‘Το Χέρι του Ιεχωβά’ στη Ζωή Μου
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΛΟΡΕΝΣ ΤΟΜΣΟΝ
ΜΙΑ νύχτα του 1946, ο μπαμπάς μου και εγώ καθόμασταν στο αυτοκίνητο και παρακολουθούσαμε το βόρειο σέλας που χόρευε κατά μήκος του ουρανού. Μιλήσαμε για το μεγαλείο του Ιεχωβά και για τη δική μας μικρότητα. Ξαναζήσαμε περιστατικά από τα χρόνια κατά τα οποία το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στον Καναδά ήταν απαγορευμένο. Ο μπαμπάς μού εντύπωσε το πώς ο Ιεχωβά είχε στηρίξει και καθοδηγήσει το λαό Του στη διάρκεια εκείνων των χρόνων.
ΑΝ ΚΑΙ ήμουν μόνο 13 χρονών, μπορούσα να αναγνωρίσω την αλήθεια των όσων έλεγε ο μπαμπάς. Μου εντύπωσε επίσης το αίσθημα του επείγοντος και του κολοσσιαίου έργου κηρύγματος που απέμενε να γίνει. Ο μπαμπάς παρέθεσε το εδάφιο Αριθμοί 11:23 και μου τόνισε ότι, πραγματικά, το χέρι του Ιεχωβά δεν σμικρύνεται ποτέ. Μόνο η δική μας έλλειψη πίστης και εμπιστοσύνης σε αυτόν περιορίζει τα όσα θα κάνει εκείνος για εμάς. Ήταν μια πολύτιμη συζήτηση πατέρα και γιου, μια συζήτηση που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Το γεγονός ότι μελετούσα τις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά, ιδιαίτερα το βιβλίο Σωτηρία, που εκδόθηκε το 1939, επέδρασε επίσης σημαντικά στα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το εντυπωσιακό παράδειγμα που υπήρχε στην εισαγωγή του βιβλίου: «Η αεροδυναμική ταχεία αμαξοστοιχία, πλήρης επιβατών, έτρεχε με εκατόν μίλια την ώραν· έπρεπε να διέλθη τον ποταμόν επί μιας γεφύρας η οποία εσχημάτιζε περίπου 50% καμπήν, εις τρόπον ώστε οι ευρισκόμενοι εις την οπισθίαν εξέδραν της αμαξοστοιχίας ηδύναντο να βλέπουν την ατμομηχανήν. . . . Δύο άνθρωποι ευρισκόμενοι επί της οπισθίας εξέδρας του παρατηρητηρίου βαγονίου . . . είδον ότι ένα τόξον της γεφύρας εις το απώτατον άκρον της επυρπολείτο και έπιπτεν εις τον ποταμόν. Οι επιβάται τότε συνησθάνθησαν ότι αντιμετώπιζον μέγαν κίνδυνον. Ήτο πράγματι μία επείγουσα ανάγκη. Θα ήτο δυνατόν να σταματήση το τραίνον εγκαίρως και τοιουτοτρόπως να σωθή η ζωή των πολλών επί της αμαξοστοιχίας επιβατών;»
Κάνοντας εφαρμογή του παραδείγματος, το βιβλίο κατέληγε: «Ομοίως και σήμερον όλα τα έθνη και οι λαοί της γης αντιμετωπίζουν την μεγαλειτέραν εσχάτην ανάγκην. Αυτοί προειδοποιούνται, ως ο Θεός διατάσσει, περί του ότι η καταστροφή του Αρμαγεδδώνος είναι ακριβώς προ αυτών. . . . Έκαστος άνθρωπος, αφού ούτως πληροφορηθή, πρέπει να εκλέξη την πορείαν την οποίαν θα λάβη».
Η ταχεία αμαξοστοιχία, η φλεγόμενη γέφυρα και το επείγον του έργου κηρύγματος χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη διάνοιά μου.
Αρχική Δράση στο Κήρυγμα
Άρχισα να συμμετέχω στο έργο κηρύγματος το 1938, όταν ήμουν πέντε χρονών. Ο Χένρι και η Άλις Τουίντ, δυο σκαπανείς (ολοχρόνιοι διάκονοι), με έπαιρναν μαζί τους, και διαθέταμε 10 με 12 ώρες την ημέρα μιλώντας στους ανθρώπους. Απολάμβανα πλήρως εκείνες τις γεμάτες ημέρες στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Έτσι τον επόμενο χρόνο ενθουσιάστηκα όταν ο μπαμπάς και η μαμά μού επέτρεψαν να γίνω ευαγγελιζόμενος και μάλιστα να δίνω έκθεση για τη δραστηριότητά μου.
Εκείνες τις πρώτες ημέρες, συμμετείχαμε σε πορείες πληροφόρησης, περπατώντας στον κεντρικό δρόμο των πόλεων και κουβαλώντας πάνω μας αφίσες με συνθήματα που εξέθεταν την ψεύτικη θρησκεία και διαφήμιζαν τη Βασιλεία του Θεού. Χρησιμοποιούσαμε επίσης φορητούς φωνογράφους και βάζαμε στους οικοδεσπότες να ακούν βασισμένα στην Αγία Γραφή αγγέλματα, μπροστά στο κατώφλι τους. Βάζαμε επίσης ομιλίες του Ι. Φ. Ρόδερφορντ, προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά, μερικές από τις οποίες τις ήξερα απέξω. Ακόμη τον ακούω να λέει: «Έχει ειπωθεί συχνά, η Θρησκεία είναι παγίδα και απάτη!»
Το Έργο μας Τίθεται υπό Απαγόρευση στον Καναδά
Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά τέθηκε υπό απαγόρευση στον Καναδά, πράγμα που είχε συμβεί στη ναζιστική Γερμανία και σε άλλες χώρες. Χρησιμοποιούσαμε λοιπόν μόνο την Αγία Γραφή, αλλά συνεχίζαμε το έργο που μας είχε εξουσιοδοτήσει ο Θεός να κάνουμε υπακούοντας στις Γραφικές οδηγίες. (Ματθαίος 28:19, 20· Πράξεις 5:29) Μάθαμε να αντιμετωπίζουμε με επιτυχία τις επιδρομές που έκανε η αστυνομία στις συναθροίσεις μας και στα σπίτια μας. Επίσης αποκτήσαμε πείρα στο να καταθέτουμε ως μάρτυρες ενώπιον δικαστών και στο να απαντούμε στις ερωτήσεις που μας υπέβαλλαν μετά τις καταθέσεις μας.
Ο αδελφός μου ο Τζιμ και εγώ γίναμε ειδικοί στο να πετάμε φυλλάδια από κινούμενα οχήματα στα κατώφλια και στις βεράντες. Επιπλέον παίζαμε το ρόλο του ταχυδρόμου, και μερικές φορές του φρουρού, για εκείνους που διέσχιζαν τα σύνορα προκειμένου να παρακολουθήσουν συνελεύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το σπίτι μας βρισκόταν στις παρυφές του Πορτ Άρθουρ (τώρα Θάντερ Μπέι), στο Οντάριο, σε μια έκταση δέκα περίπου στρεμμάτων, και ήταν περιτριγυρισμένο από δέντρα και θάμνους. Είχαμε μια αγελάδα, ένα μοσχάρι, γουρούνια και κότες—όλα αυτά αποτελούσαν υπέροχο προκάλυμμα για το έργο που κάναμε βοηθώντας νεαρούς συγχριστιανούς τους οποίους καταζητούσαν για να τους φυλακίσουν επειδή κήρυτταν τη Βασιλεία του Θεού.
Τη νύχτα, αυτοκίνητα, φορτηγά και τροχόσπιτα που μετέφεραν νεαρούς Χριστιανούς μπαινόβγαιναν στην απομονωμένη αυλή μας. Παρέχαμε κατάλυμα, κρυψώνα, μεταμφιέζαμε και δίναμε τροφή σε αυτούς τους νεαρούς, και κατόπιν τους στέλναμε στον προορισμό τους. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου, καθώς και άλλοι από εκείνους τους πρώτους εργάτες, ήταν υπηρέτες που έδιναν ολόψυχα τον εαυτό τους και οι οποίοι διέπλασαν τη νεανική μου καρδιά έτσι ώστε να υπηρετεί και να αγαπάει τον Ιεχωβά Θεό.
Τον Αύγουστο του 1941, αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά και βαφτίστηκα σε μια μικρή λίμνη, βαθιά μέσα στο δάσος. Είχαμε συγκεντρωθεί αρκετά άτομα για το γεγονός, αργά τη νύχτα, σε κάποια καλύβα που φωτιζόταν από μια λάμπα πετρελαίου. Φανερά καχύποπτη, η αστυνομία έκανε περιπολίες και κάθε τόσο χτένιζε τη λίμνη με προβολείς, αλλά δεν μας εντόπισε.
Πολλές Πτυχές Ολοχρόνιας Υπηρεσίας
Το 1951, αποφοίτησα από το λύκειο και ταξίδεψα περίπου 1.600 χιλιόμετρα για να αναλάβω το διορισμό του σκαπανέα στο Κόουμπουργκ του Οντάριο. Η εκκλησία ήταν μικρή και εγώ δεν είχα συνεργάτη στο σκαπανικό. Θυμόμουν, όμως, ότι το χέρι του Ιεχωβά δεν σμικρύνεται και έτσι νοίκιασα ένα δωμάτιο, μαγείρευα μόνος μου και ήμουν ευτυχισμένος που υπηρετούσα τον Ιεχωβά. Τον επόμενο χρόνο με κάλεσαν να υπηρετήσω στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Τορόντο. Εκεί πήρα πολλά πολύτιμα μαθήματα που με εκλέπτυναν για περαιτέρω υπηρεσία της Βασιλείας.
Αφού υπηρέτησα ως σκαπανέας στο Τορόντο επί έναν και πλέον χρόνο, η Λούσι Τριντό και εγώ παντρευτήκαμε, και το χειμώνα του 1954 λάβαμε διορισμό ως σκαπανείς για το Λεβί του Κεμπέκ. Ο καιρός ήταν παγερός, οι παρενοχλήσεις από τους όχλους και την αστυνομία μας έκαναν να φοβόμαστε, και ήταν πρόκληση να μάθουμε γαλλικά. Σε όλες αυτές τις καταστάσεις, το χέρι του Ιεχωβά δεν σμικρύνθηκε ποτέ, έτσι, παρ’ όλο που αυτοί ήταν δύσκολοι καιροί, είχαμε και πολλές ευλογίες.
Για παράδειγμα, μας ζητήθηκε να επιθεωρήσουμε δύο πλοία (το Αρόζα Σταρ και το Αρόζα Κουλμ) που σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει η Εταιρία για τη μεταφορά εκπροσώπων στις μεγάλες διεθνείς ευρωπαϊκές συνελεύσεις του 1955. Κάτω από το βάρος του άγχους που είχαν προκειμένου να πείσουν την Εταιρία να τους αναθέσει τη δουλειά, τα διοικητικά στελέχη των ναυτιλιακών εταιριών μάς έδειχναν κατά καιρούς φιλοξενία, πράγμα που αποτελούσε ευχάριστη ανάπαυλα από την πιεστική διακονία στο Κεμπέκ εκείνη την εποχή.
Το φθινόπωρο του 1955, με κάλεσαν να υπηρετήσω ως περιοδεύων επίσκοπος, και περάσαμε εκείνον το χειμώνα επισκεπτόμενοι απομονωμένες εκκλησίες στο παγωμένο βόρειο Οντάριο. Τον επόμενο χρόνο παρακολουθήσαμε τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες, και κατόπιν διοριστήκαμε ως ιεραπόστολοι στη Βραζιλία, στη Νότια Αμερική.
Δοθήκαμε ολοκληρωτικά στο νέο μας διορισμό και έπειτα από λίγο ήμασταν σε θέση να κηρύττουμε και να διδάσκουμε στην πορτογαλική γλώσσα. Στις αρχές του 1957, διορίστηκα και πάλι στο έργο του περιοδεύοντα επισκόπου. Τώρα, αντί για το παγερό κρύο του Βορρά, είχαμε να αντιμετωπίσουμε την αφόρητη ζέστη. Πολλές φορές χρειαζόταν να σταματάμε και να βγάζουμε την καυτερή άμμο από τα παπούτσια μας ή να κόβουμε ζαχαροκάλαμα και να τα μασάμε για να ανανεώσουμε τις δυνάμεις μας. Αλλά είχαμε και ευλογίες.
Στην πόλη Ρεϊζέντι Φέιζου, μίλησα στον αρχηγό της αστυνομίας και αυτός διέταξε να κλείσουν όλα τα καταστήματα και είπε σε όλους να πάνε στην πλατεία της πόλης. Κάτω από τη σκιά ενός πλατύφυλλου ανθισμένου δέντρου, έδωσα μια Γραφική διάλεξη σε όλους τους ανθρώπους της πόλης. Σήμερα υπάρχει μια εκκλησία Μαρτύρων εκεί.
Ανατρέφουμε τα Παιδιά μας στη Βραζιλία
Όταν η Λούσι έμεινε έγκυος το 1958, εγκατασταθήκαμε στο Ζουίζ Θε Φόρα και υπηρετήσαμε ως ειδικοί σκαπανείς. Στα επόμενα δυο χρόνια, γεννήθηκαν οι κόρες μας Σούζαν και Κιμ. Αυτές αποτέλεσαν πραγματική ευλογία στη διακονία επειδή ήταν κάτι καινούριο για την πόλη. Καθώς σπρώχναμε τα καροτσάκια τους στους λιθόστρωτους δρόμους, οι άνθρωποι έβγαιναν έξω για να τις δουν. Εφόσον υπήρχε μεγάλη ανάγκη για ευαγγελιζομένους της Βασιλείας στη Ρεσίφε, λίγο νοτιότερα του ισημερινού, μετακομίσαμε σε εκείνο το υπερβολικά ζεστό μέρος.
Το 1961, όχι μόνο μπόρεσα να βοηθήσω στις διευθετήσεις για την αερομεταφορά των Μαρτύρων που πήγαιναν στη συνέλευση του Σάο Πάουλο, αλλά μπόρεσα να παρακολουθήσω και ο ίδιος αυτή την αξιομνημόνευτη συνέλευση. Ωστόσο, έπειτα από 20 περίπου λεπτά πτήσης, το αεροπλάνο άρχισε ξαφνικά να πέφτει κατακόρυφα προς το έδαφος, πετώντας τους επιβάτες ολόγυρα μέσα στην καμπίνα. Το εσωτερικό του αεροπλάνου είχε γίνει ερείπιο· τα καθίσματα βγήκαν από τις βάσεις τους και οι επιβάτες ήταν μωλωπισμένοι και αιμόφυρτοι. Ευτυχώς, ο πιλότος κατάφερε να σταματήσει την πτώση του αεροπλάνου και προσγειωθήκαμε ασφαλείς. Κανείς μας δεν τραυματίστηκε τόσο σοβαρά ώστε να μην μπορέσουμε να συνεχίσουμε προς το Σάο Πάουλο με κάποιο άλλο αεροπλάνο. Απολαύσαμε μια θαυμάσια συνέλευση, αλλά είπα ότι δεν επρόκειτο να ξαναπετάξω!
Ωστόσο, όταν έφτασα στο σπίτι, μετά τη συνέλευση, με περίμενε ένας άλλος διορισμός. Έπρεπε να φροντίσω για μια συνέλευση στα βάθη της ζούγκλας στην Τερεσίνα, στην πολιτεία Πιαουί. Θα έπρεπε να ταξιδέψω εκεί με το αεροπλάνο. Αν και ήμουν φοβισμένος, δέχτηκα το διορισμό βασιζόμενος στο χέρι του Ιεχωβά.
Το 1962, γεννήθηκε ο γιος μας, ο Γκρεγκ, στη Ρεσίφε. Αν και δεν ήμουν πλέον σε θέση να κάνω σκαπανικό επειδή τώρα είχα μεγαλύτερη οικογένεια, μπορούσα να ασκήσω θετική επίδραση στη μικρή εκκλησία που υπήρχε εκεί. Τα παιδιά ήταν πάντα πρόθυμα να μας συνοδεύουν στη διακονία, καθώς την κάναμε ενδιαφέρουσα για αυτά. Κάθε παιδί, από την ηλικία των τριών χρόνων, μπορούσε να κάνει παρουσίαση στις πόρτες. Κάναμε συνήθειά μας να μην αφήνουμε ποτέ την παρακολούθηση των συναθροίσεων ή τη συμμετοχή στην υπηρεσία αγρού. Ακόμη και όταν ένα μέλος της οικογένειας ήταν άρρωστο και έμενε κάποιος μαζί του, οι υπόλοιποι θα παρακολουθούσαν τη συνάθροιση ή θα συμμετείχαν στην υπηρεσία αγρού.
Όλα αυτά τα χρόνια, συζητούσαμε τακτικά ως οικογένεια για τα σχολικά μαθήματα των παιδιών και για τους στόχους που είχαν στη ζωή, και τα προετοιμάζαμε για μια σταδιοδρομία μέσα στην οργάνωση του Ιεχωβά. Προσέχαμε να μην τα εκθέτουμε σε εξασθενητικές επιρροές, όπως είναι η τηλεόραση. Δεν είχαμε τηλεόραση στο σπίτι, ωσότου τα παιδιά μπήκαν στην εφηβεία τους. Και παρότι είχαμε την οικονομική δυνατότητα, δεν τα κακομάθαμε με υλικά πράγματα. Για παράδειγμα, αγοράσαμε μόνο ένα ποδήλατο το οποίο το μοιράζονταν και τα τρία παιδιά.
Κάναμε όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα μαζί, παίζαμε μπάσκετ, κολυμπούσαμε και πηγαίναμε ταξίδια ως οικογένεια. Συνδυάζαμε τα ταξίδια μας με την παρακολούθηση Χριστιανικών συνελεύσεων ή με επισκέψεις σε οίκους Μπέθελ διαφόρων χωρών. Αυτά τα ταξίδια μάς έδιναν το χρόνο να μιλάμε μαζί ελεύθερα, και έτσι η Λούσι και εγώ μπορούσαμε να μαθαίνουμε τι υπήρχε στην καρδιά των παιδιών μας. Είμαστε τόσο ευγνώμονες στον Ιεχωβά για εκείνα τα απολαυστικά χρόνια!
Τελικά, τα δέκα χρόνια που ζήσαμε στην τροπική ζώνη, κοντά στον ισημερινό, είχαν δυσάρεστο αντίκτυπο στην υγεία της Λούσι. Δεχτήκαμε ευχάριστα λοιπόν μια αλλαγή διορισμού για το πιο ήπιο κλίμα του νότου, στην Κουριτίμπα, στην πολιτεία Παρανά.
Επιστροφή στον Καναδά
Το 1977, έπειτα από 20 περίπου χρόνια στη Βραζιλία, η Λούσι και εγώ επιστρέψαμε στον Καναδά μαζί με τα παιδιά μας για να βοηθήσουμε στη φροντίδα του άρρωστου πατέρα μου. Τι πολιτιστικό σοκ ήταν αυτό για την οικογένειά μας! Δεν ήταν όμως και πνευματικό το σοκ, γιατί διατηρήσαμε το ίδιο πρόγραμμα με τη στοργική Χριστιανική αδελφότητα που μας περιέβαλλε.
Στον Καναδά, η ολοχρόνια υπηρεσία έγινε οικογενειακή υπόθεση αφού οι κόρες μας, πρώτα η μία και κατόπιν η άλλη, ανέλαβαν την ολοχρόνια διακονία σκαπανέα. Όλοι μας συμβάλλαμε στις προσπάθειες της οικογένειας. Τα έσοδα από τη μερικής απασχόλησης εργασία μας τα βάζαμε στο ταμείο των εξόδων, με το οποίο συντηρούσαμε το σπίτι μας και τα τρία αυτοκίνητα που χρειαζόμασταν για να καλύπτουμε τον αραιοκατοικημένο τομέα μας. Κάθε εβδομάδα, μετά την οικογενειακή Γραφική μελέτη που είχαμε, συζητούσαμε τα οικογενειακά μας σχέδια. Αυτές οι συζητήσεις μάς βοηθούσαν όλους να καθορίζουμε προς τα πού βαδίζαμε και τι κάναμε με τη ζωή μας.
Ο γιος μας, ο Γκρεγκ, όπως και οι μεγαλύτερες αδελφές του, είχε και εκείνος στόχο την ολοχρόνια διακονία. Από τότε που ήταν πέντε χρονών, είχε εκφράσει την επιθυμία να εργαστεί σε κάποιο γραφείο τμήματος της Εταιρίας, που ονομάζεται Μπέθελ. Ποτέ δεν έχασε αυτόν το στόχο από τα μάτια του και, αφού αποφοίτησε από το λύκειο, ρώτησε τη μητέρα του και εμένα: «Πιστεύετε ότι πρέπει να κάνω αίτηση για το Μπέθελ;»
Παρ’ όλο που το να αφήσουμε το γιο μας να φύγει ήταν σαν αγκάθι στην καρδιά μας, απαντήσαμε χωρίς δισταγμό: «Δεν θα νιώσεις ποτέ το χέρι του Ιεχωβά τόσο, όσο στο Μπέθελ—στην καρδιά της οργάνωσης του Ιεχωβά». Μέσα σε δυο μήνες έφυγε για το Μπέθελ του Καναδά. Αυτό συνέβη το 1980, και υπηρετεί εκεί από τότε.
Η δεκαετία του 1980 παρουσίασε νέες προκλήσεις για εμένα και τη Λούσι. Ήμασταν πάλι εκεί από όπου είχαμε ξεκινήσει—οι δυο μας μόνο. Εκείνη την εποχή η Σούζαν, παντρεμένη πια, έκανε σκαπανικό με το σύζυγό της, και η Κιμ και ο Γκρεγκ υπηρετούσαν και οι δυο στο Μπέθελ. Τι θα κάναμε; Το ερώτημα αυτό απαντήθηκε γρήγορα το 1981, όταν λάβαμε την πρόσκληση να υπηρετήσουμε σε μια πορτογαλόφωνη περιοχή η οποία κάλυπτε μια έκταση 2.000 χιλιομέτρων, στον Καναδά. Απολαμβάνουμε ακόμη το έργο του περιοδεύοντα επισκόπου.
Η Κιμ παντρεύτηκε στο μεταξύ και παρακολούθησε τη Γαλαάδ, και τώρα υπηρετεί με το σύζυγό της στο έργο περιοχής στη Βραζιλία. Η Σούζαν και ο σύζυγός της βρίσκονται ακόμη στον Καναδά και ανατρέφουν τα δυο τους παιδιά, ο σύζυγος της Σούζαν μάλιστα κάνει σκαπανικό. Αν και τα τελευταία χρόνια η οικογένειά μας είναι χωρισμένη από σωματική άποψη λόγω των διαφόρων διορισμών που έχουμε στην ολοχρόνια υπηρεσία, παραμένουμε κοντά από πνευματική και συναισθηματική άποψη.
Η Λούσι και εγώ αποβλέπουμε σε ένα λαμπρό μέλλον με την οικογένειά μας, στην καθαρισμένη γη. (2 Πέτρου 3:13) Σαν τον Μωυσή στην αρχαιότητα, έχουμε γευτεί από πρώτο χέρι την αλήθεια της απάντησης στη ρητορική ερώτηση του εδαφίου Αριθμοί 11:23: ‘Μήπως η χειρ του Ιεχωβά εσμικρύνθη; τώρα θέλεις ιδεί αν εκτελήται ο λόγος μου, ή ουχί’. Πράγματι, τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τον Ιεχωβά από το να ευλογεί τους δούλους του για την ολόψυχη υπηρεσία τους.
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Με τη σύζυγό μου Λούσι