Το Τέλος ενός Συστήματος Πραγμάτων
ΔΕΝ είναι μικρό πράγμα για ένα σύστημα να καταστραφή αφού διήρκεσε 1.582 χρόνια. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα όταν το σύστημα έχη ιδρυθή από τον ίδιο τον Θεό. Το σύστημα για το οποίο μιλούμε είναι το σύστημα του αρχαίου Ιουδαϊκού έθνους. Γιατί τελείωσε και τι επέφερε εκείνο το τέλος με τον τρόπο που έγινε;
Είναι κοινώς γνωστό ότι ο Θεός εγκαθίδρυσε το σύστημα πραγμάτων κάτω από τη διαθήκη του Νόμου μέσω του νομοθέτου Μωυσέως στο έτος 1513 π.Χ. Αυτό το σύστημα περιελάμβανε πολλά χαρακτηριστικά—τα διάφορα σάββατά του, τις διατάξεις για θρησκευτική καθαρότητα, τις κληρονομικές διατάξεις, τον ναό της Ιερουσαλήμ με το ιερατείο και τις θυσίες του και άλλα πράγματα. Όλ’ αυτά καταστράφηκαν τελείως στο έτος 70 μ.Χ. Μαζί μ’ αυτά χάθηκε και η Ιουδαϊκή ελπίδα ότι ένας βασιλεύς της γενεαλογικής γραμμής του Δαβίδ θα ενεθρονίζετο πάλι στην Ιερουσαλήμ και θα νικούσε τις καταδυναστευτικές δυνάμεις των Εθνικών.
Οι λόγοι και ο τρόπος της καταστροφής της Ιερουσαλήμ εξηγήθηκαν σε μια προφητική δήλωσι από τον μεγαλύτερο προφήτη του Θεού, τον Ιησού Χριστό, λίγες μέρες προτού θανατωθή από την ίδια την εξουσία η οποία αργότερα κατέστρεψε το Ιουδαϊκό σύστημα πραγμάτων. Αλλά, παραδόξως, οι Ιουδαίοι ήσαν εκείνοι που τον παρέδωσαν σ’ εκείνη την εξουσία και οι οποίοι εκραύγαζαν για να εκτελεσθή.
ΕΝΑ ΤΡΟΜΕΡΟ ΤΕΛΟΣ
Η προφητεία του Ιησού δόθηκε σαν απάντησι σ’ ένα ερώτημα που είχαν θέσει οι απόστολοί του. Αυτοί έδειχναν στον Ιησού τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων του ναού. Βλέποντας αυτά ο Ιησούς απήντησε: «Δεν βλέπετε πάντα ταύτα; Αληθώς σας λέγω, δεν θέλει αφεθή εδώ λίθος επί λίθον, όστις δεν θέλει κατακρημνισθή.»—Ματθ. 24:1, 2
Δυο μέρες ενωρίτερα ο Ιησούς είχε προείπει τον τρόπο με τον οποίο θα κατεστρέφετο η πόλις και ο ναός της. Απευθύνθηκε στην Ιερουσαλήμ λέγοντας:
«Θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει, και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν, και θέλουσι κατεδαφίσει σε και τα τέκνα σου εν σοι, και δεν θέλουσιν αφήσει εν σοι λίθον επί λίθον, διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου.—Λουκ. 19:43, 44.
Αυτό ήταν ανησυχητικό και για τους ίδιους τους αποστόλους του Χριστού, που ήσαν περιτετμημένοι Ιουδαίοι. Δεν είχαν εννοήσει ακόμη ότι ο Χριστός θα εβασίλευε, όχι από έναν επίγειο θρόνο στην Ιερουσαλήμ, αλλά από τον ουρανό. Η δήλωσις του Ιησού κατεδείκνυε ότι ο Θεός δεν θα επολιτεύετο πια με την επίγεια Ιερουσαλήμ, αλλά εκείνοι δεν το είχαν αντιληφθή ακόμη πλήρως. (Πράξ. 1:6) Επίσης, τα λόγια του Ιησού εσήμαιναν ότι οι ιερείς του οίκου του Ααρών θα εξεβάλλοντο από τις θέσεις των. Γιατί;
Ο λόγος για τον οποίον επλησίαζε το τέλος όλων αυτών ήταν ότι ο Ιεχωβά είχε σκοπό να φέρη καλύτερα πράγματα μέσω του Μεσσία του. Οι θυσίες ζώων και τα άλλα χαρακτηριστικά του Νόμου, με τις προφητείες, κατηύθυναν τους πιστούς Ισραηλίτας στον Ιησού Χριστό και εχρησίμευαν για να προμηθεύσουν αλάνθαστα διαπιστευτικά στοιχεία για την αναγνώρισι αυτού ως Μεσσίου. Αλλ’ αυτές οι θυσίες δεν ήσαν εκείνο που πραγματικά επιθυμούσε ο Ιεχωβά, διότι αυτές δεν μπορούσαν ν’ αφαιρέσουν αμαρτίες. (Εβρ. 10:5-10) Επρόκειτο να τερματισθούν. Η θυσία του Χριστού θα τις καθιστούσε άχρηστες.
Το γεγονός ότι το τέλος του Ιουδαϊκού ιερατείου θα ήρχετο στη διάρκεια του τέλους του Ιουδαϊκού συστήματος πραγμάτων υποστηρίζεται και από τα εδάφια προς Εβραίους 9:26-28, που τονίζουν ότι ο Ιησούς δεν επρόκειτο να κάμη επανειλημμένες θυσίες του εαυτού του, και λέγουν: «Διότι έπρεπε τότε πολλάκις να πάθη από καταβολής κόσμου· τώρα δε άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθη για να αθετήση την αμαρτίαν διά της θυσίας εαυτού.»—Παράβαλε με 1 Κορινθίους 10:11.
Γιατί, όμως, να έλθη ένα τόσο φοβερό τέλος στην Ιερουσαλήμ; Ο σκοπός του Θεού να τερματίση τον Νόμο με τον Χριστό δεν απαιτούσε τη δραστική αυτή ενέργεια. (Ρωμ. 10:4) Πραγματικά, οι πιστοί Χριστιανοί από την Πεντηκοστή και εντεύθεν (αφότου η θυσία του Χριστού έγινε δεκτή από τον Ιεχωβά στον ουρανό) δεν εθεώρησαν καθήκον των να κατεδαφίσουν τον ναό ή την πόλι της Ιερουσαλήμ. Ανεγνώριζαν τον ναό ως ένα μέσον του Θεού που είχε εκπληρώσει τον σκοπό του. Δεν τον καταφρονούσαν. Αλλά ήξεραν ότι ο Ιησούς Χριστός στον ουρανό ήταν ο αρχιερεύς των, διότι είχε εγκαινιασθή μια νέα διαθήκη, και συνεπώς επήλθε μια αλλαγή του Ιερατείου. (Εβρ. 7:11-14) Πολλοί μάλιστα από το Ιουδαϊκό ιερατείο δέχθηκαν τον Ιησού ως την πραγματική θυσία για τις αμαρτίες και κατενόησαν ότι το έργο τους στο ναό είχε εκπληρώσει το σκοπό του και δεν ίσχυε πια στα όμματα του Ιεχωβά. (Πράξ. 6:7) Γιατί, λοιπόν, να επέλθη μια τόσο βίαιη καταστροφή στην πόλι των Ιουδαίων και το ναό της;
Ο Ιησούς ετόνισε την αιτία τούτου όταν είπε στην Ιερουσαλήμ, ενώ ήταν στον ναό:
«Ιδού, εγώ αποστέλλω προς εσάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς, και εξ αυτών θέλετε θανατώσει και σταυρώσει, και εξ αυτών θέλετε μαστιγώσει εν ταις συναγωγαίς σας και διώξει από πόλεως εις πόλιν, διά να έλθη εφ’ υμάς παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου, τον οποίον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου. Αληθώς σας λέγω, Πάντα ταύτα θέλουσιν ελθεί επί την γενεάν ταύτην. Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε· ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε. Ιδού, αφίνεται εις εσάς ο ο οίκος σας έρημος. Διότι σας λέγω, Δεν θέλετε με ιδεί εις το εξής, εωσού είπητε, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι του Ιεχωβά.»—Ματθ. 23:34-39, ΜΝΚ.
ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Φυσικά, αυτή η δήλωσις του Ιησού έφερε στη διάνοια των αποστόλων το ερώτημα: «Πότε Θέλουσι γείνει ταύτα; και τι το σημείον της παρουσίας σου και της συντελείας του αιώνος;» (Ματθ. 24:3) Ο Ιησούς, απαντώντας, περιέγραψε τα γεγονότα που θα ωδηγούσαν στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ:
«Βλέπετε μη σας πλανήση τις· διότι πολλοί θέλουσιν ελθεί επί τω ονόματί μου, λέγοντες, Εγώ είμαι ο Χριστός· και πολλούς θέλουσι πλανήσει. Θέλετε δε ακούσει πολέμους και φήμας πολέμων· προσέχετε, μη ταραχθήτε· επειδή πάντα ταύτα πρέπει να γείνωσιν αλλά δεν είναι έτι το τέλος.»—Ματθ. 24:4-6.
Θα εγείροντο Ιουδαίοι, όχι για να ισχυρισθούν ότι είναι ο Ιησούς που επανήλθε εν σαρκί, αλλά προβάλλοντας τους εαυτούς των ως τον υποσχεμένο Μεσσία ή Χριστό. Η Ιουδαϊκή επανάστασις εναντίον των Ρωμαίων στο έτος 66 μ.Χ. ήταν μια τέτοια μεσσιανική προσπάθεια. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν αποτελούσε απόδειξι της παρουσίας του Χριστού (ο όρος παρουσία στις Ελληνικές Γραφές αναφέρεται στην επάνοδο του Χριστού με Βασιλική εξουσία).
Επίσης, θα εγίνοντο μερικοί πόλεμοι σ’ αυτή την περίοδο οι οποίοι θα επηρέαζαν το Ιουδαϊκό Έθνος. Αλλά οι μαθηταί του Χριστού δεν έπρεπε να τρομοκρατηθούν ώστε να αναλάβουν πρόωρη ενέργεια. Ο Ιησούς κατόπιν είπε γι’ αυτή την περίοδο:
«Διότι θέλει εγερθή έθνος επί έθνος, και βασιλεία επί βασιλείαν· και θέλουσι γείνει πείναι και λοιμοί, και σεισμοί κατά τόπους. Πάντα δε ταύτα είναι αρχή ωδίνων.»—Ματθ. 24:7, 8.
Αυτά τα πράγματα θ’ αποτελούσαν αλάνθαστες αποδείξεις για τους Χριστιανούς ότι το τέλος, επλησίαζε. Επίσης, συγκεκριμένα πράγματα θα επήρχοντο στους μαθητάς του διότι αυτοί ανήγγελλαν τον αληθινό Μεσσία και ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Ο Ιησούς συνέχισε ως εξής:
«Τότε θέλουσι σας παραδώσει εις θλίψιν, και θέλουσι σας θανατώσει και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων των εθνών διά το όνομά μου. Και τότε θέλουσι σκανδαλισθή πολλοί και θέλουσι παραδώσει αλλήλους και θέλουσι μισήσει αλλήλους. Και πολλοί ψευδοπροφήται θέλουσιν εγερθή και πλανήσει πολλούς, και επειδή θέλει πληθυνθή η ανομία, η αγάπη των πολλών θέλει ψυχρανθή. Ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή. Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη την οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος.»—Ματθ. 24:9-14.
Αυτό εκπληρώθηκε καθώς η γενική ανομία και η έλλειψις αγάπης στον Θεό αυξανόταν. Οι Ιουδαίοι, οπουδήποτε σκορπίσθηκαν, ισχυρίζοντο ότι υπηρετούσαν τον Θεό ενώ κατεδίωκαν τους μαθητάς του Χριστού. Εν τούτοις, οι Χριστιανοί εκήρυτταν τα αγαθά νέα της Βασιλείας σε όλη την οικουμένη, ιδιαίτερα στα έθνη στα οποία είχαν διασπαρή οι Ιουδαίοι.—Κολ. 1:6, 23.
Η ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Κατόπιν ο Ιησούς ετόνισε το ιδιαίτερο πράγμα που θα έδειχνε την εγγύτητα του τέλους του Ιουδαϊκού συστήματος. Είπε:
«Όταν λοιπόν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το λαληθέν διά του προφήτου Δανιήλ, ιστάμενον εν τω τόπω τω αγίω—ο αναγινώσκων ας εννοή—τότε οι εν τη Ιουδαία ας φεύγωσιν επί τα όρη·. . . Διότι τότε θέλει είσθαι θλίψις μεγάλη, οποία δεν έγεινεν απ’ αρχής κόσμου έως του νυν, ουδέ θέλει γείνει. Και αν δεν συνετέμνοντο αι ημέραι εκείναι, δεν ήθελε σωθή ουδεμία σαρξ· διά τους εκλεκτούς όμως θέλουσι συντμηθή αι ημέραι εκείναι.»—Ματθ. 24:15-22.
Αυτό θα ήταν μια βέβαιη προειδοποίησις για τους Χριστιανούς να βγουν από την Ιερουσαλήμ και την επαρχία της Ιουδαίας τότε, με πολλή βιασύνη, χωρίς άχρηστα βάρη, από τον πιο σύντομο δρόμο.
Ποιο ήταν αυτό το «βδέλυγμα» και πώς στάθηκε εν τόπω αγίω; Ο Ρωμαίος στρατηγός Γάλλος, αντιδρώντας στον στασιασμό των Ιουδαίων τον Οκτώβριο του 66 μ.Χ., κατέβηκε από τη Συρία στη διάρκεια της Ιουδαϊκής εορτής της σκηνοπηγίας και περιεκύκλωσε την Ιερουσαλήμ με στρατοπεδευμένες στρατιές. Κατόπιν μάχης, εισήγαγε τα στρατεύματά του στην πόλι της Ιερουσαλήμ, και προχώρησε τόσο ώστε να υποσκάψη και ένα τμήμα του τείχους του ναού. Αυτό βέβαια αποτελούσε επίθεσι εναντίον εκείνου το οποίον οι Ιουδαίοι θεωρούσαν άγιο. Αλλά ο Γάλλος αποσύρθηκε ξαφνικά και απροσδόκητα. Οι Ιουδαίοι, εξερχόμενοι από την πόλι, ακολούθησαν και παρενόχλησαν τον στρατό του, κυριεύοντας πολιορκητικά όπλα και επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ περισσότερο σίγουροι για την ασφάλειά τους.
Μόλις αποσύρθηκε ο Γάλλος, οι Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ έφυγαν από την πόλι στην ορεινή περιοχή πέραν του Ιορδάνου Ποταμού στην επαρχία της Περαίας. Σώθηκαν από θάνατο όταν, ύστερα από τέσσερα χρόνια, ο στρατηγός Τίτος εκυρίευσε την Ιερουσαλήμ.
ΚΑΠΟΙΑ «ΣΑΡΞ» ΕΣΩΘΗ
Στην ενδιάμεσο χρονική περίοδο μεταξύ του 66 και του 70 μ.Χ. υπήρχε μεγάλη αναταραχή στην Ιερουσαλήμ, επειδή διάφορες φατρίες πολεμούσαν για ν’ αναλάβουν τη διακυβέρνησι της πόλεως. Κατόπιν, στο έτος 70 μ.Χ. ο Στρατηγός Τίτος, γυιος του Αυτοκράτορος Βεσπασιανού, επήλθε εναντίον της πόλεως, την περιεκύκλωσε μ’ ένα οχύρωμα αιχμηρών πασσάλων, όπως είχε προείπει ο Ιησούς, και προξένησε στους κατοίκους μια οικτρή κατάστασι λιμοκτονίας. Φάνηκε ότι, αν η πολιορκία διαρκούσε πολύ περισσότερο, ‘καμμιά σαρξ’ μέσα στην πόλι δεν θα επιζούσε. Αλλ’ όπως είχε προφητεύσει ο Ιησούς γι’ αυτή τη μεγάλη θλίψι, τη μεγαλύτερη που εδοκίμασε ποτέ η Ιερουσαλήμ, «εάν ο Ιεχωβά δεν ήθελε συντέμει τας ημέρας εκείνας, δεν ήθελε σωθή ουδεμία σαρξ· αλλά διά τους εκλεκτούς, τους οποίους εξέλεξε, συνέτεμε τας ημέρας.»—Μάρκ. 13:19, 20, ΜΝΚ.
Κατά θεία πρόνοια, η πολιορκία διήρκεσε μόνον 142 μέρες. Αλλά και τότε ακόμη ο λοιμός, οι επιδημίες και η μάχαιρα κατέφαγαν 1.100.000 ανθρώπους, αφήνοντας 97.000 επιζώντας για να πωληθούν σε δουλεία ή να πεθάνουν σε μονομαχίες στη Ρωμαϊκή παλαίστρα. Έτσι, οι «εκλεκτοί» του Ιεχωβά είχαν φύγει από την καταδικασμένη πόλι. Γι’ αυτό ο Ιεχωβά δεν παρέτεινε τον χρόνον της στενοχωρίας, αλλά μπορούσε να εκτελέση εκδίκησι σε βραχύ χρονικό διάστημα φειδόμενος 97.000 ατόμων, και σώζοντας έτσι κάποια ‘σάρκα’.
Με αυτόν τον τρόπο το Ιουδαϊκό σύστημα πραγμάτων έφθασε στο τέλος του. Δεν είχαν πια οι Ιουδαίοι το ναό τους. Όλα τα αρχεία τους καταστράφηκαν, ώστε κανένας Ιουδαίος σήμερα δεν μπορεί ν’ αποδείξη ιερατική καταγωγή για τον εαυτό του, ή ότι είναι από τη βασιλική γραμμή του Ιούδα. Ο Ιησούς Χριστός εξέχει ως ο μόνος του οποίου η καταγωγή έχει αποδειχθή ότι προέρχεται από τον Ιούδα μέσω του Δαβίδ. Αυτός μόνον είναι ο δικαιωματικός Βασιλεύς. (Ιεζ. 21:27) Αυτός κατέχει τη θέσι της Αρχιερατείας ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, όχι σύμφωνα με την καταγωγή του Ααρών, αλλά «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ,» με άμεσο διορισμό από τον Πατέρα του τον Ιεχωβά Θεό.—Εβρ. 7:15-17.
Αλλά η απάντησις στο ερώτημα των αποστόλων «Πότε θέλουσι γείνει ταύτα και τι το σημείον της παρουσίας σου και της συντέλειας του αιώνος;» απαιτούσε και περαιτέρω απάντησι, διότι η παρουσία του Ιησού, ή «παρουσία» του με βασιλική εξουσία, δεν έγινε στον καιρό της καταστροφής της Ιερουσαλήμ. Επομένως, ο Ιησούς μίλησε για το τέλος ενός μεγαλυτέρου συστήματος πραγμάτων, δίνοντας πολύ περισσότερες πληροφορίες ως προς το «σημείον.» Αυτό θα εξετασθή σ’ ένα επόμενο τεύχος.