«Φοβού τον Θεόν και Φύλαττε τας Εντολάς Αυτού»
1. Τι πρέπει να έχη ένας πρώτα για ν’ ανταποκριθή στις απαιτήσεις που έχει θέσει ο Θεός σ’ αυτούς που ευνοεί;
ΠΡΟΤΟΥ μπορέση ένας ν’ αναλάβη οποιονδήποτε διορισμό στη ζωή και να έχη επιτυχία οφείλει να γνωρίζη κάτι για τις απαιτήσεις του διορισμού του. Βασικώς, για να έλθη ένας στο σημείο ν’ αφιερώση τον εαυτό του να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά, οφείλει να έχη ακριβή γνώσι του Λόγου του Θεού και να γνωρίζη τι απαιτεί ο Θεός από εκείνους τους οποίους ευνοεί.
2. Γιατί είναι αναγκαία η αναγνώρισις του ορατού επιγείου αγωγού του Ιεχωβά γι’ αυτόν που ζητεί να υπηρετήση τον Θεό;
2 Παραδείγματος χάριν, για να ευαρεστήση ένας τον Ιεχωβά οφείλει ν’ αναγνωρίση τον επίγειο αγωγό που χρησιμοποιεί ο Θεός για να χορηγήση ακριβή γνώσι σε ανθρώπους όλου του κόσμου. Από τον καιρό της εξώσεως του Αδάμ και της Εύας από τον κήπο της Εδέμ έως σήμερα δύο σπέρματα έχουν παραχθή, το σπέρμα του Ιεχωβά και το σπέρμα του Διαβόλου. (Γέν. 3:15) Επομένως, όπως ακριβώς ο Θεός επολιτεύθη με ωρισμένους ανθρώπους στις ημέρες πριν από τον κατακλυσμό, δηλαδή, τον Νώε και τους γυιούς του, και στην μετέπειτα εποχή με τον Αβραάμ και το σπέρμα του, έτσι ως αυτή την εποχή ο Ιεχωβά πολιτεύεται μ’ εκείνους τους οποίους έχει επιδοκιμάσει για ν’ αντιπροσωπεύουν αυτόν στη γη. Ένα άτομο που αναγνωρίζει ποιοι είναι ο Ιεχωβά Θεός και ο Υιός του Ιησούς Χριστός, και τι αντιπροσωπεύει το άγιο πνεύμα, είναι ανάγκη να εκτιμήση, επίσης, ότι ο Ιεχωβά Θεός έχει επάνω στη γη αυτό τον καιρό μία ορατή οργάνωσι που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του. Ο Ιησούς ωμίλησε για ένα τέτοιο όμιλο ως ένα ‘πιστόν και φρόνιμον δούλον.’ (Ματθ. 24:45-47) Έτσι το άτομο που επιθυμεί να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά οφείλει να συνδεθή μ’ αυτήν την οργάνωσι «δούλον,» η οποία είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία κάθε πράγματος που ανήκει στον Κύριον, Χριστόν Ιησούν. Αυτό το άτομο δεν μπορεί να νομίζη ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι που οδηγούν στη ζωή, αλλά οφείλει ν’ αναγνωρίση ότι υπάρχει μόνο ένας. Αν όλες οι θρησκείες ήσαν απλώς διάφοροι δρόμοι που οδηγούν στην αιώνια ζωή και στην εύνοια του Θεού, δεν θα υπήρχε ανάγκη να οργανώση ο Ιησούς τους ακολούθους του για το έργο που τους ανέθεσε να κάμουν. Οι Ιουδαϊκές διδασκαλίες θα ήσαν αρκετές. Ο Χριστιανός, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ότι πλατεία και ευρύχωρη είναι η οδός η οποία οδηγεί στην καταστροφή, αλλά στενή είναι η πύλη και τεθλιμμένη η οδός, η οποία οδηγεί στη ζωή.—Ματθ. 7:13, 14.
3. Ποια πληροφορία πρέπει να έχη ένας για την ουρανία και την επιγεία ζωή;
3 Προτού ένα άτομο γίνη δεκτό για εν ύδατι βάπτισμα ως συμβολισμό μιας αποδεκτής αφιερώσεως του εαυτού του στο να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά, πρέπει να γνωρίζη και να κατανοή ότι υπάρχουν δύο δυνατότητες ζωής μπροστά στον άνθρωπο. Ο Ιησούς υπεσχέθη ότι θα υπήρχαν μερικοί απ’ αυτή τη γη μαζί του στον ουρανό, και αυτοί αναφέρονται ως ένα «μικρόν ποίμνιον.» Σ’ αυτούς ο Ιησούς είπε: «Μη φόβου, μικρόν ποίμνιον· διότι ο Πατήρ σας ευδόκησε να σας δώση την βασιλείαν.» (Λουκ. 12:32) Αυτό το «μικρόν ποίμνιον» περιορίζεται σε 144.000 άτομα τα οποία «ηγοράσθησαν από των ανθρώπων,, απαρχή εις τον Θεόν και εις το Αρνίον.» (Αποκάλ. 14:4) Οι υπόλοιποι από το ανθρώπινο γένος οι οποίοι ακολουθούν τον Ιησούν Χριστόν ως Ποιμένα αναφέρονται στο εδάφιο Ιωάννης 10:16 ως «άλλα πρόβατα.» Η μέλλουσα ζωή των έγκειται στην υπόσχεσι του Θεού ότι η γη θα γίνη παράδεισος, όπου δεν θα υπάρχη πια ασθένεια, θλίψις ή θάνατος. (Αποκάλ. 21:1-4) Όταν ένα άτομο βαπτίζεται, αυτό είναι ένα βήμα προς μια από αυτές τις δυνατότητες ζωής, ουρανία η επίγεια.
4. Τι αναμένει ο Θεός από ένα που επιθυμεί να κάνη το θέλημά του όσον αφορά την αγάπη και την ειρήνη;
4 Όσον αφορά την προσωπική ζωή ενός, αυτή πρέπει να εναρμονισθή με τις απαιτήσεις του Θεού. Διότι μολονότι υπάρχουν δύο δυνατότητες ζωής, ουρανία και επίγεια, υπάρχει ένας ωρισμένος δίκαιος κανών και για τις δύο. Ένα άτομο οφείλει να κάμη αλλαγή στη ζωή του για ν’ ανταποκριθή σ’ αυτές τις απαιτήσεις προτού βαπτισθή. Μια έρευνα στον Λόγο του Θεού αποκαλύπτει πολλά πράγματα τα οποία αναμένει ο Θεός από εκείνους οι οποίοι προσέρχονται σ’ αυτόν να κάνουν το θέλημα του. Παραδείγματος χάριν, όταν ο Ιησούς ερωτήθηκε ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή του Νόμου, απήντησε με τα εξής λόγια: «‘Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.’ Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτής, ‘Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.’ Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμονται.» (Ματθ. 22:37-40, ΜΝΚ) Ένα άτομο που αφιερώνεται στον Ιεχωβά Θεό θ’ αγωνίζεται με κάθε τρόπο να ζη ειρηνικά με τον πλησίον του, ασχέτως φυλής ή εθνικότητος. Ο Ιησούς είπε περαιτέρω: «Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» (Ιωάν. 13:35) Ένας Χριστιανός αφιερωμένος στον Ιεχωβά Θεό πρέπει να είναι ειρηνικός και στοργικός, ένας ακόλουθος των εντολών του Ιησού σ’ αυτά.
5. Με ποιους τρόπους πρέπει η προσωπική ζωή ενός να είναι σε συμφωνία με τον Λόγο του Θεού;
5 Η προσωπική ζωή ενός ανθρώπου πρέπει, επίσης, να είναι σύμφωνη με τον Λόγο του Ιεχωβά όσον αφορά το να είναι ηθικός καθαρός και ακέραιος. Η ηθική ακεραιότης είναι μια εντολή μακράς διαρκείας γι’ αυτούς οι οποίοι θα γίνουν άξιοι της επιδοκιμασίας του Θεού. Όταν εξέλεγε τους απογόνους του Ιακώβ, ή Ισραήλ, ως λαό του, ένας από τους νόμους που τους έδωσε ο Θεός σχετικά με την ηθικότητα βρίσκεται στις Δέκα Εντολές και λέγει: «Μη μοιχεύσης.» (Έξοδ. 20:14) Αυτός ο νόμος δεν έχει ανακληθή ποτέ. Πράγματι, όταν η πρώτη εκκλησία των Χριστιανών συνήλθε στην Ιερουσαλήμ για να εξετάση εκκλησιαστικά προβλήματα, το αποτέλεσμα ήταν μια επιβεβαίωσις της ανάγκης του να απέχη ένας από πορνεία. (Πράξ. 15:29) Ο απόστολος Παύλος, συμβουλεύοντας την εκκλησία της Κορίνθου σ’ αυτό το ζήτημα, είπε: «Το δε σώμα δεν είναι δια την πορνείαν,» και γι’ αυτό λέγει: «Φεύγετε την πορνείαν.» (1 Κορ. 6:13, 18) Μολονότι μπορεί να βρήτε πολλούς κληρικούς στον «Χριστιανικό κόσμο» να δικαιολογούν αυτή την ανήθικη πράξι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα διαπιστώσετε ότι ο Λόγος του Θεού, ο οδηγός εκείνων οι οποίοι επιθυμούν να κάνουν το θέλημα του Ιεχωβά Θεού, την καταδικάζει με όχι αβέβαιο τρόπο.
6-8. Ποιές άλλες συνήθειες παραμένουν καταδικασμένες από τον Λόγο του Θεού;
6 Αλλ’ αυτή δεν είναι η μόνη ακαθαρσία που πρέπει ν’ αποφεύγη εκείνος, ο οποίος θέλει να έλθη σε μια δεκτή κατάστασι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Υπάρχουν πολλές άλλες κακές συνήθειες οι οποίες πρέπει ν’ αποφεύγωνται. Εξετάστε αυτές τις απαγορεύσεις στους νόμους που εδόθησαν στους Ιουδαίους, αλλά οι οποίες μετεφέρθησαν κατ’ ευθείαν στις αρχές και τους νόμους με τους οποίους κυβερνάται η Χριστιανική εκκλησία:
7 Το εδάφιο Λευιτικόν 18:22 προειδοποιεί: «Και μετά άρρενος δεν θέλεις συνουσιασθή, ως μετά γυναικός· είναι βδέλυγμα.» Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ο απόστολος Παύλος προειδοποιεί τους Χριστιανούς ότι εκείνοι οι οποίοι ασκούν ομοφυλοφιλία δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του Θεού. (1 Κορ. 6:9, 10) Μολονότι μερικοί δήθεν σύμβουλοι καθοδηγήσεως πιθανόν να ενθαρρύνουν τέτοιες φαύλες πράξεις, λέγοντας ότι πρέπει ένα άτομο να είναι ελεύθερο να κάνη ό,τι επιθυμεί, ώστε να μη επέρχεται εμπόδιο στα αισθήματα του και αναπτύξη ένα πλέγμα ενοχής, εν τούτοις αυτή δεν είναι εντολή από τον Πλάστη του ανθρώπου, τον Δημιουργό Ιεχωβά Θεό. Ο Θεός ενέπνευσε τον απόστολο Παύλο να γράψη στην εκκλησία της Ρώμης τα εξής λόγια γι’ αυτούς, οι οποίοι γίνονται βδελυκτοί στα όμματα του: «Διότι και αι γυναίκες αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν· ομοίως δε και οι άνδρες αφήσαντες την φυσικήν χρήσιν της γυναικός, εξεκαύθησαν εις την επιθυμίαν αυτών προς αλλήλους, πράττοντες την ασχημοσύνην, άρσενες εις άρσενας.»—Ρωμ. 1:26, 27.
8 Η συμβουλή του Λόγου του Θεού στο ζήτημα του υπερβολικού ποτού είναι σαφής στις γραφές: ‘Μη έσο μεταξύ οινοποτών . . . διότι ο μέθυσος . . . θέλει πτωχεύσει.’ (Παροιμ. 23:20, 21) «Ουαί εις τους όσοι είναι δυνατοί εις το να πίνωσιν οίνον, και ισχυροί εις το να σμίγωσι σίκερα.» (Ησ. 5:22) Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές βλέπομε ότι ο Παύλος καταδικάζει τη μέθη στα εδάφια 1 Κορινθίους 6:9, 10, και τα λόγια του στο εδάφιο Εφεσίους 5:18 λέγουν: «Μη μεθύσκεσθε με οίνον, εις τον οποίον είναι ασωτία.» Η μέθη είναι ανηθικότης. Το άτομο που επιθυμεί να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά δεν πρέπει να έχη αυτό το κακό ελάττωμα.
9, 10. (α) Πώς οφείλει ένας να φυλάττη τις λειτουργίες της σκέψεώς του για να ευαρεστήση τον Θεό; (β) Μήπως οφείλει ένας να καθαρισθή από κάθε κακή συνήθεια που καταδικάζει ο Λόγος του Θεού μετά την αφιέρωσι και το βάπτισμα, ή τι να κάμη;
9 Επιπροσθέτως, ο Λόγος του Θεού καταδικάζει την κλοπή, την αιμομιξία, τον φόνο, την απληστία, την εξύβρισι, τον εκβιασμό, το ψεύδος, την ψευδομαρτυρία, την πλεονεξία, και άλλα. Το γεγονός είναι ότι οι Γραφές συμβουλεύουν ακόμη και να μη σκέπτεται ούτε να ομιλή ένας για τέτοια ελαττώματα για ν’ απολαμβάνη αισθησιακή ή ανήθικη ευχαρίστησι από τέτοια ομιλία. Ακούστε τα λόγια του Παύλου: «Πορνεία δε και πάσα ακαθαρσία, ή πλεονεξία, μηδέ ας ονομάζηται μεταξύ σας, καθώς πρέπει εις αγίους· μηδέ αισχρότης και βωμολοχία, τα οποία είναι απρεπή.» (Εφεσ. 5:3-5) Μάλλον, στον Χριστιανό δίδεται η συμβουλή: «Πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία, ας αφαιρεθή από σας μετά πάσης κακίας· γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού.» (Εφεσ. 4:31, 32) Συνεπώς, για να είναι ένας ευπρόσδεκτος στον Ιεχωβά οφείλει να έχη παύσει αυτές τις κακές συνήθειες της σαρκός. Έτσι μπορούν να εφαρμοσθούν τα λόγια του αποστόλου Παύλου, δηλαδή: «Και τοιούτοι υπήρχετε τινές· αλλά απελούσθητε, αλλ’ εδικαιώθητε, δια του ονόματός του Κυρίου Ιησού, και δια του πνεύματος του Θεού ημών.»—1 Κορ. 6:11.
10 Αν ένα άτομο ήταν αμελές κι εξακολουθή να είναι αμελές σε κάποια από αυτές τις απαιτήσεις, τότε δεν είναι σε θέσι να κάμη μια ευπρόσδεκτη αφιέρωσι στο να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά. Αν ένα άτομο θέλη να είναι δούλος του Θεού οφείλει να προσέλθη καθαρό, και αυτό σημαίνει ότι έχει επανορθώσει τα σφάλματά του για να παρουσιασθή ενώπιον του Ιεχωβά. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δικαιολογηθή για το ότι είναι αμαρτωλός, αλλά οφείλει ν’ αποβάλη τα έργα της σαρκός και να καλλιεργήση τους καρπούς του πνεύματος.—Γαλ. 5:22, 23.
ΜΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΟΒΑΡΗ ΑΠΑΙΤΗΣΙΣ
11. (α) Ποια είναι μια άλλη απαίτησις στην οποία πρέπει ν’ ανταποκριθή ένας που φοβείται τον Θεό και τηρεί τις εντολές του; (β) Είναι αυτή μια πορεία, η οποία φέρνει εύνοια από τον κόσμο γενικά; (γ) Ποια ήταν η στάσις των πρώτων Χριστιανών σ’ αυτό το σημείο:
11 Προτού αναχωρήση από αυτή τη γη, ο Ιησούς κατέστησε σαφές στους ακολούθους του ότι έπρεπε να είναι ολοψύχως αφωσιωμένοι σ’ αυτόν και στον τρόπο με τον οποίον υπηρετούσαν τα συμφέροντα εκείνων στους οποίους ωμιλούσαν για τη βασιλεία του Θεού. Είπε τα εξής: «Εάν ήσθε εκ του κόσμου, ο κόσμος ήθελεν αγαπά το ιδικόν του· επειδή όμως δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος.» (Ιωάν. 15:19) Η διαγωγή των ακολούθων του Ιησού έπρεπε ν’ αποδεικνύη ότι δεν ήσαν εκ του κόσμου του ανθρωπίνου γένους που βρίσκεται κάτω από το πονηρό σύστημα πραγμάτων του οποίου Θεός είναι ο Διάβολος. (2 Κορ. 4:4) Αυτό θα έφερε μεγάλη πίεσι και διωγμό επάνω τους, όπως ακριβώς είπε ο Ιησούς: «Εάν εμέ εδίωξαν, και σας θέλουσι διώξει· εάν τον λόγον μου εφύλαξαν, και τον υμέτερον θέλουσι φυλάξει.» (Ιωάν. 15:20) Η μεγάλη πλειονότης των κατοίκων του κόσμου στην εποχή των αποστόλων και μαθητών του Ιησού, ως την παρούσα γενεά μας, δεν μπορεί να εννοήση και δεν θα εννοήση την ανάγκη τού να είναι χωρισμένοι από τον κόσμο οι ακόλουθοι του Κυρίου Ιησού, όπως διέταξε εκείνος. Το άτομο που επιθυμεί σήμερα να κάμη το θέλημα του Ιεχωβά με τον τρόπο του Ιεχωβά πρέπει να είναι έτοιμο ν’ αντιμετωπίση αυτή την εναντίωσι. Δεν είναι κάτι το νέο, διότι οι σελίδες της ιστορίας καταγράφουν τα πολλά παθήματα και τους διωγμούς που υπέστησαν οι ακόλουθοι του Χριστού για την αποφασιστική των προσπάθεια να μη αποτελέσουν μέρος αυτού του κόσμου. Για τους πρώτους Χριστιανούς ελέγετο ότι: «Προτιμούσαν τη Βασιλεία του Θεού από κάθε άλλη βασιλεία την οποία θα μπορούσαν να υπηρετήσουν στη γη. Οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν πρόθυμοι να πεθάνουν για την πίστι των.»—Από το βιβλίο Ο Παλαιός Κόσμος στον Νέον, υπό Γιουτζίν Α. Κόλλιγκαν και Μάξγουελ Φ. Λίτγουιν (στην Αγγλική).
12. Πρέπει να φοβήται κανείς μήπως ο Ιεχωβά τον εγκαταλείψη ποτέ ενώ είναι πιστός; Γιατί;
12 Αυτός ο διαχωρισμός δεν φέρνει δημοτικότητα στον αφιερωμένο Χριστιανό. Ο καθένας που αναλαμβάνει το έργο που έκαμε ο Χριστός Ιησούς πρέπει να κατανοήση πλήρως αυτή την ανάγκη του να μην είναι μέρος του κόσμου. Δεν έχει, ωστόσο, τον φόβο ότι ο Ιεχωβά και ο Υιός του Ιησούς θα τον λησμονήσουν ποτέ σε καιρό θλίψεως και καταπιέσεως. Ο Παύλος έδωσε αυτή τη βεβαίωσι στους ακολούθους του Ιησού: «Πειρασμός δεν σας κατέλαβεν ειμή ανθρώπινος· πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε.»—1 Κορ. 10:13.
ΠΡΑΤΤΕΤΕ ΟΠΩΣ ΕΠΡΑΤΤΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ
13. Γιατί γνωρίζομε ότι είναι ανάγκη να πράξωμε όπως έπραξε ο Ιησούς, όταν πρόκειται για τη διακήρυξι των αγαθών νέων της Βασιλείας;
13 Όταν ένα άτομο επιθυμή, να παρουσιάση τον εαυτό του ενώπιον του Ιεχωβά για να κάνη το θέλημα του, αναγνωρίζει ότι μια ακόμη ευθύνη που οφείλει ν’ αναλάβη είναι το να είναι διάκονος του ευαγγελίου. Δεν υπάρχει διάκρισις κληρικών και λαϊκών μεταξύ των αληθινών ακολούθων του Κυρίου Ιησού. Αναφέρεται ότι εκείνοι οι ακόλουθοι του Ιησού τον πρώτον αιώνα μ.Χ, δαπανούσαν χρόνο λέγοντας τ’ αγαθά νέα σχετικά με τον Ιησού σε άλλους. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον βρίσκομε πληροφορία για την αποστολή από τον Ιησού δώδεκα για να διαδώσουν τ’ αγαθά νέα της βασιλείας των ουρανών. (Ματθ. 10:5-7) Σε μια άλλη περίπτωσι διώρισε εβδομήντα από τους μαθητάς του και τους απέστειλε πριν από αυτόν στις πόλεις για να κηρύξουν την έλευσι της βασιλείας του Θεού. (Λουκ. 10:1, 8, 9) Ύστερ’ από την ανάστασί του και μόλις λίγο πριν από την ανάληψί του στον ουρανό ο Ιησούς είπε στους ένδεκα μαθητάς του: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς· και ιδού, εγώ είμαι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος [συστήματος πραγμάτων, ΜΝΚ].» (Ματθ. 28:19, 20) Ο μαθητής Λουκάς κατέγραψε τα λόγια της συναθροίσεως του Ιησού με μερικούς από τους μαθητάς του μετά την ανάστασί του και μας λέγει ότι ο Ιησούς τους είπε: «Αλλά θέλετε λάβει δύναμιν, όταν επέλθη το άγιον πνεύμα εφ’ υμάς· και θέλετε είσθαι εις εμέ μάρτυρες και εν Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμάρεια, και έως εσχάτου της γης.»—Πράξ. 1:8.
14. Πώς οι λόγοι του αποστόλου Παύλου δείχνουν την ανάγκη να είμεθα δραστήριοι στο έργο του κηρύγματος;
14 Μερικά χρόνια ύστερ’ από τον θάνατο του Ιησού και στις επιστολές του αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο αναγράφεται η εξής συμβουλή για να είναι διάκονοι του ευαγγελίου: «Κήρυξον τον λόγον· επίμενε εγκαίρως, ακαίρως· έλεγξον, επίπληξον, πρότρεψον μετά πάσης μακροθυμίας και διδαχής.» (2 Τιμ. 4:2) Ο Παύλος υπενθύμισε, επίσης, στους πρεσβυτέρους στην εκκλησία της Εφέσου την ανάγκη να διαδίδουν τον Λόγο του Θεού με το να ομιλούν γι’ αυτόν σε άλλους. Είπε τα εξής: «Δεν υπέκρυψα ουδέν των συμφερόντων, ώστε να μη αναγγείλω αυτό προς εσάς, και να σας διδάξω δημοσία και κατ’ οίκους.»—Πράξ. 20:20.
15. Πόσο δραστήριος ήταν ο Ιησούς ως διάκονος του Θεού, και τι είπε ότι θα έκαναν οι δούλοι του στον καιρό του τέλους αυτού του συστήματος πραγμάτων;
15 Αυτό το παράδειγμα για το κήρυγμα του ευαγγελίου εδόθη από τον ίδιο τον Ιησού. Διαβάζομε: «Και περιήρχετο ο Ιησούς τας πόλεις πάσας και τας κώμας, διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών, και κηρύττων το ευαγγέλιον της βασιλείας.» (Ματθ. 9:35) Πραγματικά ο Ιησούς ήταν ένας εργατικός διάκονος, και καλούσε όλους τους ακολούθους του ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμα που αυτός έθεσε στη διάρκεια της επιγείου παραμονής του. Αυτή η απαίτησις δεν ανεκλήθη ποτέ. Πράγματι, ο Ιησούς την ανέφερε ως μέρος του σημείου το οποίο θα χαρακτήριζε το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος όταν είπε, μεταξύ άλλων: «Θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.» (Ματθ. 24:14) Αναγνωρίζοντας αυτή την απαίτησι του Θεού όπως εκτίθεται στον Λόγο του και όπως εντέλλεται από τον Ιησού, τον Υιόν του Θεού, το άτομο που αφιερώνει τον εαυτό του για να κάνη το θέλημα του Θεού έχει την επιθυμία να συμμετέχη σ’ αυτό το έργο κηρύγματος για την τιμή και δόξα του Ιεχωβά.
Η ΣΟΒΑΡΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΕΩΣ
16. (α) Γιατί ένας ο οποίος κάνει ευχή να πράττη το θέλημα του Θεού, αναλαμβάνει μια σοβαρή πορεία; (β) Πόσος χρόνος περιλαμβάνεται στην ευχή ενός να προσφέρη την ζωή του στον Θεό για την υπηρεσία του;
16 Από αυτή την εξέτασι καθίσταται αμέσως σαφές ότι το να είναι κανείς πραγματικός ακόλουθος του Χριστού Ιησού δεν είναι η εύκολη πορεία της ζωής. Εν τούτοις, είναι η ορθή πορεία, και η πορεία η οποία μπορεί να φέρη αιώνιες ευλογίες. Αλλά όπως ακριβώς συνεβούλευσε ο Ιησούς, «Τις εξ υμών, θέλων να οικοδομήση πύργον, δεν κάθηται πρώτον και λογαριάζει την δαπάνην, αν έχη τα αναγκαία δια να τελειώση αυτόν;» έτσι το άτομο που σκέπτεται την αφιέρωσι και το βάπτισμα καλείται να υπολογίση τι θ’ απαιτηθή από αυτό. (Λουκ. 14:28) Ο Ιησούς ήταν ένας σπουδαστής του Λόγου της αληθείας, και εγνώριζε καλά τη σοβαρότητα των ευχών που γίνονται στον Πατέρα του. Ο Ιεχωβά έκαμε να καταχωρηθούν τα εξής λόγια στο βιβλίο του Εκκλησιαστού: «Όταν ευχηθής ευχήν εις τον Θεόν, μη βραδύνης να αποδώσης αυτήν διότι δεν ευαρεστείται εις τους άφρονας· απόδος ό,τι ηυχήθης.» (Εκκλησ. 5:4) Αυτή πρέπει να είναι η άποψις του ατόμου τώρα που σκέπτεται την αφιέρωσι και το βάπτισμα. Άσχετα με το πόσο καιρό ακόμη πρόκειται να ζήση, ή πόσο καιρό ακόμη θα εξακολουθήση να υπάρχη αυτό το πονηρό σύστημα πραγμάτων, ο αφιερωμένος Χριστιανός πρέπει να είναι σταθερά αποφασισμένος στην καρδιά του να εκπληρώση την ευχή της αφιερώσεώς του. Καμμιά αφιέρωσις στον Ιεχωβά δεν είναι δεκτή όταν συνοδεύεται από περιωρισμένο χρονικό όριο. Δεν μπορεί να λέγη ένας ότι θα υπηρετήση μια ωρισμένη χρονική περίοδο μόνο. Αντιθέτως, πρόκειται για ισοβία υπόσχεσι, και αναμένεται ότι εκείνος ο οποίος προσέρχεται ενώπιον του Ιεχωβά Θεού θα την τηρήση.
17. (α) Γιατί είναι, απλώς λογικό να συμπεράνωμε ότι ο Θεός αναμένει από μας να ζούμε σύμφωνα με την ευχή μας; (β) Είναι η αναβλητικότης σοφή πορεία; Γιατί; (γ) Με τι ελατήριο καρδιάς πρέπει να πλησιάζωμε τον Ιεχωβά;
17 Είναι απλώς λογικό ν’ αναμένη κανείς ότι ο Ιεχωβά απαιτεί μία ζωή πιστότητος. Εμείς αναμένομε ότι ο Ιεχωβά θα τηρήση την υπόσχεσί του να μας χαρίση αιώνια ζωή αν διακρατήσωμε πιστότητα. Δεν θα μπορούσαμε να φαντασθούμε ούτε για μια στιγμή ότι ο Θεός θα υπαναχωρούσε από την υπόσχεσί του. Εξ άλλου, ο Ιεχωβά μπορεί δικαίως ν’ αναμένη πιστότητα από μας, όταν αφιερωνώμεθα σ’ Αυτόν για να κάνωμε το θέλημά του. Έτσι βλέπομε ότι οι λόγοι του εδαφίου Εκκλησιαστής 5:2 είναι επίκαιροι: «Μη σπεύδε δια του στόματος σου, και η καρδία σου ας μη επιταχύνη να προφέρη λόγον ενώπιον του Θεού.» Το άτομο, που φθάνει σ’ εκτίμησι του θελήματος του Θεού γι’ αυτό, χρειάζεται ν’ αντιληφθή ότι υπάρχει ανάγκη να εισαγάγη σταθερά στη διάνοιά του ποιες είναι οι απαιτήσεις του Ιεχωβά Θεού. Δεν θέλει να είναι επιπόλαιος σ’ ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Ταυτοχρόνως, όμως, ενώ προσοχή είναι αναγκαία, η αναβλητικότης φέρνει τη δυσμένεια του Ιεχωβά. Διότι ο Λόγος του Θεού λέγει: «Εις τον όστις λοιπόν εξεύρει να κάμνη το καλόν, και δεν κάμνει, εις αυτόν είναι αμαρτία.» (Ιάκ. 4:17) Ο Ιεχωβά γνωρίζει την καρδιά, και γνωρίζει τα ελατήρια και τον τρόπο της ζωής μας. Δεν απατάται. Δεν πρέπει λοιπόν ν’ απατούμε τον εαυτό μας, ή να νομίζωμε ότι μπορούμε ν’ απατήσωμε τον Ιεχωβά. Είναι ανάγκη να παρουσιασθούμε ενώπιόν Του με μια καθαρή καρδιά, με την ιδία κατάστασι διανοίας που είχε ο Ιησούς και για την οποία έγραψε ο ψαλμωδός: «Χαίρω, Θεέ μου, να εκτελώ το θέλημά σου· και ο νόμος σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου.»—Ψαλμ. 40:8· Εβρ. 10:5-10.
ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΠΟΥ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
18. Ποια παρηγορία υπάρχει από τον Θεό γι’ αυτούς, οι οποίοι, τον φοβούνται και τηρούν τις εντολές του;
18 Εκείνοι, οι οποίοι φθάνουν στο σημείο να εκτιμήσουν τη σχέσι που μπορούν να έχουν με τον Ιεχωβά Θεό, βρίσκονται ασφαλώς στην οδό για να λάβουν μεγάλη ευλογία. Η φροντίδα και η προστασία του ουρανίου Πατρός πρέπει να εκτιμώνται πολύ, και διαβάζομε γι’ αυτές τις προμήθειες τα εξής λόγια: «Ο κατοικών υπό την σκέπην του Υψίστου, υπό την σκιάν του Παντοκράτορος θέλει διατρίβει. Θέλω λέγει προς τον Ιεχωβά, Συ είσαι καταφυγή μου, και φρούριόν μου· Θεέ μου· επ’ αυτόν θέλω ελπίζει.» Και ο Ιεχωβά λέγει: «Επειδή έθεσεν εις εμέ την αγάπην αυτού, δια τούτο θέλω λυτρώσει αυτόν θέλω υψώσει αυτόν, διότι εγνώρισε το όνομά μου. Θέλει με επικαλείσθαι, και θέλω εισακούει αυτού· μετ’ αυτού θέλω είσθαι εν θλίψει· θέλω λυτρόνει αυτόν, και θέλω δοξάζει αυτόν. Θέλω χορτάσει αυτόν μακρότητα ημερών, και θέλω δείξει εις αυτόν την σωτηρίαν μου.»—Ψαλμ. 91:1, 2, 14-16, ΜΝΚ.
19. Τι μπορούμε να χάσωμε αφιερώνοντας τον εαυτό μας στον Ιεχωβά, αλλά τι κερδίζομε;
19 Μολονότι αυτή η πορεία ενεργείας είναι δυνατόν να σημαίνη απώλεια της φιλίας εκείνων, οι οποίοι είναι δυνατόν να εναντιωθούν, ακόμη και μέσα στον ίδιο οικογενειακό κύκλο ενός, εν τούτοις η ευλογία του Ιεχωβά υπερβαίνει πολύ οποιαδήποτε απώλεια που μπορεί να φαίνεται ότι υφίσταται αυτός. Ο Ιησούς ήταν εκείνος, ο οποίος είπε: «Δεν είναι ουδείς όστις, αφήσας οικίαν, ή αδελφούς, ή αδελφάς, ή πατέρα, ή μητέρα, ή γυναίκα, ή τέκνα, ή αγρούς, ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, δεν θέλει λάβει εκατονταπλασίονα τώρα εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς και μητέρας και τέκνα και αγρούς, μετά διωγμών, και εν τω ερχομένω αιώνι [συστήματι πραγμάτων, ΜΝΚ] ζωήν αιώνιον.»—Μάρκ. 10:29, 30.
20. Τελικά, τι θα λάβουν από τον Ιεχωβά Θεό εκείνοι οι οποίοι μπορούν ν’ απαντήσουν «μάλιστα» στις δύο ερωτήσεις που τίθενται τον καιρό του βαπτίσματος;
20 Ενώπιον μας σ’ αυτές τις κρίσιμες ‘έσχατες ημέρες’ βρίσκεται ένας καιρός θλίψεως όμοιος του οποίου δεν υπήρξε από καταβολής κόσμου ως την εποχή μας. Αλλά το τελικό αποτέλεσμα αυτών των ημερών θα είναι το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων και μια νέα τάξις, η οποία υπόσχεται αιώνια ζωή υπό την βασιλείαν του Θεού μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού. Εκείνοι από το ανθρώπινο γένος σήμερα, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι είναι αμαρτωλοί και έχουν ανάγκη σωτηρίας και οι οποίοι παρεδέχθησαν ότι αυτή η σωτηρία έρχεται από τον Ιεχωβά Θεό και μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού, και οι οποίοι έχουν κάμει ανεπιφύλακτη αφιέρωσι του εαυτού των στο να κάνουν το θέλημα του Παντοδυνάμου Θεού, βρίσκονται πράγματι στη θέσι εκείνη η οποία θα φέρη πολλές ευλογίες από τον Παντοδύναμο Θεό μέσω του Υιού του. Μια τέτοια αμοιβή από τον ουράνιο Πατέρα μας είναι ασύγκριτη, διότι «η ευλογία του Ιεχωβά πλουτίζει, και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν.»—Παροιμ. 10:22, ΜΝΚ.