Κηρύττουν τον Χριστό—Από Φθόνο ή Καλή Θέλησι;
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ του Θεού πάντοτε αντιμετώπιζαν σκληρή εναντίωσι στις προσπάθειές των να βοηθήσουν τους ανθρώπους. Οι εχθροί του Ιησού χρησιμοποιούσαν κάθε είδους χλευασμούς και επικρίσεις καθώς και ψευδείς κατηγορίες βασισμένες σε οποιοδήποτε ασήμαντο πράγμα μπορούσαν να βρουν.
Επειδή ο Ιησούς έτρωγε και έπινε τον κατηγόρησαν ότι είναι ‘φάγος και πότης.’ (Ματθ. 11:19) Επειδή πήγαινε στα σπίτια αμαρτωλών όταν τον προσκαλούσαν και τους έλεγε τα αγαθά νέα, είπαν ότι αυτός συναναστρεφόταν με τους αμαρτωλούς. (Μάρκ. 2:15, 16) Όταν πραγματικά εθεράπευε ανθρώπους, απαλλάσσοντάς τους από τη λαβίδα φοβερών ασθενειών, ήθελαν να τον σταματήσουν με την αιτιολογία ότι παρέβαινε αυτοσχέδιους κανόνας εν σχέσει με την ημέρα του Σαββάτου.—Ματθ. 12:9-14.
Αυτοί οι θρησκευόμενοι προτιμούσαν ν’ αφήνουν τους ανθρώπους να υποφέρουν αν μπορούσαν απλώς να απαλλαγούν από τον Ιησού, διότι το κήρυγμά του και η πορεία της ενεργείας του έδειχναν ότι αυτοί ήσαν ανάξιοι διδάσκαλοι. (Ματθ. 15:14) Ζητούσαν τις επευφημίες των ανθρώπων μάλλον, παρά την τιμήν για τον Θεό και από Θεό.—Ματθ. 23:5-7.
Οι απόστολοι υπέστησαν την ίδια εναντίωσι. Όταν ο Παύλος ήταν σε μια Ρωμαϊκή φυλακή όπου είχε ριφθή αδίκως καθ’ υποκίνησιν των θρησκευτικών του εχθρών επειδή διέδιδε το φως των αγαθών νέων που έδιναν ελευθερία, οι εχθροί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταστρέψουν τα αγαθά αποτελέσματα του κηρύγματός του. Ο Παύλος είπε αυτά: «Τινές μεν και δια φθόνον και έριδα, τινές δε και από καλής θελήσεως κηρύττουσι τον Χριστόν οι μεν κηρύττουσιν εξ αντιζηλίας τον Χριστόν, ουχί εν καθαρότητι, νομίζοντες ότι προσθέτουσι θλίψιν εις τα δεσμά μου.»—Φιλιπ. 1:15-17.
Αυτοί που ‘διήγειραν θλίψι’ για τον Παύλο ήσαν κυρίως Ιουδαίοι που ισχυρίζοντο ότι είναι Χριστιανοί, αλλ’ είχαν αποχωρισθή από την αγνή αποστολική διδασκαλία του Παύλου. Εφοβούντο να υποστούν μομφή και διωγμό όπως υπέστη ο Χριστός. (Γαλ. 6:12, 13) Δεν είχαν αγνά ελατήρια, αλλά επιζητούσαν να προκαλέσουν αμφιβολίες, διαμάχες, διαιρέσεις,—με λίγα λόγια, να φθείρουν το έργο του αποστόλου και την πνευματικότητα εκείνων τους οποίους τόσο πολύ αυτός εργάσθηκε για να εποικοδομήση. Ήθελαν να διαλύσουν το πνεύμα του αποστόλου προσθέτοντάς του αυτό το βάρος πάνω στα δεσμά της φυλακής που υφίστατο.
Ο Παύλος γράφοντας στην εκκλησία της Κορίνθου γι’ αυτούς τους εναντιουμένους περιέγραψε τα δεινοπαθήματα που υπέστησαν αυτός και οι σύντροφοί του. «Δια δόξης και ατιμίας, δια δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι όμως αληθείς.» (2 Κορ. 6:8) Αυτοί οι εχθροί του Παύλου έφθασαν ως το σημείο να πουν ότι αυτός ήταν ένας απατεών, που πλανούσε τους μαθητάς. Αυτό το έκαμαν με σκοπό να διασπάσουν τις εκκλησίες και να κάμουν τους πιστούς Χριστιανούς να τις εγκαταλείψουν. Δεν ήταν και τόσο μια προσπάθεια ν’ αποκτήσουν νέους μαθητάς, δικούς των μαθητάς από τον έξω κόσμο. Ήταν μια επίθεσις εναντίον της Χριστιανικής εκκλησίας, για να ‘αποσπάσουν τους μαθητάς’ του Ιησού Χριστού και να εμποδίσουν άλλους από το ν’ ακούσουν το άγγελμα που διεκήρυτταν αυτοί οι αληθινοί μαθηταί.—Πράξ. 20:30.
Είναι λοιπόν προφανές ότι αυτοί οι εναντιούμενοι των πρώτων Χριστιανών δεν προσπαθούσαν να εποικοδομήσουν άλλους, μολονότι και αυτοί οι ίδιοι ισχυρίζοντο ότι ήσαν Χριστιανοί. Αυτοί οι ίδιοι δεν ησχολούντο στο να κάνουν μαθητάς του Χριστού, αλλά προσπαθούσαν να διασπάσουν εκείνους που θα άκουγαν τα αγαθά νέα.
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΕΙ
Τι θα λεχθή για τη σημερινή κατάστασι ως προς το κήρυγμα των αγαθών νέων της βασιλείας του Χριστού και την επικείμενη διακυβέρνησί του επί της γης; Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ως σύγχρονοι Χριστιανοί εργάζονται σκληρά για να κηρύξουν αυτά τα αγαθά νέα σε κάθε άτομο. Δεν ισχυρίζονται ότι είναι αλάνθαστοι ή τέλειοι, ούτε είναι εμπνευσμένοι προφήται. Αλλά προσπαθούν να ζουν καθαρή ζωή για να βοηθούν τους ανθρώπους, διδάσκοντάς τους τα αγαθά νέα. Εκατομμύρια ανθρώπων ανταποκρίνονται σ’ αυτό.
Είναι αυτή η δράσις ένα εποικοδομητικό έργο; Μπορούμε απλώς να παρατηρήσωμε τα αποτελέσματα. Όταν εξετάζωμε αυτή τη δράσι δεν διακρίνομε ένα εξέχον παράδειγμα παγκοσμίου ενότητος στη διδασκαλία, στη διαγωγή και στην αγάπη; Βρίσκομε ανθρώπους κατά εκατοντάδες χιλιάδες κάθε χρόνο ν’ αλλάζουν την προσωπικότητά τους έτσι ώστε να γίνωνται νομοταγείς πολίτες διατηρώντας Γραφική ηθικότητα, ανατρέφοντας ευτυχισμένες οικογένειες, γνωστοποιώντας στους άλλους τους ίδιους υψηλούς κανόνες. Πού αλλού βρίσκομε ανθρώπους που δαπανούν το χρόνο τους και τους πόρους των με το να δείξουν αγάπη για τους συνανθρώπους των δαπανώντας ώρες επισκεπτόμενοι ανθρώπους στα σπίτια τους και διδάσκοντας στους ενδιαφερομένους τις αλήθειες του Λόγου του Θεού; Πού αλλού παρατηρούμε ένα τέτοιο διεθνές πρόγραμμα που εξαλείφει τις φυλετικές διακρίσεις μεταξύ των διδασκομένων ώστε να ‘σφυρηλατούν τας μαχαίρας των δια υνία και να μη μαθαίνουν πλέον τον πόλεμο;’ (Ησ. 2:4) Πού αλλού βρίσκομε μια ομάδα ανθρώπων που ενδιαφέρεται για την υποστήριξι και υπεράσπισι της αγνότητας της Βιβλικής αληθείας με κάθε θυσία;—1 Τιμ. 3:15.
ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΟΥΝ
Εν τούτοις, όπως εγίνετο με τους πρώτους Χριστιανούς, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν εχθρούς σήμερα. Μερικοί προέρχονται από τις ίδιες των τις τάξεις, ακριβώς όπως συνέβαινε στην πρώτη Χριστιανοσύνη. (Πράξ. 20:30) Και ποιος είναι ο αντικειμενικός σκοπός αυτών των ανθρώπων; Είναι να κατεδαφίζουν. Τα όσα λέγουν και δημοσιεύουν έχουν εξ ολοκλήρου σχεδόν τη μορφή επιθέσεως εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μήπως τους βλέπομε να εποικοδομούν κανένα; Μήπως μετέχουν σε μια μεγάλη σύναξι Χριστιανών που διάγουν καθαρή ζωή και κηρύττουν τη Βασιλεία; Αν αποσπούν κάποιον ο οποίος συνδέεται με τους Μάρτυρας του Ιεχωβά, πού θα πάη αυτό το άτομο; Πού θα εποικοδομηθή πνευματικώς;
Τα ίδια ερωτήματα ανέκυψαν όταν ο Ιησούς ήταν στη γη. Μερικοί άρχισαν να γογγύζουν και ν’ απομακρύνωνται από τον Ιησού επειδή είπε κάτι που δεν μπορούσαν να το δεχθούν. Ο Ιησούς τότε ερώτησε τους αποστόλους του: «Μήπως και σεις θέλετε να υπάγητε;» Ο Σίμων Πέτρος απήντησε: «Προς τίνα θέλομεν υπάγει; λόγους ζωής αιωνίου έχεις.» (Ιωάν. 6:67, 68) Πού μπορούσαν αυτοί να λάβουν πνευματική εποικοδόμησι; Μπορούσαν να πάνε σ’ αυτούς τους δυσαρεστημένους για να λάβουν βοήθεια; Εγνώριζαν ότι δεν μπορούσαν. Αυτοί απλώς θα εγκατέλειπαν τα όσα είχαν πιστέψει και δεν θα είχαν τίποτε άλλο να κάμουν παρά να επιστρέψουν στη δουλεία του Ιουδαϊσμού, από την οποία ο Χριστός τους είχε ελευθερώσει.—Γαλ. 4:8-11.
Οι σημερινοί εχθροί των Μαρτύρων του Ιεχωβά μήπως έχουν πρόγραμμα να εποικοδομήσουν τους ανθρώπους σε επίγνωσι του Θεού; Μήπως παρέχουν στους ανθρώπους προοδευτική πνευματική εκπαίδευσι; Όχι. Αυτοί γενικά ενώνονται με τα θρησκευτικά συστήματα του Χριστιανικού κόσμου και συχνά συνιστούν στους ανθρώπους να συνδεθούν ή να εγκαταλείψουν τη θρησκευτική απόχρωσι της εκλογής των. Σε περιπτώσεις όπου ο κλήρος αφήνει αυτούς τους δυσαρεστημένους να χρησιμοποιούν τους άμβωνάς των, αυτό το κάνουν όχι για να κηρυχθή το Ευαγγέλιο, αλλά σαν μια προσπάθεια για να κατηγορήσουν τους Μάρτυρας του Ιεχωβά. Επίσης, αυτοί επιστρέφουν σ’ εκείνα τα οποία οι ίδιοι κάποτε είχαν απορρίψει και δηλώσει δημοσία ως ψευδή—στη δοξασία περί Τριάδος (ένας Θεός σε τρία πρόσωπα), στην αθανασία της ανθρωπίνης ψυχής, στα βάσανα του πύρινου άδου για τους ασεβείς και σε άλλες αντιγραφικές δοξασίες. Λέγουν ότι οι Μάρτυρες τους εξηπάτησαν, μερικές φορές για πολλά χρόνια—δηλαδή εκφέρουν την ίδια κατηγορία που έκαμαν οι ψευδαπόστολοι εναντίον του Παύλου. Αλλά τώρα, λέγουν, αυτοί είδαν ξαφνικά το φως—ότι αυτές οι δοξασίες τις οποίες είχαν απορρίψει ήσαν όλες αληθινές. Μετανοούν που αμφέβαλλαν γι’ αυτές τις δοξασίες και που μίλησαν εναντίον αυτών, ενόσω ήσαν συνδεδεμένοι με τους Μάρτυρας.
Αυτή η αμφιταλάντευσις από τη μια θέσι στην άλλη δεν εγείρει ερωτήματα ως προς την ειλικρίνεια αυτών των εχθρών; Πολλοί απ’ αυτούς ήσαν άλλοτε μέλη εκκλησιών και είχαν φθάσει στο σημείο να δηλώσουν ότι αυτές οι δοξασίες είναι ψευδείς και ότι δεν προέρχονται από Χριστιανικές θρησκείες. Ενώ αυτοί ήσαν συνταυτισμένοι με τους Μάρτυρας του Ιεχωβά, παρείχαν αποδείξεις της πεποιθήσεώς των στους άλλους καθώς εκήρυτταν σ’ αυτούς. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι, όταν στρέφωνται εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά, μήπως ακολουθούν το πρότυπο του αποστόλου Παύλου; Αυτός άλλοτε επίστευε σταθερά στον Ιουδαϊσμό, επίστευε ότι μπορούσε ν’ αποκτήση τη δικαιοσύνη με τα έργα του Μωσαϊκού Νόμου. Αλλά τα απέρριψε αυτά όταν έγινε Χριστιανός. Οι εχθροί του είπαν ότι οι Χριστιανοί πρέπει να επιστρέψουν και να υποταχθούν στα πράγματα του Νόμου και να εμπιστεύωνται σ’ αυτά τα έργα για σωτηρία. Ο Παύλος απήντησε: «Εάν όσα κατέστρεψα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην δεικνύω εμαυτόν.»—Γαλ. 2:18.
Είναι σοβαρό πράγμα να εκπροσωπούμε τον Θεό και Χριστό μ’ ένα τρόπο και κατόπιν να διαπιστώνωμε ότι η κατανόησίς μας για τις κυριώτερες διδασκαλίες και τις θεμελιώδεις δοξασίες των Γραφών ήταν εσφαλμένη και κατόπιν να επιστρέφωμε σ’ εκείνες ακριβώς τις δοξασίες, τις οποίες κατόπιν μελέτης ετών προσδιορίσαμε πλήρως ότι είναι εσφαλμένες. Οι Χριστιανοί δεν μπορούν να αμφιταλαντεύωνται—κυματιζόμενοι—για τέτοιες θεμελιώδεις δοξασίες. Τι εμπιστοσύνη μπορεί να θέση κανείς στην ειλικρίνεια ή στην κρίσι αυτών των ανθρώπων;
Εξ άλλου ο Ιησούς είπε για τους μαθητάς του: «Εκ του κόσμου δεν είναι.» (Ιωάν. 17:16) Και ποιος μπορεί να αρνηθή ότι οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κόσμου; Εκείνοι που επιστρέφουν για να επανασυνδεθούν μ’ αυτές τις εκκλησίες αγνοούν το γεγονός ότι ο κλήρος έχει ευλογήσει τους πολέμους των εθνών και ότι μέλη της ιδίας θρησκευτικής αποχρώσεως προσεύχονται και από τις δύο πλευρές για τη νίκη του δικού των στρατού και την καταστροφή του άλλου. Εκείνοι που επιστρέφουν για να υποστηρίξουν αυτές τις θρησκευτικές αποχρώσεις επαναφέρουν στους εαυτούς των ενοχή αίματος από την οποία άλλοτε είχαν ελευθερωθή.—Παράβαλε με τους Αριθμούς 35:33· Αποκάλ. 18:24.
Αν ένα άτομο καθαρίσθηκε από τις δοξασίες οι οποίες δεν τιμούν τον Θεό—από την Τριάδα, τον διαβολικό βασανισμό των ψυχών σ’ ένα αιώνιο πυρ του άδου, την καταστροφή του πλανήτου μας Γη, την υποστήριξι των αιμοσταγών πολέμων και παρομοίων πεποιθήσεων που θα έκαναν τον Χριστιανό μολυσμένο ως μέρος του κόσμου—και κατόπιν επιστρέφη για να επιδοκιμάση αυτές τις δοξασίες, κάνει εκείνο που περιέγραψε ο απόστολος Πέτρος για μερικά άτομα των ημερών μας. Ο Πέτρος έγραψε: «Επειδή εάν αφού απέφυγον τα μολύσματα του κόσμου δια της επιγνώσεως του Κυρίου και Σωτήρος Ιησού Χριστού, ενεπλέχθησαν πάλιν εις ταύτα και νικώνται, έγειναν εις αυτούς τα έσχατα χειρότερα των πρώτων. Επειδή καλήτερον ήτο εις αυτούς να μη γνωρίσωσι την οδόν της δικαιοσύνης, παρά αφού εγνώρισαν να επιστρέψωσιν εκ της παραδοθείσης εις αυτούς αγίας εντολής. Συνέβη δε εις αυτούς το της αληθινής παροιμίας, Ο κύων επέστρεψεν εις το ίδιον αυτού εξέρασμα, και ο χοίρος λουσθείς επέστρεψεν εις το κύλισμα του βορβόρου.»—2 Πέτρ. 2:20-22.
ΒΕΒΑΙΩΘΗΤΕ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΙ ΣΑΣ
Πώς λοιπόν μπορεί ένα άτομο να βεβαιωθή για τη θέσι του αν είναι ορθή, αν έχη αναπτύξει πίστι στον Ιεχωβά Θεό και στη βασιλεία Του μέσω της μελέτης του με τους Μάρτυρας του Ιεχωβά; Σ’ αυτό το σημείο ο απόστολος Παύλος ενουθέτησε τον Τιμόθεο ο οποίος αντιμετώπισε ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούσαν να κλονίσουν την πίστι του. Ο Παύλος είπε: «Αλλά συ μένε εις εκείνα, τα οποία έμαθες και επιστώθης, εξεύρων παρά τίνος έμαθες, και ότι από βρέφους γνωρίζεις τα ιερά γράμματα, τα δυνάμενα να σε σοφίσωσιν εις σωτηρίαν δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού.»—2 Τιμ. 3:14, 15.
Πώς εβοήθησε τον Τιμόθεο αυτή η συμβουλή; Ο Τιμόθεος είχε ανατραφή από μια αφοσιωμένη Ιουδαία μητέρα και μάμμη. Εγνώριζε τι έλεγαν οι Εβραϊκές Γραφές, τις πίστευε με πεποίθησι και απέκτησε ‘πίστιν ανυπόκριτον.’ (2 Τιμ. 1:5) Κατόπιν, όταν άκουσε τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, επείσθη ακόμη περισσότερο (όχι με ‘απαλή’ ομιλία, αλλά με αποδείξεις για τις διδασκαλίες του Παύλου από τις Άγιες Γραφές) να δεχθή τη Χριστιανοσύνη. Τότε ο Παύλος είπε στον Τιμόθεο να θυμηθή από ποιους είχε μάθει: Μήπως του εδίδαξαν για ιδιοτελές κέρδος—να λάβουν χρήματα ή να τον κάμουν δούλο των, ή μήπως αντιθέτως τον αγαπούσαν αληθινά; Μήπως είχε γίνει μαθητής ενός ανθρώπου, του Παύλου, ή του Κυρίου Ιησού Χριστού; Γνωρίζοντας αυτά τα πράγματα θα μπορούσε να διακρίνη το καλό ελατήριο εκείνου ο οποίος θα προσπαθούσε να τον μεταστρέψη.
Ομοίως, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα και εκείνοι που μαθαίνουν απ’ αυτούς, μπορούν να σκεφθούν: Ποια πειστική δύναμις με έπεισε για τα όσα έχω πιστέψει; Μήπως ήταν μια ‘απαλή’ ή έξυπνη ομιλία από ανθρώπους; Μήπως με κάποιο τρόπο με εξηνάγκασαν ή με έθεσαν κάτω από πίεσι; Και τι θα λεχθή για κείνους που με δίδαξαν; Μήπως ωφελήθηκαν χρηματικώς; Μήπως αυτοί εζήτησαν χρήματα για το χρόνο και τη δαπάνη τους που έρχονται τακτικά στο σπίτι μου; Μήπως αυτοί με έκαμαν δικό τους μαθητή και όταν με εδίδασκαν, μήπως μου είπαν τι πρέπει να κάμω από δική τους ‘σοφία,’ ή μήπως συνέστησαν τις Άγιες Γραφές ως τον οδηγό; Έδειξαν ενδιαφέρον για μένα αυτοί που με επεσκέφθησαν; Έδειξαν τέτοιο ενδιαφέρον άλλες θρησκευτικές οργανώσεις; Ο Παύλος είπε τα εξής για τον εαυτό του και τους συντρόφους του όταν ήσαν στη Θεσσαλονίκη, «εστάθημεν γλυκείς εν τω μέσω υμών, καθώς η τροφός περιθάλπει τα εαυτής τέκνα· ούτως έχοντες ένθερμον αγάπην προς εσάς, ευχαριστούμεθα να μεταδώσωμεν ουχί μόνον το ευαγγέλιον του Θεού αλλά και τας ψυχάς ημών, επειδή εστάθητε αγαπητοί εις ημάς.» (1 Θεσ. 2:7, 8) Δεν είσθε κι εσείς επίσης αγαπητός σ’ εκείνους που ήλθαν σε σας και δεν δαπανήθηκαν κατ’ επανάληψιν, ‘ως μεταδίδοντες τας ψυχάς των εις εσάς’;
Τι αντίθεσι λοιπόν θα εύρισκαν αυτοί οι Χριστιανοί αν εσκέπτοντο τι είδους άνθρωποι δείχνουν ότι είναι αυτοί που εναντιώνονται! Όπως έγραψε ο Παύλος στην εκκλησία της Ρώμης: «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, να προσέχητε τους ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής, την οποίαν σεις εμάθετε, και απομακρύνεσθε απ’ αυτών. Διότι οι τοιούτοι δεν δουλεύουσι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά την εαυτών κοιλίαν, και δια λόγων καλών και κολακευτικών εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων.»—Ρωμ. 16:17, 18.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ ΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τι θα πούμε λοιπόν για τις προσπάθειες των ολίγων δυσαρεστημένων ατόμων που προσπαθούν να διαστρέψουν το έργο και τα αποτελέσματα του κηρύγματος που γίνεται από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά; Γίνεται όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος για κείνους που εκήρυτταν για να διαστρέψουν το κήρυγμά του: «Τι λοιπόν; πλην κατά πάντα τρόπον, είτε επί προφάσει είτε τη αληθεία ο Χριστός κηρύττεται· και εις τούτο χαίρω.» (Φιλιπ. 1:18) Αυτοί, εγείροντας αμφιβολίες, ακουσίως αφυπνίζουν την προσοχή σε ό,τι λέγουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο Παύλος αναφέρεται στους Αιγυπτίους μάγους των ημερών του Μωυσέως ως της τελικής εκβάσεως αυτής της προσπαθείας για εναντίωσι. Και λέγει. «Και καθ’ ον τρόπον ο Ιαννής και ο Ιαμβρής αντέστησαν εις τον Μωυσήν, ούτω και αυτοί ανθίστανται εις την αλήθειαν, άνθρωποι διεφθαρμένοι τον νουν, αδόκιμοι εις την πίστιν. Αλλά δεν θέλουσι προκόψει πλειότερον, διότι η ανοησία αυτών θέλει γείνει κατάδηλος εις πάντας, καθώς και η εκείνων έγεινε.»—2 Τιμ. 3:8, 9.
Στην επιστολή προς Εβραίους 6:4-8 ο απόστολος περιγράφει την πιο κινδυνώδη ακόμη κατάστασι εκείνων που απομακρύνονται από την αλήθεια. Κατόπιν μιλεί σ’ εκείνους που υπηρετούσαν πιστά και αληθινά τον Θεό, λέγοντας: «Περί υμών δε, αν και λαλώμεν ούτως, αγαπητοί, είμεθα πεπεισμένοι ότι έχετε τα καλήτερα και συνεχόμενα με την σωτηρίαν. Διότι δεν είναι άδικος ο Θεός, ώστε να λησμονήση το έργον σας και τον κόπον της αγάπης, την οποίαν εδείξατε εις το όνομα αυτού, υπηρετήσαντες τους αγίους και υπηρετούντες. Επιθυμούμεν δε να δεικνύη έκαστος υμών την αυτήν σπουδήν προς την πληροφορίαν της ελπίδος μέχρι τέλους, δια να μη γείνητε νωθροί, αλλά μιμηταί των δια πίστεως και μακροθυμίας κληρονομούντων τας επαγγελίας.»—Εβρ. 6:9-12.
Σύμφωνα με τις καλές συμβουλές των Γραφών, ο καθένας που έχει αναλάβει να φέρη το όνομα του Χριστού και του Ιεχωβά του Πατρός του ας εξακολουθήση να μένη στην πίστι και στην υπομονή για να εποικοδομήση τους Χριστιανούς αδελφούς του και τους πλησίον του, έτσι ώστε να κληρονομήσουν τη θαυμαστή επαγγελία της αιωνίου ζωής για τους εαυτούς των και να βοηθήσουν κι άλλους επίσης ν’ αποκτήσουν ζωή.—1 Τιμ. 4:15, 16.