Η Αγάπη της Οικογένειάς μου για τον Θεό Παρά τη Φυλακή και το Θάνατο
Αφήγηση από την Μαγκνταλένα Κουσερόβ Ρόυτερ
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Βίλχελμ θα εκτελούνταν από τους Ναζιστές το επόμενο πρωί. Το έγκλημά του; Αρνήθηκε λόγω συνείδησης να υπηρετήσει στον Γερμανικό στρατό. Ήταν 25 χρόνων και γνώριζε καλά την εκτέλεση που τον περίμενε από το εκτελεστικό απόσπασμα. Εκείνο το απόγευμα, στις 26 Απριλίου 1940, μας έγραψε το ακόλουθο αποχαιρετιστήριο γράμμα, μετά από το οποίο έπεσε ήρεμα στο κρεβάτι του και κοιμήθηκε βαθιά.
«Αγαπημένοι μου γονείς, αδελφοί και αδελφές:
Όλοι σας γνωρίζετε τι σημασία έχετε εσείς για μένα, και αυτό έρχεται στη μνήμη μου κάθε φορά που κοιτάζω την οικογενειακή μας φωτογραφία. Πόσο αρμονικά ήταν πάντοτε τα πράγματα στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, πάνω απ’ όλα πρέπει να αγαπάμε τον Θεό, όπως διέταξε ο Ηγέτης μας [Φύρερ] ο Ιησούς Χριστός. Αν σταθούμε με το μέρος του, θα μας ανταμείψει».
Το τελευταίο του βράδι ο αγαπημένος μας Βίλχελμ σκεφτόταν εμάς—τους Χριστιανούς γονείς του και τους πέντε αδελφούς του και τις πέντε αδελφές του, μια ασυνήθιστα μεγάλη και αρμονική οικογένεια. Στη διάρκεια των προβλημάτων μας την εποχή εκείνη, σαν οικογένεια φροντίσαμε η αγάπη μας για τον Θεό να έρχεται πάντα πρώτη.
Το Σπίτι μας «Χρυσός Αιώνας»
Οι γονείς μου, Φρανς και Χίλντα Κουσερόβ, ήταν ζηλωτές Σπουδαστές της Γραφής, ή Μπίμπελφορσερ (Μάρτυρες του Ιεχωβά), από τότε που βαφτίστηκαν το 1924, το έτος που γεννήθηκα εγώ, το έβδομο παιδί τους. Τα νεανικά χρόνια που περάσαμε και τα έντεκα παιδιά μαζί με τους γονείς μας ήταν ένας θαυμάσιος καιρός. Επειδή ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε από την κοσμική του δουλειά νωρίς στη ζωή, μπορούσε να αφιερώνει πολύ χρόνο μαζί μας. Αυτό το έκανε σύμφωνα με τις Βιβλικές αρχές. Δεν περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς να λάβουμε Βιβλική συμβουλή και εκπαίδευση. Οι γονείς μας αναγνώριζαν ότι τα παιδιά δεν γίνονται αυτόματα υμνητές του Ιεχωβά απλώς επειδή είναι οι γονείς τους.
Το 1931 ο Πατέρας δέχτηκε την πρόσκληση της Εταιρίας Σκοπιά να μετοικήσει μαζί με τη μεγάλη οικογένειά του σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε τότε τοπική εκκλησία. Στο Παντερμπόρν και στα περίχωρα—περίπου 200 πόλεις και χωριά περιλαμβάνονταν—είχαμε πολύ έργο να κάνουμε κηρύττοντας το άγγελμα της Βασιλείας. Η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Αννμαρί, υπηρετούσε σαν ειδική σκαπάνισσα, και ο Μπαμπάς και ο 15χρονος αδελφός μου, ο Ζίγκφριντ, σαν τακτικοί σκαπανείς.
Ακόμη και από μακριά, οι άνθρωποι μπορούσαν να βλέπουν δυο μεγάλες πινακίδες χρωματισμένες και από τις δυο πλευρές του σπιτιού μας στο Μπαντ Λιπσπρίνγκε. Σ’ αυτές, στα Γερμανικά, ο Πατέρας είχε γράψει: LESEN SIE ‘DAS GOLDENE ZEITALTER’ (ΔΙΑΒΑΣΤΕ ‘ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ ΑΙΩΝΑ’, το πρώην όνομα του περιοδικού Ξύπνα!). Το σπίτι βρισκόταν κατά μήκος μιας γραμμής του τραμ που συνέδεε το Παντερμπόρν και το Ντέτμολντ. Όταν το τραμ σταματούσε μπροστά από το σπίτι, ο οδηγός φώναζε: «Στάση, ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ!» Και στην πραγματικότητα, το σπίτι μας, το οποίο είχε έκταση τρία έηκερς (1,2 εκτάρια) και περιβαλλόταν από έναν όμορφο κήπο με θάμνους και δέντρα, ήταν για μας κέντρο εκπαίδευσης και δράσης, και τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τον χρυσό αιώνα της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού.—Ματθαίος 6:9, 10.
Όλοι σε Αρμονία
Μια οικογένεια ευλογημένη με τόσα πολλά παιδιά χρειαζόταν διοίκηση. Συχνά χρειαζόταν να μαζέψουμε τα λαχανικά και τα φρούτα. Έπρεπε να ληφθεί φροντίδα για τα κοτόπουλα και τις πάπιες, και το οικογενειακό αρνάκι χρειαζόταν να ταΐζεται με το μπουκάλι. Το σκυλί «Φίφφι» και η γάτα «Πούσσι», ήταν και αυτά αγαπημένα «μέλη» της οικογένειας και χρειάζονταν προσοχή. Γι’ αυτό, ο Πατέρας προγραμμάτιζε την εργασία για το καθάρισμα του σπιτιού, τη συντήρηση του κήπου, και τη φροντίδα των κατοικίδιων ζώων. Κάθε παιδί συμμετείχε στις διάφορες μικροδουλειές, οι οποίες γίνονταν κάθε εβδομάδα εκ περιτροπής από τα αγόρια και τα κορίτσια.
Ο Πατέρας επίσης άφηνε χρόνο για ψυχαγωγία, που περιλάμβανε μουσική, ζωγραφική και πολλά άλλα πράγματα, και σε όλα επιστατούσε η Μητέρα, που ήταν δασκάλα. Είχαμε πέντε βιολιά, ένα πιάνο, ένα αρμόνιο, δυο ακορντεόν, μια κιθάρα, και αρκετά φλάουτα. Ναι, όχι μόνο επόπτευαν οι γονείς μας τη σχολική εργασία που κάναμε στο σπίτι αλλά έκαναν και τη μουσική και την υμνολογία μέρος του εκπαιδευτικού μας προγράμματος.
Αυτό που θεωρώ σήμερα ότι ήταν πιο σπουδαίο είναι ότι δεν περνούσε ούτε μια μέρα χωρίς να λάβουμε κάποια πνευματική εκπαίδευση, είτε στο τραπέζι παίρνοντας απαντήσεις στα ερωτήματά μας είτε αποστηθίζοντας διάφορα Γραφικά εδάφια. Ο Πατέρας επέμενε επίσης να μάθουμε να εκφραζόμαστε σωστά. Με άλλα λόγια, είχαμε μια ιδανική οικογενειακή ζωή, καλύτερη από οποιαδήποτε ιστορία που θα μπορούσε να περιγράψει. Φυσικά, είχαμε και τις αδυναμίες μας, και ο Πατέρας συχνά μας διαπαιδαγωγούσε με λόγια που πλήγωναν περισσότερο από τη σωματική τιμωρία. Μας δίδασκε πάντα να ζητάμε συγνώμη για τα λάθη μας και να συγχωρούμε τους άλλους. Τότε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πόσο σπουδαία θα αποδεικνυόταν αυτή η εκπαίδευση.
Το πιο μικρό μέλος της οικογένειας, ο μικρός Πάουλ-Γκέραρντ, γεννήθηκε το 1931. Έγινε με χαρά δεκτός από τους αδελφούς του, τον Βίλχελμ, τον Καρλ-Χάιντς, τον Βόλφγκανγκ, τον Ζίγκφριντ, και τον Χανς-Βέρνερ, καθώς επίσης από εμένα και τις αδελφές μου Αννμαρί, Βαλτράουντ, Χίλντεγκαρντ, και Ελίζαμπεθ.
Αρχίζει η Θλίψη
Εκείνον περίπου τον καιρό ο Αδόλφος Χίτλερ ανερχόταν στην εξουσία στη Γερμανία. Φαινόταν πως ο Πατέρας ήξερε ότι μπροστά μας βρίσκονταν προβλήματα, και ολοένα και περισσότερο μας προετοίμαζε για τα δύσκολα χρόνια που θα έρχονταν. Μας έδειχνε από τη Βίβλο ότι μερικοί πιστοί Μάρτυρες θα διώκονταν, θα ρίχνονταν στη φυλακή και ακόμη θα σκοτώνονταν. (Ματθαίος 16:25· 2 Τιμόθεον 3:12· Αποκάλυψις 2:10) Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως αυτό δεν θα συνέβαινε κατ’ ανάγκη στην οικογένειά μας. Δεν μπορούσα να ξέρω τι επιφύλασσε για μας το μέλλον.
Το πρώτο χτύπημα ήταν ο θάνατος του αδελφού μου Ζίγκφριντ από πνιγμό στην ηλικία των 20. Έπειτα την άνοιξη του 1933 υποβληθήκαμε σε εξονυχιστική έρευνα από τους Εθνικοσοσιαλιστές, που είναι συνήθως γνωστοί σαν Ναζιστές. Η μυστική αστυνομία διέταξε να σβηστούν οι πινακίδες από το σπίτι μας. Αλλά το χρώμα εκείνες τις μέρες ήταν τόσο κακής ποιότητας ώστε μπορούσατε ακόμη να βλέπετε αμυδρά τον «ΧΡΥΣΟ ΑΙΩΝΑ»! Και ο οδηγός του τραμ εξακολουθούσε να φωνάζει: «Στάση, ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ!»
Σιγά-σιγά οι πιέσεις έγιναν πιο ισχυρές. Άλλοι Μάρτυρες του Ιεχωβά, τους οποίους κακομεταχειρίστηκε άγρια η Γκεστάπο, ζητούσαν καταφύγιο στο σπίτι μας. Η σύνταξη του Πατέρα κόπηκε επειδή αρνήθηκε να πει «Χάιλ Χίτλερ». Μεταξύ των ετών 1933 και 1945, η Γκεστάπο ερεύνησε το σπίτι μας κάπου 18 φορές. Αλλά μήπως όλα αυτά τρομοκράτησαν εμάς τα παιδιά; Η αδελφή μου η Βαλτράουντ θυμάται: «Ακόμη και με την ένταση του διωγμού, παίρναμε δύναμη από τους γονείς μας, οι οποίοι τακτικά μελετούσαν μαζί μας τη Βίβλο. Και μεις εξακολουθούσαμε να τηρούμε το πρόγραμμα του Πατέρα».
Οι Μικρότεροι Κάτω από Πίεση
Με δυσαρέσκειά μας, πηγαίναμε εμείς, τα μικρότερα παιδιά, στο σχολείο κάθε μέρα. Οι δάσκαλοι απαιτούσαν να χαιρετούμε τη σημαία, να τραγουδάμε Ναζιστικά τραγούδια, και να σηκώνουμε τα χέρια μας λέγοντας «Χάιλ Χίτλερ». Επειδή εμείς αρνιόμασταν, είχαμε γίνει αντικείμενα χλευασμού. Αλλά τι μας βοήθησε να παραμείνουμε σταθεροί; Όλοι συμφωνούμε ότι το μυστικό ήταν πως ο Πατέρας και η Μητέρα καθημερινά συζητούσαν μαζί μας τα ατομικά μας προβλήματα καθώς συνέβαιναν. (Εφεσίους 6:4) Μας έδειχναν πώς να ενεργούμε και πώς να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας με τη Βίβλο. (1 Πέτρου 3:15) Συχνά κάναμε προετοιμασία, κάνοντας ερωτήσεις και δίνοντας απαντήσεις.
Η αδελφή μου η Ελίζαμπεθ θυμάται μια σοβαρή δοκιμασία που είχε: «Μια πολύ δύσκολη στιγμή για μας που ποτέ δεν θα ξεχάσουμε ήταν όταν, την άνοιξη του 1939, ο διευθυντής του σχολείου κατηγόρησε εμάς τα παιδιά ότι είμαστε πνευματικά και ηθικά παραμελημένα και διευθετήθηκε από το δικαστήριο να μας πάρουν με τη βία από το σχολείο και να μας οδηγήσουν σε άγνωστο μέρος. Εγώ ήμουν 13, ο Χανς-Βέρνερ 9, και ο μικρός Πάουλ-Γκέραρντ μόνο 7 χρόνων».
Πολύ πρόσφατα, μετά από 40 και πλέον χρόνια, ο Πάουλ-Γκέραρντ έλαβε ένα γράμμα από έναν υπεύθυνο του οποίου η συνείδηση τον ενοχλούσε ακόμη. Έγραφε: «Ήμουν ο αστυνομικός που πήρε εσένα και τον αδελφό σου και την αδελφή σου στο αναμορφωτήριο. Εγώ σας παρέδωσα εκείνο το απόγευμα». Φανταστείτε, εκείνα τα τρία ανυπεράσπιστα παιδιά να τα έχουν απαγάγει από το σχολείο χωρίς να έχουν πει λέξη στους γονείς μας!
Η Μητέρα προσπάθησε να βρει πού τα είχαν πάει. Τελικά, μετά από μερικές εβδομάδες, τα εντόπισε σε ένα αναμορφωτήριο στο Ντόρστεν. Ο διευθυντής σύντομα κατάλαβε ότι τα παιδιά είχαν καλούς τρόπους και ότι δεν έπρεπε να είναι εκεί, γι’ αυτό μετά από μερικούς μήνες αφέθηκαν ελεύθερα. Αλλά δεν επέστρεψαν σπίτι. Τι συνέβη;
Οι αδελφοί μου και η αδελφή μου συνελήφθησαν από την Γκεστάπο στο δρόμο και μεταφέρθηκαν από το Ντόρστεν στο Νέττελστατ κοντά στο Μίντεν και τοποθετήθηκαν σε ένα Ναζιστικό εκπαιδευτικό σχολείο. Φυσικά απαγορεύονταν οι επισκέψεις από συγγενείς, αλλά η μητέρα προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να ενισχύσει τα παιδιά της, στέλνοντάς τους ακόμη και κρυφά γράμματα. Κάποτε μπόρεσε μάλιστα να τα συναντήσει και να μιλήσει μαζί τους κρυφά. Αργότερα τα παιδιά χωρίστηκαν και οδηγήθηκαν σε διαφορετικά μέρη. Ωστόσο, διακράτησαν ακεραιότητα και αρνήθηκαν να χαιρετίσουν τη σημαία ή να πουν «Χάιλ Χίτλερ». Ανέφεραν το εδάφιο Πράξεις 4:12, όπου αναφέρεται σχετικά με τον Ιησού Χριστό: «Δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία [Χάιλ, στα Γερμανικά]».
Δοκιμάζεται Ολόκληρη η Οικογένεια
Στο μεταξύ, ο Πατέρας καταδικάστηκε δυο φορές σε φυλάκιση. Στις 16 Αυγούστου 1940 αποφυλακίστηκε, μόνο και μόνο για να σταλεί μετά από οχτώ μήνες για την τρίτη του ποινή στις φυλακές στο Κάσσελ-Βελχάιντεν. Αλλά στη διάρκεια αυτής της σύντομης περιόδου ελευθερίας, τι χαρά ήταν γι’ αυτόν να μπορέσει να βαφτίσει τρεις από μας—την 19χρονη Χίλντεγκαρντ, τον 18χρονο Βόλφγκανγκ, και εμένα, που τότε ήμουν 16 χρόνων.
Ο Πατέρας ξαναφυλακίστηκε τον ίδιο καιρό που ήταν φυλακισμένες η Μητέρα και η Χίλντεγκαρντ. Και εγώ επίσης δικάστηκα, και σε ηλικία 17 χρόνων καταδικάστηκα σε απομόνωση στη φυλακή ανηλίκων Βέχτα. Εκεί δεν είχα σχεδόν τίποτα να κάνω. Δεν ήταν εύκολο να σηκώνεσαι νωρίς και να κάθεσαι όλη τη μέρα κοιτάζοντας τους ασπροβαμμένους τοίχους. Προσπαθούσα να θυμάμαι όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά που είχα μάθει και έμενα έκπληκτη με τα πνευματικά πλούτη που έβρισκα. Θυμόμουν ολόκληρους ύμνους της Βασιλείας και ανέπτυσσα Βιβλικά θέματα. Πόσο ευγνώμων ήμουν για όλη την προσεκτική εκπαίδευση που μου είχαν δώσει οι γονείς μου!
Όταν επρόκειτο να τελειώσουν οι πρώτοι έξι μήνες στη φυλακή, η διευθύντρια της φυλακής με φώναξε στο γραφείο της και μου εξήγησε ότι θα μπορούσα να αποφυλακιστώ αν υπέγραφα ένα χαρτί που θα αποκήρυττα τις πεποιθήσεις μου σαν ψεύτικη διδασκαλία. Πάλι είχα το προνόμιο να υπερασπιστώ την πίστη μου. Η απάντησή της ήταν η σιωπή. Μετά είπε με λυπημένη φωνή ότι έπρεπε να με ξαναδώσει στην Γκεστάπο. Μετά από τέσσερις μήνες μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρυκ.
Η μητέρα μου και η Χίλντεγκαρντ ήταν ακόμη σε άλλη φυλακή. Τις συνάντησα αργότερα όταν μεταφέρθηκαν στο Ράβενσμπρυκ. Τότε η Μητέρα και εγώ μπορέσαμε να μείνουμε μαζί μέχρι το τέλος του πολέμου. Η Αννμαρί και η Βαλτράουντ υπηρέτησαν και εκείνες κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Κάθε μέλος της οικογένειας βρισκόταν τώρα ή πίσω από τα σίδερα της φυλακής ή είχε απαχθεί. Το μεγάλο σπίτι στο Μπαντ Λιπσπρίνγκε, στο οποίο αντηχούσαν κάποτε τα γέλια και τα τραγούδια των ανέμελων παιδιών, ήταν τώρα άδειο. Οι πινακίδες και στις δυο πλευρές του σπιτιού είχαν βαφεί πολλές φορές. Δεν φαινόταν καθόλου ο ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ.
Ράβενσμπρυκ—Φίλοι και Εχθροί
Όταν έφτασα στο Ράβενσμπρυκ, παρά το φόβο μου, ανυπομονούσα να συναντήσω άλλες Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά πώς θα τις έβρισκα ανάμεσα σ’ όλες τις χιλιάδες φυλακισμένες; Μέρος της διαδικασίας υποδοχής ήταν και το ξεψείριασμα. Η φυλακισμένη που εξέτασε το κεφάλι μου ρώτησε χαμηλόφωνα «Γιατί είσαι εδώ;» «Είμαι μια Μπίμπελφορσερ», απάντησα. Εκείνη με χαρά είπε, «Από την καρδιά μου καλωσόρισες αγαπητή μου αδελφή!» Μετά με πήγαν στο κτίριο των Μπίμπελφορσερ όπου η Αδελφή Γκέρτρουντ Πέτσινγκερ με πήρε υπό την προστασία της.
Την άλλη μέρα με φώναξαν στο γραφείο του αξιωματικού του στρατοπέδου. Πάνω στο γραφείο του βρισκόταν μια μεγάλη Βίβλος ανοιγμένη στο 13 κεφάλαιο της επιστολής προς Ρωμαίους. Με διέταξε να διαβάσω το πρώτο εδάφιο, το οποίο λέει: «Πάσα ψυχή ας υποτάσσηται εις τας ανωτέρας εξουσίας». Όταν τελείωσα είπε: «Και τώρα θα μου εξηγήσεις γιατί δεν θέλεις να υποταχθείς στις ανώτερες εξουσίες». Απάντησα: «Για να σας το εξηγήσω αυτό θα πρέπει να διαβάσω ολόκληρο το κεφάλαιο». Μόλις το είπα αυτό, έκλεισε τη Βίβλο απότομα, και μετά με έδιωξε. Έτσι άρχισαν τα τριάμισι χρόνια που έκανα στο Ράβενσμπρυκ.
Εκτός από τις βαναυσότητες των Ες-Ες, το χειρότερο μέρος αυτής της εμπειρίας ήταν ίσως οι χειμώνες. Μέσα στο παγωμένο κρύο στεκόμαστε σε παράταξη για την επίσημη απαρίθμηση κάθε πρωί. Αυτό άρχιζε στις 4 τη νύχτα και μπορούσε να διαρκέσει από δύο μέχρι πέντε ώρες! Δεν μας επέτρεπαν να βάλουμε τα χέρια μας μέσα στις τσέπες μας, και εγώ έβγαλα χιονίστρες στα χέρια μου και στα πόδια μου και χρειαζόμουν ιατρική φροντίδα.
Αλλά χρησιμοποιούσαμε επίσης εκείνες τις ώρες που στεκόμαστε για στρατιωτική επιθεώρηση, για να οικοδομούμε πνευματικά η μια την άλλη. Όταν οι Ες-Ες βρίσκονταν σε απόσταση ώστε δεν μπορούσαν να ακούνε, επαναλαμβάναμε όλες ένα εδάφιο από στόμα σε στόμα και έτσι περιστρέφαμε τις διάνοιές μας γύρω από το Λόγο του Θεού. Σε μια περίπτωση μάθαμε όλο τον Ψαλμό 83, επαναλαμβάνοντάς τον η μια στην άλλη, και προσέχοντας να μην μας αντιληφθεί κανένας φρουρός. Αυτή η πνευματική βοήθεια μας βοήθησε να υπομείνουμε. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην άνοιξη του 1940.
Ο Πρώτος Μάρτυρας
Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Βίλχελμ καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε δημόσια στον κήπο του νοσοκομείου στο Μύνστερ. Ήταν ο πρώτος μάρτυρας της οικογένειας. Η μητέρα και εγώ τον επισκεφθήκαμε λίγο πριν τον θάνατό του. Εντυπωσιαστήκαμε από την αποφασιστική του ψυχραιμία. Ήθελε αυτός να πάρει η Μητέρα το παλτό του, λέγοντας, «Δεν το χρειάζομαι τώρα».
Ο Χίτλερ αρνήθηκε την τρίτη έφεση του Βίλχελμ ενάντια στη θανατική καταδίκη και υπέγραψε προσωπικά την εκτέλεσή του. Αλλά ακόμη και τη στιγμή που του έδεναν τα μάτια δόθηκε και πάλι μια τελευταία ευκαιρία στον Βίλχελμ να απαρνηθεί την πίστη του. Αρνήθηκε. Η τελευταία του επιθυμία; Να τον πυροβολήσουν κατ’ ευθείαν. Ο δικηγόρος που διόρισε το δικαστήριο έγραψε αργότερα στην οικογένεια: «Πέθανε αμέσως, βρίσκοντας το θάνατο καθώς στεκόταν όρθιος. Η στάση του εντυπωσίασε βαθιά το δικαστήριο και όλους μας. Πέθανε σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του».
Η μητέρα πήγε αμέσως στο Μύνστερ για να ζητήσει το σώμα του. Ήταν αποφασισμένη να τον θάψει στο Μπαντ Λιπσπρίνγκε. Όπως είπε, «Θα δώσουμε μεγάλη μαρτυρία στους ανθρώπους που τον γνώριζαν». Πρόσθεσε, «Θα κάνω τον Σατανά να πληρώσει που σκότωσε τον Βίλχελμ μου». Έκανε αίτηση για να αφήσουν τον Πατέρα τέσσερις μέρες από την φυλακή, για να παραβρεθεί στην κηδεία, και προς έκπληξή μας η αίτηση έγινε δεκτή!
Ο Πατέρας έκανε την προσευχή στην κηδεία, και ο Καρλ-Χάιντς, ο επόμενος μεγαλύτερος γιος, είπε Βιβλικά λόγια παρηγοριάς σ’ ένα μεγάλο πλήθος πενθούντων που είχαν συγκεντρωθεί στον τάφο του Βίλχελμ. Μερικές εβδομάδες αργότερα, χωρίς δίκη ο Καρλ-Χάιντς στάλθηκε και αυτός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, πρώτα στο Σάξενχαουζεν και αργότερα στο Νταχάου.
Ένας Δεύτερος Μάρτυρας
Ο άλλος μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Βόλφγκανγκ, είχε πάρει τη στάση του υπέρ του αληθινού Θεού όταν βαφτίστηκε, μολονότι γνώριζε ότι αυτό θα μπορούσε να τον οδηγήσει στο θάνατο. Αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τα εξέχοντα παραδείγματα σταθερότητας του πατέρα μου και των αδελφών μου, τα παραδείγματα ολόκληρης της οικογένειας. Στις 27 Μαρτίου 1942, ενάμισι χρόνο μετά το βάφτισμά του, καθόταν σ’ ένα κελί στο Βερολίνο γράφοντας το ακόλουθο αποχαιρετιστήριο γράμμα:
«Τώρα, ο τρίτος γιος σας και αδελφός σας, πρέπει να σας εγκαταλείψει αύριο το πρωί. Μη λυπηθείτε, γιατί θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε πάλι μαζί . . . . Πόσο μεγάλη θα είναι τότε η χαρά μας, όταν θα ξαναενωθούμε! . . . Τώρα έχουμε χωριστεί, και καθένας πρέπει να αντέξει στη δοκιμασία· έπειτα θα ανταμειφθούμε».
Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει ότι στους αντιρρησίες συνείδησης άξιζε κάτι χειρότερο από θάνατο με πυροβολισμό. Διέταξε τον αποκεφαλισμό με λαιμητόμο. Σαν δεύτερος μάρτυρας της οικογένειάς μας, ο Βόλφγκανγκ αποκεφαλίστηκε στις φυλακές Μπράντενμπουργκ. Ήταν μόνο 20 χρόνων.
Η Αγάπη για τον Θεό Εξακολουθεί να Έρχεται Πρώτη
Τι έγινε με τα μέλη της οικογένειας που επέζησαν από τη Ναζιστική εποχή; Η Βαλτράουντ και ο Χανς-Βέρνερ ήταν οι πρώτοι που επέστρεψαν στον Μπαντ Λιπσπρίνγκε στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ακολούθησαν η Χίλντεγκαρντ, η Ελίζαμπεθ και ο Πάουλ-Γκέραρντ. Ο Πατέρας, με σπασμένο πόδι, ξεκίνησε για το σπίτι, κουλουριασμένος μέσα σ’ ένα βαγόνι με ζώα.
«Είμαστε τόσο ευτυχισμένοι που είχαμε τον Πατέρα ελεύθερο και πάλι μαζί μας», αφηγείται η Βαλτράουντ. «Αλλά ήταν πολύ άρρωστος. Τον Ιούνιο του 1945, μια νοσοκόμα έφερε τον σοβαρά άρρωστο αδελφό μας Καρλ-Χάιντς από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Τον Ιούλιο του 1945, έφτασε με παρακαμπτήριο από τις φυλακές του Αμβούργου-Φούλσμπιττελ η Αννμαρί. Τα τελευταία μέλη της οικογένειας, η Μητέρα και η Μαγκνταλένα, μετά από πολλές δυσκολίες γύρισαν από το Ράβενσμπρυκ τον Σεπτέμβριο του 1945. Πόσα πράγματα είχαμε να πούμε!»
Μήπως αυτή η περίοδος διωγμού και απώλειας της οικογένειας νέκρωσε την αγάπη μας για τον Θεό; Όχι! Ο Πατέρας, αν και άρρωστος, δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν οργάνωνε και πάλι το έργο, περιλαμβανομένης και της δράσης κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι, και αν δεν διευθετούσε να γίνονται οι συναθροίσεις. Ενώ ξεκινούσαμε ένα οικογενειακό πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε φροντίδα για τους άρρωστους και την εξοικονόμηση των αναγκαίων για τη ζωή, δεν ξεχάσαμε ότι η αγάπη μας για τον Θεό θα έπρεπε να έρχεται πρώτη. Σκεφθήκαμε τις πιθανότητες για ολοχρόνια υπηρεσία. Έτσι η Ελίζαμπεθ και εγώ γίναμε ειδικές σκαπάνισσες το 1946, ενώ η Αννμαρί και ο Πάουλ-Γκέραρντ υπηρετούσαν σαν τακτικοί σκαπανείς.
Οι Συνέπειες
Αλλά οι συνέπειες του διωγμού στην υγεία μας φάνηκαν σύντομα. Τον Οκτώβριο του 1946, σε ηλικία 28 χρόνων ο Καρλ-Χάιντς πέθανε από φυματίωση. Τον Ιούλιο του 1950 ο αγαπημένος μου πατέρας τερμάτισε την επίγεια πορεία του με την πεποίθηση ότι τα έργα του θα τον ακολουθούσαν. Η μητέρα μου, η οποία είχε και εκείνη ουράνια ελπίδα πέθανε το 1979. (Βλέπε Αποκάλυψις 14:13.) Η Ελίζαμπεθ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ολοχρόνια υπηρεσία της αλλά συνέχισε πιστά μέχρι το θάνατό της το 1980. Το 1951 η Μητέρα ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα και, μολονότι ήταν παραπάνω από 60 χρόνων, μπόρεσε να τη συνεχίσει για τριάμισι χρόνια. Και τι μεγάλη χαρά ήταν γι’ αυτή να βλέπει, πριν πεθάνει, τα περισσότερα εγγόνια της να μπαίνουν στην ολοχρόνια διακονία.
Ο μικρότερος αδελφός μου, ο Πάουλ-Γκέραρντ, εργάστηκε στο τυπογραφείο του Μπέθελ της Γερμανίας μέχρις ότου τού έγινε η πρόσκληση να παρακολουθήσει την ιεραποστολική σχολή Γαλαάδ. Αποφοίτησε από την 19η τάξη το 1952. Μετά από αρκετά χρόνια ολοχρόνιας υπηρεσίας, αναγκάστηκε να τη σταματήσει όταν η σύζυγός του αρρώστησε σοβαρά. Μολονότι εξακολουθεί να είναι κατάκοιτη, αυτός υπηρετεί σαν πρεσβύτερος, και η κόρη τους η Μπριγκίτε υπηρετεί τώρα σαν ειδική σκαπάνισσα. Ο γιος τους Ντετλέφ κάνει σκαπανικό 14 χρόνια. Τα δυο παιδιά τής Ελίζαμπεθ, ο Τζέθρο και ο Βόλφγκανγκ, βρίσκονται επίσης για πολλά χρόνια στην ολοχρόνια υπηρεσία.
Το 1948 πήγα και εγώ να υπηρετήσω στο Μπέθελ του Βισμπάντεν. Μέσα στην οικογένεια Μπέθελ αισθανόμουν ασφαλής, σαν στο σπίτι μου. Εργαστήκαμε σκληρά, συχνά εργαζόμαστε και τη νύχτα, ξεφορτώνοντας μεγάλες αποστολές βιβλίων από τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλιν. Το 1950 παντρεύτηκα τον Τζωρτζ Ρόυτερ, έναν άλλο Μπεθελίτη. Από τότε άρχισε μια νέα περίοδος για μένα, με θαυμάσιες εμπειρίες στο πλάι του συζύγου μου στην υπηρεσία περιοχής, περιφερείας και ιεραποστόλου στο Τόγκο, στην Αφρική, στο Λουξεμβούργο, και τώρα στη νότια Ισπανία.
Και η υπόλοιπη οικογένεια; Το 1960, η Αννμαρί, η Βαλτράουντ και η Χίλντεγκαρντ, μαζί με τη Μητέρα, μετακόμισαν σε μια μεγάλη Γερμανική πόλη όπου μπορούσαν να εργαστούν μαζί με Αγγλόφωνες και Ιταλόφωνες εκκλησίες. Η Χίλντεγκαρντ, η οποία είχε επιζήσει σχεδόν πέντε χρόνια από φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης, τελικά υπέκυψε στο θάνατο το 1979. Η Αννμαρί και η Βαλτράουντ συνέχισαν με το αυτοθυσιαστικό τους πνεύμα και το γεμάτο αφοσίωση έργο τους.
Πραγματικά, η οικογένειά μας, που έβαζε την αγάπη για τον Θεό πρώτη, έλαβε πείρα των λόγων του Ιησού ότι «ο Διάβολος μέλλει να βάλη τινάς εξ υμών εις φυλακήν», δοκιμάζοντας την πιστότητα των δούλων του Θεού «μέχρι θανάτου». Αλλά ποτέ δεν ξεχάσαμε τι είπε επίσης ο Ιησούς: «Ο νικών δεν θέλει αδικηθή εκ του θανάτου του δευτέρου».—Αποκάλυψις 2:10, 11.
Γι’ αυτό, έχουμε κάθε λόγο να αποβλέπουμε με προσδοκία να ενωθούμε και πάλι στον ερχόμενο «ΧΡΥΣΟ ΑΙΩΝΑ»—που δεν θα είναι πια απλώς γραμμένος σε έναν τοίχο. Στη Βασιλεία του Θεού θα είναι πραγματικότητα!—Αποκάλυψις 20:11–21:7.
[Εικόνα στη σελίδα 11]
Η τελευταία φωτογραφία ολόκληρης της οικογένειας. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, πίσω: Ζίγκφριντ, Καρλ-Χάιντς, Βόλφγκανγκ, Πατέρας, Μητέρα, Αννμαρί, Βαλτράουντ, Βίλχελμ, Χίλντεγκαρντ. Κάτω: Πάουλ-Γκέραρντ, Μαγκνταλένα, Χανς-Βέρνερ, και Ελίζαμπεθ
[Εικόνα στη σελίδα 12]
Το οικογενειακό σπίτι που βρισκόταν στη στάση τού τραμ «ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ»