Ο Κριτής Ιεφθάε και η Ευχή Του
Ο ΙΕΦΘΑΕ ήταν και στρατηγός και κριτής. Έζησε στο τέλος της περιόδου που οι κριταί εκυβέρνησαν τον αρχαίον Ισραήλ. Λόγω μιας ευχής, που είχε κάμει και η οποία περιελάμβανε την πορεία της ζωής της θυγατρός του, αυτός και η θυγατέρα του απετέλεσαν ένα ευνοούμενο θέμα για συγγραφείς, ποιητάς και συνθέτας. Περισσότερα από 300 ποιήματα, δράματα και μυθιστορήματα έχουν ως βάσι αυτόν και τη θυγατέρα του από τον δέκατο έκτον αιώνα έως την τελευταία αυτή δεκαετία. Το ίδιο συμβαίνει και με 170 και πλέον μουσικές συνθέσεις, μεταξύ των οποίων 100 ορατόρια περιλαμβανομένου και ενός από τον Χαίντελ.
Όπως συμβαίνει με τόσο πολλά άλλα Βιβλικά θέματα, υπάρχει μεγάλη διαφορά γνώμης όσον αφορά τον Κριτή Ιεφθάε και την ευχή του και το τι συνέβη στη θυγατέρα του. Η ορθή κατανόησις θ’ αποδειχθή διαφωτιστική και ενισχυτική της πίστεως.
Ο Ιεφθάε έζησε σ’ ένα καιρό, που οι Ισραηλίται είχαν εκπέσει και πάλι από την αγνή λατρεία του Ιεχωβά Θεού και αυτός είχε επιτρέψει στους εχθρούς των, αυτή τη φορά στους Αμμωνίτας, να τους καταπιέζουν δέκα οκτώ έτη. Όπως ο Κριτής Γεδεών, έτσι και ο Ιεφθάε ήταν γνωστός ως «δυνατός εν ισχύι.» Ο πατέρας του έφερε το τιμητικό όνομα Γαλαάδ, αλλά η μητέρα του ήταν μια πόρνη. Προφανώς ο Γαλαάδ είχε νυμφευθή αυτή την πόρνη, όταν αυτή έμεινε έγκυος και την έκαμε έτσι νόμιμο σύζυγό του. Άλλως ο Ιεφθάε θα ήταν ένας νόθος γυιός, και ως τέτοιος δεν θα επετρέπετο να εισέρχεται στη συναγωγή του Ισραήλ, για να μη πούμε τίποτε για το ότι έγινε κριτής.—Κριτ. 11:1· Δευτ. 23:2.
Ο Γαλαάδ, ο πατέρας του Ιεφθάε, είχε και μια άλλη σύζυγο, από την οποία είχε αποκτήσει μερικούς γυιούς. Αυτοί ανέλαβαν μόνοι να διώξουν τον Ιεφθάε, αναμφιβόλως μετά τον θάνατο του πατρός των και πολύ πιθανόν για να εμποδίσουν τον Ιεφθάε από το να λάβη τη διπλή κληρονομία του πρωτοτόκου. Αλλά η δικαιολογία των ήταν, «Είσαι υιός γυναικός ξένης.»—Κριτ. 11:2.
«Και έφυγεν ο Ιεφθάε από προσώπου των αδελφών αυτού, και κατώκησεν εν τη γη Τωβ», η οποία ευρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ισραήλ. Εκεί μερικοί «ποταποί» άνθρωποι ενώθηκαν μαζί του, ακριβώς όπως χρόνια αργότερα ‘άνθρωποι εν στενοχωρία’ συνηθροίζοντο με τον Δαβίδ, όταν αυτός έφυγε από τον θυμό του Βασιλέως Σαούλ.—Κριτ. 11:3· 1 Σαμ. 22:2.
Φαίνεται ότι μόλις λίγο πριν από αυτό οι Αμμωνίται είχαν εισβάλει πάλι στη γη Γαλαάδ, η οποία ήταν η εύφορος περιοχή στην ανατολική πλευρά του Ποταμού Ιορδάνου. Οι άρχοντες και ο λαός της Γαλαάδ είχαν διακηρύξει: «Τις θέλει αρχίσει να πολεμή εναντίον των υιών Αμμών; αυτός θέλει είσθαι αρχηγός επί πάντων των κατοίκων της Γαλαάδ.» (Κριτ. 10:18) Προφανώς κανείς δεν υπήρχε διαθέσιμος ούτε προσεφέρθη. Εν τούτοις, όταν οι Αμμωνίται άρχισαν να επιτίθενται κατά των Ισραηλιτών, η κατάστασις έγινε απελπιστική κι έτσι «οι πρεσβύτεροι της Γαλαάδ υπήγαν να παραλάβωσι τον Ιεφθάε εκ της γης Τωβ», λέγοντας σ’ αυτόν: «Ελθέ, και γίνου αρχηγός ημών, δια να πολεμήσωμεν τους υιούς Αμμών.» Όταν ο Ιεφθάε εδίστασε λόγω του τρόπου με τον οποίο τον είχαν μεταχειρισθή, αυτοί υπεσχέθησαν να τον κάμουν αρχηγό των.—Κριτ. 11:4-8.
Ο ΙΕΦΘΑΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ
Η απάντησις του Ιεφθάε απεκάλυψε μια καλή πτυχή του χαρακτήρος του, ότι ‘εν πάσαις ταις οδοίς του εγνώριζε τον Ιεχωβά’. (Παροιμ. 3:6, ΜΝΚ) Γι’ αυτό απήντησε: «Εάν . . . ο Ιεχωβά παραδώση αυτούς [τους εχθρούς] εις εμέ, εγώ θέλω είσθαι άρχων εφ’ υμών!» Δεν υπελόγιζε σε νίκη εκτός από τον Ιεχωβά. Οι άνδρες της Γαλαάδ δεν είχαν αναφέρει καθόλου τον Ιεχωβά στις δηλώσεις των που προηγήθησαν, όταν, όμως, είδαν πόσο ήταν προσανατολισμένος ο Ιεφθάε, ότι πάντοτε ελάμβανε υπ’ όψιν τον Ιεχωβά, αυτοί απήντησαν: «Ο Ιεχωβά ας ήναι μάρτυς μεταξύ ημών, εάν δεν κάμωμεν κατά τον λόγον σου.» Ο Ιεφθάε συνεφώνησε κι επήγε μαζί τους και τότε «ελάλησεν ο Ιεφθάε πάντας τους λόγους αυτού ενώπιον του Ιεχωβά εν Μισπά.»—Κριτ. 11:9-11, ΜΝΚ.
Μολονότι ο Ιεφθάε ήταν «δυνατός εν ισχύι», δεν είχε, όμως όρεξι για μάχη. Μάλλον, πρώτα προσπάθησε να κάμη διαπραγματεύσεις για ένα ειρηνικό διακανονισμό. Έστειλε πρέσβεις στον βασιλέα των υιών Αμμών για να ερωτήση γιατί είχαν έλθει να πολεμήσουν εναντίον του Ισραήλ. Ο βασιλεύς του Αμμών απήντησε ότι εκείνη η γη αρχικά ανήκε σ’ αυτούς και ότι ο Ισραήλ την έλαβε όταν ανέβη από την Αίγυπτο.—Κριτ. 11:12, 13.
Εξοικειωμένος πλήρως με την ιστορία του λαού του, ο Ιεφθάε υπενθύμισε στον βασιλέα του Αμμών ότι οι Ισραηλίται είχαν λάβει αυτή τη γη από τους Αμορραίους (όχι τους Αμμωνίτας) και ότι αυτό το έπραξαν μόνο επειδή οι Αμορραίοι άρχιζαν να επιτίθενται κατά των Ισραηλιτών, και ότι ο Ιεχωβά είχε δώσει στο λαό του τη νίκη και τη γη εκείνη. Επί 300 χρόνια τώρα, ο Ισραήλ κατείχε αυτή τη γη, και όπως ακριβώς ο βασιλεύς του Αμμών ήθελε να κατέχη τη γη που του είχε δώσει ο θεός του Χεμώς έτσι και ο Ισραήλ θα κατέχη τη γη που του είχε δώσει ο Ιεχωβά. Φέρνοντας και πάλι τον Ιεχωβά στο προσκήνιο, ο Ιεφθάε συνέχισε: «Εγώ λοιπόν δεν έπταισα εις σε· αλλά συ πράττεις άδικα εις εμέ, πολεμών εναντίον μου. Ο Ιεχωβά ο Κριτής ας κρίνη σήμερον αναμέσον των υιών Ισραήλ και των υιών Αμμών.»—Κριτ. 11:14-28, ΜΝΚ.
Εφόσον ο Ιεφθάε ελάμβανε υπ’ όψιν τον Ιεχωβά σε όλες τις οδούς του, έπρεπε ν’ αναμένεται ότι ο Ιεχωβά θα έθετε το πνεύμα του επάνω του, κι έτσι διαβάζομε: «Τότε επήλθεν επί τον Ιεφθάε πνεύμα Ιεχωβά», και τότε αυτός επέρασε μέσ’ από την περιοχή της Γαλαάδ και του Μανασσή για να συγκεντρώση το στράτευμά του, και ταυτοχρόνως έστειλε πρόσκλησι στους Εφραϊμίτας ζητώντας βοήθεια. Και πάλι ο Ιεφθάε έδειξε ότι ‘εν πάσαις ταις οδοίς του εγνώριζε τον Ιεχωβά’, διότι τώρα «ευχήθη ο Ιεφθάε ευχήν προς τον Ιεχωβά, και είπεν, Εάν τωόντι παραδώσης τους υιούς Αμμών εις την χείρα μου, τότε ό,τι εξέλθη εκ των θυρών του οίκου μου εις συνάντησίν μου, όταν επιστρέφω εν ειρήνη από των υιών Αμμών, θέλει είσθαι του Ιεχωβά, και θέλω προσφέρει αυτό εις ολοκαύτωμα.»—Κριτ. 11:29-31, ΜΝΚ.
Αφού έκαμε αυτή την ευχή, ο Ιεφθάε και ο στρατός του επολέμησαν εναντίον των Αμμωνιτών «και παρέδωκεν αυτούς ο Ιεχωβά εις την χείρα αυτού.» Και επάταξε τους ειδωλολάτρας εισβολείς, κατέλαβε είκοσι πόλεις και κατέστρεψε τον εχθρόν «εν σφαγή μεγάλη σφόδρα. Και εταπεινώθησαν οι υιοί Αμμών.»—Κριτ. 11:32, 33, ΜΝΚ.
Αλλά η μάχη του Ιεφθάε δεν είχε λήξει ακόμη. Η νίκη του διήγειρε τον φθόνο της υπερηφάνου και ισχυρής φυλής του Εφραΐμ, όπως είχε συμβή προηγουμένως και με τη νίκη του Γεδεών. Οι άνδρες του Εφραΐμ απειλούσαν τώρα να πυρπολήσουν τον οίκον του Ιεφθάε, διότι τον κατηγορούσαν ότι δεν τους εκάλεσε για βοήθεια. Αλλά εψεύδοντο, όπως τους το υπενθύμισε και ο Ιεφθάε, και τότε πάλι απέδωσε στον Ιεχωβά την τιμή για τη νίκη: «Και ιδών ότι δεν με εσώσατε, ερριψοκινδύνευσα την ζωήν μου, και επέρασα εναντίον των υιών Αμμών, και ο Ιεχωβά παρέδωκεν αυτούς εις την χείρα μου· δια τι λοιπόν ανέβητε προς εμέ σήμερον δια να με πολεμήσητε;»—Κριτ. 12:1-3, ΜΝΚ.
Οι Εφραϊμίται, έχοντας διασχίσει τον Ιορδάνη για να πολεμήσουν τον Ιεφθάε, δεν άφησαν σ’ αυτόν άλλη εκλογή εκτός το να πολεμήση μαζί τους, με αποτέλεσμα αυτός και οι άνδρες του να νικήσουν κυριολεκτικά τους Εφραϊμίτας, και να πατάξουν 42.000. Από τότε ο Ιεφθάε υπηρέτησε τον Ισραήλ ως κριτής έξη έτη, οπότε απέθανε και ετάφη εις Μισπά.»—Κριτ. 12:4-7.
Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΕΦΘΑΕ
Όταν προηγουμένως ο Ιεφθάε επέστρεφε νικηφόρος από τη μάχη με τους υιούς Αμμών στον οίκο του εις Μισπά, ποιος θα έπρεπε να είναι ο πρώτος που θα έσπευδε να τον προϋπαντήση από τον οίκο του παρά η θυγατέρα του, «μετά τυμπάνων και χορών!» Μας αναφέρεται ότι ήταν απολύτως το μόνο του παιδί. Όταν την είδε ο πατέρας της ανέκραξε: «Οι μοι θυγάτηρ μου! όλως κατελύπησάς με . . . ήνοιξα το στόμα μου προς τον Ιεχωβά, και δεν δύναμαι να λάβω οπίσω τον λόγον μου.»—Κριτ. 11:34, 35, ΜΝΚ.
Υποτακτικά, η θυγάτηρ του απήντησε: «Πάτερ μου, εάν ήνοιξας το στόμα σου προς τον Ιεχωβά, κάμε εις εμέ κατ’ εκείνο το οποίον εξήλθεν εκ του στόματός σου· αφού ο Ιεχωβά έκαμεν εκδίκησιν εις σε από των εχθρών σου.» Πόσο ωμοίαζε με τον πατέρα της! Το μόνο που εζήτησε ήταν μια περίοδος δύο μηνών για να κλάψη την παρθενία της στα όρη μαζί με τις συντρόφους της, πράγμα που της παρεχωρήθη οπότε ο Ιεφθάε εξεπλήρωσε την ευχή του σχετικά με αυτήν.—Κριτ. 11:36- 39, ΜΝΚ.
Τι μπορεί να λεχθή γι’ αυτή την ευχή; Γιατί την έκαμε ο Ιεφθάε; Τι εννοούσε μ’ αυτήν, και προσέφερε πράγματι κατά γράμμα τη θυγατέρα του ως ολοκαύτωμα; Θα βοηθηθούμε ν’ απαντήσωμε σ’ αυτά τα ερωτήματα αν πρώτα απαντήσωμε σ’ ένα άλλο, Τι είδους άνθρωπος ακριβώς ήταν ο Ιεφθάε;
Πολλοί κριτικοί λέγουν ότι η ευχή του Ιεφθάε ήταν απερίσκεπτη, ανευλαβής, ανόητη, βιαστική, και με αναλλοίωτο τρόπο όλοι αυτοί υποστηρίζουν, επίσης, ότι προσέφερε τη θυγατέρα του κατά γράμμα ως ολοκαύτωμα επάνω στο θυσιαστήριο. Έχουν, επίσης, τάσι να περιγράφουν τον Ιεφθάε ως ένα χονδροειδή και αμαθή άνθρωπο. Αλλά σ’ όλα αυτά σφάλλουν πολύ, καθώς θα ιδούμε.
Εν πρώτοις, ας σημειωθή ότι γίνεται έντιμη μνεία του Ιεφθάε μεταξύ άλλων υπερμάχων της πίστεως τόσο από τον προφήτη Σαμουήλ, όσο και από τον συγγραφέα της προς Εβραίους επιστολής. Αν ήταν ένας αμαθής, αγροίκος άνθρωπος, ο οποίος εξετέλεσε μια ανόητη ευχή, ασφαλώς δεν θα ανεφέρετο μαζί με αυτούς τους άλλους.—1 Σαμ. 12:11· Εβρ. 11:32.
Επί πλέον, είδαμε πώς πάντοτε ελάμβανε υπ’ όψι τον Ιεχωβά. Αυτή η ιδιότης μάς βοηθεί να εννοήσωμε γιατί έκαμε αυτή την ευχή. Γιατί; Χωρίς αμφιβολία διότι ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία του να είναι νικηφόρος η υπόθεσις του Ιεχωβά ώστε ήταν πρόθυμος να θυσιάση οτιδήποτε γι’ αυτήν, ό,τι κι αν επρόκειτο να είναι. Ο Ιεχωβά, βέβαια, ήταν πολύ συνεπής προς αυτόν! Εκτός τούτου, μήπως δεν διαβάζομε ότι «επήλθεν επί τον Ιεφθάε πνεύμα Ιεχωβά» λίγο προτού κάμη την ευχή αυτή; Επομένως, είναι λογικό να συμπεράνωμε ότι αυτό που ηυχήθη ο Ιεφθάε ήταν τελείως σε αρμονία με το άγιο πνεύμα του Θεού.
Δεν φαίνεται, επομένως, λογικό να συμπεράνωμε ότι ο Ιεφθάε είχε την πρόθεσι να προσφέρη κατά γράμμα ολοκαύτωμα οποιονδήποτε θα εξήρχετο να τον προϋπαντήση. Μια τέτοια πορεία θα ήταν αντίθετη με το νόμο του Θεού για την αγιότητα της ανθρωπίνης ζωής και αυτό θ’ αποτελούσε τη μόνη περίπτωσι σ’ ολόκληρη τη Γραφή, όπου ένας άνθρωπος θυσιάσθηκε πραγματικά από έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος έλαβε την επιδοκιμασία του Θεού. Μάλλον, φαίνεται λογικό να συμπεράνωμε ότι αυτό που ο Ιεφθάε είχε υπ’ όψι του να κάμη, και που έκαμε, ήταν οποιοσδήποτε θα εξήρχετο να τον προϋπαντήση ν’ αφιερωθή στην υπηρεσία του Θεού και ότι εχρησιμοποίησε την έκφρασι «ολοκαύτωμα» απλώς ως ένα σχήμα λόγου.—Γέν. 9:6.
Δεν θα μπορούσε να σκεφθή ότι κάποιο ζώο θα εξήρχετο να τον συναντήση, καθώς μερικοί ισχυρίζονται, διότι είπε «ό,τι εξέλθη εκ των θυρών του οίκου μου εις συνάντησίν μου» θα το προσέφερε, και οι Ισραηλίται δεν διατηρούσαν κατώτερα ζώα στις κατοικίες των—ούτε ακόμη και σκύλους, όπως σήμερα μερικοί άνθρωποι διατηρούν για χαϊδεμένα ζώα! Ώστε πρέπει να είχε υπ’ όψιν είτε ένα υπηρέτη ή κάποιο συγγενή και ότι θα μπορούσε να είναι ακόμη και το μόνο του παιδί, η αγαπημένη του θυγατέρα. Αλλά οποιοδήποτε κι αν θα ήταν το τίμημα, ήταν πρόθυμος να το πληρώση, αν μόνο ο Ιεχωβά του εχάριζε τη νίκη!
Επί πλέον, αντί ο Ιεφθάε να είναι ένας αγροίκος και αμαθής άνθρωπος, μπορούμε να ιδούμε από τις διαπραγματεύσεις του με τους Αμμωνίτας και τους Εφραϊμίτας ότι ήταν λογικός, όχι βίαιος, αλλά ένας, ο οποίος εχειρίζετο ψύχραιμα μια δύσκολη κατάστασι. Και περισσότερο ακόμη, έδειξε ότι ήταν πολύ εξοικειωμένος με την ιστορία του Ισραήλ κι επομένως πρέπει, επίσης, να ήταν εξοικειωμένος με τις εντολές του Θεού που απηγόρευαν την προσφορά του τέκνου ενός ως ολοκαυτώματος: «Δεν θέλει ευρεθή εις σε ουδείς, διαπερνών τον υιόν αυτού ή την θυγατέρα αυτού δια του πυρός.»—Δευτ. 18:10· Ιερεμ. 7:31.
Επίσης, η τόσο υποτακτική στάσις της θυγατρός του ομιλεί εύγλωττα υπέρ του Ιεφθάε. Δεν εθεώρησε την ευχή ανόητη ούτε και επέκρινε τον πατέρα της διότι την έκαμε. Αν, όμως, επρόκειτο ν’ αντιμετωπίση βέβαιο θάνατο, θα ζητούσε να κλαύση απλώς την παρθενία της; Έτσι παρατηρούμε, επίσης, ότι, αφού το υπόμνημα αναφέρει ότι ο πατέρας της εξετέλεσε την ευχή του σχετικά με αυτήν, λέγει: «Και αυτή δεν εγνώρισεν άνδρα.» Θα ήταν αυτό το εξέχον σημείο γι’ αυτήν, αν αυτή ήταν το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που θα είχε ποτέ πράγματι θυσιασθή ως ολοκαύτωμα επάνω σ’ ένα θυσιαστήριο από ένα υπηρέτη του Θεού; Αυτό το σχόλιο δεν φαίνεται να σημαίνη κάτι εκτός αν εννοήσωμε ότι εξακολούθησε να ζη, αλλά ως παρθένος.—Κριτ. 11:39.
Υπάρχει, επίσης, η δήλωσις: «Και έγεινεν έθος εις τον Ισραήλ: Από χρόνον εις χρόνον αι θυγατέρες του Ισραήλ μετέβαινον δια να δώσουν έπαινον εις την θυγατέρα του Ιεφθάε του Γαλααδίτου, τέσσαρας ημέρας κατ’ έτος.»a Θα μπορούσαν αυτές να της αποδίδουν έπαινον, αν ήταν νεκρή; Εκτός απ’ αυτό, δεν αναφέρεται τίποτε γι’ αυτό το έθος σε άλλο μέρος των Γραφών. Γιατί όχι; Διότι, αναμφιβόλως, το έθος αυτό διήρκεσε μόνον ενόσω αυτή ήταν στη ζωή, και μετά έπαυσε.—Κριτ. 11:39, 40, ΜΝΚ.
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟΝ
Αυτή η ορθή κατανόησις του ζητήματος θέτει τον Ιεφθάε κάτω από το ορθό φως και είναι συνεπής με το υπόλοιπο της αφηγήσεως που αφορά αυτόν. Επίσης, συμφωνεί με τα γεγονότα, που αφορούν τον λαό του Θεού στις ημέρες μας, του οποίου ήταν ένα προφητικό πρότυπο, διότι αποτελεί μέρος όλων εκείνων, τα οποία εγράφησαν για τη διδασκαλία μας.—1 Κορ. 10:11.
Ναι, όπως με τόσο πολλά άλλα αρχαία συμβάντα, που έχουν αναγραφή στη Βίβλο, βρίσκομε το παράλληλό του στις ημέρες μας. Όπως ήταν ο Ιεφθάε, έτσι και η οργάνωσις του Θεού, όπως εκπροσωπείται στη γη από τους αφιερωμένους και κεχρισμένους ακολούθους στα βήματα του Ιησού, είναι ένας ώριμος μαχητής για την υπόθεσι του Θεού, υπηρετώντας ως ο «πιστός και φρόνιμος δούλος». (Ματθ. 24:45-47) Όπως ο Ιεφθάε αφιέρωσε το πιο εκλεκτό του απόκτημα στην υπηρεσία του Θεού, έτσι και αυτοί έχουν μια τάξι θυγατέρα, σαν να πούμε, τον ‘πολύν όχλον’ ή «άλλα πρόβατα», τα οποία έχουν αφιερώσει στην υπηρεσία του Ιεχωβά, μη ζητώντας καμμιά αμοιβή για τον εαυτό τους παρά μόνο αυτά να υπηρετούν τον Ιεχωβά όπως ακριβώς κάνουν και αυτοί οι ίδιοι.—Αποκάλ. 7:9· Ιωάν. 10:16.
Αυτό, λοιπόν, είναι το μάθημα του Ιεφθάε και της ευχής του για όλους τους δούλους του Ιεχωβά Θεού σήμερα: Λαμβάνετε υπ’ όψιν τον Ιεχωβά σε όλες τις οδούς σας, θέτετε τον θρίαμβο της υποθέσεως του υπεράνω από κάθε τι άλλο, αποδίδετε αυτό που ευχηθήκατε και αφιερώνετε στον Ιεχωβά και στην υπόθεσί του ό,τι καρπούς είναι δυνατόν ν’ αποκομίζετε από την υπηρεσία του.
[Υποσημειώσεις]
a Οι μεταφράσεις, οι οποίες γράφουν εδώ «θρηνώσιν», όπως οι ΚΕΜ, ΑΣΜ και Νεοελληνική, πλανώνται, διότι η Εβραϊκή λέξις είναι τανάχ, που σημαίνει «επαινώ».