Μπορείτε Να Μιμηθήτε την Υπομονή του Ιερεμία;
«Λάβετε, αδελφοί μου, παράδειγμα της κακοπαθείας και της μακροθυμίας τους προφήτας, οίτινες ελάλησαν εν τω ονόματι του Ιεχωβά.»—Ιάκ. 5:10, ΜΝΚ.
1, 2. Υπάρχει κάποια συνταγή με την οποία μπορεί ένας να είναι βέβαιος ότι η ζωή του έχη εξέλιξι; Εξηγήστε.
ΠΩΣ θέλετε να εξελίχθη η ζωή σας; Ασφαλώς ελπίζετε ότι θα έχη μια ευτυχισμένη έκβασι. Επιθυμείτε η διαγωγή σας να είναι αξία επαίνου και να είναι τέτοια ώστε να έχη αξία και να καταλήγη σε πραγματικό όφελος για άλλους. Αλλά η ζωή έχει πολλές μορφές και περιπέτειες. Πώς μπορεί ένας να είναι βέβαιος ότι η ζωή του θα έχη καλό αποτέλεσμα; Υπάρχει κάποια συνταγή γι’ αυτό, η οποία να είναι ασφαλής και σαφής για ν’ ακολουθηθή;
2 Ο μη ονομαζόμενος συγγραφεύς της προς Εβραίους επιστολής, που γενικά πιστεύεται ότι είναι ο απόστολος Παύλος, δίνει συμβουλή σχετικά μ’ αυτό, λέγοντας: «Ενθυμείσθε τους προεστώτάς σας, οίτινες ελάλησαν προς εσάς τον λόγον του Θεού· των οποίων μιμείσθε την πίστιν, έχοντες προ οφθαλμών το αποτέλεσμα του πολιτεύματος αυτών.»—Εβρ. 13:7.
3. Την διαγωγή τίνων μπορούμε να έχωμε προ οφθαλμών με ωφέλεια;
3 Είναι τόσο εύκολο. Ο Παύλος ομιλεί εδώ κυρίως για τους αποστόλους, οι οποίοι ελάμβαναν την ηγεσία μεταξύ των Χριστιανών την εποχή εκείνη. Σήμερα έχομε άνδρες με την ίδια πίστι, οι οποίοι έχουν λάβει την ηγεσία μεταξύ του λαού του Θεού. Έτσι μπορούμε να παρατηρούμε τους πιστούς άνδρες σήμερα, οι οποίοι λαμβάνουν την ηγεσία ανάμεσα σας, ιδιαίτερα εκείνους οι οποίοι ανήκουν στο κυβερνών σώμα του ‘πιστού και φρονίμου δούλου.’ (Ματθ. 24:45-47) Στο ενδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής ο Παύλος είχε περιγράψει την πίστι των δούλων του Θεού στην Εβραϊκή εποχή κι ενωρίτερα ως παραδείγματα. Έχομε, επιπροσθέτως, ένα πλήρες γραπτό υπόμνημα του υποδείγματος που άφησαν οι πιστοί άνδρες της παλαιάς εποχής, με το οποίο μπορούμε να κατευθύνωμε τη διαγωγή μας. Επομένως, αν η διαγωγή μας δεν έχη καλή έκβασι, ασφαλώς αυτό οφείλεται σε δικό μας σφάλμα. Μπορούμε να την κάνωμε να έχη καλό αποτέλεσμα, αν πράγματι το επιθυμούμε.
4. Πώς μπορούμε να μιμηθούμε την πίστι του Ιερεμία;
4 Μεταξύ εκείνων, οι οποίοι ελάλησαν σ’ εμάς τον Λόγον του Θεού είναι ο προφήτης Ιερεμίας, όχι με άμεση ομιλία, αλλά όπως είναι γραμμένο στο Λόγο του Θεού «δια να έχωμεν την ελπίδα δια της υπομονής και της παρηγορίας των γραφών.» (Ρωμ. 15:4) Έχομε ένα πλήρες υπόμνημα της ζωής και της διαγωγής του Ιερεμία, η οποία είναι μια ζωή εξαιρετικής υπομονής. Αν λάβωμε υπ’ όψιν τη δική μας πορεία ενεργείας και την παραβάλωμε με την πορεία του Ιερεμία κάτω από ποικίλες περιστάσεις τις οποίες αντιμετώπισε, τότε θα μπορέσωμε να μιμηθούμε την πίστι του και να δείξωμε την υπομονή του Ιερεμία, την οποία χρειαζόμεθα τόσο πολύ στην εποχή μας.
5. Μήπως το ν’ ακολουθούμε το υπόδειγμα υπομονής του Ιερεμία σημαίνει ότι ακολουθούμε ένα άνθρωπο; Εξηγήστε.
5 Θα παρατηρήσωμε σαφώς, εξετάζοντας το ζήτημα, ότι ο Ιεχωβά είναι Εκείνος, ο οποίος δίνει τις ιδιότητες και τη δύναμι για εκδήλωσι υπομονής. Δεν μπορούμε να υπομένωμε με την καθοδήγησι της ιδικής μας σοφίας ή της ιδικής μας δυνάμεως. Ούτε ο Ιερεμίας μπορούσε. (Ιερεμ 17:9· Παροιμ. 3:5, 6) Ώστε το ν’ ακολουθήση ένας το υπόδειγμα της πιστής υπομονής τού Ιερεμία δεν σημαίνει ότι ακολουθεί ένα άνθρωπο, αλλά είναι στην πραγματικότητα μίμησις του πιστού υποδείγματος της ζωής του Ιερεμία, η οποία ήταν αποτέλεσμα της πολιτείας του Ιεχωβά μ’ αυτόν. Επομένως, οφείλομε ν’ ακολουθήσωμε το υπόδειγμα που προμηθεύει ο Ιεχωβά και τις πηγές βοηθείας που αυτός χορηγεί για να μπορούμε να υπομένωμε.
ΘΑΡΡΟΣ
6, 7. Τι έκαμε πρώτα ο Ιερεμίας, για να έχη θάρρος να υπομένη;
6 Έχετε το θάρρος ν’ αναλάβετε το κήρυγμα των αγαθών νέων της Βασιλείας στους ανθρώπους; Το καθήκον του Ιερεμία ήταν πολύ όμοιο. Και το εξετέλεσε. Πώς;
7 Απ’ αυτή την αρχή είχε σαφή αντίληψι της αποστολής του. Ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς τι επρόκειτο να κάμη. Ο Ιεχωβά τού είπε από την αρχή: «Ιδέ, σε κατέστησα σήμερον επί τα έθνη, και επί τας βασιλείας, δια να εκριζόνης, και να κατασκάπτης, και να καταστρέφης, και να κατεδαφίζης, να ανοικοδομής, και να καταφυτεύης.» Να γίνουν όλ’ αυτά! Πώς; Όχι σύμφωνα με τους συλλογισμούς ή τους λόγους του ιδίου του Ιερεμία, ούτε με φιλοσοφία ή ψυχολογία ούτε με το να είναι ένας κοινωνικός αναμορφωτής. Ούτε είχε λάβει εξουσιοδότησι από τους προφήτας και ιερείς. Όχι, ο Ιεχωβά είπε: «Ιδού, έθεσα τους λόγους μου εν τω στόματί σου,» και «πάντα όσα σε προστάξω, θέλεις ειπεί.»—Ιερεμ. 1:7, 9, 10.
8. Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασις του Ιερεμία όταν εκλήθη ως προφήτης, αλλά τι τον ενεθάρρυνε να προχωρήση;
8 Μπορεί να έχετε ειπεί: «Μου αρέσει το άγγελμα των μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά εγώ—να γίνω κήρυξ—ποτέ!» Ναι, και ο Ιερεμίας έφερε πρώτα αντίρρησι όταν ο Ιεχωβά τον επληροφόρησε ότι επρόκειτο να γίνη προφήτης. (Ιερεμ. 1:5, 6) Διωρισμένος επί τα έθνη! Τι αποστολή! Ο Ιερεμίας ήταν ένας νέος την εποχή εκείνη, αλλά αισθανόταν ως ένα μικρό παιδί. Αισθανόταν τελείως ακατάλληλος, και τότε του είπε ο Θεός ότι ώφειλε να ομιλή στον καθένα στον οποίο θα τον απέστελλε ο Θεός, και, από τους λόγους του Ιεχωβά, είναι καταφανές ότι αυτό περιελάμβανε βασιλείς. Αλλά τώρα εγνώριζε ότι θα ωμιλούσε τους λόγους του ιδίου του Θεού, και ο Θεός, ο οποίος κάθεται τόσο υψηλά επάνω από τα έθνη ώστε οι κάτοικοι να είναι ως ακρίδες, ασφαλώς θα έκανε να επαληθεύουν οι λόγοι του Ιερεμία. (Ησ. 40:22) Ο Ιερεμίας μπορούσε να έχη απόλυτη εμπιστοσύνη στο κάθε τι που έλεγε. Τι τόνωσις για εγκαρτέρησι!
ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ
9. Γιατί δεν μπορούμε να δικαιολογηθούμε γι’ αποχή από το κήρυγμα με το να λέγωμε ότι ο Ιερεμίας ήταν διαφορετικός κατά το ότι αυτός είχε κληθή ως προφήτης από τον Ιεχωβά;
9 Τώρα, κάποιος μπορεί να πη, «ο Ιερεμίας ήταν διαφορετικός από μένα. Εκείνος ήταν ένας προφήτης, που εκλήθη από τον ίδιο τον Θεό.» Μήπως η αποστολή των μαρτύρων του Ιεχωβά είναι λιγώτερο σαφής; Ο Θεός ανέθεσε στον Ιερεμία την αποστολή του, όχι με άμεσο τρόπο, αλλά μέσω ενός αγγέλου. Αλλά στους Χριστιανούς ο Θεός έχει ομιλήσει μέσω ενός πολύ μεγαλυτέρου από αγγέλους, αναθέτοντας τους την σαφή αποστολή των. Ναι, ωμίλησε «δια του Υιού, τον οποίον έθεσε κληρονόμον πάντων.» «Δια τούτο πρέπει ημείς να προσέχωμεν περισσότερον εις όσα ηκούσαμεν.» (Εβρ. 1:2· 2:1) Δεν είναι άλλος από τον Υιόν του Θεού εκείνος, εις τον οποίον εδόθη η ράβδος της εξουσίας επί τα έθνη, δια ‘να συντρίψη αυτά’ ως σκεύος κεραμέως, ο οποίος μας είπε: «Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς· και ιδού, εγώ είμαι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος [συστήματος πραγμάτων, ΜΝΚ],» και «θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας.» Δεν είναι δικό μας άγγελμα, αλλά του Θεού.—Ψαλμ. 2:9· Ματθ. 28:19, 20· 24:14.
10. Θα ήταν ευκολώτερο να υπομένουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά, αν ήσαν θεόπνευστοι, όπως ήταν ο Ιερεμίας;
10 Και πάλι, ένας μπορεί ν’ απαντήση, «Αλλά ο Ιερεμίας ήταν θεόπνευστος.» Ναι, αυτό είναι ορθό. Σημειώστε, όμως, ότι το πνεύμα της εμπνεύσεως δεν ήταν πάντοτε επάνω στον Ιερεμία· ήταν επάνω του μόνο όταν ο Ιεχωβά του έδινε συγκεκριμένα αγγέλματα να παραδώση. (Ιερεμ. 36:1, 2· 42:7) Εν τούτοις, ήταν ένας ολοχρόνιος προφήτης ο οποίος επήγαινε πάντοτε ανάμεσα στους ανθρώπους. (Ιερεμ. 37:4· 18:11· 7:2· 2:2· 11:2, 6) Και εκτός του ότι ήταν προφήτης, ο Ιερεμίας είχε και άλλο έργο. Ήταν ιερεύς. (Ιερεμ. 1:1) Ο Ιερεμίας, όπως κι εμείς, δεν είχε πάντοτε να εκτελέση ένα θεαματικό διορισμό, αλλά ήταν ένα καθημερινό ζήτημα το να υπηρετή τον Θεό, και να συνεχίζη σ’ όλη την καθημερινή συνήθη πορεία της ζωής. Μπορούσε ν’ απομακρυνθή από την αποστολή του και να γίνη ένας από εκείνους που αποσύρονται λόγω έλξεως προς τη μια ζωή ανέσεων ή προς υλιστικά πράγματα. Θα ήταν εύκολο ν’ αποκάμη ο Ιερεμίας πράττοντας το καλό. Ώφειλε να εγείρεται νωρίς το πρωί και να είναι πολυάσχολος στα προφητικά του καθήκοντα. Ώφειλε να εκτελή τις ιερατικές του υπηρεσίες, όταν είχε υπηρεσία στο ναό, κάτω από ένα που επέβλεπε, ίσως κάποιον στον οποίον δεν ήταν αρεστός. Ώφειλε ν’ ανέχεται τη διαφθορά των ομοίων μ’ αυτόν ιερέων, τη διαστροφή της κρίσεώς των λόγω δωροδοκίας, την ανηθικότητά των, και το μίσος των για τον Ιερεμία επειδή αυτός κατεδίκαζε την πορεία των.—Ιερεμ. 6:13.
11. Επί πόσον καιρό προεφήτευσε ο Ιερεμίας, και ποια άλλη πολύτιμη συμβολή προσέφερε;
11 Η υπομονή του Ιερεμία ήταν ισοβία. Πρέπει να ενθυμούμεθα ότι άρχισε να προφητεύη νεαρός το δέκατο τρίτο έτος του Βασιλέως Ιωσία, ο οποίος άρχισε να βασιλεύη το 659 π.Χ. Από το 647 π.Χ., λοιπόν, ως την πτώσι της Ιερουσαλήμ το 607 π.Χ., εξακολούθησε χωρίς χαλάρωσι. (Ιερεμ. 25:3· 39:1) Πόσοι από μας έχουν δαπανήσει περισσότερα από σαράντα χρόνια στη διακονία; Εκείνος αφιέρωσε, επίσης, σημαντικό χρόνο και ενέργεια σε συγγραφική εργασία. Εκτός από τους ρόλους του Ιερεμία και τους Θρήνους, στον Ιερεμία αποδίδεται και η συγγραφή των βιβλίων Πρώτου και Δευτέρου Βασιλέων. Αυτό απαιτούσε επιμελή έρευνα, αλλά πόσο πολύτιμη είναι αυτή για μας!
12. Τι είναι εκείνο που κατέστησε τον Ιερεμία ικανό να πράττη ολοκαρδίως το έργο του, και τι είναι εκείνο που του έδωσε δύναμι ν’ αντιμετωπίζη τους αντιπάλους του χωρίς φόβο;
12 Πώς ο Ιερεμίας διετήρησε μια ισχυρή καρδιά για να εκτελή το έργο του κάθε μέρα, να το πράττη καλά και χωρίς ν’ αποκάμη; Οι λόγοι και το πνεύμα του Ιεχωβά τον υπεστήριζαν, σύμφωνα με την υπόσχεσι του Ιεχωβά: «Εγώ σε έθεσα σήμερον ως πόλιν οχυράν, και ως στήλην σιδηράν, και ως τείχη χάλκινα εναντίον πάσης της γης, εναντίον των βασιλέων του Ιούδα, εναντίον των αρχόντων αυτού, εναντίον των ιερέων αυτού, και εναντίον του λαού της γης.» Γι’ αυτό, ο Ιερεμίας μπορούσε να ‘περιζώση την οσφύν του’ και να είναι συνεχώς απασχολημένος. Ο Ιερεμίας εγνώριζε ότι αντιμετώπιζε ένα αγώνα ζωής ή θανάτου, αλλά εγνώριζε, επίσης, ότι είχε την υποστήριξι της μεγίστης δυνάμεως στο σύμπαν: «Μη φοβηθής από προσώπου αυτών,» τον ενεθάρρυνε ο Ιεχωβά, «μη φοβηθής . . . θέλουσι σε πολεμήσει, αλλά δεν θέλουσιν υπερισχύσει εναντίον σου· διότι εγώ είμαι μετά σου δια να σε ελευθερώνω.»—Ιερεμ. 1:8, 17-19.
ΣΤΑΣΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
13. (α) Μήπως η απόλυτη αποφασιστικότης εστήριζε την υπομονή του Ιερεμία, ή τι; (β) Γιατί είχε ο Ιερεμίας συμπόνια για τον λαό;
13 Δεν ήταν εντελώς το θάρρος που έκαμε τον Ιερεμία να υπομένη, ούτε ήταν απόλυτη αποφασιστικότης, «σφίξιμο των δοντιών του» έτσι να πούμε. Από την πλήρη κατανόησι της αποστολής του, αντελήφθη ότι το έργο του δεν ήταν μόνο καταστρεπτικό, μια διακήρυξις συμφοράς στα έθνη. Ήταν, επίσης, έργο του να καταφυτεύη και ν’ ανοικοδομή. Αυτό το μέρος αποτελούσε χαρά κι ευχαρίστησι γι’ αυτόν. Η αποφασιστικότης μόνη της δεν μπορούσε να τον υποστηρίξη. Έπραττε το έργο του με αγάπη και συμπόνια για τους ανθρώπους. Ο Ιερεμίας εγνώριζε ότι οι άνθρωποι ήσαν όμοιοι με πρόβατα με ψευδείς ποιμένας. Προφήται, τους οποίους δεν είχε αποστείλει ο Ιεχωβά ούτε είχε μιλήσει σ’ αυτούς, ισχυρίζοντο ότι αντιπροσωπεύουν Αυτόν και αλαζονικά ανελάμβαναν εξουσία επάνω στο λαό, κάνοντας τον να παρανοή τον Θεό και τις οδούς του και τις εντολές του. Ένα τεράστιο φορτίο μομφής εβάρυνε αυτούς τους προφήτας και τους ιερείς, διότι ο Ιεχωβά είπε στον Ιερεμία: «Εάν ήθελον παρασταθή εν τη βουλή μου, τότε ήθελον κάμει τον λαόν μου να ακούση τους λόγους μου, και ήθελον αποστρέψει αυτούς από της πονηράς οδού αυτών, και από της κακίας των έργων αυτών.» (Ιερεμ. 23:22) Αυτοί οι άνδρες ήσαν στην πραγματικότητα η αιτία όλων των στενοχωριών του λαού. Αντί της εγκαρτερήσεως στην οδό του Θεού, ενεστάλαζαν στο λαό «παντοτεινήν αποστροφήν [απιστίαν, ΜΝΚ].» ‘Πας τις εστρέφετο εις την οδόν αυτού [στην δημοφιλή πορεία, ΜΝΚ].’ (Ιερεμ. 8:5, 6) Βλέπετε κάποιο παράλληλο σήμερα;
14. Τι ήταν εκείνο σχετικά με το κήρυγμα του Ιερεμία που προσείλκυε τους ειλικρινείς ανθρώπους, και ποιος ήταν ο πυρήν της υπομονής του Ιερεμία;
14 Ο Ιερεμίας ήθελε ν’ ακούσουν οι άνθρωποι τους λόγους του Θεού και να ζήσουν όχι να πεθάνουν στην επικείμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Ο Θεός δεν του είχε χορηγήσει ανώτερη κατανόησι απλώς για τη δική του σωτηρία. Ήταν για να μπορή να βοηθή άλλους ειλικρινείς. Η στάσις του Ιερεμία εξεδηλώνετο στο κήρυγμά του. Ομοίως σήμερα, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη στάσι μας, αν πρόκειται απλώς για την εκτέλεσι ενός έργου κηρύγματος ή αν προέρχεται από αγάπη και επιθυμία υποβοηθήσεως. Η ειλικρινής στοργική στάσις είναι εκείνη η οποία ελκύει τα «πρόβατα» και αυτό είναι ο πραγματικός πυρήν της υπομονής μας, διότι, η αγάπη «πάντα υπομένει,» και «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.»—1 Κορ. 13:7, 8· Ματθ. 9:36· Ιωάν. 10:2-5.
15. Περιγράψτε το ενδιαφέρον του Ιερεμία για την ευημερία εκείνων στους οποίους εκήρυττε.
15 Είναι η αγάπη σας τόσο ισχυρή όσο του Ιερεμία; Το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους ήταν τόσο μεγάλο ώστε πράγματι έκλαψε για τη συμφορά που επρόκειτο να επέλθη επάνω τους. (Ιερεμ. 8:21 έως 9:1· Λουκ. 19:41-44) Δεν επέτρεπε να τον πικράνη η εναντίωσις. Ακόμη και απέναντι στον διεφθαρμένο, δειλό Βασιλέα Σεδεκία ήταν ευγενικός καθώς και πλήρης σεβασμού. Πράγματι, όταν ο Σεδεκίας τον είχε παραδώσει με προδοτικό τρόπο στους άρχοντας οι οποίοι είχαν πρόθεσι να τον θανατώσουν, ο Ιερεμίας έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον για την ευημερία του Σεδεκία, προτρέποντας τον να υπακούση στη φωνή του Ιεχωβά για να εξακολουθήση να ζη.—Ιερεμ. 38:4, 5, 19-23.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ
16, 17. (α) Αν εξασθενούμε επειδή συναντούμε αδιαφορία, τι μπορούμε να ενθυμούμεθα που θα μας ενθαρρύνη; (β) Τι είναι εκείνο που ενεθάρρυνε τον Ιερεμία να ομιλή ελεύθερα στους ιερείς και τους ηγέτας του λαού που εγνώριζε ότι πολύ πιθανώς θα του εναντιώνοντο ακόμη περισσότερο;
16 Μήπως εξασθενεί λίγο η υπομονή σας όταν μερικές φορές επισκέπτεσθε άτομα που δεν θέλουν ν’ ακούσουν, στο ένα σπίτι μετά το άλλο; Τότε φαντασθήτε, παρακαλούμε, τον Ιερεμία να στέκη, ίσως, στο Όρος των Ελαιών, βλέποντας δια μέσου της Κοιλάδος των Κέδρων επάνω στην Ιερουσαλήμ, να θεωρή τα υψηλά τείχη της και την ακόμη πιο υψηλή θέσι του περιφήμου ναού της, ενώ εγνώριζε ότι αυτός, ένας αδύνατος άνθρωπος, ώφειλε να διασχίση την κοιλάδα και να εισέλθη στην πόλι. Κατόπιν ώφειλε να καλέση τους ιερείς και τους ανθρώπους επιρροής της πόλεως μαζί στην πύλη που ευρίσκετο προς την κοιλάδα του Εννώμ να συντρίψη ένα πήλινο λαγήνι, και να τους πη κατά πρόσωπο ότι αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Ιεχωβά θα συνέτριβε την Ιερουσαλήμ, περιλαμβανομένου και του περιφήμου, επιβλητικού ναού των! Επί πλέον, αν ο Ιεχωβά τον διεφύλαττε ώστε να διαφύγη την οργή των εκεί, θα έπρεπε να μεταβή στην αυλή αυτού του ιδίου του ναού και να εξαγγείλη την επερχομένη συμφορά στους ιερείς, τους προφήτας και τον λαό.—Ιερεμ. 19:1, 2, 10, 11, 14, 15.
17 Ο κοινός λαός πιθανόν να άκουε τον Ιερεμία. Αλλά εκείνοι οι ιερείς και οι ηγέται—δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο θα εναντιώνοντο στο έργο του ακόμη πιο βίαια. Τι είναι εκείνο που τον ενεθάρρυνε να ομιλή σ’ αυτούς τους υπερηφάνους ανθρώπους; Ο Ιερεμίας αντελήφθη το ζήτημα. Δεν έχασε ποτέ την όρασι τού γεγονότος ότι περιελαμβάνοντο περισσότερα από την προσωπική του ασφάλεια, περισσότερα ακόμη και από τη ζωή των ανθρώπων και της πόλεως Ιερουσαλήμ. Εγνώριζε ότι περιελαμβάνετο το όνομα του Ιεχωβά. Η κρίσις εναντίον του έθνους ήταν θλιβερή. Αισθάνθηκε θλίψι για την κατάπτωσι στην οποία είχαν φθάσει οι Ισραηλίται όσον αφορά την ψευδή λατρεία. Η Ιερουσαλήμ ήταν η πόλις του μεγάλου Βασιλέως Ιεχωβά Θεού, και οι βασιλείς της γραμμής του Δαβίδ εκάθηντο επί του «θρόνου του Ιεχωβά» εκεί. (Ματθ. 5:35· 1 Χρον. 29:23, ΜΝΚ) Ο λαός είχε απομακρυνθή τόσο από τον αληθινό Θεό ώστε είχαν στήσει γλυπτές εικόνες και προσέβαλλαν Αυτόν με το να καίουν τους γυιούς και τις θυγατέρες των ως θυσία.—Ιερεμ. 7:31.
18. Καθώς ο Ιερεμίας έβλεπε κάτω προς την πόλι Ιερουσαλήμ, ποιό θλιβερό θέαμα παρατηρούσε, και μήπως ελάμβανε μια στάσι ανωτερότητας ή αυτοδικαιώσεως γι’ αυτό;
18 Ο Ιερεμίας μπορούσε να δη, καθώς παρατηρούσε τις στέγες των σπιτιών της πόλεως, στήλες καπνού των θυσιών ν’ ανεβαίνη και τους ανθρώπους, ειδικά τις γυναίκες, να προσφέρουν άρτους και ποτά ως προσφορές θυσιών στην «βασίλισσαν του ουρανού.» Αυτό ήταν το βδελυκτό θέαμα που έβλεπε ο Ιεχωβά κάθε μέρα. Η πόλις, η οποία υπήρχε για το όνομα Του, να τον υβρίζη ως το έσχατο όριο! Ο Ιερεμίας εθαύμαζε για την μακροθυμία του Ιεχωβά. Ηναγκάσθη να πη, «Βεβαίως είναι πτωχοί [χαμηλής τάξεως, ΜΝΚ].» (Ιερεμ. 5:4· 19:13· 44:15-19· 18:13) Ακόμη και τότε ο Ιερεμίας ανέλαβε και για τον εαυτό του μια μερίδα της δυσαρεσκείας του Ιεχωβά για το έθνος, λέγοντας: «Γνωρίζομεν, Κύριε [Ιεχωβά ΜΝΚ], την ασέβειαν ημών, την ανομίαν των πατέρων ημών ότι ημαρτήσαμεν εις σε. Μη αποστραφής ημάς, δια το όνομά σου· μη ατιμάσης [περιφρονήσης, ΜΝΚ] τον θρόνον της δόξης σου.» (Ιερεμ. 14:20, 21) Δεν ελάμβανε τη στάσι του «είμαι αγιώτερός σου,» αλλά ήταν ευγνώμων για την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά που τον χρησιμοποιούσε για να βοηθή άλλους.
19, 20. Πώς η κατανόησις του ζητήματος της αγιότητος του ονόματος του Ιεχωβά είναι σπουδαία για μας σήμερα, και τι είπε ο Ιερεμίας γι’ αυτό το ζήτημα που μας ενθαρρύνει;
19 Η κατανόησις του ζητήματος θα έπρεπε να είναι μια ισχυρή υποκινητική δύναμις για τους Χριστιανούς σήμερα, σε μια εποχή που κληρικοί λέγουν «Ο Θεός είναι νεκρός,» και στρέφουν τους ανθρώπους προς τους ειδωλολατρικούς θεούς της εξελίξεως, του εθνικισμού, της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Για μια τέτοια ακριβώς αιτία έγραψε ο Ιερεμίας, και αυτό ενισχύει την υπομονή μας σήμερα:
20 «Δεν υπάρχει όμοιός σου, Ιεχωβά· είσαι μέγας, και μέγα το όνομά σου εν δυνάμει. Τις δεν ήθελε σε φοβείσθαι, Βασιλεύ των εθνών; διότι εις σε ανήκει τούτο· διότι μεταξύ πάντων των σοφών των εθνών, και εν πάσι τοις βασίλειοις αυτών, δεν υπάρχει όμοιός σου. Αλλ’ είναι παντάπασι κτηνώδεις και άφρονες. . . . Αλλ’ ο Ιεχωβά είναι Θεός αληθινός, είναι Θεός ζων, και βασιλεύς αιώνιος· εν τη οργή αυτού η γη θέλει σεισθή, και τα έθνη δεν θέλουσιν ανθέξει εις την αγανάκτησιν αυτού. Ούτω θέλετε ειπεί προς αυτούς· οι θεοί, οίτινες δεν έκαμον τον ουρανόν και την γην, θέλουσιν αφανισθή από της γης, και υποκάτωθεν του ουρανού τούτου. Αυτός εποίησε την γην δια της δυνάμεως αυτού, εστερέωσε την οικουμένην εν τη σοφία αυτού, και εξέτεινε τους ουρανούς εν τη συνέσει αυτού.»—Ιερεμ. 10:6-8, 10-13, ΜΝΚ.
ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΙΣ
21, 22. (α) Μήπως ήταν ο Ιερεμίας ένας «υπεράνθρωπος», ώστε ο χλευασμός και ο διωγμός να μη τον ενοχλούν; (β) Τι του συνέβη όταν είχε εκτελέσει την αποστολή του να συντρίψη μια λάγηνον ενώπιον των ιερέων και των πρεσβυτέρων; (γ) Ποια ήταν η αντίδρασις του Ιερεμία ύστερ’ απ’ αυτό, αλλά τι έκαμε τότε, και τι τον ανάγκασε να εξακολουθή να κηρύττη;
21 Μήπως κατά καιρούς αποθαρρύνεσθε εξαιτίας πολλών αντικρούσεων; Ακολουθήστε το παράδειγμα του Ιερεμία για παρηγορία και ενθάρρυνσι. Έχετε υπ’ όψιν τους λόγους του ετεροθαλούς αδελφού του Ιησού, Ιακώβου: «Ο Ηλίας [ο όμοιος με τον Ιερεμία προφήτης] ήτο άνθρωπος ομοιοπαθής με ημάς.» (Ιάκ. 5:17) Ώστε όπως ακριβώς είμεθα εμείς σήμερα, έτσι και ο Ιερεμίας ήταν ένας ατελής άνθρωπος, που ζούσε ανάμεσα σε ατελείς ανθρώπους, οι πλείστοι από τους οποίους εναντιώνονταν στην αλήθεια. Αμέσως μετά το επεισόδιο της συντριβής της λαγήνου ο Ιερεμίας υπέφερε τις μεγαλύτερες προσβολές. Όχι μόνο αγνοήθηκε το άγγελμα του που διεκήρυττε εν ονόματι του Ιεχωβά, αλλά, ως συμβολικόν της πιο μεγάλης ανευλαβίας, επατάχθη από τον προϊστάμενο του ναού! Αυτό το πάταγμα πιθανόν να ήταν ένας ραβδισμός, που επεβλήθη κατ’ εντολήν του προϊσταμένου του ναού. Όταν ένας τέτοιος ανώτερος αξιωματούχος ανέλαβε την ηγεσία, ο λαός χωρίς αμφιβολία αισθάνθηκε ελεύθερος να επισωρεύση χλευασμό, εμπαιγμό και κακοποίησι επάνω του για να ικανοποιηθούν. Και αυτοί, επίσης, πιθανόν να τον έδειραν και να έπτυσαν επάνω του, παρακινούμενοι από τους προφήτας και τους ιερείς οι οποίοι μισούσαν τον Ιερεμία. Κατόπιν, ως αν αυτός, ο εκπρόσωπος του Ιεχωβά, να ήταν ένας κακούργος, τον έβαλαν ανάμεσα στα ειδικά ξύλα του βασανισμού. (Ιερεμ. 20:1-3) Αυτό πιθανόν να έγινε μέσα σ’ ένα δωμάτιο ή κελλί στην πύλη.—Παράβαλε με 2 Χρονικών 16:10· Πράξ. 16:24.
22 Η Εβραϊκή λέξις γι’ αυτό το όργανο βασανισμού σημαίνει «στραμπουλισμένος, παραμορφωμένος.» Έθεταν αναγκαστικά ένα άτομο σε μια ενοχλητική, αφύσικη στάσι. Ύστερ’ από μια τέτοια νύχτα ο Ιερεμίας θα ήταν τραυματισμένος και τρομερά πιασμένος και εξηντλημένος, και με ηθικό χαμηλό. Επροχώρησε μάλιστα ως το σημείο να πη: «Δεν θέλω αναφέρει περί αυτού, ουδέ θέλω λαλήσει εν τω ονόματι αυτού.» Αλλά δεν παρέλειψε να επικαλεσθή τον Θεό για βοήθεια. Σε προσευχή προς τον Ιεχωβά ανέφερε ότι εγνώριζε ότι είχε γίνει αντικείμενο μομφής και χλευασμού εξαιτίας του ονόματος και του λόγου του Ιεχωβά και ότι παντού υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι λαλούσαν κακό γι’ αυτόν και ήσαν άγρυπνοι να τον ιδούν να διαπράττη κάποιο σφάλμα για ν’ απαλλαγούν απ’ αυτόν. Πράγματι, θα μπορούσε εύκολα να είχε πεθάνει στα χέρια των ανθρώπων την ίδια εκείνη ημέρα. Αλλά είδε πώς ο Ιεχωβά ήταν μαζί του, ως δίκαιος Κριτής και Απελευθερωτής, και μ’ ευχαρίστησι ανέθετε την υπόθεσί του στα χέρια του Ιεχωβά. Και διεπίστωσε ότι ήταν πολύ ευκολώτερο να υπομένη το όνειδος και τα παθήματα παρά να υπομένη στην πίεσι του λύγου του Ιεχωβά μέσα του, που τον ανάγκαζε να ομιλή: «Ήτο εν τη καρδία μου ως καιόμενον πυρ περικεκλεισμένον εν τοις οστέοις μου, και απέκαμον χαλινόνων εμαυτόν, και δεν ηδυνάμην πλέον.» Μήπως ο Ιεχωβά δεν απελευθέρωσε ομοίως τον λαό του στους συγχρόνους καιρούς και τους ενεστάλαξε ζήλο μέσω του Λόγου και του πνεύματος του; Η ιστορία των μαρτύρων του Ιεχωβά καθώς και οι προσωπικές μας πείρες το πιστοποιούν. (Ιερεμ. 20:9-12) Μήπως ένας δεν είναι πιο ευτυχής υπομένοντας ονειδισμό αντί να υποφέρη την τιμωρία μιας καλής συνειδήσεως εκπαιδευμένης στον Λόγο του Ιεχωβά;
23. (α) Όταν ερώτησε ο Ιερεμίας γιατί ευημερούν οι πονηροί, ποια απάντησι έλαβε; (β) Ποιο μάθημα πρέπει να διδαχθούμε απ’ αυτό, και ποια αλήθεια σχετικά με τον Θεό πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν;
23 Κάποτε ο Ιερεμίας ερώτησε: «Δια τι η οδός των ασεβών ευοδούται; δια τι ευημερούσι πάντες οι φερόμενοι απίστως; . . . Αυξάνουσι, μάλιστα καρποφορούσι· συ είσαι πλησίον του στόματος αυτών, και μακράν από των νεφρών αυτών [της έδρας της συγκινήσεως ή του αισθήματος].» Ο Ιερεμίας έλαβε την απάντησι. Ο Ιεχωβά τού απεκάλυψε ότι δεν ήταν μαζί μ’ αυτό το είδος ανθρώπων και ότι επρόκειτο να τους εκριζώση από τη γη των. Ομοίως, η δική μας υπομονή αναπαύεται στην εκτίμησι του γεγονότος ότι και ο Ιεχωβά υπομένει και μακροθυμεί, αλλά προσέχει και θα εκτελέση τις κρίσεις του εναντίον εκείνων οι οποίοι συνεχίζουν μια κακή πορεία. Επομένως, δεν πρέπει να χάσωμε την ισορροπία μας επειδή άλλοι φαίνεται να ευδοκιμούν με μια πονηρή πορεία ζωής, ακόμη και αν ισχυρίζωνται μ’ επιδεικτικό τρόπο ότι υπηρετούν τον Θεό. Ένας, που θέλει να ευαρεστήση τον Θεό, οφείλει να παραδεχθή ότι ο Θεός όχι μόνο υπάρχει, αλλά ότι «γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.» Υπομείνετε και θα έχετε μισθοποδοσίαν.—Ιερεμ. 12:1, 2, 12-14· Ψαλμ. 37:7-9· Εβρ. 11:6· Γαλ. 6:9.
24. (α) Τι πρέπει να λαμβάνωμε υπ’ όψιν, όταν διαβάζωμε μερικά πράγματα που είπε ο Ιερεμίας όταν αισθανόταν προσωρινά αποθάρρυνσι; (β) Τι πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν, όταν αντιμετωπίζωμε αντιξοότητες;
24 Οφείλομε να έχωμε υπ’ όψιν την μακρά χρονική περίοδο στη διάρκεια της οποίας υπηρέτησε ο Ιερεμίας. Τότε μπορούμε να εννοήσωμε γιατί αργότερα έκαμε δηλώσεις όπως «επικατάρατος η ημέρα, καθ’ ην εγεννήθην!» Αν συνελάμβαναν ένα από μας, τον έδεραν, τον έβαζαν στο ξύλο του βασανισμού, τον συνελάμβαναν πάλι και πάλι, δαπανούσε διάφορες περιόδους στη φυλακή, άκουε χλευασμούς και απειλές συνεχώς, τότε, ίσως, ύστερ’ από μια περίοδο ετών θα εξεφέραμε δικαίως μερικά πικρά παράπονα. Αλλά ο Ιερεμίας ποτέ δεν κατηγόρησε τον Θεό για εσφαλμένη ενέργεια. Παρεδέχετο ότι ήταν ασήμαντος κι εγνώριζε ότι ο Ιεχωβά κατανοούσε ότι η καρδιά του ήταν μαζί μ’ Αυτόν και ότι αισθανόταν συμπάθεια γι’ αυτόν. (Ιερεμ. 20:14-18· 12:3) Αυτό θα έπρεπε να μας ενισχύη, όταν πραγματικά αποθαρρυντικές περιστάσεις φαίνωνται να μας καταπίνουν. Διότι δεν ήταν ο Ιερεμίας, αλλά ο Ιεχωβά εκείνος ο οποίος χρησιμοποιούσε τον Ιερεμία, που τον υπεστήριζε και τον ενεδυνάμωνε. Αυτό δείχνει ότι, αν ο Ιεχωβά θεωρή σκόπιμο να επιτρέψη ν’ αντιμετωπίσωμε αντιξοότητα, έχει κάποιο σκοπό γι’ αυτό και, μολονότι πιθανόν να υποφέρωμε κάπως και ν’ απορούμε γιατί, ο Ιεχωβά αναλαμβάνει την ευθύνη να μας χαρίση την επιπρόσθετη δύναμι για ν’ αντεπεξέλθωμε με μεγαλύτερη ευτυχία κατόπιν.
25. Πώς το παράδειγμα του Ιερεμία μας βοηθεί να ιδούμε την ανάγκη της υπακοής σε φαινομενικώς ασήμαντα πράγματα;
25 Κατά καιρούς μπορεί να δοκιμάζεται η πρόθυμη, γρήγορη υπακοή μας. Είμεθα πρόθυμοι να διαθέσωμε χρόνο και να δαπανήσωμε ενέργεια για να κάνωμε κάτι που φαίνεται ότι είναι ένα σχετικά ασήμαντο πράγμα; Ίσως αυτό να είναι το να κάνωμε επισκέψεις σε διασκορπισμένες διευθύνσεις ανθρώπων, οι οποίοι δεν ήσαν σπίτι των σε προηγούμενες επισκέψεις. Ή να πρόκειται να κάνωμε επανεπίσκεψι σε άτομα που έχουν απλώς λάβει ένα περιοδικό; Ίσως να είναι ζήτημα εξασκήσεως του εαυτού μας στο να συνεχίζωμε τακτικά μια Γραφική μελέτη, ή να έπισκεπτώμεθα άτομα που έχουν ανάγκη βοηθείας. Ο Ιερεμίας είναι πιθανόν να είχε παραπονεθή για το μακρινό ταξίδι και το φαινομενικά ασήμαντο του ζητήματος, όταν διετάχθη να μεταφέρη μια λινή ζώνη στον Ευφράτη Ποταμό, ένα ταξίδι 300 περίπου μιλίων (490 περίπου χιλιομέτρων) μόνο για τη μετάβασι, και να κρύψη τη ζώνη μέσα στην οπή ενός βράχου. Κατόπιν, ύστερ’ από λίγο καιρό έλαβε εντολή να επιστρέψη και να την παραλάβη. Αυτή είχε, φυσικά, φθαρή. ‘Γιατί όλ’ αυτά για μια απλή ζώνη;’ θα μπορούσε να διερωτηθή. Αλλά, αντιθέτως, υπήκουσε, και αυτό επρομήθευσε μια ισχυρή μαρτυρία και μια ζωντανή εικόνα της μακροθυμίας του Ιεχωβά προς τον Ισραήλ και τον Ιούδα. Ενετύπωσε στους παρατηρητάς την απόφασι του Ιεχωβά να επιφέρη τελικά την καταστροφή του έθνους του που έφερε στην οσφύ του ως μια ζώνη για αίνο και κάτι ωραίο γι’ αυτόν, αλλά το οποίο είχε γίνει πεισματικό και ειδωλολατρικό.—Ιερεμ. 13:1-11.
ΓΑΜΟΣ
26, 27. (α) Πώς μερικοί εκδηλώνουν μια εξασθένησι της υπομονής; (β) Πώς ο Ιερεμίας έθεσε ένα υπόδειγμα για μας γι’ αυτό το σπουδαίο ζήτημα, και πώς εμείς πρέπει να το βλέπωμε;
26 Μερικοί αφιερωμένοι μάρτυρες του Ιεχωβά ανεζήτησαν στενή συναναστροφή με μη αφιερωμένα άτομα και έχουν ακόμη νυμφευθή με απίστους. Η συνήθης δικαιολογία για ν’ αγνοήση ένας έτσι τον Λόγο του Ιεχωβά επάνω σ’ αυτό το ζήτημα υπήρξε το ‘Δεν υπάρχει στην εκκλησία κανένας εκλέξιμος της ηλικίας μου.’ Με τη γνώσι του κινδύνου αυτής της πορείας που έχομε, αναγνωρίζομε σ’ ένα τέτοιο συλλογισμό μια εξασθένησι της υπομονής. Το παράδειγμα του Ιερεμία μάς βοηθεί, επίσης, σχετικά μ’ αυτό. Στον αρχαίο Ισραήλ το κίνητρο για γάμο ήταν από μερικές απόψεις ισχυρότερο από όσο είναι στην εποχή μας. Υπήρχε όχι μόνο η ιδία φυσική επιθυμία, αλλά ελαμβάνοντο σοβαρά υπ’ όψιν η κληρονομία της γης και το οικογενειακό όνομα, η δε αποτυχία ν’ αποκτήση ένας κληρονόμους εθεωρείτο συμφορά. (Δευτ. 25:5, 6· 1 Σαμ. 1:5-11) Εν τούτοις, στον Ιερεμία είχε δοθή η εξής εντολή από τον Ιεχωβά: «Μη λάβης εις σεαυτόν γυναίκα, μηδέ να γείνωσιν εις σε υιοί, μηδέ θυγατέρες, εν τω τόπω τούτω.» Όχι μόνο ‘Μη νυμφευθής άπιστο,’ αλλά ‘Μη νυμφευθής καθόλου!’—Ιερεμ. 16:1, 2.
27 Ο Ιεχωβά είχε τους λόγους του που έδωσε αυτή την εντολή, και τους εξήγησε στον Ιερεμία. Εκείνοι που θα εγεννώντο σ’ εκείνο τον κρίσιμο καιρό της ιστορίας της Ιερουσαλήμ θα εγεννώντο μόνο για καταστροφή. Σύντομα η Ιερουσαλήμ θα κατεστρέφετο και τα τέκνα της θ’ απέθνησκαν. Ο Ιερεμίας υπήκουσε, διότι απέδιδε στην υπηρεσία του Ιεχωβά και στον λόγο του μεγαλύτερη σπουδαιότητα ακόμη και από το ζήτημα του γάμου. Επίστευε στον Ιεχωβά. Με τη σειρά, ο Ιεχωβά τον ενίσχυε για να υπομένη με μια ευτυχισμένη έκβασι. (Ιερεμ. 16:3, 4) Εμείς που ζούμε σ’ ένα πολύ πιο επείγοντα καιρό από του Ιερεμία, δεν θα έπρεπε να εκδηλώνωμε υπομονή με το να υπακούωμε στον Λόγο του Ιεχωβά, σε περίπτωσι που αποφασίζομε να νυμφευθούμε, να νυμφευώμεθα «μόνον . . . εν Κυρίω»; Δεν είναι καλύτερα ν’ αναμένωμε, αν είναι ανάγκη, να προμηθεύση ο Ιεχωβά τα πράγματα που αυτός γνωρίζει ότι έχομε ατομικώς ανάγκη για να υπομείνωμε αντί να τον δυσαρεστήσωμε; Εξετάστε αυτά που είπε ο Ιεχωβά στον Δαβίδ στα εδάφια 2 Σαμουήλ 12:7-9.
ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ
28. (α) Ποιες συναναστροφές εκτιμούσε και ανεύρισκε ο Ιερεμίας; (β) Ποια συναναστροφή ήταν η πιο ευχάριστη απ’ όλες, και με ποια καλή συντροφιά συνδέει ο Ιεχωβά τον Ιερεμία;
28 Στο ζήτημα των συναναστροφών, ο Ιερεμίας επρόσεχε τον εαυτό του. Πρωτίστως, έδινε μεγάλη αξία στον λόγο του Ιεχωβά. Αυτός ήταν η χαρά και αγαλλίασίς του, και αυτός τον κρατούσε σε στενή σχέσι με τον Ιεχωβά. (Ιερεμ. 15:16) Για να διατηρήση αυτή τη στενή σχέσι με τον Θεό απέφευγε τη συναναστροφή μ’ εκείνους οι οποίοι δεν ενδιεφέροντο για τη λατρεία του Ιεχωβά και οι οποίοι δεν άκουαν τον λόγο του για να εκτιμήσουν τη σοβαρότητα της εποχής που ζούσαν. (Ιερεμ. 15:17) Εν τούτοις, παρά τους πολλούς εχθρούς του Ιεχωβά, ο Ιερεμίας εύρισκε συναναστροφές καλών ανθρώπων. Είχε τον πιστό γραμματέα του Βαρούχ. Είχε μερικούς που τον άκουαν, περιλαμβανομένου και του Αιθίοπος Αβδέ-μέλεχ, ο οποίος διέσωσε τον Ιερεμία από τον βορβορώδη λάκκον. Γι’ αυτή την πράξι ο Ιερεμίας είχε το ευτυχισμένο προνόμιο να δώση στον Αβδέ-μέλεχ την υπόσχεσι του Ιεχωβά ότι θα τον διεφύλαττε μέσ’ από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας διεπίστωσε ότι οι Ρηχαβίται ήσαν πιστοί κάτω από δοκιμασία, καταισχύνοντας έτσι τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. (Ιερεμ. 35:1-19) Έτσι, μολονότι ο Ιερεμίας δεν είχε εκείνο, που οι Ισραηλίται, οι οποίοι διήγαν μια «κανονική ζωή,» θεωρούσαν απόλαυσι, εν τούτοις είχε εκείνο το εξαιρετικά πολύτιμο και ευχάριστο πράγμα, αντίληψι και κατανόησι του Ιεχωβά, που είναι στην πραγματικότητα η μεγίστη δυνατή χαρά. (Ιερεμ. 9:23, 24· 1 Κορ. 1:31) Και για την πιστότητα του ο Ιεχωβά τον περιλαμβάνει σ’ εκείνο το μεγάλο ‘νέφος μαρτύρων,’ για τους οποίους Αυτός έχει ετοιμάσει «πόλιν,» την κυβέρνησι της Βασιλείας του. Ο Ιεχωβά τον κατατάσσει μεταξύ εκείνων των οποίων την πίστι μπορούμε να μιμηθούμε.—Ιερεμ. 36:4-8· 38:7-13· 39:15-18· Εβρ. 12:1· 11:16.
ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΠΑΘΗΜΑΤΑ
29. Ποιων πραγμάτων την πείρα εδοκίμασε ο Ιερεμίας που τον καθιστούν «παράδειγμα της κακοπαθείας»;
29 Όλοι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν υποστή σωματικά παθήματα για την αλήθεια, αλλά πολλοί έχουν υποστή, μερικοί μάλιστα υπέστησαν και θάνατο. Ο Ιερεμίας ήταν ένας στον οποίον ανεφέρετο ο Ιάκωβος όταν έλεγε: «Λάβετε . . . παράδειγμα της κακοπαθείας και της μακροθυμίας τους προφήτας, οίτινες ελάλησαν εν τω ονόματι του Ιεχωβά.» (Ιάκ. 5:10, ΜΝΚ) Ο Ιερεμίας απειλήθηκε με θάνατο από τους άνδρας της πατρίδος του Αναθώθ. (Ιερεμ. 11:21), επατάχθη και ετέθη στο ξύλο του βασανισμού όλη τη νύκτα από τον επιστάτη του ναού Πασχώρ (Ιερεμ. 20:2, 3), συνελήφθη από τον όχλο των ιερέων, ψευδοπροφητών και του λαού μέσα στο ναό και απειλήθηκε με θάνατο. (Ιερεμ. 26:8-11) Παρέμεινε κλεισμένος στην Αυλή της Φυλακής (Ιερεμ. 32:2· 33:1), συνελήφθη με την κατηγορία ότι προσέφευγε προς τους Χαλδαίους όταν έφυγε από την Ιερουσαλήμ για να μεταβή σπίτι του στην εδαφική περιοχή του Βενιαμίν σ’ εκείνη την περίπτωσι οι άρχοντες τον επάταξαν και τον έβαλαν σε δεσμά πολλές ημέρες· έκαμε έκκλησι στον βασιλέα για ν’ αποφύγη να πεθάνη εκεί· ακόμη και τότε ήταν υπό φρούρησι στην Αυλή της Φυλακής. (Ιερεμ. 37:11-16, 20, 21) Αργότερα παρεδόθη από τον Βασιλέα Σεδεκία στους άρχοντας, οι οποίοι ήθελαν να θανατώσουν τον Ιερεμία με το να τον κατεβάσουν μέσα σ’ ένα βορβορώδη λάκκο.—Ιερεμ. 38:4-13.
30. Πώς αισθάνθηκε ο Ιερεμίας, όταν ο αρχισωματοφύλαξ του Ναβουχοδονόσορ παρέλαβε τους αιχμαλώτους από την Ιερουσαλήμ;
30 Εκτός απ’ όλα αυτά, ο Ιερεμίας υπέμεινε τις κακουχίες της Βαβυλωνιακής πολιορκίας όπως οι άλλοι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, καλοί και κακοί. Τελικά απελύθη, και του αφαιρέθηκαν οι χειροπέδες από τον αρχισωματοφύλακα του Ναβουχοδονόσορ κατ’ εντολήν των Βαβυλωνίων αξιωματούχων που είχαν αναλάβει τώρα την διοίκησι της πόλεως. Ο Ιερεμίας αγαπούσε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι ετύγχαναν τώρα τέτοιας αθλίας κακομεταχειρίσεως και, ακόμη περισσότερο, αισθανόταν τόση αισχύνη για τη μομφή που επήρχετο στο όνομα του Ιεχωβά. Να σκέπτεται ότι αυτός ο οίκος του Θεού, ο ναός, και αυτός ο θρόνος του Θεού καθώς και ο λαός για τ’ όνομά του υφίσταντο εξευτελισμό και καταπάτησι από τ’ ακάθαρτα πόδια της Βαβυλώνος, αρχαίου εχθρού του Θεού και των λάτρεων του δαιμονικού Θεού Μαρδώκ! Εφαίνετο να αισθάνεται ότι ώφειλε να πάγη στην εξορία και να υποφέρη μαζί με ολόκληρο το έθνος, τόσο μεγάλη ήταν η μομφή και η καταισχύνη.—Ιερεμ. 40:1-5.
31. (α) Πώς έδειξε ο Ιεχωβά την αγάπη του ακόμη και όταν παρέδωσε τον Ισραήλ σ’ εξορία; (β) Ποια ευτυχή ελπίδα είχε ο Ιερεμίας την εποχή εκείνη;
31 Πώς απέκτησε ο Ιερεμίας τέτοια αγάπη; Από Ιεχωβά τον Θεόν του. Διότι ο Ιεχωβά ήταν πλήρης παρ’ αξίαν αγαθότητος με το ότι δεν απεστράφη τελείως τον λαό του και απεκάλυψε μέσω του Ιερεμία ότι δεν είχε λησμονήσει τη διαθήκη του ούτε εμειώθη η αγάπη του για τους πιστούς δούλους του Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και Δαβίδ. Σ’ αυτή τη σκοτεινή ημέρα της ιστορίας του Ισραήλ ο Ιερεμίας είχε μια ευτυχή ελπίδα, διότι ο Θεός τον είχε εμπνεύσει να προφητεύση μια αποκατάστασι του Ισραήλ στην εύνοια του Ιεχωβά ύστερ’ από εβδομήντα έτη και, ακόμη πιο πέραν στο μέλλον απ’ ό,τι μπορούσε να έχη φαντασθή, να προείπη τη σύναψι μιας νέας διαθήκης με τον πνευματικό Ισραήλ.—Ιερεμ. 31:31-34.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
32. Για ποιους λόγους ο Ιερεμίας είχε ολοένα περισσότερο ανάγκη προστασίας καθώς επλησίαζε το τέλος της Ιερουσαλήμ;
32 Σκεφθήτε τώρα τους θαυμασίους χειρισμούς του Ιεχωβά για να προστατεύση τον Ιερεμία. Η πλειοψηφία ήταν μεγάλη εναντίον του, και, ιδιαιτέρως αυτό συνέβαινε όσο η Ιερουσαλήμ καθίστατο ολοένα πιο άρρωστη ωσότου τελικά η πόλις βρέθηκε σε απελπιστική κατάστασι λόγω της πολιορκίας από τον Ναβουχοδονόσορ. Οι ιερείς και οι προφήται ήσαν οι θανάσιμοι εχθροί του Ιερεμία. Οι άρχοντες, οι οποίοι είχαν εθνικιστικό πνεύμα, τον μισούσαν στην πλειονότητά τους, και τον θεωρούσαν ως μη πατριώτη και στασιαστικό. Και ένα από τα πιο επικίνδυνα πράγματα που έπραξε ο Ιερεμίας ήταν ότι έθιξε τα πλούτη των ευπόρων και των ανθρώπων μ’ επιρροή, όταν τους είπε ν’ αφήσουν ελευθέρους τους Εβραίους δούλους των, σύμφωνα με το νόμο του Θεού. Αυτοί στην αρχή υπήκουσαν, κάνοντας ακόμη και διαθήκη μέσα στο ναό του Ιεχωβά, υποκριτικά, βέβαια, διότι όταν φάνηκε ότι ο κίνδυνος της πόλεως είχε παρέλθει κι ενόμισαν ότι δεν είχαν πια ανάγκη να κάμουν έκκλησι στον Ιεχωβά για βοήθεια, παρέβησαν την διαθήκη των και πήραν πάλι πίσω σε δουλεία τους Εβραίους αδελφούς των. Γι’ αυτό ο Ιερεμίας τούς είπε ότι θα παρεδίδοντο σε μάχαιρα, στον λοιμό και στην πείνα.—Ιερεμ. 34:8-22.
33. Γιατί ο Ιερεμίας δεν αισθανόταν ποτέ μοναξιά, και πώς ο Ιεχωβά έδειχνε ότι ήταν πλησίον στον Ιερεμία σε κάθε περίπτωσι;
33 Καθώς, τώρα, εξετάζετε καθεμιά από τις απελευθερώσεις του Ιερεμία, να ενθυμήσθε ότι ο Ιεχωβά είναι ο ζων Θεός με την ίδια δύναμι και φροντίδα για τον λαό του και σήμερα. Στις δοκιμασίες του Ιερεμία, ο Ιεχωβά ήταν τόσο κοντά του ώστε, όταν ο Ιερεμίας διακρατούσε την ακεραιότητά του, ο Ιεχωβά δεν τον εγκατέλειπε. Ποτέ δεν εγκατέλειψε τον Ιερεμία ώστε να υφίσταται μόνος του δοκιμασίες ή πειρασμούς σε σημείο που να μη μπορή να βαστάση. (1 Κορ. 10:13) Ποτέ δεν είχε ο Ιερεμίας λόγους να αισθάνεται μοναξιά. Ακριβώς στην ώρα που ο Ιερεμίας είχε περισσότερο ανάγκη, ο Ιεχωβά ενέπνευσε κάποιο φόβο στους εχθρούς του Ιερεμία, κάποια τύψι συνειδήσεως σ’ εκείνους οι οποίοι είχαν ακόμη σεβασμό στο νόμο του Θεού, ή παρουσίαζε κάποιο άτομο με ορθό πνεύμα, εκτός του ότι χρησιμοποιούσε άμεση αγγελική προστασία, όπως συνέβη στη διάρκεια της καταστροφής της Ιερουσαλήμ. Και τώρα, παρατηρήστε στις ακόλουθες αριθμημένες περιπτώσεις, ότι το περιθώριο συχνά εφαίνετο πολύ στενό, και εδοκιμάζετο σκληρά η υπομονή του Ιερεμία, αλλά, ωστόσο, η πλήρης ασφάλεια του Ιεχωβά ήταν παρούσα.
34. Τι εγνώριζαν οι εχθροί του Ιερεμία που τους συγκρατούσε, και πώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν τύχει προστασίας με όμοιο τρόπο;
34 (1) Η ολόψυχη επιθυμία των ιερατικών εχθρών του Ιερεμία ήταν να τον φονεύσουν, να τον απομακρύνουν από το δρόμο των. Αλλά εγνώριζαν ότι έλεγε τον λόγο του Ιεχωβά (που καθ’ εαυτόν είναι μια μεγάλη προστασία), γι’ αυτό έλεγαν «Ειρήνη!» σ’ αυτόν αλλά ήσαν άγρυπνοι μήπως κάμη το ελάχιστο ολίσθημα για να βρουν τρόπο να τον εκδικηθούν, κι ωστόσο άρχοντες εξακολούθησαν να τους βοηθούν να να το κάμουν να φαίνεται νόμιμο. Αλλά ο Ιεχωβά τον κατηύθυνε προσεκτικά και επιδέξια, ως «ισχυρός πολεμιστής.» (Ιερεμ. 20:10, 11) Αυτό μας κάνει να σκεπτώμεθα την καθοδήγησι του Ιεχωβά προς τον λαό του μέσω του ‘πιστού και φρονίμου δούλου’ του στην εποχή μας. Το ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ομιλούν πάντοτε την αλήθεια έχει αφοπλίσει τους εχθρούς των και τους κάνει να μη ξεύρουν τι να πράξουν για να βρουν κάποιο τρόπο να σταματήσουν το έργο χωρίς να παραβιάσουν τους νόμους που χρησιμοποιούν για να συγκρατήσουν τη δική των κοινωνία.
35. Ποιο όργανο εχρησιμοποίησε ο Ιεχωβά για να προστατεύση τον Ιερεμία όταν οι ιερείς και ο λαός επρόκειτο να τον θανατώσουν στο ναό;
35 (2) Στην αρχή της βασιλείας του Βασιλέως Ιωακείμ ο Ιερεμίας επρόκειτο να θανατωθή από τους ιερείς και τους προφήτας και τους ακολούθους των, αλλά ο Ιεχωβά μετέστρεψε την φοβερή κατάστασι σε ευκαιρία να υπερασπίση ο Ιερεμίας τον εαυτό του και ν’ αποκαταστήση νομικώς το κήρυγμά του. Σ’ αυτή την περίπτωσι ο Ιεχωβά έκαμε την προμήθεια να προσέλθουν προς υπεράσπισίν του ωρισμένοι πρεσβύτεροι του Ιούδα με ώριμο τρόπο σκέψεως. Αυτοί ανέφεραν παλαιότερα παραδείγματα της πολιτείας του Ιεχωβά, με αποτέλεσμα να επέμβη ο ισχυρός άρχων Αχικάμ για να προστατεύση τον Ιερεμία.—Ιερεμ. 26:7-24.
36. Πώς ο Ιεχωβά τον διέσωσε από θάνατο στο δεσμωτήριο;
36 (3) Ο Ιερεμίας φυλακίσθηκε πολλές ημέρες στο δεσμωτήριο και δεν θα ζούσε πολύν καιρό ακόμη, αλλά έκαμε έκκλησι στον Βασιλέα Σεδεκία, ο οποίος, αντίθετα με την ασυνείδητη, άνανδρη προσωπικότητά του, διέταξε να φέρουν τον Ιερεμία στην Αυλή της Φυλακής, όπου του εδίδετο καθημερινά άρτος. Γιατί το έκαμε αυτό ο Σεδεκίας; Η φροντίδα του Ιεχωβά για τον Ιερεμία είναι η μόνη απάντησις.—Ιερεμ. 37:18-21.
37. Ποιος έγινε προστάτης του, όταν ο Βασιλεύς Ιωακείμ ζητούσε να τον θανατώση;
37 (4) Όταν ο Ιερεμίας και ο γραμματεύς του Βαρούχ ήσαν σε κίνδυνο θανάτου από τον Βασιλέα Ιωακείμ, όταν ο βασιλεύς είχε καύσει τον ρόλο του Ιερεμία, οι άνδρες του Ιωακείμ τούς αναζητούσαν άκαρπα. Οι άρχοντες τούς είχαν προειδοποιήσει να κρυφθούν προτού αναγνωσθή ο ρόλος. Αλλά είτε οι φιλικά διακείμενοι κρύπτωνται είτε όχι, στην πραγματικότητα η προστασία ήταν από τον Ιεχωβά, διότι το υπόμνημα λέγει: «Ο Ιεχωβά έκρυψεν αυτούς.»—Ιερεμ. 36:19-26, ΜΝΚ.
38. Ποια μέσα εχρησιμοποίησε ο Ιεχωβά όταν ο Ιερεμίας θα είχε πεθάνει μέσα στο λάκκο;
38 (5) Ο Αιθίοψ Αβδέ-μέλεχ, άνθρωπος με ευθεία καρδιά, ήταν εκείνος, τον οποίον ώθησε ο Ιεχωβά να ενεργήση για να ελευθερώση τον Ιερεμία από θάνατο μέσα στον βορβορώδη λάκκο. Ο Αβδέ-μέλεχ παρέλαβε μαζί του τριάντα άνδρες διότι ήταν επικίνδυνο να προσέλθη σε βοήθεια του Ιερεμία. Ο Αβδέ-μέλεχ τούς είχε ανάγκη για να εμποδίσουν τους εχθρούς του Ιερεμία από το ν’ αποτρέψουν τη διάσωσί του. Και δεν ήταν άλλος από τον Σεδεκία εκείνος που το είχε εξουσιοδοτήσει. Και πάλι, μήπως αυτό ωφείλετο στην αγάπη του Σεδεκία για τον Ιερεμία; Με πεποίθησι μπορούμε ν’ απαντήσωμε, Όχι.—Ιερεμ. 38:7-13.
39. Πώς το χέρι του Ιεχωβά ήταν σαφώς καταφανές στην απελευθέρωσι του Ιερεμία από τον αρχισωματοφύλακα του Ναβουχοδονόσορ;
39 (6) Ο Ναβουχοδονόσορ, παγκόσμιος άρχων, λάτρης του Θεού Μαρδώκ, βασιλεύς της Βαβυλώνος της μακροχρονίου εχθράς της Ιερουσαλήμ, αισθάνθηκε την ώθησι να διατάξη τον αρχισωματοφύλακα Νεβουζαραδάν, να μη υποστή βλάβη ο Ιερεμίας! Γιατί; Διότι ο Ιερεμίας υπήρξε αληθής όταν ωμιλούσε τον λόγο του Ιεχωβά, και ο Ιεχωβά ο οποίος μπορεί να κάμη τους ελιγμούς που θέλει στους βασιλείς και «κατά την θέλησιν αυτού πράττει εις το στράτευμα του ουρανού, και εις τους κατοίκους της γης,» ήταν στο πλευρό του.»—Ιερεμ. 39:11-14· 40:1-5· Δαν. 4:35.
40. (α) Με ποια μέσα διέσωσε ο Ιερεμίας τη ζωή του μέσ’ από την πολιορκία, την πτώσι και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ; (β) Πώς έδειξε ο Ιεχωβά τότε ότι ενεθυμήθη τις διαθήκες του;
40 (7) Μέσ’ από την τρομερή καταστροφή της Ιερουσαλήμ, οπότε δεν είχε μείνει τροφή στην πόλι, και μερικοί είχαν φθάσει στη θλιβερή κατάστασι να φάγουν τα ίδια τα παιδιά των, τα τείχη τελικά κατέρρευσαν, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ εσφάγησαν, αυτά τα ίδια τα τέκνα του Σεδεκία εσφάγησαν μπροστά στα μάτια του, τα οποία κατόπιν εξωρύχθησαν, και οι αιχμάλωτοι ωδηγήθηκαν έξω αλυσοδεμένοι, ο Ιερεμίας επέζησε. (Ιερεμ. 19:9· 39:6-9· 52:10, 11) Οι άγγελοι του Ιεχωβά τον επροστάτευσαν. Έξω από την πόλι που εκαίετο, με τις κραυγές εκείνων τους οποίους είχαν ανασκολοπίσει οι Βαβυλώνιοι να ηχούν στ’ αυτιά, ο Ιερεμίας μπορούσε να ευχαριστήση τον Ιεχωβά διότι έκαμε εκείνο που θα ήταν αδύνατο να κάμουν άνθρωποι. Εκείνος ήταν ζωντανός· τον Βαρούχ τον είχαν φεισθή· ο Αβδέ-μέλεχ είχε επιζήσει· και οι Ρηχαβίται που είχαν έντιμη καρδιά ήσαν, επίσης, μεταξύ των ζώντων αιχμαλώτων. (Ιερεμ. 39:16-18· 35:17-19· 45:2, 5) Ο Θεός ενεθυμήθη τις διαθήκες του με τον Αβραάμ και τον Δαβίδ, κι έτσι επέτρεψε ώστε ο Ιεχονίας, ο γυιός του Ιωακείμ, (ο οποίος είχε οδηγηθή πριν από δέκα χρόνια στη Βαβυλώνα), να ζήση και να γίνη πρόγονος του θετού πατρός του Ιησού Χριστού, χορηγώντας σ’ αυτόν έτσι την νόμιμη κληρονομία του θρόνου του Δαβίδ, και διεφύλαξε τον Ιωσεδέκ της αρχιερατικής γραμμής του Ελεάζαρ και του Φινεές.—Ιερεμ. 52:31-34· Ματθ. 1:11, 16· 1 Χρον. 6:1-15.
41. Ύστερ’ από την πτώσι της Ιερουσαλήμ γιατί ο Ιερεμίας εξακολουθούσε να έχη ανάγκη της ιδιότητος της υπομονής;
41 Επί πλέον, ύστερ’ απ’ όλα αυτά, οι προφητείες του Ιερεμία εξακολουθούσαν να μη τυγχάνουν προσοχής από τους λίγους Ισραηλίτας που είχε αφήσει στη χώρα ο Ναβουχοδονόσορ. Ο Ιερεμίας ωδηγήθηκε δια της βίας στην Αίγυπτο. Εκεί εξακολούθησε να υπομένη, και να μη παραιτήται από το να προφητεύη. Εξακολουθούσε να έχη ανάγκη θάρρους, διότι ώφειλε να εξαγγείλη ότι επρόκειτο να υποστούν συμφορά διότι εστηρίχθησαν στον βασιλέα της Αιγύπτου μάλλον παρά στον Ιεχωβά.—Ιερεμ. 43:8-10· 44:1, 28, 29.
42. Ποιο ήταν ένα από τα πιο σκληρά πράγματα που υπέμεινε ο Ιερεμίας;
42 Ένα αξιοπαρατήρητο σημείο σχετικά με την υπομονή του Ιερεμία ήταν ότι εδοκίμασε την πείρα της δυσαρεσκείας του Ιεχωβά επί της επιγείου οργανώσεως του. Εκείνη η οργάνωσις είχε οδηγηθή στην εξορία, για να γίνουν τα μέλη της δούλοι. Ο Ιεχωβά δεν είχε πια μια ελεύθερη ανεξάρτητη επίγεια οργάνωσι που να τον εκπροσωπή. Η πόλις και η βασιλεία που για μακρό διάστημα υπήρξαν ένας αίνος για τ’ όνομα του δεν υπήρχαν πια. Οι βασιλείς της γραμμής του Δαβίδ είχαν εκθρονισθή. (Ιεζ. 21:25-27) Δεν υπήρχε πια Όρος Σιών η «χαρά πάσης της γης» κι ένας αίνος στο όνομα του Ιεχωβά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν τώρα μια μομφή. (Ψαλμ. 48:2· Θρήνοι 1:1, 8) Ο Ιερεμίας εγνώριζε ότι η αποκατάστασις απείχε εβδομήντα έτη, και ότι αυτό θα υπερέβαινε πολύ το μήκος της ζωής του. Ούτε και αυτό δεν κατέστρεψε την υπομονή του Ιερεμία.—Ιερεμ. 25:11, 12.
43. Θ’ αντιμετωπίσουν οι μάρτυρες του Ιεχωβά την διάρρηξι της οργανώσεως του Θεού όπως είχε συμβή στον Ιερεμία; Εξηγήστε.
43 Σήμερα δεν έχομε να υπομείνωμε ένα τέτοιο συντριπτικό πράγμα. Η οργάνωσις του λαού του Ιεχωβά είναι ενωμένη και απολαμβάνει την εύνοια του Ιεχωβά και τις εκφράσεις της ευαρεσκείας του, και ποτέ δεν πρόκειται να ηττηθή, ούτε ν’ απορριφθή ως να έχη δυσαρεστήσει τον Θεό. (Ησ. 54:7-15) Οπουδήποτε και αν ευρισκώμεθα, μπορούμε να συναναστρεφώμεθα τακτικά με μέλη της οργανώσεως και να έχωμε άμεση επαφή με τα κεντρικά γραφεία, ή αν είμεθα τελείως απομονωμένοι γεωγραφικώς ή λόγω διωγμού, ναι, ή ακόμη και φυλακισμένοι σε απομόνωσι, γνωρίζομε ότι η οργάνωσις του Θεού εξακολουθεί να λειτουργή, εξακολουθεί να αινή τ’ όνομά του. Αυτό καθιστά πολύ ευκολώτερο το να υπομένωμε.
44. Επέρασαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά της συγχρόνου εποχής μια περίοδο ομοία με αιχμαλωσία; Γιατί; Και τι μπορεί να λεχθή για το μέλλον;
44 Μερικοί από τους αδελφούς που ζουν σήμερα έζησαν πράγματι μια τέτοια εποχή, στη διάρκεια των ετών 1914-1918, όταν ο Ιεχωβά είχε δυσαρεστηθή και επιτρέψει να υποστή η οργάνωσίς του αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα τη Μεγάλη. Τότε ήταν ασφαλώς ζήτημα υπομονής κάτω από ισχυρή πίεσι. Ο αίνος που εδίδετο στο όνομα του Ιεχωβά είχε περιορισθή σε πολύ μικρή φωνή. Η δοκιμασία ήταν πολύ ισχυρή για την ατομική ακεραιότητα του καθενός. Φυσικά, ο Θεός δεν εγκατέλειψε τους πιστούς του. Τους ενεδυνάμωσε για να υπομείνουν, και αυτοί διαπέρασαν ισχυρότεροι. Τους αποκατέστησε στην αγάπη του και από τότε τίποτε, ούτε ακόμη και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εθνικές επαναστάσεις, δικτατορίες, επίσημες απαγορεύσεις, οχλαγωγίες, φυλακίσεις και θάνατος μερικών μελών της δεν επεβράδυνε την αύξησι της οργανώσεως του Θεού είτε σε ποσότητα ή σε ποιότητα. Αυτή είναι εκείνη η οποία μας στηρίζει στην υπομονή μας.
45. (α) Ενδιαφέρεται ο Ιεχωβά για την υπομονή μας; (β) Τι πρέπει να κάνωμε, και τι πρέπει ν’ αντιληφθούμε ότι θα είναι το αποτέλεσμα της απώλειας της υπομονής;
45 Ώστε, αδελφοί, ο Ιεχωβά είναι εκείνος ο οποίος επιθυμεί να υπομένωμε, και ενδιαφέρεται τόσο πολύ ώστε μας ομιλεί μέσω του Υιού του. (Εβρ. 1:2) Ο θρόνος του Ιεχωβά βρίσκεται στις χείρες ενός δικαίου Βασιλέως για πάντα, και ο Βασιλεύς Ιησούς Χριστός κυβερνά δραστηρίως για να βεβαιωθή ότι αποδίδεται δικαιοσύνη. Εκείνο που έχομε να κάνωμε εμείς είναι να εκτελέσωμε την αποστολή που μας ανετέθη, όπως έπραξε ο Ιερεμίας, και ν’ αφήσωμε τα υπόλοιπα στον Βασιλέα. Αυτό δεν κάνει τη ζωή εύκολη. Ο καθένας οφείλει ν’ αποδείξη την ακεραιότητά του. Απαιτείται αφιέρωσις και υπομονή. Αλλά η ευτυχία δεν θα έλθη με το ν’ απομακρυνθούμε.
46. Για ποιο πράγμα μπορούμε να είμεθα βέβαια, αν υπομένωμε;
46 Αν υπομένετε, θα είσθε ευτυχής καθώς θα υπομένετε, και πόσο χαρούμενοι θα είσθε όταν φθάσετε στον τελικό αντικειμενικό σας σκοπό! Σε καιρούς πειρασμών ή δοκιμασίας, προσεύχεσθε και αποβλέπετε στον Ιεχωβά γι’ απελευθέρωσι. Αυτή δεν θα έλθη πάντοτε με τον τρόπο που την αναμένετε, αλλά θα έλθη, όπως ακριβώς ήλθε στον Ιερεμία. Όταν έχετε μπροστά σας ένα καθήκον ή όταν αισθάνεσθε αποθάρρυνσι, σκεφθήτε την πίστι ανδρών όπως ο Ιερεμίας, μιμηθήτε την, και ο Θεός ‘αφού πάθητε ολίγον, . . . αυτός θα σας τελειοποιήση, στηρίξη, ενισχύση.’—1 Πέτρ. 5:10.
[Εικόνα στη σελίδα 564]
Ο Ιερεμίας υπέφερε τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις, μαζί με το να παραμείνη μια νύχτα στο ξύλο του βασανισμού ως αν ήταν κακούργος. Εν τούτοις υπέμεινε όλους τους ονειδισμούς
[Εικόνα στη σελίδα 569]
Ο Ιεχωβά απελευθέρωσε τον Ιερεμία. Όταν έπεσε η Ιερουσαλήμ, αυτός απελύθη και του αφαιρέθηκαν οι χειροπέδες κατ’ εντολήν των Βαβυλωνίων επισήμων