Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Αν, λόγω μιας πορείας σύμφωνα με την Αγία Γραφή, συλληφθή ένας Χριστιανός και καταδικασθή από τις κοσμικές εξουσίες να πληρώση μια χρηματική ποινή θα θεωρηθή η πληρωμή αυτών των χρημάτων ότι είναι μια πράξις συμβιβασμού; Αν του δοθή δικαίωμα να εκλέξη μεταξύ πληρωμής του ποσού ή εκτίσεως της ποινής στη φυλακή, μήπως αυτό θ’ αλλάξη το ζήτημα;
Ο Ιησούς Χριστός είχε προείπει ότι οι ακόλουθοι του επρόκειτο να ‘παραδοθούν εις συνέδρια’ και να ‘σταθούν ενώπιον ηγεμόνων και βασιλέων ένεκεν αυτού προς μαρτυρίαν εις αυτούς.’ (Μάρκ. 13:9)Αυτές οι ενέργειες των αρχών εναντίον των Χριστιανών μπορεί να οφείλωνται στο γεγονός ότι αυτοί κηρύττουν τα αγαθά νέα της Βασιλείας ή ακολουθούν μια πορεία που είναι σύμφωνη με τη Χριστιανική των συνείδησι. (Συγκρίνατε με τα εδάφια Πράξ. 4:1-3, 18-21· 5:27-40· 1 Πέτρ. 4:15, 16) Μπορεί το δικαστήριο να εκδώση μια καταδικαστική απόφασι εναντίον τους και να κληθούν κατόπιν να καταβάλουν μια χρηματική ποινή. Αυτή μπορεί να είναι η μοναδική ποινή ή μπορεί να τους δοθή το δικαίωμα να εκλέξουν το πρόστιμο αντί της φυλακίσεως, ή μπορεί να τους επιβληθή μια ποινή που να περιλαμβάνη και τα δύο, δηλαδή και φυλάκισι και καταβολή προστίμου.
Στο παρελθόν οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν γενικά διακρατήσει μια αρνητική άποψη σχετικά με την πληρωμή χρηματικών ποινών που επεβάλλοντο σε αυτούς επειδή ενασχολούντο στο έργο κηρύγματος. Ενόμιζαν ότι η καταβολή του προστίμου μπορούσε να θεωρηθή σαν μια από μέρους των ομολογία ότι διέπραξαν μια πραγματικά κακή πράξι. Ενόμιζαν επίσης ότι αν ηρνούντο να πληρώσουν και εδέχοντο να φυλακισθούν θα συντελούσαν περισσότερο στην υπεράσπισι και στη βεβαίωσι του ευαγγελίου. (Φιλιππ. 1:7) Σε πολλές περιπτώσεις αυτό είχε καλό αποτέλεσμα και πολλές αρμόδιες αρχές εντυπωσιάσθηκαν από τη σταθερότητα της αποφάσεώς μας να υπηρετούμε τον Θεό. Χωρίς αμφιβολία αυτή η πορεία ευλογήθηκε από τον Ιεχωβά. Και σήμερα σε μερικές περιπτώσεις λόγω των συνθηκών που επικρατούν σε ωρισμένες χώρες μπορεί αυτή η πορεία να είναι η πιο κατάλληλη. Εν τούτοις το ερώτημα που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ είναι αν η πληρωμή του προστίμου είναι Γραφικώς κατάλληλη ή όχι.
Η επιβολή προστίμων αναφέρεται στην Αγία Γραφή και εχρησιμοποιείτο στη διαθήκη του Νόμου σαν ένα είδος ποινής ή τιμωρίας. (Δευτ. 22:19 συγκρίνατε με τα εδάφια Έξοδος 21:29-32 Παροιμίαι 19:19· 21:11) Το εδάφιο Έσδρας 7:26 δείχνει ότι οι Πέρσαι άρχοντες είχαν θεσπίσει «μια χρηματική ποινή» σαν τιμωρία, μαζί με φυλάκισι, εξορία ή θάνατο. Στη σύγχρονη εποχή, όπως γράφει η Παγκόσμιος Εγκυκλοπαιδεία του Βιβλίου του 1973, «Η χρηματική ποινή επιβάλλεται συχνά σαν μια τιμωρία για ένα πταίσμα (μικρότερη παράβασι).»
Έτσι ένα πρόστιμο δεν πρέπει να συγχέεται με μια προσπάθεια του κατηγορουμένου να «εξαγοράση» την ποινή του ώστε να μη φυλακισθή. Δεν είναι σαν τα χρήματα που ήλπιζε να λάβη ο Ηγεμών Φήλιξ από τον απόστολο Παύλο και τα οποία ο Παύλος δεν επλήρωσε. (Πράξ. 24:26, 27) Επομένως, ένας Χριστιανός πρέπει να θεωρή το πρόστιμο που του επεβλήθη σαν ένα είδος τιμωρίας και μολονότι μπορεί να αισθάνεται ότι δεν είναι ένοχος, εφ’ όσον ενήργησε σύμφωνα με τον Λόγο του Θεού, η συνείδησις του μπορεί να του επιτρέψη να πληρώση το πρόστιμο ως ένδειξι υποταγής στις ανώτερες εξουσίες αυτού του κόσμου. (Ρωμ. 13:1, 2· 1 Πέτρ. 2:13, 14) Μολονότι είναι αλήθεια ότι μερικοί παρατηρηταί θα εκλάβουν την πληρωμή μιας χρηματικής ποινής σαν να σημαίνη ότι αποδεχόμεθα το στίγμα της ενοχής, είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι παρατηρηταί θα κάμουν την ίδια υπόθεσι ακόμη κι αν δεχθούμε να φυλακισθούμε αντί να καταβάλωμε το πρόστιμο. Δεν ενδιαφερόμεθα κυρίως για την άποψι των ανθρώπων του κόσμου, αλλά για την άποψι του Θεού.
Είτε καταβάλωμε ένα πρόστιμο, είτε εκτίσωμε μια ποινή φυλακίσεως, όλα αυτά μας συμβαίνουν επειδή επιμένομε να ‘υπακούωμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους’—Διαβάστε τα εδάφια Πράξ. 5:29, 32· Εβρ. 10:34· Φιλιππ. 3:8, 9.
Όταν προσφέρεται στον κατηγορούμενο η ευκαιρία να κάμη εκλογή, δηλαδή ή να δεχθή να καταβάλη τη χρηματική ποινή ή να φυλακισθή, αυτό συνήθως είναι μια έκφρασις δικαστικού ελέους ή επιεικείας. Τα άτομα που κρίνονται ότι είναι μια πραγματική απειλή για την κοινωνία συνήθως φυλακίζονται. Αντιθέτως, οι χρηματικές ποινές χρησιμοποιούνται σαν ένα λιγώτερο σοβαρό μέτρο που επιτρέπει στο άτομο να συνεχίση ανενόχλητα την οικογενειακή του ζωή και την εργασία του, εφόσον δεν απομακρύνεται από την κοινωνία μέσω μιας φυλακίσεως. Δεν υπάρχει τίποτε στην Αγία Γραφή που να μη επιτρέπη σ’ έναν Χριστιανό να κάμη χρησι αυτού του επιεικούς μέτρου, ούτε η Αγία Γραφή μάς ζητεί να κάνωμε μια ενέργεια που θα εξαναγκάση τις εξουσίες να δείξουν μέχρι ποίου βαθμού φθάνει η εναντίωσις των για τη βασιλεία του Θεού. (Αντιθέτως, συγκρίνατε με την αποστολική συμβουλή που εκτίθεται στα εδάφια Ρωμαίους 13:3, 4· Τίτον 3:1, 2· 1 Πέτρου 2:12-17· 3:13-16) Όταν σ’ έναν Χριστιανό προσφέρεται η δυνατότης να εκλέξη, είτε να καταβάλη τη χρηματική ποινή είτε να δεχθή τη φυλάκισι, τότε ο Χριστιανός μπορεί να κρίνη ότι θα συμβάλη περισσότερο στην προώθησι των αγαθών νέων με το να πληρώση το πρόστιμο και να διατηρήση την ελευθερία του για δράσι. Αυτό είναι ζήτημα προσωπικής αποφάσεως σύμφωνα με τη συνείδησι και την προσεκτική κρίσι του Χριστιανού, και αν κανείς αποφασίση να πληρώση το πρόστιμο ή θεωρήση σκόπιμο να υποστή τη φυλάκισι, τότε η απόφασις του δεν πρέπει να γίνη αντικείμενο κριτικής από τα άλλα μέλη της εκκλησίας.
Πρόστιμο μπορεί να επιβληθή και από άλλους, εκτός από τους αξιωματούχους της κυβερνήσεως. Επί παραδείγματι, από εμπορικούς οργανισμούς, στην περίπτωσι που η συνείδησις ενός Χριστιανού δεν του επιτρέπει να λάβη μέρος σε ωρισμένες δραστηριότητες του οργανισμού που νομίζει ότι είναι αντίθετες προς τις Γραφικές αρχές. Και σ’ αυτή την περίπτωσι, επίσης, μπορεί απλώς να θεωρήση ότι υφίσταται μια άδικη τιμωρία επειδή είναι Χριστιανός.—1 Πέτρ. 2:19, 20· 3:17 συγκρίνατε με Παροιμίες 17:26.