια, ο Θεός θα πραγματοποιήση αυτό που λέγει στον γραπτό του Λόγο άσχετα με το γεγονός ότι εκατοντάδες εκατομμυρίων, που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί, ούτε ζουν σύμφωνα με τη Γραφή, ούτε υποστηρίζουν τον Θεό της Γραφής. Αυτό που οι άνθρωποι κάνουν δεν μπορεί ποτέ να κάμη τον Θεό ψευδή ή ν’ αποδείξη τον Θεό ψευδή.
7, 8. Στο επιχείρημά του, όπως αφήσωμε να είναι ο Θεός αληθής, γιατί παρέθεσε ο απόστολος Παύλος τους λόγους του Δαβίδ στον Ψαλμό 51:4;
7 Για ν’ αποδείξη την πιστότητα και την αληθινότητα του Θεού, ο απόστολος Παύλος παρέθεσε τους λόγους του Βασιλέως Δαβίδ στον Ψαλμό 51:4. Γιατί; Διότι ο Δαβίδ δεν προσπαθούσε να υπερασπίση τον εαυτό του, να συγχωρήση τον εαυτό του ή να ανακηρύξη τον εαυτό του δίκαιο κι έτσι να δείξη δυσπιστία στον Θεό. Ο Δαβίδ παραδέχεται το λάθος και την πλάνη του, και αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι αληθής και δίκαιος.
8 Ο Δαβίδ λέγει: «Ελέησόν με, ώ Θεέ, κατά το έλεός σου· κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον τα ανομήματά μου. Πλύνον με μάλλον και μάλλον από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με. Διότι τα ανομήματά μου εγώ γνωρίζω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου είναι διαπαντός. Εις σε, εις σε μόνον ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου έπραξα· δια να δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και να ήσαι άμεμπτος εις τας κρίσεις σου. Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου. Ιδού, ηγάπησας αλήθειαν εν τη καρδία, και εις τα ενδόμυχα θέλεις με διδάξει σοφίαν. Ράντισόν με με ύσσωπον, και θέλω είσθαι καθαρός· πλύνον με, και θέλω είσθαι λευκότερος χιόνος.»—Ψαλμ. 51:1-7· Ρωμ. 3:4.
9. Αν οι άνθρωποι του «Χριστιανικού κόσμου» και του Ιουδαϊκού ήσαν σαν τον Δαβίδ, που μετενόησε, τι θα ωμολογούσαν και ποια στάσι θα ελάμβαναν απέναντι στον γραπτό Λόγο του Θεού;
9 Αν οι άνθρωποι, ειδικά εκείνοι του «Χριστιανικού κόσμου» και του Ιουδαϊκού, ήσαν όμοιοι με τον Βασιλέα Δαβίδ της Ιερουσαλήμ, που μετενόησε, θα ωμολογούσαν ότι είναι αμαρτωλοί εκ γενετής και έχουν τάσι να σφάλλουν από αυτή τη στιγμή της συλλήψεώς των στην κοιλία της μητρός των. Τότε θα ελάμβαναν μια ταπεινή στάσι ενώπιον του Θεού και δεν θα επιχειρηματολογούσαν εναντίον του Θεού υπέρ της ανθρωπίνης επιστήμης και των ανθρωποποιήτων ηθικών κανόνων. Θα ανεγνώριζαν ότι είναι αμαρτωλοί, δικαίως καταδικασμένοι από το νόμο του Θεού. Θα παρεδέχοντο ότι ο Θεός είναι αληθής, όταν ομιλή και κρίνη, μολονότι αυτό θ’ αποτελούσε ομολογία εκ μέρους των ότι αυτοί οι ίδιοι είναι ψεύσται. Ενεργώντας έτσι, θα επεδείκνυαν αληθινή σοφία, και θα ελάμβαναν την ορθή άποψι απέναντι στον γραπτό Λόγο του Θεού και θα τον εδέχοντο, θα τον επίστευαν, θα τον κατανοούσαν και θα ζούσαν σε αρμονία με αυτόν. Τότε αυτό θ’ αποτελούσε σύστασιν της Γραφής στους ανθρώπους που θα την προσέφεραν.
10. Πώς, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των ανθρώπων, προκύπτει καλό για τον Θεό από την αδικία τους, και γιατί, επομένως, αποδίδουν αδικία σ’ αυτόν για τη μεταχείρισι που τους κάνει;
10 Το ότι οι άνθρωποι βαδίζουν στην πλάνη και την αδικία δεν βλάπτει τον Θεό τον ίδιο. Μάλλον, αυτό συντελεί ώστε η αλήθεια του Θεού, η αγιότης και η δικαιοσύνη του να στέκουν σε οξεία αντίθεσι, και τούτο προς δόξαν Θεού. Αλλά τότε θα μπορούσε να λεχθή ότι, οι άνθρωποι, όταν ενεργούν εσφαλμένα, ωφελούν πράγματι τον Θεό, τουλάχιστον εμμέσως. Αν, λοιπόν, ο Θεός ωφελήται κατά ένα έμμεσο τρόπο από την άδικη πορεία τους, έχει τότε ο Θεός μια δίκαιη αιτία να κρίνη δυσμενώς αμαρτωλούς ανθρώπους, καταδικάζοντάς τους; Δεν ενεργεί μήπως αδίκως ο Θεός με το να εκτελέση μια καταδικαστική κρίσι εναντίον τους κατά τον επερχόμενον «πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος»; (Αποκάλ. 16:14, 16) Πρέπει να καταδικάζονται και να τιμωρούνται η ασέβεια και οι κακές ενέργειες, αν από αυτές προκύπτη καλό; Έτσι επιχειρηματολογούν άνθρωποι, γεννημένοι στην πλάνη και την αμαρτία. Ισχυρίζονται ότι ο Θεός ενεργεί αδικαιολόγητα, άδικα, αν είναι πιστός στον λόγο του της αληθείας και επιφέρη καταστρεπτική κρίσι εναντίον των λόγω της αδικίας των.
11. (α) Σύμφωνα με ποιο συλλογισμό σχετικά με την αμαρτία οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι η καταδικαστική κρίσις του Θεού δεν θα εκτελεσθή σ’ αυτούς; (β) Γιατί πλανώνται μ’ ένα τέτοιο τρόπο σκέψεως;
11 Με το να επιχειρηματολογούν κατά έναν τέτοιο κοσμικής σοφίας τρόπο, οι άνθρωποι, που απέδειξαν ότι είναι ψεύσται, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βυθίζονται βαθύτερα στην πλάνη. Λέγουν ότι οι αμαρτωλοί δεν θα έπρεπε ποτέ να φοβούνται ότι η καταδικαστική κρίσις του Θεού θα εκτελεσθή επάνω τους. Αγνοούν το γεγονός ότι η αμαρτία, η πλάνη, η παρανομία είναι πράγματα αυτά καθ’ εαυτά εσφαλμένα. Μια θρησκευτική φιλοσοφία είναι εσφαλμένη, όταν ισχυρίζεται ότι, αν ένα άδικο ή κακό πράγμα που κάνομε βλάπτη μόνον εμάς τους ιδίους, δεν είναι αμάρτημα. Ή, αν από το άδικο που κάνομε αποκομίζη κάποιος άλλος μια μη επιδιωκόμενη ωφέλεια ή πλεονέκτημα, τότε δεν είναι αμάρτημα και δεν πρέπει να τιμωρήται. Άσχετα με το πώς επιχειρηματολογεί η θρησκευτική φιλοσοφία, ένα άδικο είναι άδικο, και κανείς δεν έχει δικαίωμα να αδικήση ή να βλάψη ακόμη και τον εαυτό του. Γιατί όχι; Διότι ο καθένας από μας είναι ένα δημιούργημα του Θεού και δεν έχωμε δικαίωμα να προξενήσωμε βλάβη στη δημιουργία του Θεού. Κάθε άδικη πορεία ενεργείας είναι αμάρτημα, διότι αποτελεί παραβίασι του νόμου του Θεού, σχετικά με τον τρόπο που εμείς τα δημιουργήματα πρέπει να ζούμε. Ο Θεός δεν θέλει να αμαρτάνωμε απλώς διότι τούτο κάνει να φανερώνεται η δικαιοσύνη του.
12, 13. (α) Θα είναι δικαία η κρίσις του Θεού εναντίον εκείνων, οι οποίοι κάνουν τον συλλογισμό ότι προέρχεται καλό από τις κακές των πράξεις; (β) Γιατί δεν πρέπει να απατούμε τους εαυτούς μας σ’ αυτό το ζήτημα;
12 Αυτός είναι ο συλλογισμός που κάνει ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος. Αφού μας συμβουλεύει με το «έστω ο Θεός αληθής» καίτοι με τούτο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να ευρεθή ψεύστης, ο Παύλος προχωρεί και λέγει: «Εάν δε η αδικία ημών δεικνύη την δικαιοσύνην του Θεού, τι θέλομεν ειπεί; μήπως είναι άδικος ο Θεός ο επιφέρων την οργήν; (ως άνθρωπος λαλώ.) Μη γένοιτο· επειδή πώς θέλει κρίνει ο Θεός τον κόσμον; Διότι αν η αλήθεια του Θεού επερίσσευσε προς δόξαν αυτού δια του εμού ψεύσματος, δια τι πλέον εγώ κρίνομαι ως αμαρτωλός; Και, (καθώς βλασφημούμεθα, και καθώς κηρύττουσι τίνες ότι ημείς λέγομεν,) Δια τι να μη πράττωμεν τα κακά, δια να έλθωσι τα αγαθά; των οποίων η κατάκρισις είναι δικαία.»—Ρωμ. 3:5-8.
13 Ώστε ας μη απατώμεν σήμερα τους εαυτούς μας. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Αν κάνωμε κακές πράξεις, διότι και μόνο αγαπούμε τις κακές πράξεις, και αν έπειτα προσπαθήσωμε να δικαιολογηθούμε λέγοντας ότι τελικά καλό θα προκύψη από αυτές τις κακές πράξεις, ας γνωρίζωμε ότι δεν θα διαφύγωμε. Η δικαία κρίσις του Θεού θα εκτελεσθή οπωσδήποτε εναντίον μας.
«ΕΣΤΩ Ο ΘΕΟΣ ΑΛΗΘΗΣ»—ΠΩΣ;
14. Αν αγαπούμε τον Θεό και Δημιουργό, ποιον θ’ αφήσωμε να είναι αληθής, και πώς θα το κάνωμε αυτό;
14 Αν θέλωμε ν’ αγαπούμε, να τιμούμε και να σεβώμεθα τον Θεό και Δημιουργό μας, τι θα κάνωμε; Θα επιθυμούμε το «έστω ο Θεός αληθής» σε κάθε περίπτωσι, όπου υπάρχει μια διαφορά ή αμφισβήτησις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Θα το πράττωμε αυτό με το ν’ απευθυνώμεθα στον γραπτό λόγο του Θεού, τη Βίβλο. Θ’ αναγνωρίσωμε ό,τι λέγει ως την αλήθεια σχετικά με την ανθρώπινη ιστορία, σχετικά με τις αληθινές θρησκευτικές διδασκαλίες και σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να λάβωμε, όταν κοσμικοί άνθρωποι και πολιτικά ιδρύματα έχουν από μας υπερβολικές απαιτήσεις. Θα λάβωμε ολοψύχως τον γραπτό λόγο του Θεού, τις Άγιες Γραφές, ως το κριτήριον, το μέτρον για τον καθορισμό της αληθείας και της δικαιοσύνης.
15. (α) Αν ισχυριζώμεθα ότι είμεθα Χριστιανοί, τι πρέπει ν’ αναγνωρίσωμε ότι είναι ο Λόγος του Θεού; (β) Στις ημέρες του Ιησού, ποια αλήθεια υπήρχε επιπρόσθετα στις Εβραϊκές Γραφές;
15 Όταν, όμως, ισχυριζώμεθα ότι είμεθα Χριστιανοί; Τότε, για να είμεθα συνεπείς προς τον ισχυρισμό μας, απαιτείται από μας να λέμε το ίδιο πράγμα που είπε ο Ιησούς στην προσευχή του προς τον Θεό: «Ο Λόγος ο ιδικός σου είναι αλήθεια.» (Ιωάν. 17:17) Στις ημέρες του Ιησού είχε συμπληρωθή η συγγραφή των τριάντα εννέα βιβλίων των Εβραϊκών Γραφών και αυτά ήσαν διαθέσιμα προς ανάγνωσιν. Αλλά οι θεόπνευστες εκείνες Εβραϊκές Γραφές δεν ήσαν τα μόνα αληθινά πράγματα. Όσα εδίδαξε ο Ιησούς στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του ήσαν επιπρόσθετη αλήθεια. Το γεγονός αυτό πρέπει να είναι έτσι από ό,τι είπε στην ίδια εκείνη προσευχή του προς τον Θεό: «Ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, δια να έχωσι την χαρά μου πλήρη εν εαυτοίς. Εγώ έδωκα εις αυτούς τον λόγον σου.» (Ιωάν. 17:13, 14) Ώστε ό,τι είχε δώσει ο Ιησούς Χριστός στους μαθητάς του ήταν πράγματι ο λόγος του Θεού Πατρός του, και όχι λόγοι δικής του προελεύσεως. Ήταν, επίσης, αλήθεια.
16. Γιατί συγγράμματα στην Ελληνική μπορούσαν να προστεθούν από τους μαθητάς του Ιησού στις Εβραϊκές Γραφές, και πόσα βιβλία περιλαμβάνει τώρα ο γραπτός Λόγος του Θεού;
16 Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του ότι θα ελάμβαναν βοήθεια για να ενθυμούνται τις αλήθειες, που τους είχε αποκαλύψει. Προτού αναπέμψη την ανωτέρω προσευχή προς τον Θεό, είπε στους μαθητάς του: «Εγώ θέλω παρακαλέσει τον Πατέρα, και θέλει σας δώσει άλλον παράκλητον, δια να μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το πνεύμα της αληθείας, το οποίον ο κόσμος δεν δύναται να λάβη, διότι δεν βλέπει αυτό, ουδέ γνωρίζει αυτό· σεις όμως γνωρίζετε αυτό, διότι μένει μεθ’ υμών, και εν υμίν θέλει είσθαι . . . ο δε παράκλητος, το πνεύμα το άγιον, το οποίον θέλει πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα, και θέλει σας υπενθυμίσει πάντα, όσα είπον προς εσάς.» (Ιωάν. 14:16, 17, 26) Ως αποτέλεσμα τούτου, μετά την εορτή της Πεντηκοστής, όταν το άγιο πνεύμα εξεχύθη επάνω τους, εκείνα, τα οποία οι πιστοί μαθηταί του Ιησού έγραψαν υπό έμπνευσιν του πνεύματος του Θεού, ήσαν, επίσης, μέρος του λόγου του Θεού και έγιναν μέρος των Αγίων Γραφών. Αυτές οι θεόπνευστες γραφές σε μορφή είκοσι επτά βιβλίων γραμμένων στην κοινή Ελληνική είχαν συμπληρωθή κατά το τέλος του πρώτου αιώνος της Κοινής μας Χρονολογίας. Προσετέθησαν στις θεοπνευστές Εβραϊκές Γραφές, για να σχηματίσουν μια Γραφή που ν’ αποτελήται από εξήντα έξη βιβλία. Όλος αυτός ο γραπτός λόγος είναι η αλήθεια του Θεού.
17. Γιατί ο Ιησούς, όταν ήταν μπροστά στον Πιλάτο, δεν υπεχρεώθη να ορκισθή ότι θα πη την αλήθεια, και γιατί οφείλομε να δεχθούμε τις διδασκαλίες του;
17 Ο Ιεχωβά Θεός είναι πλήρως αφωσιωμένος στην αλήθεια και μόνον στην αλήθεια. Το αυτό συμβαίνει και με τον πιστό του Υιό, τον Ιησού Χριστό. Είναι γεγονός ότι, όταν ο Ιησούς εστάθη μπροστά στον Ρωμαίο κυβερνήτη Πόντιο Πιλάτο, δεν υπεχρεώθη να κάμη έναν επίσημο όρκο ότι θα έλεγε την αλήθεια, και μόνον την αλήθεια, και ας ήταν σ’ αυτόν ο Θεός βοηθός! Εν τούτοις, μολονότι εκρίνετο η ζωή του, ο Ιησούς δεν ηρνήθη ποιος και τι ήταν. (Ιωάν. 18:37) Η προθυμία του να πεθάνη για την αλήθεια παράγει σ’ εμάς περισσότερη εμπιστοσύνη ότι αυτό που έχει διδάξει, κηρύξει και διατάξει ήταν η καθαρή αλήθεια. Επομένως, οφείλομε να την δεχθούμε ως τέτοια.
18. Γιατί ο Ιησούς παρέθεσε κατάλληλα τους λόγους του Δαβίδ στον Ψαλμό 31:5, όταν επέθαινε επάνω στο ξύλο, κι έτσι σε ποιον επέστρεψε το πνεύμα του Χριστού;
18 Όταν, λίγο μετά την καταδίκη του σε θάνατο, ο Ιησούς εκρέματο επί του ξύλου της εκτελέσεως, με την επιγραφή που είχε τεθή επάνω από την κεφαλή του, «Ούτος εστιν ο Βασιλεύς των Ιουδαίων», ανέφερε λόγια από τον Ψαλμό 31:5 καθώς επλησίαζε να πεθάνη και είπε: «Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου.» (Λουκ. 23:38, 46) Ο Ψαλμός αυτός είχε γραφή από τον Βασιλέα Δαβίδ, ο οποίος προεσκίαζε τον Ιησού Χριστό. Έτσι αυτό εβεβαίωνε τον Ιησού ότι μπορούσε ασφαλώς να εμπιστευθή το πνεύμα του στον Ιεχωβά Θεό με πλήρη ελπίδα ν’ απελευθερωθή από τον Σιεόλ, τον κοινό τάφο του νεκρού ανθρωπίνου γένους. Ο Ιησούς εγνώριζε ότι ο Ψαλμωδός Δαβίδ επεκαλείτο την αξιοπιστία του Θεού, όταν έλεγε: «Έκβαλέ με εκ της παγίδος την οποίαν έκρυψαν δι’ εμέ· διότι είσαι η δύναμίς μου. Εις τας χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου· συ με ελύτρωσας, Ιεχωβά ο Θεός της αληθείας, Εμίσησα τους προσέχοντας εις τας ματαιότητας του ψεύδους· εγώ δε επί τον Ιεχωβά ελπίζω. Ιεχωβά, ας μη καταισχυνθώ, διότι σε επεκαλέσθην· ας καταισχυνθώσιν οι ασεβείς, ας σιωπήσωσιν εν τω άδη.» (Ψαλμ. 31:4-6, 17, ΜΝΚ) Όταν ο Ιησούς παρέδωσε το πνεύμα της ζωής του στον Ιεχωβά κατά τον θάνατόν του, το πνεύμα του επέστρεψε στον Θεό της αληθείας, ο οποίος του το είχε δώσει.—Εκκλησ. 12:7.
19. (α) Γιατί ο Υιός του Θεού δεν επρόκειτο ‘να εγκαταλειφθή στον Άδη’; (β) Πώς απέδειξε τότε ο Ιεχωβά ότι δεν ήταν ένας από εκείνα τα «ανάξια, μάταια είδωλα»;
19 Την τρίτην ημέρα ύστερ’ απ’ αυτό, ο Ιεχωβά αποκατέστησε το πνεύμα της ζωής στον Υιό του κι έτσι τον ανέστησε εκ νεκρών. Διεφύλαξε ασφαλώς με εμπιστοσύνη ό,τι του είχε παραδώσει ο Υιός του. Δεν ‘εγκατέλειψε τον Υιόν του εν τω Σιεόλ [Άδη]’, διότι ο Υιός του δεν ήταν κακούργος. Ήταν μόνον για να εκπληρωθή η προφητεία του εδαφίου Ησαΐας 53:9 στον Ιησού, ότι «ο τάφος αυτού διωρίσθη μετά των κακούργων· πλην εις τον θάνατον αυτού εστάθη μετά του πλουσίου· διότι δεν έκαμεν ανομίαν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού.» Επειδή ο Ιεχωβά ανέστησε τον Υιόν του σε πνευματική ζωή στους ουρανούς την τρίτην ημέρα, απέδειξε ότι αυτός ο Ιεχωβά δεν ήταν ένας από εκείνα τα μισητά «ανάξια, μάταια είδωλα» αλλά ήταν πράγματι «ο Θεός της αληθείας». Ως τέτοιος, ήταν σε θέσι να εκτελέση τον λόγο του, να πραγματοποιήση, τις προφητείες του, οι οποίες είχαν λεχθή εν τω ονόματί του.—1 Πέτρ. 3:18, 19· Ψαλμ. 16:10· Πράξ. 2:22-36.
20. Τι αποδεικνύει η ανάστασις του Ιησού από τον Θεό όσον αφορά την ικανότητά Του να κάμη πράγματα;
20 Η ανάστασις του Υιού του Ιησού Χριστού σε ανανεωμένη ζωή στον ουρανό, σε αθανασία, ήταν λογικώς η δυσκολωτέρα δοκιμή της αληθινότητος του Ιεχωβά Θεού. (Εφεσ. 1:18-22) Εφόσον ανταπεκρίθη σε μια τέτοια ασυνήθη δοκιμή της αληθινότητός του, τι άλλο υπάρχει το οποίον υπεσχέθη και δεν μπορεί να εκπληρώση; Τίποτε!—1 Κορ. 6:14· 2 Κορ. 4:13, 14.
21. (α) Επομένως τι εμπιστοσύνη πρέπει να μας δίνη η έμπνευσις των Αγίων Γραφών από ένα τέτοιο Θεό; (β) Από ποιο σημείο και πέραν είναι ο γραπτός Λόγος του Θεού η αλήθεια;
21 Ένας τέτοιος Θεός όπως αυτός έχει εμπνεύσει τη συγγραφή των Αγίων Γραφών. Τι εμπιστοσύνη θα έπρεπε, συνεπώς, να έχωμε στο ότι αυτές οι Γραφές είναι αποκλειστικώς η αλήθεια, η οποία και τις διακρίνει από όλα τα άλλα θρησκευτικά βιβλία που έχουν γραφή και ανήκουν στα θρησκευτικά συστήματα αυτού του κόσμου, αρχαίου και συγχρόνου! Αυτή η ουσία ή έννοια του γραπτού λόγου του Θεού είναι αλήθεια, διότι ο λόγος του είναι σε πλήρη αρμονία με τα γεγονότα και ποτέ δεν έχει απομακρυνθή από την πραγματικότητα ή από την επιτυχή εκπλήρωσι του ενδόξου σκοπού του Θεού. Από αυτή την αρχή του ο γραπτός λόγος του Θεού είναι η αλήθεια, και αυτή η αλήθεια συνεχίζεται δια μέσου των εξήντα έξη Γραφικών βιβλίων φθάνοντας σ’ ένα μεγάλο κατακόρυφο της αληθείας σχετικά με την εγκαθιδρυμένη βασιλεία του Θεού για την αιώνια ευλογία του ανθρωπίνου γένους.
22. Πώς αληθεύει ότι η ουσία ή το σύνολον του Λόγου του Θεού είναι αλήθεια;
22 Προστιθέμενα μαζί, τα εξήντα έξη βιβλία της Γραφής αποτελούν μια άφθονη, πλήρη δήλωσι και έκφρασι αληθείας. Γι’ αυτό οι εκζητηταί της αληθείας αγαπούν την Γραφή. Ο ψαλμωδός εξέφρασε ωραία το ζήτημα, όταν, υπό έμπνευσι, έγραψε εις εκτίμησιν του Θεού: «Ιδέ πόσον αγαπώ τας εντολάς σου· Ιεχωβά, ζωοποίησόν με κατά το έλεός σου. Η ουσία [ή, το σύνολον] του λόγου σου είναι η αλήθεια· και εις τον αιώνα μένουσι, πάσαι αι κρίσεις της δικαιοσύνης σου.»—Ψαλμ. 119:159, 160, ΜΝΚ· περιθωριακή σημείωσις, έκδοσις 1957.
23. Γιατί μπορούσε ο ψαλμωδός να πη ότι οι εντολές του Θεού είναι αλήθεια;
23 Όλες οι εντολές του Θεού, όπως αναγράφονται στον γραπτό λόγο του, είναι για να εκπληρωθή η αλήθεια. Έχουν δοθή για να κρατήσουν τους ευπειθείς ανθρώπους σε αρμονία με την αλήθεια. Οι εντολές του έχουν εκδοθή για να κινήσουν πρόσωπα και πράγματα προς την πραγματοποίησι των προφητειών του Θεού, ώστε αυτές να αποδειχθούν αληθείς. Κάποτε άτομα, που βρίσκονται πολύ μακριά από το νόμο του Θεού, ασκώντας χαλαρή διαγωγή, μας πλησιάζουν για να μας βλάψουν αλλά και ο Θεός είναι κοντά μας αν με αγάπη και πιστότητα τηρούμε τις εντολές του. Καθώς ο ψαλμωδός μ’ ευγνωμοσύνη εξέφρασε το ζήτημα: «Συ, Ιεχωβά, είσαι πλησίον, και πάντα τα προστάγματα σου είναι αλήθεια. Προ πολλού εγνώρισα εκ των μαρτυρίων σου, ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά.» (Ψαλμ. 119:150-152, ΜΝΚ) Με αξιοθαύμαστο τρόπο, αυτά τα μαρτύρια, τα οποία στον αιώνα εθεμελίωσε ο Θεός, εξακολουθούν έως σήμερα, παρ’ όλες τις προσπάθειες των εχθρών της αληθείας να τα ανατρέψουν και να τα καταστρέψουν καταστρέφοντας αντίτυπα της Γραφής και καταστρέφοντας ανθρώπους που πιστεύουν σ’ αυτήν. Αλλά, λέγει ο Ψαλμός 117:2 (ΜΝΚ), «η αλήθεια του Ιεχωβά μένει εις τον αιώνα.»
24. Πώς είναι βέβαιο πού θα καταλήξη η μάχη εναντίον της αληθείας της Βίβλου, και ποια πορεία απέναντι σ’ αυτή είναι καλύτερο να λάβη ένας;
24 Το να μάχεται κανείς εναντίον της αληθείας της Γραφής σημαίνει να μάχεται κατά του «Θεού της αληθείας». Ποτέ δεν μπορούμε να νικήσωμε σε μια τέτοια μάχη, αλλά είναι βέβαιο ότι θα κατεβούμε νικημένοι στο θάνατο ως ψεύσται. Η αλήθεια του Θεού υπερίσχυσε πάντοτε και θα υπερισχύη πάντοτε. Μια σοφή υπενθύμισι μας δίνει ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Δεν δυνάμεθα να πράξωμέν τι κατά της αληθείας, αλλ’ υπέρ της αληθείας.» (2 Κορ. 13:8) Γι’ αυτόν το λόγο, δεν θα έπρεπε, με μια πορεία αντίθετη προς τον λόγο του Θεού να κάνωμε ώστε η αλήθεια του Θεού να εκδηλωθή θριαμβευτικά εναντίον μας. Για να λάβωμε τις ευλογίες Του, πρέπει ν’ ακολουθήσωμε μια θετική πορεία υπέρ της αληθείας του Θεού και προς υποστήριξί της και να την εξαγγέλλωμε παντού προς δόξαν και αίνον Του.