Προοδευτικά Βήματα στην Υπηρεσία του Ιεχωβά
ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΥΠΟ ΦΡΑΝΤΖ ΤΣΟΥΡΧΕΡ
ΚΑΠΟΙΑ ψυχρή, υγρή ημέρα του Φεβρουαρίου του 1912 περίμενα στην εξέδρα του σταθμού ενός μικρού χωριού στην Ελβετία το τραίνο, που θα με μετέφερε πρώτα στη Βέρνη και κατόπιν στο Παρίσι. Ήμουν λίγο μεγαλύτερος από είκοσι ετών και είχα αποφασίσει να πάω στο Παρίσι για να βελτιώσω τις γνώσεις μου στη Γαλλική γλώσσα.
Δίπλα μου στέκει ο πατέρας μου, εύρωστος και ευθυτενής, με τα γερά χαρακτηριστικά του, σοβαρός και αυστηρός. Το τραίνο έμπαινε στο σταθμό κι επλησίαζε η ώρα για ν’ αποχωρισθή ο πατέρας μου από τον νεώτερο γυιό του. Ένας σύντομος αποχαιρετισμός κι ένα «Μη ξεχνάς τις προσευχές σου, παιδί μου!» ήσαν τα μόνα του λόγια καθώς εγώ ανέβαινα στο τραίνο. Αυτή η αποχαιρετιστήριος συμβουλή μου έκαμε εντύπωσι καθώς άρχιζα το ταξίδι μου μέσα στον κόσμο, και σε μια νέα ζωή.
Στο Παρίσι με υπεδέχθη ένας σχολικός φίλος. Ο θόρυβος του Παρισιού, η αστραφτερή ζωηρότης του λαού του, είχαν μια τονωτική επίδρασι επάνω μου, και γρήγορα έκαμα άλλους καλούς φίλους, με τους οποίους μπορούσα να συζητώ τα πολλά προβλήματα της ζωής.
Έπειτα μια μέρα ο διευθυντής ένας μεγάλου εμπορικού καταστήματος με προσεκάλεσε να τον συνοδεύσω σε μια συνάθροισι της Χριστιανικής Επιστήμης. Περίμενα να βρω κάτι για τον «εσωτερικό άνθρωπο», κάποιες απαντήσεις σ’ ερωτήματα που με αυξανόμενο ρυθμό απασχολούσαν τη διάνοιά μου, όπως ο σκοπός της ζωής και το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Εν τούτοις, η Χριστιανική Επιστήμη με απεγοήτευσε από την αρχή, όταν είδα μια γυναίκα ν’ ανεβαίνη στην εξέδρα για να διευθύνη τη συνάθροισι. Γρήγορα εγκατέλειψα τα έντυπα.
Αργότερα εδαπάνησα ένα βράδυ σε μια συνάθροισι του Στρατού Σωτηρίας. Ανεμένετο να είναι παρών ο Στρατηγός Μπουθ, γυιός του ιδρυτού της οργανώσεως. Είχα πάει μόνος. Ένα μεγάλο πλήθος ήταν ήδη συγκεντρωμένο. Σε λίγο ανέβηκε στο βήμα ο Στρατηγός με τη στρατηγική του ράβδο στο χέρι. Δεν με ελκύει, όμως, η μέθοδος με την οποία ευαγγελίζεται, διότι μου φαίνεται σαν ένας έντεχνος τρόπος υπνωτισμού. Ως αποτέλεσμα τούτου, μια περίοδος ληθάργου στα θρησκευτικά ζητήματα με κατέλαβε.
ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Ήταν τώρα καλοκαίρι του 1914. Το Παρίσι βρισκόταν σε πυρετό! Είχε δολοφονηθή ο Ζαν Ζωρές, Γάλλος πολιτικός της σοσιαλιστικής παρατάξεως. Την ίδια περίπου εποχή εδολοφονείτο στο Σεράγιεβο ο Αρχιδούξ Φερδινάνδος, διάδοχος του Αυστριακού θρόνου. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν σε μια βαριά ατμόσφαιρα αβεβαιότητος!
Κατόπι ξέσπασε ο κεραυνός: άρχισε ο παγκόσμιος πόλεμος! Ποτέ δεν θα λησμονήσω τη μονότονη ησυχία που έπεσε επάνω σ’ αυτή την τόσο εύθυμη πόλι ως επακόλουθο αυτού του γεγονότος. Έγινα μάρτυς συγκινητικών αποχαιρετισμών, εντυπωσιακών σκηνών στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Παρισιού. Γονείς απεχωρίζοντο τους γυιούς των, πατέρες τις συζύγους και τα παιδιά τους, και τα τραίνα κυλούσαν προς το μέτωπο.
Και η Ελβετία, επίσης, έκαμε επιστράτευσι και ο φίλος μου κι εγώ θεωρήσαμε καθήκον μας να επιστρέψωμε σπίτι και «να καταταγούμε κάτω από τη σημαία.» Έτσι ταξιδεύσαμε τη νύχτα επιστρέφοντας σπίτι, και την ίδια ημέρα φορέσαμε τη στολή. Όταν αποχωρίσθηκα από τους γονείς μου, ο πατέρας μου μού είπε απλώς: «Αν αναγκασθής να σκοτώσης, παιδί μου, ποτέ μη γίνης σκληρός.» Μολονότι η Ελβετία δεν ήταν σε πόλεμο, σε λίγο μ’ έστειλαν στα Ελβετικά σύνορα. Εκεί άρχισαν για μια φορά ακόμη να τριγυρίζουν στο μυαλό μου, με αυξανόμενη ανησυχία, οι πολλές ερωτήσεις που μ’ εβασάνιζαν. Γιατί αυτές οι φρικτές συνθήκες στον κόσμο; Γιατί να υπάρχη πόλεμος μεταξύ «Χριστιανικών» εθνών; Εκλείσθηκα στον εαυτό μου, και μολονότι έλαβα δυο φορές προαγωγή, η διανοητική μου στάσις ήταν ακατάστατη.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ήλθε η πρώτη στρατιωτική μου άδεια κι επήγα σπίτι για μερικές μέρες. Η καρδιά μου ήταν βαριά κι ερευνούσε γι’ απαντήσεις σ’ εκείνα τα ανανεωμένα, βασανιστικά «γιατί». Ίσως θα μπορούσε να με βοηθήση ο Διαμαρτυρόμενος λειτουργός μας. Χάρηκε που με είδε και έκαμα έκκλησι σ’ αυτόν με τα εξής λόγια: «Ενθυμείσθε ότι μας είπατε όταν ήμεθα παιδιά ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελούσε εγγύησι για τους νέους που ήθελαν να σταδιοδρομήσουν; Σας επίστευσα, και τώρα—πού φθάσαμε;» Η απάντησίς του ήταν: «Α! Ναι! Ήσουν πάντοτε ένας μελαγχολικός, σκεπτικός νέος. Φυσικά είναι θλιβερά όσα συμβαίνουν γύρω μας, αλλά, να! είναι μια κρίσις από τον Θεό που πρέπει να υπομείνωμε και πρέπει να προσευχώμεθα να διαφυλάξη την ωραία χώρα μας από τον πόλεμο και την καταστροφή. Συνέχισε απλώς ήσυχα το δρόμο σου, και όλα θα πάνε καλά.» Είπα μέσα μου, «Ασφαλώς είναι καλά αισθήματα αυτά, αλλά απαντήσεις στα ερωτήματά μου δεν είναι!» Για τρίτη φορά απογοητεύθηκα από τη θρησκεία.
Αποχαιρέτησα το λειτουργό, και καθώς επέστρεφα σπίτι κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι προφανώς δεν μπορούν να με βοηθήσουν. Εν τούτοις, αισθανόμουν μια βαθμιαία ενίσχυσι σκοπού μέσα μου και απεφάσισα να βρω μια διέξοδο. Ως αυτή την ημέρα μπορώ ακόμη να θυμηθώ εκείνο τον ήρεμο τόπο, εκείνο το μικρό κομμάτι γης, όπου εγονάτισα μπροστά στον Θεό και προσευχήθηκα να με οδηγήση στον ορθό δρόμο.
Αργότερα έλαβα ένα διορισμό για εργασία στο Ομοσπονδιακό Ανάκτορο στη Βέρνη. Εκεί, κάθε Κυριακή, παρακολουθούσα διάφορες θρησκευτικές συναθροίσεις στην έρευνά μου για την αλήθεια. Καθώς έφευγα από μια συνάθροισι, άρχισα συζήτησι μ’ έναν άνθρωπο, που εφαίνετο σοβαρός. Μου είπε ότι ήταν κήρυξ της Αντβεντιστικής Αποστολής. Δέχθηκα να κάνω μια μελέτη της Γραφής μαζί του.
Κατόπιν, μια μέρα, κάποιος μου έστειλε τους έξη τόμους με τον τίτλο «Γραφικές Μελέτες», υπό Καρόλου Τ. Ρώσσελ. Οι τίτλοι αυτών των βιβλίων μου φάνηκαν θελκτικοί. Με πυρετώδες ενδιαφέρον άρχισα να διαβάζω τον τόμο με τον τίτλο «Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων», και, καθώς διάβαζα, η πεποίθησις ότι βρήκα Γραφική αλήθεια σ’ αυτές τις Γραφικές μελέτες εγίνετο ολοένα ισχυρότερη. Επιθυμούσα να μάθω περισσότερα κι έτσι άρχισα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις των σπουδαστών της Γραφής, που αργότερα ονομάσθηκαν μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι διένειμαν αυτή την έντυπο ύλη.
Ο φιλικός Αντβεντιστής κήρυξ συνέχισε τις επισκέψεις του, κι έτσι είχα άφθονη ευκαιρία να συμπαραβάλλω τις αλήθειες. Γρήγορα του είπα ότι δεν ήταν ανάγκη να μ’ επισκέπτεται πια, επειδή εσχημάτισα πεποίθησι ότι είχα βρει την αλήθεια. Άφησε να φανή η απογοήτευσίς του, και μ’ ένα διαπεραστικό βλέμμα με ρώτησε, «Μήπως έπεσες στα χέρια των Σπουδαστών της Γραφής;» Η καταφατική μου απάντησις τον έθλιψε, αλλ’ αποχωρισθήκαμε φιλικά. (Θα ήθελα να προσθέσω εδώ ότι αργότερα, αφού πέρασαν τριάντα και πλέον χρόνια, ενώ στεκόμουν στο δρόμο διανέμοντας Γραφικά έντυπα στη διάρκεια μιας συνελεύσεως σε μια πόλι κοντά στη Βέρνη, ο ίδιος αυτός κύριος απροσδόκητα μ’ επλησίασε και μου είπε: «Κύριε Τσούρχερ, βλέπω ότι παραμείνατε αληθινός στην πίστι σας, ενώ εγώ εγκατέλειψα τη δική μου, γιατί διεπίστωσα πολλές πλάνες στις Αντβεντιστικές διδασκαλίες».)
ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΩΡΙΜΑΖΟΥΝ
Μολονότι εγνώριζα ότι βρήκα την αλήθεια, δεν είχα ακόμη κάμει επισήμως το βήμα της αφιερώσεως της ζωής μου στον Ιεχωβά. Μια μέρα—το φθινόπωρο του 1918—παρακολούθησα χάριν αναψυχής μια συναυλία κλασσικής μουσικής. Τυχαίως έβγαλα από τη τσέπη μου ένα έγχρωμο χαρτί. Ούτε θυμάμαι πώς βρέθηκε εκεί. Ήταν ένα πρόγραμμα της «Φθινοπωρινής Ημερησίας Συνελεύσεως του Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής στο Κάουντυ Χωλ στη Βέρνη.» Διάβασα το περιεχόμενό του, το οποίο έλεγε: «Πάντων το τέλος επλησίασεν.»—1 Πέτρ. 4:7.
Αμέσως, ένα αίσθημα ενοχής με κατέλαβε. Είπα στον εαυτό μου, «Κι εσύ κάθεσαι εδώ σ’ αυτό το κοσμικό μέρος αντί να παρακολουθής τη συνέλευσι!» Παρετήρησα ακόμη στην έντυπη πρόσκλησι ότι προσεφέρετο μια ευκαιρία για βάπτισμα. Οι υποψήφιοι ενεθαρρύνοντο να διαβάσουν το κεφάλαιο, «Το Βάπτισμα της Νέας Κτίσεως», στον έκτο τόμο των «Γραφικών Μελετών». Αμέσως έφυγα από την αίθουσα της συναυλίας για να πάω σπίτι, όπου άρχισα να διαβάζω με προσευχή αυτό το κεφάλαιο. Ήταν σαν να έπεφταν λέπια από τα μάτια μου! Όπως είχε πει ο Αιθίοψ ευνούχος στον Φίλιππο, έτσι κι εγώ ερώτησα τον εαυτό μου, «Τι με εμποδίζει να βαπτισθώ;» (Πράξ. 8:36) Έτσι, σ’ εκείνη τη σννέλευσι το 1918, βαπτίσθηκα στο ύδωρ για να συμβολίσω την αφιέρωσί μου να πράττω το θέλημα του Θεού. Η ημέρα εκείνη παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη μου, και από τότε άρχισα να κηρύττω οπουδήποτε πήγαινα. Ναι, αυτή η «πρώτη αγάπη της αληθείας» είναι τόσο ανεκτίμητα πολύτιμη!
Τώρα αντιμετώπιζα μια άλλη απόφασι. Άρχισα να εκτιμώ ολοένα περισσότερο ότι ένας Χριστιανός δεν μπορεί να δουλεύη δύο κυρίους και ότι ανάμεσα στις διαμάχες του κόσμου αυτού πρέπει να παραμένη ουδέτερος. Αυτό το ζήτημα έγινε ζωτικό, και ήμουν αποφασισμένος να δώσω μια απάντησι χωρίς συμβιβασμούς. Η ευκαιρία να το κάμω παρουσιάσθηκε γρήγορα, διότι έλαβα πρόσκλησι να εισαχθώ στη Σχολή Αξιωματικών. Ανεγνώρισα ότι αυτή ήταν η στιγμή να ενεργήσω, διότι μέσα μου αντηχούσε η σκέψι, «Δεν μπορώ και δεν θέλω να συνεχίσω ν’ αποτελώ μέρος αυτού του ασεβούς συστήματος.»
Τότε κάθησα και συνέταξα προσεκτικά μια επιστολή, όπου εξηγούσα τη στάσι μου σχετικά με τη Χριστιανική ουδετερότητα, και την έστειλα στις αρμόδιες αρχές, καθώς κι ένα αντίγραφο στον αμέσως προϊστάμενό μου. Αυτός ο κύριος, μολονότι ο ίδιος ήταν αξιωματικός, έδειξε σεβασμό στις πεποιθήσεις μου. Γρήγορα η υπόθεσίς μου έφθασε ενώπιον του Εξεταστικού Συμβουλίου Αξιωματικών, όπου έλαβα πείραν της αληθείας των λόγων του Ιησού στο εδάφιο Μάρκος 13:11: «Μη προμεριμνάτε τι θέλετε λαλήσει.» Δεν μπόρεσα ν’ αντιληφθώ τι συνέβη, όταν άκουσα τα λόγια: «Απολύεσθε από το στρατό.» Ευχαρίστησα θερμά τον Ιεχωβά για την πιστή συμπαράστασί του.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ
Αργότερα, τα θέρος του 1923, ήλθε μια άλλη σπουδαία ημέρα στη ζωή μου. Την ίδια σχεδόν ημέρα μ’ επληροφόρησαν ότι με διώρισαν Γραμματέα-Ταμία σ’ ένα τμήμα ενός κρατικού ιδρύματος, παρά τη στάσι μου στο ζήτημα της ουδετερότητος, αλλά έλαβα, επίσης, μια πρόσκλησι από τα γραφεία του τμήματος Βέρνης της Εταιρίας Σκοπιά, που με προσκαλούσε ν’ αναλάβω ολοχρόνια διακονία!
Δύο δρόμοι ήσαν ανοικτοί μπροστά μου, ένας που προσέφερε «σταδιοδρομία και γόητρο», και ο άλλος που παρώτρυνε, «Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι.» (Ματθ. 9:37) Διεπίστωσα τότε ότι δεν υπήρχε παρά μόνο ένα ορθό πράγμα να κάμω, και αυτό ήταν να υπηρετώ τον Ιεχωβά όσο πληρέστερα μπορώ! Έτσι επληροφόρησα το γραφείο Βέρνης της Εταιρίας Σκοπιά για την απόφασί μου. Κατόπιν μπήκα στο γραφείο του προϊσταμένου μου για να δώσω την παραίτησί μου από την κρατική υπηρεσία. Έβαλε στοργικά το χέρι του στον ώμο μου και μου ευχήθηκε θερμά χαρά και επιτυχία στη νέα μου σταδιοδρομία.
Ο πρώτος μου διορισμός στην ολοχρόνια διακονία ήταν μια περιοδεία με το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας», μια συλλογή από Βιβλικές κινηματογραφικές ταινίες και φωτεινές εικόνες, στο Βέλγιο, το Σάαρ, την Κοιλάδα του Ρήνου, την Αλσατία και Λωρραίνη και την Ελβετία, με τη συνοδεία δύο πνευματικών αδελφών. Κάθε εβδομάδα είχαμε τέσσερες βραδινές προβολές, που συνωδεύοντο από διαλέξεις. Οι αίθουσες ήσαν τελείως γεμάτες από προσεκτικό ακροατήριο. Συχνά, καθώς έβλεπα τη θάλασσα από ανυπόμονα πρόσωπα πίσω από την οθόνη πριν αρχίση η προβολή του «Φωτοδράματος», εξέφευγαν από τα χείλη μου τα λόγια: «Κύριε μου και Θεέ μου! Τι τιμή είναι αυτή που δίνεις σε ανθρώπους από χώμα να τους επιτρέπης να δίδουν παντού τις ένδοξες αλήθειες της Βασιλείας σου!»
Η συμμετοχή μου στο έργο του Φωτοδράματος έληξε την άνοιξι του 1925, αφού είχαν εξυπηρετηθή εκατό και πλέον πόλεις. Ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορδ, μας επληροφόρησε ότι είχε έλθει ο καιρός για περισσότερη έμφασι σ’ ένα άλλο τρόπο διακηρύξεως της Βασιλείας, δηλαδή, κήρυγμα του αγγέλματος από σπίτι σε σπίτι, με την υποστήριξι δημοσίων ομιλιών. Μ’ εκάλεσαν πάλι στη Βέρνη, όπου μου ανετέθη εργασία στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών, μια εργασία, η οποία μου έδωσε βαθιά ικανοποίησι. Αργότερα μου ανετέθησαν άλλοι διορισμοί στα γραφεία του τμήματος, για την εξυπηρέτησι των αναγκών των εκκλησιών και άλλων ολοχρονίων διακόνων που ήσαν κάτω από τη φροντίδα μας.
Αλησμόνητες, επίσης, είναι οι ετήσιες επισκέψεις μου στις εκκλησίες στη Γαλλία και το Βέλγιο, και η συντροφιά που απήλαυσα με τη φιλική ομάδα ολοχρονίων διακόνων που είχαν έλθει από την Αγγλία. Θαρραλέα ώργωναν το έδαφος και έσπειραν το σπόρο της Βασιλείας σ’ αυτόν τον παρθένο τομέα, ειδικά στη Γαλλία. Αυτές οι επισκέψεις, που είχα το προνόμιο να κάμω μαζί με τον αδελφό Χάρμπεκ, που ήταν υπεύθυνος για το έργο στο γραφείο Βέρνης, υπήρξαν μια πηγή μεγάλης πνευματικής ενισχύσεως για μένα παρά τη μεγάλη προσπάθεια που απαιτούσαν.
Η ΕΝΑΝΤΙΩΣΙΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ
Την εποχή εκείνη η σκηνή του κόσμου άλλαζε γοργά, διότι ο Εθνικοσοσιαλισμός είχε υψώσει την αντιπαθητική του κεφαλή στη Γερμανία. Τα κύματα της πολιτικής αναταραχής σύντομα είχαν συσσωρευθή τόσο υψηλά ώστε να συντρίβουν τη συνοριακή γραμμή και να απλώνωνται μέσα στην Ελβετία.
Μαζί με τον πικρό διωγμό των Ιουδαίων στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, ξέσπασε και εχθρότης εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά. Στην Ελβετία, επίσης, υπήρξαν πρόθυμα όργανα του Διαβόλου, που περίμεναν ν’ αναρριπίσουν τις φλόγες του μίσους εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά. Συχνά οι εχθροί μας μάς κακοπαρίσταναν στις αρχές ως μια πολύ ύποπτη, μηδενιστική οργάνωσι, εχθρική απέναντι του Κράτους. Για ένα χρονικό διάστημα οι αρχές φάνηκαν ότι επηρεάζοντο από αυτή την προπαγάνδα, διότι άρχισαν νομικές ενέργειες εναντίον μας με την κατηγορία του «υποβιβασμού της θρησκείας.» Ωστόσο, τ’ αποτελέσματα υπήρξαν κατά το πλείστον καταδίκες με αναστολή.
Στο μεταξύ, στη Γερμανία, η Εθνικοσοσιαλιστική θηριωδία εμαίνετο και οι αδελφοί μας ήσαν εκτεθειμένοι σε τρομακτικό, απάνθρωπο διωγμό, στον οποίο ανθίσταντο ακόμη και με δαπάνη της ζωής τους. Εξακριβωμένα στοιχεία σχετικά με τον διωγμό αυτόν που έφθασαν στα γραφεία μας διαφυλάχθηκαν προσεκτικά. Κατόπιν ο Αδελφός Ρόδερφορδ ενέκρινε τη δημοσίευσι ενός βιβλίου που απεδείκνυε τα παθήματα των μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία. Το βιβλίο αυτό εξεδόθη στη Γερμανική γλώσσα με τον τίτλο “Kreuzzug gegen das Christentum” (Σταυροφορία εναντίον της Χριστιανοσύνης). Εδημοσιεύθη, επίσης, στη Γαλλική και την Πολωνική.
Το θέρος του 1940 ο Αδελφός Χάρμπεκ επήγε στην Αμερική για να παρευρεθή σε μια συνέλευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά στο Ντητρόιτ. Δεν μπόρεσε, όμως, να επιστρέψη στην Ελβετία, διότι αρχικώς τον είχε αποστείλει η Εταιρία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι ο Αδελφός Ρόδερφορδ διώρισε εμένα ως υπηρέτη του τμήματος.
Με την έκρηξι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο πολλοί αδελφοί έλαβαν θετική στάσι στο ζήτημα της ουδετερότητος, ώστε οι αρχές άρχισαν να μας υποπτεύωνται ως μια ωργανωμένη αντιμιλιταριστική κίνησι. Μια μέρα τον Ιούλιο του 1940 ένα στρατιωτικό απόσπασμα κατέλαβε τα γραφεία του τμήματός μας κι ενήργησε μια αυστηρή έρευνα. Ύστερ’ από λίγες ημέρες κατέφθασε ένα στρατιωτικό φορτηγό αυτοκίνητο και κατέσχε όλη την έντυπο ύλη, για να εξετασθή από το στρατιωτικό γραφείο λογοκρισίας του τύπου. Ανέμεναν να βρουν κάποια απόφασι, που θ’ απεδείκνυε ότι η Εταιρία μας παρώτρυνε την άρνησι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας. Δίχως ν’ αναμείνη τ’ αποτελέσματα της ερεύνης, ο στρατός διέταξε τη λογοκρισία του περιοδικού Η Σκοπιά στην Ελβετία. Αυτό δεν μπορούσαμε να το δεχθούμε κι έτσι διεκόπη η επίσημος έκδοσις του περιοδικού.
Μολονότι διεκόπη ο σύνδεσμος με τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν, Νέα Υόρκη, μπορέσαμε να έλθωμε σε λίγο σ’ επαφή με τη Σουηδία και να λαμβάνωμε τη Σκοπιά τακτικά στη Σουηδική γλώσσα. Ένα μέλος του δικού μας Μπέθελ Βέρνης, η Άλις Μπέρνερ, έμαθε αυτή τη γλώσσα. Ο Ιεχωβά ευλόγησε τις προσπάθειές της, κι έτσι κατέστη δυνατόν να εφοδιάζωμε όλες τις εκκλησίες με πνευματική τροφή.
Ελήφθησαν και άλλα μέτρα εναντίον μας. Σε μια ωρισμένη χρονική περίοδο έγινε εισβολή στις κατοικίες πολλών υπηρετών εκκλησίας και κατεσχέθη το απόθεμά των εντύπου ύλης. Επί πλέον οι εκκλησιαστικές μας συναθροίσεις ετέθησαν κάτω από αστυνομική παρακολούθησι, κι ένας αστυνομικός με πολιτική ενδυμασία ήταν παρών ακόμη και στον εορτασμό της Αναμνήσεως. Η εισερχομένη αλληλογραφία μας περνούσε από έλεγχο και συχνά με καλούσαν κυβερνητικοί επίσημοι για μακρά ανάκρισι.
Τελικά έγιναν νομικές ενέργειες εναντίον μας. Ένας συνεργάτης, ο Αδελφός Ρούτιμαν, κατηγορήθη για άρνησι να δώση τον στρατιωτικό όρκο. Εναντίον μου απήγγειλαν τέσσερες κατηγορίες, που οι δύο ήσαν «υπονόμευσις της στρατιωτικής πειθαρχίας» και «ενέργειες κατά παράβασιν της απαγορεύσεως της επικινδύνου για το κράτος προπαγάνδας.» Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια προτού η δίκη φθάση στο ακροατήριο στις 23 και 24 Νοεμβρίου 1942. Υπήρξαν μερικές στιγμές εξάψεως στη διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης.
Η απόφασις εξεδόθη την επομένη. Ο Αδελφός Ρούτιμαν κατεδικάσθη σε φυλάκισι τριών μηνών στις κρατικές φυλακές, την οποία εξέτισε, και στην απώλεια ωρισμένων πολιτικών δικαιωμάτων. Η δική μου καταδίκη ήταν φυλάκισις δύο ετών. Αλλά ο δικηγόρος μας έκαμε έφεσι και στις 16 Απριλίου 1943 η ποινή μου εμειώθη από το εφετείο σ’ ένα χρόνο αναγκαστικά έργα, με αναστολή, και πενταετή απώλεια μερικών πολιτικών δικαιωμάτων.
Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης είχε ευνοϊκή αντίδρασι, και μπορέσαμε ν’ αποφύγωμε απαγόρευσι του έργου.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τελικά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στην Ευρώπη. Τι κατακλυσμός επιστολών κατέφθανε τώρα στο γραφείο μας από όλες τις πέριξ χώρες, όταν έγινε γνωστό ότι το έργο είχε παραμείνει άθικτο στην Ελβετία! Προηγουμένως ο νέος πρόεδρος της Εταιρίας, Αδελφός Ν. Χ. Νορρ, μου έγραψε να κάμω ό,τι μπορώ για να διατηρηθή το έργο στη χώρα μας ώστε με το τέλος του πολέμου να καταστή δυνατόν ν’ αποκατασταθή γοργά επαφή με τους αδελφούς μας στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Τώρα είχαμε το πολύ μεγάλο προνόμιο να τους προσφέρωμε «πρώτες βοήθειες». Κατόπιν, τον Δεκέμβριο του 1945, είχαμε τη χαρά να μας επισκεφθή στα γραφεία του τμήματος ο Αδελφός Νορρ, συνοδευόμενος από τον γραμματέα του, Μ. Χένσελ. Αυτές ήσαν ημέρες ειδικών ευλογιών και σπουδαίων αποφάσεων. Ο Αδελφός Νορρ άφησε οδηγίες για το έργο.
Το θέρος του 1950 έφερε σ’ εμένα, μαζί με πολλούς άλλους συνεργάτας, την επιβράβευσι της πολυετούς μας υπηρεσίας. Ελάβαμε πρόσκλησι να παρευρεθούμε στη μεγάλη συνέλευσι στο Στάδιο Γιάγκη στη Νέα Υόρκη. Και το 1953 είχα το προνόμιο να παρευρεθώ στη δευτέρα συνέλευσι στο Στάδιο Γιάγκη. Ποτέ δε θα λησμονήσω τη συντριπτική εντύπωσι που ένοιωσα καθώς ατένισα το στάδιο την ημέρα της ενάρξεως και το είδα γεμάτο και ξεχειλισμένο, και μάλιστα με χιλιάδες ακροατάς που παρακολουθούσαν από γειτονικές σκηνές. Τι ισχυρή επίδειξις του ακαταμαχήτου πνεύματος του Ιεχωβά ήταν αυτή!
Από το 1953 το φορτίο της ευθύνης έγινε ελαφρότερο για μένα επειδή ετέθη επάνω σε νεωτέρους ώμους, αφού εγώ εισήλθα στα φθινοπωρινά χρόνια της ζωής. Είμαι τώρα περίπου εβδομήντα πέντε ετών. Ύστερ’ από σαράντα πέντε και πλέον χρόνια στην υπηρεσία του Ιεχωβά, παραμένω ακόμη σταθερός στην αλήθεια, πράγμα για το οποίο ευχαριστώ τον Θεό, διότι γνωρίζω ότι Αυτός με υπεστήριξε. Με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του εξακολουθώ να είμαι ένα μέλος της οικογενείας Μπέθελ στον οίκο του τμήματος στην Ελβετία. Το να συνεχίζω ως ένα μέλος αυτής της ευτυχισμένης ομάδος εργατών, να γνωρίζω ότι ο χρόνος μου εδαπανήθη στο πλήρες στον διορισμό μου, αποτελεί ένα προνόμιο που εκτιμώ βαθιά. Πόσο ευλογημένοι είναι εκείνοι, που κάνουν προοδευτικά βήματα στη μεγάλη υπηρεσία του Ιεχωβά.