Ζητείτε τον Θεό Ενόσω Μπορεί να Βρεθή
«(Ο Θεός) διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας «αυτών διά να ζητώσι τον Κυριον, [τον Θεό, Κείμενον], ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν.»—Πράξ. 17:26, 27.
1. Πώς ο Παύλος ήταν ένας άγνωστος άνθρωπος σε μια άγνωστη πόλι, και σε τι αποτέλεσμα ωδήγησε αυτό;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ήταν άγνωστος στην πόλι και όταν έφθασε εκεί η πόλις του ήταν άγνωστη. Παρατηρώντας γύρω, διέκρινε ένα βωμό αφιερωμένο στον ‘άγνωστο’ Θεό. Θα θέλατε σεις να λατρεύετε έναν Θεό που σας είναι άγνωστος; Ήταν μια πολύ δυσάρεστη κατάστασις, και αυτό ασφαλώς αισθάνθηκε ο απόστολος Παύλος όταν έφθασε στας Αθήνας στην διάρκεια της δευτέρας ιεραποστολικής περιοδείας του, στο έτος 50 μ.Χ. περίπου. Οι Χριστιανοί αδελφοί του Παύλου συνέβη να τον φέρουν από τη Βέροια έως τας Αθήνας και να τον αφήσουν εκεί, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Ο Παύλος μόνον όταν είχε λάβει ουράνια κατεύθυνσι επισκέφθηκε τελευταία την Μακεδονία, βορείως των Αθηνών, και προφανώς ποτέ άλλοτε δεν είχε έλθει στας Αθήνας. Πιθανώς εγνώριζε ότι ήταν ένα κέντρον μορφώσεως καθώς και θρησκείας. Ενοχλήθηκε από την τελευταία αυτή όψι, και «το πνεύμα αυτού παρωξύνετο εν αυτώ, επειδή έβλεπε την πόλιν γέμουσαν ειδώλων.» Πώς αντέδρασε ο Παύλος σ’ αυτή την κατάστασι; Πώς θ’ αντιδρούσατε σεις αν ήσαστε ένας Χριστιανός Ιουδαίος;—Πράξ. 16:9, 10· 17:15, 16, 23.
2. Με ποια έννοια εκείνο που είναι άγνωστο είναι βλαβερό, και πώς ο Παύλος επεξήτησε να το υπερνικήση αυτό;
2 Εκείνο που είναι «άγνωστο» αυτή όψι, και «το πνεύμα αυτού ή «οροθέσια.» Αυτό το γεγονός μπορεί να έχη ως αποτέλεσμα μεγάλη βλάβη που οδηγεί εύκολα σε τραγωδία. Επομένως, αυτή η περίστασις είναι κάτι που πρέπει να το υπερνικήσωμε αν είναι δυνατόν. Ο Παύλος το υπερνίκησε. Άρχισε να κάνη γνωστό τον εαυτό του και την αποστολή του, και, συγχρόνως, να γνωρίζη καλύτερα τους Αθηναίους και τους τρόπους της σκέψεως των. «Διελέγετο λοιπόν εν τη συναγωγή μετά των Ιουδαίων, και μετά των θεοσεβών, και εν τη αγορά καθ’ εκάστην ημέραν μετά των τυχόντων.» (Πράξ. 17:17) Πιθανώς η πείρα του με τους Ιουδαίους εκεί στας Αθήνας δεν ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των άλλων πόλεων. Αλλά στην αγορά συνήντησε πολλούς οι οποίοι υπερηφανεύοντο για το ενδιαφέρον που είχαν για τη μάθησι και τη φιλοσοφία. Επειδή «πάντες . .. οι Αθηναίοι και οι παρεπιδημούντες ξένοι εις ουδέν άλλο ηυκαίρουν, παρά εις το να λέγωσι και να ακούωσί τι νεώτερον,» θα μπορούσε να λεχθή ότι ζητούσαν τον Θεό μέσα στα γνωστά θρησκευτικά όρια; Όχι, καθόλου, Ας ρίξωμε ένα σύντομο βλέμμα σ’ αυτούς που συνωστίζοντο στην αγορά.—Πράξ. 17:21.
3. Σε τι διεκρίνοντο οι Επικούριοι και οι Στωϊκοί, πώς παρατηρείται όμοια στάσις σήμερα;
3 Αναφέρονται οι Επικούριοι. Αυτοί επίστευαν ότι η απόκτησις της μεγαλύτερης ευχαριστήσεως χωρίς τα κακά αποτελέσματα των υπερβολικών απολαύσεων αποτελούσε τον κύριο σκοπό της ζωής. Ο Παύλος εκήρυττε το ευαγγέλιο του Ιησού και την ανάστασι, που ήταν σε αντίθεσι με την ιδέα των «ας φάγωμεν και ας πίωμεν· διότι αύριον αποθνήσκομεν.» (Πράξ. 17:18· 1 Κορ. 15:32) Το όριον που προσπαθούσαν να μη περάσουν ήταν οτιδήποτε θα τους απειλούσε ν’ αρνηθούν την επιδίωξι και την απόκτησι απολαύσεως. Δεν ζητούσαν τον αληθινό Θεό μέσα στα όρια που Αυτός έθεσε. Ανασύρονται επίσης και οι Στωικοί. Αυτοί δεν επίστευαν σ’ ένα προσωπικό Θεό, αλλά μάλλον εφαντάζοντο μια απρόσωπη θεότητα, από την οποία προήλθε η ανθρώπινη ψυχή. Γι’ αυτούς, μια ενάρετη ζωή εσήμαινε ‘ν’ ακολουθούν τη φύσι διότι επίστευαν ότι η ύλη και η ενέργεια αποτελούσαν τις στοιχειώδεις αρχές του σύμπαντος, Επίστευαν ότι η μοίρα διακυβερνούσε τις ανθρώπινες υποθέσεις. Και αυτοί, επίσης, επειδή δεν ήσαν πραγματικοί εκζητηταί της αληθείας, δεν ήσαν πρόθυμοι να δεχθούν το θεόδοτο άγγελμα του Παύλου. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι δύσκολο να διακρίνωμε μια στενή ομοιότητα μεταξύ των δογμάτων των ανωτέρω ομάδων και των διδασκαλιών πολλών λαών σήμερα, με την προτεραιότητα των στον υλισμό και την αγάπη των απολαύσεων. Γι’ αυτούς, είτε το λέγουν είτε όχι, ο Θεός είναι νεκρός, τουλάχιστον ως προς το ενδιαφέρον που έχουν να τον αναζητούν ειλικρινά ή να ψηλαφούν γι’ αυτόν.
4. Γιατί ωδηγήθηκε ο Παύλος στον Άρειο Πάγο, και πώς το θεώρησε αυτό;
4 Η γενική στάσις των απέναντι του Παύλου ήταν δυσμενής. «Συνήρχοντο εις λόγους μετ’ αυτού,» τον έλεγαν ‘σπερμολόγο’ και ‘κήρυκα ξένων θεών.’ Τον ωδήγησαν στον Άρειο Πάγο, πιθανώς για να του δώσουν μια δικαστική ακρόασι. Ο Παύλος θα ευχαριστήθηκε γι’ αυτή την ευκαιρία να δώση μια καλή μαρτυρία, και είμεθα ευτυχείς που η ομιλία του σ’ εκείνη την περίπτωσι ανεγράφη προς όφελός μας. Ενδιαφερόμεθα να δούμε πώς επελήφθη του προβλήματος του ‘αγνώστου’ και του σχετικού ζητήματος των ορίων. Ας φαντασθούμε ότι είμεθα εκεί και τον ακούμε.—Πράξ. 17:18-22.
ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΑ ΟΡΙΑ
5. (α) Τι είναι αξιόλογο στις πρώτες παρατηρήσεις του Παύλου; (β) Πώς ο Παύλος χειρίζεται το πρόβλημα του ‘αγνώστου’;
5 «Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα σας βλέπω εις άκρον θεολάτρας. Διότι ενώ διηρχόμην και ανεθεώρουν τα σεβάσματά σας, εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι επιγεγραμμένον, ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς.» (Πράξ. 17:22, 23) Πόσο ευγενικά είναι αυτά τα πρώτα λόγια! Τίποτα δεν ελέχθη που να θέση σε ανταγωνισμό τους ακροατάς και να τους κάμη να νομίζουν ότι διαφωνούν μαζί του. Εκλέγει ένα από τα δικά τους «σεβάσματά» και κατά έναν τρόπο, ενώνεται μαζί τους για να ιδούν με προσοχή αυτόν τον ιδιαίτερο βωμό. Χωρίς να σταθή για να ρωτήση τι είδους Θεό ήταν δυνατόν να έχουν υπ’ όψιν οι λάτρεις, άρχισε ν’ αναπτύσση ένα λογικό και πειστικά επιχείρημα, θέτοντας το ένα στερεό γεγονός της αληθείας επάνω στο άλλο. Πρώτα, απομακρύνεται από το ‘άγνωστον.’ Δεν λέγει απότομα ότι αυτό είναι εσφαλμένο, αλλά λέγει απλώς ότι διακηρύττει ή εξηγεί το ένα και μόνο αξιολάτρευτο σέβασμα. Προσέξτε πώς το κάνει αυτό.
6. Ποια αλήθεια απέδειξε ο Παύλος ως προς τον σκοπό του Θεού για τον άνθρωπο και την κατοικία του;
6 Εξηγεί ότι ο Θεός, ο Δημιουργός όλων και Δοτήρ της ζωής και της πνοής, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, ούτε λατρεύεται από ανθρώπινα χέρια. Αν αυτό μπορούσε να δώση την εντύπωσι ότι ο Θεός ήταν εντελώς ανώτερος από τον άνθρωπο, τα επόμενα λόγια δίνουν την αληθινή προοπτική. «Και έκαμεν [ο Θεός] εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων, διά να κατοικώσιν εφ’ όλου του προσώπου της γης, και διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών διά να ζητώσι τον Κύριον, [τον Θεόν, Κείμενον], ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν αυτόν και να εύρωσιν αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών.» (Πράξ. 17:24-27) Τόσο η επιστήμη όσο και η Γραφή πιστοποιούν το γεγονός ότι όλη η ανθρώπινη οικογένεια έχει την προέλευσί της από έναν άνθρωπο· αυτός ο άνθρωπος πάλι έλαβε τη ζωή και την πνοή του από τον Θεό, τον Δημιουργό του. Κατόπιν τονίζει το ενδιαφέρον σημείον ότι το ευρύ όριον της ανθρώπινης κατοικίας είναι ‘όλο το πρόσωπο της γης.’ Αυτό, φυσικά, δεν συμφωνεί με το φιλόδοξο ρητά ότι ο ουρανός αποτελεί το όριο. Ο άνθρωπος θα μπορούσε να ταξιδεύη μέσα στην ατμόσφαιρα και να εξερευνά ακόμη και το φεγγάρι, αλλά δεν θα μπορούσε να διαμένη και στη γη και στη σελήνη. Θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος να κατοική μέσα στο θεόδοτο όριο.
7. Όταν ο Θεός εκδίδη ένα πρόσταγμα ή «κάτι παρόμοιο, τι υπονοείται πάντοτε;
7 Τι είχε κατά νουν ο Παύλος όταν είπε κατόπιν ότι ο Θεός «διώρισε τους προδιατεταγμένους καιρούς και τα οροθέσια της κατοικίας αυτών διά να ζητώσι τον Κύριον [τον Θεόν, Κείμενον]»; Προσέξτε τη λέξι «διώρισε.» Όταν ο Θεός, ο Υπέρτατος Κύριος, εκδίδη ένα πρόσταγμα ή κάτι παρόμοιο, όπως λόγου χάριν ένα διάταγμα, νόμο ή εντολή, τότε καθορίζεται αμέσως ένα θεοκρατικό σταθερό όριο ή οροθετική γραμμή. Έτσι πρέπει να είναι πάντοτε, διότι η έκδοσις αυτού του προστάγματος καθορίζει και επιβάλλει ωρισμένες απαιτήσεις και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται. Η υπακοή απαιτεί να μένετε μέσα στα όρια του. Η παρακοή σημαίνει ότι παραβαίνετε ή παραβιάζετε αυτά τα όρια, επομένως εξέρχεσθε από τα όρια, όπως θα λέγαμε, και πιθανώς γίνεσθε ένοχος εισβολής στα δικαιώματα των άλλων. Μια περαιτέρω εξέτασις τούτου στο φως των Αγίων Γραφών θα μας βοηθήση να ζητούμε τον Θεό, αλλά πρώτα θέλομε να μάθωμε σχετικά με αυτούς τους «προδιατεταγμένους καιρούς» και τα ‘οροθέσια της κατοικίας των ανθρώπων.’
8. Πώς η επαγγελία του Θεού στον Αβραάμ αποκάλυψε ωρισμένα όρια;
8 Ο Παύλος οδηγούμενος από τον Λόγο και το πνεύμα του Θεού εξιχνιάζει γεγονότα που επακολούθησαν τη δημιουργία για να καταδείξη πώς ο μόνος αληθινός Θεός είχε καθορίσει ωρισμένα όρια, τόσο σε χρόνο όσο και σε χώρο. Ποια είναι αυτά; Μολονότι η πρώτη επαγγελία και προφητεία δόθηκε στην Εδέμ, μόνον όταν ο Θεός έκαμε την ένορκο διαθήκη με τον Αβραάμ βρίσκομε τον ποθούμενο κρίκο, το πρώτο σκαλοπάτι. Ο Ιεχωβά ετερμάτισε τη διαθήκη μ’ αυτά τα λόγια: «Εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.» (Γέν. 22:18) Αυτό βέβαια δείχνει ότι ο Αβραάμ δεν ελάτρευε εν αγνοία του έναν ‘Άγνωστο Θεό.’ Κάθε άλλο! Αυτό σημαίνει επίσης ότι τα έθνη δεν θα μπορούσαν επιτυχώς να ζητούν να ευλογηθούν εν αγνοία σύμφωνα με τις δικές των ιδέες. Οι άνθρωποι μπορούν να βρουν τον Θεό και να λάβουν την ευλογία του μόνο με τον καθωρισμένο τρόπο του Θεού. Όπως είπε ο Ησαΐας: «Ζητείτε τον Ιεχωβά ενόσω δύναται να ευρεθή.» Πρέπει επίσης να ερευνήσετε που μπορεί να βρεθή, «ενόσω είναι πλησίον.» (Ησ. 55:6, ΜΝΚ) Είσθε πρόθυμοι, όπως ο Αβραάμ, ν’ ακούσετε με ευμενή ανταπόκρισι στη φωνή του Θεού;
9. Πώς αναπτύχθηκε εκείνη η επαγγελία, περιλαμβανομένων και των ορίων χρόνου και χώρου;
9 Ιδέτε τώρα πώς αναπτύχθηκε η επαγγελία του Θεού με όρια και σε χρόνο και σε χώρο. Ο Θεός είπε σχετικά με το σπέρμα του Αβραάμ; «Έξευρε βεβαίως ότι το σπέρμα σου θέλει παροικήσει εν γη ουχί εαυτών . .. τετρακόσια έτη. . . Εν δε τη τετάρτη γενεές θέλουσι επιστρέψει εδώ.» Ο Ιεχωβά κατόπιν υποσχέθηκε τα εξής: «Εις το σπέρμα σου έδωκα την γην ταύτην, από του ποταμού της Αιγύπτου έως του ποταμού του μεγάλου, του ποταμού Ευφράτου.» Στον ωρισμένο καιρό, ύστερα από εκείνη την περίοδο των τετρακοσίων ετών, όταν οι Ισραηλίται, οι απόγονοι του Αβραάμ, ελάμβαναν τον Νόμο στο Όρος Σινά, ο Ιεχωβά ειδικά υποσχέθηκε τα εξής: «Και θέλω θέσει τα όρια σου από της Ερυθράς Θαλάσσης μέχρι της Θαλάσσης των Φιλισταίων, και από της ερήμου μέχρι του ποταμού.» Εξ άλλου οι Ισραηλίται, όταν οδοιπορούσαν στην έρημον προειδοποιήθηκαν να μην παραβιάσουν τα όρια των άλλων εθνών, όπως ήταν ο Μωάβ και ο Αμμών. Αυτό μας οδηγεί να κατανοήσωμε πόσο κατάλληλα ήσαν τα λόγια της ωδής Μωυσέως στο Δευτερονόμιο 32:8: «Ότε διεμέριζεν ο Ύψιστος τα έθνη,. . . έστησε τα όρια των λαών κατά τον αριθμόν των υιών Ισραήλ.»—Γέν. 15:13-21· Έξοδ. 23:31· Δευτ. 2:4, 5, 18, 19.
10. (α) Για ποιο σκοπό διώρισε ο Θεός «τους προδιατεταγμένους καιρούς» και «τα οροθέσια;» (β) Πάνω σ’ αυτή τη βάσι τι περαιτέρω επιχείρημα και προειδοποίησι δόθηκαν τότε;
10 Μπορούμε τώρα καλύτερα να καταλάβωμε τι είχε υπ’ όψιν ο Παύλος ως προς τους «προδιατεταγμένους καιρούς» και τα «οροθέσια της κατοικίας αυτών.» Για ποιο σκοπό διώρισε αυτά ο Θεός; Πολύ συχνά, οι άνθρωποι εγείρουν όρια, όπως λόγου χάριν ένα υψηλό τείχος, για ν’ αποκλείουν εκείνους που είναι άγνωστοι και ανεπιθύμητοι. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωσι έχομε μια ευχάριστη αντίθεσι. Ο Παύλος λέγει ο σκοπός των ορίων αυτών είναι να χρησιμεύουν ως βοηθητικά οροθέσια ή οδηγοί για τους ανθρώπους «διά να ζητώσι τον Θεόν . .. και να εύρωσιν αν και δεν είναι μακράν από ενός εκάστου ημών.» Αυτό υποστηρίζεται από την υπόμνησι ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από τον Θεό για ζωή και κίνησι, «καθώς και τίνες των ποιητών σας είπον, Διότι και γένος είμεθα τούτου.» Κατόπιν ο Παύλος δίνει προειδοποίησι να φυλάγωνται από την ειδωλολατρία που είναι μια μορφή λατρείας βασισμένη στην άγνοια: «Γένος λοιπόν όντες του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν τον Θεόν ότι είναι όμοιος με. . . λίθον, κεχαραγμένον διά τέχνης και επινοίας ανθρώπου.» Καθώς ακούμε, θέλομε να ξέρωμε τι αναμένεται από μας να πράξωμε σχετικά με αυτό. Αμέσως μας λέγει: «Τους καιρούς λοιπόν της αγνοίας παραβλέψας ο Θεός, τώρα παραγγέλλει εις πάντας τους ανθρώπους πανταχού να μετανοώσι.»—Πράξ. 17:27-30.
11. Ποιο ήταν το αποκορύφωμα του επιχειρήματος του Παύλου και ποια θεοκρατικά όρια περιλαμβάνονται
11 Ο απόστολος γρήγορα φθάνει στο αποκορύφωμα του επιχειρήματος του, τουλάχιστον όσο του επιτρέπεται να φθάση. Με λίγα λόγια ανέτρεξε αμέσως στην αρχή της δημιουργίας και τώρα δείχνοντας τι είπε ο Θεός στους ανθρώπους να κάνουν, εξηγεί κατόπιν τον λόγο γι’ αυτό με το να επεκταθή στο μέλλον. Γιατί η παραγγελία σε μετάνοια; «Διότι [ο Θεός] προσδιώρισεν ημέραν, εν η μέλλει να κρίνη την οικουμένην εν δικαιοσύνη διά ανδρός τον οποίον διώρισε, και έδωκεν εις πάντας βεβαίωσιν περί τούτου, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών.» (Πράξ. 17:31) Διακρίνετε σεις τα θεοκρατικά όρια, την προσδιορισμένη «ημέραν» και τον προσδιωρισμένον ‘άνδρα’ για τον οποίον έδωσε βεβαίωσιν ότι θα κάμη δίκαιη κρίσι, ευνοϊκή για κείνους που τον ζητούν ειλικρινά; Αυτά τα προσδιορισμένα χρονικά όρια μιλούν για μεγαλύτερα πράγματα παρά για ‘τα οροθέσια της κατοικίας αυτών’ όπως ελέχθη ανωτέρω στις Πράξεις 17:26. Εμείς σήμερα, επιθυμώντας μια ευνοϊκή κρίσι, είναι ανάγκη να έχομε μια σαφή άποψι της οροθετικής γραμμής μεταξύ υπακοής και παρακοής στον Θεό, μεταξύ δικαίου και αδίκου. Μη σύρετε μόνοι σας αυτή τη γραμμή. Όπως θα παρατηρήσωμε, απαιτείται περισσότερη προσοχή απ’ όση αναγνωρίζεται γενικά, περιλαμβανομένης και της καρδιάς καθώς και της διανοίας.
12, 13. (α) Ποια γενική επίδρασι είχαν τα λόγια περί αναστάσεως και με ποιες εξαιρέσεις; (β) Με ποιον τρόπο ελπίζομε να ωφεληθούμε ανατρέχοντας στο παρελθόν;
12 Το ότι ο Παύλος ανέφερε για μια ανάστασι εκ νεκρών ήταν πάρα πολύ για πολλούς από τους ακροατάς. «Οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον, Περί τούτου θέλομεν σε ακούσει πάλιν.» Εν τούτοις η καλή μαρτυρία που έδωσε ο Παύλος δεν ήταν άκαρπη. «Τινές δε άνδρες προσεκολλήθησαν εις αυτόν και επίστευσαν· μεταξύ των οποίων ήτο και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και γυνή τις ονόματι Δάμαρις, και άλλοι μετ’ αυτών.» Χαίρομε που γνωρίζομε ότι μερικοί άκουσαν με εκτίμησι και αποδείχθηκαν ευπειθείς.—Πράξ. 17:32-34.
13 Ο Παύλος έπρεπε να είναι σύντομος σ’ εκείνη την περίπτωσι. Όσο για μας όμως που δεν είμεθα κάτω από μια τέτοια άμεση πίεσι σήμερα, θα ιδούμε ότι αξίζει τον κόπο ν’ ανατρέξωμε στο παρελθόν και να δούμε πώς και γιατί παρουσιάσθηκε η ανάγκη πριν από τις ημέρες του Παύλου να ζητούν οι άνθρωποι τον Θεό, πώς η ανάγκη εκείνη αντιμετωπίσθηκε και τι υποχρεώσεις έχομε εμείς.
ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΑΡΧΙΣΕ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ
14. (α) Τι υπονοούσε το γεγονός ότι ο Ιεχωβά χρειάσθηκε να αναζητήση τον άνθρωπο; (β) Πώς ο Αδάμ έδειξε μια ανήσυχη συνείδησι, αλλ’ υπήρξε καμμιά ένδειξις πραγματικής μετανοίας;
14 Στη Γραφή είναι εκπληκτικό το να διαπιστώνουμε ότι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για αναζήτησι δεν είναι αναζήτησις από μέρους του ανθρώπου στο να ζητή τον Θεό, αλλά το αντίθετο. Διαβάζομε στη Γένεσι 3:9, ΜΝΚ: «Εκάλεσε δε Ιεχωβά ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν [κατ’ επανάληψιν], Πού είσαι;» Τι καταπληκτική κατάστασις! Μήπως κάτι δεν πήγε καλά; Ναι, είχε γίνει μια κακή πράξις, ως αποτέλεσμα της οποίας, όταν «ηχούσαν την φωνήν Ιεχωβά του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω. .. εκρύφθησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Ιεχωβά του Θεού μεταξύ των δένδρων του παραδείσου.» Όταν προσπαθούμε να κρυφθούμε από το πρόσωπο κάποιου, αυτό συχνά οφείλεται σε μια ταραγμένη συνείδησι που προξενεί φόβο και ντροπή. Γνωρίζετε το αίσθημα αυτό. Έτσι αισθάνθηκε και ο Αδάμ όταν απήντησε στον Θεό: «Την φωνήν σου ήκουσα εν τω παραδείσω και εφοβήθην, διότι είμαι γυμνός· και εκρύφθην.» Άλλο είναι να αισθάνεται κανείς φόβο και να θέλη να κρυφθή, και εντελώς άλλο είναι να αισθάνεται κανείς μετάνοια και να ζητή ν’ αποκαταστήση μια αγαθή σχέσι. Ποτέ δεν υπήρξε κάποια ένδειξις για το δεύτερο από μέρους του Αδάμ ή της συζύγου του. Φυσικά, αυτοί λυπήθηκαν πικρά για το αποτέλεσμα της πράξεως των, αλλά δεν εξεδήλωσαν λύπη ή εντροπή για την πράξι. Ποια ήταν η κακή πράξις των;—Γέν. 3:8, 10.
15. Πώς η προσταγή του Θεού στη Γένεσι 2:16, 17 έθεσε ένα όριο, κατά γράμμα και ηθικώς;
15 Τόσο ο Αδάμ όσο και η σύζυγος του παρέβησαν ορισμένα θεοκρατικά όρια, κατά γράμμα και μεταφορικώς ή ηθικώς. Ήσαν επίσης ένοχοι εισβολής στα δικαιώματα των άλλων. Όταν ο Θεός έθεσε πρώτα τον Αδάμ στην Εδέμ, δεν είπε απλώς στον Αδάμ να φάγη ελεύθερα απ’ όλα τα δένδρα εκτός από ένα. Μάλλον, διαβάζομε ότι ο Θεός «προσέταξε. . . εις τον Αδάμ λέγων: ‘Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ’ αυτού διότι καθ’ την ημέραν φάγης απ’ αυτού θέλεις εξάπαντος αποθάνει.’ Δυό φορές κατόπιν ο Θεός μίλησε γι’ αυτό το ζήτημα ως προσταγή. (Γέν. 2:16, 17· 3:11, 17) Ενδιαφέρει να τονισθή ότι όταν ο Σατανάς διά του όφεως ρώτησε την Εύα γι’ αυτή την προσταγή, κανένας απ’ αυτούς δεν την εχαρακτήρισε ως προσταγή, απλώς σαν κάτι που είχε πει ο Θεός. (Γέν. 3:1, 3) Εν τούτοις, όπως ελέχθη προηγουμένως, μια προσταγή πάντοτε δημιουργεί ένα ή περισσότερα όρια. Σ’ αυτή την περίπτωσι, το «δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού» ήταν κατά γράμμα έξω από τα όρια για τον Αδάμ και την Εύα. Αυτοί δεν έπρεπε να φάγουν από τον καρπόν του ούτε και να τον εγγίσουν ακόμη. Αλλά δεν ήταν και απρόσιτο φυσικώς· γι’ αυτό και δημιουργήθηκε το πολύ σπουδαίο ηθικό όριο. Η προσταγή του Θεού επέβαλε μια δοκιμασία της υπακοής των.
16. Ως προς την Εύα, τι την ωδήγησε στην παράβασι του ηθικού ορίου, και σε ποια περαιτέρω πλάνη ωδήγησε αυτό;
16 Το ν’ ακούση με ανταπόκρισι τον όφι, ωδήγησε στην παραβίασι του ηθικού ορίου. «Και είδεν η γυνή, ότι το δένδρον . . . ήτο αρεστόν εις τους οφθαλμούς, και επιθυμητόν το δένδρον ως δίδον γνώσιν.» Οι επιθυμίες και οι πόθοι πηγάζουν από την καρδιά. Μολονότι εκείνη ακριβώς επανέλαβε τη θεία προσταγή, επέτρεψε στην εσφαλμένη πληροφορία να εισχωρήση στην καρδιά της μέσω της διανοίας της. Απατήθηκε νομίζοντας ότι θα μπορούσε η ίδια να σύρη την οροθετική γραμμή, ‘γνωρίζοντας το καλόν και το κακόν’ μόνη της. Αυτό δεν κάνουν πολλοί άνθρωποι στη ζωή, θέτοντας τους δικούς των κανόνες του ορθού και του εσφαλμένου ή δεχόμενοι τους κανόνες των άλλων; Μήπως και σεις επίσης εκάματε έτσι, με την ενθάρρυνσι των άλλων εκτός από τον Θεό, πιστεύοντας ότι η ειλικρίνεια αποτελεί έναν επαρκή οδηγό;—Γέν. 3:5, 6.
17. Πώς ακολούθησε η παραβίασις του κατά γράμμα ορίου, που ήταν επίσης εισβολή στα δικαιώματα των άλλων;
17 Όταν η Εύα παρεβίασε το ηθικό όριο με την εσφαλμένη επιθυμία και την απόφασι να φάγη από τον απαγορευμένο καρπό, ακολούθησε αμέσως παραβίασις του κατά γράμμα ορίου. «Και λαβούσα εκ του καρπού αυτού έφαγε· και έδωκεν και εις τον άνδρα αυτής μεθ’ εαυτής, και αυτός έφαγε.» (Γέν. 3:6) Η παραβίασις ενός ορίου συχνά σημαίνει εισβολή στα δικαιώματα των άλλων. Σ’ αυτή την περίπτωσι πρώτη η Εύα εισέβαλε στα δικαιώματα του συζύγου της ως προς την ηγεσία του, λαμβάνοντας την πρωτοβουλία στα χέρια της. Και το σπουδαιότερο, εισέβαλαν και οι δύο στα δικαιώματα του Ιεχωβά Θεού, καθορίζοντας τη δική τους πορεία με την πράξι και το πνεύμα της παρακοής. Εκ προθέσεως ξεπέρασαν τα όρια. Δηλαδή θεληματικά αγνόησαν την οροθετική γραμμή του Θεού μεταξύ του τι τους επετρέπετο να φάγουν και τι, όχι, και έσυραν τη δική τους γραμμή. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
18. (α) Πώς ο Θεός προστάτεψε τα δικαιώματα του; (β) Σε τι βαθμό επηρεάσθηκε η ανθρωπότης από την παρακοή του Αδάμ, και τι ερωτήματα εγέρθηκαν;
18 Μετά την επαγγελία της θείας κρίσεως, ο Αδάμ και η σύζυγος του εξεδιώχθησαν από την παραδεισιακή τους κατοικία. Η επιστροφή σ’ αυτήν έγινε αδύνατη. Ο Ιεχωβά «εξεδίωξε τον Αδάμ· και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα χερουβείμ, και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην, διά να φυλάττωσιν την οδόν του ξύλου της ζωής.» (Γέν. 3:24) Αυτό ήταν ένα απαγορευτικό ορόσημο ένας αδιαπέραστος φραγμός γι’ αυτούς. Και το χειρότερο, αυτοί εξωρίσθηκαν από του προσώπου και της παρουσίας του Ιεχωβά. Όλοι εμείς, ως τέκνα του Αδάμ, που προήλθαμε «εξ ενός αίματος» πολύ επηρεαζόμεθα απ’ αυτό. Λόγω της κληρονομημένης αμαρτίας και ατέλειας, για να μη αναφέρομε τους «καιρούς της αγνοίας» στους οποίους ζούμε, είμεθα αποξενωμένοι από τον Θεό. (Πράξ. 17:26, 30) Γι’ αυτό υπάρχουν πολλές θρησκευτικές συνήθειες μεταξύ των ανθρώπων που είναι αποξενωμένοι από τον Θεό. Υπάρχουν πολλές θρησκείες και πολλοί άνθρωποι είναι ευχαριστημένοι με τη δική τους ιδιαίτερη θρησκεία. Αποφασίζουν μόνοι των μεταξύ του καλού και του κακού σε ζητήματα θρησκεία ή οπουδήποτε υπάρχει ένα ηθικό ζήτημα για εξέτασι. Το κάνετε σεις αυτό; Και μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ελπίς; Μήπως η αναζήτησις τον αληθινού Θεού και της αληθινής θρησκείας είναι όλα ματαιότης; Μπορεί η αναζήτησις να καταλήξη σε επιτυχία για μας; Ιδέτε τι συνέβη μετά την έξωσι του ανθρώπου από την Εδέμ, και την ενθάρρυνσι που μπορεί ν’ αποκτηθή απ’ αυτό.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΗ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ
19. Ποια αντίθεσις παρατηρείται μεταξύ των δύο πρώτων υιών του Αδάμ και πώς κατέληξε η πορεία του Κάιν;
19 Οι δύο πρώτοι γιοι του Αδάμ, κατ’ αντίθεσι παρέχουν πολλά που θα μας βοηθήσουν στην αναζήτησί μας. Αυτοί έκαμαν ο καθένας μια προσφορά στον Ιεχωβά, αλλ’ όπως έδειξαν τα γεγονότα, ο καθένας με διαφορετικό ελατήριο. Η προσφορά του Κάιν «από των καρπών της γης» ήταν ίσως μόνο μια τυπικότης, που δεν μπορούσε να παραβληθή με την προσφορά του νεωτέρου αδελφού του, του Άβελ, ο οποίος έκαμε μια εκλεκτή προσφορά «από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού και από των στεάτων αυτών.» Με κάποιο μέσον που δεν αποκαλύφθηκε, ο Ιεχωβά έδειξε εύνοια στον Άβελ και την προσφορά του, αλλά δεν ‘επέβλεψε με εύνοια επί τον Κάιν και επί την προσφοράν αυτού.’ Γι’ αυτό ο Κάιν ‘ηγανάκτησε σφόδρα’ Τότε ο Ιεχωβά φιλάγαθα τον προειδοποίησε: «Αν συ πράττης καλώς, δεν θέλεις είσθαι ευπρόσδεκτος; και αν δεν πράττης καλώς, εις την θύραν κείται η αμαρτία. Αλλ’ εις σε θέλει είσθαι η επιθυμία αυτού [αυτής, ΜΝΚ] και συ θέλεις εξουσιάζει επ’ αυτού [επ’ αυτής, ΜΝΚ].» Αυτό αποκαλύπτει ότι ο Κάιν ενεργούσε ήδη με κακό τρόπο, προφανώς επιζητώντας μια «εξύψωσι» με ιδιοτελές πείσμον πνεύμα. Επλησίαζε επικίνδυνα να υπερβή το όριο της αυτοκυριαρχίας, Το πέρασε και έγινε ο πρώτος φονεύς. «Και εξήλθεν ο Κάιν από προσώπου του Ιεχωβά και κατώκησεν εν τη γη Νωδ [της Φυγής, ΜΝΚ],» της φυγής από τη δικαιοσύνη.—Γέν. 4:3-16.
20. Με ποιον τρόπο μπορούσε ο Κάιν να οικοδομήση μια ισχυρή πίστι, μαζί με ποιες άλλες καλές ιδιότητες;
20 Όταν παρατηρούμε τον Άβελ, τι ευτυχής αντίθεσις! Ο Θεός με κάποιο τρόπο έδειξε εύνοια σ’ αυτόν. Ο Άβελ το ήξερε πολύ καλά αυτό, Ο Παύλος το τονίζει αυτό λέγοντας ότι «διά πίστεως ο Άβελ προσέφερε προς τον Θεόν καλυτέραν θυσίαν παρά τον Κάιν, διά της οποίας εμαρτυρήθη ότι ήτο δίκαιος, επειδή ο Θεός έδωκε μαρτυρίαν περί των δώρων αυτού· και δι’ αυτής, καίτοι αποθανών, έτι λαλεί.» (Εβρ. 11:4) Η πίστις του Άβελ είχε ένα καλό θεμέλιο. Ασφαλώς του είχε δοθή μια λεπτομερής περιγραφή των άφθονων προμηθειών του Ιεχωβά που απελαμβάνοντο στον Κήπο της Εδέμ. Εγνώριζε ασφαλώς πώς ο Ιεχωβά είχε μιλήσει στον Αδάμ σαν ένας πατέρας που μιλεί στον γιο του. Ήταν κατατοπισμένος στην επαγγελία της Εδέμ και στην προφητεία του Ιεχωβά Θεού για τη συντριβή της κεφαλής του όφεως, και είχε μια βέβαιη ελπίδα για την εκπλήρωσί της, αν και δεν ήξερε ακριβώς πότε και πώς. Εκτός από την πίστι και την ελπίδα είχε και την άλλη ιδιότητα που προεξέχει. Εκαλλιέργησε αληθινή αγάπη για τον Ιεχωβά, μαζί με ένα ισχυρά αίσθημα πιστότητας και εκτιμήσεως, αρκετά δυνατό ώστε να υπερνικήση την κακή επιρροή και το παράδειγμα των γονέων του και του μεγαλύτερου αδελφού του.—Γέν. 3:15· 1 Κορ. 13:13.
21. Τι ενθάρρυνσι μπορούμε να λάβωμε εξετάζοντας τον Άβελ;
21 Για τον Άβελ, που είχε την απόδειξι της ευλογίας του Ιεχωβά επάνω του, η αναζήτησις για τον αληθινό Θεό είχε τελειώσει. Αυτός δεν εχρειάζετο να αναζητήση τον Θεό, εκτός από την έννοια του να ζητή πάντοτε να διακρατή την εύνοια Του με την ορθή διαγωγή με το πνεύμα της αληθινής υπακοής από την καρδιά του. Ό,τι ήταν δυνατόν για τον Άβελ είναι και για σας δυνατόν, θ’ αποβλέπωμε μ’ εμπιστοσύνη στην έρευνα του Λόγου του Θεού για περαιτέρω καθοδήγησι και ενθαρρυνσι. Να έχετε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο ο Ιεχωβά εβοήθησε τον Άβελ, και θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη ότι έδωσε και χείρα βοηθείας στον Κάιν.
[Εικόνα στη σελίδα 621]
Ο απόστολος Παύλος μιλώντας στους Αθηναίους επάνω στον Άρειο Πάγο τους ενεθάρρυνε να ζητούν τον αληθινό Θεό
[Εικόνα στη σελίδα 623]
Όταν Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, έδωσε στο ανθρώπινο γένος «όλο το πρόσωπο της γης για κατοικία των
[Εικόνα στη σελίδα 626]
Η Εύα παρέβη τα παρά Θεού τεθέν οροθέσιο τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό