Αναγνωρίστε την Ζωτική Θέσι του Χριστού
«Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης.»—Ματθ. 28:18.
1. Τι ερωτήματα θα μπορούσε να υποβάλη στον εαυτό του κάποιος που ομολογεί ότι είναι μαθητής του Ιησού Χριστού; (Ιωάν. 15:8-10)
ΕΙΣΘΕ σεις μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού; Αναγνωρίζετε τη ζωτική του θέσι μέσα στη διάταξι του Θεού; Αν ναι, εκδηλώνετε στην καθημερινή σας ζωή εκτίμησι για τον Υιό του Θεού και για όσα αυτός έχει κάνει προς όφελός σας;
Το πιο εξέχον απ’ όλα τα νοήμονα πλάσματα του Θεού
2, 3. (α) Με ποια έννοια ο Ιησούς Χριστός είναι «εικών του Θεού του αοράτου;» (Εβρ. 1:3) (β) Πώς ο Ιεχωβά Θεός χρησιμοποίησε τον πρωτότοκο Υιόν του, και γι’ αυτό τι θέσι κατέχει αυτός ο Υιός μεταξύ όλων των νοημόνων πλασμάτων; (Ιωάν. 1:1-3)
2 Ο απόστολος Παύλος μάς βοηθεί να διακρίνωμε πόσο σπουδαία είναι η θέσις του Ιησού Χριστού. Στην επιστολή του προς Κολοσσαείς, ο Παύλος έγραψε για τον Ιησού: «Είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, επειδή δι’ αυτού εκτίσθησαν τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι· τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν εκτίσθησαν· και αυτός είναι προ πάντων, και τα πάντα συντηρούνται δι’ αυτού.»—Κολ. 1:15-17.
3 Σύμφωνα μ’ αυτά τα θεόπνευστα λόγια, ο πρωτότοκος Υιός, η αρχή της κτίσεως του Θεού, είναι το πιο εξέχον μεταξύ όλων των νοημόνων πλασμάτων. Αυτός είναι εικών του ουρανίου Πατρός του διότι είναι ένα πνευματικό πρόσωπο που αντανακλά τέλεια αυτές τις θαυμαστές θείες ιδιότητες της αγάπης, της σοφίας, της δικαιοσύνης, του ελέους, της αγαθότητος και της μακροθυμίας. (Έξοδ. 34:6, 7· Ψαλμ. 33:5· Ρωμ. 16:27· 1 Ιωάν. 4:8) Μέσω αυτού, ο Ιεχωβά Θεός έφερε σε ύπαρξι εκατομμύρια αγγελικών υιών, το απέραντο σύμπαν με τα δισεκατομμύρια των γαλαξιών και τη γη με την άφθονη ποικιλία φυτών και ζώων. Επίσης, μέσω του Υιού ήλθαν σε ύπαρξι «θρόνοι,» «κυριότητες,» «αρχαί» και «εξουσίαι.» Τι είναι όλα αυτά;
4. Γιατί οι «θρόνοι,» οι «κυριότητες», αι «αρχαί» και αι «εξουσίαι» που δημιουργήθηκαν μέσω του Υιού, δεν θα μπορούσαν να είναι κοσμικές κυβερνητικές θέσεις, και γι’ αυτό τι πρέπει να περιλαμβάνουν;
4 Δεν θα μπορούσαν να είναι κοσμικές κυβερνητικές θέσεις ή υπηρεσίες, διότι αυτές αναφέρονται στη Γραφή ως ανθρωπίνης και όχι θείας προελεύσεως. (1 Πέτρ. 2:13, 14) Επομένως, «θρόνοι,» «κυριότητες,» «αρχαί» και «εξουσίαι» πρέπει να περιλαμβάνουν εκείνες τις μορφές διακυβερνήσεως για τις οποίες ο Ιεχωβά Θεός είναι υπεύθυνος μέσω του Υιού του, περιλαμβανομένης και της βασιλείας του Μελχισεδέκ και της βασιλείας του Δαβίδ στην Ιερουσαλήμ.
5. (α) Σύμφωνα με το εδάφιο Κολοσσαείς 1:18, ποια είναι η σχέσις του Ιησού Χριστού με την εκκλησία; (β) Τι επίδρασι πρέπει να έχη αυτή η σχέσις στα μέλη της εκκλησίας; (Ματθ. 23:8-10)
5 Όσο για τη θέσι του Ιησού Χριστού εν σχέσει με την εκκλησία, ο απόστολος Παύλος λέγει: «Αυτός είναι η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας.» (Κολ. 1:18) Γι’ αυτό, η εκκλησία ορθώς αποβλέπει σ’ αυτόν και όχι σε κανέναν άνθρωπο ως τον πιο εξέχοντα, την κεφαλή.
6. (α) Τι μπορεί να συμβή όταν οι Χριστιανοί αρχίσουν ν’ αποδίδουν άσχετη σπουδαιότητα σε ανθρώπους; (Μάρκ. 9:33, 34) (β) Πώς φαίνεται αυτό απ’ ό,τι συνέβη στην εκκλησία της Κορίνθου;
6 Αν δεν αναγνωρίζεται αυτό το γεγονός, προκύπτει διαίρεσις. Αυτό φαίνεται πολύ καλά απ’ ό,τι συνέβη στην αρχαία Κόρινθο. Ο απόστολος Παύλος χρειάσθηκε να γράψη στους εκεί αδελφούς τα εξής: «Εφανερώθη εις εμέ παρά των εκ της οικογενείας της Χλόης, περί υμών, αδελφοί μου, ότι είναι έριδες μεταξύ σας· λέγω δε τούτο, διότι έκαστος από σας λέγει· Εγώ μεν είμαι του Παύλου, εγώ δε του Απολλώ, εγώ δε του Κηφά, εγώ δε του Χριστού. Διεμερίσθη ο Χριστός;» (1 Κορ. 1:11-13) Μέλη της εκκλησίας της Κορίνθου, επειδή απέβλεπαν με ακατάλληλο τρόπο σε άτομα διαιρέθηκαν σε φατρίες. Απέτυχαν να κατανοήσουν ότι εκείνοι που είχαν αναλάβει την ηγεσία μεταξύ των Χριστιανών ήσαν απλώς δούλοι του Θεού και του Χριστού, εργαζόμενοι προς όφελος των αδελφών τους.—1 Κορ. 3:5-9.
7. (α) Μήπως ο Παύλος, ο Απολλώς ή ο Πέτρος ήσαν υπαίτιοι για την εσφαλμένη άποψι που υπήρχε στην εκκλησία της Κορίνθου; (β) Πώς μπορούν οι πρεσβύτεροι να είναι όπως ο απόστολος Παύλος, και γι’ αυτό από τι πρέπει να φυλάγωνται;
7 Ευτυχώς, ο Παύλος, ο Απολλώς και ο Κηφάς ή Πέτρος, δεν ήσαν υπαίτιοι για την κατάστασι που δημιουργήθηκε στην εκκλησία της Κορίνθου. Αυτοί προσωπικά έδωσαν το παράδειγμα με το ν’ αποβλέπουν στον Ιησού Χριστό ως κεφαλή. Ο απόστολος Παύλος λόγου χάριν, μπορούσε να λέγη: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού.» (1 Κορ. 11:1) Ασφαλώς και οι σημερινοί πρεσβύτεροι πρέπει να θέλουν να ομοιάζουν με τον Παύλο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι ομόφωνοι. (1 Κορ. 1:10) Αν οι πρεσβύτεροι δημοσίως εκφράζουν προσωπικές απόψεις που συγκρούονται πολύ μεταξύ τους, τα μέλη της εκκλησίας θα έχουν την τάσι ν’ αποβλέπουν σ’ εκείνους των οποίων οι γνώμες συμφωνούν περισσότερο με τον δικό τους τρόπο σκέψεως. Η κατάστασις γίνεται ιδιαίτερα σοβαρή όταν ένας πρεσβύτερος υποτιμά τους συμπρεσβυτέρους του, υπονοώντας ίσως ότι ο ίδιος είναι πιο ζηλωτής και πιο πιστός απ’ εκείνους, ή ίσως πιο διακριτικός, αντιλαμβάνεται και συμπονεί περισσότερο. (Παράβαλε με 2 Σαμουήλ 15:2-6.) Αυτό μπορεί να έχη ως αποτέλεσμα να «κάνη» οπαδούς μέσα στην εκκλησία και να υπονομεύη τις προσπάθειες του πρεσβυτερίου στη φροντίδα των πνευματικών συμφερόντων του ποιμνίου.
8. Πώς η εκκλησία ωφελείται όταν οι πρεσβύτεροι δίνουν το παράδειγμα υποτασσόμενοι στην ηγεσία του Χριστού; (Εφεσ. 4:11-16)
8 Αφ’ ετέρου, όταν οι πρεσβύτεροι προσπαθούν να μιλούν και να ενεργούν μαζί από κοινού καθοδηγούμενοι πλήρως από τις Γραφές στις αποφάσεις των, θα υπάρχη ενότης και στην εκκλησία. Όλη η εκκλησία θα ενθαρρύνεται τότε ν’ αποβλέπη όχι σε άτομα, αλλά στον Ιησού Χριστό, ως την κεφαλή της εκκλησίας.
9. Εκτός του ότι ο Ιησούς είναι κεφαλή της εκκλησίας, ποιον άλλο λόγο μας δίνει το εδάφιο Κολοσσαείς 1:18 για την εξέχουσα θέσι του Υιού του Θεού και τι πρέπει να σημαίνη αυτό σε μάς;
9 Ο απόστολος Παύλος, συνεχίζοντας την εξέτασι της ζωτικής θέσεως του Ιησού Χριστού, παρουσιάζει και άλλον ένα λόγο της εξοχότητος του Υιού του Θεού. Διαβάζομε: «Είναι αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, δια να γείνη αυτός πρωτεύων εις τα πάντα.» (Κολ. 1:18) Κανείς πριν από τον Ιησού Χριστό δεν αναστήθηκε σε αιώνια ζωή στους ουρανούς. Διότι αυτός ήταν ο πρώτος που έλαβε πείρα μιας αναστάσεως σε τελειότητα ζωής, αυτός είναι ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών.» Αυτός προετοίμασε την οδόν για να μπορέσουν οι συγκληρονόμοι του να μετάσχουν μ’ αυτόν σε μια ουράνια κληρονομία με το ν’ αναστηθούν σε αθάνατη ζωή όπως και αυτός. (Εβρ. 6:19, 20· Αποκάλ. 20:6) Για να μετάσχη ένα άτομο σ’ αυτή την ανάστασι, πρέπει ν’ αναγνωρίση την ιδιότητα του Ιησού Χριστού ως κεφαλής της εκκλησίας. Πραγματικά, όποιος θα ήθελε να γευθή τις θείες ευλογίες πρέπει να ενεργήση έτσι.—Φιλιππ. 2:9-11.
‘Εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα’
10. Πώς συμβαίνει ώστε ο ‘Πατήρ ευδόκησεν να κατοικήση παν το πλήρωμα’ στον Υιόν;
10 Η αναγνώρισις όμως του Χριστού ως κεφαλής, δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αναγνωρίσεως της πρωτίστης θέσεώς του στην εκκλησία. Προσέξτε ότι ο απόστολος Παύλος συνεχίζει ως εξής: «Εν αυτώ ηυδόκησεν ο Πατήρ να κατοικήση παν το πλήρωμα.» (Κολ. 1:19) Κατά την ευαρέσκεια του Θεού, ο Ιησούς Χριστός κατέχει την πρώτιστη θέσι στην εκκλησία, όχι μόνο ως προς την εξοχότητα και την εξουσία, αλλά και στο να έχη το «πλήρωμα» (την πληρότητα, ΜΝΚ) κάθε πράγματος που χρειάζονται οι Χριστιανοί. Ο Υιός του Θεού αποτελεί την ενσωμάτωσι των θείων ιδιοτήτων, περιλαμβανομένης και της σοφίας. Επομένως, αυτός και όχι κάποιος άνθρωπος στη γη, είναι ο μοναδικός στον οποίο αποβλέπουν οι αληθινοί Χριστιανοί ως το πρότυπό των και την καθωρισμένη πηγή καθοδηγίας και διδασκαλίας των.
11. Αφού όλη η ‘πληρότης’ κατοικεί στον Χριστόν, τι μπορεί να λεχθή για την ανάγκη ανθρωπίνων φιλοσοφιών και παραδόσεων;
11 Το τέλειο παράδειγμα και οι διδασκαλίες του Ιησού Χριστού δεν έχουν ανάγκη συμπληρώσεως από ανθρώπινες φιλοσοφίες και παραδόσεις. Ο απόστολος Παύλος, στην επιστολή του προς Κολοσσαείς, ανέπτυξε περαιτέρω αυτή την άποψι όταν έγραψε: «Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις δια της φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία [τα στοιχειώδη πράγματα, ΜΝΚ] του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν· διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος [των θείων ιδιοτήτων, ΜΝΚ] σωματικώς, και είσθε πλήρεις εν αυτώ, όστις είναι η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας.»—Κολ. 2:8-10.
12. (α) Ποια είναι τα ‘στοιχειώδη πράγματα του κόσμου’; (β) Γιατί ο Παύλος χαρακτήρισε τους συλλογισμούς που καταστρέφουν την πίστι και τις σχετικές διδασκαλίες ‘ματαία απάτη;’
12 Τον πρώτο αιώνα, οι Χριστιανοί διέτρεχαν τον κίνδυνο να παραπλανηθούν από «τα στοιχεία του κόσμου,» δηλαδή από τις στοιχειώδεις ή θεμελιώδεις αρχές του κόσμου που ήταν αποξενωμένος από τον Θεό. Αυτά τα στοιχειώδη πράγματα περιελάμβαναν τις αντιγραφικές αντιλήψεις των Ελλήνων και άλλων μη Ιουδαϊκών λαών, καθώς και τις μη Γραφικές παραδοσιακές Ιουδαϊκές διδασκαλίες. Επιφανειακώς, μερικές από τις φιλοσοφίες και διδασκαλίες μπορεί να ήσαν πολύ αληθοφανείς. Ίσως συνωδεύοντο από συλλογισμούς και επιχειρήματα που είλκυαν κάπως τον ανθρώπινο τρόπο σκέψεως. Αλλά εστερούντο ενός σταθερού θεμελίου. Οι αβάσιμες διδασκαλίες—είτε σχετικά με δοξασίες, είτε με ανθρώπινη διαγωγή, είτε σχετικά με το πώς πρέπει να γίνωνται τα πράγματα μέσα στην εκκλησία—ήσαν πράγματι μια ‘ματαία απάτη.’ Υπήρχε, λοιπόν, σοβαρός λόγος να προσέχουν οι Χριστιανοί μήπως πέσουν θύματα κάποιου ψευδούς διδασκάλου και απομακρυνθούν από την οδό της αληθείας.—Παράβαλε με 1 Ιωάννου 2:26, 27.
13. Σύμφωνα με τα εδάφια Κολοσσαείς 2:16-19, ποια ψευδή διδασκαλία προήγαγαν ωρισμένα άτομα, και γιατί αυτές οι διδασκαλίες ήσαν επικίνδυνες;
13 Ο Παύλος, εξετάζοντας, και άλλες εσφαλμένες απόψεις που επικρατούσαν, είπε περαιτέρω τα εξής: «Ας μη σας κρίνη λοιπόν μηδείς δια φαγητόν ή δια ποτόν ή δια λόγον εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων, τα οποία είναι σκιά των μελλόντων, το σώμα όμως είναι του Χριστού. Ας μη σας στερήση μηδείς του βραβείου με προσποίησιν ταπεινοφροσύνης και με θρησκείαν των αγγέλων, εμβατεύων εις πράγματα τα οποία δεν είδε, ματαίως φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού, και μη κρατών την κεφαλήν, τον Χριστόν, εκ του οποίου όλον το σώμα δια των αρμών και συνδέσμων διατηρούμενον και συνδεόμενον αυξάνει κατά την αύξησιν του Θεού.»—Κολ. 2:16-19.
14. (α) Πώς θα μπορούσε ένας Χριστιανός εσφαλμένα να επιτρέψη σε άλλους να τον κρίνουν σχετικά με τη βρώσι και την πόσι ή την τήρησι ωρισμένων ημερών; (β) Γιατί επλανώντο εκείνοι που έκαναν τέτοιες κρίσεις;
14 Οι Χριστιανοί των Κολοσσών προετρέποντο έτσι να μη επιτρέπουν άλλους να κρίνουν την πίστι και τη δικαιοσύνη τους, ισχυριζόμενοι ότι δεν θα μπορούσαν ν’ αποκτήσουν σωτηρία αν δεν περιετέμνοντο και δεν άρχιζαν ν’ ακολουθούν τον νόμο του Μωυσέως. Εκείνοι που έκριναν μ’ αυτόν τον τρόπο επανήρχοντο στα ‘στοιχειώδη,’ στο αλφάβητο της αληθινής λατρείας, αγνοώντας την περαιτέρω εξέλιξι των ζητημάτων και αρνούμενοι ότι ‘πάσα η πληρότης’ κατοικεί τώρα στον Χριστό. Επομένως, αυτά τα άτομα δεν ήσαν προσηλωμένα στην Κεφαλή, στον Χριστό, και παρέσυραν άτομα από την υγιαίνουσα διδασκαλία που ήταν ουσιώδης για ν’ αναπτυχθούν πνευματικώς.
15. Τι θα έχαναν οι Χριστιανοί των Κολοσσών αν παρεδέχοντο τα επιχειρήματα των ψευδοδιδασκάλων;
15 Αν οι Χριστιανοί των Κολοσσών υπέκυπταν στις διδασκαλίες ενός υποστηρικτού ψευδών δοξασιών, θα έχαναν το ‘βραβείον’ που είχε τεθή ενώπιόν τους. Ποιο ήταν αυτό το ‘βραβείον’; Ήταν η ένδοξη αμοιβή αθάνατης ουράνιας ζωής.—1 Κορ. 9:24-27· Φιλιππ. 3:14· 2 Τιμ. 4:7, 8· Αποκάλ. 2:7.
16. Σύμφωνα με τα λόγια του Παύλου προς Κολοσσαείς 2:18, τι είδους εμφάνισι θα είχε ένας διδάσκαλος πλάνης;
16 Όπως τόνισε ο απόστολος Παύλος, εκείνος που θα στερούσε ένα Χριστιανό από το πολύτιμο βραβείο της ζωής, θα μπορούσε να φαίνεται ότι δεν κάνει κάτι άσχημο. Ο απόστολος λέγει ότι ένα τέτοιο άτομο θα ‘προσποιείτο ταπεινοφροσύνην.’ (Κολ. 2:18) Καθ όλα, λοιπόν, τα φαινόμενα, επρόκειτο για έναν άνθρωπο, μεγάλης συγκαταβατικότητος. Αυτή η συγκαταβατικότης ή ταπεινοφροσύνη, δεν ήταν παρά ένα απατηλό επίχρισμα.
17. (α) Τι εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν περιέγραψε ένα ψευδοδιδάσκαλο ως ένα ο οποίος ‘εμβατεύει εις πράγματα τα οποία δεν είδε’; (β) Πώς ένας τέτοιος ψευδοδιδάσκαλος είναι «φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού»;
17 Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε τι ήταν στην πραγματικότητα αυτό το άτομο από το ότι ο Παύλος το χαρακτήρισε ως ‘εμβατεύον εις πράγματα τα οποία δεν είδε, ματαίως φυσιούμενο υπό του νοός της σαρκός αυτού.’ (Κολ. 2:18) Τι εννοούσε ο απόστολος όταν έλεγε αυτά τα λόγια για ένα διδάσκαλο ψεύδους; Το ρήμα «εμβατεύω» εχρησιμοποιείτο στην αρχαιότητα σχετικά με τις εθιμοτυπίες μυήσεως στα ειδωλολατρικά μυστήρια. Επειδή το άτομο αυτό δεν ήταν ικανοποιημένο με την πλήρη και απλή αλήθεια που αποκαλύφθηκε μέσω του Ιησού Χριστού, υπερηφανεύθη πιστεύοντας ότι είχε αποκτήσει σοφία και αγιότητα ανώτερη απ’ εκείνη που είχαν γενικά οι Χριστιανοί αδελφοί του. Προσπαθώντας να συμπληρώση τη Χριστιανική αλήθεια με τον ψευδή, θεωρητικό συλλογισμό, παρεξέκλινε πραγματικά από την πίστι. Κατά τη γνώμη του, ο Υιός του Θεού δεν ήταν η μόνη πηγή γνώσεως και σοφίας. Ένα τέτοιο άτομο δεν πίστευε στα θεόπνευστα λόγια: «Εν τω οποίω [τω Χριστώ] είναι κεκρυμμένοι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως.» (Κολ. 2:3) Επέμενε ότι υπήρχαν και άλλες πηγές γνώσεως και σοφίας εκτός από τον Υιό του Θεού, στις οποίες θα μπορούσε ν’ αποβλέπη η εκκλησία για να λάβη καθοδηγία.
Η θέσις του Χριστιανού σήμερα
18. Όταν πρόκειται για αντιγραφικές προσωπικές απόψεις και φιλοσοφίες, από τι πρέπει να φυλάγωνται όλοι οι Χριστιανοί και ιδιαίτερα οι πρεσβύτεροι;
18 Σήμερα οι δούλοι του Θεού δεν αντιμετωπίζουν ακριβώς τις ίδιες καταστάσεις που επικρατούσαν τον πρώτον αιώνα. Εν τούτοις, υπάρχουν ζωτικά μαθήματα που μπορούμε ν’ αποκομίσωμε απ’ όσα έγραψε ο Παύλος στους Κολοσσαείς. Παραδείγματος χάριν, όλοι οι Χριστιανοί, ιδιαίτερα οι πρεσβύτεροι, πρέπει να προσέχουν να μη εισχωρούν στις ιδιωτικές υποθέσεις των άλλων και να μη θέτουν αντιγραφικές προσωπικές απόψεις και φιλοσοφίες στην ίδια θέσι με την αλήθεια που αποκαλύπτεται στις διδασκαλίες και στο παράδειγμα του Ιησού Χριστού.—Παράβαλε με 1 Τιμόθεον 1:3, 4· 2 Τιμόθεον 4:1, 2.
19. (α) Σε τι πρέπει πάντοτε να βασίζεται μια πνευματική συμβουλή και γιατί; (β) Τι θα περιφρονούσε ένας Χριστιανός αν απετύγχανε να προσκολληθή στις Γραφές και υπεστήριζε (προήγαγε) προσωπικές φιλοσοφίες ως οδηγό για τους άλλους;
19 Οποιαδήποτε πνευματική συμβουλή ή νουθεσία μπορεί να δώση ένας Χριστιανός σε άλλους πρέπει να βασίζεται, όχι σε προσωπική αρέσκεια και προκατάληψι, ή σε κοσμικές αρχές, αλλά στο παράδειγμα και στις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού. Εφόσον όλα όσα εδίδαξε ο Υιός του Θεού εναρμονίζονται πλήρως με τις θεόπνευστες Γραφές, ολόκληρη η Αγία Γραφή μπορεί και πρέπει ορθά να χρησιμοποιήται για παροχή πνευματικής βοηθείας. (2 Τιμ. 3:16, 17) Η αποτυχία ενός ατόμου να προσκολληθή στις Γραφές θ’ αποτελούσε περιφρόνησι της Κεφαλής της εκκλησίας. (Παράβαλε με Ματθαίον 7:24-27· 15:3-9· Ιωάν. 17:17.) Θα εσήμαινε, επίσης, ότι ‘πάσα η πληρότης’ δεν κατοικεί στον Χριστό, αλλ’ ότι ο Χριστός «υστερεί» και πρέπει να συμπληρώνεται από προσωπικές γνώμες και ανθρώπινες φιλοσοφίες.
20. Όπως δείχνει το εδάφιο Εβραίους 5:14, γιατί είναι επικίνδυνο ν’ αφήνωμε τις προσωπικές γνώμες άλλων να ενεργούν ως οδηγός μας;
20 Τι θα λεχθή για τους Χριστιανούς που δέχονται τις προσωπικές φιλοσοφίες και γνώμες άλλων ως οδηγό τους για να καθορίσουν την ορθότητα μιας ιδιαίτερης πορείας; Αυτοί μπορούν να βλάψουν τη συνείδησί τους και να εμποδίσουν την πνευματική τους ανάπτυξι. Γιατί; Εν πρώτοις, η Αγία Γραφή τονίζει ότι τα ‘αισθητήρια πρέπει να είναι γεγυμνασμένα δια της έξεως.’ Όταν, λοιπόν, οι άλλοι επηρεάζουν με ακατάλληλο τρόπο ή ακόμη και καθοδηγούν τις αποφάσεις ενός ατόμου, αυτό το άτομο δεν πρόκειται ν’ αναπτυχθή πνευματικά, αλλά θα παραμείνη νήπιο, ανίκανο να διακρίνη το ορθό και το εσφαλμένο.—Εβρ. 5:14.
21. Πώς οι προσπάθειες συμμορφώσεως με αντιγραφικές γνώμες άλλων μπορούν να δώσουν αφορμή σε αισθήματα ενοχής για πράγματα που είναι κατάλληλα αυτά καθ’ εαυτά;
21 Επίσης, όταν μερικοί προσπαθούν να συμμορφωθούν με κάτι που απλώς είναι η αντιγραφική προσωπική γνώμη κάποιον άλλου Χριστιανού, μπορεί να νοιώσουν χωρίς λόγο αισθήματα ενοχής για τη φροντίδα προσωπικών υποθέσεων, την υγιή αναψυχή, την ψυχαγωγία, και λοιπά. Παραδείγματος χάριν, ένα σεβαστό μέλος της εκκλησίας, μπορεί δημοσία να εκφράση την άποψι ότι οι ‘έσχατες ημέρες’ δεν είναι καιρός για να προγραμματίζουν οι δούλοι του Θεού να κάνουν σημαντικές βελτιώσεις στην κατοικία τους. Μολονότι μπορεί πολλοί ν’ αναγνωρίζουν ότι αυτό είναι προσωπική γνώμη και δεν επηρεάζονται απ’ αυτό, μερικοί μπορεί ν’ αρχίσουν να αισθάνωνται ενοχή για τα σχέδιά τους. Εκείνοι που επηρεάζονται ακατάλληλα από την προσωπική γνώμη κάποιου άλλου, μπορεί αργότερα ν’ αντιμετωπίσουν προβλήματα και δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν αν προχωρούσαν στην εκτέλεσι των λογικών σχεδίων τους. Ομοίως, σε άλλους τομείς της ζωής, οποτεδήποτε ο Λόγος του Θεού παραγκωνίζεται και ακολουθούνται ως πηγές καθοδηγίας απόψεις ατελών ανθρώπων, μπορεί να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα. Αλλά είμεθα πάντοτε ασφαλείς όταν λαμβάνωμε αποφάσεις βασισμένες στο παράδειγμα και στις διδασκαλίες του τελείου Υιού του Θεού.
Υποταχθήτε στον Χριστόν ως κεφαλή
22. (α) Έχοντας υπ’ όψιν την εξυψωμένη θέσι του Ιησού, πώς πρέπει να θεωρούμε τις εντολές του; (β) Τι ερωτήματα πρέπει να θέσωμε στον εαυτό μας σχετικά με τις εντολές του Ιησού που βρίσκονται στα εδάφια Ματθαίος 28:19, 20· Λουκάς 21:34-36· 22:19, 20 και Ιωάννης 13:34, 35;
22 Λόγω της εξυψωμένης θέσεως του Ιησού Χριστού πρέπει να λαμβάνωμε τις εντολές του στα σοβαρά και να τις τηρούμε με ολόψυχο τρόπο. Προσπαθείτε σεις να μετέχετε πλήρως στην επίδοσι μαρτυρίας και στη μαθήτευσι; (Ματθ. 28:19, 20) Διατηρείσθε άγρυπνος πνευματικά, και προσέχετε να μη καταβαρυνθήτε από τις καθημερινές φροντίδες της ζωής ή από υπερβολική εντρύφησι σε τροφή και ποτό; (Λουκ. 21:34-36) Δείχνουν οι σχέσεις σας με τους άλλους ότι θέλετε πραγματικά να επιδείξετε την αυτοθυσιαστική αγάπη που χαρακτηρίζει τους αληθινούς μαθητάς του Ιησού Χριστού; (Ιωάν. 13:34, 35) Όταν με υπακοή συναθροίζεσθε με ομοπίστους για να εορτάσετε το Δείπνον του Κυρίου, σκέπτεσθε σοβαρά τα οφέλη που απολαμβάνετε μέσω της θυσίας του Ιησού; (Λουκ. 22:19, 20· 1 Κορ. 11:23-32) Υποκινείσθε να εξετάσετε προσεκτικά τη διαγωγή σας ώστε να μπορήτε να διατηρήτε την καθαρή στάσι στην οποία εισήλθατε επειδή δεχθήκατε με πίστι τα εξιλεωτικά οφέλη του χυθέντος αίματος του Ιησού;—1 Πέτρ. 1:14-19.
23. Πώς συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό και, γι’ αυτό, τι πρέπει να εξακολουθήσωμε να πράττωμε;
23 Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όσον καιρό τα αμαρτήματά μας δεν εξιλεώνοντο, ήμεθα αποξενωμένοι από τον Θεό. Αλλά, μέσω του αίματος του Ιησού που χύθηκε πάνω σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου, έχομε συμφιλιωθή με τον Ύψιστο και έχομε τώρα ειρηνικές σχέσεις μαζί του. (Κολ. 1:20) Εν τούτοις, μετά τον αρχικό καθαρισμό μας από την αμαρτία, πράγμα που έγινε όταν δεχθήκαμε τη θυσία του Ιησού Χριστού υπέρ ημών, πρέπει να εξακολουθήσωμε να καταβάλωμε προσπάθειες να παραμείνωμε σε άμεμπτη κατάστασι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή του, παραδείγματος χάριν, ο απόστολος Παύλος εκθέτει καθαρά τι απαιτείται από ένα Χριστιανό στο ζήτημα της διαγωγής.
Ελέγχετε τις κακές επιθυμίες
24. (α) Προτού γίνη κανείς βαπτισμένος μαθητής του Ιησού Χριστού, πώς θα μπορούσε να έχη χρησιμοποιήσει τα μέλη του σώματός του και τη δύναμι του λόγου του; (β) Τι πρέπει να κάνη τώρα;
24 «Νεκρώσατε λοιπόν,» γράφει ο Παύλος, «τα μέλη σας τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν και την πλεονεξίαν, ήτις είναι ειδωλολατρεία.» (Κολ. 3:5) Προτού ένα άτομο γίνη βαπτισμένος μαθητής του Ιησού Χριστού, μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει τα μέλη του σώματός του μ’ ένα τρόπο αντίθετο με τον σκοπό του Θεού. Ο απόστολος μάλιστα λέγει: «Εις τα οποία και σεις περιεπατήσατε ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς· τώρα όμως απορρίψατε και σεις ταύτα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματός σας· μη ψεύδεσθε εις αλλήλους.» (Κολ. 3:7-9) Πράγματι, η κακή χρήσις των μελών του σώματος και της δυνάμεως του λόγου είναι ακατάλληλη για εκείνον που θέλει να έχη μια καθαρή στάσι ενώπιον του Θεού. Πρέπει να νεκρώση τις κακές σαρκικές επιθυμίες, και να μη τις αφήνη να κάνουν τα μέλη του σώματός του ν’ αμαρτάνουν. Πρέπει να μιμήται το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου που είπε για τον εαυτόν του: «Δαμάζω το σώμά μου και δουλαγωγώ, μήπως εις άλλους κηρύξας εγώ γείνω αδόκιμος.»—1 Κορ. 9:27.
25. (α) Γιατί η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία; (β) Πώς μπορεί η αναγνώρισις αυτού του γεγονότος να μας βοηθήση να υπερνικήσωμε κακές σαρκικές επιθυμίες;
25 Ένα πράγμα που μπορεί να μας βοηθήση να θέσωμε υπό έλεγχο τις κακές σαρκικές επιθυμίες είναι η αναγνώρισις της σοβαρότητος της απληστίας ή πλεονεξίας—μιας υπέρμετρης επιθυμίας για κάτι που δεν δικαιούται ένα άτομο. Όπως δήλωσε ο Παύλος, η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία. Αυτό οφείλεται στο ότι το αντικείμενο της εσφαλμένης επιθυμίας ενός ατόμου αρχίζει να προσλαμβάνη μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή του. Το ειδωλοποιεί και γι’ αυτό παρεμποδίζεται ν’ αποδώση αποκλειστική αφοσίωσι στον Ιεχωβά Θεό. Επίσης, αυτό τον εμποδίζει να έχη ολοκάρδια αγάπη για τον Θεό, διότι ο ιδιοτελής πόθος του τον υποκινεί ν’ αψηφά τον θείο νόμο. Η Αγία Γραφή τονίζει ότι ένας από τους τρόπους με τους οποίους δείχνομε την αγάπη μας στον Ιεχωβά είναι η πιστή υπακοή μας στις εντολές του. (1 Ιωάν. 5:2, 3) Επομένως, όταν ένας Χριστιανός αντιληφθή ότι μια κακή επιθυμία αναπτύσσεται μέσα του, καλά θα κάνη να φέρη στη μνήμη του πόσο πολύτιμη είναι η σχέσις του με τον Θεό και πόσο ανόητο θα ήταν να την χάση, κάνοντας τον εαυτό του ειδωλολάτρη.
Θετική ενέργεια προς τους ομοπίστους
26. Το να παραμένωμε σε άμεμπτη κατάστασι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού, μήπως είναι μόνο ένα ζήτημα αποφυγής κακής διαγωγής, και πώς τονίζεται αυτό στα εδάφια Κολοσσαείς 3:12, 13;
26 Για να παραμείνωμε, όμως σε άμεμπτη κατάστασι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού,, απαιτούνται περισσότερα από το ν’ απέχωμε απλώς από την κακή διαγωγή και την άσχημη ομιλία. Χρειάζονται, επίσης, θετικές ενέργειες. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος στη συνέχεια προέτρεψε τους Κολοσσαείς αδελφούς του με τα εξής λόγια: «Ενδύθητε λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμών, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν, υποφέροντες αλλήλους και συγχωρούντες εις αλλήλους, εάν τις έχη παράπονον κατά τινος· καθώς και ο Χριστός συνεχώρησεν εις εσάς, ούτω και σεις.»—Κολ. 3:12, 13.
27. Γιατί πρέπει να μεταχειριζώμεθα τους συγχριστιανούς μας μ’ ένα αδελφικό τρόπο και να εκδηλώνωμε ένα συγχωρητικό πνεύμα;
27 Ας εξετάσωμε τι λέγει εδώ ο Παύλος. Ως Χριστιανοί, έχομε καθαρισθή με το αίμα του Ιησού Χριστού και είμεθα πνευματικοί αδελφοί και αδελφές. Πρέπει, λοιπόν, να φερώμεθα μεταξύ μας με αδελφικό τρόπο. Επειδή είμεθα ατελείς, όλοι κατ’ επανάληψιν υστερούμε στην εκδήλωσι των καλών ιδιοτήτων του ουρανίου Πατρός μας και του Υιού του. Ορθώς, λοιπόν, δεν πρέπει να είμεθα πολύ αυστηροί με τους ομοπίστους μας και να τους μεταχειριζώμεθα σκληρά. Θα ήταν σφάλμα να θέτη ένας Χριστιανός τον εαυτό του κριτή των αδελφών του, τονίζοντας αλαζονικά το υποτιθέμενο δικαίωμά του να τους τιμωρή για τα σφάλματά τους. Πρέπει πρόθυμα ν’ ανέχεται τα μειονεκτήματά τους και όχι ν’ αποφεύγη την επίδειξι συμπαθείας, καλωσύνης, ταπεινότητος, πραότητος και μακροθυμίας. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να έχη ένα βάσιμο παράπονο εναντίον ενός αδελφού. Αλλά καλά θα κάνη να ερωτήση τον εαυτό του, Είναι το σφάλμα του αδελφού μου πραγματικά τόσο σοβαρό ώστε να μη μπορώ να το συγχωρήσω; Όταν αυτός που έχει το παράπονο διακρίνη τα μειονεκτήματά του, θα είναι πολύ πιο πρόθυμος να είναι συγχωρητικός, όπως ακριβώς και ο Ιεχωβά υπήρξε συγχωρητικός προς αυτόν.—Ματθ. 18:21-35.
28. (α) Ποια είναι η «ειρήνη του Χριστού»; (β) Πώς η επίδρασις της ειρήνης στην καρδιά μας επηρεάζει τη σχέσι μας με τους ομοπίστους μας;
28 Και τι θα γίνη αν τα σφάλματα των άλλων φέρνουν αναστάτωσι στην καρδιά μας; Πώς μπορούμε να ηρεμήσωμε; Ο απόστολος Παύλος μάς δίνει την εξής θεόπνευστη συμβουλή: «Η ειρήνη του Θεού ας βασιλεύη εν ταις καρδίαις υμών.» (Κολ. 3:15) Αυτή η «ειρήνη» είναι η ηρεμία, η ησυχία, που αποκτούμε όταν γινώμεθα μαθηταί του Υιού του Θεού. Αυτή η ηρεμία προέρχεται από το ότι γνωρίζομε πως ο Ιεχωβά Θεός και ο Υιός του μας αγαπούν και μας επιδοκιμάζουν. Όταν αυτή η ειρήνη είναι η δύναμις που ελέγχει την καρδιά μας, θα κάνωμε ό,τι μπορούμε για να μιλούμε και να ενεργούμε μ’ ένα τρόπο που θα την διαφυλάξη. Θα διαφυλάξωμε την πολύτιμη σχέσι μας με τον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό με το να φερώμεθα προς ομοπίστους μας μ’ ένα φιλάγαθο, στοργικό τρόπο. Αυτό θα οδηγήση στη μετάδοσι της ειρήνης στην εκκλησία και θα μας εμποδίση να οργιζώμεθα ως το σημείο ν’ αμαρτάνωμε κατά των αδελφών μας.—Εφεσ. 4:26, 27.
29. Τι αγαθό θα προκύψη αν προσέχωμε τη θεόπνευστη συμβουλή «γίνεσθε ευγνώμονες;»
29 Κατόπιν, ο Παύλος συνιστά: «Γίνεσθε ευγνώμονες.» (Κολ. 3:15) Πράγματι, το πνεύμα ευγνωμοσύνης πολύ συμβάλλει στη διαφύλαξι της ειρήνης που απολαμβάνομε ως Χριστιανοί. Εκείνοι που αναγνωρίζουν με γνησιότητα την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού προς αυτούς και προς τους ομοπίστους των, είναι ευτυχείς και ικανοποιημένοι. Επειδή εκτιμούν βαθιά όσα έκαναν ο Ιεχωβά Θεός και ο Ιησούς Χριστός ώστε να μπορούν εκείνοι να καθαρισθούν από την αμαρτία με την αιώνια ζωή υπ’ όψιν, δεν θίγονται αμέσως όταν οι άλλοι σφάλλουν με κάποιον τρόπο, αλλά τους συγχωρούν πρόθυμα, από την καρδιά τους. Πόσο διαφέρουν οι αγνώμονες! Αυτοί συχνά εκφράζουν παράπονα, ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι και είναι πολύ δυστυχείς. Η ιδιοτελής, αφιλάγαθη στάσις των αποθαρρύνει εκείνους που τους συναναστρέφονται και δίνει αφορμή σε φιλονεικίες και διαπληκτισμούς. Καλά, λοιπόν θα κάνωμε να καλλιεργούμε ένα πνεύμα ευγνωμοσύνης.
30. Τι σημαίνει ν’ αφήνωμε τον ‘λόγον του Χριστού να κατοική εν ημίν πλουσίως με πάσαν σοφίαν’;
30 Ο Παύλος, αφού ενθαρρύνει τους Χριστιανούς να είναι ευγνώμονες, γράφει τα εξής: «Ο λόγος του Χριστού ας κατοική εν υμίν πλουσίως μετά πάσης σοφίας.» (Κολ. 3:16) Τι σημαίνει αυτό; «Ο λόγος του Χριστού,» ή το άγγελμα που προέρχεται από τον Χριστό, το σύνολο της Χριστιανικής διδασκαλίας, πρέπει να γίνη μέρος του εαυτού μας, σαν να κατοική μέσα μας, όλο το απόθεμα της διδασκαλίας, που δόθηκε από τον Χριστό. Για να συμβή αυτό, πρέπει ν’ απορροφηθούμε πλήρως από το άγγελμα της Χριστιανικής αληθείας, κάνοντας στοχασμούς πάνω σ’ αυτό. Όταν «ο λόγος του Χριστού» αποτελή πραγματικά μέρος του εαυτού μας μ’ όλη την πληρότητα ή τον πλούτο, θα μας χρησιμεύη σαν οδηγός, βοηθώντας μας να επιτύχωμε στην πορεία μας. Αυτός ο λόγος θα μας υποκινήση να ενεργούμε με σοφία. Όταν είμεθα πλήρεις από τον λόγον του Χριστού, θα είμεθα ενθαρρυντικοί και εποικοδομητικοί για τους αδελφούς μας.
Ολόκληρη η ζωή μας περιλαμβάνεται
31. Σύμφωνα με το εδάφιο Κολοσσαείς 3:17, τι πρέπει να κάνωμε σχετικά με όλες τις απόψεις της ζωής μας;
31 Οι παράγοντες που μπορούν να συντελέσουν στη διαφύλαξι της ειρήνης με τους ομοπίστους μας είναι επίσης ουσιώδεις για την εύρεσι χαράς και ικανοποιήσεως σε όλες τις άλλες απόψεις της ζωής. Ποτέ δεν πρέπει να παραβλέπωμε το γεγονός ότι είμεθα μαθηταί του Ιησού Χριστού κάθε μέρα, κάθε ώρα της ημέρας. Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Παν ό,τι αν πράττετε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού πράττετε, ευχαριστούντες δι’ αυτού τον Θεόν και Πατέρα.» (Κολ. 3:17) Σ’ όλα, λοιπόν, τα πράγματα της ζωής, πρέπει να μιλούμε και να ενεργούμε εν τω ονόματι του Υιού του Θεού, δηλαδή, σαν να τον εκπροσωπούμε, και πρέπει να είμεθα ευγνώμονες στον Ιεχωβά Θεό για την ικανότητα που έχει δώσει να μιλούμε και να εργαζώμεθα.
32. (α) Ποια συμβουλή πρέπει ν’ ακολουθούν αι σύζυγοι, οι σύζυγοι, οι πατέρες και τα τέκνα, αν τρέφουν κατάλληλο σεβασμό για τον Ιησού Χριστό; (β) Με τι τρόπο πρέπει να εκτελούν την εργασία τους οι Χριστιανοί εργάτες και γιατί; (γ) Πώς πρέπει να φέρωνται οι Χριστιανοί εργοδότες στους εργαζομένους και γιατί;
32 Πραγματικά, λοιπόν, ο σεβασμός προς τον Ιησού Χριστό ως Κύριον πρέπει να κάνη τους Χριστιανούς καλούς συζύγους και πατέρες, καλές συζύγους και μητέρες, ευπειθείς γιους και θυγατέρες και υποδειγματικούς εργάτες και εργοδότες. Το γεγονός ότι η οικογενειακή μας ζωή και η κοσμική μας ενασχόλησις πρέπει ν’ αποδεικνύουν ότι είμεθα Χριστιανοί φαίνεται από την εξής συμβουλή του Παύλου: «Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας σας, καθώς πρέπει εν Κυρίω. Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας σας και μη ήσθε πικροί προς αυτάς. Τα τέκνα, υπακούετε εις τους γονείς κατά πάντα· διότι τούτο είναι ευάρεστον εις τον Κύριον. Οι πατέρες μη ερεθίζετε τα τέκνα σας, δια να μη μικροψυχώσιν. Οι δούλοι [σήμερα, οι εργαζόμενοι], υπακούετε κατά πάντα εις τους κατά σάρκα κυρίους σας [σήμερα, εργοδότες], ουχί με οφθαλμοδουλείας ως ανθρωπάρεσκοι, αλλά με απλότητα καρδίας, φοβούμενοι τον Θεόν. Και παν ό,τι αν πράττητε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως εις τον Κύριον και ουχί εις ανθρώπους, εξεύροντες ότι από του Κυρίου θέλετε λάβει ανταπόδοσιν της κληρονομίας· διότι εις τον Κύριον Χριστόν δουλεύετε. Όστις όμως αδικεί, θέλει λάβει την αμοιβήν της αδικίας αυτού, και δεν υπάρχει προσωποληψία. Οι κύριοι [σήμερα, οι εργοδότες], αποδίδετε εις τους δούλους σας [σήμερα, τους εργαζομένους σε σας] το δίκαιον και το ίσον, εξεύροντες ότι και σεις έχετε Κύριον εν ουρανοίς.»—Κολ. 3:18-4:1.
33. (α) Η αναγνώρισις τίνος ρόλου πρέπει να είναι έκδηλη στη ζωή των Χριστιανών, και πώς εκδηλώνεται αυτή η αναγνώρισις; (β) Ποια πεποίθησι μπορούμε να έχωμε αν τηρούμε τις εντολές του Ιησού Χριστού;
33 Αν, λοιπόν, ομολογούμε ότι είμεθα μαθηταί του Χριστού, η ζωή μας πρέπει να δείχνη ότι αναγνωρίζομε τον ζωτικό ρόλο του Χριστού στη διάταξι του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπακούωμε στις εντολές του και ν’ αποβλέπωμε στις διδασκαλίες του και στο παράδειγμά του για καθοδηγία. Αν το κάνωμε αυτό, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι για την αγάπη του και την αγάπη του Πατρός του. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε : «Εάν τας εντολάς μου φυλάξητε, θέλετε μείνει εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ εφύλαξα τας εντολάς του Πατρός μου και μένω εν τη αγάπη αυτού.» (Ιωάν. 15:10) Ως άτομα που αγαπά και επιδοκιμάζει ο Ιεχωβά Θεός και ο Ιησούς Χριστός, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι θα λάβωμε την αμοιβή της αιωνίου ζωής.—1 Ιωάν. 2:25.