Δευτέρα Προς Κορινθίους—Ο Παύλος Ομιλεί “Μετά Παρρησίας”
Ο ΠΑΥΛΟΣ έγραψε την πρώτη επιστολή του στους Χριστιανούς της Κορίνθου προφανώς στις αρχές του έτους 55 μ.Χ. Αλλά αφότου την έγραψε, πολύ ενδιεφέρετο για το αποτέλεσμα που θα είχε η νουθεσία και η έντονη επιτίμησίς του στα πνευματικά του τέκνα, θα έπαιρναν την επιστολή στα σοβαρά ή θα την αγνοούσαν; Ενώ ο Παύλος περίμενε να λάβη νέα τους ταξίδεψε προς την Τρωάδα και κατόπιν στη Μακεδονία προτού φθάση ο Τίτος με μια ευνοϊκή έκθεσι.
Εν τούτοις, υπήρχε ακόμη μια κάποια κατάστασις μεταξύ εκείνων των Χριστιανών η οποία πολύ στενοχωρούσε τον Παύλο. Μερικά άτομα σημαντικώς εξέχοντα μεταξύ των καταφρονούσαν την διακονία του Παύλου. Ως αποτέλεσμα, η δεύτερη επιστολή του σ’ αυτούς ήταν μια έντονα προσωπική επιστολή. Σε κάθε σχεδόν κεφάλαιο αυτής της επιστολής, αναφέρεται στη διακονία του, μιλώντας για την άμεμπτη πορεία του και για τους διωγμούς που είχε υποστή. Ο Παύλος έχει μεγάλη αγάπη γι’ αυτούς—«είσθε εν ταις καρδίαις ημών, ώστε να συναποθάνωμεν και να συζώμεν»—και γι’ αυτό φρονούσε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήση μεγάλη ‘παρρησία’ προς αυτούς· και όλα αυτά θα μπορούσε να λεχθή ότι ήσαν σε αρμονία με την παροιμία: «Πληγαί φίλου είναι πισταί.»—2 Κορ. 7:3, 4· Παροιμ. 27:6.
Αρχίζει τη δεύτερη επιστολή του ευλογώντας τον Θεό για την παρηγοριά που δίνει στους δούλους του. Κατόπιν ο Παύλος μιλεί για τον διωγμό που υπέμειναν αυτός και οι σύντροφοί του και για το πώς επολιτεύθηκε απέναντί τους «εν απλότητι και ειλικρινεία Θεού.» Στο δεύτερο κεφάλαιο γράφει για τη μεγάλη χαρά που δοκίμασε επειδή έλαβε μια καλή έκθεσι γι’ αυτούς και κατόπιν παρατηρεί ότι αυτός και οι σύντροφοί του είναι αρκετά ικανοί, διότι δεν καπηλεύονται τον Λόγο του Θεού, αλλά μιλούν με ειλικρίνεια. Συνεχίζοντας, λέγει ότι δεν έχει ανάγκη συστατικών επιστολών προς αυτούς, διότι αυτοί οι ίδιοι είναι επιστολές του, γραμμένες στην καρδιά.
Στο τέταρτο κεφάλαιο ο Παύλος λέγει ότι δεν ενήργησε με πανουργία ούτε ενόθευσε τον Λόγο του Θεού, αλλ’ ενήργησε με τρόπο που συνιστά τον εαυτό του σε κάθε ανθρώπινη συνείδησι ενώπιον του Θεού. Τους υπενθυμίζει και πάλι τον διωγμό που υπέμεινε. Συνεχίζοντας τους λέγει: «Θλιβόμενοι αλλ’ ουχί στενοχωρούμενοι.» Εν τούτοις, μπορεί να υπομείνη τα πάντα διότι συνήθισε να ‘ατενίζη εις τα μη βλεπόμενα’ τα οποία είναι ‘αιώνια.’ Βαδίζομε «δια πίστεως, ουχί δια της όψεως.» Κάνει έκκλησι σ’ αυτούς, «ελπίζω δε ότι και εις τας συνειδήσεις σας είμεθα φανεροί.»
Ο Παύλος αρχίζει το έκτο κεφάλαιο παρακαλώντας τους και λέγοντας «να μη δεχθήτε την χάριν του Θεού ματαίως,» και κατόπιν εισέρχεται σε λεπτομέρειες για το πόσο προσεκτικός ήταν ώστε να μην υπάρχη μομφή στη διακονία του. Αφού τους διαβεβαιώνει κατόπιν για την αγάπη του και τους λέγει να διευρυνθή η στοργή των γι’ αυτόν, τους προειδοποιεί να μην ομοζυγούν με τους απίστους. Συνεχίζοντας τους συμβουλεύει: «Ας καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, εκπληρούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού.» Κατόπιν ο Παύλος υπερασπίζει πάλι την πορεία του: «Ουδένα ηδικήσαμεν, . . . εις ουδένα εστάθημεν πλεονέκται.»
Στα κεφάλαια οκτώ και εννέα ο Παύλος θίγει το ζήτημα των εισφορών των για τους ενδεείς αδελφούς της Ιερουσαλήμ και κατόπιν δίνει συνετή και παρηγορητική διαβεβαίωσι: «Εάν προϋπάρχη η προθυμία, είναι τις ευπρόσδεκτος καθ’ όσα έχει, ουχί καθ’ όσα δεν έχει,» και, «ο σπείρων με φειδωλίαν, και με φειδωλίαν θέλει θερίσει· και ο σπείρων με αφθονίαν και με αφθονίαν θέλει θερίσει. Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού . . . διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.»—2 Κορ. 8:12· 9:6, 7.
Κατόπιν ο Παύλος λέγει ότι στον Χριστιανικό του αγώνα δεν έκαμε χρήσι σαρκικών μεθόδων και ‘όπλων’ αλλά τα «όπλα» του ήσαν εντούτοις ισχυρά για ν’ ανατρέψουν διαλογισμούς και να φέρουν κάθε σκέψι σε υποταγή στον Χριστό. Έτσι τους επιτιμά που παραπονούνται ότι οι επιστολές του είναι «βαρείαι» αλλά η «παρουσία του σώματος [του] ασθενής και ο λόγος εξουθενημένος,» Όλες οι συμβουλές του εν τούτοις δίδονται από ενδιαφέρον για την πνευματική ευεξία τους, διότι αυτός τους ηρραβώνισε σαν μια παρθένο νύμφη με τον Χριστό. Γι’ αυτό τους επιπλήττει για τους ‘πρωτίστους αποστόλους’ των, παραθέτει τα δικά του προσόντα και κατόπιν αφηγείται ένα εντυπωσιακό κατάλογο πραγμάτων που υπέμεινε ως δούλος του Χριστού. Αν οποιοσδήποτε ήταν ένας αφοσιωμένος δούλος του Χριστού, ο Παύλος ήταν τέτοιος περισσότερο ακόμη!—2 Κορ. 11:1-33.
Αληθινά, η δεύτερη επιστολή προς Κορινθίους αποτελεί μια έκφρασι του μεγάλου στοργικού ενδιαφέροντος του Παύλου για τα πνευματικά του τέκνα της Κορίνθου. Δεν υπάρχει αμφισβήτησις ότι η μεγάλη παρρησία του προς αυτούς είναι σε αρμονία με την παροιμία που λέγει ότι, ‘πληγαί φίλου είναι πισταί.’