Η Ανταμειφτική Ζωή μας ως Ιεραποστόλων στην Αφρική
Όπως το αφηγήθηκε ο Τζον Μάιλς
ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ είναι ένα πάρκο προστασίας ζώων στη βορειοδυτική Ζιμπάμπουε. Η σύζυγός μου, η Βαλ, και εγώ ταξιδεύουμε με το αυτοκίνητο προς τους διάσημους καταρράκτες Βικτόρια. Όχι, δεν είμαστε τουρίστες. Είμαστε ιεραπόστολοι και έχουμε σταλθεί εδώ για να εργαστούμε ανάμεσα στους ντόπιους Αφρικανούς. Καθώς παίρνουμε μια στροφή, εκεί, στην άκρη του δρόμου στέκεται ένας τεράστιος ελέφαντας. Σταματάω τη μηχανή και σκύβω από το παράθυρο για να τραβήξω μια φωτογραφία. Είμαι έτοιμος να βγάλω άλλη μια, όταν η Βαλ ξεφωνίζει:
«Έρχεται πάνω μας!»
Βάζω γρήγορα μπρος τη μηχανή, αλλά σβήνει. Τι μπλέξιμο! Ο ελέφαντας φτάνει στο μέρος που βρισκόμαστε και σηκώνεται για να μας τσαλαπατήσει. Την τελευταία στιγμή, η μηχανή ξαναπαίρνει μπρος και κόβουμε μέσα σε κάτι θάμνους. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν πέτρες ή δέντρα για να μας σταματήσουν την ώρα που προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Αποφασίζουμε να δώσουμε την προτεραιότητα στον κ. Γίγαντα και συνεχίζουμε από άλλο δρόμο.
Ένα άλλο σκηνικό. Αυτή τη φορά βρισκόμαστε στο ορεινό βασίλειο του Λεσότο, στη νότια Αφρική. Είναι Κυριακή απόγευμα, στην πρωτεύουσα Μασίρου. Γυρίζουμε σπίτι, αφού απολαύσαμε μια Χριστιανική σύναξη με τους τοπικούς ομοπίστους μας. Ξαφνικά, δεχόμαστε επίθεση από δυο νεαρούς ληστές. Ο ένας με γρονθοκοπάει και ο άλλος πηδάει στην πλάτη μου. Τον ξεφορτώνομαι κι αυτός γυρίζει προς τη Βαλ και της αρπάζει την τσάντα. Η Βαλ φωνάζει δυνατά: «Ιεχωβά! Ιεχωβά! Ιεχωβά!» Αμέσως, ο άντρας παρατάει την τσάντα της και με σαστισμένο βλέμμα το βάζει στα πόδια. Εκείνος που με γρονθοκοπούσε υποχωρεί κι αυτός—κι οι γροθιές του χτυπούν τον αέρα. Κάνουμε γρήγορα και νιώθουμε μεγάλη ανακούφιση καθώς συναντάμε ομοπίστους μας στη στάση του λεωφορείου.—Παροιμίαι 18:10.
Το καθένα από τα παραπάνω περιστατικά κράτησε μόνο λίγες στιγμές, αλλά είναι ανάμεσα στις πολλές αξέχαστες αναμνήσεις από τα περασμένα 32 χρόνια που δαπανήσαμε ως ιεραπόστολοι στην Αφρική. Πώς βρεθήκαμε εδώ; Γιατί γίναμε ιεραπόστολοι; Ήταν η ζωή μας ανταμειφτική;
Ένας Αμερικανός Εργάτης Αγροκτήματος Μαθαίνει την Αλήθεια
Όλα άρχισαν το 1939, όταν συνάντησα τη Βαλ Τζένσεν στη Γιάκιμα της Ουάσιγκτον των Η.Π.Α. Την εποχή εκείνη δούλευα σ’ ένα αγρόκτημα και η Βαλ απασχολούνταν ως νοικοκυρά. Μου μιλούσε συχνά για την Αγία Γραφή. Ένα πράγμα που με εντυπωσίασε ήταν η εξήγηση που έδινε ότι ο άδης δεν είναι ένας πύρινος τόπος. (Εκκλησιαστής 9:5, 10· Πράξεις 2:31· Αποκάλυψις 20:13, 14) Μολονότι δεν πήγαινα στην εκκλησία, γνώριζα αυτά που δίδασκαν οι κληρικοί για τον άδη και αυτά που μου έδειξε η Βαλ από την Αγία Γραφή φαίνονταν πιο λογικά.
Ο πατέρας και η μητέρα της Βαλ είχαν γίνει Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1932. Και η Βαλ επίσης άρχισε να μελετάει την Αγία Γραφή και βαφτίστηκε το Σεπτέμβριο του 1935. Αφού γνωριστήκαμε, η Βαλ με προσκάλεσε να πηγαίνω στις συναθροίσεις, στην Αίθουσα Βασιλείας. Δέχτηκα να πηγαίνω και απολάμβανα τη συναναστροφή με τους ανθρώπους που συναντούσα εκεί· αυτό γινόταν οποτεδήποτε η δουλειά στο αγρόκτημα μου άφηνε χρόνο για να πηγαίνω. Η ζωή του αγροκτήματος εξακολουθούσε να είναι το πρώτο πράγμα στη ζωή μου. Σιγά-σιγά όμως, άρχισα να βλέπω τις συναθροίσεις πιο σοβαρά και οι τοπικοί Μάρτυρες με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι. Το να κηρύττω στην πόλη στην οποία είχα μεγαλώσει φαινόταν σαν η πιο μεγάλη δοκιμασία για μένα. Αλλά το ξεπέρασα.
Το 1941, συνέβηκαν δυο αξέχαστα πράγματα. Το Μάρτιο, βαφτίστηκα ως αφιερωμένος μάρτυρας του Ιεχωβά και αργότερα η Βαλ και εγώ παντρευτήκαμε. Κατόπιν, τον Οκτώβριο του 1942, αρχίσαμε το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος ως σκαπανείς στη νοτιοανατολική Βόρεια Ντακότα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε αυτό που συνέβηκε την επόμενη χρονιά. Ήταν ένας σταθμός στην ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Την 1η Φεβρουαρίου 1943, άρχισε η ιεραποστολική εκπαίδευση για την πρώτη τάξη αυτού που ονομαζόταν τότε Βιβλικό Κολέγιο Γαλαάδ της Σκοπιάς. Δυο μήνες αργότερα παρακολουθήσαμε τη συνέλευση «Πρόσκληση σε Δράση» στο Άμπερντην της Νότιας Ντακότα. Αυτή περιέγραφε τις ευλογίες της ιεραποστολικής υπηρεσίας σε ξένες χώρες και δημιουργήθηκε έτσι στην καρδιά μας η επιθυμία να παρακολουθήσουμε τη Γαλαάδ και να γίνουμε ιεραπόστολοι.
Εργαζόμαστε με Στόχο την Ιεραποστολική Υπηρεσία
Έπρεπε να περάσουν εννιά χρόνια προτού μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε το στόχο μας. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχαμε άλλα θαυμάσια προνόμια υπηρεσίας, καθώς επίσης και μερικές αναποδιές. Αφού κάναμε σκαπανικό για ενάμιση χρόνο στη Βόρεια Ντακότα, κάναμε αίτηση για σκαπανικό τομέα στο Μισούρι. Η αίτηση εγκρίθηκε και εγκατασταθήκαμε στην πόλη της Ρόλα. Ο τομέας μας περιλάμβανε όλη την Κομητεία της Φελπς, όπου υπήρχε μόνο ένας δραστήριος Μάρτυρας. Εκεί δαπανήσαμε τρία ευχάριστα χρόνια και συμμετείχαμε στην ίδρυση μιας εκκλησίας.
Κατόπιν αντιμετωπίσαμε ένα πρόβλημα που μείωσε τις ελπίδες μας να γίνουμε ιεραπόστολοι. Οι πόροι μας εξαντλήθηκαν. Η κακή διαχείριση και η έλλειψη πίστης για το ότι ο Ιεχωβά θα προμήθευε είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσουμε το σκαπανικό. Πρόθεσή μας ήταν να γίνει αυτό μόνο για λίγους μήνες, αλλά πέρασε ενάμισης χρόνος πριν μπορέσουμε να ξαναρχίσουμε το σκαπανικό. Αυτή τη φορά ήμασταν αποφασισμένοι να μην επαναλάβουμε τα προηγούμενα λάθη μας. Ο καινούριος μας διορισμός ήταν να συνεργαστούμε με μια εκκλησία στην πόλη Ρίρνταν που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Πολιτείας της Ουάσιγκτον. Ήταν δύσκολο να βρούμε δουλειά μερικής απασχόλησης κι έτσι χρειαζόταν να εμπιστευόμαστε πλήρως στον Ιεχωβά για να καλύψει τις καθημερινές μας ανάγκες.—Ματθαίος 6:11, 33.
Ο τομέας μας περιλάμβανε αρκετές μικρές πόλεις στα περίχωρα. Μια μέρα, για να επισκεφτούμε ανθρώπους με το άγγελμα της Βασιλείας, έπρεπε να ταξιδέψουμε πηγαινέλα 130 χιλιόμετρα. Δεν είχαμε αρκετά καύσιμα, αλλά δεν επιτρέψαμε σ’ αυτό να μας σταματήσει. Καθώς βγαίναμε από την πόλη, σταματήσαμε στο ταχυδρομείο και τι νομίζετε ότι βρήκαμε; Εκεί, μας περίμενε ένα γράμμα από τον ξάδελφό μου, ο οποίος μόλις είχε αρχίσει να μελετάει την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες. Το γράμμα περιείχε μια επιταγή με χρήματα που έφταναν και περίσσευαν για να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ. «Σκοπεύαμε να κάνουμε αυτή τη δωρεά στην Πόλη του Παιδιού», έγραφαν, «αλλά αποφασίσαμε ότι εσείς τα χρειαζόσασταν περισσότερο από τον Πατέρα Φλάναγκαν». Πόσο δίκιο είχαν!
Εμπειρίες σαν κι αυτές τόνιζαν την αληθινότητα της υπόσχεσης του Ιησού: «Ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα [οι υλικές ανάγκες] θέλουσι σας προστεθή». (Λουκάς 12:31) Αυτή ήταν μια πολύτιμη εκπαίδευση που θα μας βοηθούσε να συνεχίσουμε όταν θα αντιμετωπίζαμε άλλα προβλήματα.
Κάποιο χειμώνα, είχαμε μικρή μόνο προμήθεια κάρβουνου. Θα επιτρέπαμε σ’ αυτή την κατάσταση να αλλάξει την απόφασή μας να συνεχίσουμε το σκαπανικό; Θέσαμε το ζήτημα στον Ιεχωβά με προσευχή και πήγαμε για ύπνο. Στις έξι το πρωί ακούσαμε ένα χτύπημα στην πόρτα μας! Ήταν ένας αδελφός και η σύζυγός του οι οποίοι, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι σε συγγενείς, αποφάσισαν να μας επισκεφτούν. Σκαλίσαμε τη φωτιά, βάλαμε το τελευταίο κομμάτι κάρβουνου και ετοιμάσαμε ένα μπρίκι καφέ. Καθώς απολαμβάναμε τη συντροφιά τους, ξαφνικά ο αδελφός ρώτησε: «Πώς πάτε από κάρβουνο;» Η Βαλ κι εγώ κοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια. Το κάρβουνο ήταν το μόνο πράγμα που χρειαζόμασταν άμεσα. Μας έδωσαν δέκα δολάρια, με τα οποία εκείνη την εποχή μπορούσαμε να αγοράσουμε τουλάχιστον μισό τόνο κάρβουνου.
Σε μια άλλη περίπτωση πλησίαζε μια συνέλευση περιοχής και είχαμε μόνο πέντε δολάρια διαθέσιμα. Επίσης, η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου μας έληγε αμέσως μετά τη συνέλευση. Αποφασίσαμε να βάλουμε στην πρώτη θέση τα πιο σπουδαία πράγματα και παρακολουθήσαμε τη συνέλευση. Χάρη στο γενναιόδωρο πνεύμα των αδελφών, επιστρέψαμε στο διορισμό μας με 15 δολάρια. Η άδεια κυκλοφορίας κόστισε 14,50 δολάρια!
Απολαύσαμε την υπηρεσία μας σκαπανέα στην ανατολική Ουάσιγκτον και αρκετές οικογένειες με τις οποίες μελετούσαμε την Αγία Γραφή έγιναν τελικά όσιοι μάρτυρες του Ιεχωβά. Ωστόσο, αφού πέρασαν δυο χρόνια σ’ εκείνο το διορισμό, έλαβα ένα γράμμα από την Εταιρία Σκοπιά που έλεγε ότι είχα συστηθεί για να υπηρετήσω ως περιοδεύων διάκονος, δηλαδή ως κάποιος που επισκέπτεται και ενθαρρύνει τις εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε μια περιοχή. «Αν διοριστείς, θα δεχτείς το διορισμό;» ρωτούσε η Εταιρία και πρόσθετε: «Παρακαλούμε ειδοποίησέ μας αμέσως». Περιττό να το πω, η απάντησή μου ήταν ναι. Με αρχή τον Ιανουάριο του 1951, δαπανήσαμε ενάμιση χρόνο σε μια τεράστια περιοχή, καλύπτοντας το δυτικό μισό της Βόρειας Ντακότα και το ανατολικό μισό της Μοντάνα.
Την περίοδο αυτή, είχαμε άλλη μια έκπληξη—μια πρόσκληση να παρακολουθήσουμε τη 19η τάξη της Γαλαάδ! Θα εκπληρωνόταν τελικά η επιθυμία μας; Αλίμονο, μετά από αυτό ήρθε ένα άλλο γράμμα που έλεγε ότι η τάξη είχε συμπληρωθεί με αδελφούς από άλλες χώρες. Αυτό ήταν μια απογοήτευση, αλλά δεν μας ξέχασαν εντελώς! Λίγους μήνες αργότερα, λάβαμε μια πρόσκληση για την 20ή τάξη στην οποία γίναμε δεκτοί το Σεπτέμβριο του 1952.
Από τη Γαλαάδ στην Αφρική
Πόσο εκτιμήσαμε την καλοσύνη του Ιεχωβά που μας έφερε σε επαφή με εκατό και πλέον σπουδαστές από πολλά μέρη της γης—από την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ινδία, την Ταϋλάνδη, τις Φιλιππίνες, τη Σκανδιναβία, την Αγγλία, την Αίγυπτο και την Κεντρική Ευρώπη! Αυτό μας βοήθησε να δούμε την έκταση στην οποία φρόντιζε ο Ιεχωβά να κηρύττεται το άγγελμα της Βασιλείας.—Ματθαίος 24:14.
Ο καιρός στη Γαλαάδ πέρασε γρήγορα και αποφοιτήσαμε το Φεβρουάριο του 1953. Μαζί με άλλους τέσσερις, διοριστήκαμε στη Βόρεια Ροδεσία, (τώρα Ζάμπια) στην Αφρική. Ωστόσο, η Εταιρία μάς επέτρεψε στοργικά να παραμείνουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διεθνή συνέλευση που επρόκειτο να διεξαχθεί στο Στάδιο Γιάνκι τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς. Τους μήνες πριν από τη συνέλευση και για ένα διάστημα μετά απ’ αυτή, υπηρέτησα ως επίσκοπος περιοχής στην ανατολική Οκλαχόμα.
Το Νοέμβριο του 1953, η Βαλ κι εγώ, μαζί με άλλους έξι ιεραποστόλους, επιβιβαστήκαμε σ’ ένα φορτηγό πλοίο που κατευθυνόταν προς την Αφρική. Αποβιβαστήκαμε στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής και ταξιδέψαμε σιδηροδρομικώς βόρεια προς τη Νότια Ροδεσία (τώρα Ζιμπάμπουε). Εκεί αφήσαμε τους δυο για να αναλάβουν το διορισμό τους στο Σόλσμπερι (τώρα Χαράρε), ενώ οι υπόλοιποι συνεχίσαμε προς το Κίτουε, της Βόρειας Ροδεσίας.
Η Βαλ κι εγώ διοριστήκαμε στην πόλη Μουφουλίρα στην οποία υπήρχαν ορυχεία και όπου υπήρχαν μερικές οικογένειες που ενδιαφέρονταν, αλλά δεν υπήρχε εκκλησία. Ο Ιεχωβά ευλόγησε το έργο κηρύγματος που κάναμε από σπίτι σε σπίτι. Αρχίσαμε πολλές Γραφικές μελέτες και σύντομα άρχισαν να παρακολουθούν τις Χριστιανικές συναθροίσεις αρκετά ενδιαφερόμενα άτομα. Μετά από αρκετούς μήνες μάς κάλεσαν να συμπληρώσουμε κενές θέσεις που υπήρχαν στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στη Λουάνσγια. Αργότερα μας δόθηκε ένας άλλος διορισμός να υπηρετήσουμε ως ιεραπόστολοι στη Λουσάκα. Στο διάστημα που ήμασταν εκεί, υπηρέτησα κατά καιρούς ως επίσκοπος περιοχής για τις λίγες αγγλόφωνες εκκλησίες.
Μια Ανταμειφτική Ζωή στην Άγρια Ύπαιθρο
Κατόπιν, το 1960, μετακινηθήκαμε στη Νότια Ροδεσία όπου διορίστηκα να υπηρετώ ως επίσκοπος περιφερείας ανάμεσα στους μαύρους αδελφούς. Εν μέρει, αυτό περιλάμβανε το να επισκέπτομαι εκκλησίες και να επιβλέπω συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις εκκλησίες βρίσκονταν σε αγροτικές περιοχές κι έτσι έπρεπε να μάθουμε να ζούμε στην άγρια ύπαιθρο. Σκεφτήκαμε ότι εφόσον οι αδελφοί μας μπορούσαν να ζήσουν στην άγρια ύπαιθρο, τότε μπορούσαμε κι εμείς.
Το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά μάς εφοδίασε με ένα φορτηγάκι του ενάμιση τόνου. Το πίσω μέρος ήταν σκεπασμένο με λαμαρίνα και είχε διπλές πόρτες για το φόρτωμα. Τα παράθυρα ανάμεσα στην καμπίνα και στην καρότσα ήταν τόσο μεγάλα όσο χρειαζόταν για να περνάει κανείς μέσα απ’ αυτά και ήταν σκεπασμένα με πλαστικές κουρτίνες. Το νοικοκυριό μας αποτελούνταν από ένα ενσωματωμένο κρεβάτι με στρώμα από αφρολέξ. Είχαμε κουτιά που τα χρησιμοποιούσαμε σαν ντουλάπια και μια γκαζιέρα. Επίσης είχαμε μια φορητή ντουλάπα και μια σκηνή.
Σύντομα αφότου αρχίσαμε το διορισμό μας στο δυτικό τμήμα της χώρας, με τσίμπησε κάποιο άγνωστο έντομο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πρηστεί η γάμπα μου και να μου ανέβει υψηλός πυρετός. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο καιρός επιδεινώθηκε και άρχισε να βρέχει πολύ. Ίδρωνα τόσο πολύ που τα στρωσίδια έπρεπε να αλλάζουν συχνά. Γύρω στα μεσάνυχτα, η Βαλ θεώρησε σωστό να με δει ένας γιατρός. Οδήγησε το όχημα προς τον κύριο δρόμο, αλλά αυτό κόλλησε στη λάσπη. Το μόνο που κατάφερε η Βαλ καθώς προσπάθησε να το μετακινήσει προς τα μπρος ή προς τα πίσω ήταν να μου δώσει ένα καλό ταρακούνημα. Όταν πείστηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο, κουκουλώθηκε με την τελευταία στεγνή κουβέρτα και μου έκανε παρέα στην καρότσα ενώ η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει καταρρακτωδώς.
Το πρωί ανακουφιστήκαμε. Εγώ ένιωθα καλύτερα, η βροχή είχε σταματήσει και οι αδελφοί που είχαν φτάσει για να κάνουν προετοιμασίες για τη συνέλευση έβγαλαν το όχημά μας έξω από τη λάσπη. Στο Μπουλαουάγιο ορισμένοι άλλοι στοργικοί αδελφοί με πήγαν στο νοσοκομείο και όταν έγινα καλά μπόρεσα να επιστρέψω και να συνεχίσω τις διευθετήσεις για τη συνέλευση.
Σ’ αυτή την περίοδο ήταν που, ενώ ταξιδεύαμε από εκκλησία σε εκκλησία, συναντήσαμε τον ελέφαντα. Συναντήσαμε επίσης πολλά μικρότερα πλάσματα. Μερικοί από τους επισκέπτες στη σκηνή μας, εκτός από τις μύγες και τα κουνούπια, ήταν τα μυρμήγκια της οικογένειας «βάρβαρος». Αυτά, σε πολύ λίγο χρόνο, μπορούσαν να κάνουν τρύπες σε οποιοδήποτε ρούχο ή ύφασμα ήταν στρωμένο στο έδαφος. Οι σαύρες και οι αράχνες διαφόρων ειδών που μας επισκέπτονταν ήταν αβλαβείς, αλλά βγάλαμε έξω γρήγορα την κόμπρα που ήρθε μέσα. Και οι σκορπιοί επίσης ήταν ανεπιθύμητοι. Η Βαλ λέει ότι το τσίμπημά τους είναι σαν να σου καρφώνουν ένα πυρωμένο καρφί με μια βαριά. Αυτή σίγουρα ήξερε. Την τσίμπησαν τέσσερις φορές!
Ίσως αυτά τα πράγματα να έκαναν τη ζωή στην άγρια ύπαιθρο να φαίνεται κάθε άλλο παρά ανταμειφτική, αλλά εμείς δεν τη βλέπαμε μ’ αυτόν τον τρόπο. Για μας, ήταν μια υπαίθρια, δραστήρια, υγιεινή ζωή και οι πνευματικές ευλογίες ξεπερνούσαν κατά πολύ οποιεσδήποτε σωματικές ταλαιπωρίες.
Ήταν πάντοτε ενισχυτικό για την πίστη να βλέπουμε τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αδελφοί της υπαίθρου για να παρακολουθήσουν τις συναθροίσεις. Μια εκκλησία αποτελούνταν από δυο ομάδες αδελφών που ζούσαν 23 χιλιόμετρα μακριά η μια από την άλλη και υπήρχε μόνο ένα μονοπάτι που τις συνέδεε. Η «Αίθουσα Βασιλείας» τους, που βρισκόταν στη μέση αυτής της διαδρομής, ήταν ένα μεγάλο δέντρο για σκιά και υπήρχαν πέτρες για καθίσματα. Οι αδελφοί της κάθε ομάδας περπατούσαν 11,5 χιλιόμετρα—χωρίς να υπολογίσουμε το γυρισμό—για να παρακολουθούν τις συναθροίσεις τους δυο φορές τη βδομάδα. Θυμόμαστε επίσης το ηλικιωμένο ζευγάρι που περπάτησε 120 χιλιόμετρα με τις βαλίτσες και τις κουβέρτες τους για να παρακολουθήσουν μια συνέλευση περιοχής. Αυτά είναι μόνο δυο παραδείγματα του πόσο εκτιμούν οι Αφρικανοί αδελφοί την προτροπή να ‘μη αφήνουμε το να συνερχώμεθα ομού’.—Εβραίους 10:25.
Σε μερικές περιοχές οι ντόπιοι κάτοικοι έγιναν καχύποπτοι σχετικά με το κίνητρό μας, μερικοί αγανακτούσαν ακόμη και με την παραμονή μας στη γειτονιά τους. Σε μια περίπτωση, έστησα τη σκηνή μας κοντά στο χώρο της συνέλευσης, σ’ ένα μέρος που περιβαλλόταν από ψηλό γρασίδι. Μετά το τέλος του προγράμματος της συνέλευσης και ενώ κοιμόμασταν γύρω στις δυο ώρες, ξύπνησα από ένα θόρυβο που άκουσα έξω. Χρησιμοποιώντας το φακό μου, μπόρεσα να διακρίνω τη μορφή κάποιου που στεκόταν πίσω από ένα μικρό δέντρο.
«Τι θέλεις;» φώναξα. «Γιατί είσαι κρυμμένος πίσω απ’ αυτό το δέντρο;»
«Σσστ αδελφέ», ήρθε η απάντηση, «ακούσαμε μερικά άτομα να λένε ότι πρόκειται να βάλουν φωτιά σ’ αυτό το γρασίδι. Έτσι έχουμε οργανωθεί ώστε να υπάρχει φύλακας για σας στη διάρκεια της νύχτας».
Δεν μας είχαν μιλήσει για τον κίνδυνο, για να μην ενοχλήσουν τον ύπνο μας. Ωστόσο ήταν πρόθυμοι να χάσουν το δικό τους ύπνο για να μας προστατεύσουν! Όταν τελείωσε η συνέλευση την Κυριακή το απόγευμα, είχαν διευθετήσει να προχωράει ένα αυτοκίνητο μπροστά μας και ένα πίσω μας, μέχρι να βγούμε από την επικίνδυνη περιοχή.
Ήταν ανταμειφτικό επίσης να βλέπουμε την αξία που δίνουν αυτοί οι ταπεινοί άνθρωποι στην Αγία Γραφή. Μια εκκλησία, την οποία υπηρετούσα, βρισκόταν σε μια περιοχή όπου οι χωρικοί καλλιεργούσαν φιστίκια. Στη διάρκεια της βδομάδας, ανταλλάσσαμε έντυπα και Γραφές με κιβώτια που περιείχαν ξεφλουδισμένα φιστίκια. Όταν τελείωσε η επίσκεψή μας, φορτώσαμε τον εξοπλισμό μας, τα έντυπα και τα φιστίκια και ξεκινήσαμε το ταξίδι για τον επόμενο χώρο συνέλευσης. Λίγο μετά την αναχώρησή μας από την περιοχή, μας ζητήθηκε να σταματήσουμε γιατί κάποιος προσπαθούσε να μας προλάβει. Σταματήσαμε και περιμέναμε. Αποδείχτηκε ότι ήταν μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα που κουβαλούσε ένα κιβώτιο φιστίκια στο κεφάλι της. Όταν μας έφτασε, ήταν τόσο εξαντλημένη που σωριάστηκε στο έδαφος και έμεινε ξαπλωμένη εκεί μέχρι να μπορέσει να ξαναβρεί την ανάσα της. Ήθελε μια Αγία Γραφή! Έπρεπε κυριολεκτικά να αδειάσουμε το καθετί που υπήρχε στις βαλίτσες μας, αλλά ήταν ευχαρίστησή μας να ικανοποιήσουμε την επιθυμία της. Μια Αγία Γραφή παραπάνω σε χέρια που έδειχναν αγάπη—κι ένα κιβώτιο φιστίκια παραπάνω στην καρότσα μας!
Ήταν θαυμάσιο επίσης να βλέπουμε το πώς ‘ήγειρε’ ο Ιεχωβά επισκόπους περιοχής για να επισκέπτονται τις πολλές εκκλησίες που υπήρχαν στην άγρια αφρικανική ύπαιθρο. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο για την Εταιρία να βρίσκει αδελφούς που να έχουν τα κατάλληλα προσόντα και να είναι χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Έτσι δεν ήταν ασυνήθιστο για έναν περιοδεύοντα επίσκοπο να πηγαίνει από εκκλησία σε εκκλησία, είτε με λεωφορείο είτε με ποδήλατο, μαζί με τη σύζυγό του και με δυο ή τρία παιδιά, με βαλίτσες, κουβέρτες και έντυπα. Αυτοί οι αδελφοί και οι οικογένειές τους εργάζονταν πράγματι σκληρά και αγόγγυστα για να υπηρετούν τις εκκλησίες. Ήταν μεγάλο προνόμιο να εργαζόμαστε μαζί τους.
Στη δεκαετία του 1970, ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στους αδελφούς και το ζήτημα της ουδετερότητας έθεσε πολλούς απ’ αυτούς σε σοβαρές δοκιμασίες σχετικά με την οσιότητά τους. (Ιωάννης 15:19) Η Εταιρία σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να αλλάξει το διορισμό μου έτσι ώστε να μη χειροτερέψει χωρίς λόγο η κατάσταση των αδελφών. Γι’ αυτό, το 1972, προσκλήθηκα να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος στο Σόλσμπερι. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να βοηθήσω στην οικοδόμηση ενός νέου γραφείου τμήματος. Μετά από κάποιο διάστημα διορίστηκα ως επίσκοπος περιοχής στις αγγλόφωνες εκκλησίες που είναι διασκορπισμένες σε μια μεγάλη περιοχή. Αυτό απαιτούσε να ταξιδεύουμε κατά μήκος και πλάτος της Ζιμπάμπουε. Σε μερικές περιοχές η κατάσταση ήταν τόσο επικίνδυνη που έπρεπε να ταξιδεύουμε σε φάλαγγες οι οποίες οργανώνονταν από την κυβέρνηση και προστατεύονταν από το στρατό με την υποστήριξη αεροπλάνων και ελικοπτέρων.
Η Μετακίνησή Μας στη Στέγη της Αφρικής
Κατόπιν ήρθε άλλη μια σημαντική αλλαγή διορισμού. Επρόκειτο να υπηρετήσουμε στη Μασίρου, την πρωτεύουσα του Λεσότο. Αυτή είναι μια ορεινή χώρα, που μερικές φορές ονομάζεται η στέγη της Αφρικής και έχει πολλές τοποθεσίες με γραφική ομορφιά.
Μολονότι εκτιμούμε και απολαμβάνουμε το τοπίο, δεν ήταν αυτός ο σκοπός για τον οποίο ήρθαμε εδώ. Βρισκόμαστε εδώ για να βοηθήσουμε να βρεθούν ‘τα επιθυμητά πράγματα’, για τα οποία γίνεται λόγος στο εδάφιο Αγγαίος 2:7 (ΜΝΚ). Αυτή είναι μια μικρή χώρα που έχει πληθυσμό μόνο ενάμισι εκατομμύριο. Όταν φτάσαμε το 1979, υπήρχαν, κατά μέσο όρο, 571 Μάρτυρες που συμμετείχαν στο κήρυγμα ‘τούτου του ευαγγελίου της Βασιλείας’ κάθε μήνα. (Ματθαίος 24:14) Η εκκλησία της Μασερού αυξήθηκε ως το σημείο να χρειάζεται να χωριστεί σε δυο εκκλησίες. Πιο πρόσφατα, τον Απρίλιο του 1988, χαρήκαμε πάρα πολύ που φτάσαμε ένα νέο ανώτατο όριο 1.078 διαγγελέων της Βασιλείας.
Στο μεταξύ, το έργο συνεχίζει να προοδεύει στους προηγούμενους ιεραποστολικούς μας διορισμούς, στη Ζάμπια και στη Ζιμπάμπουε. Όταν για πρώτη φορά φτάσαμε στην Αφρική, πριν από 35 περίπου χρόνια, υπήρχε ένα σύνολο 36.836 διαγγελέων της Βασιλείας σ’ αυτές τις δυο χώρες. Σήμερα, ο αριθμός είναι 82.229. Το προνόμιο να συμμετέχουμε μ’ ένα μικρό τρόπο σ’ αυτές τις αυξήσεις είναι μια θαυμάσια ανταμοιβή για μας.
‘Γεύθητε και ιδέτε ότι αγαθός ο Ιεχωβά’, έγραψε ο ψαλμωδός Δαβίδ. (Ψαλμός 34:8) Το ότι ‘γευτήκαμε’ την ιεραποστολική υπηρεσία μάς έπεισε για την αληθινότητα αυτών των λόγων. Πράγματι, από το 1942, όταν αρχίσαμε μαζί την ολοχρόνια υπηρεσία, η ζωή μας έχει γεμίσει ευλογίες καθώς δοκιμάζουμε την άφθονη καλοσύνη του Ιεχωβά. Υπάρχει ακόμη πολύ έργο να γίνει. Πόσο ευγνώμονες είμαστε στον Ιεχωβά που εξακολουθούμε να έχουμε αρκετή δύναμη και υγεία για να μας χρησιμοποιεί στην υπηρεσία του!
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Ο Τζον Μάιλς με τη σύζυγό του, Βαλ