Τι Λένε οι Γραφές για τη «Θεότητα του Χριστού»;
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ έχει ασκήσει πολύ σημαντική επίδραση στο ανθρώπινο γένος από θρησκευτική άποψη. Αυτό συμβαίνει επειδή εκατομμύρια άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι ακόλουθοί του. Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλοι τους στο ζήτημα του ποιος είναι ο Χριστός.
Μερικοί από εκείνους που λένε ότι δέχονται τις διδασκαλίες του Ιησού θεωρούν ότι αυτός είναι ο Γιος του Θεού, όχι ο ίδιος ο Δημιουργός. Άλλοι πιστεύουν στη «θεότητα του Χριστού» και έχουν τη γνώμη ότι αυτός είναι πράγματι ο Θεός. Πιστεύουν ότι ο Ιησούς υπήρχε πάντοτε και ότι ήταν κάτι περισσότερο από άνθρωπος όταν βρισκόταν εδώ στη γη. Έχουν δίκιο σ’ αυτό; Τι λένε οι Γραφές;
Η Προανθρώπινη Ύπαρξη του Ιησού
Ο Ιησούς βεβαίωσε ότι είχε προανθρώπινη ύπαρξη. Είπε: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου». (Ιωάννης 3:13) Ο Ιησούς δήλωσε επίσης: «Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων, ο καταβάς εκ του ουρανού. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, θέλει ζήσει εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε, τον οποίον εγώ θέλω δώσει, είναι η σαρξ μου, την οποίαν εγώ θέλω δώσει υπέρ της ζωής του κόσμου».—Ιωάννης 6:51.
Το γεγονός ότι ο Ιησούς ζούσε πριν έρθει στη γη είναι φανερό από τα λόγια του: «Πριν γείνη ο Αβραάμ, εγώ είμαι». (Ιωάννης 8:58) Ο Αβραάμ έζησε από το 2018 ως το 1843 Π.Κ.Χ., ενώ η ανθρώπινη ζωή του Ιησού διήρκεσε από το 2 Π.Κ.Χ. ως το 33 Κ.Χ. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Ιησούς προσευχήθηκε: «Δόξασόν με συ, Πάτερ, πλησίον σου με την δόξαν, την οποίαν είχον παρά σοι πριν γείνη ο κόσμος».—Ιωάννης 17:5.
Οι ακόλουθοι του Ιησού έδωσαν παρόμοια μαρτυρία. Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε: «Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός [ένας θεός, ΜΝΚ] ήτο ο Λόγος. Πάντα δι’ αυτού έγειναν, και χωρίς αυτού δεν έγεινεν ουδέ έν . . . Και ο Λόγος έγεινε σαρξ και κατώκησε μεταξύ ημών, και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». (Ιωάννης 1:1, 3, 14) Ναι, «ο Λόγος έγεινε σαρξ» ως ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός.
Αναφερόμενος στην προανθρώπινη ύπαρξη του Ιησού, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού, όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν [δεν διανοήθηκε να αρπάξει κάτι, δηλαδή, ΜΝΚ] το να ήναι ίσα με τον Θεόν, αλλ’ εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους». (Φιλιππησίους 2:5-7) Ο Παύλος αποκάλεσε τον Ιησού ‘πρωτότοκο πάσης κτίσεως, επειδή δι’ αυτού εκτίσθησαν τα πάντα’.—Κολοσσαείς 1:13-16.
Δεν Είχε Θεία Φύση Όταν Ήταν στη Γη
Οι Γραφές καθιστούν σαφές το γεγονός ότι ο Ιησούς ήταν καθ’ όλα άνθρωπος από τη γέννησή του ως το θάνατό του. Ο Ιωάννης δεν είπε ότι ο Λόγος απλώς περιβλήθηκε από σάρκα. «Έγεινε σαρξ»· δεν ήταν κατά μέρος σάρκα και κατά μέρος Θεός. Αν ο Ιησούς είχε ταυτόχρονα ανθρώπινη και θεία φύση, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν ‘ολίγον τι παρά τους αγγέλους ηλαττωμένος’.—Εβραίους 2:9· Ψαλμός 8:4, 5.
Αν ο Ιησούς ήταν και Θεός και άνθρωπος όταν ήταν στη γη, γιατί προσευχόταν επανειλημμένα στον Ιεχωβά; Ο Παύλος έγραψε: «Εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού, . . . [ο Χριστός] μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου, και εισηκούσθη δια την ευλάβειαν αυτού».—Εβραίους 5:7.
Ότι ο Ιησούς δεν ήταν κατά μέρος πνεύμα όταν ήταν στη γη αποδεικνύεται από τη δήλωση του Πέτρου ότι ο Χριστός «εθανατώθηκε μεν ως προς το σώμα, αλλ’ εζωοποιήθηκε ως προς το πνεύμα». (1 Πέτρου 3:18, ΚΔΤΚ) Μόνο επειδή ο Ιησούς ήταν καθ’ όλα άνθρωπος μπορούσε να νιώσει ό,τι νιώθουν οι ατελείς άνθρωποι κι έτσι να γίνει ένας συμπονετικός αρχιερέας. Ο Παύλος έγραψε: «Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει».—Εβραίους 4:15, ΝΔΜ.
Ως «ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», ο Ιησούς «έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων». (Ιωάννης 1:29· 1 Τιμόθεον 2:6) Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ιησούς εξαγόρασε ακριβώς εκείνο που είχε χάσει ο Αδάμ—τέλεια, αιώνια ανθρώπινη ζωή. Εφόσον η δικαιοσύνη του Θεού απαιτούσε «ζωή αντί ζωής», ο Ιησούς έπρεπε να είναι ό,τι ήταν αρχικά ο Αδάμ—ένας τέλειος άνθρωπος, όχι ένας θεάνθρωπος.—Δευτερονόμιον 19:21· 1 Κορινθίους 15:22.
Μην Ψάχνετε στα Εδάφια για Νοήματα που Δεν Υπάρχουν
Εκείνοι που λένε ότι ο Ιησούς ήταν θεάνθρωπος χρησιμοποιούν διάφορα εδάφια στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι αυτός είναι μέλος της Τριάδας του Χριστιανικού κόσμου, ίσος με τον Θεό σε ουσία, δύναμη, δόξα και διάρκεια ύπαρξης. Όταν, όμως, εξετάσουμε αυτά τα εδάφια προσεκτικά, βλέπουμε ότι εκείνοι που υποστηρίζουν τη «θεότητα του Χριστού» θεωρούν πως αυτά τα εδάφια λένε περισσότερα πράγματα απ’ όσα λένε στην πραγματικότητα.
Μερικοί λένε ότι τα Γραφικά εδάφια στα οποία ο Θεός χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο παρουσιάζουν τον προανθρώπινο Ιησού (τον Λόγο) ως ίσο με τον Ιεχωβά. Αλλά το ότι χρησιμοποιείται το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο δεν σημαίνει ότι ο Θεός μιλούσε σε κάποιον ίσο μ’ αυτόν. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό που αφήνεται να εννοηθεί είναι ότι, από τα ουράνια πλάσματα, ένα κατέχει ευνοημένη θέση σε σχέση με τον Θεό. Πραγματικά, ο προανθρώπινος Ιησούς ήταν στενός σύντροφος, Αρχιεργάτης και Εκπρόσωπος του Θεού.—Γένεσις 1:26· 11:7· Παροιμίαι 8:30, 31, ΜΝΚ· Ιωάννης 1:3.
Οι περιστάσεις που συνδέονται με το βάφτισμα του Ιησού δεν υπονοούν ότι ο Θεός, ο Χριστός και το άγιο πνεύμα είναι ίσοι μεταξύ τους. Ως άνθρωπος, ο Ιησούς βαφτίστηκε συμβολίζοντας την παρουσίαση του εαυτού του στον ουράνιο Πατέρα του. Σ’ εκείνη την περίπτωση ‘ηνοίχθησαν οι ουρανοί’ και το πνεύμα του Θεού κατέβηκε και ήρθε πάνω στον Ιησού σαν περιστέρι. Επίσης, «εκ των ουρανών», ακούστηκε η φωνή του Ιεχωβά να λέει: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην».—Ματθαίος 3:13-17.
Τι εννοούσε, λοιπόν, ο Ιησούς όταν είπε στους ακολούθους του να βαφτίζουν τους μαθητές «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»; (Ματθαίος 28:19, 20) Ο Ιησούς δεν εννοούσε ούτε είπε ότι αυτός, ο Πατέρας του και το άγιο πνεύμα ήταν ίσοι μεταξύ τους. Μάλλον, εκείνοι που βαφτίζονται αναγνωρίζουν τον Ιεχωβά ως τον Ζωοδότη και τον Παντοδύναμο Θεό, στον οποίο αφιερώνουν τη ζωή τους. Δέχονται τον Ιησού ως τον Μεσσία και ως εκείνον μέσω του οποίου ο Θεός προμήθευσε ένα λύτρο για εκείνους από το ανθρώπινο γένος που θα πίστευαν. Και κατανοούν ότι το άγιο πνεύμα είναι η ενεργός δύναμη του Θεού, στην οποία θα πρέπει να υποτάσσονται. Ωστόσο, εκείνοι που είναι υποψήφιοι για βάφτισμα δεν θα πρέπει να θεωρούν τον Ιεχωβά, τον Ιησού και το άγιο πνεύμα ως μια Τριαδική θεότητα.
Όμως, δεν αποδεικνύουν τα θαύματα του Ιησού ότι αυτός ήταν θεάνθρωπος; Όχι, επειδή ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Ελισσαιέ, οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος και άλλοι έκαναν θαύματα χωρίς να είναι θεάνθρωποι. (Έξοδος 14:15-31· 1 Βασιλέων 18:18-40· 2 Βασιλέων 4:17-37· Πράξεις 9:36-42· 19:11, 12) Όπως κι εκείνοι, ο Ιησούς ήταν ένας άνθρωπος που έκανε θαύματα με θεόδοτη δύναμη.—Λουκάς 11:14-19.
Ο Ησαΐας αναφέρθηκε προφητικά στον Ιησού τον Μεσσία ως ‘Θεό ισχυρό’. (Ησαΐας 9:6) Στο εδάφιο Ησαΐας 10:21, ο ίδιος προφήτης μίλησε για τον Ιεχωβά ως «τον ισχυρόν Θεόν». Μερικοί προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις όμοιες εκφράσεις για να αποδείξουν ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός. Αλλά χρειάζεται προσοχή ώστε να μην ψάχνουμε σ’ αυτά τα εδάφια για νοήματα που δεν υπάρχουν. Η εβραϊκή έκφραση που αποδίδεται «Θεός ισχυρός» δεν περιορίζεται στον Ιεχωβά, όπως η έκφραση ‘Θεός Παντοκράτωρ [Παντοδύναμος, ΜΝΚ]’. (Γένεσις 17:1) Ομολογουμένως, υπάρχει διαφορά μεταξύ του να είναι κανείς ισχυρός και του να είναι παντοδύναμος, να μην έχει κανέναν ανώτερο.
Σύμφωνα με το εδάφιο Ησαΐας 43:10, ο Ιεχωβά είπε: «Προ εμού άλλος Θεός δεν υπήρξεν ουδέ θέλει υπάρχει μετ’ εμέ». Αλλά αυτά τα λόγια δεν αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός. Το νόημα είναι ότι ο Ιεχωβά δεν έχει προκάτοχο, ότι κανένας θεός δεν υπήρχε πριν απ’ αυτόν, επειδή αυτός είναι αιώνιος. Δεν θα υπάρξει κανένας θεός μετά τον Ιεχωβά επειδή αυτός θα υπάρχει για πάντα και δεν θα έχει διαδόχους ως Υπέρτατος Κυρίαρχος. Ωστόσο, ο Ιεχωβά έφερε σε ύπαρξη άλλους τους οποίους ο ίδιος αποκάλεσε θεούς, όπως δείχνουν οι Γραφές λέγοντας σχετικά με ορισμένους ανθρώπους: «Εγώ είπα· ‘Σεις είσθε θεοί και υιοί του Υψίστου πάντες! Και όμως θα αποθάνηται ως άνθρωποι και θα πέσητε ως πας ηγεμών’». (Ψαλμός 82:6, 7, ΛΧ) Παρόμοια, ο Λόγος ήταν ένας θεός που δημιουργήθηκε από τον Ιεχωβά, αλλά αυτό δεν έκανε τον Ιησού ίσο με τον Παντοδύναμο Θεό σε καμιά χρονική στιγμή.
Η Αληθινή Θέση του Ιησού
Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ο Θεός έγινε ανθρώπινη ύπαρξη ως θεάνθρωπος θα πρέπει να προσέξουν ότι η Αγία Γραφή ούτε καν υπαινίσσεται ότι ο Ιησούς θεωρούσε τον εαυτό του ως τέτοιον. Αντίθετα, δείχνει με συνέπεια ότι ο Ιησούς ήταν πάντοτε κατώτερος από τον Πατέρα του. Όταν ήταν στη γη, ο Ιησούς ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν κάτι παραπάνω από Γιος του Θεού. Επιπλέον, ο Χριστός είπε: «Ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου».—Ιωάννης 14:28.
Ο Παύλος έκανε μια διάκριση ανάμεσα στον Ιεχωβά και τον Ιησού λέγοντας: «Αλλ’ εις ημάς είναι είς Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν, και είς Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα και ημείς δι’ αυτού». (1 Κορινθίους 8:6) Ο Παύλος είπε επίσης: «Εσείς . . . ανήκετε στο Χριστό, κι ο Χριστός στο Θεό». (1 Κορινθίους 3:23, ΝΔΜ) Πράγματι, όπως ακριβώς οι Χριστιανοί ανήκουν στον Κύριό τους, τον Ιησού Χριστό, έτσι κι εκείνος ανήκει στην Κεφαλή του, τον Ιεχωβά Θεό.
Τονίζοντας ένα παρόμοιο σημείο, ο Παύλος έγραψε: «Η κεφαλή παντός ανδρός είναι ο Χριστός, κεφαλή δε της γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε του Χριστού ο Θεός». (1 Κορινθίους 11:3) Αυτή η σχέση μεταξύ του Θεού και του Χριστού θα συνεχιστεί, αφού μετά τη Χιλιετή Βασιλεία του Ιησού, αυτός θα «παραδώση την βασιλείαν εις τον Θεόν και Πατέρα» και «αυτός ο Υιός θέλει υποταχθή εις τον υποτάξαντα εις αυτόν τα πάντα, δια να ήναι ο Θεός τα πάντα εν πάσιν».—1 Κορινθίους 15:24, 28· Αποκάλυψις 20:6.
Μια Ματιά σε Άλλα Εδάφια
Σχετικά με τη γέννηση του Ιησού, ο Ματθαίος έγραψε: ‘Τούτο δε όλον έγεινε δια να πληρωθή το ρηθέν υπό του Ιεχωβά δια του προφήτου [στο εδάφιο Ησαΐας 7:14], λέγοντος· Ιδού, η παρθένος θέλει συλλάβει και θέλει γεννήσει υιόν, και θέλουσι καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ, το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι, Μεθ’ ημών ο Θεός’. (Ματθαίος 1:22, 23) Δεν δόθηκε στον Ιησού το προσωπικό όνομα Εμμανουήλ, αλλά ο ρόλος του ως ανθρώπου εκπλήρωσε τη σημασία του ονόματος. Η παρουσία του Ιησού στη γη ως του Μεσσιανικού Σπέρματος και Κληρονόμου του θρόνου του Δαβίδ αποδείκνυε στους λάτρεις του Ιεχωβά ότι ο Θεός ήταν μαζί τους, με το μέρος τους, υποστηρίζοντάς τους στις προσπάθειές τους.—Γένεσις 28:15· Έξοδος 3:11, 12· Ιησούς του Ναυή 1:5, 9· Ψαλμός 46:5-7· Ιερεμίας 1:19.
Απευθυνόμενος στον αναστημένο Ιησού, ο απόστολος Θωμάς αναφώνησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». (Ιωάννης 20:28) Αυτή και άλλες αφηγήσεις «εγράφησαν δια να πιστεύσ[ουμε] ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού». Επίσης, ο Θωμάς δεν διαφωνούσε με τον Ιησού, ο οποίος είχε στείλει στους μαθητές Του το μήνυμα: «Αναβαίνω προς τον . . . Θεόν μου και Θεόν σας». (Ιωάννης 20:17, 30, 31) Ο Θωμάς λοιπόν δεν νόμιζε ότι ο Ιησούς ήταν ο Παντοδύναμος Θεός. Ίσως ο Θωμάς αποκάλεσε τον Ιησού «ο Θεός μου» με την έννοια ότι ο Χριστός είναι «Θεός [ένας θεός, ΜΝΚ]», αλλά όχι ‘ο μόνος αληθινός Θεός’. (Ιωάννης 1:1· 17:1-3) Ή, λέγοντας «ο Θεός μου», ίσως ο Θωμάς αναγνώριζε τον Ιησού ως Εκπρόσωπο και Αντιπρόσωπο του Θεού, όπως ακριβώς και άλλοι είχαν απευθυνθεί σε κάποιον αγγελικό αγγελιοφόρο σαν να ήταν ο Ιεχωβά.—Παράβαλε Γένεσις 18:1-5, 22-33· 31:11-13· 32:24-30· Κριταί 2:1-5· 6:11-15, ΛΧ· 13:20-22.
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, λοιπόν, ο Ιησούς είχε προανθρώπινη ύπαρξη ως ο Λόγος. Όταν ήταν στη γη, δεν ήταν ένας θεάνθρωπος με θεία φύση. Ήταν καθ’ όλα άνθρωπος, αν και τέλειος, όπως ήταν ο Αδάμ αρχικά. Μετά την ανάσταση του Ιησού, αυτός είναι ένα εξυψωμένο αθάνατο πνεύμα πάντα σε υποταγή στον Θεό. Σαφώς, λοιπόν, οι Γραφές δεν υποστηρίζουν την ιδέα της «θεότητας του Χριστού».
[Πλαίσιο στη σελίδα 23]
Λατρεύουν οι Άγγελοι τον Ιησού;
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ αποδόσεις του εδαφίου Εβραίους 1:6 λένε: «Όλοι οι άγγελοι του Θεού ας λατρέψουν αυτόν [τον Ιησού]». (Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου· Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ [The Jerusalem Bible]) Ο απόστολος Παύλος προφανώς παρέθεσε από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, η οποία λέει στο εδάφιο Ψαλμός 96:7 (97:7 σε ορισμένες Γραφές): «Προσκυνήσατε αυτώ [τον Θεό], πάντες οι άγγελοι αυτού».
Η λέξη προσκυνέω που αποδίδεται «ας λατρέψουν» στο εδάφιο Εβραίους 1:6 χρησιμοποιείται στο εδάφιο Ψαλμός 96:7 (97:7) στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα για να αποδοθεί μια εβραϊκή λέξη, η λέξη σαχχάχ, η οποία σημαίνει «υποκλίνομαι». Αυτό μπορεί να είναι μια αποδεκτή πράξη σεβασμού προς ανθρώπους. (Γένεσις 23:7· 1 Σαμουήλ 24:8· 2 Βασιλέων 2:15) Μπορεί επίσης να αναφέρεται στη λατρεία του αληθινού Θεού ή στη λατρεία που εσφαλμένα αποδίδεται σε ψεύτικους θεούς.—Έξοδος 23:24· 24:1· 34:14· Δευτερονόμιον 8:19.
Συνήθως όταν η λέξη προσκυνέω αναφέρεται στον Ιησού αντιστοιχεί με την προσκύνηση που γίνεται σε βασιλιάδες και σε άλλα άτομα. (Παράβαλε Ματθαίος 2:2, 8· 8:2· 9:18· 15:25· 20:20 με 1 Σαμουήλ 25:23, 24· 2 Σαμουήλ 14:4-7· 1 Βασιλέων 1:16· 2 Βασιλέων 4:36, 37.) Συχνά είναι φανερό ότι η προσκύνηση γίνεται στον Ιησού όχι ως τον Θεό, αλλά ως ‘Θεού Υιό’ ή ως τον Μεσσιανικό «υιόν του ανθρώπου».—Ματθαίος 14:32, 33· Λουκάς 24:50-52· Ιωάννης 9:35, 38, Κείμενο.
Το εδάφιο Εβραίους 1:6 αναφέρεται στη θέση του Ιησού υπό τον Θεό. (Φιλιππησίους 2:9-11) Εδώ μερικές μεταφράσεις αποδίδουν τη λέξη προσκυνέω «ας αποδώσουν . . . τιμή» (Η Νέα Αγγλική Βίβλος [The New English Bible]), «ας προσκυνήσωσιν» (Νεοελληνική Μετάφραση) ή «ας υποκλιθούν μπροστά» (Μια Αμερικανική Μετάφραση [An American Translation]). Αν κάποιος προτιμά την απόδοση «ας λατρέψουν», αυτή η λατρεία είναι σχετική, επειδή ο Ιησούς είπε στον Σατανά: ‘Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει’.—Ματθαίος 4:8-10.
Μολονότι το εδάφιο Ψαλμός 96:7 (97:7), Μετάφραση των Εβδομήκοντα, το οποίο μιλάει για λατρεία του Θεού, εφαρμόστηκε στον Χριστό στο εδάφιο Εβραίους 1:6, ο Παύλος είχε δείξει ότι ο αναστημένος Ιησούς είναι ‘αντανάκλαση της δόξας [του Θεού] και ακριβές ομοίωμα της ίδιας της οντότητάς του’. (Εβραίους 1:1-3, ΜΝΚ) Συνεπώς, η όποια ‘λατρεία’ αποδίδουν οι άγγελοι στον Γιο του Θεού είναι σχετική και κατευθύνεται μέσω αυτού στον Ιεχωβά.