Δούλοι Ανθρώπων ή Δούλοι του Λυτρωτού Σας—Ποίον;
«Δια τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.»—1 Κορ. 7:23.
1. Πόσοι από το ανθρώπινο γένος έχουν γεννηθή σε δουλεία;
ΕΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ότι έχετε γεννηθή δούλος; Το γεγονός είναι ότι όλο τα ανθρώπινο γένος, που εγεννήθη από γηίνους, ανθρωπίνους πατέρες, εγεννήθησαν δούλοι, τέκνα δούλων. Αν εντίμως προσέξετε τα γεγονότα αυτού του ζητήματος και διαπιστώσετε πόσο αυτό αληθεύει, θα βοηθηθήτε να κατανοήσετε πολλά πράγματα σχετικά με τον εαυτό σας. Θα σας οδηγήση να κατανοήσετε πώς να ελευθερωθήτε από μια τέτοια δουλεία.
2, 3. (α) Μεταξύ εκείνων, οι οποίοι απέκτησαν ελευθερία από αυτή τη δουλεία, ποιος διακεκριμένος εργάτης στην υπόθεσι της ελευθερίας υπήρχε; (β) Πώς αποκαλούσε τον εαυτό του αυτός ο εργάτης της ελευθερίας;
2 Οι θύρες της απελευθερώσεως από αυτόν τον οίκο της παγκοσμίου δουλείας ανοίχθηκαν πριν από δέκα εννέα αιώνες. Στην παλαιά εκείνη εποχή, στον πρώτο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας, μεταξύ εκείνων, που ελευθερώθηκαν από αυτή τη δουλεία, ήταν και ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει γίνει τώρα γνωστός σε όλη τη γη. Αλλ’ αυτός ώφειλε να είναι πάντοτε προσεκτικός και να καταβάλλη προσπάθειες για ν’ αποφύγη να υποδουλωθή και πάλι. Απελάμβανε πάρα πολύ την ελευθερία του, και προσπάθησε να βοηθήση όσο ήταν δυνατόν πολλά άλλα άτομα ν’ αποκτήσουν αυτή την ελευθερία. Αλλά δεν αγωνίσθηκε εναντίον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία είχε υποδουλώσει εκατομμύρια· ούτε και ηγήθηκε μιας Πορείας Ελευθερίας προς τη Ρώμη για να διαμαρτυρηθή εναντίον της δουλείας. Γιατί όχι; Διότι ειργάζετο για την υπόθεσι μιας ελευθερίας μεγαλυτέρας από αυτή που μπορούν να δώσουν άνθρωποι.
3 Λόγω του απελευθερωτικού έργου που διεξήγε ο άνθρωπος αυτός, μερικές θρησκευτικές οργανώσεις τον ανεκήρυξαν ως ένα από τους «αγίους» των κι έτσι τον αποκαλούν «Άγιο Παύλο». Αλλά ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του απλώς Παύλο. Παραδείγματος χάριν, είπε σε ανθρώπους που ήθελαν να τον κάμουν ειδικό ηγέτη των: «Μήπως ο Παύλος εσταυρώθη δια σας; ή εις το όνομα του Παύλου εβαπτίσθητε;» «Διότι όταν λέγη τις, Εγώ μεν είμαι του Παύλου· άλλος δε, Εγώ του Απολλώ· δεν είσθε σαρκικοί; Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς, παρά υπηρέται δια των οποίων επισπεύσατε, και όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον;»—1 Κορ. 1:13· 3:4, 5.
4. (α) Ποια ήταν η πολιτική κατάστασις του Παύλου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και πώς αυτό; (β) Για απελευθέρωσι από ποια δουλεία ενδιεφέρετο ο Παύλος;
4 Ο Παύλος είχε τα δικαιώματα της Ρωμαϊκής ιθαγενείας. Ως εκ τούτου η Ρωμαϊκή κυβέρνησις τον θεωρούσε ως ένα ελεύθερο άνθρωπο. Κάποτε ένας Ρωμαίος χιλίαρχος, ένας στρατιωτικός διοικητής, τον ερώτησε: «Λέγε μοι, συ Ρωμαίος είσαι;» Και αυτός απήντησε: «Ναι.» Ο στρατιωτικός διοικητής ισχυρίζετο, επίσης, ότι είναι Ρωμαίος πολίτης, λέγοντας: «Εγώ δια πολλών χρημάτων απέκτησα ταύτην την πολιτογράφησιν.» Ο δε Παύλος είπε: «Αλλ’ εγώ και εγεννήθην Ρωμαίος.» (Πράξ. 22:27, 28) Ο Παύλος ήταν πράγματι ένας περιτετμημένος Ιουδαίος. Αλλά επειδή είχε γεννηθή στην Ασιατική πόλι Ταρσό, εγεννήθη με τη Ρωμαϊκή ιθαγένεια, διότι, εκατό και πλέον χρόνια προηγουμένως, ο Ρωμαίος πολιτικός Αντώνιος είχε απονείμει τη Ρωμαϊκή ιθαγένεια σ’ όλους τους κατοίκους της Ταρσού, αργότερα δε ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Αύγουστος επεκύρωσε αυτά τα προνόμια. (Πράξ. 21:39· 22:3) Ώστε δεν ήταν η δουλεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από την οποία είχε ελευθερωθή ο Παύλος, ούτε και εισήλθε στον πολιτικό στίβο για να βοηθήση άλλους ν’ απαλλαγούν από αυτή τη δουλεία. Υπήρχε μια άλλη δουλεία, η οποία προχωρούσε πολύ μακρύτερα, μια δουλεία που κατέληγε στο θάνατο. Για απελευθέρωσι απ’ αυτή τη δουλεία ενδιεφέρετο ο Ρωμαίος πολίτης Παύλος.
5, 6. (α) Σε ποια επιστολή εξήγησε ο Παύλος αυτή, τη μεγαλύτερη δουλεία; (β) Τι κατοικούσε μέσα στον Παύλο, που τον εμπόδιζε να κάνη αυτό που επιθυμούσε να κάνη;
5 Πώς ο Παύλος είχε φθάσει σ’ αυτή τη μεγαλύτερη δουλεία; Πώς όλοι εμείς εφθάσαμε σ’ αυτή; Πώς μας έχει επηρεάσει; Ο Παύλος εξήγησε αυτό πολύ κατανοητά, όταν έγραψε σε ομοίους με αυτόν πιστούς, που ήσαν στη Ρώμη. Ομιλώντας για το νόμο του Θεού, όχι τον Ρωμαϊκό νόμο, ο Παύλος είπε:
6 «Ο νόμος είναι πνευματικός· εγώ δε είμαι σαρκικός, πεπωλημένος υπό την αμαρτίαν. Διότι εκείνο το οποίον πράττω, δεν γνωρίζω· επειδή εκείνο το οποίον θέλω, τούτο δεν πράττω, αλλ’ εκείνο το οποίον μισώ, τούτο πράττω. Εάν δε εκείνο το οποίον δεν θέλω, τούτο πράττω, συμφωνώ με τον νόμον, ότι είναι καλός. Τώρα δε δεν πράττω πλέον τούτο εγώ, αλλ’ η αμαρτία η κατοικούσα εν εμοί. Διότι εξεύρω ότι δεν κατοικεί εν εμοί (τουτέστιν εν τη σαρκί μου,) αγαθόν· επειδή το θέλειν πάρεστιν εις εμέ, το πράττειν όμως το καλόν δεν ευρίσκω· διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον θέλω· αλλά το κακόν το οποίον δεν θέλω, τούτο πράττω.
7. Ποιον ανεπιθύμητο νόμο βρήκε ο Παύλος μέσα στα μέλη του, και μέχρι ποιου σημείου ήταν υποδουλωμένος σ’ αυτόν;
7 »Εάν δε εγώ πράττω εκείνο το οποίον δεν θέλω, δεν εργάζομαι αυτό πλέον εγώ, αλλ’ η αμαρτία η κατοικούσα εν εμοί. Ευρίσκω λοιπόν τον νόμον τούτον, ότι, ενώ εγώ θέλω να πράττω το καλόν, πάρεστιν εις εμέ το κακόν. Διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον· βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου, και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ· τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου; Ευχαριστώ εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών. Άρα λοιπόν αυτός εγώ με τον νουν μεν δουλεύω εις τον νόμον του Θεού· με την σάρκα δε εις τον νόμον της αμαρτίας.»—Ρωμ. 7:14-25.
8. Εναντίον τίνος πράγματος, που κατοικούσε μέσα του, ώφειλε ν’ αγωνίζεται ο Παύλος, και ποια είναι η δυσκολία που είναι υπεύθυνη γι’ αυτό;
8 Το σώμα του Παύλου, ακριβώς όπως και τα δικά μας σώματα, ήταν «σαρκικό». Στο σαρκικό του σώμα εύρισκε να λειτουργή ένας νόμος, εκείνος που βρίσκομε να λειτουργή και μέσα στα δικά μας σώματα, επίσης. Ήταν ο νόμος της αμαρτίας. Συνεπώς, όταν επιθυμούσε να κάμη εκείνο που είναι ορθόν και σε αρμονία με τον αγαθό νόμο του Θεού, δεν εύρισκε τη δύναμι να το εκτελέση τελείως και πάντοτε. Η αμαρτία, η οποία κατοικούσε στη σάρκα του, τον κυβερνούσε και τον εμπόδιζε από το να εκτελέση τη δική του επιθυμία. Στην καρδιά και στο νου του ήταν σε αρμονία με το νόμο του Θεού, έτσι ώστε με τη διάνοιά του ήταν ένας δούλος του νόμου του Θεού. Αλλά η σαρξ του δεν συμφωνούσε πάντοτε με το νου του, και ώφειλε συνεπώς να αγωνίζεται εναντίον τού να υπηρετή το νόμο της αμαρτίας μέσα στη σάρκα του. Ποια ήταν η δυσκολία; Ο Παύλος ήταν «πεπωλημένος υπό την αμαρτίαν». Αν αυτό αλήθευε για τον Παύλο τον απόστολο, αληθεύει, επίσης, και για μας όλους.
9. Γιατί δεν είναι καλό για μας να είμεθα εκουσίως δούλοι στο νόμο της αμαρτίας;
9 Δεν είναι καλό για μας να είμεθα εκουσίως δούλοι στο νόμο της αμαρτίας, ο οποίος προσπαθεί πάντοτε να λειτουργήση χωρίς έλεγχο δια μέσου της σαρκός μας. Αν επιτρέπωμε να ενεργή ανεμπόδιστα ο νόμος της αμαρτίας μέσω της σαρκός μας, αυτό μπορεί να φέρη για μια στιγμή κάποια ευχαρίστησι, αλλά δεν συντελεί στο να μας κάμη να κερδίσωμε μια αιώνια ζωή με ευτυχία. Ο νόμος του Θεού έδειξε στους Ιουδαίους τι είναι αμαρτία. Ο νόμος του κατεδίκαζε τους αμαρτωλούς σε θάνατο. Γι’ αυτό, ο Παύλος έλεγε ότι η αμαρτία προξενούσε σ’ αυτόν θάνατο σύμφωνα με την καταδίκη που καθώριζε ο καλός νόμος του Θεού επάνω στους αμαρτωλούς.—Ρωμ. 7:13.
10. Όπως ο Παύλος, ποια απολύτρωσι επιθυμούμε πολύ, και μέσω τίνος θα έλθη;
10 Επομένως, αν επιθυμούμε αιώνια ζωή με πλήρη ευτυχία, όπως και ο ίδιος ο Παύλος το επιθυμούσε, πρέπει να έχωμε ζωηρή επιθυμία ν’ απαλλαγούμε από την αμαρτία που υπάρχει μέσα μας και η οποία κάνει να πεθαίνουν τα σαρκικά σώματά μας. Ονομάζοντας εκείνον, μέσω του οποίου θα μας ήρχετο αυτή η απολύτρωσις, ο Παύλος ανεφώνησε: «Ευχαριστώ εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.» (Ρωμ. 7:25) Πώς, λοιπόν, έρχεται αυτή η απολύτρωσις από τον Θεό μέσω του Χριστού;
11. Τι ήταν ανάγκη να συμβή στον Παύλο για να ελευθερωθή από τη δουλεία «εις τον νόμον της αμαρτίας», και ποια ερώτησις εγείρεται για την πώλησι του Παύλου;
11 Ο Παύλος είπε ότι ήταν «πεπωλημένος υπό την αμαρτίαν». Ήταν συνεπώς δούλος «εις τον νόμον της αμαρτίας.» Για ν’ απελευθερωθή από αυτή τη δουλεία, είχε ανάγκη να εξαγορασθή ή απολυτρωθή. Πώς, όμως, ο Παύλος, ο γεννημένος ελεύθερος Ρωμαίος πολίτης, έφθασε να είναι «πεπωλημένος υπό την αμαρτίαν»; Το να βρούμε την απάντησι σ’ αυτή την ερώτησι θα μας βοηθήση να κατανοήσωμε πώς όλοι οι υπόλοιποι εμείς είμεθα ‘πεπωλημένοι υπό την αμαρτίαν’, ώστε να βλέπωμε τώρα την αμαρτία να προξενή θάνατο σε όλους μας. Πώς εξηγοράσθη ο Παύλος; Πώς μπορούμε να εξαγορασθούμε εμείς;
ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΑΡΚΑ
12. Σύμφωνα με τη Βιβλική αφήγησι περί δημιουργίας, μέσω τίνος ελάβαμε όλοι τα σαρκικά σώματά μας;
12 Ο Παύλος είπε ότι ήταν «σαρκικός». Όλοι εμείς σήμερα είμεθα από την ίδια σάρκα όπως του Παύλου, ο οποίος ήταν ένας «απόστολος, κεχωρισμένος δια το ευαγγέλιον του Θεού, (το οποίον προϋπεσχέθη δια των προφητών αυτού εν ταις αγίαις γραφαίς).» (Ρωμ. 1:1, 2) Μέσω μιας γυναικός έχομε λάβει όλοι μας τα σαρκικά σώματά μας από τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ. Η σύζυγός του Εύα, η πρώτη γυναίκα, ήταν σαρξ από τη σάρκα του πρώτου ανδρός και οστούν από τα οστά του. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος συμφωνούσε με τη Βιβλική αφήγησι περί δημιουργίας του ανθρώπου και έγραψε: «Διότι καθώς η γυνή είναι εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ είναι δια της γυναικός· τα πάντα δε εκ του Θεού.»—1 Κορ. 11:12.
13, 14. (α) Γιατί δεν θα έπρεπε να υποκύψωμε στην παρόρμησι του εθνικισμού ή να υπερηφανευθούμε εθνικιστικά; (β) Γιατί δεν θα μπορούσε να είναι ο Θεός εκείνος που μας επώλησε υπό την αμαρτίαν;
13 Σήμερα έξη χιλιάδες περίπου χρόνια αφότου εδημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, η σύγχρονη επιστήμη δεν μπόρεσε ποτέ να αναιρέση εκείνο που ο απόστολος Παύλος είπε στους ειδωλολάτρας Έλληνας δικαστάς στας Αθήνας: «Ο Θεός . . . έκαμεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, δια να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών δια να ζητώσιν τον Κύριον.» (Πράξ. 17:24-27) Γιατί, λοιπόν, οποιοσδήποτε άνθρωπος θα έπρεπε να ενδίδη υπερήφανα στην πίεσι του εθνικισμού;
14 Άσχετα με την παρούσα εθνικότητά μας, είμεθα όλοι ‘πεπωλημένοι υπό την αμαρτίαν’, είμεθα όλοι δούλοι «εις τον νόμον της αμαρτίας». Εφόσον όλοι είμεθα δούλοι, γιατί θα έπρεπε να καυχώμεθα ή να επαιρώμεθα, μια εθνικότης εναντίον της άλλης; Δεν μπορούμε να το κάνωμε αυτό στα όμματα του Θεού και να εύρωμε ειδική εύνοια από αυτόν. Γι’ αυτό ερωτούμε τώρα, Ποιος μας επώλησε όλους εμάς; Ασφαλώς όχι ο Θεός, ο Δημιουργός. Λόγω της απολύτου δικαιοσύνης του, αγαθότητός του και αγιότητός του, δεν μπορούσε να δημιουργήση τον πρώτο άνδρα και γυναίκα ως πλάσματα ‘πεπωλημένα υπό την αμαρτίαν’. Τότε, λοιπόν, ποια ήταν η σωματική η σαρκική κατάστασις του πρώτου ανδρός και της πρώτης γυναικός, όταν τους εδημιούργησε ο Θεός; Τι λέγει το εμπνευσμένο απ’ αυτόν Βιβλίο, η Αγία Γραφή, σχετικά με το ζήτημα αυτό;
15. (α) Για να δημιουργήση εμάς τα πλάσματα, τι έπρεπε να είναι ο Θεός; (β) Πώς η άποψις του Θεού για τη δημιουργία του ανθρώπου διαφέρει από τις Ανατολικές θρησκευτικές φιλοσοφίες;
15 Για να μας δημιουργήση εμάς, οι οποίοι είμεθα θαυμασίως κατασκευασμένα πλάσματα, ο Θεός έπρεπε να είναι ο μέγιστος ζων Επιστήμων, προηγούμενος κατά έξη χιλιάδες τουλάχιστον έτη από όλους τους επιγείους επιστήμονας της εποχής μας. Η επιστημονική αφήγησις του Θεού σχετικά με την δημιουργία, όπως κατεγράφη στην Αγία Γραφή, δεν συμφωνεί με την ανθρώπινη φιλοσοφία των Ινδών, των Βουδδιστών και άλλων θρησκευομένων ότι όλα τα υλικά πράγματα είναι αμαρτωλά, χονδροειδή, άτεχνα, κακά καθ’ εαυτά. Η Βίβλος λέγει ότι, όταν ο Θεός εδημιούργησε τον πρώτον άνδρα και την πρώτη γυναίκα και τους ευλόγησε και τους διέταξε να γεμίσουν την γην με το σαρκικό είδος των, «είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε· και ιδού, ήσαν καλά λίαν.» (Γέν. 1:31) Ο Θεός δεν είναι ένας Θεός, ο οποίος ονομάζει το κακό καλό, και το καλό κακό, και ο οποίος παρουσιάζει το σκότος για φως και το πικρό για γλυκύ. Επιφέρει κακό επάνω στους ανθρώπους, οι οποίοι διαστρέφουν έτσι τα πράγματα. (Ησ. 5:20-23· Παροιμ. 17:15) Όταν αποκαλή το έργο του καλόν, πρέπει να είναι καλόν. Επομένως, για να χαρακτηρισθούν από τον Θεόν καλοί, πρέπει ο πρώτος άνδρας και η πρώτη γυναίκα να ήσαν καλοί.
16, 17. (α) Πώς ο Ιατρός Λουκάς χαράσσει τη γενεαλογία ενός τελείου ανθρώπου; (β) Επειδή σχετικά με αυτό ο Λουκάς αποκαλεί τον Αδάμ υιόν του Θεού, τι πρέπει να ήταν ο Αδάμ στην έναρξί του;
16 Εκτός από τον Αδάμ, υπήρξε και ένας άλλος τέλειος άνθρωπος επάνω στη γη. Ένας ιατρός του πρώτου αιώνος μας χαράσσει τη γενεαλογία αυτού του άλλου τελείου ανθρώπου. Κατόπιν, ο Ιατρός Λουκάς λέγει τα εξής: «Αφού δε εβαπτίσθη πας ο λαός, βαπτισθέντος και του Ιησού, και προσευχομένου, ηνοίχθη ο ουρανός, και κατέβη το πνεύμα το άγιον εν σωματική μορφή, ως περιστερά, επ’ αυτόν και έγεινε φωνή εκ του ουρανού, λέγουσα, Συ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις σε ευηρεστήθην.» (Λουκ. 3:21, 22) Έπειτα ο Ιατρός Λουκάς προχωρεί στο να χαράξη την επίγεια γενεαλογία του Ιησού, λέγοντας: «Και αυτός ο Ιησούς ήρχιζε να ήναι ως τριάκοντα ετών, ων (καθώς ενομίζετο) υιός Ιωσήφ, του Ηλί.» Από εκεί ο Ιατρός Λουκάς ανατρέχει πίσω διαμέσου εβδομήντα και πλέον προσθέτων γενεών και τελειώνει, λέγοντας: «Του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.»—Λουκ. 3:23-38.
17 Έτσι, αφού ομιλεί για τον τέλειο, επιδοκιμασμένο Υιό του Θεού, τον Ιησού Χριστό, ο Ιατρός Λουκάς λέγει ότι ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ ήταν υιός «του Θεού». Εφόσον αποκαλεί τον Αδάμ ένα υιό «του Θεού» μαζί με τον Ιησού τον τέλειο, επιδοκιμασμένον Υιό του Θεού, τότε και ο Αδάμ, επίσης, στο ξεκίνημά του, πρέπει να ήταν ένα τέλειο ανθρώπινο πλάσμα, αν έπρεπε να θεωρήται ως ένας ‘υιός του Θεού’. Ο Αδάμ ήταν, σύμφωνα με τα μέτρα της Βίβλου.
18, 19. (α) Σύμφωνα με τον αναφερόμενο από τον Ιωάννη κανόνα κρίσεως ποιοι είναι τα τέκνα του Θεού, γιατί ο Αδάμ και η Εύα δεν ήσαν αμαρτωλοί στην έναρξί τους; (β) Γιατί δεν ήσαν τότε υποκείμενοι στη δύναμι του πονηρού;
18 Αν, κατά την έναρξί του, ο Αδάμ ήταν αμαρτωλός και ατελής, δεν θα μπορούσε να είναι ένας υιός του Θεού. Αυτό αποδεικνύεται από όσα ο Χριστιανός απόστολος Ιωάννης γράφει υπό θείαν έμπνευσι: «Πας όστις εγεννήθη εκ του Θεού, αμαρτίαν δεν πράττει, διότι σπέρμα αυτού μένει εν αυτώ· και δεν δύναται να αμαρτάνη, διότι εγεννήθη εκ του Θεού. Εν τούτω γνωρίζονται τα τέκνα του Θεού. . . . Πας όστις δεν πράττει δικαιοσύνην, δεν είναι εκ του Θεού, ουδέ όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού. Εξεύρομεν ότι εκ του Θεού είμεθα· και ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται.»—1 Ιωάν. 3:9, 10· 5:19.
19 Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ και η σύζυγός του Εύα δεν ήσαν αμαρτωλοί ούτε διέπραξαν αμαρτία κατά την έναρξί τους, διότι εγεννήθησαν εκ του Θεού. Ήσαν απ’ ευθείας τέκνα του Θεού. Ο Θεός δεν δημιουργεί αμαρτωλούς, διότι αυτός δεν είναι η πηγή της αμαρτίας. Όταν εδημιουργήθησαν ο Αδάμ και η Εύα, δεν ήσαν υποκείμενοι στη δύναμι κάποιου πονηρού, αλλά είχαν δημιουργηθή για να είναι οι δούλοι του δικαίου Θεού.
20, 21. (α) Πώς η ευλογία του Θεού και η εντολή προς τον Αδάμ και την Εύα αποδεικνύουν ότι δεν ήσαν τότε αμαρτωλοί; (β) Τι ήσαν η εικών και η ομοίωσις του Θεού, και πώς αυτό υποστηρίζει την ιδιότητα του Αδάμ ως υιού;
20 Γι’ αυτό, η αφήγησις της δημιουργίας στη Γένεσι 1:27, 28 μας λέγει: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού· κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν· άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς· και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός· και είπε προς αυτούς ο Θεός, Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.» Θα ευλογούσε ο δίκαιος Θεός αμαρτωλούς και θα έλεγε σε αμαρτωλούς να γεμίσουν τη γη με το αμαρτωλό είδος των και συγχρόνως να έχη όλα τα άλλα ζώντα κτήνη επί της γης κάτω από αμαρτωλή υποταγή; Όχι! Ο Θεός έκαμε τον πρώτο άνθρωπο Αδάμ «κατ’ εικόνα εαυτού» και καθ’ ομοίωσίν του. Εφόσον αυτή η εικών και ομοίωσις δεν αναφέρονται στο σχήμα του σώματος και των ζωτικών οργάνων του Αδάμ, αυτή η εικών και ομοίωσις πρέπει να αναφέρωνται στις διανοητικές ικανότητες του Αδάμ και στις ηθικές του ιδιότητες, θα μπορούσε να λογικεύεται και να βγάζη συνετές αποφάσεις και να αισθάνεται τη λειτουργία της συνειδήσεως.
21 Εκτός από τη σωματική δύναμι, ο Αδάμ είχε τις ιδιότητες της σοφίας, δικαιοσύνης και αγάπης σ’ ένα τέλειο βαθμό. Αυτό θα εσήμαινε ότι ο Αδάμ ήταν ένας υιός του Θεού κατά την έναρξί του, διότι αυτά θα ήταν σε αρμονία με τον κανόνα: «Η αγάπη είναι εκ του Θεού· και πας όστις αγαπά, εκ του Θεού εγεννήθη, και γνωρίζει τον Θεόν. Όστις δεν αγαπά δεν εγνώρισε τον Θεόν διότι ο Θεός είναι αγάπη.»—1 Ιωάν. 4:7, 8.
22. Γιατί ο Θεός, καίτοι εδημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσί του, δεν εδημιούργησε ένα αμαρτωλό ή ατελή άνθρωπο;
22 Εφόσον ο άνθρωπος Αδάμ, όταν επλάσθη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, αντανακλούσε τις τέλειες ιδιότητες και γνωρίσματα του Θεού, πρέπει να ήταν τέλειος, όταν εδημιουργήθη. Όταν ο Θεός εδημιούργησε έναν επίγειο υιό κατά θεία εικόνα και ομοίωσιν, ασφαλώς δεν θα εδημιούργησε έναν αμαρτωλό ή ατελή άνθρωπο. Ένας αμαρτωλός, ατελής άνθρωπος θα ήταν μία δυσφήμησις της δημιουργικής ικανότητος του Θεού και μια αντανάκλασις κατά των διανοητικών δυνάμεων του Θεού και των ηθικών ιδιοτήτων του.
23, 24. (α) Εφόσον κανένας «υιός του Θεού» δεν κληρονομεί αμαρτωλότητα από τον Θεό, ποιο είδος ανθρωπίνου πλάσματος παρήγαγε η δραστηριότης του Θεού; (β) Εφόσον ο Θεός δεν μπορεί ν’ αρνηθή τον εαυτό του, τι είδος αντιπροσωπευτικού ανθρωπίνου πλάσματος θα παρήγε;
23 Κανένας «υιός του Θεού» δεν κληρονομεί ούτε αντλεί αμαρτωλότητα και ατέλεια από τον Θεό. Αυτό το γεγονός δηλούται απ’ ευθείας στο Δευτερονόμιο 32:3-6 (ΜΝΚ), όπου ο προφήτης Μωυσής λέγει στο έθνος Ισραήλ: «Θέλω εξυμνήσει το όνομα του Ιεχωβά· απόδοτε μεγαλωσύνην εις τον Θεόν ημών. Αυτός είναι ο Βράχος, τα έργα αυτού είναι τέλεια· διότι πάσαι αι οδοί αυτού είναι κρίσις· Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ· δίκαιος και ευθύς είναι αυτός. Ούτοι διεφθάρησαν· η κηλίς αυτών δεν είναι κηλίς των υιών αυτού· είναι γενεά σκολιά και διεστραμμένη. Ταύτα ανταποδίδετε εις τον Ιεχωβά, λαέ μωρέ και ασύνετε; Δεν είναι αυτός ο πατήρ σου, όστις σε εξηγόρασεν; αυτός όστις σε έπλασε, και σε εμόρφωσεν;»
24 Η τελεία δραστηριότης του Θεού δεν θα παρήγε ποτέ ένα ατελές πλάσμα, θα παρήγε ένα τέλειον άνθρωπο, δίχως ελάττωμα, όχι στρεβλωμένο ή διεστραμμένο. Εφόσον ο Θεός δεν μπορεί να αρνηθή τον εαυτό του, δεν θα επέτρεπε τα έργα του να τον παρουσιάζουν ως ένα είδος προσώπου, που δεν είναι. Ο επίγειος ανθρώπινος υιός του θα είχε αρμονικά τις ιδιότητες του ουρανίου Πατρός του και θα ήταν αναμάρτητος, για ν’ αντιπροσωπεύη την τελειότητα του ουρανίου πατρός του στη διάνοια και την ηθική.
ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΜΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΩΣ, ΗΘΙΚΩΣ, ΣΩΜΑΤΙΚΩΣ;
25. Πώς ο Θεός επρομήθευσε μια τελεία έναρξι για την ανθρωπίνη οικογένεια;
25 Η τελεία ενέργεια του Θεού έθεσε αυτόν τον τέλειον άνθρωπο Αδάμ σ’ ένα κήπο επί της γης, ένα «παράδεισον», όπως ονομάζεται στην Αγία Γραφή. (Γέν. 2:7, 8, 15, 16) Αργότερα, η τελεία ενέργεια του Θεού έπλασε μια τελεία σύζυγο για τον τέλειο Αδάμ, για να μπορούν να παράγουν τέλεια τέκνα μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο τέρψεως. (Γέν. 2:18-23) Ο Θεός, ως ο ουράνιος Πατήρ του, είπε στον Αδάμ πώς θα μπορούσε να ζη αιωνίως μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο τέρψεως.—Γέν. 2:17.
26. (α) Εφόσον έτσι έχουν όλα αυτά τα πράγματα, ποια ερωτήματα εγείρονται λόγω της καταστάσεως του ανθρώπου και της γης σήμερα; (β) Σε ποιον δεν μπορεί να ριφθή το βάρος αυτής της καταστάσεως των πραγμάτων;
26 Εφόσον έτσι έχουν όλα αυτά τα πράγματα, πώς συμβαίνει ώστε όλοι εμείς σήμερα να μη ζούμε μέσα σ’ ένα παράδεισο τέρψεως; Γιατί, ύστερ’ από την καλλιέργεια της γης από τον άνθρωπο επί έξη χιλιάδες περίπου χρόνια, η γη δεν έχει ουσιαστικώς μετατραπή παντού σε μια παραδεισιακή κατάστασι; Γιατί συμβαίνει ώστε ύστερ’ από έξη περίπου χιλιετηρίδες της αναπαραγωγής του ανθρώπου τα δισεκατομμύρια των προγόνων μας δεν είναι ζώντες μαζί μας σήμερα για να γεμίσουν μια παραδεισιακή γη, αλλά κείνται νεκροί στους κόλπους της γης ή στην καρδιά της θαλάσσης; Γιατί εμείς, τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που ζούμε σήμερα, δεν είμεθα τέλειοι στο σώμα, στη διάνοια και στην καρδιά, αλλά οι ατέλειές μας φαίνεται ν’ αυξάνουν; Γιατί συμβαίνει ώστε ο καθένας από μας πρέπει εντίμως να πη: «Δεν κατοικεί εν εμοί (τουτέστιν εν τη σαρκί μου,) αγαθόν»; (Ρωμ. 7:18) Δεν μπορούμε να ρίχνωμε το βάρος στον Θεό γι’ αυτή την κατάστασι πραγμάτων. Όλος ο γραπτός του Λόγος, η Αγία Γραφή, πιστοποιεί ότι έδωσε στο ανθρώπινο γένος μια τελεία έναρξι. Μήπως η Γραφή εξηγεί, επίσης, και την παρούσα κατάστασί μας; Ναι! Πώς;
27. Τι ήταν σκοπός του Θεού να κληρονομήσωμε εμείς οι ανθρώπινοι απόγονοι, αλλά από ποια γενεά του ανθρωπίνου γένους εκληρονομήσαμε αυτή την κατάστασι;
27 Η απλή απάντησις της Γραφής είναι ότι έχομε κληρονομήσει αυτή την κατάστασι πραγμάτων. Αλλά από ποια γενεά των προγόνων μας; Η Γραφή απαντά, Από τους πρώτους ανθρωπίνους γονείς μας. Γι’ αυτό, όλοι εμείς, δίχως εξαίρεσι, επηρεαζόμεθα. Ο σκοπός του Θεού ήταν να κληρονομήσωμεν μόνο καλά πράγματα από τους πρώτους ανθρωπίνους γονείς μας, ανθρώπινη τελειότητα και ευσέβεια μέσα σ’ ένα τέλειο παράδεισο τέρψεως και σε ειρηνική, όμοια με τέκνων σχέσι προς τον Ιεχωβά Θεό τον ουράνιο Πατέρα μας. Τελικά επρόκειτο να είμεθα μια μεγάλη ανθρωπίνη οικογένεια, ασκώντας όλοι μας αδελφική αγάπη προς αλλήλους και έχοντας όλα τα άλλα ζώα επάνω στη γη σε στοργική υποταγή, δίχως φόβο βλάβης. Επρόκειτο να κληρονομήσωμε ζωή μη καταδικασμένη και ελεύθερη από τη δουλεία της αμαρτίας. Δυστυχώς, εκληρονομήσαμε τα αντίθετα πράγματα από τους πρώτους ανθρωπίνους γονείς μας. Πώς συνέβη αυτό;
28. Μέσα στον κήπο, ποια συνομιλία έλαβε χώρα μεταξύ της Εύας και ενός ζώου;
28 Η πρώτη γυναίκα, η Εύα, δεν εφοβείτο τον όφιν. Ήταν υποτεταγμένος σ’ αυτήν και τον σύζυγό της Αδάμ. Κάποια μέρα ένα ζώο τής μίλησε. Δεν ήταν ένας παπαγάλος. Ήταν ένα φίδι. Μολονότι αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο, η Εύα άκουσε άφοβη. Την ερώτησε αν ο Θεός είχε πραγματικά πει ό,τι ο σύζυγός της Αδάμ της είπε. Η Εύα επανέλαβε τα λόγια του Θεού προς τον σύζυγό της Αδάμ, λέγοντας προς τον όφι: «Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, δια να μη αποθάνητε.» Έπειτα ο όφις που μιλούσε είπε: «Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί [ο Θεός, ΜΝΚ], γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.»—Γέν. 3:1-5· 2:16, 17.
29. (α) Με ποιον τρόπο άφησε η Εύα τον εαυτό της να υποδουλωθή; (β) Με ποια έννοια αμάρτησε, διέπραξε παράπτωμα, και έγινε παραβάτις;
29 Κάτι νέο άρχισε ν’ αναπτύσσεται μέσα στην Εύα. Ήταν μια επιθυμία ιδιοτελούς είδους για κάτι, που δεν ήταν θέλημα Θεού. Η Εύα δεν επέπληξεν εκείνον τον όφιν, ο οποίος ήταν υποτεταγμένος σ’ αυτήν, όταν της είπε ότι ο Θεός ο ουράνιος Πατήρ της ήταν αναληθής και εφοβείτο να έχη και άλλους θεούς γύρω του. Άφησε τον εαυτό της να υποδουλωθή στην ιδιοτελή της επιθυμία και έφαγε τον απηγορευμένο καρπό. Κάνοντας αυτό, αμάρτησε, διότι τώρα απέτυχε στον αντικειμενικό σκοπό της τελείας διαγωγής προς τον Θεό. Έγινε παραβάτις, διότι ενήργησε αντίθετα προς τον νόμο του Θεού, ο οποίος της είχε γνωστοποιηθή από τον σύζυγό της. Διέπραξε παράπτωμαa κατά το ότι έπεσε σε υποταγή, ενώ έπρεπε να σταθή ακεραία στην αντίστασί της για υπακοή στον Θεό και υπέρ της διεκδικήσεως του Θεού ως αληθινού και ως υπερτάτου δίχως ένα πιθανό όμοιό του. Έτσι η μητέρα του ανθρωπίνου γένους ενήργησε κακώς.
30. (α) Γιατί ο πειραστής δεν ήταν ικανοποιημένος να κάνη μόνο τη γυναίκα να φάγη τον απηγορευμένο καρπό; (β) Γιατί ο πειραστής δεν εχρησιμοποίησε τον όφι για να πη στον Αδάμ να φάγη;
30 Πίσω από αυτή την κατάστασι υπήρχε ένας πειραστής. Ποιος; Δεν ήταν ο ορατός όφις στο δένδρο του απηγορευμένου καρπού. Ο πραγματικός πειραστής δεν ήταν ικανοποιημένος, που έπεισε μόνο τη γυναίκα να φάγη τον απηγορευμένο καρπό. Δεν ήταν αυτή η κεφαλή της ανθρωπίνης οικογενείας. Γι’ αυτό, το κύριο πράγμα, που έπρεπε να γίνη, ήταν να πεισθή ο άνδρας να φάγη. Ο άνδρας ως η κεφαλή της οικογενείας θα προσδιώριζε την ποιότητα της οικογενείας. Αν η Εύα, η οποία ήταν τώρα παραβάτις, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθή από τον Αδάμ για να γεννήση ένα τέλειο ανθρώπινο γένος, τότε ο Θεός θα μπορούσε, στον ωρισμένο Του καιρό, να δημιουργήση μια άλλη τέλεια σύζυγο για τον Αδάμ για να εκτελέση μητρικά καθήκοντα στην οικογένειά του με τελειότητα. Για να κάμη τον άνδρα να φάγη, δεν ήταν ανάγκη να πλησιάση ο όφις τον Αδάμ και να του μιλήση όπως είχε κάμει με την τελεία σύζυγό του Εύα. Ο πανούργος πειραστής, ο οποίος εκρύπτετο αόρατος πίσω από τον όφιν, εγνώριζε ότι ο Αδάμ δεν μπορούσε να απατηθή όπως είχε απατηθή η Εύα. Ο Αδάμ είχε λάβει το νόμο του Θεού απ’ ευθείας από τον Θεό. Επειδή, λοιπόν, δεν θα ήταν δυνατόν να απατηθή από έναν όφιν, ο πειραστής θα έπειθε τον Αδάμ να φάγη μέσω προσκλήσεως της ιδιοτελούς συζύγου του. Αυτή θα είχε περισσότερη επιρροή στον Αδάμ από την ομιλία του όφεως.
31. (α) Τι άφησε ο Αδάμ να τον υποδουλώση, με ποια ενέργεια εκ μέρους του; (β) Γιατί ο Αδάμ ήταν ο κυριώτερος υπεύθυνος στην υπόθεσι;
31 Η Εύα διήγειρε στον Αδάμ την ιδιοτελή επιθυμία να μη την χάση ως σύζυγό του. Και ο Αδάμ, επίσης, επέτρεψε να τον εξουσιάση η ιδιοτελής επιθυμία και να τον υποδουλώση στην αμαρτία και την παράβασι κατά του Ουρανίου Πατρός του, του Ιεχωβά Θεού. Τα εδάφια Γένεσις 3:6, 7 χαράσσουν τη σειρά των γεγονότων και δείχνουν την έναρξιν μιας κακής συνειδήσεως στο ανθρώπινο γένος, λέγοντας: «Και λαβούσα εκ του καρπού αυτού, έφαγε· και έδωκε και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε. Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήταν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα.» Έτσι ο πατέρας του ανθρωπίνου γένους έπραξε κακώς. Αυτός ήταν ο κύριος υπεύθυνος, διότι ο απόστολος Παύλος λέγει: «Ο όφις εξηπάτησε την Εύαν δια της πανουργίας αυτού.» «Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα. Και ο Αδάμ δεν ηπατήθη· αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.»—2 Κορ. 11:3· 1 Τιμ. 2:13, 14.
32. Πώς τα εδάφια Ιάκωβος 1:13-15 εξηγούν ότι ο Αδάμ και η Εύα υπεδουλώθησαν στην ιδιοτελή επιθυμία;
32 Ο Αδάμ και η Εύα άφησαν να υποδουλωθούν στην ιδιοτελή επιθυμία και έπρεπε να υποστούν τη δαπάνη για την ικανοποίησι της ιδιοτελούς επιθυμίας. Ο Χριστιανός μαθητής Ιάκωβος (1:13-15) εξηγεί αυτή την πηγή του πειρασμού, λέγοντας: «Μηδείς πειραζόμενος ας λέγη, Ότι από του Θεού πειράζομαι· διότι ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει. Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν· η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον.» Θάνατος τώρα ανέμενε τον Αδάμ.
33. Ποια καταδίκη απήγγειλε ο Θεός εναντίον του Αδάμ, και σε ποια ενέργεια προέβη τότε ο Θεός;
33 Γεμάτοι φόβο από μια κακή συνείδησι και γνωρίζοντας ότι έπρεπε να αναμένουν την καταδίκη του Θεού σε θάνατο, ο Αδάμ και η Εύα προσπάθησαν να κρυφθούν. Αλλά ο Θεός τούς εκάλεσε σε απολογία και απέσπασε την ομολογία τους ότι έσφαλαν. Συνεπής προς τον ίδιο του νόμο, ο Θεός απήγγειλε την καταδίκη του θανάτου πάνω στον άνθρωπο Αδάμ, λέγοντας: «Θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποίας ελήφθης· επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.» Κατόπιν ο Θεός τούς απεμάκρυνε και τους δύο από την οικογένεια των τέκνων του και τους εξεδίωξε από τον παράδεισο και μακριά από το δένδρο της ζωής. Ο δρόμος της επιστροφής είχε κλεισθή, η δε προσπάθειά τους να επιστρέψουν εκεί μέσα θα εσήμαινε γι’ αυτούς θάνατο αυτοστιγμεί. Βγήκαν σε μια γη, η οποία ήταν τώρα κάτω από κατάρα.—Γέν. 3:8-24.
34. Ως μια απόδειξις τού ότι μετεβίβασαν κακία, ποια βιαία πράξις έλαβε χώρα μεταξύ των πρώτων απογόνων του Αδάμ και της Εύας;
34 Για πρώτη φορά έξω από τον παράδεισο της τέρψεως και στην καταραμένη γη άρχισαν να έχουν τέκνα. Για ν’ αποδειχθή ότι μετεβίβασαν ιδιοτελή επιθυμία, αμαρτωλότητα και ατέλεια στα τέκνα των, ας σημειωθή ότι ο πρώτος των υιός κατήντησε δολοφόνος του αδελφού του που εφοβείτο τον Θεό. Αυτό το έκαμε, μολονότι ο Θεός τού είπε ότι η αμαρτία έκειτο στη θύρα, προσπαθώντας να τον καταλάβη, αλλά ότι αυτός έπρεπε να προσπαθή να ‘εξουσιάζη επ’ αυτής’. Δεν το έπραξε αυτό. Ο τετράκις εγγονός του έγινε και αυτός φονεύς ανθρώπων. (Γέν. 4:1-24, ΜΝΚ) Εκείνο που ελειτούργησε εδώ δεν υπήρξε η λεγομένη «εξέλιξις» ή «άνοδος του ανθρώπου», αλλά ακριβώς το αντίθετο. Η κληρονομικότης, σύμφωνα με τους νόμους της γενετικής, είχε αρχίσει να λειτουργή. Ο κόσμος του ανθρωπίνου γένους δεν μπορούσε να κάμη τίποτε άλλο από το να κληρονομήση την αμαρτία και να έλθη κάτω από την καταδίκη του θανάτου.
ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ
35, 36. (α) Με το αμάρτημα ενός ανθρώπου, τι εισήλθε, και σε ποιους επεκτάθηκε αυτό; (β) Ποιος, λοιπόν, από το ανθρώπινο γένος δεν αμαρτάνει, και γιατί συμβαίνει αυτό;
35 Η σύγχρονη επιστήμη, με τη μελέτη της επί της γενετικής, εστάθη ανίκανη να παραμερίση την αλήθεια των λόγων του αποστόλου Παύλου εις Ρωμαίους 5:12: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον».
36 Ο πιστός άνθρωπος Ιώβ ωμίλησε για τον ‘άνθρωπο γεγεννημένον εκ γυναικός’, και ερώτησε γενετικώς: «Τις δύναται να εξάξη καθαρόν από ακαθάρτου;» και απήντησε: «Ουδείς». (Ιώβ 14:1-4) Ο θεόπνευστος ψαλμωδός Δαβίδ συνεφώνησε και είπε: «Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου». (Ψαλμ. 51:5) Ο σοφός υιός του Δαβίδ, ο Βασιλεύς Σολομών, όταν αφιέρωσε το ναό του στην Ιερουσαλήμ για τον εξιλασμό της αμαρτίας, είπε σε προσευχή του προς τον Θεό: «Ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος». (1 Βασιλ. 8:46) Αργότερα, όταν έγραφε το βιβλίο του «Εκκλησιαστής», ο Βασιλεύς Σολομών είπε: «Δεν υπάρχει άνθρωπος δίκαιος επί της γης, όστις να πράττη το καλόν, και να μη αμαρτάνη. Ιδού, τούτο μόνο εύρηκα· ότι ο Θεός έκαμε τον άνθρωπον ευθύν, αλλ’ αυτοί επεζήτησαν λογισμούς πολλούς». (Εκκλησ. 7:20, 29) Ώστε η αμαρτωλότης του ανθρωπίνου γένους δεν προήλθε από τον Θεό.
37. (α) Από ποιον έχομε πωληθή «υπό την αμαρτίαν» και πώς; (β) Πώς η αμαρτωλότης ολοκλήρου του κόσμου του ανθρωπίνου γένους, που προέκυψε, είχε γίνει σαφέστερη στις ημέρες του Μωυσέως;
37 Τώρα επανερχόμεθα στην ερώτησι, Πώς το ανθρώπινο γένος έφθασε να γίνη, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος ‘πεπωλημένον υπό την αμαρτίαν’; Ποιος μας επώλησε υπό την αμαρτίαν; Η πώλησίς μας έγινε μέσω της αμαρτίας. Ο Αδάμ, ο πρώτος ανθρώπινος πατέρας του γένους μας, ήταν εκείνος, ο οποίος μας επώλησε. Όταν επλάσθη ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος, ήταν η «δόξα του Θεού». (1 Κορ. 11:7) Λόγω της γεννήσεώς μας από αυτόν, όταν είχε αμαρτήσει κατά του Δημιουργού του, επαλήθευσε το ότι, καθώς ο Παύλος λέγει εις Ρωμαίους 3:23, «πάντες ήμαρτον, και υστερούνται της δόξης του Θεού». Το γεγονός αυτό έγινε ακόμη σαφέστερο, όταν ο Θεός ήγειρε τον προφήτη του Μωυσή και έδωσε μια περίφημη συλλογή νόμων μέσω του Μωυσέως στο έθνος Ισραήλ. Αυτός ο νόμος ετόνιζε τι ήταν αμαρτία. Εξέθετε πολύ σαφώς τους Ισραηλίτας ως αμαρτωλούς, όχι καλυτέρους από τον υπόλοιπο κόσμο του ανθρωπίνου γένους. Λόγω εκείνου του νόμου, ο Παύλος έβλεπε ακόμη σαφέστερα ότι είχε πωληθή «υπό την αμαρτίαν».
38. Τι ήθελε να αγοράση ο Αδάμ με την πώλησι του εαυτού του, και λόγω ποιου γεγονότος επώλησε κι εμάς, επίσης;
38 Ώστε, μόνο ένας άνθρωπος χρειάστηκε για να μας πωλήση όλους «υπό την αμαρτίαν.» Αυτός ο ένας άνθρωπος, ο Αδάμ, επώλησε πρώτα τον εαυτό του «υπό την αμαρτίαν». Τι ήθελε ν’ αγοράση από την πώλησι του εαυτού του; Θέλησε ν’ αγοράση την ιδιοτελή ευχαρίστησι του να βρίσκεται σε συνεχή συντροφιά με μια αμαρτωλή παραβάτιδα, τη σύζυγό του Εύα, και να συμμετέχη στην ίδια καταδικασμένη στάσι μ’ εκείνη ενώπιον του Θεού. Για να το αγοράση αυτό με την πώλησι του εαυτού του, αμάρτησε, έχασε τον πλήρη έλεγχο του εαυτού του και παρέδωσε τον εαυτό του στη δουλεία της αμαρτίας. Συνέβη όπως ο προφήτης Ηλίας είπε πολύ αργότερα στον βασιλέα του Ισραήλ: «Επώλησας σεαυτόν εις το να πράττης το πονηρόν ενώπιον του Ιεχωβά.» (1 Βασ. 21:20, ΜΝΚ) Δέκα φυλές του έθνους Ισραήλ έκαμαν το ίδιο που έκαμε ο βασιλεύς Αχαάβ. (2 Βασ. 17:17) Έτσι, εφόσον όλοι εμείς ως σπέρμα του Αδάμ ήμεθα στην οσφύ του Αδάμ, όταν αυτός επωλήθη, επώλησε μαζί του και όλους εμάς «υπό την αμαρτίαν». Φυσικά εφθάσαμε να γεννηθούμε κάτω από την αμαρτία. Μόνο ένας άνθρωπος εχρειάσθη για να γίνη αυτό, και με μια πράξι.
39. (α) Τι πιστοποιεί η ανθρωπίνη ιστορία από τον Αδάμ ως την εποχή μας όσον αφορά την απολύτρωσί μας από αυτή την κατάστασι «πωλήσεως»; (β) Τι εβεβαίωνε, συνεπώς, ο Παύλος σχετικά με την Ιερουσαλήμ της εποχής εκείνης και τα τέκνα της;
39 Πολλά δίκαια διατεθειμένα άτομα είναι δυνατόν να ειπούν όπως ο απόστολος Παύλος είπε: «Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ· τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7:24) Όλη η ανθρώπινη ιστορία από τον Αδάμ μέχρι σήμερα αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί με τις δικές του αβοήθητες προσπάθειες να σωθή ή ν’ απελευθερωθή από αυτή την κατάστασι «πωλήσεως», από αυτή τη δουλεία «υπό την αμαρτίαν». Επί 1.582 χρόνια (από το 1513 π.Χ. ως το 70 μ.Χ.), από το όρος Σινά στην Αραβία ως την καταστροφή του τελευταίου των ναού στην Ιερουσαλήμ, το έθνος Ισραήλ προσπάθησε ν’ απελευθερωθή από αυτή τη δουλεία υπό την αμαρτία μέσω του νόμου του Θεού, που εδόθη δια του Μωυσέως. Αλλά απέτυχαν. Έτσι, είκοσι περίπου χρόνια πριν από την καταστροφή του ναού, ο απόστολος Παύλος είπε σχετικά με τους περιτετμημένους Ισραηλίτας: «Άγαρ [η δούλη] είναι το όρος Σινά εν τη Αραβία και ταυτίζεται με την σημερινήν Ιερουσαλήμ· είναι δε εις δουλείαν μετά των τέκνων αυτής.»—Γαλ. 4:25.
40. Με ποιον άλλο τρόπο, λοιπόν, πρέπει να έλθη η απολύτρωσίς μας;
40 Οι Ιουδαίοι απέτυχαν να δικαιωθούν ενώπιον του Θεού με την προσπάθεια που έκαμαν να τηρήσουν το Νόμο του, που εδόθη μέσω του Μωυσέως. Χρειαζόμεθα, συνεπώς, τη βοήθεια του Θεού με κάποιον άλλο τρόπο, για να λυτρωθούμε από το να είμεθα ‘πεπωλημένοι υπό την αμαρτίαν’, και από το να υφιστάμεθα την ποινή της αμαρτίας, τον θάνατο. Ο Θεός δεν ώφειλε να το κάμη αυτό για μας. Όλο αυτό έπρεπε να προέλθη από την παρ’ αξίαν αγαθότητά του και μέσω μιας δωρεάς, που θα μπορούσε να μας εξαγοράση ή να μας απελευθερώση. Ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι είναι η δωρεά του Θεού που θα το επιτέλεση αυτό. Κατόπιν, αφού ερωτά ποιος θα τον ελευθερώση από το σαρκικό σώμα που υφίσταται θάνατον, ο οποίος θάνατος οφείλεται στην αμαρτία, ο Παύλος αναφωνεί με χαρά: «Ευχαριστώ εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.»—Ρωμ. 7:25.
ΠΩΣ ΔΙ’ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
41. Πόσοι εχρειάσθησαν για να έλθωμε στην κατάστασι υποδουλώσεώς μας, και πόσους χρειάζεται ο Θεός για να μας βγάλη από αυτήν δίχως να παραβιάση τη δικαιοσύνη;
41 Εν τούτοις, όλοι εμείς είμεθα αριθμητικώς πολλοί, ενώ ο Ιησούς Χριστός είναι μόνο ένας. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά μόνο ένας άνθρωπος, ο Αδάμ, εχρειάσθη για να φέρη όλους εμάς τους πολλούς σε κατάστασι υποδουλώσεως, πωλήσεως, αμαρτωλότητος, θανάτου. Έτσι με τη θαυμαστή σοφία, και τη δύναμι του Θεού να κάμη τις απαιτούμενες διευθετήσεις, χρειάζεται μόνο ένα άτομο, ο Ιησούς Χριστός, για να μας βγάλη από αυτή την αθλία κατάστασι με το να μας εξαγοράση. Στην ίδια θεόπνευστη επιστολή του προς τη Χριστιανική εκκλησία της Ρώμης ο απόστολος Παύλος δείχνει μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο πώς ο Θεός της δικαιοσύνης αντισταθμίζει έναν άνθρωπο μ’ έναν άλλο άνθρωπο για να εκπληρώση την εξαγορά και απελευθέρωσι δίχως καμμία παραβίασι της δικαιοσύνης. Ο Παύλος γράφει (Ρωμ. 5:13, 14):
42. Από ποιον κι έπειτα εβασίλευσε ο θάνατος, και γιατί υπελογίσθη σ’ αυτόν αμαρτία;
42 «Μέχρι του νόμου [του Μωυσέως, που εδόθη το 1513 π.Χ.] ήτο εν τω κόσμω η αμαρτία [κληρονομημένη από τον Αδάμ]· αμαρτία όμως δεν λογίζεται όταν δεν ήναι νόμος. Αλλ’ εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωυσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ, όστις είναι τύπος του μέλλοντος.» Αυτό σημαίνει ότι στον Αδάμ είχε δοθή ένας νόμος μέσα στον κήπο της Εδέμ, δηλαδή: «Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού· διότι καθ’ ην ημέραν φάγης απ’ αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει.» (Γέν. 2:16, 17) Έτσι, όταν ο Αδάμ έφαγε, όχι μόνο αμάρτησε με ‘το να χάση τον βαθμό της τελείας του υπακοής στον Θεό, αλλά έγινε, επίσης, παραβάτης με το να υπερβή τα όρια του νόμου του Θεού που είχε αναγγελθή. Έτσι ο Αδάμ μπορούσε να κατηγορηθή για αμαρτία.
43. Γιατί, ως την εποχή του Μωυσέως, υπήρχαν αμαρτωλοί άνθρωποι που δεν αμάρτησαν «κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ»;
43 Οι απόγονοι του Αδάμ έγιναν αμαρτωλοί λόγω κληρονομικότητος. Αλλά, εφόσον ο Θεός δεν έδωσε κανένα κώδικα ή μια συστηματικά διευθετημένη συλλογή νόμων ωσότου εχρησιμοποίησε τον Μωυσή για να το πραγματοποίηση αυτό, οι απόγονοι του Αδάμ δεν μπορούσαν να διαπράξουν μια παράβασι όπως διέπραξε ο Αδάμ. Αυτοί δεν είχαν ένα θεσπισμένο γι’ αυτούς νόμο να παραβούν. Δεν μπορούσαν να είναι παραβάται όπως ο Αδάμ.
44. Ποιος ήταν εκείνος που ‘έμελλε να έλθη’ του οποίου αποτελούσε τύπον ο Αδάμ, αλλά γιατί παρήγαγε αντίθετα αποτελέσματα από του Αδάμ;
44 Ο Ιησούς Χριστός ήταν ο τέλειος εκείνος άνθρωπος, που ‘έμελλε να έλθη’ και με τον οποίον είχε ομοιότητα ο πρώτος τέλειος άνθρωπος Αδάμ. Αλλά ο Αδάμ και ο Ιησούς Χριστός παρήγαγαν αντίθετα αποτελέσματα από τη διαφορετική πορεία ενεργείας των. Ο Αδάμ διέπραξε μια παράβασι κι εστράφη προς την εσφαλμένη κατεύθυνσι, όταν ώφειλε να τηρήση ακεραιότητα. Ανόμοια με αυτόν, ο Ιησούς Χριστός διεκράτησε τελεία υπακοή στον Θεό κάτω από δοκιμασία και παίζει ένα ζωτικό μέρος σχετικά με τη δωρεά της δικαιοσύνης του Θεού, της οποίας δεν δικαιούμεθα εμείς που είμεθα αμαρτωλοί. Επομένως ο Παύλος προχωρεί και λέγει:
45, 46. (α) Αυτό που διέπραξε ο ένας άνθρωπος Αδάμ πόσους επηρέασε, και με ποιο τρόπο; (β) Σε ποια ενέργεια προέβη ο Θεός, μέσω τίνος, και σε πόσους ήλθαν άφθονα τ’ αποτελέσματά της;
45 «Πλην δεν είναι καθώς το αμάρτημα, ούτω και το χάρισμα· διότι αν δια το αμάρτημα του ενός απέθανον οι πολλοί, πολύ περισσότερον η χάρις του Θεού και η δωρεά δια της χάριτος του ενός ανθρώπου, Ιησού Χριστού, επερίσσευσεν εις τους πολλούς.»—Ρωμ. 5:15.
46 Ναι, ο ένας άνθρωπος Αδάμ διέπραξε ένα αμάρτημα στην Εδέμ, και οι πολλοί απόγονοί του δικαίως πεθαίνουν μέχρι σήμερα. Αλλά υπάρχει ο άλλος «άνθρωπος Ιησούς Χριστός». Μέσω εκείνου ήλθε στο φως η παρ’ αξίαν αγαθότης του Θεού και η δωρεά μαζί με την παρ’ αξίαν αγαθότητα. Αντί με αυτό να πεθαίνουν πολλοί, επηρεάζονται προς την αντίθετη κατεύθυνσι. Αφθονούν πολύ περισσότερο με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού και με τη δωρεά της δικαιοσύνης, που έρχεται μαζί με την παρ’ αξίαν αγαθότητά Του. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που κάνει ο ένας επηρεάζει πολλούς.
47, 48. (α) Η κρίσις του Θεού επάνω στον Αδάμ ακολουθήθηκε από τι και κατέληξε σε τι; (β) Η ανάγκη μιας δωρεάς προέκυψε από την ύπαρξι τίνος, και η δωρεά κατέληξε σε τι;
47 Ο απόστολος Παύλος συνεχίζει και λέγει: «Και η δωρεά δεν είναι καθώς η δι’ ενός αμαρτήσαντος γενομένη κατάκρισις· διότι η κρίσις [επί του Αδάμ] εκ του ενός έγεινεν εις κατάκρισιν των πολλών· το δε χάρισμα εκ πολλών αμαρτημάτων έγεινεν εις δικαίωσιν.» (Ρωμ. 5:16) Δηλαδή, Καταδικαστική κρίσις του Θεού επακολούθησε το «αμάρτημα του ενός», του Αδάμ. Αυτή η κρίσις, που οφείλεται στο «αμάρτημα του ενός», κατέληξε στην καταδίκη των πολλών απογόνων του Αδάμ. Όταν, αργότερα, ετέθη σε ενέργεια ο νόμος του Θεού μέσω του Μωυσέως, ‘πολλά αμαρτήματα’ διεπράχθησαν από τους Ισραηλίτας, και όλο το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος απεδείχθη αμαρτωλό.
48 Η κατάστασις αυτή με τα πολλά καταφανή αμαρτήματα απαιτούσε να κάμη ο Θεός μια δωρεά δικαιοσύνης. Αν ο Θεός έθετε όλους τους ανθρώπους υπό τον νόμο του Μωυσέως και τους κρατούσε εκεί, θα διέπρατταν μόνο αμαρτήματα αντί να κατεργάζωνται τη δικαιοσύνη τους. Ποιο, όμως, ήταν το αποτέλεσμα της δωρεάς του Θεού, που προέκυψε από την ύπαρξι πολλών αμαρτημάτων; Αυτή η δωρεά της δικαιοσύνης κατέληξε στην ανακήρυξι ως δικαίων όλων των ανθρώπων, οι οποίοι εδέχθησαν τη δωρεά.
49. Λόγω της παραβάσεως του ενός ανθρώπου, τι άρχισε να βασιλεύη, και γιατί, κι επάνω σε ποιους;
49 Σημειώστε τώρα πώς ο απόστολος Παύλος ισοσταθμίζει έναν άνθρωπο με έναν άλλο, όταν ακολούθως λέγη: «Διότι αν και δια το αμάρτημα του ενός ο θάνατος εβασίλευσε δια του ενός, πολύ περισσότερο οι λαμβάνοντες την αφθονίαν της χάριτος και της δωρεάς της δικαιοσύνης, θέλουσι βασιλεύσει εν ζωή δια του ενός Ιησού Χριστού.» (Ρωμ. 5:17) Μια παράβασις αποτελεί ένα είδος αμαρτίας· η δε ποινή της αμαρτίας είναι θάνατος. Με την παράβασι του ενός ανθρώπου Αδάμ στην Εδέμ άρχισε ο θάνατος να βασιλεύη όχι μόνο επάνω στον Αδάμ. Αλλά μέσω του ενός εκείνου ανθρώπου Αδάμ ο θάνατος άρχισε να βασιλεύη, επίσης, επάνω σε όλο το ανθρώπινο γένος, διότι ήλθε σε ύπαρξι μέσω του Αδάμ, ως σπέρμα του.
50. Ποια πράγματα απέναντι της παραβάσεως ενός ανθρώπου προσφέρονται, πώς ωφελούνται οι λήπται, και όλα αυτά μέσω τίνος;
50 Αντίθετα προς την παράβασι του Αδάμ, υπάρχει η αφθονία τής παρ’ αξίαν αγαθότητος του Θεού και η δωρεά του της δικαιοσύνης. Αυτά τα πράγματα ενεργούν σε κατεύθυνσι αντίθετη προς τον θάνατο. Ώστε τι συμβαίνει σ’ εκείνους που δέχονται την αφθονία της παρ’ αξίαν αγαθότητος του Θεού και της δωρεάς του δικαιοσύνης; Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι, αντί να βασιλεύη συνεχώς ο θάνατος επάνω τους, αυτοί «θέλουσι βασιλεύσει εν ζωή»! Αυτή η διευθέτησις του Θεού είναι δια του «ενός Ιησού Χριστού». Έτσι, μολονότι ο θάνατος εβασίλευσε επάνω σε πολλούς μέσω του ενός εκείνου ανθρώπου Αδάμ, οι πολλοί δέκται της παρ’ αξίαν αγαθότητος και της δωρεάς του Θεού βασιλεύουν σε ζωή μέσω του ενός ανθρώπου, Ιησού Χριστού. Τι θαυμάσια ισορρόπησι πραγμάτων που επετέλεσε ο Παντοδύναμος Θεός!
51. Πόση αμαρτία υπήρχε στην Εδέμ, ποιος επηρεάσθηκε από αυτήν, και με ποιον τρόπο;
51 Ο απόστολος Παύλος δεν σταματά σ’ αυτό το σημείο, αλλά προσθέτει: «Καθώς λοιπόν δι’ ενός αμαρτήματος ήλθε κατάκρισις εις πάντας ανθρώπους, ούτω και δια μιας δικαιοσύνης ήλθεν εις πάντας ανθρώπους δικαίωσις εις ζωήν.» (Ρωμ. 5:18) Δηλαδή, υπήρχε το αρχικόν αμάρτημα, που διεπράχθη από τον ένα άνθρωπο Αδάμ στην Εδέμ. Τούτο επηρέασε «πάντας ανθρώπους». Το αποτέλεσμα σ’ αυτούς ήταν καταδίκη, διότι ήσαν το σπέρμα ενός καταδικασμένου αμαρτωλού και από αυτόν εκληρονόμησαν αμαρτία, η οποία επιφέρει επάνω τους καταδίκη από τον Θεό.
52. (α) Πώς επετελέσθη η «μία δικαιοσύνη»; (β) Ποιοι ωφελήθησαν από αυτή την πράξι, και με ποιον τρόπο;
52 Για να ισοσταθμισθή αυτό, υπήρχε ‘μια δικαιοσύνη’ υπό του ενός ανθρώπου, ο οποίος ενήργησε δίκαια επί της γης, δηλαδή, του Ιησού Χριστού. Με την πορεία ενεργείας του επί της γης απέδειξε ότι ήταν δίκαιος, τέλειος, άγιος. Ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της «μιας δικαιοσύνης»; Τούτο: η δικαιοσύνη του Ιησού Χριστού, η οποία ωδήγησε στην δικαίωσί του, μπορεί να χρησιμοποιηθή για την ωφέλεια κάθε είδους ανθρώπων δίχως διάκρισι γένους, χρώματος, εθνικότητος, φυλής, γλώσσης ή κοινωνικού επιπέδου. Υπάρχει μια «δικαίωσις εις ζωήν». Ο Θεός δεν τους βλέπει πια ως αμαρτωλούς, αλλά υπολογίζει σ’ αυτούς τη δικαιοσύνη του Ιησού Χριστού. Αυτό τους απαλλάσσει από την καταδίκη του θανάτου και τους καθιστά αξίους ζωής, αιωνίου ζωής.
53, 54. (α) Από την ανυπακοή του ενός ανθρώπου Αδάμ ποιοι επηρεάσθησαν, και πώς; (β) Μέσω της υπακοής του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού ποιοι ωφελούνται, και πώς;
53 Ακολουθώντας αυτή τη σκέψι, ο απόστολος Παύλος συνεχίζει και λέγει: «Διότι καθώς δια της παρακοής του ενός ανθρώπου οι πολλοί κατεστάθησαν αμαρτωλοί, ούτω και δια της υπακοής του ενός οι πολλοί θέλουσι κατασταθή δίκαιοι.» (Ρωμ. 5:19) Δηλαδή: Ο ένας άνθρωπος Αδάμ παρήκουσε στον Θεό και έγινε αμαρτωλός. Ως αποτέλεσμα όλοι οι απόγονοί του εκληρονόμησαν από αυτόν αμαρτία. Με αυτό τον τρόπο πολλοί «κατεστάθησαν αμαρτωλοί». Εν τούτοις, με την υπακοή στον Θεό του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού έγινε προμήθεια για πολλούς να ‘κατασταθούν δίκαιοι’.
54 Οι πρώτοι, οι οποίοι ‘κατεστάθησαν δίκαιοι’, είναι εκείνοι που αποτελούν την πνευματική εκκλησία του Ιησού Χριστού. Μέσω πίστεως στον ευπειθή Ιησού Χριστό «καθίστανται δίκαιοι» για να υιοθετηθούν ως πνευματικοί υιοί του Θεού και ως συγκληρονόμοι του Ιησού Χριστού. Αφού αυτοί οι πνευματικοί υιοί του Θεού τελικά φθάνουν τον αριθμό 144.000, «πολλοί» πράγματι ‘καθίστανται δίκαιοι.’ (Αποκάλ. 7:4-8· 14:1, 3, 4) Επί πλέον, στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Ιησού Χριστού πολλοί από τον κόσμο του ανθρωπίνου γένους, περιλαμβανομένων κι εκείνων που θ’ αναστηθούν, θα κερδίσουν δικαιοσύνη μέσω του Χριστού. Όσοι δεν θα επιτύχουν αυτό θα καταστραφούν στον «δεύτερον θάνατον».—Αποκάλ. 20:14, 15.
55. Όταν προσετέθη ο νόμος του Μωυσέως, τι άρχισε να περισσεύη, και πώς αυτό;
55 Ο απόστολος Παύλος ετόνισε ήδη ότι «αμαρτία . . . δεν λογίζεται όταν δεν ήναι νόμος.» (Ρωμ. 5:13) Επομένως, όταν εισήχθη ο νόμος του Μωυσέως το 1513 π.Χ., αμαρτήματα μπορούσαν να διαπραχθούν από τους Ισραηλίτας κάτω από εκείνον τον νόμο. Έτσι, αν οι Ισραηλίται δεν έβλεπαν τον εαυτό τους ποτέ προηγουμένως αμαρτωλό, τώρα μπορούσαν να ιδούν ότι ήσαν αμαρτωλοί, παραβάται, υπό το φως του νόμου μέσω του Μωυσέως. Έχοντας τούτο υπ’ όψιν, ο Παύλος συνεχίζει και λέγει: «Παρεισήλθε δε ο νόμος δια να περισσεύση το αμάρτημα. Και όπου επερίσσευσεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις.» (Ρωμ. 5:20) Προτού έλθη ο Ιησούς Χριστός επί της σκηνής, ο νόμος του Μωυσέως είχε προστεθή στην αμαρτωλή κατάστασι πραγμάτων που ήδη υπήρχε. Αντί, όμως, ν’ ανακηρύξη τους Ισραηλίτας δικαίους, ο νόμος αυτός τους απέδειξε ότι ήσαν αμαρτωλοί σε μεγαλύτερο βαθμό, κατά το ότι τώρα ήσαν παραβάται του νόμου του Θεού που είχε απαγγελθή.
56. Επειδή με αυτό τον τρόπο επερίσσευσαν η παράβασις και η αμαρτία, τι έπρεπε να υπερπερισσεύση εκ μέρους του Θεού, και μπορούσε να γίνη αυτό;
56 Έτσι ακόμη και μετά την προσθήκη του νόμου του Μωυσέως, η αμαρτία επερίσσευσε και μεταξύ των Ισραηλιτών. Αυτό απαιτούσε μεγαλυτέρα παρ’ αξίαν αγαθότητα εκ μέρους του Θεού προς αυτούς. Ο Θεός, όμως, ανταπεκρίθη στην ανάγκη και έτσι «υπερεπερίσσευσεν η χάρις» του.
57. (α) Αφού προσετέθη ο νόμος του Μωυσέως, τι εξακολούθησε να βασιλεύη, και με ποια ποινή; (β) Με την πρώτη έλευσι του Χριστού, τι άρχισε να βασιλεύη, και για ποιο πράγμα έκανε προμήθεια αυτό;
57 Για ποιο σκοπό; Ο απόστολος Παύλος απαντώντας σ’ αυτό το ερώτημα λέγει: «Ίνα, καθώς εβασίλευσεν η αμαρτία δια του θανάτου, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια της δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον, δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.» (Ρωμ. 5:21) Δηλαδή, Παρά την επίδοσι του νόμου του Μωυσέως, η αμαρτία εξακολούθησε να βασιλεύη επάνω στο ανθρώπινο γένος και να συνοδεύεται από θάνατο για τους δούλους της αμαρτίας. Τώρα, όμως, το έτος 33 μ.Χ., ήλθε στο φως αιώνια ζωή «δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.» Τούτο ωφείλετο στην τελεία δικαιοσύνη του. Αυτή η διευθέτησις δεν ήταν υποχρεωτική εκ μέρους του Θεού· προέκυψε ολόκληρη από την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού προς το ανθρώπινο γένος. Επί τέσσερες χιλιάδες και πλέον χρόνια η αμαρτία εβασίλευσε και επλήρωνε με θάνατο τους δούλους της. Τώρα, όμως, με την πρώτη έλευσι του Χριστού άρχισε να βασιλεύη η παρ’ αξίαν αγαθότης του Θεού προς το ανθρώπινο γένος. Έκαμε προμήθεια για την απελευθέρωσι από τη δουλεία της αμαρτίας. Έκαμε προμήθεια για να κερδηθή δικαιοσύνη, για να μπορή ένα άτομο, που κέρδισε δικαιοσύνη, να κερδίση αιώνια ζωή.
58. Η παρ’ αξίαν αγαθότης του Θεού άρχισε να βασιλεύη έχοντας τι υπ’ όψιν για το ανθρώπινο γένος, αλλά τι έπρεπε να κάνουν οι άνθρωποι για να το κερδίσουν;
58 Μέσω του ενός ανθρώπου Αδάμ η αμαρτία είχε αρχίσει να βασιλεύη επάνω σε όλο το ανθρώπινο γένος. Τώρα, όμως, μέσω του ενός ανθρώπου «Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» άρχισε να βασιλεύη η παρ’ αξίαν αγαθότης του Θεού με προοπτική το αντίθετο του θανάτου, δηλαδή, αιώνια ζωή για το ανθρώπινο γένος. Εκείνοι, οι οποίοι κερδίζουν αιώνια ζωή, θα έπρεπε να στραφούν από την αμαρτία στη δικαιοσύνη. Θα έπρεπε να δεχθούν τη δικαιοσύνη μέσω του Ιησού Χριστού.
ΕΞΑΓΟΡΑ ΜΕΣΩ ΑΝΤΙΛΥΤΡΟΥ
59. (α) Πόσοι απέθαναν επί της γης λόγω του Αδάμ; (β) Πώς ο Ιησούς Χριστός ισοστάθμισε τ’ αποτελέσματα εκείνου που έκαμε ο Αδάμ;
59 Έτσι ο ένας άνθρωπος Αδάμ ισοσταθμίσθη από τον Υιό του ανθρώπου, τον Ιησού Χριστό. Τ’ αποτελέσματα τού ό,τι έκαμε ο Αδάμ ισοσταθμίζονται με ό,τι ο Ιησούς Χριστός έκαμε. Πώς μπορούσε να συμβή αυτό; Συμβαίνει διότι ο Ιησούς Χριστός απέθανε ως μια απολυτρωτική θυσία για όλους τους απογόνους του Αδάμ, τους οποίους ο Αδάμ είχε ‘πωλήσει’ σε δουλεία κάτω από την αμαρτία με τον θάνατο ως ποινή γι’ αυτή τη δουλεία. Ο Αδάμ επέφερε θάνατο επάνω σε όλους. Όλοι ήσαν νεκροί. Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, «η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς· διότι . . . είς απέθανεν υπέρ πάντων, άρα οι πάντες απέθανον.» (2 Κορ. 5:14) Για κείνους, οι οποίοι ήσαν νεκροί μέσω του Αδάμ, ο Ιησούς Χριστός απέθανε ως μια απολυτρωτική θυσία, όπως είναι γεγραμμένον: «Είναι είς Θεός, είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.»—1 Τιμ. 2:5, 6.
60. (α) Ποιος ήταν ο νόμος του Θεού περί αντιλύτρου όπως εκτίθεται στον Μωσαϊκό νόμο; (β) Επομένως, τι απαιτούσε η εξαγορά των απογόνων του Αδάμ;
60 Στον γραπτό Λόγο του Θεού ο νόμος του αντιλύτρου είναι: «Θέλεις δώσει ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, καύσιμον αντί καυσίματος, πληγήν αντί πληγής, κτύπημα αντί κτυπήματος. Εάν επιβληθή εις αυτόν τιμή εξαγοράσεως [αντί του θανάτου του], θέλει δώσει δια την εξαγόρασιν της ζωής αυτού, όση ήθελεν επιβληθή εις αυτόν.» (Έξοδ. 21:23-25, 30) Η απολύτρωσις ή εξαγορά των απογόνων του Αδάμ, οι οποίοι ήσαν ‘πεπωλημένοι υπό την αμαρτίαν’, απαιτούσε τη θυσία μιας ανθρωπίνης ζωής, η οποία θα ήταν ακριβώς τόσο τελεία όσο και η ζωή του Αδάμ, όταν είχε πλασθή στον κήπο της Εδέμ.
61. (α) Με το ν’ αμαρτήση, τι έχασε ο Αδάμ για τους απογόνους του; (β) Πώς ο Υιός του Θεού έγινε το ακριβές αντίστοιχο του Αδάμ όταν εδημιουργήθη;
61 Με το ν’ αμαρτήση ο Αδάμ έχασε για τους απογόνους του το προνόμιο του να γεννηθούν τέλειοι, ελεύθεροι από την καταδίκη του θανάτου, γεννημένοι κάτω από την επιδοκιμασία του Θεού με την προοπτική της αιωνίου ζωής. Επομένως, η παρ’ αξίαν αγαθότης του Θεού έστειλε τον μονογενή του Υιό στη γη για να γίνη ο τέλειος άνθρωπος Ιησούς Χριστός. Εγεννήθη από μια παρθένο κι επομένως δίχως ένα ανθρώπινο πατέρα. Μ’ αυτόν τον τρόπο παρέμεινε ο Υιός του Θεού. Στην ενηλικίωσί του ήταν το ακριβές αντίστοιχο του Αδάμ όταν εδημιουργήθη. Έτσι μπορούσε να προσφέρη τον εαυτό του για να χρησιμεύση ως μια απολυτρωτική θυσία.
62. (α) Πότε παρουσιάσθη ο Ιησούς για να υπηρετήση ως απολυτρωτική θυσία, και πώς και πότε την παρουσίασε στον Θεό; (β) Στο θάνατό του, τι εθυσίασε πραγματικά;
62 Ο Ιησούς το έκαμε αυτό σε ηλικία τριάντα ετών, όταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τον εβάπτισε στο ύδωρ. Ύστερ’ από τριάμισυ χρόνια, ή στο έτος 33 μ.Χ., ο Ιησούς εξεπλήρωσε αυτή τη θυσία πεθαίνοντας αθώος, αναμάρτητος, και αδίκως καταδικασμένος σε θάνατο. Για την ακηλίδωτη δικαιοσύνη και πιστότητά του, ο Θεός τον ήγειρε από τους νεκρούς ως ένα πνευματικό πρόσωπο την τρίτη ημέρα. Έτσι, κατά την ανάστασί του, ο Ιησούς Χριστός δεν ανέλαβε ανθρωπίνη ζωή, αλλ’ ανέβη στον ουρανό με την αξία απλώς της τελείας ανθρωπίνης ζωής του. Αυτήν την αξία την παρουσίασε στον Ιεχωβά Θεό στον ουρανό, παραδίδοντάς την υπέρ του ανθρωπίνου γένους. Έτσι ανταπεκρίθη στις απαιτήσεις ενός ‘αντιλύτρου’ με το να δώση όμοιον αντί ομοίου, μια τελεία ανθρωπίνη ψυχή για μια τελεία ανθρωπίνη ψυχή που είχε χαθή. Όχι μόνο εθυσίασε την δική του ανθρωπίνη ζωή, αλλά εθυσίασε, επίσης, το ανθρώπινο δικαίωμά του και προνόμιο να γίνη ένας πατήρ σε ένα τέλειο ανθρώπινο γένος επί της γης, άξιο αιωνίου ζωής.
63. Με την ανθρωπίνη θυσία του, τι ήταν σε θέσι να κάμη ο Ιησούς Χριστός για τους απογόνους του Αδάμ;
63 Μ’ αυτόν τον τρόπο, με την ανθρωπίνη θυσία του, μπόρεσε να εξαγοράση τα τέκνα του Αδάμ και της Εύας, με το να τα υιοθετήση και ν’ απονείμη σ’ αυτά ό,τι ο ανθρώπινος πατέρας των Αδάμ είχε αποτύχει να τους κληροδοτήση. Έτσι θα γίνη ο «Αιώνιος Πατήρ» των.—Ησ. 9:6.
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
64. (α) Ποιο ζωτικό ερώτημα τίθεται μπροστά μας λόγω των απαιτήσεων που εγείρουν επάνω μας άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας; (β) Έχοντας αυτό υπ’ όψι, τι πρέπει να ενθυμούμεθα λόγω των πλεονεκτημάτων που ελάβαμε από την απολυτρωτική θυσία του Χριστού;
64 Αυτά τα θαυμάσια γεγονότα θέτουν μπροστά μας ένα ζωτικό ερώτημα. Είναι το εξής: Σε ποιον θα γίνωμε στο εξής δούλοι, σε ανθρώπους ή σ’ εκείνον που μας εξηγόρασε, τον Λυτρωτή μας; Σ’ αυτές τις ημέρες αβοήθητοι άνθρωποι γίνονται ιδιοτελώς αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από απλήστους ανθρώπους. Ολοκληρωτική διακυβέρνησις και φανατικός εθνικισμός ασκούν έλεγχο. Φιλόδοξοι, διψασμένοι για δύναμι άνθρωποι και ιδρύματα απαιτούν τη δουλική υποταγή του ανθρωπίνου γένους και απαιτούν αυτή την ίδια την ψυχή τους, έτσι ώστε χειρίζονται τη ζωή του ανθρώπου σαν να μη ανήκε σ’ αυτόν τον ίδιο. Θα υποταχθούμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι αυτοί οι ίδιοι ‘πεπωλημένοι υπό την αμαρτίαν’; Θα παραδώσωμε σ’ αυτούς, όταν το ζητούν, τη ζωή μας και θα γίνωμε ‘δούλοι ανθρώπων’; Χωρίς καμμιά δικαία βάσι ή δικαίωμα απαιτούν τη ζωή μας ως δούλων των. Όσοι, όμως, από μας επωφελούνται της απολυτρωτικής θυσίας του Ιησού Χριστού έχουν ήδη ‘αγορασθή δια τιμής.’ (1 Κορ. 7:23) Οφείλομε τη ζωή μας, την ελπίδα μας για αιώνια μέλλουσα ζωή, στον Ιησού Χριστό ως τον Εξαγοράσαντα ημάς, τον Λυτρωτή μας. Αυτός είναι ο πραγματικός και δικαιωματικός Κτήτωρ ημών.
65. Πώς εις 2 Κορινθίους 5:14, 15, τονίζει ο Παύλος την ορθή απάντησι στο ερώτημα περί δουλείας;
65 Ο απόστολος Παύλος τονίζει την ορθή απάντησι στο ερώτημα περί δουλείας, λέγοντας: «Η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς· διότι κρίνομε τούτο, ότι . . . απέθανεν υπέρ πάντων, δια να μη ζώσι πλέον δι’ εαυτούς οι ζώντες, αλλά δια τον αποθανόντα και αναστάντα υπέρ αυτών.»—2 Κορ. 5:14, 15.
66. (α) Με το ν’ αφήσωμε να γίνωμε δούλοι ανθρώπων, ποιον αρνούμεθα, και με ποια συνέπεια; (β) Γιατί εμείς οι Χριστιανοί δεν ανήκομε στον εαυτό μας, κι επομένως τίνος δούλοι δεν πρέπει να γίνωμε;
66 Αν, σε ανυπακοή προς τον Θεό, αφήνωμε να γίνωμε «δούλοι ανθρώπων», τότε ‘αρνούμεθα και τον αγοράσαντα ημάς δεσπότην’ και επιφέρομε επάνω μας καταστροφή. (2 Πέτρ. 2:1-3) Είμεθα αποφασισμένοι να μη το κάμωμε αυτό. Μάλλον, αν βρεθούμε υποχρεωμένοι να εκλέξωμε, θα θυμηθούμε και θα ενεργήσωμε σε αρμονία με τους θεοπνεύστους λόγους του αποστόλου Παύλου προς τους συγ-Χριστιανούς του: «Δεν είσθε κύριοι εαυτών. Διότι ηγοράσθητε δια τιμής· δοξάσατε λοιπόν τον Θεόν δια του σώματός σας . . . όστις ελεύθερος εκλήθη, δούλος είναι του Χριστού. Δια τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.»—1 Κορ. 6:19, 20· 7:22, 23· Γαλ. 1:10.
[Υποσημειώσεις]
a Το ρήμα «παραπίπτω» σημαίνει «πίπτω πλησίον, παραπλεύρως τινός». Βλέπε Εβραίους 6:6· επίσης Ιεζεκιήλ 14:13, Μετάφρ. Ο΄. Το σχετικό ουσιαστικό (παράπτωμα) ευρίσκεται εις Ματθαίον 6:14, 15, Κείμενον.
[Εικόνα στη σελίδα 211]
Παρ’ αξίαν αγαθότης