Η Έρευνά μου για Ελευθερία Ανταμείφθηκε
Αφήγησις υπό Εντουίνας Απέιζον
«ΤΩΡΑ είναι η ώρα,» ψιθύρισε ένας γέρος δούλος. Κάτω από το προστατευτικό κάλυμμα του σκοταδιού, μια μικρή ομάδα μαύρων δούλων τόλμησε να δραπετεύση από μια καφεοφυτεία στο βόρειο μέρος του Σουρινάμ. Εκνευρισμός, έντασις, απελπισία αλλά και ελπίδα διαγράφετο στα πρόσωπα τους. Τα παιδιά ήσαν κολλημένα στις μητέρες τους, οι οποίες ήδη ήσαν υπερφορτωμένες με εργαλεία κλεμμένα από τη φυτεία. Οι άνδρες μετέφεραν τσεκούρια και μαχαίρια.
«Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα! Μη σταματάτε!» Αυτή η κραυγή ακουγόταν διαρκώς. Το να συλληφθούν σήμαινε να μεταφερθούν πίσω στη φυτεία για να βασανισθούν ή να θανατωθούν. Η απέραντη ζούγκλα φαινόταν αδιαπέραστη· ωστόσο δεν υπήρχε άλλη εκλογή από το να προχωρήσουν βαθύτερα. Τα μαχαίρια χρησίμευαν για να ανοίγουν το δρόμο όλο και πιο νότια, μέσα στη ζούγκλα. Μέρα νύχτα οι φυγάδες αγωνίζονταν να παραμείνουν τουλάχιστον ένα βήμα μπροστά από τους καλά ωπλισμένους διώκτες τους, που είχαν σταλή από τον ιδιοκτήτη της φυτείας. Οποιοδήποτε βάρος τους δημιουργούσε εμπόδιο στην ταχύτητά τους, έπρεπε να το αφήσουν πίσω. Δυστυχώς, στη ζούγκλα αντηχούσε και το κλάμα μερικών εγκαταλελειμμένων μωρών. Τελικά, μετά από πολλούς μήνες δυσκολιών, οι φυγάδες έφθασαν στον Ποταμό Ταπαναχόνυ, 200 χιλιόμετρα (125 μίλια) μακρυά.
Στη συνέχεια, περισσότεροι μαρούνς, ή φυγάδες δούλοι, ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα. Διασκορπίσθηκαν κατά μήκος του ποταμού κατά οικογένειες, σχηματίζοντας καλά οργανωμένες κοινότητες με επικεφαλής τον Μεγάλο Άνδρα, τον αρχηγό. Αυτοί οι φυγάδες που έζησαν πριν από 250 και πλέον χρόνια, ήσαν οι πρόγονοί μου, και σχημάτισαν τη φυλή Αουκάνερ. Με μεγάλες ταλαιπωρίες και με κίνδυνο της ζωής τους, τελικά απόκτησαν κάτι πολύ ποθητό—την ελευθερία! Έγιναν ελεύθεροι άνθρωποι, ή έτσι τουλάχιστον πίστευαν.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ, ΑΛΛΑ ΑΚΟΜΗ ΔΟΥΛΟΙ
Ωστόσο, υπήρχε κι ένα άλλο είδος όχι τόσο φανερής υποδουλώσεως. Στη διάρκεια της δουλείας δεν μπορούσαμε να την ασκούμε πλήρως. Ήταν το είδος της λατρείας μας—η δαιμονολατρεία.—1 Κορ. 10:20.
Οι γονείς μου είπαν ότι ένα πνεύμα που προλέγει την τύχη, βοήθησε τους προγόνους μας να διαφύγουν επιτυχώς. Αυτό έδιδε το σήμα για τη φυγή, την ημέρα ή τη νύχτα. Επίσης, όταν μερικοί δραπέτες εμποδίζονταν από ένα βουνό, το πνεύμα τους κατηύθυνε να το ανέβουν—αλλά προς τα πίσω. Σκοπός ήταν να παροδηγηθούν οι διώκτες με το να σκεφθούν ότι οι δούλοι είχαν διαφύγει κατηφορίζοντας. Αυτό το πνεύμα γρήγορα ανεκηρύσσετο ο Γκραν Γκάντο, ή κύριος θεός, μαζί μ’ έναν ιερέα και βοηθούς.
Σε περιπτώσεις ασθένειας ή θανάτου, συμβουλεύονταν αυτό τον θεό. Παραδείγματος χάρι, αν κάποιος πέθαινε, κάτι απ’ αυτόν—ας πούμε τα μαλλιά του δένονταν σ’ ένα ύφασμα, κι ύστερα σε μια ξύλινη σανίδα την οποία δύο άνδρες κρατούσαν πάνω στα κεφάλια τους. Το πνεύμα του νεκρού υποτίθεται ότι θα καθόταν πάνω στη σανίδα, και οι συγγενείς του νεκρού μπορούσαν να ρωτήσουν: «Πέθανες από αρρώστια;» Αν η σανίδα κουνιόταν προς τα πίσω, η απάντησις ήταν, Όχι. Άλλη ερώτησις: «Σε σκότωσε κανείς με μαγεία;» Αν η σανίδα κουνιόταν προς τα εμπρός, αυτό εσήμαινε, Ναι. «Ποιος σε σκότωσε;» Εδώ, οι άνδρες κάτω από τη δύναμι του πνεύματος έτρεχαν σ’ ένα ωρισμένο σπίτι, αποκαλύπτοντας τον δολοφόνο. Στη συνέχεια, συμβουλεύονταν τον Γκραν Γκάντο, για να επιβεβαιώση αυτή την κρίσι.
Ο Γκραν Γκάντο, όμως, δεν αποτελεί τη μοναδική θεότητα της φυλής Αουκάνερ. Τα μέλη της φυλής λατρεύουν επίσης δένδρα, ζώα και πέτρες. Επίσης, για να κατευνάζουν τους νεκρούς προγόνους, τοποθετούν γύρω από μια στήλη προσευχών που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού προσφορές τροφίμων και ρούμι. Ο λαός υπακούει επίσης στον κοενόε, ή τύραννο, ο οποίος δρα μέσω ενός ανθρωπίνου μέντιουμ. Αυτοί οι τύραννοι πιστεύεται ότι είναι άτομα που έχουν δολοφονηθή από ένα μέλος της οικογένειας. Υποτίθεται ότι επιστρέφουν για εκδίκησι, και βασανίζουν τους ανθρώπους με σοβαρές ασθένειες. Τότε, ο ασθενής συμβουλεύεται το μέντιουμ. Το μέντιουμ, μιλά, κάτω από την επιρροή δαιμόνων καθορίζοντας ποια θεραπευτικά βότανα να χρησιμοποιήση, τι θυσίες να προσφέρη και σε ποιους νόμους να υπακούη. Μερικοί δαίμονες διασκεδάζουν με τον ασθενή, κάνοντας τον να πηγαίνη από τον ένα ομπία-μαν, ή μάγο γιατρό, στον άλλο. Αυτή η προσπάθεια για θεραπεία συνεχίζεται μέχρις ότου το θύμα «ξεπενταριασθή» και προσφέρει όλα τα τρόφιμα του για θυσίες. Το θύμα εξακολουθεί να παραμένη άρρωστο και πολύ φτωχό.
Μερικοί χρησιμοποιούν ουίζι, ή μαύρη μαγεία, για να κάνουν κακό στον συνάνθρωπο τους. Αυτή η λατρεία προσκαλεί πραγματικά τα πονηρά πνεύματα στη γειτονιά. Οι άνθρωποι, άγρυπνοι πάντοτε για την παρουσία τους, φορούν ταπόες, ή φυλακτά φτιαγμένα από κορδόνια, όστρακα ή δόντια ζώου. Αυτά τα φορούν γύρω από τα χέρια τους, στο λαιμό, στη μέση ή στα πόδια για δήθεν προστασία από συμφορά. Οι Αουκάνερς ακόμη κρεμούν μπουκάλια με μπύρα πάνω στις καλύβες τους, ή τα δένουν σε ραβδιά που βρίσκονται στο έδαφος, ελπίζοντας ότι έτσι θα εμποδίσουν την καταστροφή της σοδιάς. Κάθε μέρα αυτοί οι άνθρωποι ζουν, τρώνε, εργάζονται και κοιμούνται με φόβο. Και η αλλαγή οποιουδήποτε ατόμου απ’ αυτό τον τρόπο ζωής, ασφαλώς προξενεί αναταραχή στο χωριό.
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ
Αυτό ήταν το περιβάλλον μου για 48 περίπου χρόνια. Επειδή δεν υπήρχε σχολείο στο χωριό μου, στο Γκόντο-όλο, όλοι ήσαν αγράμματοι. Ωστόσο, σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς μας μάς έμαθαν να αναπτύσσωμε την επιδεξιότητά μας. Εμείς τα κορίτσια μαθαίναμε τις δουλειές του νοικοκυριού, να ψήνωμε, να μαγειρεύωμε και να πλένωμε. Ύστερα, αρχίζαμε ‘ν’ ασκούμε τους μυς μας’ με το να καλλιεργούμε το έδαφος, να μαζεύωμε ξύλα και να τα κόβωμε με τσεκούρια. Μαθαίναμε πώς να κωπηλατούμε την κροεγιάρα, ένα μονόξυλο κανό, όχι μόνο όταν τα νερά ήσαν ήρεμα αλλά και όταν ήσαν ορμητικά και σε καταρράκτες. Με τον καιρό, το ανάστημά μας μπορούσε εύκολα να συναγωνισθή το ανάστημα οποιουδήποτε ανδρός! Εξ άλλου, τα αγόρια μάθαιναν να φτιάχνουν βάρκες, να κυνηγούν, να κόβουν δένδρα, να ψαρεύουν και να σκαλίζουν το ξύλο.
Σύμφωνα με τις συνήθειές μας, τα κορίτσια γύρω στα 14 ή 15 χρόνια τους δίδονται με λόγο σε κάποιον άνδρα, και αργότερα συζούν. Οι γονείς μου διάλεξαν έναν άνδρα για μένα, αλλά δεν μου άρεσε. Όπως εξελίχθηκαν τελικά τα πράγματα, ο άνδρας με τον οποίο είμαι παντρεμένη είναι ο πατέρας των εννέα από τα 11 παιδιά που γέννησα. Παρεμπιπτόντως είναι αρκετά ηλικιωμένος ώστε θα μπορούσε να είναι και πατέρας μου.
Επειδή είμαι εκ φύσεως δραστήρια, συχνά αναλάμβανα την ηγεσία σε διάφορα καθήκοντα που ανατίθεντο σε γυναίκες. Αυτό περιελάμβανε τη συντήρησι του χωριού και τη φροντίδα για τους ασθενείς και τους ηλικιωμένους. Έτσι, ο καπίτεν, ή αρχηγός του χωριού, μού ζήτησε να γίνω η μπάσγια του, ή βοηθός του. Αυτό έφερε επιπρόσθετες ευθύνες. Μια ευθύνη συνδέεται με την ταφή των νεκρών, που αποτελεί μια μακρά τελετουργία επειδή το σώμα δεν θάβεται αμέσως.
Λόγω δεισιδαιμονίας, οι άνδρες που υπηρετούν σαν νεκροθάφτες φοβούνται ότι αν πέσουν στον τάφο σταγόνες από τον ιδρώτα τους, αυτό θα σημάνη το θάνατό τους. Φυσικά, κάτω από το ζεστό ήλιο δεν χρειάζεται και πολλή κίνησις για να αρχίση κανείς να ιδρώνη. Εκτός απ’ αυτό, ο τάφος δεν βρίσκεται μέσα στο χωριό αλλά σε μια απόστασι που απαιτεί ταξίδι με βάρκα. Έτσι, κάθε μέρα πηγαίνουν με τη βάρκα στο νεκροταφείο και σκάβουν λίγο. Επειδή το σώμα δεν ταριχεύεται, δημιουργεί μια ανυπόφορη δυσοσμία. Ευτυχώς, η κάσσα είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μαζεύη το υγρό που βγαίνει από το πτώμα, και που στη συνέχεια το χύνουν σε μια τρύπα κατά μήκος των συνόρων του χωριού. Για τον κοινό λαό, η ταφή διαρκεί πέντε περίπου ημέρες· όταν πρόκειται για τον αρχηγό ενός χωριού, διαρκεί 10 περίπου ημέρες. Αλλά για τον Γκραν Μαν, η τελετή της ταφής διαρκεί τρεις μήνες. Όλες αυτές τις ημέρες, οι γυναίκες πρέπει να μαγειρεύουν για 30 περίπου νεκροθάφτες, εκτός από τους τυμπανιστές, τους χορευτές και τους μοιρολόγους, καθώς επίσης και για το νεκρό.
ΠΩΣ ΕΠΗΛΘΕ Η ΑΛΛΑΓΗ
Το 1959, ο άνδρας μου κι εγώ ταξιδέψαμε στον ποταμό με κανό, περνώντας από καταρράκτες και μέσα από απότομα νερά. Πέντε ημέρες αργότερα, φθάσαμε στην Αλμπίνα, στο ανατολικό σύνορο του Σουρινάμ. Εκεί, επισκεφθήκαμε ένα καλό μας φίλο, ένα ομπία—μαν. Εκείνη την ημέρα, όμως ο φίλος μας, άκουγε κάποιον άνδρα 20 ετών να εξηγή τις εικόνες ενός βιβλίου. Ο νεαρός με προσκάλεσε ν’ ακούσω, και θυμάμαι ακόμη ζωηρά τα λόγια του. Από τις εικόνες του βιβλίου, Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο της εταιρίας Σκοπιά, έμαθα ότι ο Θεός έθεσε αρχικά τον άνδρα και τη γυναίκα σ’ ένα παράδεισο. Λόγω της παρακοής τους, αυτός ο παράδεισος χάθηκε. Αλλά η αποκατάστασίς του ήταν βέβαιη, διότι όταν ο Ιησούς Χριστός βρισκόταν στο ξύλο του μαρτυρίου, υποσχέθηκε σ’ έναν κακούργο: «Αληθώς σοι λέγω σήμερον, θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω.» (Λουκ. 23:43) Αυτό το πίστευσα κι εγώ· ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού δεν θα έλεγε ποτέ ψέματα. Στην καρδιά μου άναψε η επιθυμία να είμαι κι εγώ σ’ αυτό τον παράδεισο.
Στη διάρκεια των επομένων επτά μηνών, ο νεαρός με υπομονή εξηγούσε τα χαρακτηριστικά κάθε εικόνας του βιβλίου Παράδεισος, μερικές φορές επί δύο ώρες και πλέον δυο φορές την εβδομάδα. Σιγά-σιγά, διευκρινίσθηκε η αληθινή θρησκεία και κατάλαβα ότι ήμουν αιχμάλωτη σε ψευδή λατρεία. Θα μπορούσα να οπλισθώ με αρκετό θάρρος και δύναμι για να απελευθερωθώ απ’ αυτή τη λατρεία; Η συνεχής μελέτη και η συναναστροφή με μια μικρή ομάδα ενδιαφερομένων ατόμων άρχισε να οικοδομή τη νέα μου πίστι στο Μεγάλο Δημιουργό, τον Ιεχωβά.
Το πρώτο άτομο που με αποθάρρυνε ήταν ο άνδρας μου, ο οποίος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τα όσα μάθαινα. Κατάλαβε ότι αυτή η καινούργια θρησκεία απαιτούσε να ακολουθήσω υψηλές αρχές στο γάμο. Έτσι, αποφάσισε ότι έπρεπε να επιστρέψωμε σπίτι, όπου τα επόμενα επτά χρόνια έχασα κάθε επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά η βασισμένη στην Αγία Γραφή ελπίδα ήταν πάρα πολύ ζωντανή στην καρδιά μου. Όταν επιστρέψαμε σπίτι, είπα αμέσως στη μητέρα μου και σ’ άλλους συγγενείς τα όσα είχα μάθει. Οι γονείς μου απετέλεσαν ενίσχυσι για μένα. Μετά από δύο χρόνια, ο πατέρας μου πέθανε με την ελπίδα του παραδείσου, και η μητέρα μου έγινε αργότερα Μάρτυς του Ιεχωβά.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΣΟΒΑΡΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
Αργότερα, ήλθε μια απροσδόκητη δοκιμασία. Τρία από τα παιδιά μου αρρώστησαν βαριά χάνοντας τις αισθήσεις τους. Έτσι, συμβουλευθήκαμε ένα μάγο γιατρό. Είπε ότι ένα ξόρκι μαύρης μαγείας που είχε πέσει στο χωράφι μας, είχε προκαλέσει την ασθένεια. Ο μάγος γιατρός ισχυρίσθηκε ότι είχε απομακρύνει το ξόρκι, αλλά όταν επιστρέψαμε σπίτι, η ασθένεια έγινε πιο σοβαρή. Μέσα σε μια εβδομάδα, τα δύο μου παιδιά ηλικίας τριών και οκτώ ετών πέθαναν. Το τρίτο παιδί ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο.
Όταν ο Γκραν Μαν πληροφορήθηκε τους θανάτους, μας κάλεσε. Συμβουλευόμενος τον Γκραν Γκάντο του, μας υπέδειξε ότι ένας τύραννος ήταν ο ένοχος. Με συμβούλευσε να λατρέψω τον τύραννο δίνοντας στη γυναίκα μέντιουμ ρούμι και τροφή και να την τυλίξω με πάνγκι, ή περικαλύμματα της μέσης. Μου είπε ότι η άρνησίς μου να το κάνω αυτό, θα εσήμαινε ότι το παιδί που περίμενα τότε, θα πέθαινε στον τοκετό. Παρ’ όλα αυτά, αρνήθηκα, πιστεύοντας ότι οι δαίμονες είχαν προκαλέσει το θάνατο των δύο παιδιών μου.
Στη γέννησι του παιδιού μου, ο ένας από τους βραχίονές του δεν ενωνόταν με τον ώμο. Το βγαλμένο χέρι προφανώς είχε προκύψει από τις συνεχείς επικύψεις μου στο έδαφος λόγω της βαθειάς θλίψεώς μου για το θάνατο των παιδιών μου. Αεροπορικώς, πήγαμε στην πρωτεύουσα όπου διωρθώσαμε το ελάττωμά του. Η εμπιστοσύνη μου στον Ιεχωβά είχε μεγαλώσει και τον είχα ευαρεστήσει με το να μην ενδώσω στην ψευδή λατρεία.
Μια μετέπειτα εγκυμοσύνη κατέληξε σε αποβολή. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιζητείται ο ομπία-μαν για προστασία. Αλλά αντί να το κάνω αυτό, πήγα στην πρωτεύουσα για ανάρρωσι. Όταν συνήλθα, άρχισα να ψάχνω για να βρω τους Μάρτυρες, χωρίς καμμιά επιτυχία.
Όταν επέστρεψα σπίτι, εξακολούθησα να δίνω μαρτυρία από το φθαρμένο βιβλίο μου Παράδεισος. Έχοντας αποφασίσει να βαπτισθώ, πληροφόρησα τους αρχηγούς του χωριού ότι δεν θα συμμετείχα πια σε ειδωλολατρικές γιορτές, Οι χωρικοί συμβούλευσαν τον άνδρα μου να με συνοδεύση στην πρωτεύουσα για το βάπτισμά μου, επειδή πίστευαν ότι υπήρχε η πιθανότητα να τον εγκαταλείψω για πάντα. Έτσι ήλθε μαζί.
Όταν άρχισα να παρακολουθώ Χριστιανικές συναθροίσεις, ο σύζυγός μου δημιούργησε κάποια λογομαχία. Η απάντησίς μου; «Αν δεν με συνοδεύσης, θα πρέπει να σε εγκαταλείψω μια μέρα για να εκπληρώσω την ολοκάρδια επιθυμία μου να υπηρετώ τον Ιεχωβά.» Προς έκπληξί μου, με συνώδευσε στη συνάθροισι. Ύστερα, άρχισε να μελετά την Αγία Γραφή. Πόσο θαυμάσια ήταν όταν αργότερα εναρμονίσαμε τη ζωή μας με τους νόμους του Ιεχωβά με το να παντρευτούμε νόμιμα! Στη συνέχεια βαπτίσθηκα και ακολούθησε και ο σύζυγός μου.
Η διαμονή μας στην πρωτεύουσα μάς βοήθησε να αποκτήσωμε περισσότερη γνώσι για να ενισχύσωμε την πίστι μας. Ωστόσο, λόγω οικονομικών πιέσεων, μετακινηθήκαμε 60 χιλιόμετρα (38 μίλια) έξω από την πόλι, για να καλλιεργήσωμε ένα κομμάτι γης που παρήγε με αφθονία. Αλλά τι απώλεια ήταν για μας τους άλλους, όταν ένας εκσκαφέας ήλθε για να καταστρέψη τα χωράφια μας για κάποιο σχέδιο! Επιστρέψαμε στην πόλι, όπου άρχισα να υπηρετώ σαν τακτικός σκαπανέας (ολοχρόνιος κήρυκας της Βασιλείας). Στη διάρκεια εκείνου του καιρού, άλλοι Μάρτυρες με δίδαξαν να διαβάζω και να γράφω. Ύστερα, διαβάζοντας από τη δική μου Βίβλο στην τοπική γλώσσα του Σουρινάμ, πλησίασα πολλούς ανθρώπους από διαφορετικές φυλές όταν ήλθαν στην πόλι ζητώντας εργασία. Μετά από τρία χρόνια, με τη συνεργασία του συζύγου μου, είχα το προνόμιο να γίνω ειδικός σκαπανέας. Τι ευλογίες απολαύσαμε σαν οικογένεια! Από τις τέσσερις κόρες και τον ένα γιο μας που ήσαν βαπτισμένοι, ο ένας έγινε τακτικός σκαπανέας και οι άλλοι δύο, ειδικοί σκαπανείς.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Κάποτε, όταν διεξήγαγα μια Γραφική μελέτη, έλαβα ένα συγκλονιστικό μήνυμα. Ο μεγαλύτερος γιος μου, ο οποίος δεν ήταν Μάρτυς, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ενώ συμμετείχε σε κάποια διαδήλωσι διαμαρτυρίας. Αυτός ο θλιβερός θάνατος επέφερε περισσότερη έντασι, διότι οι συγγενείς μου είπαν: «Αν δεν ακολουθήσης τις συνήθειες πένθους, δεν έχεις μητρικά αισθήματα για το γιο σου.» Σαν μητέρα, η συνήθεια απαιτούσε να κόψω τα μαλλιά μου, να τυλίξω το κεφάλι μου μ’ ένα λευκό μαντίλι, να φορέσω πένθιμα ρούχα επί μήνες, να περπατώ επίτηδες αργά και να μιλώ σιγανά με πνιγμένη φωνή για ένα χρόνο—όλα αυτά για να δείξω στους ανθρώπους και στο δήθεν ‘πνεύμα του νεκρού’ ότι ήμουν πραγματικά λυπημένη. Ωστόσο, αν έκανα αυτά τα πράγματα, ασφαλώς το κήρυγμα μου θα ήταν μάταιο και θα έχανα την καθαρή μου συνείδησι ενώπιον του Θεού. Ο Ιεχωβά, όμως ήλθε προς βοήθειά μου μέσω της συνεχούς προσοχής των ομοπίστων μου.
Η κυβέρνησις, για να κατευνάση πιθανή εξέγερσι των Αουκάνερς, προμήθευσε το ποτό και τα τρόφιμα που χρειάζονταν για την κηδεία του γιου μου και έφερε το πτώμα στο χωριό μου να ταφή σύμφωνα με τις συνήθειες της φυλής. Προς τιμή του γιου μου, το εργατικό σωματείο μάλιστα ανήγειρε μια αναμνηστική στήλη στο κέντρο της πρωτεύουσας. Αλλά η ελπίδα μου είναι ότι ο Ιεχωβά θα τον θυμηθή στην ανάστασι.—Πράξ. 24:15.
Μετά από μερικούς μήνες, ήταν καιρός να σταματήση η περίοδος πένθους με την παραδοσιακή γιορτή, τους χορούς και την προσφορά ποτού και τροφής. Τελικά, όλοι οι πενθούντες κάνουν ένα λουτρό από βότανα που προετοιμάζεται από το μάγο γιατρό. Σαν μητέρα έπρεπε να πάω στο χωριό μου πάλι, αλλά πήγα ένα μήνα νωρίτερα έτσι ώστε να εξηγήσω γιατί δεν θα συμμετείχα. Μερικοί προσπάθησαν να με τρομάξουν, λέγοντας: «Το πνεύμα του γιου σου θα σε βλάψη.» Αλλά τόνισα σταθερά ότι το λουτρό από τα βότανα δεν θα μπορούσε να απομακρύνη τη θλίψι. Επίσης, είχα τη χαρά να πω σε άτομα που έδειξαν ενδιαφέρον σχετικά με το νέο σύστημα πραγμάτων.
Ο ΙΕΧΩΒΑ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΙ
Μετά από λίγο, έλαβα ένα νέο διορισμό ειδικού σκαπανέως—στο Γκόντο-όλο, στην πατρική μου γη. Πήγα στον αρχηγό του χωριού να του θυμίσω την υπόσχεσι που είχα δώσει να επιστρέψω μετά το βάπτισμα. Είχαν περάσει έξι χρόνια για να εκπληρώσω αυτή την υπόσχεσι, αλλά χάρηκε πολύ για το γυρισμό μου. Το χωριό μου ήταν ώριμο για καλλιέργεια. Σύντομα άρχισαν 20 Γραφικές μελέτες με άνδρες και γυναίκες και μερικές φορές ολόκληρες οικογένειες, μεταξύ των οποίων και συγγενείς μου. Απ’ αυτές τις μελέτες, 11 άτομα αφιερώθηκαν και βαπτίσθηκαν σαν Χριστιανοί. Ανάμεσα τους ήταν η γυναίκα που υπήρξε μέντιουμ του τύραννου στον οποίο εγώ υποτίθετο ότι έπρεπε ν’ αποδώσω λατρεία μετά το θάνατο των παιδιών μου.
Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ και μια ακόμη πείρα. Το 1972 κάποιος άνδρας κατελήφθη από ένα δαίμονα, ένα πνεύμα προφανώς πιο ισχυρό από εκείνο του Γκραν-Γκάντο. Με μαγική δύναμι, αυτός φόνευε οποιονδήποτε του εναντιωνόταν, χρησιμοποιώντας σαν όπλο το μαγικό ραβδί. Σύντομα η πιστότητα του λαού στράφηκε από τον «εκθρονισμένο» Γκραν-Γκάντο στο νέο θεό αυτού του ανθρώπου. Πολλοί χωρικοί του ζήτησαν να έλθη και να τοποθετήση ένα ξύλινο στύλο στο χωριό τους, εξασφαλίζοντας δήθεν μ’ αυτό τον τρόπο το ότι δεν θα συνέβαιναν πια θάνατοι εκεί επί πέντε χρόνια. Αλλά το χωριό Γκόντο-όλο τον προσκάλεσε και για ένα άλλο σκοπό. Μολονότι εναντιούμενοι χωρικοί είχαν προσπαθήσει να μάς αναγκάσουν να σιωπήσωμε (το μικρό όμιλο Μαρτύρων), γκρεμίζοντας τις καλύβες μας και κτυπώντας μας, εμείς εξακολουθήσαμε να μιλούμε για τον Ιεχωβά. Απειλητικά, μάς είπαν: «Σήμερα θα έλθη ο δυνατός ιερέας και όλοι σας θα πεθάνετε! Αλλά με εμπιστοσύνη απαντήσαμε: «Δεν φοβούμαστε. Δεν θα φύγωμε, επειδή θα δήτε ότι ο Ιεχωβά, ο Θεός μας, είναι ισχυρότερος!»
Γρήγορα, έφθασε ο μάγος γιατρός με τη συνοδεία του από χορευτές και τυμπανιστές. Εμείς οι Χριστιανοί, συγκεντρωθήκαμε μαζί και περιμέναμε ήρεμα, βασιζόμενοι στην προστασία του Ιεχωβά. (Ψαλμ. 34:7) Ο ήχος από τα τύμπανα έγινε πιο δυνατός, πιο άγριος. Ήλθε και ο μάγος γιατρός, υποκινούμενος από το δαίμονα. Ο άνδρας αυτός σταμάτησε και μάς κοίταξε. Ψιθυρίζοντας τα μαγικά του λόγια, άπλωσε τη ράβδο του προς το μέρος μας. «Τώρα θα πεθάνουν!» φώναζαν οι θεατές. Αλλά εμείς μείναμε σταθεροί, και ο μάγος έπεσε στο έδαφος. Είχε λιποθυμήσει!
Μεγάλη σύγχυσις δημιουργήθηκε ανάμεσα στους εναντιουμένους. Το πλήθος, συγχυσμένο, απομάκρυνε το μάγο γιατρό και προσπάθησε να τον συνεφέρη. Πράγματι, το όνομα του Ιεχωβά αποδείχθηκε «πύργος οχυρός». (Παρ. 18:10) Από τότε και στο εξής μπορέσαμε ν’ αρχίσωμε περισσότερες Γραφικές μελέτες. Αργότερα, συνάντησα το μάγο γιατρό ενώ έκανα έργο μαρτυρίας από καλύβα σε καλύβα. Είχαμε μια δίωρη συζήτησι, και παραδέχτηκε: «Ο Ιεχωβά είναι ισχυρότερος.»
Στο Γκόντο-όλο υπάρχει τώρα μια δραστήρια εκκλησία με 27 ευαγγελιζομένους και τρεις ειδικούς σκαπανείς. Και στις 15 Απριλίου 1979 μια Αίθουσα Βασιλείας χτισμένη από τα χέρια των πνευματικών αδελφών ανδρών και γυναικών—ναι, και από τα μικροσκοπικά χέρια των παιδιών επίσης—αφιερώθηκε στον Ιεχωβά. Πόσο ευγνώμονες είμαστε που το πνεύμα του βρίσκεται επάνω μας και που προφανώς υπάρχουν κι άλλες ευκαιρίες για να κάνωμε μαθητές σ’ αυτή την περιοχή.
Οι πρόγονοί μου αγωνίσθηκαν για ελευθερία. Αλλά εγώ βρήκα πνευματική ελευθερία. Πρόκειται για ελευθερία από την ψευδή λατρεία. Τι χαρά και ευλογία προέρχεται από το να εφαρμόζη κανείς την αληθινή θρησκεία! Και σκεφθήτε! Εκείνοι που αγαπούν τον Ιεχωβά θα μπορούν να τον λατρεύουν με πραγματική ελευθερία για πάντα.