Υπεράσπισις της Αληθείας του Θεού και του Λαού Του
Αφήγησις υπό Βίκτωρος Β. Μπλάκγουελ
ΕΠΙ σαράντα χρόνια και πλέον υπερασπιζόμουν την αλήθεια του Θεού, προτού ακόμη γίνω δικηγόρος. Πραγματικά, πριν ακόμη εισαχθώ στον δικηγορικό κλάδο της πολιτείας Λουιζιάνας πήγα να ιδώ τον δικαστή της πόλεως Αλεξανδρείας της Λουιζιάνας, το 1939, προσπαθώντας να τακτοποιήσω τα της απολύσεως τεσσάρων Μαρτύρων που είχαν φυλακισθή επειδή εκήρυτταν τα αγαθά νέα. Όταν έκαμα γνωστό στον δικαστή ότι θα ήθελα να διευθετήσω μια εγγύησι για τους τέσσερις φυλακισμένους μάρτυρας, αυτός θύμωσε, τράβηξε ένα πιστόλι από την έδρα του και μου το πρότεινε, λέγοντας:
«Φύγε από δω! Φύγε από την Αλεξάνδρεια! Θα σε σκοτώσω αν παρουσιασθής και πάλι εδώ. Κανένας μάρτυς του Ιεχωβά ή άλλος εκπρόσωπός των δεν πρόκειται να έλθη σ’ αυτή την πόλι και να πη τίποτα εναντίον της αγίας Καθολικής Εκκλησίας. Τώρα έβγα έξω!»
Με αυτή την πείρα και με όσα επακολούθησαν αμέσως κατόπιν άρχισα μια ζωή νομικής υπερασπίσεως των αγαθών νέων. Αλλά το ενδιαφέρον μου για την υπεράσπισι της αληθείας του Θεού χρονολογείται από τον καιρό της παιδικής μου ηλικίας. Στο έτος 1908 ήλθε για πρώτη φορά η αλήθεια του Θεού στο σπίτι μας στην πολιτεία Λουιζιάνα· εγώ τότε ήμουν ενός έτους μόνο. Κάποιος είχε ταχυδρομήσει μερικά Βιβλικά φυλλάδια της Εταιρίας Σκοπιά στον πατέρα μου. «Ο νους και η καρδιά μου,» είπε ο πατέρας μου, «συγκινήθηκαν από τα όσα εδιάβασα.»
Μόλις είχα βγη από τα σπάργανα όταν άρχισα να μαθαίνω να διαβάζω με τη χρήσι του αλφαβηταρίου, και ρωτώντας ολοένα τη μητέρα μου: «Τι λέγει εδώ;» «Διάβασέ μου το.» Κι’ ο πατέρας μου επίσης μου διάβαζε, ιδιαίτερ’ από τη Γραφή κι’ από τα βιβλία της Εταιρίας, και μου τα εξηγούσε με απλό τρόπο. Οι θαυμάσιες αυτές αλήθειες ριζώθηκαν μέσα μου από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Πολύ πριν τελειώσω το γυμνάσιο είχα διαβάσει, τους τόμους υπό τον τίτλο «Γραφικαί Μελέται,» τη Γραφή και οτιδήποτε μπορούσα να έχω που ηύξανε την κατανόησί μου από τη Γραφή.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Σε μια πολύ μικρή ηλικία ήθελα να υπερασπίζω την αλήθεια του Θεού σε κάθε ευκαιρία ενώπιον των συμμαθητών μου και των δασκάλων μου. Οι ευκαιρίες ήσαν ατέλειωτες, διότι οι δάσκαλοι και οι συμμαθηταί μου έλεγαν: «Ο πατέρας σου είναι κήρυξ της ανυπαρξίας του άδου!» Αυτό ήταν μια ειρωνική έκφρασις, εμπνευσμένη από τους κήρυκας του ‘Χριστιανικού κόσμου.’ Ο παπάς της κοινότητός μας έλεγε στους ανθρώπους ότι ο άδης ήταν δέκα εκατομμύρια φορές θερμότερος από τη φυσική φωτιά. Γι’ αυτό είχα πολλές ευκαιρίες να υπερασπίσω την αλήθεια της Γραφής, εξηγώντας τι είναι πράγματι ο άδης, δηλαδή, ο κοινός τάφος των ανθρώπων.
Όταν εφοίτησα στο πρώτο έτος της βιολογίας, ο καθηγητής διένειμε φύλλα χάρτου κι’ εζήτησε από κάθε φοιτητή να γράψη αν πιστεύη στην αφήγησι της Γραφής περί δημιουργίας ή στην εξέλιξι. Οι περισσότεροι από τους 150 φοιτητάς εδήλωσαν την πίστι των στην αφήγησι. της Γραφής. Στο τέλος των μαθημάτων, ο καθηγητής διένειμε και πάλι φύλλα χάρτου για να δοθούν απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα. Αυτή τη φορά τ’ αποτελέσματα ήσαν αντεστραμμένα: Μόνο ένας μικρός αριθμός, περίπου δώδεκα, ενέμειναν στην πίστι των στην Αγία Γραφή. Οι λοιποί έπεσαν θύματα της εξελίξεως. Ο καθηγητής φάνηκε πολύ ευχαριστημένος που εγκρέμισε την πίστι των περισσοτέρων φοιτητών. Τέτοια ήταν η ατμόσφαιρα μέσα στο κολλέγιο στη δεκαετία του 1920.
Υπερασπίζοντας την αλήθεια του Θεού, ρώτησα τον καθηγητή μια μέρα που ανέπτυσσε τη θεωρία της εξελίξεως: «Κε Καθηγητά από που προήλθε αυτός ο μονοκύτταρος ζωντανός οργανισμός; Ποιος τον έκαμε; Και πώς εξηγείτε όλες τις ατέλειωτες ποικιλίες ζωής;» Αλλά δεν μπόρεσε ν’ απαντήση, και γι’ αυτό με επέπληξε.
Ένα βράδυ, ενώ συζητούσα με μια μεγάλη ομάδα φοιτητών, εξέθεσα ως ψευδείς τις διδασκαλίες σχετικά με την έμφυτη αθανασία της ανθρωπίνης ψυχής, το αιώνιο πυρ του άδου και την Τριάδα. Ένας φοιτητής είπε ότι θα τηλεφωνούσε στον ιεροκήρυκα να έλθη και «θα μου έδειχνε.» Εγώ του είπα ότι δεν θα ήρχετο. Ετηλεφώνησε οπωσδήποτε, αλλ’ ο ιεροκήρυξ αρνήθηκε να έλθη. Καθώς λοιπόν εξακολουθούσα να τους λέγω για την Αγία Γραφή, αυτοί άκουαν με περισσότερο σεβασμό.
ΠΛΗΡΕΣΤΕΡΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μετά την αποφοίτησί μου από το κολλέγιο τον Μάιο του 1929, δέχθηκα μια θέσι καθηγητού στο γυμνάσιο της πόλεως Κόβιγκτον της Λουιζιάνας. Εκεί έδινα μαρτυρία σε μαθητάς και καθηγητάς σε κάθε ευκαιρία.
Εν τούτοις, επειδή ήθελα να υπηρετώ πληρέστερα τον Θεό, παραιτήθηκα από τη θέσι μου ως καθηγητού το 1932 και άρχισα διακονία σκαπανέως ή ολοχρόνιο έργο κηρύγματος υπό τη διεύθυνσι της Εταιρίας Σκοπιά. Με προσεκάλεσαν να μιλήσω σε όλους τους καθηγητάς πριν αναχωρήσω, και διέθεσα μερικά Γραφικά έντυπα στον καθένα απ’ αυτούς.
Την 1η Απριλίου 1932, εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά με το εν ύδατι βάπτισμα, και μ’ εβάπτισε ο πατέρας μου στα καθαρά νερά ενός ποταμιού κοντά στο σπίτι μας. Τον ίδιον εκείνο μήνα ένας άλλος Μάρτυς κι’ εγώ πήγαμε στην πόλι Μίντε της Λουιζιάνας που ήταν ο πρώτος τόπος διορισμού μου ως ολοχρονίου κήρυκος του λόγου του Θεού. Η μεγάλη οικονομική κρίσις δεν είχε περάσει, και υπήρχε στενότης χρήματος. Γι’ αυτό αφήναμε πολλά Γραφικά έντυπα στους ανθρώπους ανταλλάσσοντάς τα με κοττόπουλα, πάπιες, χήνες, αυγά, σιτάρι και άλλα τρόφιμα.
Μια φορά που ήμεθα σε μεγάλη ανάγκη, μια Χριστιανή αδελφή της οποίας ο σύζυγος είχε πεθάνει κι’ άφησε λίγα χρήματα, προσεκάλεσε στο σπίτι της εμένα κι’ άλλον ένα από τους σκαπανείς διακόνους. Έδωσε στον καθένα μας $600. Σχεδόν για όλους εκείνη την εποχή αυτό ήταν ένα σημαντικό ποσό χρημάτων. Για ένα σκαπανέα ήταν μια περιουσία! Με αυτό μπορέσαμε να φέρωμε τ’ αυτοκίνητά μας σε καλή κατάστασι, ν’ αγοράσωμε καινούργια ρούχα, να προμηθευθούμε τρόφιμα, και να φροντίσωμε και για άλλες ανάγκες.
Αργότερα πήγα μαζί με μια ομάδα σκαπανέων στη χώρα του Δέλτα του Μισισιπή. Τον Νοέμβριο του 1933 νυμφεύθηκα μια από τις σκαπανείς αδελφές. Εργασθήκαμε μαζί σε πολυάριθμες κομητείες, διαθέτοντας μεγάλες ποσότητες Γραφικών εντύπων. Επειδή ένα Γραφικό φυλλάδιο ήταν η αρχή ενός στερεού θεμελίου Γραφικής αληθείας για τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και εμένα τον ίδιον, πάντοτε προσπαθούσα σε όλη μου τη διακονία ν’ αφήνω ένα φυλλάδιο ή κάποιο έντυπο σε κάθε πόρτα όπου δεν υπήρχε κανείς μέσα και σε κάθε άτομο στο οποίον έδινα μαρτυρία αν αυτό το άτομο δεν έπαιρνε κανένα βιβλίο.
Επισκεφθήκαμε τις μεγάλες βαμβακοφυτείες. Αλλά μερικοί από τους ιδιοκτήτας και τους διευθυντάς δεν επέτρεπαν σε κανένα να επισκέπτεται τους εργάτας των. Μερικές φορές απειλούσαν να μας χτυπήσουν ή να μας σκοτώσουν αν πηγαίναμε στους εργάτας των. Έτσι, μια μέρα ένας άλλος Μάρτυς κι’ εγώ, διατρέχοντας ένα χωματόδρομο κοντά σε μια φυτεία, είδαμε να έρχεται ένα αυτοκίνητο από πίσω μας με μεγάλη ταχύτητα. Νομίζοντας ότι ήταν αυτοκίνητο διευθυντού της φυτείας, ανεπτύξαμε ταχύτητα προσπαθώντας να επανέλθουμε στην κυρία λεωφόρο, κι’ ετρέχαμε τόσο ώστε σχεδόν εχάσαμε το πίσω μας αυτοκίνητο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
Αλλά το άλλο αυτοκίνητο ποτέ δεν έπαυσε να μας κυνηγάη, ώσπου μας πέρασε, και τότε ο οδηγός του μας έκαμε νόημα να σταματήσωμε. Σταματήσαμε για να ιδούμε τι είναι αυτό το «μεγάλο αυτοκινητικό κυνηγητό.» «Σεις, κύριοι, περάσατε από το σπίτι μου,» εξήγησε αυτός που μας κυνηγούσε. «Σκέφθηκα λοιπόν ότι ο μόνος τρόπος να πάρω μερικά απ’ αυτά τα έντυπα ήταν να σπεύσω πίσω σας!» Του εδώσαμε τις εξηγήσεις μας και κατόπιν του αφήσαμε μια μεγάλη ποσότητα Βιβλικών εντύπων.
Στο έτος 1939, η σύζυγός μου δεν έμεινε πιστή σ’ εμένα. Παρ’ όλες τις εκκλήσεις μου να μείνη μαζί μου και να υπηρετή τον Ιεχωβά, πήρε διαζύγιο και παντρεύτηκε έναν άνδρα βουτηγμένον στις οδούς του πονηρού αυτού κόσμου. Εγώ συνέχισα την υπηρεσία του Ιεχωβά. Σ’ ένα χρόνο από τότε που μ’ εγκατέλειψε η πρώτη μου σύζυγος, και ενώ ήμουν στη διακονία του αγρού στην πόλι Μάντεβιλ, Λουιζιάνα, εγνώρισα μια πολύ καλή κυρία η οποία, αργότερα, έγινε η Χριστιανή σύζυγός μου.
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ
Το θέρος του 1932, στην πόλι Κόττονβαλεη της Λουιζιάνας ένας κληρικός μ’ επροκάλεσε σε συζήτησι δημοσία. Πρόθυμος πάντοτε να υπερασπίζω την αλήθεια του Θεού, δέχθηκα κι’ εξετύπωσα και προγράμματα που ανήγγελλαν τη συζήτησι που θα γινόταν μέσα σ’ ένα θέατρο. Όταν ο τυπογράφος διεπίστωσε ότι εγώ επρόκειτο να συζητήσω με τον ιεροκήρυκα, έκαμε δωρεάν την εκτύπωσι. Γεμίσαμε την περιοχή με προγράμματα. Αυτό εξαγρίωσε τον ιεροκήρυκα.
Ήλθε λοιπόν το βράδυ της συζητήσεως. Ο ιεροκήρυξ δεν φάνηκε. Αλλά παρουσιάσθηκαν οι εκπρόσωποί του—δύο ρωμαλέοι άνδρες ήλθαν στα παρασκήνια για να με ‘συλλάβουν’. Αλλ’ ο θεατρώνης τους ειδοποίησε να βγουν έξω, αλλιώς θα συνελαμβάνοντο. Τελικά, παρουσιάσθηκε ο ιεροκήρυξ. Ήταν ωχρός, κι’ αρνήθηκε ν’ ανεβή στο βήμα. Ο ιεροκήρυξ είχε ως πρόγραμμα να υποστηρίξη τις γνώμες αυτές: (1) ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, (2) ότι ο άδης είναι τόπος αιωνίων και συνειδητών βασάνων, και (3) ότι οι θρησκευτικοί ηγέται του ‘Χριστιανικού κόσμου’ εκπροσωπούν το Θεό και τον Χριστό. Επειδή ο κληρικός αυτός αρνήθηκε να μιλήση γι’ αυτά τα θέματα, ο εισηγητής μου είπε να προχωρήσω.
Ανέφερα πρώτα τι εδίδασκε ο κλήρος, και κατόπιν πήρα τη Γραφή κι’ εξέθεσα τις ψευδείς αυτές διδασκαλίες. Εν τω μεταξύ ο ιεροκήρυξ ήταν σε μεγάλη στενοχώρια, δαγκάνοντας τα νύχια του, τραβώντας τα μαλλιά του και βηματίζοντας στον διάδρομο. Ύστερ’ από μια ώρα, ο ιεροκήρυξ ανέβηκε στο βήμα. Αφού έκαμε μια μακρά, φαρισαϊκή προσευχή, εκάλεσε έναν να έλθη στο βήμα μ’ ένα μεγάλο σάκκο. Παίρνοντας τον σάκκο ο ιεροκήρυξ, άδειασε το περιεχόμενο του. Αυτό ήταν μια μεγάλη ποσότης Γραφικών εντύπων, τα οποία είχαμε διαθέσει στους εντοπίους. Ο κληρικός κατόπιν τα εποδοπάτησε, και εμαίνετο και παραληρούσε. Τελικά, με πικρία είπε: «Φεύγω απ’ αυτόν τον τόπο!» Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων παρέμειναν, κι’ εγώ απάντησα σε πολλές ερωτήσεις των σχετικά με τη Γραφή.
Επίσης, στο έτος 1940, κοντά στην πόλι Κόβιγκτον της Λουιζιάνας, ένας πεντηκοστιανός ιεροκήρυξ με προσεκάλεσε σε συζήτησι. Αλλ’ αυτός ο κληρικός έστειλε να καλέση έναν πολύ μορφωμένο νεαρό ιεροκήρυκα. Όταν μου συστήθηκε ο νεαρός αυτός κληρικός, είπε με αυτάρεσκο τρόπο: «Μαθαίνω ότι είσθε ένας μορφωμένος άνθρωπος. Λοιπόν, όταν τελειώσω μαζί σας, θα σας έχω περιδέσει με τόσους κόμπους, που ποτέ δεν θα λυθήτε.»
Αλλά τα πράγματα αντεστράφησαν, και περιδέθηκε αυτός με τους κόμπους. Όπως κι’ ο ιεροκήρυξ του Κόττονβαλεη, δεν μπόρεσε να μιλήση πρώτος όπως ήταν προγραμματισμένο. Ως τότε που τελείωσα την ωριαία ομιλία μου υπερασπίζοντας την αλήθεια του Θεού, αυτός δεν ήταν σε κατάστασι να μιλήση, ‘εβασανίζετο’ όπως ο πλούσιος της παραβολής του Ιησού. (Λουκ. 16:23, 24) Όταν σηκώθηκε ο ιεροκήρυξ, εκραύγασε προς το ακροατήριό του, χωρίς να κάμη καμμιά ειλικρινή προσπάθεια ν’ απαντήση σε οποιοδήποτε από τα σημεία που ανέπτυξα, και κατόπιν κάθησε. Παρευρίσκονταν πάνω από χίλια άτομα, κι’ ακόμη ακούμε τον αντίκτυπο εκείνης της συζητήσεως, όταν μιλούμε στους ανθρώπους της περιοχής εκείνης.
ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΝΕΩΝ
Τον Οκτώβριο του 1939, ενώ έκανα έργο σκαπανέως στην Ανδαλουσία της πολιτείας Αλαμπάμα, έλαβα ένα τηλεγράφημα από την Εταιρία που έλεγε κατ’ ουσίαν: «Πήγαινε στην Αλεξάνδρεια της Λουιζιάνας αμέσως. Τέσσερις σκαπανείς κρατούμενοι. Οι επιτόπιοι αδελφοί δεν μπορούν να επιτύχουν την απόλυσί των. Κάμε ό,τι μπορείς γι’ αυτούς τους αδελφούς.»
Ανεχώρησα αμέσως από την Ανδαλουσία με αυτοκίνητο. Άλλοι αδελφοί είχαν πάει σε όλους σχεδόν τους δικηγόρους της Αλεξανδρείας, αλλά κανένας δεν ήθελε να αναλάβη την υπόθεσι. Ένας από τους κορυφαίους δικηγόρους της Λουιζιάνας αρνήθηκε. Όταν τον ρώτησαν αν θα υπερήσπιζε αυτούς τους ανθρώπους αν κατηγορούντο για βιασμό, φόνο ή ληστεία, απήντησε ότι θα τους υπερήσπιζε. Αλλά δεν ήθελε ν’ αναλάβη μια υπόθεσι για να υπερασπίση τους Χριστιανούς μάρτυρες του Ιεχωβά.
Επειδή εγώ δεν είχα ακόμη την άδεια να δικηγορώ στην πολιτεία της Λουιζιάνας, δεν μπορούσα να κάμω όσα θα ήθελα να κάμω. Η πρώτη μου σκέψις ήταν να βρω εγγύησι και να ελευθερώσω τους Μάρτυρας. Πήγα λοιπόν στον Αρχιδικαστή της πόλεως Γκας Α. Βολτς, που είχε πάρει το πιστόλι του και με είχε διατάξει να βγω έξω από το γραφείο του, όπως ανέφερα ήδη. Κατόπιν πήγα στον εισαγγελέα, ο οποίος εξέφρασε τη λύπη του που κρατούνταν οι Μάρτυρες, αλλ’ είπε ότι δεν μπορούσε να κάμη τίποτα. «Υπάρχει εξέγερσις» κατά των Μαρτύρων, μου εξήγησε, κι’ αν εκτιμούσα την υπόληψί μου ως δικηγόρου (αυτός δεν με ρώτησε αν ήμουν δικηγόρος), θα έφευγα από την πόλι. Αλλά παρέμεινα, διότι οι Χριστιανοί αδελφοί μου ήσαν στη φυλακή πολλές εβδομάδες κι’ επρόκειτο για το όνομα και την τιμή του Ιεχωβά.
Ετηλεφώνησα σ’ ένα δικηγόρο της Νέας Ορλεάνης, τον Χέρμαν Λ. Μίντλο, ο οποίος ήλθε στην Αλεξάνδρεια, και ύστερ’ από κατάλληλες ενέργειες οι τέσσερις Μάρτυρες αφέθησαν ελεύθεροι. Ο κ. Μίντλο κι’ εγώ πήγαμε κατόπιν στο εστιατόριο για φαγητό. Όταν βγήκαμε, μας περίμενε η αστυνομία. Συνέλαβε τον κ. Μίντλο και τον πήγε στο κρατητήριο. Ανέφερα το ζήτημα στον εισαγγελέα, ο οποίος εκάλεσε τον δικαστή της πόλεως και του είπε ότι καλά θα κάμη ν’ απολύση τον δικηγόρο από το κρατητήριο. Τότε ο κ. Μίντλο απελύθη.
Στις αρχές του 1942 πήρα την άδεια να δικηγορώ στην πολιτεία της Λουιζιάνας. Τότε ήμουν σε καλύτερη θέσι να παρέχω νομική βοήθεια στους Χριστιανούς αδελφούς μου.
Οι συλλήψεις για την κήρυξι της αληθείας της Γραφής στην Αλεξάνδρεια συνεχίσθηκαν. Κάθε φορά που επήγαινα εκεί κι’ εμφανιζόμουν στο δικαστήριο, αυτός ο δικαστής επανελάμβανε τις απειλές του να με σκοτώση. Αλλ’ εγώ δεν επρόκειτο να φοβηθώ. Επειδή έδιναν ευρεία δημοσιότητα στις συλλήψεις, η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν κατάμεστη κάθε φορά. Η Αλεξάνδρεια είχε ένα μεγάλο στρατιωτικό ίδρυμα στη διάρκεια του πολέμου, και σε μια περίπτωσι διέκρινα μερικούς στρατιωτικούς με παράσημα, που ήσαν παρόντες στη δίκη. Όταν λοιπόν ήλθα να υποστηρίξω την υπόθεσι, είπα:
«Παρατηρώ ότι σήμερα στο δικαστήριο υπάρχουν μερικοί νέοι που είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο. Για ποιο πράγμα εμάχοντο; Σ’ αυτούς και σ’ εμάς είχαν πει ότι μάχονται για τις ελευθερίες που τις ποθούν όλοι οι Αμερικανοί: Ελευθερία λόγου, τύπου, και λατρείας, και για την ελευθερία να λατρεύη κανείς τον Θεό σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς του, που είναι η πιο πολύτιμη απ’ όλες αυτές τις ελευθερίες. Κι’ εδώ βλέπομε την Πόλι της Αλεξανδρείας να στερή τους Αμερικανούς πολίτας απ’ όλα αυτά τα πράγματα».
Ο δικαστής ‘έβραζε’ από οργή, αλλ’ οι στρατιωτικοί και οι άλλοι φαίνονταν πολύ ευχαριστημένοι.
Οι Μάρτυρες εξακολούθησαν να τυγχάνουν κακομεταχειρίσεως στα χέρια του δικαστού αυτού ως το έτος 1953 περίπου. Τότε είχαμε την τελευταία μας υπόθεσι. Και πάλι ο δικαστής εκήρυξε ενόχους τους Μάρτυρας. Ησκήθη έφεσις. Ένας από τους Μάρτυρας, ο Μάριον Γκουντώ, που γνώριζε τον δικαστή, πήγε στο γραφείο του να υπογράψη το παράβολο της εφέσεως. Τότε ήταν που του εμπιστεύθηκε αυτά ο δικαστής:
«Κύριε Γκουντώ, επί δεκατρία χρόνια πολέμησα τους μάρτυρας του Ιεχωβά, προειδοποιώντας τους, απειλώντας τους και φυλακίζοντάς τους, αλλά μάταια. Αυτοί ξανάρχονται ολοένα στην Αλεξάνδρεια. Δεν μπορώ ν’ ανθέξω σε άλλη, υπόθεσί των. Δεν μπορώ πια να την αναλάβω».
Αυτός ο δικαστής δεν μπόρεσε ‘ν’ ανθέξη’ μ’ αυτούς ή ‘ν’ αναλάβη υπόθεσί τους’ πια, διότι πέθανε ύστερ’ από λίγον καιρό.
Από το έτος 1953 οι Μάρτυρες λίγη μόνο ή καμμιά ενόχλησι δεν είχαν στην Αλεξάνδρεια. Μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις του διακονικού μου σταδίου ήταν το καλοκαίρι του 1970, όταν συμπαρακάθησα μ’ ένα πλήθος από 9.000 άτομα στο Ράπιντς Κολισίουμ της Αλεξανδρείας στη διάρκεια της περιφερειακής συνελεύσεως μαρτύρων του Ιεχωβά, λαμβάνοντας Βιβλική εκπαίδευσι.
ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Πολλές ευλογίες είχα πράγματι με την πάροδο των ετών. Επί παραδείγματι, είχα το προνόμιο να υπηρετήσω ως επίσκοπος της Χριστιανικής εκκλησίας επί πολλά χρόνια. Υπηρέτησα επίσης στα Κεντρικά Γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν και αργότερα ως ένας από τους πρώτους εκπαιδευτάς της Βιβλικής Σχολής της Σκοπιάς Γαλαάδ. Η σύζυγός μου κι’ εγώ περιμέναμε το πρώτο μας παιδί, κι’ έτσι στο 1943 επανήλθα στη διακονία σκαπανέως και στη νομική δράσι.
Ο γάμος μας ευλογήθηκε με τρία παιδιά, τη Ντίνα, τον Νάθαν και τη Μάρθα. Στο 1955, ο Νάθαν, ο μοναχογυιός μας, δεκαετής την ηλικία, πέθανε από πολιομυελίτιδα. Από τότε που ήταν πέντε ή έξη ετών υπηρετούσε τον Ιεχωβά, αγαπούσε την Αγία Γραφή, τις συναθροίσεις εκκλησίας, και ησχολείτο στη διακονία του αγρού. Ποτέ δεν θα λησμονήσω ότι μερικές Κυριακές πρωί, που ήμουν πολύ εξηντλημένος από σκληρό έργον όλη την εβδομάδα κι’ αισθανόμουν σαν να αρρώσταινα, αυτός ερχόταν στο υπνοδωμάτιο και με κουνούσε, λέγοντας: «Σήκω, Μπαμπάκα. Μην αφήνης τον παλιοδιάβολο να σε κρατάη στο κρεββάτι. Πρέπει να βγούμε στην υπηρεσία της Βασιλείας.» Υπήρχαν λοιπόν περιπτώσεις που το νεανικό του σφρίγος και ο ζήλος του με ωθούσαν να βγω στο έργον της κηρύξεως της Βασιλείας. Η Βιβλική ελπίς της αναστάσεως μας εβοήθησε πάρα πολύ να βαστάσωμε την απώλεια.
Στη δεκαετία 1940-1949 εγέρθηκαν τόσο πολλές υποθέσεις εναντίον των Μαρτύρων στη Λουιζιάνα ώστε διέσχισα την πολιτεία από βορρά έως νότου και από ανατολάς έως δυσμάς, κανονίζοντας εγγυήσεις για την απόλυσι των αδελφών, και εκπροσωπώντας τους όταν ήρχοντο οι υποθέσεις των ενώπιον του δικαστηρίου. Συχνά εταξίδευα μέρα-νύχτα. Για να περιγραφούν οι υποθέσεις θα εχρειάζοντο ολόκληροι, τόμοι, αλλά δίνω ένα παράδειγμα:
Στην πόλι Ώκτεηλ της Λουιζιάνας μια Κυριακή εννέα Μάρτυρες συνελήφθησαν και κρατήθηκαν. Μου ετηλεφώνησαν κι’ έφθασα εκεί τη Δευτέρα πρωί. Πήγα πρώτα στο κρατητήριο. Η πόρτα του κρατητηρίου είχε αφεθή ανοιχτή, με την ελπίδα, όπως κατόπιν έμαθα, ότι οι κρατούμενοι θα έβγαιναν· τότε η πόλις θα τους κατηγορούσε ‘για απόπειρα αποδράσεως.’ Αλλ’ οι μάρτυρες έμειναν μέσα.
Στη δίκη η πολιτική αγωγή εκάλεσε μια ηλικιωμένη κυρία να καταθέση εναντίον των Μαρτύρων. Αυτή είχε πάρει ένα βιβλίο από ένα Μάρτυρα που πήγε στην πόρτα της. Η αστυνομία το κατέσχεσε. Όταν πήγε να καταθέση ως μάρτυς στο δικαστήριο, ο εισαγγελεύς της έδειξε το βιβλίο και την ερώτησε από πού το πήρε. Εκείνη είπε ότι το πήρε από ένα Μάρτυρα.
«Πόσα το πλήρωσες το βιβλίο;» βρυχήθηκε ο εισαγγελεύς.
«Ούτε πεντάρα,» απήντησε εκείνη. «Ξέρετε, είπε ότι ήμουν πολύ φτωχή και δεν μπορούσα να το πληρώσω, αλλά το ήθελα, και γι’ αυτό μου το έδωσαν.»
Έμειναν βουβοί ο εισαγγελεύς και ο δικαστής! Ωστόσο, παρά την απόλυτη έλλειψι αποδείξεων ότι οι Μάρτυρες έκαναν πώλησι, ο δικαστής τους κατεδίκασε σε τριάντα ημερών φυλάκισι. Έγινε έφεσις και οι καταδίκες αναιρέθηκαν.
Με τον καιρό άρχισα να κάνω ταξίδια στο Μισισιππή, την Αλαμπάμα, το Τέννεση, τη Φλώριδα και το Τέξας, για να υπερασπίζω μάρτυρας του Ιεχωβά στο δικαστήριο. Τελικά ανακατευόμουν στις δίκες των Μαρτύρων, είτε με άμεσο τρόπο είτε ως απλός σύμβουλος, σε κάθε σχεδόν πολιτεία της Αμερικής.
Λόγου χάριν, κατόπιν αιτήσεως του Γ. Κ. Κλαρκ, δικηγόρου του Μισισιππή, και ενός μάρτυρος του Ιεχωβά, προσήλθα να τον βοηθήσω. Μερικές Χριστιανές αδελφές μας στο ολοχρόνιο έργο, είχαν συλληφθή στο Μπρουκχάβεν του Μισισιππή κι’ έτυχαν απρεπούς μεταχειρίσεως. Τόσο μεγάλη ήταν η προκατάληψης, ώστε ο Κλαρκ ήταν βέβαιος ότι η δίκη δεν θα ήταν διόλου ομαλή κι’ έτσι θα έπρεπε να κάνωμε «ένστασι» στο δικαστήριο. Κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του ο εισαγγελεύς, ο Κλαρκ ενίστατο. Όταν κουράσθηκε να ενίσταται, μου είπε ν’ αναλάβω εγώ. Και ανέλαβα. Μεταξύ μας, πρέπει να εσημειώθησαν όχι λιγότερες από πενήντα ενστάσεις. Ο εισαγγελεύς παραπονέθηκε στον δικαστή ότι δεν μπορούσε να γίνη η δίκη εξ αιτίας των ενστάσεών μας. Ο δικαστής του υπενθύμισε ότι είχαμε το δικαίωμα να ενιστάμεθα, είτε καλή ήταν η ένστασίς μας είτε κακή. Τελικά ο κατήγορος, έχοντας αηδιάσει εντελώς, είπε: «Αφού ο εισαγγελεύς δεν μπορεί να δικάση την υπόθεσί του, καιρός είναι να φύγω. Φεύγω απ’ αυτόν τον παράφρονα χώρο!» Έτσι κι’ έκαμε. Τότε ο δικαστής τους απήλλαξε.
Μετά τον θάνατο του Αδελφού Κλαρκ, εταξίδεψα σε όλον τον Μισισιππή εκπροσωπώντας τους Χριστιανούς αδελφούς μου. Σε κάθε υπόθεσι προσπαθούσα, όχι μόνο να υπερασπίσω το δικαίωμα των Μαρτύρων να κηρύττουν, αλλά και, οπουδήποτε ήταν δυνατόν, να δίνω μια αποτελεσματική μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού.
Στο 1963 μου ανετέθη μια ασυνήθης υπόθεσις. Επί δύο χρόνια τα παιδιά των μαρτύρων του Ιεχωβά έπρεπε ν’ αποβάλλωνται από τα δημόσια σχολεία του Πάιντοπ της Αριζόνας καθώς και άλλων πόλεων της πολιτείας εκείνης, ένεκα της ευσυνείδητης αρνήσεώς των ν’ αποδώσουν λατρευτική τιμή στην πολιτεία, όπως απαιτούσε ο νόμος της Αριζόνας, στη διάρκεια που εψάλλετο ο ύμνος. Οι προσπάθειες για επαναφορά των παιδιών απέβησαν άκαρπες. Η υπόθεσις παρεπέμφθη σε δίκη, τον Ιούλιο του 1963, στο Ομοσπονδιακό Περιφερειακό Δικαστήριο της Φοίνικος. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν κατάμεστη. Αφού προσεκομίσθησαν όλες οι αποδείξεις, άρχισα την αγόρευσί μου με τα εξής λόγια:
«Αν ο Φράνσις Σκώτ Κη (που συνέταξε την Αστερόεσσαν), ήταν εδώ σήμερα, θα ερυθρίαζε από αισχύνη να βλέπη αυτό το έμβλημα, την Αμερικανική σημαία, την οποίαν θεωρούσε ως σύμβολον ελευθερίας και για την οποίαν έγραψε τον ύμνο Η Αστερόεσσα Σημαία να χρησιμοποιήται τώρα σαν ένα ρόπαλο για να χτυπούν μικρά παιδιά και να τα εξαναγκάζουν να παραβούν τις βαθύτερες Χριστιανικές πεποιθήσεις των».
Με τον καιρό το δικαστήριο εξέδωκε την απόφασί του ότι η αποβολή των παιδιών από τα δημόσια σχολεία ήταν παράνομη και αντισυνταγματική και ότι τα παιδιά έπρεπε να επανέλθουν.
Από τον πρώτο διορισμό που έλαβα σ’ αυτόν τον τομέα της νομικής υπερασπίσεως των αγαθών νέων, τον Οκτώβριο του 1939, ως την παρούσα ώρα, προσευχόμουν κι’ εξακολουθώ να προσεύχωμαι σε κάθε υπόθεσι ζητώντας τη βοήθεια και τη δύναμι του Ιεχωβά, αναγνωρίζοντας ότι εγώ δεν είμαι παρά χώμα. Στην εβδόμη δεκαετηρίδα της ζωής μου ανατρέχω στη σταδιοδρομία μου της υπερασπίσεως της αληθείας του Θεού με χαρωπές ευχαριστίες. Μου αρέσει ν’ αποβλέπω στο μέλλον με μεγαλύτερη ακόμη χαρά για την ημέρα που πλησιάζει όταν, με τη διακυβέρνησι της Βασιλείας σε όλη τη γη, θα μπορώ να ενωθώ με αναρίθμητα εκατομμύρια αδελφών μου στην εκπλήρωσι της μεγαλόπρεπους προσκλήσεως του Ψαλμού 150:6: «Πάσα πνοή ας αινή τον Ιεχωβά. Αλληλούια!»