Ανγκόλα
Πόλεμος και πείνα, φονικές επιδημίες, παθήματα και θάνατος από ανθρώπους που φέρονται σαν θηρία—όλα αυτά τα προείπε η Αγία Γραφή για την εποχή μας περιγράφοντας τους συμβολικούς ιππείς της Αποκάλυψης. (Αποκ. 6:3-8) Ολόκληρη η γη έχει επηρεαστεί, και η Ανγκόλα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Από άκρη σε άκρη, η χώρα αυτή έχει νιώσει τις επιπτώσεις της άγριας επέλασης των ιππέων της Αποκάλυψης. Τι έχει συμβεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά που βρέθηκαν μέσα σε αυτές τις συνθήκες;
Πολλοί έγιναν στόχος ανήλεου διωγμού. Μερικοί σκοτώθηκαν μέσα στη λαίλαπα του απάνθρωπου και αδιάκοπου εμφύλιου πολέμου, χωρίς να φταίνε και χωρίς να έχουν καμιά συμμετοχή. Πολλοί αντιμετώπισαν τις τρομερές συνέπειες της πείνας που προκάλεσαν οι πολιτικές και οικονομικές αναταραχές. Ωστόσο, τίποτα δεν εξάλειψε την πίστη τους στον Ιεχωβά Θεό και την εμπιστοσύνη τους στο Λόγο του. Η εγκάρδια επιθυμία τους είναι να αποδειχτούν όσιοι στον Θεό και να δώσουν πλήρη μαρτυρία σε άλλους για τους σκοπούς του. Η δε αγάπη που δείχνουν ο ένας για τον άλλον αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι αληθινοί μαθητές του Ιησού Χριστού.—Ιωάν. 13:35.
Εξετάστε δύο παραδείγματα που φανερώνουν το μέγεθος της πίστης τους. Πριν από 40 και πλέον χρόνια, κάποιος διοικητής της αστυνομίας είπε με στόμφο σε έναν Μάρτυρα του Ιεχωβά: «Εδώ στην Ανγκόλα . . . , η οργάνωση της Σκοπιάς τελείωσε, τελείωσε, τελείωσε!» Ύστερα από λίγο, απείλησε έναν άλλον Μάρτυρα που είχε γεννηθεί στην Ανγκόλα. «Ξέρεις τι πρόκειται να πάθεις;» τον ρώτησε ο διοικητής. Ο αδελφός απάντησε ήρεμα: «Ξέρω τι μπορείς να μου κάνεις. Αλλά το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να με σκοτώσεις. Μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο; Εγώ όμως δεν πρόκειται να απαρνηθώ την πίστη μου». Παρότι υφίστατο κτηνώδη μεταχείριση σε φυλακές και στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων χρόνια ολόκληρα, αυτός ο Μάρτυρας, ο Ζουάου Μανκόκα, έμεινε σταθερός σε εκείνη την απόφαση.
Πιο πρόσφατα, ένας πρεσβύτερος από την επαρχία Χουάμπο έγραψε: «Η κατάστασή μας είναι επικίνδυνη. Οι εκκλησίες υποφέρουν πάρα πολύ από την τρομερή έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε με λόγια τις υπάρχουσες συνθήκες και τη σωματική κατάσταση των αδελφών μας». Αλλά πρόσθεσε: «Παρότι η φυσική μας κατάσταση εμπνέει ανησυχία, είμαστε πνευματικά υγιείς. Αυτά που συμβαίνουν είναι ακριβώς αυτά που προειπώθηκαν στο 24ο κεφάλαιο του Ματθαίου και στα εδάφια 2 Τιμόθεο 3:1-5».
Πώς μπορούν να αντιμετωπίζουν άνθρωποι σοβαρές ταλαιπωρίες τόσο θετικά; Με την πίστη και το θάρρος που έχουν μη εμπιστευόμενοι στον εαυτό τους ούτε σε άλλους ανθρώπους αλλά στη Βασιλεία του Θεού στην οποία βασιλεύει ο Ιησούς Χριστός. Οι αδελφοί αυτοί γνωρίζουν ότι, άσχετα με το ποιος φαίνεται ότι υπερισχύει προς το παρόν ή άσχετα με τη δυσκολία μιας κατάστασης, ο σκοπός του Θεού θα επικρατήσει. Είναι πλήρως πεπεισμένοι ότι ο Γιος του Θεού, που κυβερνάει από τον ουρανό, θα βγει νικητής και ότι υπό τη διακυβέρνησή του η γη θα γίνει παράδεισος. (Δαν. 7:13, 14· Αποκ. 6:1, 2· 19:11-16) Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα γνωρίζουν εκ πείρας ότι ακόμη και τώρα ο Θεός δίνει σε αδύναμους ανθρώπους δύναμη που ξεπερνάει το φυσιολογικό ώστε να μπορούν να υπομένουν.—2 Κορ. 4:7-9.
Αλλά προτού ερευνήσουμε περισσότερο την ιστορία του λαού του Ιεχωβά στην Ανγκόλα, ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στη χώρα στην οποία ζει αυτός ο λαός.
Ένα Ακατέργαστο Διαμάντι
Η Ανγκόλα βρίσκεται στη νοτιοδυτική Αφρική. Συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό προς βορράν, με τη Ναμίμπια προς νότον, ανατολικά με τη Ζάμπια και δυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Κατέχει έκταση 1.246.700 τετραγωνικών χιλιομέτρων, όση περίπου κατέχουν η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία μαζί. Είναι σχεδόν 14 φορές μεγαλύτερη από την Πορτογαλία, η οποία άρχισε να αποικίζει την Ανγκόλα το 16ο αιώνα. Ως αποτέλεσμα του πορτογαλικού αποικισμού, το 50 περίπου τοις εκατό του πληθυσμού ανήκει στην Καθολική θρησκεία.
Η πορτογαλική εξακολουθεί να είναι η επίσημη γλώσσα, αλλά η Ανγκόλα είναι πολυγλωσσική κοινωνία. Η ουμπούντου, η κιμπούντου και η κικόνγκο είναι οι γλώσσες που μιλιούνται περισσότερο από τις 40 και πλέον γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται εδώ.
Στα χρόνια που πέρασαν, οι πολύτιμοι φυσικοί πόροι της Ανγκόλας έχουν μεταφερθεί σε άλλες χώρες. Στη διάρκεια της αποικιοκρατίας, εκατομμύρια δούλοι στάλθηκαν στη Βραζιλία, η οποία ήταν και αυτή τότε πορτογαλική αποικία. Το εύφορο έδαφος της Ανγκόλας παρήγε κάποτε με αφθονία μπανάνες, μάνγκο, ανανάδες, ζαχαροκάλαμο και καφέ. Μετά την άρση του αποικιακού ζυγού, η οικονομική ανάπτυξη παρεμποδίστηκε από τις εξοντωτικές εμφύλιες διαμάχες. Παρ’ όλα αυτά, η Ανγκόλα εξακολουθεί να έχει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και τεράστιες ποσότητες διαμαντιών και σιδηρομεταλλευμάτων. Ωστόσο, ο πολυτιμότερος πλούτος της είναι ο ταπεινός και αποφασιστικός λαός της, στον οποίο περιλαμβάνονται χιλιάδες άτομα που έχουν δείξει βαθιά αγάπη για το Λόγο του Θεού και την υπόσχεση η οποία υπάρχει σε αυτόν για ένα λαμπρό μέλλον υπό τη Βασιλεία του Θεού.
«Στείλε το Ψωμί σου Πάνω στην Επιφάνεια των Νερών»
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά άρχισε στην Ανγκόλα από τον Γκρέι Σμιθ και τη σύζυγό του Όλγα, ένα ζεύγος σκαπανέων από το Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Τον Ιούλιο του 1938, ξεκίνησαν από το Γιοχάνεσμπουργκ με ένα αυτοκίνητο εξοπλισμένο με μεγάφωνο το οποίο μετέδιδε ηχογραφημένες Γραφικές ομιλίες. Το αυτοκίνητο ήταν φορτωμένο με έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά. Στο τρίμηνο ταξίδι του, το ζεύγος Σμιθ έκανε συνδρομητές στη Σκοπιά και διέθεσε 8.158 Γραφές, βιβλία και βιβλιάρια. Έδωσαν άφθονα Γραφικά έντυπα σε πολλές περιοχές, σε άτομα που ζούσαν στην Μπενγκουέλα, στη Λουάντα, στη Σα ντα Μπαντέιρα (το σημερινό Λουμπάκο) και σε άλλες πόλεις της δυτικής Ανγκόλας. Τον επόμενο χρόνο, όμως, ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ήταν δύσκολο να διατηρηθεί η επαφή με τους ανθρώπους που είχαν δείξει ενδιαφέρον.
Για κάποιο διάστημα, τα ορατά αποτελέσματα από αυτή την εκστρατεία κηρύγματος ήταν λίγα. Παρ’ όλα αυτά, η αρχή του εδαφίου Εκκλησιαστής 11:1 αποδείχτηκε αληθινή: «Στείλε το ψωμί σου πάνω στην επιφάνεια των νερών, γιατί έπειτα από πολλές ημέρες θα το ξαναβρείς».
Μερικοί σπόροι της αλήθειας βλάστησαν έπειτα από χρόνια, όπως φαίνεται από μια έκθεση που ήρθε από την επαρχία Χουίλα. Πολλά χρόνια έπειτα από εκείνη την εκστρατεία του ζεύγους Σμιθ, κάποιος κ. Αντράντε θυμήθηκε ότι, όταν ήταν 41 ετών και έμενε στη Σα ντα Μπαντέιρα, πήρε μερικά έντυπα της Σκοπιάς από κάποιον Νοτιοαφρικανό που περνούσε με ένα αυτοκίνητο. Τότε πήρε το βιβλίο Πλούτη και έγινε συνδρομητής στη Σκοπιά. Έγραψε στο γραφείο τμήματος της Βραζιλίας, και το γραφείο έκανε ενέργειες ώστε να μπορέσει αυτό το άτομο να έχει μια οικιακή Γραφική μελέτη μέσω αλληλογραφίας. Ωστόσο, η Γραφική μελέτη σταμάτησε αργότερα, όταν ο κ. Αντράντε διαπίστωσε ότι η αλληλογραφία του λογοκρινόταν. Έχασε την επαφή του με τους Μάρτυρες πολλά χρόνια.
Το 1967, η Ζουλέικα Φαρελέιρο, η οποία είχε βαφτιστεί πρόσφατα, μετακόμισε στη Σα ντα Μπαντέιρα. Είχε σχετικά λίγες γνώσεις για την αλήθεια, και εκείνη την εποχή το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν απαγορευμένο στη χώρα. Εκείνη, όμως, είχε μεγάλη επιθυμία να μεταδώσει και σε άλλους όσα ήξερε. Άρχισε Γραφική μελέτη με μια γυναίκα η οποία της είπε ότι γνώριζε έναν υποδηματοποιό που φαινόταν να ανήκει στην ίδια θρησκεία. Η αδελφή Φαρελέιρο του έδωσε μερικά παπούτσια για επιδιόρθωση και, όταν του έδειξε το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, τα μάτια του έλαμψαν. Άρχισε Γραφική μελέτη μαζί του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο κ. Αντράντε, ο οποίος εκείνον τον καιρό ήταν καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα. Είχε την τραυματική εμπειρία να δει μπροστά στα μάτια του το φόνο της συζύγου του. Έτσι λοιπόν, η ελπίδα της Βασιλείας τον έλκυσε και προσκολλήθηκε σε αυτήν. Βαφτίστηκε ως Μάρτυρας του Ιεχωβά το 1971 και υπηρέτησε πιστά τον Ιεχωβά μέχρι την ημέρα που πέθανε το 1981 σε ηλικία 80 ετών. Παρά την αναπηρία του και την προχωρημένη του ηλικία, η τακτική και ενεργή παρουσία του σε όλες τις συναθροίσεις ενθάρρυνε πολύ τους άλλους.
Προσπάθεια για Εκπαίδευση και Αναμόρφωση των Ανγκολέζων
Πριν από 60 χρόνια περίπου, κάποιο άτομο ονόματι Σιμάου Τόκο συνταυτίστηκε με μια ιεραποστολή Βαπτιστών στη βόρεια Ανγκόλα. Σε ένα ταξίδι του από το Μπάνζα Κόνγκο της Ανγκόλας στη Λεοπολντβίλ του Βελγικού Κονγκό (τη σημερινή Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό), ο Τόκο σταμάτησε στο σπίτι κάποιου φίλου του. Εκεί είδε ένα αντίτυπο του περιοδικού Λουζ ε Βερτάντε (σημερινό Ντεσπερτάι!). Το περιοδικό περιείχε μια πορτογαλική μετάφραση του βιβλιαρίου Η Βασιλεία, Η Ελπίς του Κόσμου. Ο Τόκο ενδιαφέρθηκε για αυτό το περιοδικό, αλλά ο φίλος του δεν ενδιαφερόταν, και του είπε να το πάρει. Έτσι απέκτησε και αυτός ένα Γραφικό έντυπο των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Όταν έφτασε στη Λεοπολντβίλ το 1943, ο Τόκο οργάνωσε μια χορωδία, της οποίας τα μέλη έγιναν τελικά εκατοντάδες. Επειδή λαχταρούσε να εκπαιδεύσει και να αναμορφώσει τους εκτοπισμένους από την Ανγκόλα συμπατριώτες του, ο Τόκο μετέφρασε στη γλώσσα κικόνγκο το βιβλιάριο Η Βασιλεία, Η Ελπίς του Κόσμου. Σιγά σιγά, στους ύμνους τους οποίους συνέθετε άρχισε να περιλαμβάνει την ελπίδα της Βασιλείας και άλλες Γραφικές αλήθειες που είχε μάθει. Χρησιμοποιούσε επίσης αυτές τις πληροφορίες σε Γραφικές συζητήσεις που έκανε με κάποια μέλη της χορωδίας του. Ο Ζουάου Μανκόκα, κάποιος άλλος Ανγκολέζος ο οποίος εργαζόταν στη Λεοπολντβίλ, συνταυτίστηκε το 1946 με τον όμιλο μελέτης της Γραφής που είχε οργανώσει ο Τόκο. Οι συναθροίσεις γίνονταν τα βράδια του Σαββάτου και της Κυριακής, και ο Μανκόκα ήταν πάντοτε ένας από τους 50 περίπου οι οποίοι τις παρακολουθούσαν.
Το 1949 τα μέλη αυτού του ομίλου ένιωσαν την ανάγκη να πουν και σε άλλους αυτά που μάθαιναν, και έτσι πολλοί από αυτούς πήγαν να κηρύξουν στη Λεοπολντβίλ. Αυτό ξεσήκωσε την οργή των Βαπτιστών κληρικών και των βελγικών αρχών. Σύντομα, πολλοί από τον όμιλο του Τόκο συνελήφθησαν. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ζουάου Μανκόκα. Έμειναν στη φυλακή αρκετούς μήνες. Στη συνέχεια, όσοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το κίνημα που είχε δημιουργηθεί με τη συμβολή του Τόκο και αρνήθηκαν να πάψουν να διαβάζουν τα έντυπα της Εταιρίας Σκοπιά απελάθηκαν στην πατρίδα τους, την Ανγκόλα. Τελικά, απελάθηκαν 1.000 περίπου άτομα.
Οι πορτογαλικές αρχές στην Ανγκόλα δεν ήξεραν τι να τους κάνουν. Στο τέλος, τους διασκόρπισαν σε διάφορα μέρη της χώρας.
Εκείνον τον καιρό περίπου, το 1950, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η Γραφική αλήθεια στη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Ανγκόλας, το Χουάμπο, το οποίο ήταν τότε γνωστό ως Νέα Λισαβώνα. Η πρόοδος δεν ήταν γρήγορη, αλλά τελικά ο Ζουάου ντα Σίλβα Βίμα, ο Λεονάρντο Σονζάμπα, ο Αγκουστίνιου Τσιμπίλι, η Μαρία Ετόσι και ο Φρανσίσκο Πορτουγκάλ Ελισέου ήταν μεταξύ αυτών που έγιναν όσιοι υπηρέτες του Ιεχωβά σε εκείνη την περιοχή. Αυτοί βοήθησαν επίσης τις οικογένειές τους να γνωρίσουν τον Ιεχωβά και τους δίκαιους κανόνες του.
Όσο για τον ίδιο τον Τόκο, αυτός στάλθηκε με μερικούς άλλους να εργαστεί σε κάποια φυτεία καφεόδεντρων στα βόρεια. Αλλά δυστυχώς η στάση του είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Ενώ αυτός και η ομάδα του ήταν ακόμη στη Λεοπολντβίλ, παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις τους οι οπαδοί του Σιμάου Κιμπάνγκου, οι οποίοι ασκούσαν πνευματισμό. Σε κάποια συνάθροιση, ένιωσαν κάτι το οποίο μερικοί θεώρησαν έκχυση του πνεύματος. Αλλά δεν “δοκίμασαν αυτό το πνεύμα για να δουν αν προερχόταν από τον Θεό”. (1 Ιωάν. 4:1) Ο Ζουάου Μανκόκα δεν ήταν ευχαριστημένος που έβλεπε ότι η μελέτη της Γραφής παραμεριζόταν εξαιτίας της έμφασης που δινόταν “στο πνεύμα”.
Όταν τους απέλασαν στην Ανγκόλα, ο Ζουάου Μανκόκα βρέθηκε στη Λουάντα. Ο Μανκόκα μαζί με τον Σάλα Φίλεμον και τον Κάρλος Αγκουστίνιου Κάντι παρότρυναν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας τους να προσκολληθούν στη Γραφή και να εγκαταλείψουν πράξεις οι οποίες δεν ήταν σε αρμονία με αυτήν. Αργότερα, όταν ο Τόκο μεταφέρθηκε σε κάποιο άλλο μέρος στα νότια, πέρασε από τη Λουάντα. Ήταν φανερό ότι είχε επηρεαστεί ακόμη περισσότερο από τις πεποιθήσεις των οπαδών του Κιμπάνγκου.
Το 1952, κάποιος που ήταν συνταυτισμένος με την ομάδα κατέδωσε τον Ζουάου Μανκόκα, τον Κάρλος Αγκουστίνιου Κάντι και τον Σάλα Φίλεμον, με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να εκτοπιστούν στη χερσόνησο της Τίγρης, όπου υπήρχε αποικία καταδίκων σε συνδυασμό με αλιευτική μονάδα. Ο προδότης ήταν ένας απειλητικός άνθρωπος που είχε δύο συζύγους. Οι προσπάθειες που κατέβαλλε για να γίνει αρχηγός της ομάδας της Λουάντας παραλίγο να κάνουν μερικούς να τα παρατήσουν. Αλλά σύντομα η ανέντιμη συμπεριφορά του τού δημιούργησε προβλήματα με τις αρχές, με αποτέλεσμα να εκτοπιστεί και αυτός στην αποικία καταδίκων.
Ένας Επισκέπτης με Τριπλή Αποστολή
Το 1954, το γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής έλαβε αρκετές επιστολές από την ομάδα της χερσονήσου της Τίγρης. Τα άτομα αυτά ανυπομονούσαν να λάβουν Γραφικά έντυπα. Ως απάντηση, το 1955 στάλθηκε από τη Γαλλία στην Ανγκόλα ο Τζον Κουκ, ένας ιεραπόστολος της Σκοπιάς. Ο αδελφός αυτός είχε τριπλή αποστολή: να εξακριβώσει αν ευσταθούσαν οι πληροφορίες που έλεγαν ότι υπήρχαν 1.000 Μάρτυρες στην Ανγκόλα, να προσπαθήσει να τους βοηθήσει αν αυτό ήταν δυνατόν, και να δει τι θα μπορούσε να γίνει για να εδραιωθεί νομικά το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανγκόλα. Αφού συνάντησε αρκετές ομάδες, ανακάλυψε έπειτα από πεντάμηνη έρευνα ότι υπήρχαν πολύ λιγότεροι από 1.000 Μάρτυρες. Σύμφωνα με την έκθεση υπηρεσίας αγρού της Ανγκόλας για το 1955, υπήρχαν μόνο 30 ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων σε ολόκληρη τη χώρα.
Πέρασαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να επιτρέψουν οι πορτογαλικές αρχές στον Τζον Κουκ να επισκεφτεί τον Ζουάου Μανκόκα και τη μικρή ομάδα που βρισκόταν στη χερσόνησο της Τίγρης, στη νότια Ανγκόλα. Του επέτρεψαν να μείνει εκεί πέντε μέρες, και οι Γραφικές εξηγήσεις που έδωσε έπεισαν περισσότερο τον Μανκόκα και τους υπολοίπους ότι εκπροσωπούσε την οργάνωση που υπηρετεί πραγματικά τον Ιεχωβά Θεό. Την τελευταία μέρα της επίσκεψής του, ο αδελφός Κουκ εκφώνησε κάποια δημόσια ομιλία με θέμα «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» σε μια ομάδα 80 περίπου ατόμων, στην οποία περιλαμβανόταν και ο ανώτατος διοικητής της αποικίας καταδίκων.
Στους μήνες που έμεινε στην Ανγκόλα, ο αδελφός Κουκ κατάφερε να έρθει σε επαφή με τον Τόκο καθώς και με άτομα από διάφορα μέρη τα οποία τον θεωρούσαν αρχηγό. Πολλοί από αυτούς αποδείχτηκαν απλώς οπαδοί της αίρεσης του Τόκο και δεν ενδιαφέρονταν για το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Αντόνιο Μπίζι, ένας νεαρός στη Λουάντα ο οποίος λαχταρούσε να μάθει περισσότερα για τους σκοπούς του Ιεχωβά. Ο Τόκο εκείνον τον καιρό ήταν υπό περιορισμό σε ένα χωριό κοντά στη Σα ντα Μπαντέιρα και δεν του επιτρεπόταν να αλληλογραφεί.
Η επίσκεψη του αδελφού Κουκ ενθάρρυνε πολύ τη μικρή ομάδα των πιστών στη χερσόνησο της Τίγρης. Ο αδελφός Μανκόκα θυμάται ότι χάρη σε αυτή την επίσκεψη βεβαιώθηκαν ότι «δεν είχαν πάρει λάθος δρόμο». Η επίσκεψη αποκάλυψε επίσης πως, παρότι ο αριθμός των Μαρτύρων ήταν μικρότερος από αυτόν που υποδείκνυαν τα στοιχεία, υπήρχε δυνατότητα αύξησης. Ο αδελφός Κουκ ανέφερε στην έκθεσή του ότι μερικοί από εκείνους που συνάντησε είχαν «μεγάλη επιθυμία να μάθουν» και ότι «φαίνεται πως υπάρχει ένας εξαιρετικός αγρός εδώ».
Η Ενθάρρυνση Συνεχίζεται
Έναν χρόνο μετά την επίσκεψη του αδελφού Κουκ, η Εταιρία έστειλε στη Λουάντα κάποιον άλλον ικανό αδελφό, τον Μέρβιν Πάσλοου, απόφοιτο της Σχολής Γαλαάδ, με τη σύζυγό του Αουρόρα. Οι αδελφοί αυτοί είχαν στα χέρια τους έναν κατάλογο 65 περίπου συνδρομητών και άλλων ενδιαφερομένων τον οποίο είχε ετοιμάσει ο Τζον Κουκ. Στην αρχή, το ζεύγος Πάσλοου δυσκολευόταν να έρθει σε επαφή με τους συνδρομητές, επειδή τα περιοδικά αποστέλλονταν σε ταχυδρομικές θυρίδες και όχι στη διεύθυνση των σπιτιών. Αλλά εκείνον τον καιρό επέστρεψε στη Λουάντα από την Πορτογαλία η Μπέρτα Τεσέιρα, η οποία είχε συναντήσει εκεί Μάρτυρες του Ιεχωβά και είχε δείξει αρκετό ενδιαφέρον για τη Γραφική αλήθεια. Το γραφείο της Λισαβώνας ειδοποίησε το ζεύγος Πάσλοου για την άφιξή της, και εκείνοι άρχισαν αμέσως Γραφική μελέτη μαζί της. Κάποιος συγγενής της Μπέρτα που εργαζόταν στο ταχυδρομείο τούς βοήθησε να βρουν τις διευθύνσεις των συνδρομητών, και πολλοί από αυτούς άρχισαν να μελετούν τη Γραφή με ζήλο. Σε λίγο άρχισαν να μιλούν στους φίλους τους και στους γείτονές τους. Πριν περάσουν έξι μήνες, το ζεύγος Πάσλοου μελετούσε ήδη με 50 και πλέον άτομα.
Λίγους μήνες μετά την άφιξή τους, άρχισαν να διεξάγουν τακτικά στο δωμάτιό τους Γραφικές μελέτες με τη βοήθεια του περιοδικού Η Σκοπιά. Στο τέλος του πρώτου μήνα, το δωμάτιο δεν επαρκούσε. Η Μπέρτα Τεσέιρα είχε φροντιστήριο ξένων γλωσσών και πρόσφερε μία από τις αίθουσές του για τις συναθροίσεις. Έπειτα από οχτώ μήνες, έγινε στην ακτή της Λουάντας το πρώτο βάφτισμα Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανγκόλα.
Εξαιτίας της κατάστασης που επικρατούσε τότε στην Ανγκόλα, το ζεύγος Πάσλοου είχε περιορισμένες επαφές με τους Αφρικανούς αδελφούς. Αλλά μερικοί από αυτούς τους επισκέπτονταν. Κάποιος που ερχόταν τακτικά για να κάνει μελέτη ήταν ο Αντόνιο Μπίζι, τον οποίο ο Τζον Κουκ είχε χαρακτηρίσει ζηλωτή σπουδαστή. Ο Ζουάου Μανκόκα, επίσης, αν και ήταν ακόμη υπό περιορισμό, τους έστελνε ενθαρρυντικές επιστολές.
Ωστόσο, λίγο μετά το πρώτο βάφτισμα, η κυβέρνηση αρνήθηκε να ανανεώσει τη βίζα του ζεύγους Πάσλοου, και έτσι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Είχαν κάνει εξαιρετικό έργο φυτεύοντας το «σπόρο» και ποτίζοντας αυτόν που είχαν σπείρει άλλοι. (1 Κορ. 3:6) Είχαν επίσης δημιουργήσει πολύ στενούς δεσμούς με τους αδελφούς της Ανγκόλας. Επειδή η αστυνομία ήταν εχθρική, το ζεύγος Πάσλοου συνέστησε στους ντόπιους αδελφούς, ιδιαίτερα στους Αφρικανούς, να μην πάνε να τους αποχαιρετήσουν. Αλλά ο δεσμός της αγάπης ήταν πολύ δυνατός. Πολλοί αδελφοί ήταν παρόντες για να εκφράσουν την αγάπη τους, καθώς το ζεύγος Πάσλοου προχωρούσε στην αποβάθρα για να επιβιβαστεί στο πλοίο.
Ο Χάρι Άρνοτ, ένας επίσκοπος ζώνης, είχε επισκεφτεί το ζεύγος Πάσλοου το 1958 ενώ εκείνοι βρίσκονταν στη Λουάντα. Το Φεβρουάριο του 1959, όταν θέλησε και πάλι να επισκεφτεί την Ανγκόλα ως επίσκοπος ζώνης, μια μικρή ομάδα αδελφών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο αδελφός Μανκόκα και η αδελφή Τεσέιρα, πήγε στο αεροδρόμιο για να τον συναντήσει. Εντούτοις, σχεδόν αμέσως παρουσιάστηκε η αστυνομία. Απομάκρυναν τον αδελφό Άρνοτ από την ομάδα και έψαξαν τις αποσκευές του.
Αλλά τελικά ο αδελφός Άρνοτ βρέθηκε στο ίδιο κρατητήριο με τον αδελφό Μανκόκα. Όταν είδαν ο ένας τον άλλον, γέλασαν. Ο αστυνομικός επιθεωρητής δεν μπορούσε να διακρίνει το αστείο της υπόθεσης. Εξαγριωμένος είπε στον Μανκόκα: «Ξέρεις τι πρόκειται να πάθεις;» Ο αδελφός Μανκόκα, ο οποίος είχε ήδη μείνει έξι χρόνια στη φυλακή και είχε υποστεί επανειλημμένα ξυλοδαρμό, απάντησε ήρεμα: «Δεν μπορώ να κλάψω. Ξέρω τι μπορείς να μου κάνεις. Αλλά το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να με σκοτώσεις. Μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο;» Ολοκληρώνοντας, δήλωσε σταθερά: «Εγώ όμως δεν πρόκειται να απαρνηθώ την πίστη μου». Κατόπιν κοίταξε τον αδελφό Άρνοτ και χαμογέλασε για να τον ενθαρρύνει. Ο αδελφός Άρνοτ θυμάται: «Έδειχνε σαν να μην καταλάβαινε σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόταν και σαν να ήθελε μόνο να σιγουρευτεί ότι δεν είχα αποθαρρυνθεί εγώ από την κατάσταση. Ήταν εξαιρετικά ενισχυτική εκείνη η στιγμή, όταν είδα αυτόν τον Αφρικανό αδελφό που είχε περάσει τόσα χρόνια στη φυλακή να κρατάει τόσο σταθερή και θαρραλέα στάση».
Όσο για τον αδελφό Άρνοτ, τον απέπεμψαν από τη χώρα με το ίδιο αεροπλάνο με το οποίο είχε έρθει—όχι, όμως, προτού προλάβει να έχει αυτή τη σύντομη αλλά εποικοδομητική επαφή με τον αδελφό Μανκόκα. Ύστερα από εφτάωρη ανάκριση, αφέθηκε ελεύθερος και ο αδελφός Μανκόκα.
Μια εβδομάδα μετά το περιστατικό αυτό, ο αδελφός Μανκόκα βαφτίστηκε τελικά μαζί με τους φίλους του, τον Κάρλος Κάντι και τον Σάλα Φίλεμον. Τον ίδιο περίπου καιρό νοικιάστηκε ένα δωμάτιο στη Σαμπιζάνγκα, ένα προάστιο της Λουάντας, και εκεί διεξήγε τις συναθροίσεις της η πρώτη επίσημη εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανγκόλα. Τότε, μπορούσαν να ψέλνουν ύμνο στην αρχή και στο τέλος της συνάθροισης, και αυτή η υμνολογία τραβούσε την προσοχή των γειτόνων. Πολλοί εντυπωσιάζονταν από το ότι οι παρόντες στη Μελέτη Σκοπιάς μπορούσαν να συμμετέχουν στη συνάθροιση και είχαν επίσης το δικαίωμα να κάνουν ερωτήσεις μετά τις συναθροίσεις. Αυτή η δυνατότητα συμμετοχής, η οποία δεν υπήρχε στις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου, προώθησε σε μεγάλο βαθμό το έργο στη χώρα.
«Προσεκτικοί σαν τα Φίδια»
Το 1960, η επίβλεψη του κηρύγματος των καλών νέων στην Ανγκόλα μεταβιβάστηκε από τη Νότια Αφρική στο τμήμα της Πορτογαλίας. Αυτή η ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των Μαρτύρων του Ιεχωβά των δύο χωρών ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τη συνεχιζόμενη επιδείνωση στην πολιτική σχέση της Ανγκόλας με την Πορτογαλία, η οποία ασκούσε επί πολλά χρόνια την αποικιακή διακυβέρνηση της Ανγκόλας.
Η ανεξαρτητοποίηση του γειτονικού Βελγικού Κονγκό και ο εμφύλιος πόλεμος που άρχισε στη συνέχεια εκεί επηρέασαν πάρα πολύ το πολιτικό κλίμα της Ανγκόλας. Η αποικιακή κυβέρνηση ενέτεινε την επαγρύπνησή της, αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει το ξέσπασμα ανταρτοπόλεμου στην Ανγκόλα για τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας. Τον Ιανουάριο του 1961, ξέσπασαν βίαια επεισόδια στην κεντρική Ανγκόλα. Αυτά οδήγησαν σε μια προσπάθεια πραξικοπήματος στη Λουάντα το Φεβρουάριο. Κατόπιν, το Μάρτιο, έπειτα από κάποιες προστριβές σχετικά με τους μισθούς στην πάμφτωχη περιοχή Κόνγκο στα βόρεια της χώρας, οι Ανγκολέζοι σκότωσαν εκατοντάδες Πορτογάλων αποίκων. Αυτό οδήγησε σε μαζικά αντίποινα.
Τη δεκαετία του 1960, εμφανίστηκαν τρία μεγάλα αντιαποικιακά κινήματα: το κομμουνιστικό Λαϊκό Κίνημα Απελευθέρωσης της Ανγκόλας (Movimento Popular de Libertac̩ão de Angola [MPLA]), το Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας (Frente Nacional de Libertac̩ão de Angola [FNLA]) και η Εθνική Ένωση για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Ανγκόλας (União Nacional para a Independência Total de Angola [UNITA]).
Ο εμφύλιος αυτός πόλεμος δημιούργησε άμεσα προβλήματα στη μικρή ομάδα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο τύπος τούς χαρακτήριζε «αντιχριστιανική αίρεση» και «κοινωνικά ολέθριους». Οι δημοσιογράφοι παρερμήνευαν άρθρα του Ξύπνα! και ισχυρίζονταν εσφαλμένα ότι ο σκοπός των Μαρτύρων ήταν «να δικαιολογήσουν, αν όχι να υποκινήσουν, τις τρομοκρατικές ενέργειες που είχαν γίνει πρόσφατα στα βόρεια της επαρχίας». Δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία του Ξύπνα! με την εξής λεζάντα: «Θρησκευτική προπαγάνδα δηλητηριάζει τα πνεύματα των ιθαγενών».
Την ίδια εκείνη περίοδο, όλοι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση. Όλη η αλληλογραφία τους ελεγχόταν, και έτσι η επικοινωνία με το γραφείο τμήματος της Πορτογαλίας ήταν περιορισμένη και ήταν πολύ δύσκολο να λάβει κανείς τα έντυπα της Σκοπιάς. Όσοι λάβαιναν κάποια έντυπα ταχυδρομικώς ανακρίνονταν από την αστυνομία.
Η αποικιακή κυβέρνηση έβλεπε με καχυποψία κάθε συνάντηση περισσοτέρων από δύο ατόμων τα οποία δεν ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας. Λαβαίνοντας τα μέτρα τους, οι αδελφοί άλλαζαν τον τόπο συνάθροισης και συγκεντρώνονταν σε μικρές ομάδες. Εντούτοις, το 1961, 130 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Ο αδελφός Μανκόκα και ο αδελφός Φίλεμον μετά τον εορτασμό επισκέφτηκαν τούς παρευρεθέντες για να βεβαιωθούν ότι είχαν φτάσει στα σπίτια τους ασφαλείς. Το στοργικό τους ενδιαφέρον ενίσχυσε τους Χριστιανούς αδελφούς τους.
Καιρός Σκληρών Δοκιμασιών
Η εμπειρία του Σιλβέστρε Σιμάου μας δίνει μια ιδέα για τα όσα αναγκάζονταν να αντιμετωπίσουν εκείνον τον καιρό τα καινούρια άτομα που έκαναν Γραφική μελέτη. Το 1959, ενώ ο Σιλβέστρε πήγαινε ακόμη στο σχολείο, πήρε από έναν συμμαθητή του το φυλλάδιο «Πυρ του Άδου—Γραφική Αλήθεια ή Παγανιστικός Φόβος;» Αργότερα είπε: «Η ανάγνωση αυτού του φυλλαδίου αποτέλεσε το σημείο στροφής στη ζωή μου. Μόλις έμαθα την αλήθεια για τον άδη, τον οποίο είχα διδαχτεί να φοβάμαι, σταμάτησα αμέσως να πηγαίνω στην εκκλησία και άρχισα να διαβάζω τα έντυπα της Εταιρίας».
Εκείνον τον καιρό, λόγω της τεταμένης κατάστασης, οι Μάρτυρες δεν προσκαλούσαν αμέσως στις συναθροίσεις τον καθένα που έδειχνε ενδιαφέρον. Ωστόσο, έπειτα από δύο χρόνια, αποφάσισαν ότι ήταν ασφαλές να καλέσουν τον Σιλβέστρε. Μετά την πρώτη του συνάθροιση, εκείνος έκανε ερωτήσεις σχετικά με το Σάββατο. Οι απαντήσεις που έλαβε τον έπεισαν ότι είχε βρει την αλήθεια. Αλλά πόσο την εκτιμούσε; Την επόμενη εβδομάδα, στις 25 Ιουνίου 1961, στη δεύτερη συνάθροιση που παρακολούθησε, η εκτίμησή του για τα όσα είχε μάθει τέθηκε σε δοκιμή. Μια στρατιωτική περίπολος διέκοψε τη συνάθροιση. Διέταξαν όλους τους άντρες να βγουν έξω και τους χτύπησαν με γαλβανισμένους σωλήνες. Ένας από τους αδελφούς θυμάται: «Μας χτύπησαν όπως χτυπάει κανείς ένα ζώο, που δεν έχει λογική, για να το σκοτώσει—όπως χτυπάνε ένα γουρούνι με το ρόπαλο για να το σκοτώσουν προτού το πουλήσουν στην αγορά». Ο Σιλβέστρε Σιμάου και όσοι ήταν μαζί του έχουν ακόμη τα σημάδια από εκείνον τον ξυλοδαρμό. Στη συνέχεια τους έβαλαν να βαδίσουν ο ένας πίσω από τον άλλον ώσπου έφτασαν σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, όπου βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη ομάδα εξαγριωμένων Ευρωπαίων οι οποίοι είχαν μόλις χάσει τις οικογένειές τους στον πόλεμο της βόρειας Ανγκόλας. Οι στρατιώτες μαζί με το πλήθος, και κάποιοι από τους Ευρωπαίους, ξαναχτύπησαν άγρια τους αδελφούς.
Κατόπιν έβαλαν σε φορτηγά τον Σιλβέστρε και τους υπόλοιπους αδελφούς και τους οδήγησαν στη φυλακή του Σάο Πάολο, την οποία είχε υπό τον έλεγχό της η διαβόητη μυστική αστυνομία. Εκεί χτύπησαν και πάλι τους αδελφούς βάναυσα και τους έριξαν σε ένα κελί τον έναν πάνω στον άλλον. Καθώς ήταν βαριά τραυματισμένοι και αιμόφυρτοι, τους άφησαν νομίζοντας ότι ήταν νεκροί.
Οι αρχές θεωρούσαν τον Ζουάου Μανκόκα αρχηγό της ομάδας, επειδή αυτός ήταν ο οδηγός της Μελέτης Σκοπιάς. Έπειτα από εκείνον το φοβερό ξυλοδαρμό, τον πήραν για εκτέλεση με την κατηγορία ότι σχεδίαζε επιθέσεις κατά των λευκών, κατηγορία την οποία στήριξαν σε παρερμηνεία μιας παραγράφου της Σκοπιάς. Ο αδελφός Μανκόκα τους ρώτησε πώς θα τους φαινόταν αν έβρισκαν το ίδιο περιοδικό στα χέρια Ευρωπαίων ή σε μια οικογένεια στη Βραζιλία ή στην Πορτογαλία. Τόνισε ότι το περιοδικό αυτό κυκλοφορεί σε όλο τον κόσμο και το μελετούν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων. Για να αποδειχτεί αυτό, οι αρχές τον πήγαν με αυτοκίνητο στο σπίτι μιας οικογένειας Πορτογάλων Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όταν είδαν εκεί το ίδιο περιοδικό και έμαθαν ότι αυτή η οικογένεια είχε μελετήσει την ίδια ύλη, δεν προχώρησαν στην εκτέλεση. Ξαναπήγαν τον αδελφό Μανκόκα στη φυλακή του Σάο Πάολο όπου ήταν οι υπόλοιποι αδελφοί.
Δεν είχαν μείνει, όμως, όλοι ικανοποιημένοι. Όταν έφτασαν στη φυλακή του Σάο Πάολο, ο φύλακας, ένας αδύνατος Πορτογάλος, πήρε τον αδελφό Μανκόκα «υπό την προστασία του». Έχοντάς τον υπό αυτή την «προστασία», τον άφησε ολόκληρο το απόγευμα στον καυτό ήλιο χωρίς καθόλου φαγητό. Στη συνέχεια, στις πέντε η ώρα, ο φύλακας πήρε ένα μαστίγιο και άρχισε να χτυπάει τον αδελφό Μανκόκα, ο οποίος θυμάται: «Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να μαστιγώνει έτσι. Έλεγε ότι δεν θα σταματούσε μέχρι να πεθάνω». Συνέχισε να τον χτυπάει ανήλεα επί μία ώρα, αλλά τελικά ο αδελφός Μανκόκα έπαψε να αισθάνεται οποιονδήποτε πόνο. Ενώ εκείνος τον χτυπούσε ακόμη, ο αδελφός άρχισε ξαφνικά να νιώθει μια ακατανίκητη νύστα. Ο εξαντλημένος φύλακας πείστηκε ότι ο Μανκόκα ήταν στα τελευταία του, και έτσι ένας στρατιώτης έσυρε τον αδελφό και τον έβαλε κάτω από ένα κιβώτιο. Το βράδυ, όταν ήρθε η φρουρά για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός, ο στρατιώτης τούς έδειξε το κιβώτιο κάτω από το οποίο ήταν ο Μανκόκα και τους είπε ότι είχε ήδη πεθάνει. Κατά παράξενο τρόπο, όμως, ο αδελφός συνήλθε, και ο ίδιος εκείνος στρατιώτης συγκλονίστηκε όταν τον είδε ζωντανό στην τραπεζαρία της φυλακής έπειτα από τρεις μήνες. Τότε ήταν που είπε στον αδελφό Μανκόκα τις λεπτομέρειες για τα όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα. Η ξαφνική νύστα είχε σώσει τον αδελφό από βέβαιο θάνατο.
Ο αδελφός Μανκόκα μπόρεσε να ξαναβρεί τους υπόλοιπους αδελφούς και άρχισαν να διεξάγουν συναθροίσεις στη φυλακή. Στη διάρκεια της πεντάμηνης κράτησής τους στη φυλακή του Σάο Πάολο, τρεις δημόσιες ομιλίες τις παρακολούθησαν περίπου 300 άτομα. Η μαρτυρία που δόθηκε στη φυλακή ενίσχυσε τις εκκλησίες έξω, επειδή πολλοί από τους φυλακισμένους που έδειξαν ενδιαφέρον προόδευσαν και βαφτίστηκαν μετά την αποφυλάκισή τους.
Τους μήνες που είχε μείνει στη φυλακή, ο Σιλβέστρε Σιμάου μελετούσε συστηματικά τη Γραφή μαζί με την υπόλοιπη ομάδα, αποκτώντας έτσι την απαραίτητη πνευματική ενίσχυση. Κατόπιν τα μέλη της ομάδας μεταφέρθηκαν σε άλλες φυλακές και στρατόπεδα εργασίας, όπου τους υπέβαλαν σε αγριότερους ξυλοδαρμούς και σκληρά καταναγκαστικά έργα. Έπειτα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού σε διάφορα μέρη, ο Σιλβέστρε αφέθηκε ελεύθερος το Νοέμβριο του 1965. Επέστρεψε στη Λουάντα, όπου συνταυτίστηκε με την ομάδα των Μαρτύρων που συναθροίζονταν στην περιοχή Ρανζέλ. Με δοκιμασμένη ήδη την πίστη του, βαφτίστηκε τελικά το 1967. Οι υπόλοιποι στη φυλακή, συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού Μανκόκα, δεν απελευθερώθηκαν παρά μόνο το 1970, αλλά φυλακίστηκαν και πάλι.
«Ούτε θα Μάθουν πια τον Πόλεμο»
Ο πόλεμος μαινόταν σε ολόκληρη τη χώρα. Αλλά η Αγία Γραφή λέει ότι όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν τις οδούς του Ιεχωβά, “σφυρηλατούν τα σπαθιά τους σε υνιά και τα δόρατά τους σε δρεπάνια” και δεν “μαθαίνουν πια τον πόλεμο”. (Ησ. 2:3, 4) Τι θα έκαναν οι νεαροί στην Ανγκόλα;
Το Μάρτιο του 1969 η κυβέρνηση άρχισε μια βάναυση εκστρατεία εναντίον όσων αρνούνταν να συμβιβάσουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Μεταξύ των πρώτων συλληφθέντων ήταν ο Αντόνιο Γκουβέια και ο Ζουάου Περέιρα στη Λουάντα. Τον αδελφό Γκουβέια τον πήραν από τον τόπο της εργασίας του και τον έριξαν μέσα σε ένα βρώμικο κελί. Πέρασαν 45 μέρες φυλάκισης μέχρι να επιτρέψουν στη μητέρα του να τον επισκεφτεί.
Ο Φερνάντο Γκουβέια, ο Αντόνιο Αλμπέρτο και ο Αντόνιο Ματίας ήταν μερικοί από εκείνους που συνελήφθησαν στο Χουάμπο. Τους χτυπούσαν αμείλικτα τρεις φορές τη μέρα. Η ίδια η μητέρα του Φερνάντο δεν τον αναγνώρισε έπειτα από τους ξυλοδαρμούς. Τελικά, όταν οι αδελφοί έγραψαν μια επιστολή προς τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων εκθέτοντας τη βάναυση μεταχείριση, η σκληρότητα ελαττώθηκε.
Ο Αντόνιο Γκουβέια θυμάται μερικά πράγματα που τους βοήθησαν να υπομείνουν. Κατά καιρούς, η μητέρα του έκρυβε μια σελίδα από τη Σκοπιά μέσα στο φαγητό που έφερνε. «Αυτό μας βοηθούσε να διατηρούμε άγρυπνη τη διάνοιά μας. Διατηρούσε επίσης την πνευματικότητά μας». Ο ίδιος λέει στη συνέχεια: «Κάναμε κήρυγμα στους τοίχους συζητώντας οποιοδήποτε Γραφικό θέμα μάς ερχόταν στο νου». Για να παραμείνουν χαρούμενοι, μερικοί αδελφοί χρησιμοποιούσαν το χιούμορ τους. Με δυνατή φωνή, σαν να επρόκειτο να αναγγείλουν ένα σπουδαίο γεγονός, ανακοίνωναν πόσο πολλές μύγες είχαν σκοτώσει στα κελιά τους.
Ανάμεσα σε εκείνους που φυλακίστηκαν στην Ανγκόλα ήταν και έξι νεαροί από την Πορτογαλία οι οποίοι είχαν σταλεί για στρατιωτική υπηρεσία αλλά είχαν αρνηθεί να υπηρετήσουν για λόγους συνείδησης. Ένας από αυτούς, ο Νταβί Μότα, θυμάται: «Νιώσαμε πολλές φορές την προστασία του Ιεχωβά. Οι στρατιωτικοί χρησιμοποίησαν διάφορες μεθόδους για να διαρρήξουν την ακεραιότητά μας, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές τους σε μερικούς από εμάς οι οποίοι δεν είχαν βαφτιστεί ακόμη. Μια επαναλαμβανόμενη τακτική τους ήταν να μας ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, να διαλέγουν πέντε από την ομάδα, να παίρνουν κατόπιν τον έναν, να του βάζουν στο κεφάλι ένα δήθεν γεμάτο πιστόλι και να τραβάνε τη σκανδάλη. Τριάντα λεπτά αργότερα, αφού μας είχαν στείλει στα κρεβάτια μας, επαναλάμβαναν την ίδια τακτική. Χρωστάμε όλοι μας ευγνωμοσύνη στον Ιεχωβά για το ότι είμαστε ζωντανοί. Τελικά, κερδίσαμε το σεβασμό των αρχών και μας επέτρεψαν να διεξάγουμε συναθροίσεις στη φυλακή. Πόσο χαρήκαμε όταν είδαμε έξι συγκρατούμενούς μας να βαφτίζονται ενόσω ήμασταν ακόμη στη φυλακή!»
Παρότι είχε ειπωθεί στους αδελφούς ότι θα έμεναν στη φυλακή μέχρι τα 45 τους χρόνια, δεν χρειάστηκε να περιμένουν τόσο πολύ. Ωστόσο, εκείνοι οι καιροί ήταν δύσκολοι. Τα όσα υπέφεραν εξάγνισαν την πίστη τους. Σήμερα, οι περισσότεροι από εκείνους τους αδελφούς υπηρετούν ως πρεσβύτεροι στις εκκλησίες.
Ξαφνική Απαλλαγή από την Αποικιακή Εξουσία
Στις 25 Απριλίου 1974, ένα πραξικόπημα ανέτρεψε τη δικτατορική κυβέρνηση της Πορτογαλίας. Ο 13χρονος αποικιακός πόλεμος στην Ανγκόλα τελείωσε, και τα πορτογαλικά στρατεύματα άρχισαν να αποσύρονται. Συστήθηκε μια μεταβατική κυβέρνηση για δέκα μήνες, η οποία ανέλαβε εξουσία στις 31 Ιανουαρίου 1975, αλλά τελικά διήρκεσε μόνο έξι μήνες.
Στην αρχή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ωφελήθηκαν από αυτή την ξαφνική αλλαγή. Είκοσι πέντε Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι είχαν φυλακιστεί λόγω ουδετερότητας στη φυλακή του Κάμπο Λέντο έλαβαν αμνηστία το Μάιο. Μεταξύ αυτών ήταν και οι έξι Πορτογάλοι οι οποίοι είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν σε οποιονδήποτε πόλεμο, περιλαμβανομένων και των πολέμων κατά των αφρικανικών αποικιών. Πώς θα χρησιμοποιούσαν αυτοί οι Ευρωπαίοι αδελφοί την απρόσμενη ελευθερία τους; Ο Νταβί Μότα αναφέρει: «Ενισχυμένοι από τη στενή σχέση που αναπτύξαμε με τον Ιεχωβά στη φυλακή, αποφασίσαμε και οι έξι να μείνουμε στην Ανγκόλα και να αρχίσουμε αμέσως την υπηρεσία σκαπανέα».
Το κλίμα θρησκευτικής ελευθερίας ήταν μια καινούρια εμπειρία για τους 1.500 Μάρτυρες της Ανγκόλας. Η μυστική αστυνομία δεν υπήρχε πια, οι συλλήψεις είχαν σταματήσει και οι Μάρτυρες μπορούσαν να συναθροίζονται ελεύθερα. Οι αδελφοί έψαξαν παντού στη Λουάντα για να βρουν αίθουσες διαλέξεων, χώρους αναψυχής ή οποιαδήποτε άλλα μέρη τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του αυξανόμενου αριθμού των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μέχρι τότε, και οι 18 εκκλησίες της χώρας συναθροίζονταν σε σπίτια.
Διευθετήθηκε μια ειδική συνάθροιση υπηρεσίας στο Παβιλιάου ντο Φερόβια. Μεταξύ των 400 αδελφών που προσκλήθηκαν από διάφορες εκκλησίες ήταν και ο Ζοσέ Αουγκούστο, ο οποίος είναι τώρα μέλος της οικογένειας Μπέθελ στην Πορτογαλία. Ο αδελφός αυτός θυμάται: «Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τόσο πολλούς αδελφούς και αδελφές μαζί μέσα σε ένα κλίμα ελευθερίας! Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι αυτό συνέβαινε στ’ αλήθεια. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος, καθώς όλοι μιλούσαν ελεύθερα ο ένας στον άλλον και απολάμβαναν τη συναναστροφή με άλλες εκκλησίες».
Πνευματικές Χαρές σε Καιρούς Ταραχών
Τα τρία αντίπαλα εθνικά κινήματα, το MPLA, το FNLA και η UNITA, αγωνίζονταν να καταλάβουν την εξουσία. Ένοπλες ομάδες των αντίπαλων φατριών εισέβαλαν στη Λουάντα και έστησαν τα αρχηγεία τους. «Στην αρχή, υπήρχαν μόνο ελεύθεροι σκοπευτές», αφηγείται ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Λούις Σαμπίνο. «Μετά, καθώς το μίσος μεγάλωνε, χρησιμοποιούνταν πιο ισχυρά όπλα. Τανκς εμφανίστηκαν στους δρόμους και εκτοξεύονταν ρουκέτες. Εκατοντάδες σπίτια καταστράφηκαν, και μαζί με αυτά και τα σπίτια των αδελφών μας».
Κρίθηκε σοφό να συνεχιστεί η διεξαγωγή των συναθροίσεων στα μέρη όπου γίνονταν οι μελέτες βιβλίου. «Ήταν συνηθισμένο να διακόπτονται οι συναθροίσεις από τα πυρά των πολυβόλων που ανταλλάσσονταν λίγο πιο πέρα», θυμάται ο Μανιουέλ Κούνεα. «Όλοι έπεφταν κάτω μέχρι να σταματήσουν οι ριπές, και κατόπιν το πρόγραμμα συνεχιζόταν. Μερικές φορές, σβήναμε τα φώτα για να μην τραβάμε την προσοχή. Όταν τελείωνε η συνάθροιση, οι αδελφοί έφευγαν προσεκτικά».
Παρά τους κινδύνους, οι αδελφοί ήταν αποφασισμένοι να επεκτείνουν τη διακονία τους. Ο Ντελουσίριο Ολιβέιρα εξηγεί: «Το έργο μας ήταν απαγορευμένο την εποχή της αποικιακής κυβέρνησης, και έτσι το να πηγαίνουν ελεύθερα από σπίτι σε σπίτι ήταν μια καινούρια εμπειρία για τους περισσότερους ευαγγελιζομένους. Οι σκαπανείς άρχισαν πρώτοι και ενθάρρυναν και τους άλλους να πηγαίνουν μαζί τους. Στις συναθροίσεις για υπηρεσία αγρού η συμμετοχή ήταν μεγάλη». Ωστόσο, τα σημάδια του πολέμου υπήρχαν παντού γύρω τους. Ο ίδιος συνεχίζει: «Δεν ήταν παράξενο να ακούμε πυροβολισμούς ενώ ήμασταν στην υπηρεσία αγρού. Μερικές φορές κατεβαίναμε από το πεζοδρόμιο για να αποφύγουμε το φρεσκοχυμένο αίμα που βλέπαμε μπροστά μας. Άλλες φορές, βρίσκαμε στο δρόμο πτώματα».
Δύο αδελφές μας, η μία σκαπάνισσα, ήταν στη διακονία αγρού όταν άκουσαν βόμβες να πέφτουν κοντά τους. Η μία από τις αδελφές κουλουριάστηκε, σύρθηκε όσο πιο κοντά γινόταν σε κάποιον τοίχο, και είπε ότι θα ήταν καλύτερα να γυρίσουν στο σπίτι. Η σκαπάνισσα την ενθάρρυνε να συνεχίσουν λίγο ακόμη, διαβεβαιώνοντάς την ότι θα σταματούσαν το έργο αν ξανάρχιζαν οι εκρήξεις. Λίγο αργότερα εκείνο το πρωί, άρχισαν Γραφική μελέτη με κάποιο ζευγάρι που τους ζήτησε να μελετούν τρεις φορές την εβδομάδα.
Οι ασταθείς συνθήκες δεν εμπόδισαν τους αδελφούς να διεξαγάγουν την πρώτη τους συνέλευση περιοχής σε μια δημόσια αίθουσα συγκεντρώσεων, το Μάρτιο του 1975. Ο μεγαλύτερος σκεπαστός αθλητικός χώρος της Λουάντας, το Σιταντέλα Ντεσπορτίβα, νοικιάστηκε για την περίσταση αυτή. Για να παρθούν προφυλάξεις, προσκλήθηκαν μόνο όσοι παρακολουθούσαν τακτικά τις συναθροίσεις. Ωστόσο, οι παρόντες έφτασαν τους 2.888.
Εφόσον όλα πήγαν καλά, οι αδελφοί προσκάλεσαν στη δεύτερη συνέλευση και τους ενδιαφερομένους και όσους έκαναν Γραφική μελέτη. Ο Ανιμπάλ Μαγκαλαές αφηγείται: «Αυτό που μας έκανε εντύπωση όταν μπήκαμε στο χώρο ήταν τα μεγάλα γράμματα πάνω από το βήμα τα οποία παρουσίαζαν το θέμα της συνέλευσης: “Τι Είδους Άτομα Πρέπει να Είστε Εσείς.—2 Πέτρ. 3:11”. Προτού αρχίσει το πρόγραμμα, ο χώρος είχε γεμίσει τελείως. Χαρήκαμε πάρα πολύ όταν ανακοινώθηκε ότι ήταν παρόντες 7.713 άτομα. Πολλοί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα χαράς. Αυτό που βλέπαμε έδειχνε καθαρά ότι υπήρχε μεγάλο έργο σύναξης μπροστά μας, και ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά που μας είχε προφυλάξει μέχρι εκείνη τη μέρα».
Μετά την τελική προσευχή, ενώ οι αδελφοί καθάριζαν τις εγκαταστάσεις, άρχισαν και πάλι οι πυροβολισμοί, αυτή τη φορά σε ολόκληρη την περιοχή. Αυτό τους θύμισε ξανά ότι “κατασκήνωναν με εκείνους που μισούν την ειρήνη”.—Ψαλμ. 120:6.
Εμφύλιος Σπαραγμός
Η χώρα σπαρασσόταν από τα τρία αντίπαλα κόμματα, και η Λουάντα έγινε το κυριότερο μέτωπο. Δημιουργήθηκαν ομάδες ένοπλων πολιτών στις οποίες συμμετείχαν υποχρεωτικά άντρες και γυναίκες, ακόμη και παιδιά. Ένστολα αγόρια που μερικές φορές ήταν μόνο 12 χρονών άρχισαν να εμφανίζονται στους δρόμους με αυτόματα όπλα και να πυροβολούν στην τύχη. Τα πυρά των πολυβόλων, οι εκρήξεις χειροβομβίδων, οι ρουκέτες και τα βλήματα κρατούσαν τους ανθρώπους ξάγρυπνους πολλές νύχτες. Η Ανγκόλα είχε μπει για τα καλά σε μια εποχή αδιάκοπου πολέμου. Ως αποτέλεσμα, μια ολόκληρη γενιά νεαρών Ανγκολέζων γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα σε μια ατμόσφαιρα βίας, στην οποία οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις βομβών αποτελούσαν συνηθισμένο θόρυβο.
Για να ενισχύουν τους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές τους, οι πιστοί πνευματικοί ποιμένες έκαναν τακτικά σύντομες επισκέψεις στα σπίτια τους ενώ πήγαιναν στην εργασία τους ή όταν επέστρεφαν. Βεβαιώνονταν ότι όλοι ήταν καλά και συχνά διάβαζαν ένα δυο εδάφια μαζί με την οικογένεια.
Η παρακολούθηση των συναθροίσεων και η συμμετοχή στη διακονία απαιτούσε θάρρος και εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Ωστόσο, όταν κάποιος ήταν γνωστός ως Μάρτυρας του Ιεχωβά αυτό συνήθως αποτελούσε την καλύτερη προστασία. Ο Φαουστίνο ντα Ρόσα Πίντου πήγαινε στο γραφείο της Εταιρίας όταν ξαφνικά ένας στρατιώτης έστρεψε την κάννη του τουφεκιού προς το μέρος του και του είπε απότομα: «Πού πηγαίνεις; Σε ποιο κόμμα ανήκεις; Δώσε μας την τσάντα σου!» Όταν άνοιξε την τσάντα, ο στρατιώτης βρήκε μόνο μια Γραφή και μερικά έντυπα της Σκοπιάς. Αμέσως, μαλάκωσε. «Ώστε λοιπόν είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά! Συγνώμη, πήγαινε στη δουλειά σου».
Σε μια άλλη περίπτωση, ένας στρατιώτης φώναξε σε μια νεαρή αδελφή: «Ποιο κόμμα υποστηρίζεις;» Εκείνη απάντησε: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά». Τότε ο στρατιώτης είπε στους συντρόφους του: «Κοιτάξτε την! Κοιτάξτε την καλά! Κοιτάξτε τη φούστα της! Δείτε πόσο σεμνά είναι ντυμένη. Δεν μοιάζει με τα άλλα κορίτσια. Είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά». Επέτρεψε στην αδελφή να συνεχίσει το δρόμο της, συστήνοντάς της ευγενικά να είναι προσεκτική.
Η επικοινωνία με τις εκκλησίες, ειδικά με αυτές των επαρχιών, γινόταν όλο και πιο δύσκολη καθώς εντεινόταν ο πόλεμος. Στρατιώτες έμπαιναν στις πόλεις, λεηλατούσαν τα σπίτια και έκαιγαν ό,τι δεν έπαιρναν. Αυτό ανάγκασε χιλιάδες ανθρώπους, μαζί και πολλούς Μάρτυρες, να φύγουν στα δάση. Στην Μπάνγκα, όπου 300 άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις μαζί με τους 100 ευαγγελιζομένους, μερικές φορές αναγκάζονταν όλοι τους να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να καταφεύγουν στα δάση μέρες ολόκληρες. Οι εκκλησίες της Ζάμπα και της Σέλα έφυγαν και αυτές παίρνοντας μόνο “την ψυχή τους ως λάφυρο”. (Ιερ. 39:18) Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι Μάρτυρες οι οποίοι ήταν ακόμη στο Λουμπάκο πήγαν στο Βίντχουκ της γειτονικής Ναμίμπια.
Ήταν σχεδόν αδύνατον να σταλούν έντυπα στους αδελφούς που έμεναν στα δάση. Μερικές εκκλησίες, όπως αυτές του Μαλάνζε, του Λομπίτο, της Μπενγκουέλας, της Γκαμπέλας, του Χουάμπο και του Λουμπάκο, μερικές φορές ήταν αποκλεισμένες μήνες ολόκληρους.
Καιρός Στενοχώριας
Μόλις άρθηκε ο αποικιακός ζυγός, χιλιάδες Πορτογάλοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα. Καθώς η αναρχία επεκτεινόταν, η φυγή έγινε ακόμη πιο επιτακτική. Οι περισσότεροι μπόρεσαν να πάρουν πολύ λίγα πράγματα μαζί τους. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα του έντονου μίσους που υπήρχε για τους Ευρωπαίους, κάποιο κόμμα διακήρυξε ότι θα σκότωνε ακόμη και τους μιγάδες επειδή οι πρόγονοί τους είχαν παντρευτεί λευκούς.
Φυσικά, οι αδελφοί της Πορτογαλίας και της Ανγκόλας δεν έτρεφαν την ίδια εχθρότητα. Υπήρχε ισχυρός δεσμός αδελφικής αγάπης μεταξύ τους. Η αναχώρηση των Πορτογάλων σήμαινε ότι θα έφευγαν πολλοί στενοί φίλοι. Μέχρι τον Ιούνιο του 1975 όλοι οι Πορτογάλοι αδελφοί που είχαν την ηγεσία στο έργο χρειάστηκε να φύγουν. Η επίβλεψη του έργου κηρύγματος και η ποίμανση του ποιμνίου του Θεού ανατέθηκε σε πιστούς ντόπιους αδελφούς. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οικογενειάρχες με εργασία πλήρους απασχόλησης. Αν και στενοχωρήθηκαν που θα έφευγαν οι Πορτογάλοι αδελφοί τους, ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν με τη βοήθεια του Ιεχωβά.
Τι συνθήκες αντιμετώπισαν; Το γραφείο τμήματος της Πορτογαλίας έλαβε σύντομα τα εξής ανησυχητικά νέα από το γραφείο της Λουάντας: «Η πόλη τώρα θωρακίζεται. Οι δρόμοι είναι κλειστοί. Η επικοινωνία με τις άλλες πόλεις διακόπηκε. Το λιμάνι της Λουάντας έχει κλείσει. Τα τρόφιμα τελειώνουν στα καταστήματα. Έχουν αρχίσει λεηλασίες και αρπαγές. Απαγορεύεται η κυκλοφορία μετά τις 9:00 μ.μ. Αν βρεθεί κανείς στο δρόμο μετά την ώρα αυτή μπορεί να τον πυροβολήσουν».
Οι Υπηρέτες του Ιεχωβά Προχωρούν
Αυτή η περίοδος πολιτικής αναταραχής ήταν καιρός ανεπανάληπτης πνευματικής προόδου. Ο ανώτατος αριθμός των ευαγγελιζομένων έφτασε τους 3.055, μια αύξηση 68 τοις εκατό σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Την Ανάμνηση παρακολούθησαν 11.490 άτομα!
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1975 έφτασαν τα από πολλού αναμενόμενα νέα. Ο υπουργός δικαιοσύνης της μεταβατικής κυβέρνησης κήρυξε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά νομικά αναγνωρισμένο «θρησκευτικό δόγμα». Ο Ζουάου Μανκόκα θυμάται τα εξής: «Υπήρχε ανείπωτη χαρά μεταξύ των αδελφών. Δεν είχαν νιώσει ποτέ τελείως ελεύθεροι να ασκούν φανερά τη λατρεία τους. Ήταν σαν να είχαν ανοίξει διάπλατα οι πόρτες της φυλακής. Για πρώτη φορά μπορούσαν να διεξαχθούν συναθροίσεις και συνελεύσεις περιοχής εν γνώσει του κοινού. Οι συνελεύσεις περιοχής που διοργανώθηκαν για την άνοιξη του 1976 έδωσαν μεγάλη ώθηση στο έργο και ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα που θα χρειαζόμασταν στα μετέπειτα χρόνια».
Καταστρώθηκαν σχέδια για πέντε συνελεύσεις περιοχής, αλλά κρίθηκε συνετό να παρακολουθήσουν την κάθε συνέλευση μόνο τρεις έως τέσσερις εκκλησίες. Διορίστηκαν επίσης τρεις αδελφοί για να επισκέπτονται τις εκκλησίες τα σαββατοκύριακα ως επίσκοποι περιοχής.
Όλα αυτά τα χρόνια, οι συνθήκες στην Ανγκόλα δεν είχαν επιτρέψει στους επισκόπους να παρακολουθήσουν κάποια από τις ειδικές σχολές που ετοιμάζει η Εταιρία. Έγιναν, λοιπόν, σχέδια για να διεξαχθεί η πρώτη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας για πρεσβυτέρους, από τις 19 ως τις 24 Μαΐου 1976. Δύο αδελφοί από την Ανγκόλα παρακολούθησαν τη σχολή στην Πορτογαλία και εκπαιδεύτηκαν. Όταν επέστρεψαν, διεξήγαγαν τη σχολή στη Λουάντα ενώ παρών ήταν και ο Μάριο Π. Ολιβέιρα από το τμήμα της Πορτογαλίας για να τους βοηθήσει.
Οι 23 πρεσβύτεροι εκτίμησαν πάρα πολύ τη βασισμένη στη Γραφή διδασκαλία η οποία θα τους βοηθούσε να “ποιμαίνουν το ποίμνιο του Θεού”. (1 Πέτρ. 5:2) Ο Κάρλος Κάντι, που υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος περιοχής, θυμάται την επίδραση εκείνης της σχολής: «Οι πρεσβύτεροι είχαν τη δυνατότητα να δουν την οργάνωση του Ιεχωβά υπό ένα νέο πρίσμα. Η σχολή βοήθησε τους αδελφούς να εξοικειωθούν με την εκπαιδευτική πτυχή της οργάνωσης του Ιεχωβά. Έμαθαν πώς να βοηθούν τους αδελφούς στις εκκλησίες να εφαρμόζουν τις Γραφικές αρχές στην επίλυση προβλημάτων. Η σχολή βοήθησε επίσης τους πρεσβυτέρους να διακρίνουν πώς θα μπορούσαν να οργανώσουν καλύτερα το έργο της εκκλησίας, αξιοποιώντας πληρέστερα τις ικανότητες των διακονικών υπηρετών οι οποίοι υπηρετούσαν μαζί τους».
Τώρα που είχε δοθεί νομική αναγνώριση μπορούσαν επίσης να εισάγονται Γραφές και Γραφικά έντυπα. Μέσα σε πέντε μήνες, μερικές εκκλησίες έλαβαν τα πρώτα περιοδικά τους. Τι ευλογία ήταν να έχουν επιτέλους ολόκληρα τεύχη 32 σελίδων, τόσο της Σκοπιάς όσο και του Ξύπνα! Οι αδελφοί είχαν διαβεί γρήγορα τη “μεγάλη πόρτα η οποία τους είχε ανοιχτεί και η οποία οδηγούσε σε δραστηριότητα”. (1 Κορ. 16:9) Παρ’ όλα αυτά, οι ασταθείς συνθήκες της χώρας οδήγησαν σε περαιτέρω σοβαρά προβλήματα.
Μολονότι η επίσημη ανεξαρτησία από την Πορτογαλία ήρθε σε ύπαρξη στις 11 Νοεμβρίου 1975, σύμφωνα με τα σχέδια, οι διαμάχες μεταξύ των μεγαλύτερων κομμάτων εξελίχθηκαν γρήγορα σε γενικό εμφύλιο πόλεμο. Ιδρύθηκαν ανεξάρτητες δημοκρατίες, και η Λουάντα έγινε η πρωτεύουσα της μαρξιστικής οργάνωσης MPLA. Το Χουάμπο έγινε η πρωτεύουσα του συνασπισμού της UNITA με το FNLA.
Η πολιτική προπαγάνδα της μιας ομάδας εναντίον της άλλης δημιούργησε ένα πρωτοφανές ρατσιστικό και φυλετικό μίσος. Στην πρωτεύουσα, οι εν ψυχρώ εκτελέσεις—ακόμη και η πυρπόληση ανθρώπων στο δρόμο—ήταν καθημερινό γεγονός. Συχνά το μοναδικό αδίκημα του θύματος ήταν ότι μιλούσε μια γλώσσα που φανέρωνε ότι δεν καταγόταν από την περιοχή της Λουάντας. Αυτό το μίσος για τους ξένους δημιούργησε ένταση με επακόλουθο μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, καθώς οι άνθρωποι που κατάγονταν από τα βόρεια και τα νότια της χώρας επέστρεφαν εσπευσμένα στις επαρχίες από όπου κατάγονταν. Μερικοί αδελφοί, όμως, παρέμειναν με θάρρος σε περιοχές οι οποίες δεν ήταν ο τόπος καταγωγής τους προκειμένου να φροντίσουν για τις ανάγκες των πνευματικών αδελφών τους.
«Ζήτω ο Ιεχωβά!»
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετώπισαν ξανά βάναυσο διωγμό. Οι Μάρτυρες της Λουάντας καλούνταν ενώπιον επιτροπών που συγκροτούνταν σε κάθε γειτονιά, οι οποίες προσπαθούσαν να τους αναγκάσουν να αγοράσουν την κάρτα του κόμματος. Μέσα σε αυτή την εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του MPLA κατηγορούσε τους Μάρτυρες ότι προτρέπουν το λαό να μην υπακούει στο Κράτος, να μη σέβεται τη σημαία του έθνους και να αρνείται να υπηρετήσει στο στρατό. Οι εξηγήσεις που έδιναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχαν καμιά ανταπόκριση.
Το Μάρτιο του 1976 στάλθηκαν Γραφικά έντυπα στην Ανγκόλα από την Πορτογαλία. Η αποστολή περιείχε 3.000 Γραφές, 17.000 αντίτυπα του βιβλίου Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, 3.000 αντίτυπα του βιβλίου Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, καθώς και περιοδικά. Οι αρχές τα κατάσχεσαν όλα και τα έκαψαν.
Στις 27 Μαΐου 1976 η κυβέρνηση έδωσε από ραδιοφώνου εντολή στις επιτροπές κάθε γειτονιάς, καθώς και στις κρατικές οργανώσεις, να παρακολουθούν προσεκτικά τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Η Καθολική Εκκλησία ανακοίνωνε κάθε μέρα από το ραδιοφωνικό της σταθμό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ανατρεπτικά στοιχεία.
Οι Μάρτυρες διώχνονταν όταν έμπαιναν στην ουρά για να αγοράσουν τρόφιμα. Όχλοι μαζεύονταν έξω από τους τόπους των συναθροίσεων την ώρα του προγράμματος. Τα παιδιά αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο σχολείο. Τα παιδιά του Ζοσέ ντος Σάντος Καρντόσο και της συζύγου του της Μπριζίτα δέχτηκαν μεγάλη πίεση προκειμένου να απαγγείλουν πολιτικά συνθήματα, να ψάλουν τον εθνικό ύμνο και να φωνάξουν «Κάτω ο Ιεχωβά». Επειδή αρνήθηκαν, τα κακομεταχειρίστηκαν. Ξαφνικά, ο μικρός Ζοσέ, που ήταν τότε εννιά χρονών, φώναξε δυνατά και είπε: «Εντάξει, θα πω “Ζήτω!”» Όλοι γύρω του περίμεναν. Τελικά, το αγόρι φώναξε: «Ζήτω ο Ιεχωβά!» Προτού καταλάβουν τι είχε πει, φώναξαν όλοι μαζί: «Ζήτω!»
Στο «Καμίνι»
Το κυβερνών κόμμα ήταν αποφασισμένο να υποχρεώσει τους Μάρτυρες να καταταχθούν στο στρατό. Αυτό κατέληξε σε ακόμη πιο άγριο διωγμό.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1977, ο Αρτούρ Βανακάμπι, ένας ζηλωτής αδελφός από την επαρχία Χουίλα, προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξηγήσει την ουδέτερη θέση του. Τον έβαλαν να παρελάσει στο δρόμο προς τη φυλακή μαζί με τρεις άλλους αδελφούς. Οι παρατηρητές, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι οδοκαθαριστές, κλήθηκαν να τους χτυπήσουν. Την άλλη μέρα οι σύζυγοι των τριών έγγαμων αδελφών πήγαν στη φυλακή να μάθουν τι απέγιναν. Αφού τις άφησαν να περιμένουν αρκετή ώρα, τις χτύπησαν ανήλεα—τόσο πολύ ώστε τις άφησαν αιμόφυρτες. Εκείνο το απόγευμα, οι αδελφές κατέληξαν στην ίδια φυλακή με τους συζύγους τους.
Ο αδελφός Τέλες διηγείται τι συνέβη σε μια άλλη ομάδα φυλακισμένων αδελφών ύστερα από δέκα μέρες: «Έβαλαν τριάντα πέντε από εμάς μέσα στο “καμίνι”, ένα δωμάτιο 7 επί 3, με 3 μέτρα ύψος. Στο ταβάνι που ήταν από μπετόν αρμέ, υπήρχαν δύο τρύπες εξαερισμού, οι οποίες ήταν τόσο μικρές που δεν χωρούσε χέρι ανθρώπου. Ήταν η πιο ζεστή εποχή του χρόνου, και το κελί αυτό αποδείχτηκε πραγματικό καμίνι. Εφόσον είχαν αποφασίσει να μας ξεφορτωθούν, έκλεισαν τις δύο αυτές τρύπες.
»Την τέταρτη μέρα, ικετέψαμε τον Ιεχωβά να μας δώσει τη δύναμη να αντέξουμε την ανυπόφορη ζέστη. Θυμηθήκαμε τους τρεις πιστούς νεαρούς της εποχής του Δανιήλ, οι οποίοι είχαν ριχτεί στο πύρινο καμίνι. Την άλλη μέρα, στις τρεις περίπου το πρωί, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, και η πόρτα άνοιξε. Πόσο ανακουφιστήκαμε που μπορέσαμε να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα! Ήταν ο φύλακας. Ενώ μισοκοιμόταν ακόμη, είχε ανοίξει την πόρτα και στη συνέχεια έπεσε κάτω. Έπειτα από δέκα περίπου λεπτά, ο φύλακας σηκώθηκε και έκλεισε την πόρτα χωρίς να πει λέξη. Ευχαριστήσαμε τον Ιεχωβά για αυτές τις λίγες πολύτιμες στιγμές που αναπνεύσαμε καθαρό αέρα.
»Ύστερα από αρκετές μέρες, έριξαν άλλους εφτά αδελφούς στο κελί μας. Δεν υπήρχε πια χώρος να καθήσουμε. Μας χτύπησαν αρκετές φορές. Η ζέστη αυξήθηκε, και οι φουσκάλες από τον πυρετό μαζί με τις πληγές από τα χτυπήματα μύριζαν πολύ άσχημα.
»Στις 23 Μαρτίου γιορτάσαμε την Ανάμνηση, αν και έγινε μόνο η ομιλία χωρίς περιφορά εμβλημάτων. Τότε ήμασταν όλοι μαζί 45 άτομα. Μερικοί από εμάς έμειναν 52 μέρες στο “καμίνι” και επέζησαν».
Όταν τους έβγαλαν από το «καμίνι», τους έστειλαν στο στρατόπεδο εργασίας του Σακασάνγκε, 1.300 χιλιόμετρα μακριά, στην ανατολική επαρχία του Μόξικο.
Ο Διωγμός «Νομιμοποιείται»
Στις 8 Μαρτίου 1978, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του MPLA κήρυξε «την εκκλησία “Μάρτυρες του Ιεχωβά”» παράνομη και την έθεσε υπό απαγόρευση. Για να δοθεί στο γεγονός ευρεία δημοσιότητα, γινόταν τρεις φορές τη μέρα ανακοίνωση από το ραδιοφωνικό σταθμό της Λουάντας. Το αρχικό διάταγμα ήταν στην πορτογαλική, αλλά για να είναι σίγουρο ότι όλοι θα μάθαιναν τα νέα, η ανακοίνωση μεταδιδόταν επίσης επί μία εβδομάδα και στις γλώσσες κικόνγκο, κιμπούντου, σοκούε και ουμπούντου. Τελικά, το διάταγμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του κόμματος, τη Ζορνάλ ντε Ανγκόλα (Jornal de Angola), στις 14 Μαρτίου 1978. Στην πραγματικότητα, η απαγόρευση αυτή απλώς «νομιμοποιούσε» τις ωμότητες που ήδη διαπράττονταν.
Οι καταγγελίες που γίνονταν από την Οργάνωση Λαϊκής Άμυνας (ODP) αυξάνονταν. Πολλοί Μάρτυρες του Ιεχωβά συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν χωρίς δίκη. Ξαφνικές επισκέψεις γίνονταν στα εργοστάσια ολόκληρης της Λουάντας. Στο εργοστάσιο ειδών ταξιδίου Μάλας Ονίλ, συνελήφθησαν 14 Μάρτυρες. Στην πόλη Λουμπάκο, συνελήφθησαν 13. Λίγες μέρες αργότερα, εκθέσεις επιβεβαίωναν τη σύλληψη 50 ατόμων στο Νταλατάντο. Μέσα σε μία μόνο εβδομάδα από την απαγόρευση, είχαν φυλακιστεί τουλάχιστον 150 αδελφοί και αδελφές.
Ακολούθησαν αυθαίρετες απολύσεις Μαρτύρων από την εργασία τους. Δεν λαμβανόταν καν υπόψη η μακρόχρονη υποδειγματική διαγωγή, οι ικανότητες ή η αποδοτικότητα. Στην πραγματικότητα, μερικοί που απολύθηκαν βρίσκονταν σε υπεύθυνες θέσεις που είχαν σχέση με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Οι γυναίκες δεν εξαιρούνταν. Κάποιος στρατιωτικός είδε την Εμίλια Περέιρα μπροστά στο σπίτι της και τη ρώτησε γιατί δεν συμμετείχε στις ομάδες ένοπλων πολιτών. Όταν εκείνη απάντησε ότι δεν της άρεσε οτιδήποτε περιλάμβανε φόνους ή αιματοχυσία, κατάλαβε ότι ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Καθώς η Εμίλια το επιβεβαίωσε, της είπε να μπει σε ένα φορτηγό που περίμενε. Οι δύο αδελφές της ήρθαν να δουν τι συνέβαινε και τις έβαλαν και αυτές δια της βίας στο φορτηγό. Στο μεταξύ, γύρισε στο σπίτι ο πατέρας τους. Ο στρατιωτικός διέταξε και εκείνον να μπει στο φορτηγό. Καθώς ήταν έτοιμοι να φύγουν, ένας αδελφός που ήταν γείτονας ρώτησε τι συνέβαινε. Τον άρπαξαν και αυτόν και τον ανάγκασαν να μπει στο φορτηγό.
Τους έφεραν στον περίβολο της φυλακής, και έβαλαν τις αδελφές στο θάλαμο των γυναικών. Κάθε βράδυ, οι στρατιωτικοί προσπαθούσαν να κακοποιήσουν σεξουαλικά τις νεαρές αυτές αδελφές, αλλά οι αδελφές αγκαλιάζονταν μεταξύ τους, φώναζαν και προσεύχονταν δυνατά. Η αντίδραση των κοριτσιών ανέτρεψε το πονηρό τους σχέδιο, και έτσι δεν τις βίασαν.
Οι αδελφοί στην επαρχία Μαλάνζε δοκιμάστηκαν επίσης σκληρά. Η βάναυση μεταχείριση του 74χρονου Ζοσέ Αντόνιο Μπαρτόλομιου είχε ως αποτέλεσμα το θάνατό του. Η Ντομίνγκας Αντόνιο εξασθένησε τόσο πολύ μετά τη σύλληψή της και τους επανειλημμένους ξυλοδαρμούς ώστε πέθανε όταν προσβλήθηκε από ελονοσία. Τον Μανουέλ Ριμπέιρο τον δηλητηρίασαν και πέθανε επειδή έγραψε γράμμα στην οικογένειά του από τη φυλακή.
Μέσα σε μία εβδομάδα από την απαγόρευση, έγινε μια συνάθροιση με τους πρεσβυτέρους όλων των εκκλησιών της Λουάντας. Τους δόθηκε Γραφική ενθάρρυνση και καθοδηγία σχετικά με το μελλοντικό τους έργο, και αυτές οι οδηγίες μεταβιβάστηκαν στις εκκλησίες. Η απόφασή τους ενισχύθηκε όταν εξέτασαν το εδάφιο του έτους για το 1978: «Δεν θα υπερισχύσουν εναντίον σου, διότι “εγώ [ο Ιεχωβά] είμαι μαζί σου . . . για να σε ελευθερώνω”».—Ιερ. 1:19.
Προσφυγή στις Κυβερνητικές Αρχές
Στις 21 Μαρτίου 1978, οι τρεις αδελφοί που αποτελούσαν το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου των Μαρτύρων του Ιεχωβά της Ανγκόλας έστειλαν μια προσφυγή στο Πολιτικό Γραφείο του MPLA, ζητώντας να αποφασίζονται δικαστικώς οι παραβιάσεις του νόμου και να σταματήσει η παράνομη φυλάκιση των Μαρτύρων. Αντίγραφα αυτής της επιστολής στάλθηκαν στον πρόεδρο της δημοκρατίας και στον πρωθυπουργό, καθώς και στους υπουργούς αμύνης, δικαιοσύνης, παιδείας και πολιτισμού. Δεν έλαβαν καμία απάντηση.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου, έκαναν και άλλη προσφυγή στην ανώτατη εξουσία της χώρας. (Πράξ. 25:11) Αυτή η επιστολή, η οποία στάλθηκε από το τμήμα της Πορτογαλίας, ζητούσε με σεβασμό από τον πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ανγκόλας να ανασκοπήσει το υπόμνημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά και να τους δώσει ακρόαση. Υποβλήθηκε το αίτημα να ερευνήσουν τα δικαστήρια τις υποθέσεις όλων των Μαρτύρων που κρατούνταν. Αυτή τη φορά, το τμήμα της Πορτογαλίας έλαβε μια απάντηση η οποία έλεγε ότι το ζήτημα θα εξεταζόταν.
Συγκινείται Βαθιά από τη Σταθερή τους Απόφαση
Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχιζόταν στην Ανγκόλα, και έτσι δεν έρχονταν πολλοί επισκέπτες από το εξωτερικό. Ωστόσο, το 1979 η επιτροπή της χώρας ειδοποιήθηκε ότι ο Άλμπερτ Ολί, ένας επίσκοπος από το τμήμα της Νιγηρίας, θα ερχόταν τον Αύγουστο. Πόσο χάρηκαν οι αδελφοί!
Ο αδελφός Ολί είπε: «Μου φάνηκε σαν να ήμουν σε στρατώνα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Όπου και αν κοίταζες υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες». Τη νύχτα έμενε ξάγρυπνος από τους πυροβολισμούς στο δρόμο.
Οι Μάρτυρες της Ανγκόλας είχαν ζήσει γρήγορες αλλαγές τα προηγούμενα χρόνια. Από το 1973, όταν η χώρα ήταν ακόμη υπό το αποικιακό καθεστώς, μέχρι το 1976 είχε σημειωθεί αύξηση 266 τοις εκατό στον αριθμό των ευαγγελιζομένων. Στη συνέχεια, όταν ο διωγμός εντάθηκε το 1977 και ακολούθησε η απαγόρευση το 1978, δεν υπήρξε περαιτέρω αύξηση. Πολλοί από τους Μάρτυρες της χώρας είχαν βαφτιστεί αρκετά πρόσφατα—1.000 άτομα μόνο το 1975. Παρότι υπήρχαν 31 εκκλησίες, πολλές δεν είχαν πρεσβυτέρους. Επειδή έλειπε η στοργική φροντίδα των πνευματικών ποιμένων, πολλά σοβαρά προβλήματα και υποθέσεις ηθικής ακαθαρσίας δεν είχαν τακτοποιηθεί. Ολόκληρες εκκλησίες περιοχών όπως το Μαλάνζε, το Βάκου Κούνγκου και το Νταλατάντο βρίσκονταν τώρα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μόλις έφτασε ο αδελφός Ολί, του έδωσαν έναν εκτενή κατάλογο με τα ζητήματα που έπρεπε να συζητηθούν. Η προσοχή στράφηκε στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν οι ντόπιοι Μάρτυρες να συνεχίσουν τη θεόδοτη διακονία τους υπό τις υπάρχουσες συνθήκες. Δόθηκαν οδηγίες για το πώς θα μπορούσαν να προμηθεύουν έντυπα παρά το ότι ήταν δύσκολο να βρίσκουν χαρτί. Συζητήθηκε επίσης η ανάγκη που υπήρχε για περισσότερα έντυπα στις τοπικές γλώσσες, αλλά φυσικά θα χρειαζόταν χρόνος για να βρεθούν και να εκπαιδευτούν άτομα που είχαν τα προσόντα να μεταφράζουν.
Δόθηκε επίσης προσοχή στα προβλήματα των εκκλησιών. Ο αδελφός Ολί τόνισε ότι όλοι, περιλαμβανομένων και των πρεσβυτέρων, θα έπρεπε να ζουν σύμφωνα με τους Γραφικούς κανόνες. Κανένας δεν θα έπρεπε να πιστεύει ότι δεν είχε ανάγκη συμβουλής. Δόθηκε απάντηση σε ερωτήσεις σχετικές με τα προσόντα για βάφτισμα, την καταχώριση των γάμων και τις επισκέψεις επισκόπων περιοχής στις εκκλησίες. Οι αδελφοί της Ανγκόλας εκτίμησαν τη διευθέτηση που έκανε η Εταιρία να λάβουν Γραφική κατεύθυνση από έναν τέτοιον πεπειραμένο αδελφό.
Στη διάρκεια της επίσκεψης του αδελφού Ολί, έγινε μια συνάθροιση με τους πρεσβυτέρους της Λουάντας και με όποιους μπορούσαν να έρθουν από άλλες περιοχές. Στις 10:00 π.μ. οι αδελφοί άρχισαν να έρχονται ένας ένας για να μη γίνει αντιληπτός ο τόπος της συνάθροισης. Ωστόσο, μέχρι να αρχίσει η συνάθροιση στις 7:00 μ.μ., η τοποθεσία της συνάθροισης άλλαξε δύο φορές, επειδή φαινόταν ότι ο χώρος βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Όταν ο αδελφός Ολί έφτασε στο μέρος που επιλέχθηκε την τρίτη φορά, βρήκε καθισμένους στην αυλή 47 πρεσβυτέρους που τον περίμεναν. Όταν μεταβιβάστηκαν οι χαιρετισμοί από την οικογένεια Μπέθελ της Νιγηρίας, οι αδελφοί κούνησαν τα χέρια τους σιωπηλά σε ένδειξη εκτίμησης. Στη διάρκεια της ομιλίας του, που κράτησε μια ώρα, εξετάστηκε από τη Γραφή η διευθέτηση των πρεσβυτέρων, τονίστηκε ότι υπήρχε ανάγκη για περισσότερους πρεσβυτέρους στη Χριστιανική εκκλησία και δόθηκε έμφαση στα καθήκοντά τους. Μετά την ομιλία, οι αδελφοί έκαναν ερωτήσεις δύο ώρες ακόμη, μέχρι που έπρεπε να φύγουν για να φτάσουν στο σπίτι τους ασφαλείς πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Ποια ήταν τα αισθήματα του αδελφού Ολί για την εβδομάδα που πέρασε με τους αδελφούς της Ανγκόλας; «Πρέπει να πω ότι ωφελήθηκα πάρα πολύ. Ενθαρρύνθηκα εξαιρετικά από το πόσο σταθερά αποφασισμένοι ήταν οι αδελφοί και οι αδελφές να υπηρετούν τον Ιεχωβά παρά τις δυσκολίες. Έφυγα από την Ανγκόλα με προσευχές στην καρδιά και δάκρυα στα μάτια σκεπτόμενος αυτούς τους αδελφούς οι οποίοι, παρότι υποφέρουν, χαμογελούν χάρη στη θαυμάσια ελπίδα τους».
Άλλη μια Επίσκεψη
Έναν χρόνο μετά την επίσκεψη του αδελφού Ολί, το Κυβερνών Σώμα έστειλε τον Άλμπερτ Ολουγκμπέμπι, επίσης από το τμήμα της Νιγηρίας, για να υπηρετήσει τους αδελφούς της Ανγκόλας. Ο αδελφός αυτός συνέστησε να διεξαχθούν τα μαθήματα της Σχολής Υπηρεσίας Σκαπανέα για τους 50 τακτικούς σκαπανείς της χώρας. Επίσης, τους ενθάρρυνε να προσπαθήσουν να κάνουν συνελεύσεις περιοχής κάθε έξι μήνες, αλλά με λίγους παρόντες.
Κατά την επίσκεψη του αδελφού Ολουγκμπέμπι, έγιναν τρεις συναθροίσεις με ομάδες πρεσβυτέρων καθώς και με αδελφούς που είχαν την ευθύνη στις εκκλησίες όπου δεν υπήρχαν πρεσβύτεροι. Οι παρόντες ήταν 102 άτομα. Δόθηκε Γραφική συμβουλή σχετικά με το ότι ήταν αναγκαίο να υποστηρίζουν οι πρεσβύτεροι τις Γραφικές αρχές και να γίνονται παραδείγματα για το ποίμνιο αντί να το καταδυναστεύουν. (1 Πέτρ. 5:3) Δόθηκε απάντηση σε ερωτήσεις σχετικά με τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθείται όταν θα γίνονταν συστάσεις για διορισμό πρεσβυτέρων σε εκκλησίες στις οποίες μέχρι τότε δεν υπήρχαν πρεσβύτεροι.
Μεταξύ των παρόντων σε αυτή τη συνάθροιση ήταν και ο Σιλβέστρε Σιμάου, του οποίου η πίστη είχε ήδη δοκιμαστεί στα τέσσερα περίπου χρόνια που είχε μείνει σε φυλακές και στρατόπεδα εργασίας. Αφού υπηρέτησε ως πρεσβύτερος αρκετά χρόνια, του ανατέθηκε η μεγαλύτερη ευθύνη να υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής όταν οι Ευρωπαίοι αδελφοί αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ανγκόλα στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τώρα, εφόσον τέθηκε σε ισχύ η διευθέτηση να διεξάγονται συνελεύσεις περιοχής κάθε έξι μήνες, χρειαζόταν ένας επίσκοπος περιφερείας. Αν και ο αδελφός Σιμάου είχε έξι παιδιά, καθώς και κοσμική εργασία για να φροντίζει την οικογένειά του, δέχτηκε αυτόν το νέο διορισμό. Εδώ και 20 χρόνια χειρίζεται αυτή την ευθύνη υποδειγματικά. Υπηρετεί επίσης στην Επιτροπή του Τμήματος.
Ολοκληρώνοντας την επίσκεψή του, ο αδελφός Ολουγκμπέμπι ανέφερε μια ενθαρρυντική εξέλιξη: Μολονότι οι Μάρτυρες έπρεπε ακόμη να συναθροίζονται και να κηρύττουν με προσοχή, ο άγριος διωγμός των αδελφών που βρίσκονταν σε στρατεύσιμη ηλικία είχε κατά τα φαινόμενα κοπάσει. Μάλιστα, αν και τότε υπήρχαν ακόμη 150 έως 200 αδελφοί σε φυλακές ή σε στρατόπεδα εργασίας, ο αριθμός αυτός μειώθηκε στους 30 το Μάρτιο του 1982.
Δυσκολίες στη Διανομή Πνευματικής Τροφής
Σε όλη την περίοδο της απαγόρευσης, η παροχή τακτικής πνευματικής τροφής αποτελούσε ζήτημα υψίστης προτεραιότητας. Αυτό εμπεριέκλειε συχνά σημαντικούς κινδύνους.
Πρώτα από όλα, ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί χαρτί για την πολυγράφηση της Σκοπιάς. Χρειαζόταν έγκριση από την κυβέρνηση για την αγορά του. Παρότι υπήρχαν 3.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι, για κάποιο διάστημα τυπώνονταν μόνο 800 έως 1.000 αντίγραφα των άρθρων μελέτης επειδή δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί αρκετό χαρτί. Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί μπόρεσαν να τυπώσουν σε μικρά πιεστήρια μικρά χαρτόδετα βιβλία, όπως το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή.
Ριψοκινδυνεύοντας σε μεγάλο βαθμό, ο Φερνάντο Φιγκουερέιντο και ο Φρανσίσκο Ζουάου Μανουέλ δέχτηκαν να διοριστούν στο έργο της ανατύπωσης των εντύπων. Αυτοί οι δραστήριοι αδελφοί βρήκαν νέους χώρους όπου μπορούσαν να επεκτείνουν την εργασία της ανατύπωσης. Μερικές φορές, χρειαζόταν να αλλάζουν χώρο για λόγους ασφάλειας. Σε μερικά μέρη, ο πολύγραφος τοποθετούνταν σε ένα ηχομονωμένο δωμάτιο, το οποίο δεν είχε ούτε παράθυρα ούτε εξαερισμό, πράγμα που έκανε τις συνθήκες εργασίας πολύ δύσκολες. Σε ένα διπλανό δωμάτιο, κάποιοι άλλοι εθελοντές ταξινομούσαν τις σελίδες και συνέρραπταν τα περιοδικά. Έπρεπε να τελειώνουν την ταξινόμηση, τη συρραφή και το πακετάρισμα πολύ γρήγορα ώστε να μοιράζονται τα περιοδικά την ίδια εκείνη νύχτα. Οποιοδήποτε ίχνος που μπορεί να έδειχνε ότι είχε γίνει αυτή η εργασία έπρεπε να εξαφανιστεί ώστε να μην υπάρχει τίποτα που να επισύρει την προσοχή. Καθώς αυξανόταν η παραγωγή, δούλευαν ταυτόχρονα δύο πολύγραφοι στην «κουζίνα», το μέρος όπου ετοιμάζονταν τα έντυπα που περιείχαν πνευματική τροφή. Μια ομάδα αδελφών εργαζόταν καθημερινά για να δακτυλογραφεί τις μεμβράνες, να διορθώνει τα κείμενα, να τα ανατυπώνει, να κάνει την ταξινόμηση των σελίδων και τη συρραφή, και να μοιράζει τα περιοδικά στις εκκλησίες.
Η παράδοση των εντύπων στις διάσπαρτες εκκλησίες που βρίσκονταν εκτός της Λουάντας έπρεπε να γίνεται από διανομείς. Αυτός ο διορισμός ήταν επικίνδυνος. Κάποιος που υπηρετούσε ως διανομέας αφηγείται: «Μερικούς μήνες μετά την επίσημη ανακοίνωση της απαγόρευσης, ταξίδεψα στην επαρχία Μπενγκουέλα για την κοσμική μου εργασία. Το τοπικό γραφείο της Εταιρίας μού είχε δώσει μερικά πράγματα που έπρεπε να παραδοθούν στις εκκλησίες του Λομπίτο και της Μπενγκουέλας. Δεν ήξερα κανέναν αδελφό από αυτές τις πόλεις. Το μόνο που είχα για να έρθω σε επαφή μαζί τους ήταν ο αριθμός τηλεφώνου ενός πρεσβυτέρου στην Μπενγκουέλα. Για λόγους ασφάλειας, το μόνο προσδιοριστικό στοιχείο ήταν το κωδικό όνομα Οικογένεια του Ησαΐα.
»Όταν έφτασα στην Μπενγκουέλα, φαινόταν ότι όλα πήγαιναν μια χαρά. Στο αεροδρόμιο δεν μου έκαναν έλεγχο, όπως συνηθιζόταν, εξαιτίας του είδους της εργασίας μου. Το πακέτο που μετέφερα έφτασε άθικτο. Μόλις πήγα στην πόλη, τηλεφώνησα αμέσως στους αδελφούς για να έρθουν να το πάρουν. Ο αδελφός με τον οποίο μίλησα είπε ότι δεν ήταν πολύ καλά, αλλά υποσχέθηκε να στείλει κάποιον στο ξενοδοχείο για να πάρει εκείνος το δέμα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αν και έμεινα τέσσερις μέρες στο ξενοδοχείο, δεν ήρθε κανείς να ζητήσει το πακέτο, παρότι τηλεφωνούσα καθημερινά στον αδελφό.
»Τη μέρα που θα έφευγα, δεν είχα άλλη επιλογή από το να πάρω πίσω το πακέτο στη Λουάντα. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, ο επικεφαλής της αποστολής μας επέμεινε να γίνει έρευνα σε όλα τα μέλη της αποστολής καθώς και στις αποσκευές τους για να δώσουμε το παράδειγμα στους άλλους ταξιδιώτες. Μπροστά μου έβλεπα δύο μόνο επιλογές: ή να ρίξω το πακέτο στα σκουπίδια ή να το κρατήσω και να με συλλάβουν.
»Αφού προσευχήθηκα στον Ιεχωβά, ήρθε στο μυαλό μου το εδάφιο Παροιμίες 29:25: “Το να τρέμει κάποιος ανθρώπους στήνει παγίδα, αλλά όποιος εμπιστεύεται στον Ιεχωβά θα προστατευτεί”. Αποφάσισα να αντιμετωπίσω με θάρρος την κατάσταση, μια που θα ήταν μεγάλη απώλεια να πεταχτεί τόσο μεγάλη ποσότητα πνευματικής τροφής.
»Μπήκα στο τέλος της ουράς έτσι ώστε να μη δημιουργηθεί μεγάλη αναστάτωση στους γύρω όταν θα έβρισκε η αστυνομία τα έντυπα και τα περιοδικά. Την ώρα που είχαν μείνει δύο άτομα για την έρευνα, άκουσα κάποιον να λέει: “Παρακαλώ, είναι κάποιος εδώ που θέλει να συναντήσει ένα μέλος της αποστολής από τη Λουάντα για κάποιο πακέτο”. Όταν το άκουσα αυτό, είπα μέσα μου: “Ο Ιεχωβά άκουσε την προσευχή μου. Βλέπω να εκπληρώνεται το εδάφιο Ησαΐας 59:1: «Το χέρι του Ιεχωβά δεν μίκρυνε τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να σώσει»”, και έτρεξα έξω. Όταν έφτασα στον αδελφό, πρόλαβα μόνο να πω Οικογένεια του Ησαΐα. Εκείνος απάντησε και πήρε το πακέτο. Έπρεπε να γυρίσω γρήγορα γιατί το αεροπλάνο έφευγε, και έτσι δεν είχα καθόλου χρόνο να μιλήσω με τον αδελφό. Πράγματι, ο Ιεχωβά είναι “σωτηρία μας στον καιρό της στενοχώριας”».—Ησ. 33:2.
Φροντίδα για το Ποίμνιο Παρά τον Κίνδυνο
Ο πόλεμος—ο ιππέας του πυρόχρωμου αλόγου της Αποκάλυψης—συνέχισε να καταστρέφει τη ζωή των ανθρώπων στην Ανγκόλα. (Αποκ. 6:4) Πόλεις και εργοστάσια βομβαρδίζονταν, τοποθετούνταν νάρκες στους δρόμους, γέφυρες ανατινάσσονταν με δυναμίτη, σαμποτάρονταν τα αποθέματα του νερού και γίνονταν επιθέσεις σε χωριά. Η σφαγή πολιτών έγινε καθημερινό γεγονός. Οι σοδειές καταστρέφονταν και οι αγρότες έφευγαν στις πόλεις. Η Λουάντα είχε κατακλυστεί από τους πρόσφυγες του πολέμου. Η διανομή τροφίμων με δελτίο και η μαύρη αγορά έκαναν την καθημερινή επιβίωση μεγάλο πρόβλημα. Αλλά η στοργική συνεργασία που είχαν μεταξύ τους οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βοήθησε πολλούς να επιζήσουν σε καταστάσεις στις οποίες δεν θα υπήρχε αλλιώς καμιά ελπίδα.
Σε αυτόν τον επικίνδυνο καιρό, ο Ρούι Γκονσάλβς, ο Χέλντερ Σίλβα και άλλοι διακινδύνευαν τη ζωή τους για να επισκέπτονται εκκλησίες στα διάφορα μέρη της χώρας. Περιγράφοντας πώς έπρεπε να οργανώνονται αυτές οι επισκέψεις, ο αδελφός Γκονσάλβς έγραψε: «Το Μάιο του 1982 έγινε η πρώτη επίσκεψη επισκόπου περιοχής στο Τόμπουα. Οι 35 αδελφοί άρχισαν να έρχονται λίγοι λίγοι στο μέρος που θα γινόταν η συνάθροιση σε ώρες κανονισμένες εκ των προτέρων—οι πρώτοι ήρθαν στις 10:00 π.μ. εκείνη τη μέρα. Περίμεναν σιωπηλά. Η ODP [Οργάνωση Λαϊκής Άμυνας] έλεγχε κάθε κίνηση στην πόλη. Εγώ έφτασα όταν είχε σκοτεινιάσει, έπειτα από 11 ώρες, στις 9:00 μ.μ. Μισή ώρα αργότερα άρχισε η συνάθροιση, η οποία τελείωσε στις 4:40 π.μ.».
Οι περισσότεροι από εκείνους που συμμετείχαν στο έργο περιοχής ήταν παντρεμένοι και είχαν παιδιά. Ωστόσο, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για να φροντίζουν για τα πνευματικά συμφέροντα των εκκλησιών. Ένας από αυτούς τους αδελφούς, ο οποίος είναι τώρα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος, εξήγησε τι περιλάμβανε μια συνηθισμένη επίσκεψη επισκόπου περιοχής: «Το πρόγραμμα ήταν να επισκέπτεται ο επίσκοπος την εκκλησία για μία εβδομάδα. Οι επισκέψεις, όμως, άρχιζαν τη Δευτέρα αντί για την Τρίτη. Αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν δυνατόν να συναθροιστεί ολόκληρη η εκκλησία. Γίνονταν επισκέψεις σε κάθε κέντρο Μελέτης Βιβλίου Εκκλησίας. Σε μεγάλες εκκλησίες, ο επίσκοπος επισκεπτόταν αρκετούς ομίλους το ίδιο βράδυ. Οι ώρες των συναθροίσεων ρυθμίζονταν έτσι ώστε να μπορεί να πηγαίνει από τον έναν όμιλο στον άλλον. Επαναλάμβανε το πρόγραμμά του για να ωφελούνται όλοι οι όμιλοι. Επομένως, στη διάρκεια της εβδομάδας έκανε την κάθε ομιλία από 7 ως 21 φορές. Το πρόγραμμα της εβδομάδας ήταν γεμάτο και απαιτητικό, αλλά οι αδελφοί συνέχιζαν να ενθαρρύνουν τις εκκλησίες παρά τις δυσκολίες».
Ο Ρούι Γκονσάλβς θυμάται έντονα ένα θλιβερό ταξίδι προς την πόλη Κουμπάλ τον Ιανουάριο του 1983. Παραλίγο το ταξίδι αυτό να μην είχε επιστροφή. Ο αδελφός λέει: «Ο μόνος τρόπος για να επισκεφτώ αυτή την εκκλησία ήταν να ταξιδέψω με μια στρατιωτική φάλαγγα για προστασία. Αφού έλεγξαν προσεκτικά την κατάσταση, οι στρατιωτικοί επέτρεψαν στα 35 οχήματα να αρχίσουν το ταξίδι. Ταξιδεύαμε με το αυτοκίνητο του αδελφού Γκοντίνιο, το οποίο ήταν το τρίτο μέσα σε μια πομπή έξι οχημάτων. Έπειτα από δύο μόλις ώρες διαδρομής, οι αντάρτες εκτόξευσαν έναν πύραυλο, και το στρατιωτικό φορτηγό που ήταν πρώτο καταστράφηκε. Γρήγορα έπεσε ένας ακόμη πύραυλος και καταστράφηκε και το δεύτερο όχημα. Δύο βόμβες χτύπησαν το αυτοκίνητό μας αλλά δεν εξερράγησαν. Ενώ το αυτοκίνητο κινούνταν, ο αδελφός Γκοντίνιο φώναξε να πηδήσουμε όλοι έξω. Καθώς έτρεχα να κρυφτώ μέσα στο δάσος, μια σφαίρα κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αριστερού μου αφτιού, και λιποθύμησα».
Προτού λιποθυμήσει, είδε τρεις αντάρτες στρατιώτες να καταδιώκουν τους υπόλοιπους αδελφούς, αλλά εκείνοι ξέφυγαν μέσα στο δάσος. Ο αδελφός Γκονσάλβς συνεχίζει: «Όταν συνήλθα, το κεφάλι μου ήταν μέσα στα αίματα. Έπειτα από αρκετές ώρες, σύρθηκα ως το δρόμο. Με βρήκε μια μονάδα στρατιωτών, οι οποίοι μου έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και με πήγαν στο νοσοκομείο της Μπενγκουέλας». Αργότερα ο αδελφός έμαθε ότι όλα τα αυτοκίνητα εκείνης της πομπής είχαν είτε καεί είτε καταστραφεί. Δώδεκα από τους επιβάτες είχαν σκοτωθεί και άλλοι 11 είχαν τραυματιστεί βαριά από σφαίρες. Οι αδελφοί που ταξίδευαν με τον αδελφό Γκονσάλβς ήταν οι μόνοι που δεν χτυπήθηκαν από τις σφαίρες. Και παρότι ο αδελφός Γκονσάλβς είχε χάσει σχεδόν ολόκληρο το αφτί του και μερικά προσωπικά του πράγματα, τελειώνει με τα εξής λόγια: «Ευχαριστήσαμε από καρδιάς τον Ιεχωβά».
Μετάδοση Ζωοπάροχου Νερού
Σε έναν καιρό που οι περισσότεροι Ανγκολέζοι σκέφτονταν μόνο την επιβίωσή τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά λαχταρούσαν να διαδώσουν τα «καλά νέα για κάτι καλύτερο» σε αυτή τη μεγάλη περιοχή. (Ησ. 52:7) Πώς επιτελούσαν αυτό το έργο;
Ένας σκαπανέας από τη Λουάντα εξηγεί ότι πήγαινε στη διακονία με τη σύζυγό του και τη μικρή του κόρη. Αφού χαιρετούσαν τον οικοδεσπότη, ζητούσαν λίγο νερό για το κοριτσάκι τους. Αν τους έδινε νερό, του έλεγαν ότι ήξεραν κάποιο είδος νερού που φέρνει ακόμη μεγαλύτερα οφέλη από το δροσερό νερό που είχε την καλοσύνη να δώσει στην κόρη τους. Όσοι ήταν περίεργοι να μάθουν ρωτούσαν: “Τι νερό είναι αυτό;” Η οικογένεια περιέγραφε τότε τις ευλογίες της Βασιλείας του Θεού και την ελπίδα της αιώνιας ζωής.—Ιωάν. 4:7-15.
Δεν είχαν μαζί τους στη διακονία τσάντες, Γραφές ή άλλα έντυπα. Αλλά αν ο οικοδεσπότης είχε δική του Γραφή και ήθελε να διαβάσει αυτά τα πράγματα, χρησιμοποιούσαν τη Γραφή του για να συνεχίσουν τη συζήτηση. Όπου εκδηλωνόταν ενδιαφέρον, έκαναν επανεπισκέψεις. Χρησιμοποιώντας παρόμοιους συνετούς τρόπους προσέγγισης, οι Μάρτυρες μπορούσαν να βρίσκουν τα ενδιαφερόμενα άτομα, και οι εκκλησίες ευλογούνταν με τακτικές αυξήσεις.
Ένας Άνθρωπος του Θεού
Και στις απομακρυσμένες περιοχές, επίσης, κηρύττονταν τα καλά νέα τα οποία διείσδυσαν στην περιοχή Γκάμπος, κοντά στα σύνορα με τη Ναμίμπια, χάρη στις προσπάθειες του Τσάντε Κουιτούνα. Αυτός άκουσε για πρώτη φορά το άγγελμα της Βασιλείας στην τότε Ροδεσία. Αφού δούλεψε κάποιο διάστημα στα ορυχεία της Νότιας Αφρικής, γύρισε στην πατρίδα του και ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Πηγαινοερχόταν τακτικά στη Νότια Αφρική για να παίρνει τα έντυπα της Σκοπιάς, και βαφτίστηκε σε ένα από αυτά τα ταξίδια, το 1961. Από τότε και έπειτα, διέδιδε με ζήλο τα καλά νέα στους ανθρώπους της περιοχής του.
Φόρτωνε το κάρο του με νερό, τρόφιμα και Γραφικά έντυπα και πήγαινε να κηρύξει από κίμπο σε κίμπο (από το ένα χωριουδάκι στο άλλο), δύο με τρεις μήνες κάθε φορά. Όταν χαλούσε το κάρο, συνέχιζε το ταξίδι καβάλα στο βόδι. Ακόμη και σε ηλικία 70 ετών, περπατούσε 200 και πλέον χιλιόμετρα μαζί με άλλους ευαγγελιζομένους.
Ο Τσάντε Κουιτούνα είχε μεγάλα κοπάδια βοδιών που έβοσκαν ελεύθερα στις γύρω πεδιάδες. Μέσα σε αυτή την πατριαρχική κοινωνία, όλοι τον θεωρούσαν αρχηγό. Οι δραστηριότητες της μέρας άρχιζαν με τον ήχο ενός κουδουνιού με τον οποίο τους καλούσε όλους να έρθουν να τον ακούσουν καθώς θα εξέταζε ένα Γραφικό εδάφιο στην τοπική γλώσσα. Τις μέρες των συναθροίσεων, ο γνωστός ήχος του κουδουνιού ειδοποιούσε περίπου 100 ανθρώπους να συγκεντρωθούν για πνευματική εκπαίδευση.
Σε όλη την περιοχή του Γκάμπος, ο Τσάντε Κουιτούνα έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος του Θεού. Εφαρμόζοντας ό,τι είχε μάθει από την προσωπική μελέτη της Γραφής και των πολύτιμων εντύπων “του πιστού και φρόνιμου δούλου”, ο αδελφός Κουιτούνα αποτελούσε εξαίρετο παράδειγμα προς μίμηση. Για να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, μετέφρασε το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» στις γλώσσες νιανέκα και κουανιάμα.
Το γραφείο της Λουάντας πληροφορήθηκε τη δραστηριότητα του αδελφού Κουιτούνα από τις εκθέσεις υπηρεσίας αγρού που έδινε κατά καιρούς μέσω των αδελφών οι οποίοι ζούσαν στο Βίντχουκ της Ναμίμπια. Προσπαθώντας να φέρει τον αδελφό Κουιτούνα σε στενότερη επαφή με άλλους Μάρτυρες, το γραφείο της Λουάντας έστειλε το 1979 τον Χέλντερ Σίλβα, έναν επίσκοπο περιοχής, για να τον συναντήσει. Ο αδελφός αυτός θυμάται καλά εκείνο το ταξίδι.
Ο αδελφός Σίλβα γράφει: «Ταξιδέψαμε 160 χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο για να φτάσουμε στο Σιάντζε. Από εκεί θα έπρεπε να διανύσουμε τα υπόλοιπα 70 χιλιόμετρα με τα πόδια. Εξαιτίας μιας σφοδρής καταιγίδας που κράτησε περίπου έξι ώρες ήταν σχεδόν αδύνατον να προχωρήσουμε. Σε μερικά σημεία το νερό έφτανε μέχρι τα γόνατά μας, αλλά δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε γιατί η περιοχή είχε πολλά άγρια ζώα. Επειδή υπήρχε πολλή λάσπη, ήταν ευκολότερο να περπατήσουμε ξυπόλητοι, και είχαμε κρεμάσει τα πράγματά μας σε ένα ραβδί που το κρατούσαμε στον ώμο μας. Τελικά, φτάσαμε στην περιοχή Λιοκαφέλα και στον προορισμό μας, το κίμπο (χωριό) του Κουιτούνα. Ήμασταν πεινασμένοι και εξαντλημένοι, και έτσι οι γυναίκες μάς έδωσαν ξινόγαλο, ένα τοπικό ποτό από καλαμπόκι που το λένε μπουλούνγκα (κισάνγκουα), κακάο και αλεσμένο καλαμπόκι που το λένε ιχίτα (πιράο ντε μασάνγκο). Αφού ξεκουραστήκαμε δίπλα σε μια μεγάλη φωτιά, ήμασταν έτοιμοι να αρχίσουμε τις προγραμματισμένες δραστηριότητες». Αυτή η επίσκεψη ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός για την οργάνωση του κηρύγματος των καλών νέων στην περιοχή Γκάμπος.
Όσοι παρευρέθηκαν στο βάφτισμα 18 καινούριων αδελφών—αντρών και γυναικών—τον Αύγουστο του 1986, στον ποταμό Κακουλουβάρ, δεν πρόκειται να το ξεχάσουν ποτέ. Ήταν το πρώτο βάφτισμα που έγινε στην περιοχή Γκάμπος μέσα στα 40 χρόνια που πέρασαν από τότε που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εκεί το άγγελμα της Βασιλείας. Οι σκαπανείς που είχαν έρθει να βοηθήσουν στο έργο σε αυτή την περιοχή έλαμπαν από χαρά. Η ευτυχία που ένιωθε ο αδελφός Κουιτούνα καθώς παρακολουθούσε το βάφτισμα δεν μπορεί να περιγραφτεί με λόγια. Χοροπηδώντας από τη χαρά του, είπε: «Νιώθω σαν τον Βασιλιά Δαβίδ όταν συνόδευε την κιβωτό του Ιεχωβά». (2 Σαμ. 6:11-15) Ο αδελφός Κουιτούνα συνεχίζει να υπηρετεί ως τακτικός σκαπανέας.
Το Έργο στη Νότια Ανγκόλα
Το 1975, η 18χρονη Τιμόλι, μια ψηλή κοπέλα από την περιοχή Χουίλα της νότιας Ανγκόλας, γνώρισε την αλήθεια χάρη στις προσπάθειες ενός σκαπανέα ονόματι Ζοσέ Τιακαταντέλα. Η Τιμόλι εκτιμούσε το Γραφικό άγγελμα, αλλά οι γονείς της τής εναντιώνονταν σφοδρά. Της στερούσαν το φαγητό, μερικές φορές μέρες ολόκληρες, τη χτυπούσαν και τελικά την πετροβόλησαν. Εφόσον κινδύνευε η ζωή της, εκείνη περπάτησε 60 χιλιόμετρα για να φτάσει στο Λουμπάκο. Εκεί είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί τις συναθροίσεις. Με τη βοήθεια των μαθημάτων ανάγνωσης και γραφής που διεξήγε η εκκλησία, προόδευσε μέχρι του σημείου να εγγραφεί στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας. Βαφτίστηκε το 1981. Η Τιμόλι έμαθε επίσης να ράβει για να κερδίζει τα προς το ζην, και φτιάχνει μόνη της τα σεμνά και λιγοστά της ρούχα. Τρεις άντρες και τέσσερις γυναίκες της φυλής της που είχαν ακούσει το άγγελμα της Βασιλείας το 1978 βαφτίστηκαν το 1980.
Κατόπιν, το 1983, ο Ζοσέ Μαρία Μουβίντι από το Λουμπάκο έκανε αίτηση να υπηρετήσει ως βοηθητικός σκαπανέας για τρεις μήνες. Πήγε προς τα νότια, κηρύττοντας σε αγροτικές περιοχές στα περίχωρα των πόλεων Ζαού και Γκάμπος. Έφτασε μέχρι την επαρχία Ναμίμπε, μεταδίδοντας τα καλά νέα στους Μουκουμπάις, την κυριαρχούσα φυλή. Διακρίνοντας τη μεγάλη ανάγκη που υπήρχε σε αυτές τις περιοχές, έγινε τακτικός σκαπανέας. Στη συνέχεια ήρθαν και άλλοι σκαπανείς.
Όταν ο αδελφός Μουβίντι κήρυξε σε εκείνη την περιοχή, οι Γραφικές αλήθειες άγγιξαν την καρδιά πολλών από αυτούς τους ανθρώπους. Άρχισαν να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές στη ζωή τους. Για να υπηρετούν τον Ιεχωβά με αποδεκτό τρόπο, έπρεπε να εγκαταλείψουν αντιγραφικές συνήθειες, όπως η πολυγαμία, η ανηθικότητα, η μέθη και οι δεισιδαιμονίες. Άρχισαν να φοράνε περισσότερα ρούχα και όχι μόνο το παραδοσιακό τσινκουάνι, ένα ύφασμα που καλύπτει τους γοφούς. Πολλά ζευγάρια άρχισαν να πηγαίνουν στο Λουμπάκο για να παντρευτούν νόμιμα. Με το ταξίδι αυτό, μερικοί έφευγαν από το χωριό πρώτη φορά στη ζωή τους! Ένα ληξιαρχείο στο Σιάντζε που είχε μείνει κλειστό δέκα χρόνια ξανάνοιξε για να ανταποκριθεί στην ξαφνική εισροή κατοίκων της περιοχής Γκάμπος οι οποίοι ήθελαν πιστοποιητικά γέννησης και ταυτότητες για να καταχωρίσουν το γάμο τους.
Δυστυχώς, ο αδελφός Μουβίντι πέθανε από ηπατίτιδα το 1986, αλλά η γεμάτη ζήλο διακονία του έφερε καλό καρπό. Χάρη στις προσπάθειες του αδελφού αυτού, καθώς και άλλων που εργάστηκαν σε εκείνες τις περιοχές, πολλά άτομα έλαβαν μαρτυρία. Σήμερα, προωθούν την αληθινή λατρεία στην περιοχή εννιά εκκλησίες και δέκα όμιλοι οι οποίοι δεν έχουν ακόμη γίνει εκκλησίες.
Η Παρακολούθηση Γίνεται Αυστηρότερη
Όταν εμφανίστηκαν οι Λαϊκοί Φρουροί (BPV) το 1984, ασκήθηκε νέα πίεση στους αδελφούς μας. Οι BPV είχαν ως αποστολή τους να διασφαλίζουν ότι παρακολουθούνταν στενά όσοι δεν είχαν ενταχθεί στις επαναστατικές διαδικασίες. Πώς εκπλήρωναν την αποστολή τους; Ο Ντομίνγκος Ματέους, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως επίσκοπος περιοχής, το θυμάται καλά αυτό: «Σε κάθε γωνία της Λουάντας έβλεπες έναν Λαϊκό Φρουρό, που τον ξεχώριζες από το μπλε του περιβραχιόνιο, με τα αρχικά BPV. Αυτός είχε την εξουσία να κάνει έρευνα σε οποιονδήποτε περαστικό. Οι αδελφοί δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να φέρνουν έντυπα στις συναθροίσεις. Το Δεκέμβριο του 1985, συνολικά 800 ομάδες φρουρών ανέλαβαν καθήκοντα στη Λουάντα, καθιστώντας το αδύνατον να διεξαχθούν οι συναθροίσεις.
»Στο πρώην Λάργκο Σέρπα Πίντο, μια ομάδα 40 περίπου φρουρών “χτένιζε” ολόκληρη την περιοχή. Τους συνόδευαν μέλη των Λαϊκών Ενόπλων Δυνάμεων για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας, μιας ομάδας οπλισμένης με πολυβόλα. Δεν ήταν ασυνήθιστο να τους ακούει κανείς να ανοίγουν πυρ όταν κυνηγούσαν κάποιον ή όταν ήθελαν να σταματήσουν ένα άτομο για ανάκριση.
»Κάποια εκκλησία είχε προγραμματίσει μια μεγάλη συνάθροιση στο σπίτι ενός αδελφού. Λίγο πριν αρχίσει το πρόγραμμα, αντιληφθήκαμε ότι ένα μέλος των BPV παρακολουθούσε τους αδελφούς που έμπαιναν και έγραφε τα ονόματά τους σε ένα σημειωματάριο. Παρά τον κίνδυνο, ο αδελφός που έμενε στο σπίτι δεν πανικοβλήθηκε. Του ήρθε στο μυαλό μια ιδέα. Αθόρυβα, πήγε πίσω από εκείνο το άτομο, και όταν τον πλησίασε αρκετά, άρχισε να φωνάζει: “Γείτονες, δείτε! Κλέφτης! Πιάστε τον!”
»Ξαφνιασμένος, ο φρουρός άρχισε να τρέχει και του έπεσαν όλα όσα είχε στα χέρια του. Καθώς οι γείτονες κατέβαιναν από την πολυκατοικία και άλλοι έσκυβαν από τα παράθυρα για να δουν τι συνέβαινε, ο αδελφός μπήκε στο σπίτι του και είπε στον πρεσβύτερο: “Αδελφέ, μπορείς να αρχίσεις τη συνάθροιση τώρα, τα πράγματα είναι υπό έλεγχο”. Όλες οι συναθροίσεις που είχαν προγραμματιστεί να γίνουν σε εκείνο το σπίτι την εβδομάδα της επίσκεψης έγιναν χωρίς άλλα προβλήματα ή ενοχλήσεις».
«Πάει, τα Έμαθαν Όλα»
Η επικοινωνία των Μαρτύρων του Ιεχωβά με τους Χριστιανούς αδελφούς τους από το εξωτερικό γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ωστόσο, ο Αντόνιο Αλμπέρτο εργαζόταν σε μια ξένη εταιρία πετρελαίου. Ο αδελφός αυτός βοηθούσε στη μεταφορά σημαντικής αλληλογραφίας ανάμεσα στους αδελφούς της Ανγκόλας και στο τμήμα της Πορτογαλίας.
Κάποια μέρα, όμως, το 1987, έπεσε στα χέρια της αστυνομίας του αεροδρομίου ένα πακέτο που περιείχε αλληλογραφία σχετική με επισκέψεις επισκόπων περιοχής και άλλα εμπιστευτικά ζητήματα. Ο αδελφός Αλμπέρτο στενοχωρήθηκε αφάνταστα. Το μεσημέρι, πήγε στο σπίτι του να δει την οικογένειά του, βέβαιος ότι σύντομα θα τον συνελάμβαναν. Τηλεφώνησε στον αδελφό που ήταν υπεύθυνος για αυτά τα ζητήματα και του είπε απλά: «Παππού, πάει, τα έμαθαν όλα».
Έπειτα ο αδελφός Αλμπέρτο πήγε με θάρρος στο σπίτι του υπεύθυνου της αστυνομικής υπηρεσίας που επέβλεπε την ασφάλεια του αεροδρομίου. Ο αδελφός τού εξήγησε ότι τον καιρό της αποικιακής κυβέρνησης ήταν στη φυλακή με μερικούς νεαρούς Πορτογάλους, ότι διατηρούσαν επαφή μέσω αλληλογραφίας και ότι ένα πακέτο με τέτοια γράμματα είχε κατασχεθεί στο αεροδρόμιο. Ο αρχηγός της ασφάλειας του έδωσε μια κάρτα για να τη δείξει στον άνθρωπο που είχε κατασχέσει το πακέτο, με την οποία ζητούσε να παραδοθεί το πακέτο στο γραφείο του. Όταν ο αδελφός έδειξε το μήνυμα στον άνθρωπο αυτόν στο αεροδρόμιο, εκείνος ταράχτηκε πάρα πολύ. Για ποιο λόγο; Επειδή δεν μπορούσε να παραδώσει την αλληλογραφία στον αρχηγό της ασφάλειας—είχαν κάψει το πακέτο! Προς μεγάλη ανακούφιση του αδελφού Αλμπέρτο, δεν είχε συμβεί κανένα κακό.
Αποφασισμένοι να Περπατούν στις Οδούς του Ιεχωβά
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος επέφερε επίσης νέα πίεση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά προκειμένου να διαρρήξουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Το Φεβρουάριο του 1984, 13 νεαροί συνελήφθησαν επειδή αρνήθηκαν να πάρουν όπλο. Από αυτούς, οι τρεις μόνο ήταν βαφτισμένοι Μάρτυρες. Οι υπόλοιποι ήταν αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι και άτομα που έκαναν Γραφική μελέτη. Παρά τις απειλές και τη σωματική κακομεταχείριση, έμειναν ακλόνητοι στην απόφασή τους να περπατούν στις οδούς του Ιεχωβά. (Ησ. 2:3, 4) Δυστυχώς, καθώς τους μετέφεραν αεροπορικώς στη Λουάντα, το αεροπλάνο συντρίφτηκε κατά την απογείωση και όλοι οι επιβάτες σκοτώθηκαν.
Τον Απρίλιο του 1985, εννιά άτομα—βαφτισμένοι Μάρτυρες, αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι και ενδιαφερόμενα άτομα—αρνήθηκαν να παραβιάσουν την ουδετερότητά τους. (Ιωάν. 17:16) Τους μετέφεραν με τρένο και στη συνέχεια με ελικόπτερο σε πεδίο σκληρών μαχών. Όταν οι στρατιώτες προσπάθησαν να τους εξαναγκάσουν να μπουν στη μάχη και ο Μανουέλ Μοράις ντε Λίμα αρνήθηκε, τον σκότωσαν επί τόπου. Ένας άλλος αδελφός χτυπήθηκε από όλμο και τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι, και έτσι τον πήραν από το πεδίο των μαχών και τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Σε δύο από τους αδελφούς είπαν: «Τα ελικόπτερα που σας έφεραν εδώ δεν είναι του Ιεχωβά», και έτσι ο μόνος τρόπος για να φύγουν ήταν με τα πόδια. Έπρεπε να περπατήσουν 200 χιλιόμετρα μέσα σε μια περιοχή με στρατεύματα ανταρτών και άγρια ζώα. Όταν έφτασαν στη Λουάντα, τους φυλάκισαν ξανά! Ωστόσο, αυτοί εξακολουθούσαν να είναι πεπεισμένοι ότι για να ζει σωστά κάποιος πρέπει να τον οδηγεί η αγάπη του για τον Ιεχωβά Θεό και το συνάνθρωπό του.—Λουκ. 10:25-28.
Σε μια άλλη περίπτωση, τέσσερις Μάρτυρες στάλθηκαν σε ένα απομονωμένο στρατόπεδο στο νοτιότερο άκρο της Ανγκόλας. Οι στρατιώτες ήταν σίγουροι ότι η ένταση του πολέμου θα ανάγκαζε τους Μάρτυρες να πάρουν όπλο για να προστατευτούν. Αντί να γίνει αυτό, όπως θυμάται ο Μιγκουέλ Γκουιαμπάτα, μερικοί αξιωματικοί, εντυπωσιασμένοι από τη σταθερότητα αυτών των αντρών και συνειδητοποιώντας ότι ήταν ακίνδυνοι, τους έδωσαν ελευθερία κινήσεων στην περιοχή. Εκείνοι χρησιμοποίησαν αυτή την ελευθερία προκειμένου να διδάξουν άλλα άτομα για την προμήθεια που κάνει ο Ιεχωβά για αιώνια ζωή μέσω του Γιου του, του Ιησού Χριστού. Το 1987, όταν γιόρτασαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, παρευρέθηκαν 47 άτομα, και σύντομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις περισσότεροι από 58.
Περίπου 300 Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ακόμη στη φυλακή το 1990 λόγω της Χριστιανικής τους ουδετερότητας. Μερικοί είχαν εκτίσει πολλαπλές ποινές, η καθεμιά από τις οποίες υπερέβαινε τα πέντε χρόνια. Άλλους τους είχαν υπό κράτηση τέσσερα χρόνια χωρίς να έχουν δικαστεί. Ακόμη και όταν δόθηκε κάποια αμνηστία, μερικοί αξιωματούχοι των φυλακών δεν ενημέρωσαν τους αδελφούς και τους κράτησαν στη φυλακή. Άλλοι καθυστέρησαν να τους αποφυλακίσουν, γιατί οι Μάρτυρες θεωρούνταν οι καλύτεροί τους εργάτες και τους εμπιστεύονταν να εργάζονται έξω από τις φυλακές επειδή δεν προσπαθούσαν να αποδράσουν. Επίσης, αυτή η αμνηστία δεν εμπόδισε τη σύλληψη και την εκτέλεση δύο ακόμη Μαρτύρων το 1994.
Αργότερα, ενώ διένεμε το φυλλάδιο Νέα της Βασιλείας Αρ. 35, μια σκαπάνισσα συνάντησε έναν πρώην στρατιωτικό ο οποίος της είπε ότι ήταν παρών στην εκτέλεση τριών Μαρτύρων που είχαν αρνηθεί να πάρουν όπλο. Όταν η αδελφή τον ρώτησε αν ο κόσμος θα ήταν καλύτερος σε περίπτωση που όλοι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, εκείνος παραδέχτηκε ότι εφόσον οι Μάρτυρες καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν το θάνατο επειδή αρνούνται να σκοτώσουν το συνάνθρωπό τους, τότε σίγουρα ο κόσμος θα είχε ειρήνη αν όλοι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πήρε το ειδικό βιβλιάριο Τι Απαιτεί ο Θεός από Εμάς;, δέχτηκε να κάνει οικιακή Γραφική μελέτη και άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις.
Τα Νερά της Αλήθειας Συνεχίζουν να Ρέουν
Ο Ιεχωβά έδωσε στον προφήτη Ιεζεκιήλ ένα όραμα στο οποίο είδε το νερό της ζωής να ρέει από το μεγάλο πνευματικό ναό του Θεού. Έρρεε κάτω από εμπόδια και γύρω από αυτά, μέσα σε απότομο έδαφος, και έδινε ζωή σε περιβάλλον που προηγουμένως ήταν θανατηφόρο. (Ιεζ. 47:1-9) Σήμερα, παρά τα εμπόδια, το ζωοπάροχο νερό της αλήθειας ρέει σε περισσότερες από 230 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ανγκόλα.
Μερικές φορές τα εμπόδια φαίνονται αξεπέραστα, αλλά το νερό της ζωής που έρχεται από τον Θεό βρίσκει δρόμο να τα ξεπεράσει. Όλη τη δεκαετία του 1980, η λογοκρισία ήταν τόσο αυστηρή ώστε σπάνια έφτανε στο γραφείο της Λουάντας αλληλογραφία από το εξωτερικό. Ωστόσο, τα Γραφικά έντυπα που περιέχουν αναζωογονητικές αλήθειες έβρισκαν δρόμο για να περνούν από τα σύνορα μεταξύ Ανγκόλας και Ναμίμπιας, τα οποία ήταν σχετικά εύκολο να τα διασχίσει κανείς. Με αυτόν τον τρόπο οι αδελφοί εφοδιάζονταν με έντυπα στην πορτογαλική και στις τοπικές γλώσσες. Η διευθέτηση αυτή λειτούργησε αποτελεσματικά σε εκείνη την περιοχή αρκετά χρόνια.
Η βοήθεια ερχόταν από πολλές πηγές. Αρκετοί επαγγελματίες βοηθούσαν τους αδελφούς να παίρνουν Γραφές. Ακόμη και κάποιοι στρατιωτικοί, μερικοί από τους οποίους είχαν συγγενείς Μάρτυρες, κινδύνεψαν πάρα πολύ για να εξυπηρετήσουν τους αδελφούς στην Ανγκόλα. Αρκετά δέματα με είδη γραφείου, καθώς και ένας καλός πολύγραφος, στάλθηκαν στο όνομα εξεχόντων προσώπων. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους επέλεξε αργότερα να συνταυτιστεί με το λαό του Ιεχωβά υπηρετώντας υπό τις διαταγές του διορισμένου από τον Θεό “Άρχοντα Ειρήνης”.—Ησ. 9:6.
Το 1984, ο Τιερί Ντιτουά και η σύζυγός του η Μανουέλα μετακόμισαν στην Ανγκόλα από το Ζαΐρ (τη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Οι ντόπιοι αδελφοί τούς αγάπησαν πάρα πολύ. Ο αδελφός Ντιτουά ήταν ψηλός και συχνά τον περνούσαν για Ρώσο. Υπό την κυβέρνηση εκείνης της εποχής, οι Ρώσοι, οι οποίοι ήταν πολλοί στην Ανγκόλα, είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων.
Αυτή η σύγχυση που δημιουργούνταν γύρω από την ταυτότητα του αδελφού χρησιμοποιούνταν επωφελώς για να μπαίνουν στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα έντυπα. Αυτά τα έντυπα εξηγούσαν πώς ο Ιεχωβά Θεός θα φέρει αληθινή ειρήνη στην ανθρωπότητα μέσω της Μεσσιανικής Βασιλείας και θα την επεκτείνει ως τα πέρατα της γης. (Ψαλμ. 72:7, 8) Ο αδελφός Ντιτουά δημιούργησε αρκετές επαγγελματικές επαφές με πιλότους αεροπορικών εταιριών οι οποίοι δέχονταν να μεταφέρουν στη χώρα κιβώτια με Γραφικά έντυπα. Στη συνέχεια ο αδελφός Ντιτουά έπαιρνε τα κιβώτια από το αεροδρόμιο και τα παρέδιδε στους αδελφούς. Προμηθευόταν επίσης φάρμακα για άρρωστους αδελφούς, τα οποία ήταν πολύ απαραίτητα.
Μέσω του αδελφού Ντιτουά, οι υπεύθυνοι αδελφοί ήρθαν σε επαφή με τον κ. Ιλίντιο Σίλβα, έναν επιχειρηματία που δώρισε δύο πολυγράφους. Ήταν πολύ δύσκολο να πάρουν οι αδελφοί τέτοιες μηχανές, επειδή η κυβέρνηση κρατούσε κατάλογο με όλες τις μηχανές γραφείου που υπήρχαν στη χώρα. Και ο κ. Σίλβα ευλογήθηκε επίσης, αφού τελικά έγινε και αυτός βαφτισμένος υπηρέτης του Ιεχωβά.
Με τους ηλεκτρονικούς πολυγράφους, δόθηκε η δυνατότητα να ανατυπώνεται Η Σκοπιά σε τεύχη των 20 σελίδων. Αυτά τα τεύχη περιείχαν σημαντικά δευτερεύοντα άρθρα τα οποία είχαν χάσει στο παρελθόν οι αδελφοί της Ανγκόλας. Μέσα σε σύντομο διάστημα, διανέμονταν περίπου 10.000 αντίγραφα κάθε τεύχους. Πολυγραφήθηκε επίσης το βιβλιάριο Καθημερινή Εξέταση των Γραφών, το οποίο οι αδελφοί εκτίμησαν πάρα πολύ. Από την Πορτογαλία, στάλθηκε επιλεγμένη ύλη από το βιβλίο «Όλη η Γραφή Είναι Θεόπνευστη και Ωφέλιμη» για να πολυγραφηθεί και αυτή. Αργότερα, οι αδελφοί μπόρεσαν να λάβουν την ύλη αυτή σε μορφή βιβλιαρίου, το οποίο συνέβαλε στον εμπλουτισμό του προγράμματος της Σχολής Θεοκρατικής Διακονίας. Πόσο αναζωογονητικές ήταν όλες εκείνες οι πνευματικές προμήθειες!
Η θεϊκή ευλογία φαινόταν επίσης και από την αύξηση του αριθμού των ατόμων που αινούσαν τον Ιεχωβά στη χώρα. Στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1987, ο αριθμός εκείνων που έδιναν έκθεση έργου ως Μάρτυρές του έφτασε τους 8.388, μια αύξηση 150 τοις εκατό και πλέον από το 1978, το έτος κατά το οποίο επιβλήθηκε η απαγόρευση. Ο αριθμός των εκκλησιών επίσης πολλαπλασιάστηκε—από 33 έγιναν 89. Παρότι οι αδελφοί πρόσεχαν πολύ προτού καλέσουν τα νεοενδιαφερόμενα άτομα στις συναθροίσεις, οι παρόντες σε αυτές έφταναν περίπου το 150 τοις εκατό του αριθμού των ευαγγελιζομένων. Οι ευαγγελιζόμενοι δαπανούσαν γύρω στις 18 ώρες το μήνα στην υπηρεσία αγρού και οι οικιακές Γραφικές μελέτες έφτασαν τον ανώτατο αριθμό των 23.665! Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν οικονομικά προβλήματα και τα τρόφιμα ήταν λιγοστά. Αλλά η εμπιστοσύνη των αδελφών μας στις υποσχέσεις του Ιεχωβά τούς έδινε τη δύναμη να κρατούν το κεφάλι ψηλά. Ήταν αποφασισμένοι να “αναγγέλλουν το λόγο του Θεού με τόλμη”.—Πράξ. 4:31.
Ειδική Εκπαίδευση για τους Επισκόπους Περιοχής
Οι περιοδεύοντες επίσκοποι, οι οποίοι έδιναν συνεχώς από τον εαυτό τους για να ωφελήσουν τις εκκλησίες, χρειάζονταν και αυτοί ενθάρρυνση. Πόσο ενθουσιάστηκαν όταν έμαθαν ότι είχαν γίνει διευθετήσεις για να παρακολουθήσουν ένα ειδικό σεμινάριο για τους περιοδεύοντες επισκόπους στη Λισαβώνα της Πορτογαλίας, το Νοέμβριο του 1988!
Φανταστείτε πόσο χαίρονταν καθώς συναναστρέφονταν καθημερινά με την οικογένεια Μπέθελ της Πορτογαλίας! Ο Λούις Καρντόσο, ο οποίος παρακολούθησε αυτό το σεμινάριο, συνοψίζει το πώς αισθάνθηκαν: «Ήταν μια εξαιρετικά όμορφη περίοδος για εμένα. Η οικογένεια Μπέθελ στην Πορτογαλία μάς υποδέχτηκε θερμότατα. Οι αδελφοί δεν ήξεραν τι να κάνουν για να μας ευχαριστήσουν. Οι 34 αυτές μέρες ήταν γεμάτες χαρούμενη δραστηριότητα και εκπαίδευση».
Στην αρχή υπηρέτησαν δύο εβδομάδες με περιοδεύοντες επισκόπους στις περιοχές της Πορτογαλίας για να διδαχτούν παρατηρώντας τους. Τις επόμενες δύο εβδομάδες παρακολούθησαν το σεμινάριο. Αυτό ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θεοκρατικό τους έργο και τους προετοίμασε για τα μαθήματα της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας στην οποία θα συμμετείχαν ως εκπαιδευτές. Την ακόλουθη εβδομάδα, παρακολούθησαν τα μαθήματα της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας για τους πρεσβυτέρους και τους διακονικούς υπηρέτες της Πορτογαλίας. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους αδελφούς της Ανγκόλας να παρατηρήσουν πώς δίδασκαν οι περιοδεύοντες επίσκοποι της Πορτογαλίας στους τοπικούς πρεσβυτέρους όσα είχαν μάθει στο σεμινάριο.
«Το σεμινάριο αυτό με δίδαξε τι σημαίνει να είσαι καλός σπουδαστής», λέει ο αδελφός Καρντόσο. «Έμαθα να μελετάω και να κάνω έρευνα σε βαθμό που δεν είχα κάνει ποτέ προηγουμένως. Με το παράδειγμά τους, οι αδελφοί μάς δίδαξαν πώς να προσέχουμε τις συζύγους μας για να μπορούμε να υπηρετούμε μαζί τους ενωμένα. Αυτή η αξέχαστη περίοδος έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν οι αδελφοί μάς έδειξαν το “Φωτόδραμα της Δημιουργίας”. Είχα ακούσει πάρα πολλά για αυτό, και τώρα ήμουν κατενθουσιασμένος που το έβλεπα».
Η εκπαίδευση συνεχίστηκε όταν ο Μάριο Νόμπρε, επίσκοπος περιοχής από την Πορτογαλία, διορίστηκε τον Οκτώβριο του 1990 να υπηρετήσει μαζί με τους επισκόπους περιοχής της Ανγκόλας στις επισκέψεις που θα έκαναν σε εκκλησίες της χώρας τους. Έμεινε δύο μήνες για να εκπαιδεύσει τους αδελφούς, και εκείνοι εκτίμησαν πάρα πολύ την καλοσύνη και την υπομονή του.
Με ιδιαίτερη χαρά αφηγείται ο αδελφός Νόμπρε την εμπειρία που είχε λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Ανγκόλα: «Είχαν γίνει διευθετήσεις να κάνω μια δημόσια ομιλία σε κάποια εκκλησία 198 ευαγγελιζομένων. Εντυπωσιάστηκα βαθιά όταν είδα 487 παρόντες. Προς έκπληξή μου, ο προεδρεύων επίσκοπος μου ζήτησε να ξανακάνω την ομιλία. Μόνο η μισή εκκλησία την είχε παρακολουθήσει! Φυσικά δέχτηκα, και 461 άτομα παρακολούθησαν τη δεύτερη ομιλία, ανεβάζοντας το σύνολο των παρόντων στους 948!»
Στο διάστημα της παραμονής του, ο αδελφός Νόμπρε έμαθε πολλά για την καθημερινή ζωή των αδελφών στην Ανγκόλα. Διαπίστωσε ότι οι πυροβολισμοί έκαναν επικίνδυνους τους δρόμους της Λουάντας, αλλά προσαρμόστηκε γρήγορα στην κατάσταση και συγκέντρωσε την προσοχή του στο ασυνήθιστα μεγάλο ενδιαφέρον που έδειχναν οι άνθρωποι για το άγγελμα της Βασιλείας. Σχετικά με το κατάλυμά του, ο ίδιος λέει: «Οι αδελφοί μού έδωσαν το καλύτερο που είχαν. Είχαμε μόνο τα εντελώς απαραίτητα, αλλά ήταν αρκετά».
Σοβαρή Ξηρασία
Στις αρχές του 1990, ο ιππέας του μαύρου αλόγου της Αποκάλυψης—η πείνα—άφησε τα ίχνη του στη νότια Ανγκόλα όταν μια σοβαρή τρίμηνη ξηρασία έπληξε δριμύτατα την περιοχή. (Αποκ. 6:5, 6) Οι σοδειές καταστράφηκαν. Οι άνθρωποι υπέφεραν πολύ. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ντιάριο ντε Νοτίσιας (Diário de Notícias) της Λισαβώνας, τουλάχιστον 10.000 άνθρωποι πέθαναν από την ξηρασία.
Όταν τα νέα για αυτή την κατάσταση έφτασαν στο γραφείο τμήματος της Πορτογαλίας, οι αδελφοί έστειλαν αμέσως δύο μεγάλα εμπορευματοκιβώτια μέσω αδελφών και μέσω κάποιων επιχειρηματιών που ενδιαφέρονταν για τη Γραφική αλήθεια. Το ένα εμπορευματοκιβώτιο πήγε στην Μπενγκουέλα και το άλλο στη Λουάντα.
Το γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής έστειλε μια νταλίκα με 25 τόνους είδη πρώτης ανάγκης μέσω της Ναμίμπια. Όταν οι αδελφοί έφτασαν στο Βίντχουκ, ζήτησαν άδεια από τον πρόξενο της Ανγκόλας για να μπουν στη χώρα και να μεταφέρουν τις προμήθειες στους Χριστιανούς αδελφούς τους. Παρότι ο πρόξενος ήξερε ότι οι Μάρτυρες δεν ήταν αναγνωρισμένοι στην Ανγκόλα, τακτοποίησε ευχαρίστως τα απαραίτητα έγγραφα για να μεταφερθεί η βοήθεια στους αδελφούς που υπέφεραν. Μάλιστα έλαβε πρόνοια να υπάρξει και στρατιωτική συνοδεία για να φτάσουν οι προμήθειες στον προορισμό τους με ασφάλεια.
Όταν η νταλίκα έφτασε στην προσωρινή γέφυρα του ποταμού Κουνένε, οι αδελφοί χρειάστηκε να μεταφέρουν όλα τα πράγματα σε ένα μικρότερο φορτηγό και μετά τα ξαναέβαλαν στην νταλίκα όταν έφτασαν ασφαλείς στην άλλη πλευρά. Αφού πέρασε από 30 και πλέον σημεία στρατιωτικού ελέγχου, η νταλίκα έφτασε στο Λουμπάκο. Αυτή η επιτυχημένη αποστολή προετοίμασε το δρόμο για άλλα τρία ταξίδια, με το καθένα από τα οποία μεταφέρθηκαν τόνοι πολύτιμων ειδών πρώτης ανάγκης.
Ο Φλάβιο Τεσέιρα Κεντάλ, που ήταν στο Λουμπάκο όταν έφτασε η πρώτη νταλίκα, θυμάται τα εξής: «Όταν είδαμε την νταλίκα να έρχεται περίπου στις τρεις το απόγευμα, νιώσαμε μεγάλη χαρά και ανακούφιση, αλλά και έκπληξη μαζί με κάποια ανησυχία. Πού θα αποθηκεύαμε 25 τόνους έντυπα, ρούχα και τρόφιμα; Η Αίθουσα Βασιλείας μας δεν είχε ούτε πόρτες ούτε παράθυρα, και το σπίτι μας ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει όλα αυτά τα κιβώτια. Βάλαμε όλα τα πράγματα στην Αίθουσα Βασιλείας και οργανώσαμε γρήγορα τους αδελφούς για να προσέχουν το χώρο μέρα νύχτα».
Όλες οι προμήθειες μοιράστηκαν αμέσως. Ο αδελφός Κεντάλ συνεχίζει: «Ήταν καιρός πολέμου. . . . Τότε, πολλές φορές είχαμε μόνο ένα περιοδικό για ολόκληρη την εκκλησία. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν στον Ιεχωβά, στην οργάνωσή του και στους αγαπητούς μας αδελφούς που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για αδελφούς τους οποίους ούτε καν γνώριζαν! Αυτό μας θύμισε τι είδους αγάπη είχε δείξει ο Ιησούς για την ανθρωπότητα όταν έδωσε την ανθρώπινη ζωή του για χάρη των άλλων».—Ιωάν. 3:16.
Μια ευχαριστήρια επιστολή από τους πρεσβυτέρους της Μπενγκουέλας έλεγε: «Το περασμένο σαββατοκύριακο είχαμε πολλή δραστηριότητα καθώς 32 εθελοντές μοίρασαν τις προμήθειες που λάβαμε. Ευχαριστούμε εκείνους των οποίων η καλή καρδιά υποκινήθηκε να μας στείλει αυτό το δώρο». Παρά την πείνα, κανένας από τους αδελφούς της περιοχής δεν πέθανε από ασιτία.
Υπόσχεση για Σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Στις 31 Μαΐου 1991, οι αντίπαλες φατρίες της Ανγκόλας υπέγραψαν συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα μια περίοδο σχετικής ειρήνης. Συμφωνήθηκε να θεσπιστεί ένα καινούριο σύνταγμα το οποίο θα υποσχόταν σεβασμό για τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα. Ο 16ετής εμφύλιος πόλεμος είχε αφήσει τη χώρα ερημωμένη. Περίπου 300.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί. Η αναμενόμενη διάρκεια ζωής για τους άντρες ήταν 43 χρόνια, και για τις γυναίκες 46. Η ανεργία και ο πληθωρισμός είχαν ανέλθει στα ύψη. Το εκπαιδευτικό σύστημα είχε πληγεί σοβαρά. Χρειαζόταν μαζική αποκατάσταση. Θα ανακούφιζαν οι νέες εξελίξεις τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από την απαγόρευση που ίσχυε από το 1978;
Στις 22 Οκτωβρίου 1991, υποβλήθηκε στον υπουργό δικαιοσύνης αίτημα για την καταχώριση του θρησκευτικού συλλόγου των Μαρτύρων του Ιεχωβά της Ανγκόλας. Επίσης, εκδόθηκε δελτίο τύπου για να γίνει αυτό το αίτημα γνωστό στο κοινό.
Την επόμενη κιόλας μέρα, η εφημερίδα Ζορνάλ ντε Ανγκόλα δημοσίευσε ένα άρθρο που έλεγε εν μέρει: «Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο των Μαρτύρων στην Ανγκόλα, υπάρχει αισιοδοξία ως προς την αναγνώριση του Συλλόγου, και η αρχική ανταπόκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης ήταν ικανοποιητική». Το άρθρο ανασκοπούσε επίσης την ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανγκόλα, καθώς και το ιστορικό τους σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Μοζαμβίκη, στις οποίες οι απαγορεύσεις που είχαν τεθεί στο έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχαν ήδη αρθεί.
Για πρώτη φορά στην Ανγκόλα, δινόταν ευνοϊκή δημοσιότητα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά! Έπειτα από αρκετές μέρες, ο διευθυντής της εφημερίδας είπε ότι είχε λάβει πολλά τηλεφωνήματα, ακόμη και από άτομα με θέσεις επιρροής, με τα οποία δέχτηκε συγχαρητήρια για τη δημοσίευση αυτού του άρθρου.
«Μια Εμπειρία που Δεν θα Ξεχάσω Ποτέ»
Ήδη οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν αρχίσει να συναθροίζονται πιο ελεύθερα. Εκκλησίες με 100 ευαγγελιζομένους ανέφεραν ότι 300 ως 500 άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις! Πού θα δέχονταν αυτά τα πλήθη οι Μάρτυρες, οι οποίοι μέχρι τότε ήταν υποχρεωμένοι να συναθροίζονται ανά μικρές ομάδες σε σπίτια; Μερικοί αδελφοί που είχαν αυλές τοποθετούσαν μια λαμαρίνα ως στέγη και διέθεταν το χώρο για να τον χρησιμοποιήσει η εκκλησία. Πολλές εκκλησίες συναθροίζονταν στο ύπαιθρο. Στους ευαγγελιζομένους δινόταν η προτροπή να καλούν στις συναθροίσεις και στις συνελεύσεις μόνο τα άτομα που είχαν προχωρήσει πολύ στη Γραφική τους μελέτη επειδή δεν υπήρχε χώρος για όλους τους υπόλοιπους. Χρειάζονταν επειγόντως τόποι λατρείας.
Ο Ντάγκλας Γκεστ και ο Μάριο Π. Ολιβέιρα στάλθηκαν από την Πορτογαλία για να βοηθήσουν τους αδελφούς να αξιολογήσουν το έργο που υπήρχε μπροστά τους και να εξετάσουν τις μελλοντικές ανάγκες. Στη διάρκεια της παραμονής τους, έγιναν ειδικές συναθροίσεις με τους πρεσβυτέρους και τους σκαπανείς των 127 εκκλησιών της Λουάντας. Δόθηκε η ευκαιρία να γίνει μια συνάντηση με πρεσβυτέρους από 30 εκκλησίες οι οποίες βρίσκονταν εκτός της πρωτεύουσας. Εκπροσωπήθηκαν όλα τα μέρη της χώρας. Τι εποικοδομητική περίσταση ήταν αυτή!
Αλλά και για τον αδελφό Γκεστ ήταν πολύ συγκινητική εμπειρία. Είχε συνεργαστεί στενά με αυτούς τους αδελφούς μέσω αλληλογραφίας επί 30 και πλέον χρόνια. Αναπολώντας την επίσκεψη, λέει: «Ήταν αξιοσημείωτο ότι δεν παραπονιούνταν για τα όσα περνούσαν στη ζωή. Τα γελαστά τους πρόσωπα ακτινοβολούσαν από μια εσωτερική ειρήνη που φανέρωνε ότι ήταν πνευματικά ζωντανοί και υγιείς. Η μόνη τους συζήτηση ήταν οι προοπτικές που υπήρχαν για την επέκταση του έργου κηρύγματος στη χώρα τους. Ήταν μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Νομική Αναγνώριση για Άλλη μια Φορά
Στις 10 Απριλίου 1992, η εφημερίδα της κυβέρνησης, η Ντιάριο ντα Ρεπούμπλικα (Diário da República), δήλωσε ότι ο Σύλλογος των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε αναγνωριστεί νομικά. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν απόλυτα αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις ευκαιρίες που τους παρείχε αυτή η αναγνώριση. Σύντομα, υπήρξε ένας νέος ανώτατος αριθμός 18.911 ευαγγελιζομένων—30 τοις εκατό περισσότεροι από το μέσο όρο του προηγούμενου χρόνου. Οι 56.075 οικιακές Γραφικές μελέτες—κατά μέσο όρο 3 μελέτες ανά ευαγγελιζόμενο—φανέρωναν ότι υπήρχαν προοπτικές για μεγάλο θερισμό.
Το τμήμα της Νότιας Αφρικής ειδοποιήθηκε τότε ότι θα μπορούσε να στέλνει στην Ανγκόλα τη Σκοπιά, το Ξύπνα! και άλλα έντυπα. Έγινε η αγορά δύο φορτηγών για να διευκολυνθεί η τοπική διανομή στις εκκλησίες. Πόσο ενθουσιάστηκαν οι αδελφοί όταν έφτασαν τα 24.000 αντίτυπα της Σκοπιάς 1 Μαΐου 1992 και τα 12.000 αντίτυπα του Ξύπνα! 8 Μαΐου 1992! Σε λίγο έφτασε και μια επαρκής ποσότητα βιβλίων με τα οποία θα μπορούσαν να διεξάγουν τις οικιακές Γραφικές τους μελέτες. Πριν από αυτό, μερικοί ευαγγελιζόμενοι μάθαιναν απέξω όλες τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του εντύπου μελέτης για να κάνουν τη μελέτη.
Δύσκολοι Καιροί και Πάλι!
Οι βιαιότητες δεν ήταν κάτι που ανήκε οριστικά στο παρελθόν. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1992, ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε και πάλι να ερημώνει τη χώρα. Στις 30 Οκτωβρίου ξέσπασαν σφοδρές μάχες σε πέντε μεγάλες πόλεις: στο Λουμπάκο, στην Μπενγκουέλα, στο Χουάμπο, στο Λομπίτο και ιδιαίτερα στη Λουάντα, όπου αναφέρθηκε ότι σκοτώθηκαν 1.000 άτομα τις πρώτες μέρες των μαχών.
Τα νοσοκομεία γέμιζαν ασφυκτικά. Πτώματα κείτονταν στους δρόμους. Εξαπλώθηκαν επιδημίες. Επί αρκετές εβδομάδες δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε τρόφιμα ούτε νερό. Οι κλοπές και οι λεηλασίες αφθονούσαν. Μεγάλος αριθμός πολιτών είχε τραυματιστεί.
Αρκετοί Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Λουάντα σκοτώθηκαν, και άλλοι αγνοούνταν. Όταν έφτασαν στην Πορτογαλία τα νέα για τις φοβερές συνθήκες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι αδελφοί μας, το γραφείο τμήματος έστειλε αμέσως τρόφιμα και ιατρικά εφόδια.
Στο διάστημα κατά το οποίο γίνονταν μάχες μεταξύ των πολιτικών φατριών, το κοινό παρατήρησε την αυστηρή ουδετερότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ακούστηκαν ευνοϊκά σχόλια για το γεγονός ότι οι Μάρτυρες ήταν οι μόνοι που δεν αναμειγνύονταν στην πολιτική και δεν υποστήριζαν κανέναν στις διαμάχες για την κατάληψη της εξουσίας. Εκείνοι που άρχισαν να ενδιαφέρονται πλησίαζαν τους Μάρτυρες στο δρόμο για να τους ζητήσουν Γραφική μελέτη.
Όσο για το πώς έβλεπαν οι ίδιοι οι Μάρτυρες την κατάστασή τους, αυτοί ήταν πεπεισμένοι ότι τα όσα περνούσαν εκπλήρωναν Βιβλικές προφητείες, και αυτό ισχυροποιούσε ακόμη περισσότερο την πεποίθησή τους στη Βασιλεία του Θεού. Κατάλαβαν πόσο επίκαιρη ήταν η μελέτη του βιβλίου Αποκάλυψη—Το Μεγαλειώδες Αποκορύφωμά της Πλησιάζει!, και ιδιαίτερα η μελέτη του μέρους που εξετάζει τις δραστηριότητες του θηρίου σε αυτές τις τελευταίες μέρες.
Μήνυμα από το Κυβερνών Σώμα
Λίγο μετά το νέο ξέσπασμα των βιαιοτήτων, το Κυβερνών Σώμα έστειλε στο τμήμα της Πορτογαλίας μια εγκάρδια επιστολή στην οποία εξέφραζε το ενδιαφέρον του για τους αδελφούς της Ανγκόλας. Η επιστολή ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, και με τις άμεσες ανάγκες των Ανγκολέζων αδελφών. Στον επίλογο, το Κυβερνών Σώμα ζητούσε να διαβιβαστεί η θερμή του αγάπη σε αυτούς τους αδελφούς.
Όταν έλαβαν αυτό το μήνυμα στη Λουάντα, οι αδελφοί εξέφρασαν την εγκάρδια ευγνωμοσύνη τους στον Ιεχωβά για αυτή τη στοργική οργάνωση που φροντίζει τόσο τρυφερά το λαό του σε καιρούς στενοχώριας. Αυτή η έκφραση αγάπης παρηγόρησε ιδιαίτερα τις οικογένειες αδελφών οι οποίοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εκείνον το βίαιο καιρό.
Μια Συνέλευση Περιφερείας που Αποτέλεσε Ορόσημο
Τον Ιανουάριο του 1993, τα πράγματα είχαν ηρεμήσει κάπως στη Λουάντα, και έτσι πολλοί ευαγγελιζόμενοι από διάφορα μέρη της χώρας μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη Συνέλευση Περιφερείας «Φορείς Φωτός» η οποία διεξάχθηκε στην πρωτεύουσα. Μερικοί ήρθαν από μακρινές αποστάσεις με τα πόδια. Μια αδελφή από την επαρχία Χουάμπο περπάτησε εφτά μέρες με τα τέσσερα μικρά της παιδιά, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν μόλις έξι χρονών. Έφτασε κατακουρασμένη αλλά χαρούμενη, αποβλέποντας στο πνευματικό συμπόσιο που θα απολάμβαναν.
Οι αδελφοί νοίκιασαν το Περίπτερο της Βιομηχανικής Έκθεσης για δύο εβδομάδες. Η Πορτογαλία έστειλε τις γεννήτριες και τα ηχητικά. Παρότι οι αδελφοί είχαν προσκαλέσει μόνο όσους παρακολουθούσαν τακτικά τις συναθροίσεις, το περίπτερο ήταν κατάμεστο και στις δύο συνελεύσεις. Ο συνολικός αριθμός των παρόντων ανήλθε στους 24.491. Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσαν οι αδελφοί της Ανγκόλας να απολαύσουν ολόκληρο το τριήμερο πρόγραμμα της συνέλευσης περιφερείας, καθώς επίσης και το δράμα. Σε εκείνες τις συνελεύσεις βαφτίστηκαν 629 καινούριοι διάκονοι, και οι παρευρισκόμενοι χάρηκαν πάρα πολύ που πήραν το ειδικό βιβλιάριο Απολαύστε Ζωή στη Γη για Πάντα! στις γλώσσες κικόνγκο, κιμπούντου και ουμπούντου, καθώς και το ειδικό βιβλιάριο Ενδιαφέρεται Πραγματικά ο Θεός για Εμάς; στην πορτογαλική.
Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρατηρούσαν προσεκτικά την εξαίρετη διαγωγή των παρευρισκόμενων Μαρτύρων. Τα όσα έβλεπαν βρίσκονταν σε άκρα αντίθεση με τα γεγονότα που συνέβαιναν στη Λουάντα. Τη μέρα που άρχισε η πρώτη συνέλευση, έγιναν σε διάφορους δήμους της πόλης επεισόδια εναντίον κάποιων προσφύγων που είχαν επιστρέψει. Σκοτώθηκαν πολλοί, και εκατοντάδες άτομα τραυματίστηκαν. Οι λεηλασίες ήταν αδύνατο να ελεγχθούν. Καταστράφηκαν σπίτια—μάλιστα και σπίτια μερικών αδελφών. Αυτό το μαύρο σύννεφο των νέων βιαιοτήτων έκανε ακόμη πιο έντονη την αντίθεση με το πνευματικό φως που απολάμβανε ο λαός του Ιεχωβά.—Ησ. 60:2.
Εκκλησίες Χάνουν την Επαφή με το Γραφείο
Εξαιτίας των νέων μαχών, οι περισσότερες εκκλησίες των επαρχιών έχασαν σιγά σιγά την επαφή τους με το γραφείο της Λουάντας. Ο στρατός της αντίστασης εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Χουάμπο τον Ιανουάριο του 1993, και επακολούθησαν άγριες μάχες. Οι αδελφοί έφυγαν όλοι μαζί στα δάση, ενώ αυτή η όμορφη πόλη καταστράφηκε σχεδόν εντελώς. Επί τέσσερις μήνες δεν είχε φτάσει κανένα απολύτως νέο από τις 11 εκκλησίες που υπήρχαν προηγουμένως εκεί. Τελικά, τον Απρίλιο, λήφθηκε ένα σύντομο μήνυμα: «Παρόντες στην Ανάμνηση των 11 εκκλησιών του Χουάμπο: 3.505. Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε να θρηνήσουμε απώλειες». Πόσο ευχάριστη ήταν η είδηση ότι κανένας αδελφός δεν είχε σκοτωθεί!
Στους επόμενους μήνες και στα επόμενα χρόνια, έφτασαν περισσότερες ειδήσεις οι οποίες έκαναν φανερή την πιστότητα και την υπομονή των αδελφών. Μια εκκλησία ανέφερε: «Η χειρότερη εποχή ήταν μια περίοδος δύο μηνών στην οποία οι μάχες ήταν τόσο σκληρές που δεν τολμούσε κανείς να βγει τη μέρα στο δρόμο. Οι αδελφοί μαζεύτηκαν όλοι μαζί στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Τη νύχτα έβγαιναν να βρουν νερό το οποίο στη συνέχεια έβραζαν για να έχουν κάτι να πιουν την επόμενη μέρα. Σε πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι που προσπαθούσαν να διασχίσουν το δρόμο για να πάνε στο απέναντι κτίριο έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες ελεύθερων σκοπευτών. Πώς προμηθεύονταν οι αδελφοί τρόφιμα; Έβαζαν όλοι μαζί χρήματα και αγόραζαν ρύζι από τους στρατιώτες σε εξωφρενικές τιμές. Το κάθε άτομο έπαιρνε ένα φλιτζάνι ρύζι τη μέρα. Όταν δεν μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα, προσπαθούσαν να κατευνάσουν την πείνα τους πίνοντας βρασμένο νερό. Δεν μπορούσαν να λαβαίνουν έντυπα, αλλά για να διατηρηθούν ισχυροί πνευματικά, διάβαζαν ξανά και ξανά τα περιοδικά και τα βιβλία που είχαν. Ως αποτέλεσμα, τώρα αισθάνονται ακόμη πιο κοντά στον Ιεχωβά».
Μια εκκλησία στην επαρχία Κουάνζα Νόρτε έχασε την επαφή με το γραφείο της Λουάντας για δύο χρόνια. Αν και απομονωμένοι, οι ντόπιοι αδελφοί κρατούσαν ακριβή στοιχεία για τη συμμετοχή τους στην υπηρεσία αγρού καθώς και για τις συνεισφορές που λάβαιναν. Παρότι βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, ποτέ δεν άγγιξαν αυτά τα ποσά για προσωπική τους χρήση. Μάλιστα, συνέχιζαν να κάνουν και οι ίδιοι μικρές συνεισφορές για το παγκόσμιο έργο. Μόλις μπόρεσαν τελικά να έρθουν σε επαφή με το γραφείο, παρέδωσαν αυτά τα χρήματα. Τι παράδειγμα εκτίμησης για την ορατή οργάνωση του Ιεχωβά!
Επέκταση στο Μπέθελ
Στα τέλη του 1992, ο Σύλλογος των Μαρτύρων του Ιεχωβά μπόρεσε να αγοράσει το τριώροφο κτίριο που νοίκιαζε μέχρι τότε για να το χρησιμοποιεί ως γραφείο της η επιτροπή της χώρας. Το ίδιο εκείνο έτος, μπόρεσε επίσης να νοικιάσει ένα χώρο που ήταν ιδανικός για την αποθήκευση εντύπων και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αργότερα για απλές εκτυπωτικές εργασίες. Ύστερα από δύο χρόνια, έγιναν κάποια σχέδια για να ανακαινιστεί το τριώροφο κτίριο και να προστεθεί ένα τριώροφο παράρτημα.
Ήταν αδύνατον να αγοραστούν εδώ τα υλικά για αυτό το οικοδομικό έργο, και έτσι το κτίριο που σχεδιάστηκε προκατασκευάστηκε στην Πορτογαλία και στάλθηκε στην Ανγκόλα με εμπορευματοκιβώτια. Ο Κάρλος Κούνεα, ο Ζόρζε Πεγκάντο και ο Νοέ Νούνες ήρθαν από την Πορτογαλία για να διαθέσουν τις οικοδομικές τους ικανότητες σε αυτό το έργο. Ο επίσκοπος της οικοδόμησης, ο Μάριο Π. Ολιβέιρα από την Πορτογαλία, αφηγείται: «Όταν άρχισε η οικοδόμηση τον Ιούλιο του 1994, το Μπέθελ ήταν μια κυψέλη που έσφυζε από δραστηριότητα καθώς έρχονταν τα εμπορευματοκιβώτια το ένα μετά το άλλο. Σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας βοήθησαν να ξεφορτώσουμε τα εμπορευματοκιβώτια στα οποία υπήρχαν όλα τα εργαλεία και τα υλικά της οικοδόμησης: μπογιές, πλακάκια, πόρτες, κουφώματα παραθύρων, και ούτω καθεξής. Η οικογένεια Μπέθελ είχε διαβάσει για προγράμματα οικοδόμησης που εξοικονομούν χρόνο, αλλά τώρα δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους καθώς έβλεπαν το τριώροφο κτίριο να στήνεται τόσο γρήγορα».
Όταν τελείωσε το έργο, ήρθε μια ευχαριστήρια επιστολή από έναν ντόπιο αδελφό, η οποία έλεγε: «Ευχαριστώ τον Ιεχωβά που μου επιτράπηκε να συμμετάσχω στην οικοδόμηση του καινούριου Μπέθελ. Στην αρχή φαινόταν σαν όνειρο, αλλά έγινε πραγματικότητα. Ήταν θαυμάσιο το προνόμιο που είχα να μπορώ να είμαι παρών στην εξέταση του εδαφίου της ημέρας, και αυτό με ενθάρρυνε πάρα πολύ. Γνώρισα επίσης όλους τους αδελφούς της οικογένειας Μπέθελ ονομαστικά, μερικούς από τους οποίους τους είχα δει μόνο σε ομιλίες που έκαναν στις συνελεύσεις περιφερείας. Παρακαλώ τον Ιεχωβά, αν γίνει στο μέλλον ένα καινούριο Μπέθελ ή κάποιο άλλο οικοδομικό έργο, να έχω το μεγάλο προνόμιο να μου επιτραπεί να συμμετάσχω στις εργασίες».
Αργότερα έγινε η αγορά μιας έκτασης 45 στρεμμάτων, η οποία βρίσκεται περίπου δέκα χιλιόμετρα έξω από τη Λουάντα, για να εξυπηρετηθούν οι αυξανόμενες ανάγκες. Ευελπιστούμε να ανεγερθεί σε αυτή την τοποθεσία ένα καινούριο γραφείο με οίκο Μπέθελ.
Αδελφοί και αδελφές από άλλες χώρες οι οποίοι επιθυμούσαν να βοηθήσουν ήρθαν στην Ανγκόλα. Οχτώ ιεραπόστολοι ήρθαν το Μάιο και τον Ιούνιο του 1994. Αδελφοί από τη Νότια Αφρική έκαναν αρκετά ταξίδια για να βοηθήσουν στην εγκατάσταση ενός καινούριου πιεστηρίου και για να διδάξουν τους ντόπιους αδελφούς πώς να το χρησιμοποιούν. Αδελφοί από την Πορτογαλία ήρθαν να βοηθήσουν το γραφείο σε ζητήματα σχετικά με τα κομπιούτερ, τα λογιστικά και άλλα οργανωτικά θέματα. Μπεθελίτες που ήρθαν να υπηρετήσουν από τον Καναδά και τη Βραζιλία πρόσφεραν και αυτοί τα ταλέντα τους. Πόσο εκτίμησαν οι αδελφοί το πρόθυμο πνεύμα με το οποίο βοήθησαν τέτοια άτομα τόσο στο έργο όσο και στην εκπαίδευση των ντόπιων αδελφών σε πολύτιμες εργασίες!
Οι Συνελεύσεις Δίνουν Ευνοϊκή Μαρτυρία
Το 1994 έγιναν διευθετήσεις να διεξαχθούν συνελεύσεις περιφερείας σε περισσότερες τοποθεσίες. Για πρώτη φορά, έγιναν δύο συνελεύσεις στις επαρχίες: μία στην Μπενγκουέλα με 2.043 παρόντες και μία στη Ναμίμπε, την οποία παρακολούθησε ένας ανώτατος αριθμός 4.088 ατόμων. Το σύνολο των παρόντων σε όλες τις συνελεύσεις ανήλθε στους 67.278 και βαφτίστηκαν 962.
Ο διευθυντής κάποιων εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από όσα είδε ώστε παραχώρησε δωρεάν το χώρο του για δύο εβδομάδες. Ένα ενδιαφερόμενο άτομο είπε: «Πόσο ωραία ένιωθα βλέποντας τους ευγενικούς τρόπους σας! Δεν ήρθα να σας κατασκοπεύσω—θέλω να συνεχίσω να είμαι μαζί σας. Σας παρακαλώ να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη: να μου στείλετε έναν δάσκαλο όσο πιο σύντομα γίνεται, για να μπορέσω και εγώ να ακολουθήσω πιστά το παράδειγμά σας».
Για τη Συνέλευση Περιφερείας «Χαρούμενοι Υμνητές», τον Αύγουστο του 1995, οι Μάρτυρες βρήκαν ένα μεγάλο στάδιο στο κέντρο της Λουάντας. Οι αδελφοί αντικατέστησαν πολλά από τα ξύλινα καθίσματα, έβαψαν το χώρο και έκαναν επισκευές στα υδραυλικά. Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό στην πρόσκληση που του έγινε για να παρευρεθεί; Η ανταπόκριση ήταν συγκλονιστική! Το πρώτο σαββατοκύριακο, το γήπεδο είχε γεμίσει όλο και το πλήθος είχε φτάσει μέχρι και στο γρασίδι—κατέκλυσε επίσης όλο το χώρο κάτω από τις κερκίδες. Οι εκπρόσωποι της συνέλευσης ενθουσιάστηκαν όταν έμαθαν ότι οι παρόντες ήταν 40.035. Το επόμενο σαββατοκύριακο, ήρθαν άλλοι 33.119. Βαφτίστηκαν συνολικά 1.089 άτομα.
Εφόσον υπήρχαν λιγότεροι από 26.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά σε ολόκληρη τη χώρα, από πού είχαν έρθει όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ήταν κάτοικοι της Ανγκόλας οι οποίοι έδειχναν ενδιαφέρον για το Γραφικό άγγελμα που διδάσκουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένας δημοσιογράφος κάποιου πρακτορείου ειδήσεων της Λουάντας είπε: «Κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί ως τώρα συμβαίνει εδώ στο Στάδιο Κοκέιρος. Περίπου 60.000 άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων παρακολουθούν εδώ τη συνέλευση περιφερείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Είναι ένα πραγματικά αξιοσημείωτο γεγονός. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί . . . για να ακούσουν την προτροπή που τους δίνεται να αινούν τον Θεό τους, τον Ιεχωβά».
Όσοι παρατηρούσαν τους εκπροσώπους που έρχονταν εντυπωσιάστηκαν από το γεγονός ότι, παρά τις περιορισμένες τους οικονομικές δυνατότητες, ήταν όλοι ευπαρουσίαστοι και καθαροί. Στη διάρκεια του προγράμματος, όλοι έδιναν προσοχή. Οι μόνοι που περιφέρονταν φαινόταν ότι ήταν οι ταξιθέτες οι οποίοι μετρούσαν τους παρόντες. Μια υφυπουργός της κυβέρνησης, η οποία παρακολούθησε ολόκληρο το πρωινό πρόγραμμα της Κυριακής, έκανε το εξής σχόλιο: «Έχω μείνει κατάπληκτη! Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε εκείνους που είναι μέσα στο στάδιο και σε εκείνους που είναι απέξω! Έχω εντυπωσιαστεί από την πρακτική αξία του προγράμματός σας. Συγχαρητήρια!»
Οι Μάρτυρες της Ανγκόλας είχαν διαβάσει για μεγάλες συνελεύσεις του λαού του Ιεχωβά σε άλλα μέρη του κόσμου. Αλλά τώρα παρακολουθούσαν μια τέτοια συνέλευση στην ίδια τους τη χώρα. Τι ευλογία έπειτα από χρόνια εγκαρτέρησης σε πολύ δύσκολους καιρούς! Ένιωθαν μεγάλο δέος. Οι καρδιές τους ήταν γεμάτες από ευχαριστίες προς τον Ιεχωβά για το ότι τους επέτρεψε να είναι μέρος της ιδιαίτερης οικογένειας που έχει εδώ στη γη σε αυτόν το μνημειώδη καιρό της ανθρώπινης ιστορίας.
Η Ανγκόλα Αποκτάει Γραφείο Τμήματος
Το κήρυγμα των καλών νέων επεκτεινόταν ραγδαία. Από το 1994 ως το 1996, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των ευαγγελιζομένων ήταν 14 τοις εκατό. Ο ανώτατος αριθμός των ευαγγελιζομένων ανήλθε στους 28.969 και ο αριθμός των οικιακών Γραφικών μελετών ξεπέρασε τις 61.000. Όταν καταχωρίστηκε ο Σύλλογος των Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1992, υπήρχαν 213 εκκλησίες. Μέχρι το 1996, όμως, είχαν γίνει 405. Ο αριθμός των παρόντων στην Ανάμνηση εκείνο το έτος—108.394—έδειχνε ότι επρόκειτο να γίνει άφθονη συγκομιδή.
Αν το γραφείο της Λουάντας γινόταν τμήμα, θα υπήρχε η δυνατότητα να επισπευστεί η κάλυψη των τοπικών αναγκών. Έτσι λοιπόν, την 1η Σεπτεμβρίου 1996 άρχισε να λειτουργεί ένα γραφείο τμήματος στην Ανγκόλα. Το Κυβερνών Σώμα διόρισε στην Επιτροπή του Τμήματος τρεις αδελφούς οι οποίοι είχαν ήδη υπηρετήσει πιστά στην επιτροπή της χώρας: τον Ζουάου Μανκόκα, τον Ντομίνγκος Ματέους και τον Σιλβέστρε Σιμάου. Δύο αδελφοί ακόμη, οι οποίοι ήταν ιεραπόστολοι, διορίστηκαν να υπηρετήσουν μαζί τους: ο Ζοσέ Κασιμίρο και ο Στιβ Σταρίκι.
Για να βοηθήσει στην προετοιμασία για αυτή την αλλαγή, ο Ντάγκλας Γκεστ, από το τμήμα της Πορτογαλίας, επισκέφτηκε την Ανγκόλα τον Ιούνιο του 1996. Μίλησε στην 56μελή οικογένεια Μπέθελ σχετικά με την ανάγκη που υπήρχε να αποτελούν καλό παράδειγμα σε όλους τους τομείς. Ένα ειδικό πρόγραμμα το οποίο παρακολούθησαν 5.260 πρεσβύτεροι και σκαπανείς μαζί με τις συζύγους τους, από την ευρύτερη περιοχή της Λουάντας, περιείχε συνεντεύξεις από τα μέλη της Επιτροπής του Τμήματος και από άλλους ηλικιωμένους αδελφούς, φέρνοντας έτσι στο νου τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας του λαού του Ιεχωβά στην Ανγκόλα. Ο αδελφός Γκεστ τους μίλησε για το θάρρος που αποκτάει κανείς όταν εμπιστεύεται στον Ιεχωβά και αποβλέπει σε Αυτόν για δύναμη.
Η Αλήθεια Γίνεται Διαθέσιμη στη Γλώσσα Τους
Το εδάφιο Αποκάλυψη 7:9 αναφέρει ότι «ένα μεγάλο πλήθος . . . από όλα τα έθνη και τις φυλές και τους λαούς και τις γλώσσες» θα ενωνόταν για να λατρέψει τον Ιεχωβά. Η Ανγκόλα, ασφαλώς, περιλαμβάνεται σε αυτή την προφητεία. Στη χώρα μιλιούνται 42 γλώσσες και πολύ περισσότερες διάλεκτοι. Από αυτές, η ουμπούντου, η κιμπούντου και η κικόνγκο είναι οι τοπικές γλώσσες που χρησιμοποιούνται περισσότερο.
Χρόνια ολόκληρα, στις συναθροίσεις συχνά μεταφραζόταν η ύλη μελέτης από την πορτογαλική σε μία τουλάχιστον τοπική γλώσσα. Για να μπορούν να διαβάζουν την ύλη της μελέτης, τα άτομα έπρεπε να μάθουν πορτογαλικά, αλλά οι ευκαιρίες για εκπαίδευση ήταν πολύ λίγες. Ένα από τα πρώτα έντυπα που έγιναν διαθέσιμα στην ουμπούντου ήταν το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Το 1978, όταν κάποιος πρεσβύτερος έλαβε ένα αντίτυπο, σχολίασε τα εξής: «Με αυτό το βιβλιάριο στην ουμπούντου, η Μοσαμέντες [σημερινή Ναμίμπε] θα αποκτήσει 300 και πλέον ευαγγελιζομένους. Οι πιο πολλοί σε αυτή την περιοχή μιλάνε και διαβάζουν αυτή τη γλώσσα. Αυτό είναι πραγματική ευλογία!» Η ευλογία ήταν τόσο μεγάλη ώστε σήμερα στη Ναμίμπε υπάρχουν 1.362 ευαγγελιζόμενοι σε 21 εκκλησίες.
Χρειαζόταν όμως να γίνουν περισσότερα για να διαδοθούν τα καλά νέα στις γλώσσες των κατοίκων της Ανγκόλας ώστε να φτάσουν στην καρδιά τους. Ήταν απαραίτητο να τεθούν οι βάσεις για ένα πλήρες Μεταφραστικό Τμήμα. Λίγο μετά τη νομική καταχώριση των Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1992, τρεις υποψήφιοι μεταφραστές στάλθηκαν στο τμήμα της Νότιας Αφρικής για προκαταρκτική εκπαίδευση. Οι αδελφοί απέκτησαν επίσης κομπιούτερ. Στη συνέχεια, ο Κιθ Ουίγκλ και η σύζυγός του η Έβελιν ήρθαν από τη Νότια Αφρική για να βοηθήσουν στην οργάνωση του καινούριου αυτού τμήματος και στη χρήση κάποιων ηλεκτρονικών προγραμμάτων της Εταιρίας, των «Μεταφραστικών Βοηθημάτων».
Άρχισαν να παρέχονται όλο και περισσότερα έντυπα στις τοπικές γλώσσες. Στη γλώσσα ουμπούντου, εκδόθηκαν τα ειδικά βιβλιάρια Απολαύστε Ζωή στη Γη για Πάντα! και Ενδιαφέρεται Πραγματικά ο Θεός για Εμάς; Κατόπιν αυτά τα ειδικά βιβλιάρια, καθώς και διάφορα φυλλάδια, έγιναν διαθέσιμα στην κικόνγκο και στην κιμπούντου. Το 1996 εκδόθηκε το βιβλίο Γνώση που Οδηγεί στην Αιώνια Ζωή και το ειδικό βιβλιάριο Τι Απαιτεί ο Θεός από Εμάς; και στις τρεις αυτές γλώσσες. Ένας επίσκοπος περιφερείας ανέφερε ότι, σε μια από τις φιλοξενούσες εκκλησίες που υπηρέτησε, άρχισε 90 Γραφικές μελέτες σε μία εβδομάδα χρησιμοποιώντας μια πολύ απλή και άμεση παρουσίαση! Τον επόμενο χρόνο, ο αριθμός των εκκλησιών αυξήθηκε από 478 σε 606.
Τι ευλογία ήταν να μπορούν να ακούν και να διαβάζουν οι αδελφοί τις Γραφικές αλήθειες στη γλώσσα τους! Το 1998 διεξάχθηκε στο Χουάμπο για πρώτη φορά ολόκληρο το πρόγραμμα της συνέλευσης περιφερείας στη γλώσσα ουμπούντου. Οι παρόντες ξεπέρασαν τους 3.600. Με την καρδιά τους γεμάτη εκτίμηση, οι εκπρόσωποι ακούστηκαν να λένε: «Δεν μας ξέχασε ο Ιεχωβά!» Μεγαλύτερη απόδειξη αυτού του στοργικού ενδιαφέροντος δόθηκε όταν έγινε διαθέσιμη Η Σκοπιά στην ουμπούντου, αρχίζοντας με το τεύχος 1 Ιανουαρίου 1999.
Επείγουσα Ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας
Πάρα πολλά χρόνια, εξαιτίας των απαγορεύσεων που είχαν επιβληθεί στο έργο τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα δεν μπορούσαν να έχουν Αίθουσες Βασιλείας. Από το 1992 και έπειτα, ο αριθμός των εκκλησιών στη Λουάντα και μόνο αυξήθηκε από 147 σε 514. Σε ολόκληρη τη χώρα, ο αριθμός των εκκλησιών έχει αυξηθεί κατά 200 και πλέον τοις εκατό, φτάνοντας τις 696. Ο μέσος όρος των παρόντων στις συναθροίσεις κυμαίνεται από 200 ως 400 άτομα σε πολλές εκκλησίες. Στις συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας που έγιναν το 1998 ο αριθμός των παρόντων ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των ευαγγελιζομένων! Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για κατάλληλους τόπους συναθροίσεων.
Η πόλη Λουμπάκο απέκτησε την πρώτη της Αίθουσα Βασιλείας το 1997, το Λομπίτο τον Ιούλιο του 1998 και η Βιάνα (η οποία βρίσκεται νότια της Λουάντας) το Δεκέμβριο του 1999. Με τη βοήθεια του τρέχοντος οικοδομικού προγράμματος για την κατασκευή Αιθουσών Βασιλείας παγκόσμια, υπάρχει τώρα αρκετή πρόοδος.
Ένα είδος κινητής Αίθουσας Βασιλείας χωρίς τοίχους, η οποία έχει χαλύβδινο σκελετό, σχεδιάστηκε για την Ανγκόλα. Γιατί έπρεπε να είναι κινητή; Παρά τις προσπάθειες που μπορεί να γίνουν για να αποκτηθεί ο επίσημος τίτλος ιδιοκτησίας ενός οικοπέδου, είναι πιθανό να έρθει κάποιος ακόμη και μετά την ανέγερση του κτιρίου και να ισχυριστεί ότι το οικόπεδο ανήκει σε αυτόν. Η Αίθουσα Βασιλείας έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί αν υπάρξει ανάγκη. Όσο για την απουσία τοίχων, η αίθουσα είναι πιο άνετη έτσι, αν ληφθεί υπόψη το ζεστό κλίμα. Το Μάιο του 2000, έφτασαν τα υλικά για την πρώτη προκατασκευασμένη αίθουσα. Υπάρχουν μόνο 24 Αίθουσες Βασιλείας διαφόρων τύπων στη χώρα, και θα χρειαστούν άλλες 355 μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Ευελπιστούμε ότι οι προσπάθειες που γίνονται τώρα θα συμβάλουν στην κάλυψη της επείγουσας ανάγκης.
Εκτός από την κατασκευή των Αιθουσών Βασιλείας, γίνονται σχέδια για μια μελλοντική Αίθουσα Συνελεύσεων χωρίς τοίχους, με χαλύβδινο σκελετό, η οποία θα έχει χωρητικότητα 12.000 καθισμάτων.
Σεβασμός για την Ιερότητα του Αίματος
Για να καλυφτεί μια ακόμη ανάγκη, άρχισε να λειτουργεί τον Οκτώβριο του 1996 μια Επιτροπή Προσέγγισης Νοσοκομείων η οποία αποτελείται από δέκα στοργικούς πρεσβυτέρους και έχει σκοπό την εξυπηρέτηση των εκατοντάδων εκκλησιών της ευρύτερης περιοχής της Λουάντας. Οι ντόπιοι Μάρτυρες είναι πολύ χαρούμενοι που έχουν στη διάθεσή τους καλά εκπαιδευμένους αδελφούς έτοιμους να τους βοηθήσουν να λάβουν ιατρική περίθαλψη σύμφωνα με την επιθυμία τους να “απέχουν από αίμα”.—Πράξ. 15:28, 29.
Οι ιατρικές εγκαταστάσεις που διασώθηκαν μετά τον πόλεμο είχαν συντηρηθεί ελάχιστα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα φάρμακα ήταν λιγοστά. Με τέτοιες δύσκολες συνθήκες, θα ήταν διατεθειμένοι οι γιατροί να συνεργαστούν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο σχεδιασμό ενός προγράμματος αναίμακτης ιατρικής και χειρουργικής; Στην αρχή, οι περισσότεροι γιατροί και διευθυντές νοσοκομείων αντιδρούσαν αρνητικά ή ανέβαλλαν τη συνάντηση με τους αδελφούς. Τότε προέκυψε ένα επείγον ιατρικό πρόβλημα.
Κάποιος αδελφός από την επαρχία Μαλάνζε μπήκε στο Νοσοκομείο Αμέρικο Μποαβίτα της Λουάντας για να του χειρουργήσουν έναν όγκο στο στομάχι. Ένα μέλος της Επιτροπής Προσέγγισης Νοσοκομείων συνόδευσε τη σύζυγο του αδελφού στην επίσκεψή της στο χειρουργό. Ο Δρ Ζαΐμ ντε Αμπρεού, ο διευθυντής του χειρουργικού τμήματος του νοσοκομείου, καλοδέχτηκε τους δύο Μάρτυρες. Προς έκπληξή τους, ήξερε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και τη στάση τους στο ζήτημα του αίματος, και είχε ακούσει για το πρόγραμμα αναίμακτης χειρουργικής ενώ βρισκόταν για διακοπές στην Πορτογαλία.
Με τη συνεργασία του Δρ ντε Αμπρεού έγινε μια επιτυχημένη εγχείρηση χωρίς αίμα. Αργότερα, οι αδελφοί της Επιτροπής Προσέγγισης Νοσοκομείων συναντήθηκαν με τον Δρ ντε Αμπρεού και το επιτελείο του για να τους δώσουν επιπρόσθετες πληροφορίες. Πέντε γιατροί συνεργάζονται τώρα με τους Μάρτυρες σεβόμενοι τη στάση τους στο ζήτημα του αίματος.
Περισσότεροι Εργάτες στο Θερισμό
Μόλις έγιναν διευθετήσεις για την κάλυψη των πολλών αναγκών στον τομέα της οργάνωσης και της παροχής εντύπων, δόθηκε περισσότερη προσοχή στο μεγάλο ενδιαφέρον που εκδηλωνόταν στον αγρό. Πόσο καλά εφαρμόζονται στην Ανγκόλα τα λόγια του Ιησού: «Ο μεν θερισμός είναι πολύς, αλλά οι εργάτες είναι λίγοι»! (Ματθ. 9:37) Οι εκθέσεις έδειχναν ότι σε δεκάδες πόλεις οι αδελφοί χρειάζονταν βοήθεια για να φροντίσουν τα άτομα που ενδιαφέρονταν για την αλήθεια.
Ανταποκρινόμενη σε αυτή την ανάγκη, η Εταιρία έστειλε άλλους 11 ιεραποστόλους να βοηθήσουν “στο θερισμό”. Μερικοί διορίστηκαν στις παραλιακές πόλεις Μπενγκουέλα και Ναμίμπε. Αλλά ο Ιεχωβά έχει εγείρει την πλειονότητα των εργατών μέσα από τους ίδιους τους κατοίκους της Ανγκόλας. Τα περασμένα πέντε χρόνια μόνο, βαφτίστηκαν 21.839 άτομα, τα οποία ενώθηκαν με το πλήθος των αφιερωμένων υμνητών του Ιεχωβά σε αυτή τη χώρα.
Τα Μάτια του Ιεχωβά Είναι Πάνω Τους
Είναι αδύνατον να σταλούν πεπειραμένοι αδελφοί σε όλα τα μέρη στα οποία υπάρχει ενδιαφέρον για το Λόγο του Θεού. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Πληθαίνουν οι αποδείξεις που πιστοποιούν ότι το έργο δεν κατευθύνεται από ανθρώπους, αλλά από το πνεύμα του Θεού. (Ζαχ. 4:6) Τα μάτια του Ιεχωβά είναι πάνω σε όλους τους υπηρέτες του, καθώς και σε άλλους οι οποίοι θέλουν ειλικρινά να γνωρίσουν και να υπηρετήσουν τον αληθινό Θεό.—Ψαλμ. 65:2· Παρ. 15:3.
Μερικοί χωρικοί από την επαρχία Κουάνζα Νόρτε ταξίδεψαν στη Λουάντα και πήραν περιοδικά από Μάρτυρες που τα διένεμαν στο δρόμο. Όταν είδαν τα καλά νέα που περιείχαν, οι χωρικοί αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Μαρτύρων στη Λουάντα και να δώσουν τα περιοδικά και σε άλλους. Διέκριναν επίσης την ανάγκη που υπήρχε να συναθροίζονται, και έτσι κάποιος από αυτούς άρχισε να διεξάγει τις συναθροίσεις κάνοντας το καλύτερο που μπορούσε. Ωστόσο, επειδή το χωριό τους είναι απομονωμένο, οι τοπικές αρχές δεν είχαν πληροφορηθεί ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν καταχωριστεί νόμιμα πριν από τρία χρόνια. Γι’ αυτό, δεν επέτρεπαν στους χωρικούς να συναθροίζονται δημόσια. Απτόητοι εκείνοι συναθροίζονταν στα δάση.
Τελικά έφτασε στο γραφείο της Λουάντας η είδηση ότι κάποιοι στο Κουιλόμπο ντος Ντέμπος ήθελαν βοήθεια για να οργανωθεί μια εκκλησία. Τον Οκτώβριο του 1997, στάλθηκε στο χωριό ένας επίσκοπος περιοχής, και 140 άτομα παρακολούθησαν τη συνάθροιση στην επίσκεψή του. Ο αδελφός είχε πάντοτε μαζί του ένα αντίγραφο του νόμου που αφορούσε το Σύλλογο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και έτσι μπόρεσε να αποδείξει στις τοπικές αρχές ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι μια οργάνωση που λειτουργεί νόμιμα. Ο όμιλος έχει τώρα τη χαρά να κάνει δημόσιες συναθροίσεις, και έχουν μαζί τους σκαπανείς οι οποίοι βοηθούν τους πολλούς ενδιαφερομένους.
Το 1996, η Άννα Μαρία Φιλομένα βρέθηκε σε μια μικρή πόλη στην επαρχία Μπιέ. Έκανε ό,τι μπορούσε για να διαδώσει τα καλά νέα, και σύντομα ένας όμιλος ενδιαφερομένων συναθροιζόταν κάθε εβδομάδα για τη μελέτη βιβλίου και τη Μελέτη Σκοπιάς. Τις συναθροίσεις διεξήγε η Άννα Μαρία, εφόσον δεν υπήρχε βαφτισμένος αδελφός. Μια μέρα έμαθε ότι θα ερχόταν στη συνάθροιση της Κυριακής ένας ντόπιος υψηλόβαθμος στρατιωτικός για να δει μόνος του τι διδασκόταν εκεί. Ήρθε με δύο στρατιώτες. Όπως φαίνεται, ευχαριστήθηκε με όσα άκουσε γιατί προτού φύγει είπε: «Συνεχίστε το έργο σας άφοβα σε αυτή την περιοχή». Εκείνος ο μικρός όμιλος είναι τώρα η Εκκλησία Ουμπούντου Κουίτο-Μπιέ Σουλ, η οποία έχει 40 ευαγγελιζομένους και 150 παρόντες στη συνάθροιση της Κυριακής.
Επειδή οι εκκλησίες της επαρχίας Ουίγκε ήταν απομονωμένες περίπου δύο χρόνια, δεν είχαν λάβει την απαραίτητη πνευματική τροφή. Ένας ντόπιος Μάρτυρας εξήγησε το πρόβλημα σε κάποιον συγγενή του ο οποίος ασχολούνταν με τις πτήσεις που μετέφεραν κάθε τόσο διάφορες προμήθειες. Ο συγγενής προσφέρθηκε να μεταφέρει δωρεάν με την επόμενη πτήση τον επίσκοπο περιοχής, έναν ειδικό σκαπανέα και 400 κιλά έντυπα. Όταν έφτασαν οι αδελφοί, βρήκαν μια εκκλησία που φρόντιζε πέντε απομονωμένους ομίλους. Ο κάθε όμιλος διεξήγε συναθροίσεις τις οποίες παρακολουθούσαν 50 έως 60 ενδιαφερόμενοι.
Στις αρχές του 1996, στην ίδια αυτή επαρχία, ένας επίσκοπος περιοχής επισκέφτηκε μια εκκλησία η οποία είχε απομονωθεί από την υπόλοιπη οργάνωση επί τέσσερα και πλέον χρόνια. Τι βρήκε εκεί; Μολονότι υπήρχαν μόνο 75 ευαγγελιζόμενοι, 794 άτομα παρακολούθησαν τη δημόσια ομιλία του! Σίγουρα, η ζωή στην απομονωμένη αυτή περιοχή δεν είχε εξασθενίσει το ζήλο που εκδήλωναν εκείνοι οι αδελφοί στο να κηρύττουν τα καλά νέα σε άλλους.
Από την περιοχή Γκαμπέλα, κάπου στα νότια της Λουάντας, ήρθαν παρόμοιες εκθέσεις που ανέφεραν ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την αλήθεια. Ένας σκαπανέας εκεί διεξάγει πέντε Μελέτες Βιβλίου Εκκλησίας—μια μελέτη κάθε βράδυ της εβδομάδας. Και αυτός “παρακαλεί τον Κύριο του θερισμού να στείλει περισσότερους εργάτες”.—Ματθ. 9:37, 38.
«Η Πιο Τραγική Σύγκρουση των Ημερών Μας»
Η δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά όσον αφορά την εξαγγελία των καλών νέων στην Ανγκόλα είναι ακόμη πιο εκπληκτική αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες της χώρας. Μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών χαρακτήρισε τον εμφύλιο πόλεμο της Ανγκόλας ως “την πιο τραγική σύγκρουση των ημερών μας”. Δύσκολα θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς αυτόν το χαρακτηρισμό αν έχει υπόψη του τα ανθρώπινα παθήματα που επέφερε αυτός ο πόλεμος. Ακόμη και μετά την κατάπαυση του πυρός, αναφέρθηκε ότι σκοτώνονταν 1.000 άνθρωποι τη μέρα. Το Μάρτιο του 2000, η εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times) έγραψε: «Ο πόλεμος στην Ανγκόλα, ένα έθνος 12 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει αφήσει ένα εκατομμύριο νεκρούς, και τρία εκατομμύρια έχουν τώρα διωχτεί από τα σπίτια τους».
Ακόμη και αν σιγήσουν όλα τα όπλα, οι συνέπειες του πολέμου θα παραμείνουν. Η Ανγκόλα είναι μία από τις χώρες που έχουν τις περισσότερες νάρκες στον κόσμο και υπολογίζεται ότι 70.000 άνθρωποι έχουν ακρωτηριαστεί εκεί από εκρήξεις ναρκών—ο αριθμός αυτός είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο. Αν και φαίνεται απίστευτο, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις εξακολουθούν να τοποθετούν νάρκες. Αυτό αναγκάζει τους γεωργούς να εγκαταλείπουν τα χωράφια τους και συντελεί στην απελπιστική έλλειψη τροφίμων που ταλαιπωρεί ολόκληρο τον πληθυσμό.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν μείνει απρόσβλητοι από αυτή τη βία. Στην επαρχία Κουάνζα Νόρτε, τέσσερις Μάρτυρες και ένας ενδιαφερόμενος σκοτώθηκαν από διασταυρούμενα πυρά μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και του στρατού της αντίστασης. Μερικοί έχουν σκοτωθεί σε δυστυχήματα από νάρκες και τυχαίες εκρήξεις βομβών σε αγορές. Το 1999, τέσσερις Μάρτυρες έχασαν τη ζωή τους ενώ προσπαθούσαν να μεταφέρουν τρόφιμα και άλλες προμήθειες σε συγχριστιανούς τους στο Χουάμπο. Ευτυχώς, αυτά τα περιστατικά ήταν σπάνια.
Όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν υποφέρει πολύ από την έλλειψη τροφίμων, ρουχισμού και στέγης. Όταν κλιμακώθηκε ο εμφύλιος πόλεμος το 1999, υπολογίζεται ότι 1.700.000 άνθρωποι, μαζί τους και πολλοί Μάρτυρες του Ιεχωβά, αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους. Όσοι φεύγουν για να γλιτώσουν τον πόλεμο συνήθως πηγαίνουν να μείνουν με συγγενείς τους σε σπίτια που είναι ήδη υπερβολικά γεμάτα. Παρότι οι πρεσβύτεροι πιέζονται πάρα πολύ για να προμηθεύουν τα αναγκαία στις οικογένειές τους, συνεχίζουν να φροντίζουν για τις πνευματικές ανάγκες των αδελφών. Τα λόγια δεν αρκούν για να περιγράψουν τη βαθιά ευγνωμοσύνη που νιώθουν αυτοί οι Μάρτυρες για τους συγχριστιανούς τους από την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Νότια Αφρική οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για την άσχημη κατάστασή τους και έστειλαν πολλά εμπορευματοκιβώτια με τρόφιμα, ρούχα και άκρως απαραίτητα ιατρικά εφόδια.
Ζωντανά Παραδείγματα Πίστης
Όπως στους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιούνταν υψηλή θερμοκρασία για τον καθαρισμό του χρυσού, έτσι και οι δοκιμασίες που υπομένουν οι υπηρέτες του Θεού παράγουν πίστη δοκιμασμένης ποιότητας. (Παρ. 17:3· 1 Πέτρ. 1:6, 7) Χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα, νέοι και ηλικιωμένοι, έχουν πίστη τέτοιας δοκιμασμένης ποιότητας.
Ο Κάρλος Κάντι, ένας παλαίμαχος διάκονος ο οποίος έμαθε τις πολύτιμες Γραφικές αλήθειες πριν από μισό αιώνα και πλέον μαζί με τον Ζουάου Μανκόκα στο Βελγικό Κονγκό, σχολιάζει τα εξής: «Η θαρραλέα και αποφασιστική στάση των αδελφών μας, από τους οποίους πολλοί θυσίασαν τη ζωή τους, έχει δώσει δυνατή μαρτυρία. Αυτή η μαρτυρία δεν δόθηκε μόνο από τις πράξεις τους αλλά και από το θαρραλέο τρόπο με τον οποίο μίλησαν σε πολλά άτομα που είχαν θέσεις εξουσίας».
Ένα άτομο που έδωσε τέτοια μαρτυρία είναι ο Αντούνες Τιάγκο Πάουλο. Ο αδελφός αυτός υπέστη βάναυση μεταχείριση από κάποιους που προσπάθησαν να διασπάσουν τη Χριστιανική του ουδετερότητα. Σήμερα υπηρετεί ως μέλος της οικογένειας Μπέθελ της Ανγκόλας μαζί με άλλους που βασανίστηκαν παρόμοια: τον Ζουστίνο Σεζάρ, τον Ντομίνγκος Καμπονγκόλου, τον Αντόνιο Μουφούμα, τον Νταβί Μίσι και τον Μιγκουέλ Νέτο. Ο Αλφρέντο Τσιμπάια, ο οποίος έμεινε έξι και πλέον χρόνια στη φυλακή, υπηρετεί τώρα στο έργο περιοχής μαζί με τη σύζυγό του.
Μια αδελφή είδε με τα ίδια της τα μάτια κάποια αντίπαλη φυλή να χωρίζει δια της βίας το σύζυγό της από την οικογένειά του και να τον σκοτώνει. Την προειδοποίησαν ότι αν ήθελε να μείνει ζωντανή θα έπρεπε να φύγει στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Για να φτάσει εκεί έπρεπε να περπατήσει μαζί με τα τέσσερα παιδιά της. Η οδοιπορία τους κράτησε δέκα μήνες. Προτού αρχίσει το ταξίδι, δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν έγκυος, και προτού φτάσει στο Κονγκό γέννησε. Δυστυχώς, όμως, το μωρό πέθανε αργότερα. Η αδελφή προσευχόταν συνέχεια. Είπε ότι, όταν βρεθεί κανείς σε μια κατάσταση στην οποία δεν έχει επιλογές, πρέπει να ρίξει το φορτίο του στον Ιεχωβά. (Ψαλμ. 55:22) Αν δεν το κάνει αυτό, υποκύπτει στην αυτολύπηση και αναρωτιέται: «Γιατί σε εμένα, Ιεχωβά;» Αυτή η αδελφή ήταν τόσο ευγνώμων για το γεγονός και μόνο ότι έμεινε ζωντανή, ώστε τον πρώτο κιόλας μήνα που έφτασε στην Κινσάσα υπηρέτησε ως βοηθητική σκαπάνισσα.
«Ο Θεός Δεν Ντρέπεται για Αυτούς»
Τα όσα έγραψε ο απόστολος Παύλος για τους άντρες και τις γυναίκες πίστης της αρχαιότητας περιγράφουν κατάλληλα τους υπηρέτες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα. Τα λόγια του θα μπορούσαν να παραφραστούν ως εξής: “Και τι περισσότερο να πούμε; Διότι ο χρόνος δεν θα μας φτάσει αν συνεχίσουμε να αφηγούμαστε όλα τα παραδείγματα πίστης εκείνων που διέφυγαν από την κόψη του σπαθιού, από την αδύναμη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν καταστάθηκαν δυνατοί, και βασανίστηκαν επειδή δεν δέχονταν απελευθέρωση με κάποιον συμβιβασμό. Έλαβαν τη δοκιμασία τους με εμπαιγμούς και μαστιγώματα, μάλιστα, ακόμη περισσότερο, με δεσμά και φυλακές. Δοκιμάστηκαν, πέρασαν στερήσεις, θλίψη, κακομεταχείριση· και ο κόσμος δεν ήταν άξιός τους”. (Εβρ. 11:32-38) Αν και οι διώκτες τους τούς καταφρόνησαν, αν και πολλοί περνάνε στερήσεις εξαιτίας του πολέμου και της αναρχίας, «ο Θεός δεν ντρέπεται για αυτούς, να τον επικαλούνται ως Θεό τους», επειδή κρατούν προσηλωμένα τα μάτια τους στην εκπλήρωση των υποσχέσεών του.—Εβρ. 11:16.
Παρότι συνεχίζουν να υφίστανται τις σκληρές επιπτώσεις της επέλασης των μανιασμένων ιππέων της Αποκάλυψης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα γνωρίζουν καλά ότι έχουν την ευλογία του Θεού. Το περασμένο έτος, οι 40.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι σε αυτή τη χώρα αφιέρωσαν περισσότερες από 10.000.000 ώρες για να μεταδώσουν σε άλλους τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. Ήταν πολυάσχολοι καθώς διεξήγαν κατά μέσο όρο κάθε μήνα 83.000 και πλέον οικιακές Γραφικές μελέτες με ενδιαφερομένους. Η ολόκαρδη επιθυμία των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας στην Ανγκόλα είναι να βοηθήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα να αποκτήσουν την ευκαιρία να εκλέξουν την πραγματική ζωή που καθιστά εφικτή ο Θεός μέσω του Ιησού Χριστού. Και πόσο χάρηκαν όταν, παρά τις ασταθείς συνθήκες της χώρας, 181.000 και πλέον άτομα συναθροίστηκαν για τον ετήσιο εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου! Βλέπουν άφθονες αποδείξεις για το ότι οι αγροί είναι ακόμη λευκοί για θερισμό.—Ιωάν. 4:35.
Μαζί με τους Χριστιανούς αδελφούς τους από όλο τον κόσμο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ανγκόλα έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στον τελικό θρίαμβο του ουράνιου Βασιλιά και Ηγέτη τους, του Ιησού Χριστού. (Ψαλμ. 45:1-4· Αποκ. 6:2) Άσχετα από τις δοκιμασίες που αντιμετωπίζουν, είναι αποφασισμένοι να παραμείνουν όσιοι υπηρέτες του και πιστοί Μάρτυρες του στοργικού Θεού τους, του Ιεχωβά.—Ψαλμ. 45:17.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 68]
“Παρότι η φυσική μας κατάσταση εμπνέει ανησυχία, είμαστε πνευματικά υγιείς. Αυτά που συμβαίνουν είναι ακριβώς αυτά που προειπώθηκαν στη Γραφή”.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 73]
Μελετούσαν τη Γραφή και άρχισαν να κηρύττουν. Σύντομα απελάθηκαν στην Ανγκόλα.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 78]
«Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να με σκοτώσεις. Μπορείς να κάνεις τίποτα περισσότερο; Εγώ όμως δεν πρόκειται να απαρνηθώ την πίστη μου».
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 82]
Πείστηκε ότι είχε βρει την αλήθεια. Αλλά πόσο την εκτιμούσε;
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 85]
Στη φυλακή έκαναν κήρυγμα στους τοίχους συζητώντας οποιοδήποτε Γραφικό θέμα τούς ερχόταν στο νου.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 89]
Τα σημάδια του πολέμου υπήρχαν παντού γύρω τους, αλλά συνέχισαν εντατικά τη διακονία τους.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 91]
Οι Χριστιανοί ποιμένες έκαναν τακτικά σύντομες επισκέψεις στους αδελφούς ενώ πήγαιναν στην εργασία τους ή όταν επέστρεφαν. Συχνά διάβαζαν λίγα εδάφια μαζί με την οικογένεια.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 96]
«Εντάξει, θα πω “Ζήτω!”» Όλοι περίμεναν. Τελικά, το αγόρι φώναξε: «Ζήτω ο Ιεχωβά!»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 103]
«Έφυγα από την Ανγκόλα με προσευχές στην καρδιά και δάκρυα στα μάτια σκεπτόμενος αυτούς τους αδελφούς οι οποίοι, παρότι υποφέρουν, χαμογελούν χάρη στη θαυμάσια ελπίδα τους».
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 108]
«Έκανε την κάθε ομιλία από 7 ως 21 φορές. Το πρόγραμμα της εβδομάδας ήταν γεμάτο και απαιτητικό».
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 111]
Μέσα σε αυτή την πατριαρχική κοινωνία, όλοι τον θεωρούσαν αρχηγό. Έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος του Θεού.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 116]
Παρότι τους πίεσαν να διαρρήξουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα, έμειναν ακλόνητοι στην απόφασή τους να περπατούν στις οδούς του Ιεχωβά.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 124]
«Πόσο ευγνώμονες ήμασταν στον Ιεχωβά, στην οργάνωσή του και στους αγαπητούς μας αδελφούς που διακινδύνευσαν τη ζωή τους για αδελφούς τους οποίους ούτε καν γνώριζαν!»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 128]
Το κοινό παρατήρησε την αυστηρή ουδετερότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 138]
Υπάρχουν 696 εκκλησίες, αλλά μόνο 24 Αίθουσες Βασιλείας.
[Χάρτης/Εικόνες στη σελίδα 81]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Ατλαντικός Ωκεανός
ΛΑΪΚΗ ΔΗΜ. ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ
ΑΝΓΚΟΛΑ
Λουάντα
Μαλάνζε
Λομπίτο
Μπενγκουέλα
Χουάμπο
Λουμπάκο
Ναμίμπε
Χερσόνησος της Τίγρης
ΝΑΜΙΜΠΙΑ
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 66]
[Εικόνες στη σελίδα 71]
Γκρέι και Όλγα Σμιθ
[Εικόνα στη σελίδα 74]
Ο Τζον Κουκ (κέντρο) με τον Ζουάου Μανκόκα (δεξιά) και τον Σάλα Φίλεμον (αριστερά), οι οποίοι ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν σταθερά την αληθινή λατρεία στην Ανγκόλα
[Εικόνα στη σελίδα 87]
Ενθουσιώδης συνέλευση σε ένα «διάλειμμα» ελευθερίας το 1975
[Εικόνα στη σελίδα 90]
Μια χώρα ρημαγμένη από τον πόλεμο
[Εικόνες στη σελίδα 102]
Η «κουζίνα» στην οποία ετοιμαζόταν η πνευματική τροφή
[Εικόνα στη σελίδα 104]
Σιλβέστρε Σιμάου
[Εικόνες στη σελίδα 123]
Προμήθειες με προορισμό την Ανγκόλα, καθώς φορτώνονται στη Νότια Αφρική
[Εικόνα στη σελίδα 126]
Επάνω: Ειδική συνάθροιση με πρεσβυτέρους και τακτικούς σκαπανείς στη Λουάντα
[Εικόνα στη σελίδα 126]
Ο Ντάγκλας Γκεστ (αριστερά) στην Ανγκόλα το 1991, με τον Ζουάου και τη Μαρία Μανκόκα, καθώς και τον Μάριο Ολιβέιρα
[Εικόνα στη σελίδα 131]
Το πρώτο γραφείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Λουάντα
[Εικόνες στη σελίδα 134]
Η Συνέλευση Περιφερείας «Χαρούμενοι Υμνητές» με 73.154 παρόντες στη Λουάντα
[Εικόνα στη σελίδα 139]
Κατασκευή που καλύπτεται από μεταλλική στέγη —μία από τις 24 Αίθουσες Βασιλείας στην Ανγκόλα
[Εικόνα στη σελίδα 140]
Η Επιτροπή του Τμήματος (από τα αριστερά προς τα δεξιά): Ζουάου Μανκόκα, Στιβ Σταρίκι, Σιλβέστρε Σιμάου, Ντομίνγκος Ματέους, Ζοσέ Κασιμίρο
[Εικόνα στη σελίδα 140, 141]
Η οικογένεια Μπέθελ της Ανγκόλας το 1996, όταν σχηματίστηκε το τμήμα
[Εικόνες στη σελίδα 142]
Μερικά από τα πολλά μέλη της οικογένειας Μπέθελ που απέδειξαν την πίστη τους υπό σκληρή κακομεταχείριση: (1) Αντούνες Τιάγκο Πάουλο, (2) Ντομίνγκος Καμπονγκόλου, (3) Ζουστίνο Σεζάρ
[Εικόνα στη σελίδα 147]
Κάρλος Κάντι