Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Κινσάσα)
“Είμαστε σαν τους σπόρους μέσα σε ένα σακούλι με αφρικανικό καλαμπόκι. Όπου και αν πέσουμε, ένας εδώ άλλος εκεί, έρχεται τελικά η βροχή και γινόμαστε πολλοί”. Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν πριν από 50 και πλέον χρόνια από έναν πιστό Μάρτυρα του Ιεχωβά, ο οποίος είχε υποφέρει πολλά στα χέρια των αρχών στο μέρος που τότε ήταν γνωστό ως Βελγικό Κονγκό. Στις επόμενες σελίδες, θα μάθετε πώς η ευλογία του Ιεχωβά, σαν αναζωογονητική βροχή, έχει αποφέρει εκπληκτική αύξηση στον αριθμό των διαγγελέων της Βασιλείας σε ολόκληρο το Κονγκό.
Αυτή η χώρα, γνωστή τώρα ως Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ή αλλιώς Κονγκό (Κινσάσα), βρίσκεται στην καρδιά της Αφρικής.a Μεγάλο μέρος της χώρας, την οποία διασχίζει ο ισημερινός, καλύπτεται από πυκνά δάση. Τα αχανή δάση της και οι σαβάνες αποτελούν κατοικία για μια θεαματική ποικιλία άγριων ζώων. Πλούσια σε φυσικούς πόρους, η χώρα ήταν από παλιά στόχος διεθνών συμφερόντων και επίκεντρο εισβολών και εμφύλιων πολέμων.
Το 1885 ιδρύθηκε το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, ανώτατος άρχοντας και μοναδικός ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο Βασιλιάς Λεοπόλδος Β΄ του Βελγίου. Ωστόσο, η ζωή για το λαό του Κονγκό ήταν κάθε άλλο παρά ελεύθερη. Οι άντρες του Λεοπόλδου χρησιμοποιούσαν καταναγκαστικά έργα και υπερβολική βαρβαρότητα για να λυμαίνονται το ελεφαντόδοντο και το καουτσούκ. Η αγανάκτηση των Ευρωπαίων γειτόνων του Βελγίου αυξήθηκε σε τέτοιον βαθμό ώστε ο Λεοπόλδος υπέκυψε τελικά στην πίεση. Το 1908 το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό καταργήθηκε και μετονομάστηκε σε Βελγικό Κονγκό, μια αποικία ελεγχόμενη από το βελγικό κοινοβούλιο. Το Κονγκό κέρδισε την ανεξαρτησία του το 1960.
Οι Κονγκολέζοι είναι πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι. Υπάρχουν πάρα πολλές εκκλησίες, καθώς επίσης ιερατικές και θεολογικές σχολές. Είναι συνηθισμένο να συναντάει κανείς ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να παραθέτουν αρκετά εδάφια από την Αγία Γραφή. Όπως και αλλού, όμως, η εδραίωση της αληθινής Χριστιανοσύνης δεν ήταν εύκολη. Αλλά εκείνο που έκανε τα πράγματα ιδιαίτερα δύσκολα στο Κονγκό ήταν το ότι για κάποια περίοδο οι άνθρωποι συνέχεαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά με ένα θρησκευτικό κίνημα γνωστό ως Κιταουάλα.
Πρόβλημα Ταύτισης
Η λέξη «Κιταουάλα» προέρχεται από έναν όρο της γλώσσας σουαχίλι που σημαίνει «εξουσιάζω, διοικώ ή κυβερνώ». Άρα, ο στόχος αυτού του κινήματος ήταν κυρίως πολιτικός—να εξασφαλίσει ανεξαρτησία από το Βέλγιο. Κάποιοι πρόβαλαν το επιχείρημα ότι αυτός ο στόχος θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα υπό το μανδύα της θρησκείας. Δυστυχώς, οι όμιλοι των Κιταουάλα αποκτούσαν, μελετούσαν και διένεμαν έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Μια επιγραφή με τη λέξη «Σκοπιά» προσδιόριζε τους χώρους των συναθροίσεών τους. Πολύ καιρό προτού εδραιωθούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αυτά τα «κινήματα της Σκοπιάς» εξαπλώθηκαν στην επαρχία Κατάνγκα, στο νοτιοανατολικό Κονγκό. Επί δεκαετίες οι άνθρωποι νόμιζαν ότι οι οπαδοί των Κιταουάλα ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Φυσικά, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Οι Κιταουάλα διαστρέβλωναν τις Γραφικές διδασκαλίες για να υποστηρίζουν τις πολιτικές τους απόψεις, τις δεισιδαιμονικές τους συνήθειες και τον ανήθικο τρόπο ζωής τους. Αρνούνταν να πληρώνουν φόρους και εναντιώνονταν στις αποικιακές αρχές. Μερικές ομάδες των Κιταουάλα ενεπλάκησαν σε ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των αρχών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η βελγική κυβέρνηση τους έθεσε εκτός νόμου.
Το 1956 κάποιος περιφερειάρχης του Βελγικού Κονγκό έγραψε ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ρίχνοντας φως στην προέλευση των Κιταουάλα. Το άρθρο αναφερόταν στον Τόμο Νγιρέντα, ο οποίος καταγόταν από τη Νυασαλάνδη (σημερινή Μαλάουι) αλλά ζούσε στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια). Προφανώς, ο Νγιρέντα είχε λάβει θρησκευτική διδαχή από κάποιον που ήταν συνταυτισμένος με τους Σπουδαστές της Γραφής (σήμερα γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά) στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Το άρθρο δήλωνε: «[Ο Νγιρέντα] εισέδυσε στην Κατάνγκα [του Κονγκό] το 1925, . . . αυτοανακηρυσσόμενος ως Μουάνα Λέσα, “Γιος του Θεού”. Εκμεταλλεύτηκε τον προγονικό φόβο των αυτόχθονων για τα μάγια, υποσχόμενος πως όσοι τον ακολουθούσαν, όχι μόνο θα ελευθερώνονταν από τους μάγους γιατρούς, αλλά επίσης θα αποκτούσαν τη δυνατότητα να απαλλαχτούν από όλους τους φόρους και τις διαταγές των κατεστημένων αρχών, είτε της κυβέρνησης είτε της Εκκλησίας. Όσους δεν δέχτηκαν το νόμο του τους κατηγόρησαν ως μάγους, τους ξυλοκόπησαν μέχρι αναισθησίας και ύστερα τους έπνιξαν υποβάλλοντάς τους σε εξαναγκαστικό “βάφτισμα”. (Από έναν ποταμό, ανασύρθηκαν 55 πτώματα.) Αφού τον κατήγγειλε ο υπαρχηγός ενός χωριού, ο Τόμο κατάφερε να διαφύγει και επέστρεψε στη Ροδεσία. Επειδή οι αρχές της Ροδεσίας τον καταζητούσαν λόγω των φόνων που είχε διαπράξει, τον συνέλαβαν, τον δίκασαν και τον κρέμασαν».
Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές, οι εξορμήσεις του αυτοαποκαλούμενου Μουάνα Λέσα στην Κατάνγκα από το 1923 ως το 1925 σήμαναν το ξεκίνημα των Κιταουάλα στο Κονγκό. Θα περνούσαν δεκαετίες προτού επιτραπεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά να μπουν στη χώρα και να μείνουν εκεί μόνιμα.
Για να δούμε το πρόβλημα αυτής της ταύτισης στη σωστή του διάσταση, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ανεξάρτητες εκκλησίες αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο στην Αφρική. Κάποιοι υπολογίζουν ότι υπάρχουν χιλιάδες τέτοιες οργανώσεις. Ο Τζον Σ. Μπίτι, ειδικός στις αφρικανικές θρησκείες, έγραψε: «[Ένα] μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Χριστιανοσύνη στην Αφρική είναι ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιαστικών διαιρέσεων, των θρησκευμάτων, των θρησκευτικών ομάδων και των αιρέσεων. Πολλά από αυτά εισάχθηκαν από το εξωτερικό. Τα περισσότερα άρχισαν από Αφρικανούς Χριστιανούς, και αυτό οφειλόταν εν μέρει είτε στο ότι αυτοί δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν επ’ αόριστον κάτω από την κυριαρχία των ξένων ιεραποστόλων είτε στις προσωπικές τους επιθυμίες για εξουσία είτε στο ότι ήθελαν να αντανακλά η Χριστιανοσύνη τον πολιτισμό και τα προβλήματα της Αφρικής είτε σε διάφορους άλλους λόγους».
Κατά συνέπεια, υπήρχαν πολλές ανεξάρτητες εκκλησίες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν δανειστεί διδασκαλίες από κάποια καθιερωμένη θρησκεία ή είχαν αποσπαστεί από τους κόλπους της. Ως προς αυτό, το κίνημα των Κιταουάλα δεν ήταν το μοναδικό. Εντούτοις, η παρουσία των Κιταουάλα πρόσφερε στο Χριστιανικό κόσμο μια μοναδική ευκαιρία να κρατήσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά έξω από το Κονγκό. Παρότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες ήξεραν καλά τη διαφορά ανάμεσα στους Κιταουάλα και στους Μάρτυρες, προώθησαν εσκεμμένα την εσφαλμένη άποψη ότι οι Κιταουάλα και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ένα και το αυτό.
Οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση για να διαδώσουν αυτό το ψέμα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου, ιδιαίτερα η Καθολική Εκκλησία, είχαν πλέον αποκτήσει δυναμική παρουσία και ασκούσαν επιρροή στο Βελγικό Κονγκό. Αντίθετα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχαν επίσημη παρουσία εκεί, και έτσι ακριβώς ήθελαν οι κληρικοί του Χριστιανικού κόσμου να παραμείνει η κατάσταση. Προσπαθούσαν να κρατήσουν πάση θυσία τους πιστούς τους και δεν ήθελαν καμιά ανάμειξη από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Εξεγέρσεις, επαναστάσεις και φυλετικές συγκρούσεις ανάμεσα στους ντόπιους αποδίδονταν με μεγάλη ευκολία στους Κιταουάλα, οι οποίοι αποκαλούνταν συχνά το κίνημα της Σκοπιάς. Το όνομα Σκοπιά έγινε μισητό στους δημόσιους αξιωματούχους και στις αρχές. Αυτό δημιούργησε μεγάλες δυσκολίες για εκείνους που ήθελαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά στο Κονγκό.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της χώρας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά από άλλες χώρες έστελναν επανειλημμένα επιστολές στις αρχές του Κονγκό, εξηγώντας ότι η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά δεν είχε καμιά σχέση με το κίνημα της Σκοπιάς. Επί πολλά χρόνια, όμως, οι αξιωματούχοι συνέχιζαν να ταυτίζουν τη δράση αυτού του γηγενούς θρησκευτικού κινήματος με το έργο του λαού του Ιεχωβά. Οι επανειλημμένες προσπάθειες που έγιναν για να σταλούν Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Κονγκό απέτυχαν παταγωδώς.
Επειδή δεν επιτρεπόταν στους Μάρτυρες να μπουν στη χώρα, λίγα είναι γνωστά για τους αληθινούς Μάρτυρες οι οποίοι ζούσαν εκεί. Εντούτοις, μια συναρπαστική εικόνα αυτών που συνέβαιναν στη διάρκεια των δύσκολων πρώτων χρόνων εξάγεται από εκθέσεις γειτονικών γραφείων τμήματος σχετικά με το Κονγκό. Ας εξετάσουμε τώρα μερικά αποσπάσματα από το ακόλουθο ημερολόγιο του Κονγκό, μια 30ετή ιστορία την οποία έχουμε συμπληρώσει με μερικά επιπρόσθετα στοιχεία.
Το Ημερολόγιο του Κονγκό—Αποσπάσματα από Εκθέσεις Χωρών για την Περίοδο 1930-1960
1930: Έχουν παραληφθεί αιτήσεις για έντυπα μέσω του ταχυδρομείου από . . . το Βελγικό Κονγκό.
1932: Ελπίζουμε ότι αργότερα θα είναι δυνατόν να κάνουμε έργο στο Βελγικό Κονγκό και σε άλλα μέρη της Κεντρικής Αφρικής τα οποία δεν έχουν λάβει ακόμα μαρτυρία.
Από το Μάιο του 1932 το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νότια Αφρική κατέθετε επανειλημμένα αιτήσεις ζητώντας από τις βελγικές αρχές να επιτρέψουν την είσοδο ολοχρόνιων διακόνων στο Κονγκό. Αυτές οι αιτήσεις απορρίπτονταν. Λόγω, όμως, της μετακίνησης ανθρώπων μεταξύ του Κονγκό και της Βόρειας Ροδεσίας, ορισμένοι αδελφοί από τη Ροδεσία κατάφερναν να μπουν στο Κονγκό, συνήθως για σύντομες περιόδους.
1945: Πρέπει να είναι πολύ θαρραλέος κάποιος για να εκπροσωπήσει τον Θεό και τη Θεοκρατική βασιλεία στο [Βελγικό Κονγκό]. Όχι μόνο το έργο και τα έντυπα είναι εντελώς απαγορευμένα, αλλά όσοι Αφρικανοί από το Κονγκό ομολογούν ότι τάσσονται με εμάς μπορεί να υποστούν την ποινή της μεταφοράς σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου παραμένουν υπό χαλαρή κράτηση, μερικές φορές επί αρκετά χρόνια. Οι επιστολές που μας στέλνονται από το Κονγκό σπάνια φτάνουν εδώ [Βόρεια Ροδεσία] και η αλληλογραφία που στέλνουμε, από ό,τι φαίνεται, δεν παραδίδεται. Ωστόσο, γίνεται ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθήσουμε τους συνεργάτες μας της Βασιλείας σε αυτή την ελεγχόμενη από τον κλήρο χώρα.
1948: Υπάρχουν δύο διαγγελείς της Βασιλείας που ζουν σε αυτή την περιοχή τώρα και έχουν στείλει μερικές εκθέσεις στο γραφείο στις Βρυξέλλες. Ελπίζουμε ότι αυτή η τεράστια περιοχή θα ανοίξει κάποια μέρα, ώστε να μπορέσει να κηρυχτεί εκεί το ευαγγέλιο της Βασιλείας.
1949: Επί χρόνια το έργο μαρτυρίας σε αυτή την περιοχή, όπου δεσπόζουν οι Καθολικοί, συνεχίζεται κάτω από τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Στο παρελθόν, οι ιερείς μερικές φορές ανάγκαζαν κάποιον να φάει έναν κύβο αλατιού χωρίς να πιει νερό ως τιμωρία για το ότι ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά, αλλά τώρα οι μέθοδοί τους μοιάζουν περισσότερο με τις μεθόδους της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης—θέλουν να εκτελεί η κυβέρνηση το διεφθαρμένο, τυραννικό τους έργο. Επί χρόνια, Αφρικανοί ευαγγελιζόμενοι βρίσκονται στη φυλακή εκτίοντας ακαθόριστες ποινές λόγω της μαρτυρίας που δίνουν, και σαν να μην έφτανε αυτό στέλνονται σε ένα ειδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Κασάτζι, σχεδόν 500 χιλιόμετρα από την Ελιζαμπετβίλ [τώρα Λουμπούμπασι]. Εδώ εργάζονται σκληρά σε χωράφια και υφίστανται απομόνωση με ή χωρίς τις οικογένειές τους. . . . Το διάστημα αυτό μπορεί να φτάνει ακόμα και τα δέκα χρόνια. Συχνά υπομένουν επί πολλά χρόνια αυτή την απομόνωση χωρίς την παραμικρή ελπίδα απελευθέρωσης ή απόδοσης δικαιοσύνης, εκτός αν καταβάλουν το τρομερό τίμημα του να συμβιβάσουν την ακεραιότητά τους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι το έργο συνεχίζεται υπό την επιφάνεια, οι συναθροίσεις διεξάγονται κρυφά και τα κέντρα πρέπει να αλλάζουν λόγω του φόβου των συλλήψεων. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας έγινε μέσω επισκέψεων σε γνωστά φιλικά άτομα, αλλά ακόμα και έτσι δημιουργήθηκαν προβλήματα στον έναν μετά τον άλλον. Ο μάρτυρας συλλαμβάνεται και οδηγείται γρήγορα στο στρατόπεδο του Κασάτζι.
Περίπου αυτή την περίοδο, ο Λεουέλεν Φίλιπς από το γραφείο τμήματος στη Βόρεια Ροδεσία ταξίδεψε στο Βελγικό Κονγκό για να μεσολαβήσει υπέρ των διωκόμενων αδελφών εκεί. Ο γενικός κυβερνήτης και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι άκουγαν καθώς αυτός εξηγούσε τη φύση του έργου κηρύγματος της Βασιλείας και τη διαφορά ανάμεσα στις πεποιθήσεις των Μαρτύρων και σε εκείνες των Κιταουάλα. Σε κάποιο σημείο ο γενικός κυβερνήτης ρώτησε σκεφτικός: «Αν σας βοηθήσω, ξέρετε τι θα πάθω εγώ;» Γνώριζε καλά ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασκούσε μεγάλη επιρροή στη χώρα.
1950: Ο χρόνος που πέρασε ήταν ο πιο δύσκολος από όλους, ιδιαίτερα για τους αδελφούς που ζουν στο Βελγικό Κονγκό. Στις αρχές του υπηρεσιακού έτους δεν παραλήφθηκαν όλα τα βιβλία και οι επιστολές που στάλθηκαν στην περιοχή, ενώ η επικοινωνία διακόπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Στη συνέχεια, στις 12 Ιανουαρίου ο γενικός κυβερνήτης έθεσε υπό απαγόρευση την Εταιρία και επέβαλε δίμηνη φυλάκιση και πρόστιμο 2.000 φράγκων σε όλους όσους ήταν συνταυτισμένοι με την Εταιρία ή την υποστήριζαν με οποιονδήποτε τρόπο ή ήταν μέλη της. Αυτή η απόφαση επικροτήθηκε με ενθουσιασμό από τον Καθολικό τύπο. Ακολούθησαν απανωτές συλλήψεις. Λίστες που είχαν πάρει έναν χρόνο νωρίτερα από κάποιον πρώην υπηρέτη [εκκλησίας] στην Ελιζαμπετβίλ χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο εντοπισμού εκατοντάδων αντρών που ήταν συνταυτισμένοι με την Εταιρία, οι οποίοι συνελήφθησαν μαζί με τις συζύγους τους. Αφού εξέτισαν τις ποινές τους, οι Αφρικανοί από τη Βόρεια Ροδεσία απελάθηκαν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι ντόπιοι Μάρτυρες του Κονγκό στάλθηκαν στο Κασάτζι, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης περίπου 500 χιλιόμετρα από την Ελιζαμπετβίλ, όπου εξακολουθούν να κρατούνται ορισμένοι. Σε μερικούς από τους αδελφούς που απελάθηκαν έδωσαν ελάχιστη τροφή και τους ανάγκασαν να περπατήσουν τα τελευταία 30 χιλιόμετρα από το Σακάνια ως τα σύνορα της Βόρειας Ροδεσίας.
Οι πράκτορες της μυστικής αστυνομίας έχουν πρόσφατα πολλαπλασιαστεί, και αρκεί η παρουσία μιας Αγίας Γραφής για να εγερθούν υποψίες ότι κάποιος είναι μάρτυρας του Ιεχωβά.
Μόλις έφτασαν τα νέα ότι δύο Ευρωπαίες αδελφές από την περιοχή της Ελιζαμπετβίλ καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 45 ημερών με τρία χρόνια αναστολή υπό τον όρο της καλής διαγωγής (το οποίο, φυσικά, σημαίνει να μην εργάζονται για τον Κύριο), επειδή είχαν στην κατοχή τους τη Σκοπιά και έδιναν μαρτυρία. Αντιμετωπίζουν καθημερινά το ενδεχόμενο της απέλασης.
1951: Έχουν δημοσιευτεί πολυάριθμα άρθρα σε βελγικές εφημερίδες και περιοδικά τα οποία κατηγορούν τους μάρτυρες του Ιεχωβά και την Εταιρία Σκοπιά ότι συνδέονται με ένα φανατικό, τοπικό κίνημα στο Βελγικό Κονγκό που ονομάζεται «Κιταουάλα». Σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία, όταν κάποιος απαντάει σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε από μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό, η εφημερίδα ή το περιοδικό πρέπει να δημοσιεύσει την απάντηση. Έχουμε επωφεληθεί από αυτό το δικαίωμα για να υπερασπιστούμε το έργο της Βασιλείας απέναντι σε εκείνα τα συκοφαντικά άρθρα, και οι απαντήσεις μας έχουν δημοσιευτεί.
Από [τις 12] Ιανουαρίου 1949, το έργο της Εταιρίας Σκοπιά έχει τεθεί υπό απαγόρευση στο Βελγικό Κονγκό και οι αληθινοί μάρτυρες του Ιεχωβά χρειάστηκε να υποφέρουν εξαιτίας εκείνων των ψεύτικων ειδήσεων. Έχουν υποβληθεί γραπτές διαμαρτυρίες στον υπουργό των αποικιών και έχουν κατατεθεί άφθονες αποδείξεις σχετικά με το ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά και η Εταιρία Σκοπιά δεν συνδέονται με το ανατρεπτικό κίνημα «Κιταουάλα», αλλά αυτές οι διαμαρτυρίες παραμένουν αναπάντητες.
Τα όπλα της παραπληροφόρησης, του διωγμού, της επιβολής προστίμων, των ξυλοδαρμών, των φυλακίσεων και των απελάσεων έχουν χρησιμοποιηθεί στο Βελγικό Κονγκό σε μια προσπάθεια να διακοπεί ολοκληρωτικά το “κήρυγμα του Λόγου” σε αυτή τη χώρα.
1952: Η Κεντρική Αφρική έχει και αυτή επίσης ένα «σιδηρούν παραπέτασμα»! Όσον αφορά τους μάρτυρες του Ιεχωβά, αυτό ορθώνεται γύρω από τα σύνορα του Βελγικού Κονγκό. Η απαγόρευση στο έργο μαρτυρίας σε αυτή την ως επί το πλείστον Ρωμαιοκαθολική χώρα συνεχίζεται χωρίς ανάπαυλα.
Οι σποραδικές εκθέσεις που φτάνουν από αυτή τη χώρα μιλούν για απελάσεις, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς και άλλες στερήσεις τις οποίες υποφέρουν οι Αφρικανοί ευαγγελιζόμενοι. Σε πολλά μέρη φαίνεται να υπάρχει αύξηση στο δηλητήριο που εκτοξεύεται εναντίον των μαρτύρων. Αν πιάσουν κάποιον ντόπιο να δίνει μαρτυρία ή έστω και να έχει στην κατοχή του έντυπα της Σκοπιάς, τον στέλνουν σε στρατόπεδο εργασίας. Ακόμα και η κατοχή της Γραφής λαμβάνεται ως σημάδι ότι ο κάτοχος είναι μάρτυρας του Ιεχωβά.
Τα σπίτια [των] αδελφών παρακολουθούνται συνεχώς και γίνονται συχνές έρευνες σε αυτά. Ένας αδελφός ανέφερε: «[Η αστυνομία στο Βελγικό Κονγκό] δεν κλείνει μάτι εξαιτίας μας, αλλά τριγυρίζει διαρκώς ψάχνοντας μόνο για μάρτυρες του Ιεχωβά. Τώρα η κατάσταση είναι σοβαρότερη από πριν».
Μια μεμονωμένη έκθεση από 30 ευαγγελιζομένους για τον Αύγουστο έφτασε στο γραφείο τμήματος έχοντας ως υποσημείωση το εδάφιο 1 Θεσσαλονικείς 5:25: «Αδελφοί, να προσεύχεστε για εμάς».
Όπως αναφέραμε νωρίτερα, Αφρικανοί Μάρτυρες από τη Βόρεια Ροδεσία πήγαν στο Κονγκό. Όταν τους έπιασαν, όμως, τους φυλάκισαν και αργότερα τους απέλασαν. Παρότι οι περισσότεροι εξέτισαν μικρές ποινές, μερικοί αδελφοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας επί αρκετά χρόνια. Ένας αδελφός πέρασε σχεδόν πέντε χρόνια σε διάφορες φυλακές στο Κονγκό. Συχνά οι δεσμοφύλακές του τον χτυπούσαν. Επίσης του είπαν ότι δεν θα ελευθερωνόταν αν δεν σταματούσε να δίνει μαρτυρία.
Ήταν το έτος 1952 όταν εκείνος ο πιστός αδελφός δήλωσε: “Είμαστε σαν τους σπόρους μέσα σε ένα σακούλι με αφρικανικό καλαμπόκι. Όπου και αν πέσουμε, ένας εδώ άλλος εκεί, έρχεται τελικά η βροχή και γινόμαστε πολλοί”. Το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Βόρεια Ροδεσία έγραψε σχετικά με αυτό: «Σίγουρα, οι σπόροι από το “σακούλι με το αφρικανικό καλαμπόκι” διασπείρονται στο Κονγκό εξαιτίας του διωγμού των αδελφών. Κάποτε το γραφείο τμήματος στη Λουσάκα έλαβε εκθέσεις από αρκετές εκατοντάδες ανθρώπους οι οποίοι ήταν συνταυτισμένοι με τους μάρτυρες στην περιοχή Κολουέζι. Ωστόσο, υπάρχει η πληροφορία ότι πολλοί από εκείνους μεταφέρονται σε άλλα μέρη του Κονγκό». Αυτός ο διασκορπισμός των αδελφών είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της μαθήτευσης.
Ενώ οι αδελφοί συνέχιζαν να εργάζονται σκληρά στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, η αλήθεια εισχωρούσε στη Λεοπολντβίλ (τώρα Κινσάσα). Οι αδελφοί στην Μπραζαβίλ είχαν σημειώσει ραγδαία πνευματική πρόοδο και μετέδιδαν με ζήλο την αλήθεια σε άλλους. Ορισμένοι άρχισαν να διασχίζουν με φέριμποτ τον ποταμό Κόνγκο για να κηρύξουν στη Λεοπολντβίλ. Το 1952, ο Βικτόρ Κουμπακάνι και η σύζυγός του ήταν οι πρώτοι Μάρτυρες που βαφτίστηκαν στην Κινσάσα. Σύντομα σχηματίστηκε μια εκκλησία.
1953: Έχουμε εκθέσεις οι οποίες δείχνουν ότι περίπου 250 αδελφοί έχουν κάποια συμμετοχή στο έργο κηρύγματος σε διάφορα μέρη της χώρας, αλλά πιθανότατα υπάρχουν πολύ περισσότεροι. Η μαρτυρία περιορίζεται σε [επανεπισκέψεις] και οικιακές Γραφικές μελέτες, και μάλιστα με πολύ λίγα ή καθόλου έντυπα, καθώς οι αδελφοί δεν ξέρουν πότε θα γίνει έρευνα στα σπίτια τους. Κάποιον αδελφό τον κατήγγειλε ένας δήθεν «φίλος» του για το ότι είχε στην κατοχή του δύο φυλλάδια, και τον καταδίκασαν σε δύο μήνες φυλάκιση στις Κεντρικές φυλακές στην Ελιζαμπετβίλ.
1954: Η ολοκληρωτική απαγόρευση που ισχύει για την Εταιρία και τη δράση των μαρτύρων του Ιεχωβά συνεχίζεται στο Βελγικό Κονγκό. . . . Στη φυλακή πιστοί μάρτυρες εξακολουθούν να κηρύττουν σε άλλους φυλακισμένους οι οποίοι, χρησιμοποιώντας κομματάκια χαρτιού και μικρά μολύβια, κρατούν σημειώσεις για να τις διασταυρώσουν αργότερα με τις Γραφές που τους έχει προμηθεύσει η φυλακή. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, λόγω αυτής της δράσης, έχουν χωρίσει σε μερικές φυλακές τους μάρτυρες του Ιεχωβά από τους άλλους κρατουμένους.
Οι δραστηριότητες τόσο των Μαρτύρων του Ιεχωβά όσο και των Κιταουάλα ήταν υπό απαγόρευση. Οι αξιωματούχοι πρόβαιναν σε κατάσχεση των Γραφικών εντύπων που στέλνονταν στη χώρα. Ορισμένα έντυπα που περνούσαν απαρατήρητα από τους αξιωματούχους έφταναν μερικές φορές στα χέρια των Κιταουάλα οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Τόσο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά όσο και οι Κιταουάλα συλλαμβάνονταν, ξυλοκοπούνταν και οδηγούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ωστόσο, ο Ιησούς δήλωσε: «Από τους καρπούς τους θα τους αναγνωρίσετε». (Ματθ. 7:16) Οι αποικιακές αρχές παρατηρούσαν την άψογη διαγωγή των αδελφών και άρχισαν να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ αυτών και των Κιταουάλα.
1955: Η απαγόρευση στο έργο συνεχίζεται σε αυτή τη χώρα, με λίγες προοπτικές να αρθεί στο κοντινό μέλλον, αλλά αυτό δεν έχει εξασθενίσει το ζήλο εκείνων που αγαπούν και υπηρετούν τον Ιεχωβά. Οι πολλές φυλακίσεις και απελάσεις αδελφών κατά το περασμένο έτος δεν τους έκαναν να χαλαρώσουν.
Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες δεν είναι εφικτό το έργο από σπίτι σε σπίτι, γι’ αυτό γίνονται [επανεπισκέψεις] και οικιακές Γραφικές μελέτες. Όπως γράφει κάποια εκκλησία, οι ευαγγελιζόμενοι θα ήθελαν να συμμετέχουν και στη δημόσια διακήρυξη των καλών νέων, παρότι «δεν γνωρίζουμε αν ο Ιεχωβά θα μας επιτρέψει να κηρύξουμε τα καλά νέα από σπίτι σε σπίτι σε αυτή τη χώρα πριν από τη μάχη του Αρμαγεδδώνα».
1957: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη διάρκεια του περασμένου έτους το έργο έχει προσελκύσει περισσότερη προσοχή από οποτεδήποτε άλλοτε, ιδιαίτερα όσον αφορά τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και τον τύπο. Το Νοέμβριο, ο αδελφός [Μίλτον Τζ.] Χένσελ προσέγγισε απευθείας την κυβέρνηση του Βελγικού Κονγκό στη Λεοπολντβίλ και υπέβαλε αίτηση για την άρση της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί στην Εταιρία και στους μάρτυρες του Ιεχωβά. Η αρχική αυτή προσέγγιση ακολουθήθηκε από μια επιπλέον επίσκεψη στη Λεοπολντβίλ και ύστερα έγιναν διαβήματα στη Νέα Υόρκη και στις Βρυξέλλες. Αργότερα ένας ειδήμων στις αφρικανικές υποθέσεις από το Βέλγιο επισκέφτηκε το γραφείο τμήματος στη Βόρεια Ροδεσία και έτσι δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιαστεί μια λεπτομερής εξήγηση του έργου μας και του αγγέλματός μας.
Στο μεταξύ, η απαγόρευση συνεχίζεται και οι αδελφοί στο Βελγικό Κονγκό αναγκάζονται να υπηρετούν κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Διακόσια δεκαέξι άτομα παρακολούθησαν τη γιορτή της Ανάμνησης, παρότι συνάχθηκαν σε μικρούς ομίλους.
1958: Κατά το περασμένο έτος, παρά τη συνεχιζόμενη απαγόρευση στο κήρυγμα των καλών νέων και τις φυλακίσεις των αδελφών, το άγγελμα της Βασιλείας διασαλπίστηκε ακόμη πιο αποτελεσματικά.
1959: Για πρώτη φορά οι αδελφοί πήραν προφορική άδεια από τις τοπικές αρχές ώστε να διεξάγουν εκκλησιαστικές συναθροίσεις, και αυτό παρά το γεγονός ότι δεν έχει αρθεί η νομική απαγόρευση του έργου. Μέχρι τότε δεν ήταν δυνατόν να γίνονται εκκλησιαστικές συναθροίσεις, αλλά διεξάγονταν μόνο συναθροίσεις μικρών ομίλων μελέτης της Γραφής σε σπίτια. Τώρα οι αδελφοί δραστηριοποιήθηκαν και διευθέτησαν ώστε η πρώτη τους οργανωμένη εκκλησιαστική σύναξη να είναι ο εορτασμός της Ανάμνησης, στον οποίο παρευρέθηκαν συνολικά 1.019 άτομα και στις πέντε [εκκλησίες] της Λεοπολντβίλ. Οι παρατηρητές έμειναν έκπληκτοι, όχι μόνο λόγω της διεξαγωγής αυτών των συνάξεων, αλλά και λόγω του χαρωπού πνεύματος Χριστιανικής συντροφικότητας που εκδήλωσαν οι αδελφοί. Αυτό έκανε αρκετούς να διακρίνουν αμέσως ότι επρόκειτο για έναν λαό διαφορετικό από τις άλλες θρησκείες επειδή “εκδηλώνουν αγάπη μεταξύ τους”.
Αν και δεν κατέστη ακόμα δυνατό να σταλούν ιεραπόστολοι στο Κονγκό, ένα ευνοϊκό διάταγμα υπογράφτηκε στις 10 Ιουνίου 1958, το οποίο επέτρεπε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά εκεί «να συναθροίζονται σε κλειστούς χώρους». Οι αδελφοί ήταν περιχαρείς για το ότι μπορούσαν να συναθροίζονται ελεύθερα. Μερικές φορές οι πράκτορες της ασφάλειας παρακολουθούσαν αυτές τις συναθροίσεις και επαινούσαν τους αδελφούς για την καλή τους διαγωγή και την ευταξία τους.
Υπήρξαν και άλλες θετικές εξελίξεις. Μέχρι το 1956 όλα τα σχολεία χρηματοδοτούνταν από θρησκευτικές οργανώσεις. Τότε, ένας καινούριος, φιλελεύθερος υπουργός των αποικιών ίδρυσε δημόσια σχολεία και ενθάρρυνε μια πιο ανεκτική στάση προς τις μειονότητες. Η σύγχυση σχετικά με τους Κιταουάλα και τους Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισε σιγά σιγά να ελαττώνεται καθώς οι αξιωματούχοι διέκριναν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Μια αναζωογονητική βροχούλα είχε πέσει στα βλαστάρια που είχαν φυτρώσει από τους διασκορπισμένους σπόρους. Παντού υπήρχαν άνθρωποι που τάσσονταν με τον Ιεχωβά.
Εκείνον τον καιρό, κάποιος φύλαρχος συνέλαβε ορισμένους Μάρτυρες και τους έφερε στον περιφερειακό διοικητή για να δικαστούν. Ο διοικητής ρώτησε ποιο ήταν το παράπτωμά τους. Ο φύλαρχος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ο διοικητής τον επέπληξε και άφησε ελεύθερους τους αδελφούς, δίνοντας διαταγή να τους παράσχουν μεταφορικό μέσο για να γυρίσουν στα σπίτια τους.
1960: Πέρσι το έργο στο Βελγικό Κονγκό σημείωσε εξαιρετική πρόοδο. Παρά τις δυσκολίες σε αυτή τη χώρα και παρά το γεγονός ότι τυπικά το έργο συνεχίζει να είναι υπό απαγόρευση, οι αδελφοί μπόρεσαν να διεξάγουν τακτικές συναθροίσεις σε Αίθουσες Βασιλείας.
Ένα αξιοσημείωτο γεγονός συνέβη την περίοδο της Ανάμνησης στην πρωτεύουσα της χώρας, τη Λεοπολντβίλ. Οι έξι [εκκλησίες] σε αυτή την πόλη διευθέτησαν να συναχθούν όλες μαζί την Κυριακή για μια δημόσια ομιλία, και με μεγάλη χαρά είδαν να παρευρίσκονται 1.417 άτομα. Όπως έγραψε τότε ένας από τους [επισκόπους]: «Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι, επειδή ήταν η πρώτη φορά που δοκιμάσαμε κάτι τέτοιο. Οι άγγελοι του Ιεχωβά στρατοπέδευσαν γύρω μας».
Αυτό το 30ετές ημερολόγιο παρείχε μια γενική άποψη της δράσης στο Κονγκό, σύμφωνα με τις εκθέσεις γειτονικών γραφείων τμήματος. Ας δούμε τώρα πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στη συνέχεια.
Πλησιάζει η Εθνική Ανεξαρτησία
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, το έργο κηρύγματος της Βασιλείας στο Κονγκό, το οποίο βρισκόταν υπό την επίβλεψη του γραφείου τμήματος της Βόρειας Ροδεσίας, γινόταν με την ανοχή των αρχών, παρότι δεν ήταν νομικά αναγνωρισμένο. Στο μεταξύ, εμφανίστηκαν νέα προβλήματα και αβεβαιότητες. Ο εθνικισμός είχε ενταθεί ξεσηκώνοντας ένα κύμα αντίστασης κατά των αποικιακών δυνάμεων. Στη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1959, εξεγερμένοι όχλοι καταλήστεψαν και έκαψαν καταστήματα στη Λεοπολντβίλ. Επίσης λεηλάτησαν εκκλησίες, πετώντας τα είδωλα στους δρόμους. Αυτό οδήγησε σε σύσκεψη μεταξύ Βέλγων αξιωματούχων και εκπροσώπων των τοπικών πολιτικών κομμάτων. Όρισαν μια ημερομηνία για την εθνική ανεξαρτησία: 30 Ιουνίου 1960. Φυσικά, κανένας Μάρτυρας του Ιεχωβά δεν έλαβε μέρος στις οχλαγωγίες.
Σε όλη τη χώρα άρχισαν να εμφανίζονται τοπικά πολιτικά κόμματα. Συνήθως τα μέλη τους συνδέονταν περισσότερο με φυλετικούς δεσμούς παρά με πολιτικές πεποιθήσεις. Άσκησαν τεράστια πίεση στους αδελφούς για να αγοράσουν κάρτες των κομμάτων. Ο Πιέρ Μάφουα, ο οποίος είχε βαφτιστεί έναν χρόνο νωρίτερα, είπε: «Ήταν ένα Σάββατο του Ιουνίου το 1960. Το μεσημέρι επέστρεφα στο σπίτι από την εργασία μου. Καθώς περνούσα από το παλιό αεροδρόμιο στη Λεοπολντβίλ, με πλησίασε κάποιος με ένα μεγάλο μαχαίρι. “Πού είναι η πολιτική σου κάρτα;” ρώτησε με επιτακτικό ύφος. Δεν απάντησα. Ξαφνικά με χτύπησε στο πρόσωπο με το μαχαίρι, κόβοντάς μου τη μύτη. Συνέχισε να με χτυπάει με το μαχαίρι του. Προσπάθησα να τρέξω αλλά έπεσα στο έδαφος. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά, ζητώντας του να με θυμηθεί στην ανάσταση ώστε να μπορέσω να ξαναδώ τη γυναίκα μου και τα έξι παιδιά μου. Ύστερα από αυτή τη σύντομη προσευχή, άκουσα πυροβολισμούς. Κάποιοι στρατιώτες είχαν ρίξει κάτω τον επίδοξο δολοφόνο πυροβολώντας τον στα γόνατα. Ένας αστυνομικός με πήγε στο νοσοκομείο, όπου με περιέθαλψαν. Διάφορα εδάφια από τη Γραφή με ενθάρρυναν πάρα πολύ».
Φτάνουν οι Πρώτοι Ιεραπόστολοι και Ιδρύουν Γραφείο Τμήματος
Όπως έχουμε δει, οι επανειλημμένες προσπάθειες που έγιναν για να σταλούν εκπρόσωποι των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κονγκό ήταν ανεπιτυχείς. Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό άρχισε να αλλάζει, και αυτό άνοιξε το δρόμο για την άφιξη του Έρνεστ Χόις.
Ο αδελφός Χόις ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος Βέλγος με μαύρα, κυματιστά μαλλιά. Παρότι ήταν άφοβος, ήξερε ότι η ζωή στο Κονγκό δεν θα ήταν εύκολη για αυτόν, για τη γυναίκα του, την Ελέν, και για την 11χρονη κόρη του, την Ντανιέλ. Το παρελθόν του Έρνεστ τον εφοδίασε με την αναγκαία πείρα για όσα τον περίμεναν. Το 1947 είχε αρχίσει την υπηρεσία Μπέθελ στις Βρυξέλλες. Έναν χρόνο μετά παντρεύτηκε και διορίστηκε στην υπηρεσία σκαπανέα μαζί με τη σύζυγό του. Κατόπιν, του ανατέθηκε να έρθει σε επαφή με δικηγόρους και αξιωματούχους παρουσιάζοντάς τους ένα ειδικά σχεδιασμένο βιβλιάριο που εξέταζε τις διαφορές ανάμεσα στους Κιταουάλα και στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αργότερα, υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής.
Ο Έρνεστ έκανε αρκετές προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έγγραφα για να μπει στο Κονγκό, απευθύνοντας ακόμα και προσωπική αίτηση στο βασιλιά του Βελγίου, αλλά δεν τα κατάφερε. Απεναντίας, το όνομα του Έρνεστ προστέθηκε στη λίστα με όσους θεωρούνταν «ανεπιθύμητοι» για να μπουν στο Κονγκό.
Ο Έρνεστ επέμεινε. Ταξίδεψε στην Αφρική και προσπάθησε να μπει στο Κονγκό από γειτονικές χώρες. Όλες οι προσπάθειές του απέτυχαν. Τελικά, απέκτησε βίζα για να πάει στην Μπραζαβίλ, την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό. Στη συνέχεια πήρε ένα φέριμποτ και πέρασε στην άλλη πλευρά του ποταμού, στη Λεοπολντβίλ. Η άφιξή του πυροδότησε έντονη συζήτηση ανάμεσα στους αρμόδιους που βρίσκονταν εκείνη την ώρα σε υπηρεσία. Ορισμένοι είπαν ότι δεν έπρεπε να του χορηγηθεί βίζα, εφόσον το όνομά του ήταν στη λίστα με τους ανεπιθύμητους. Τελικά, ένας από τους αρμόδιους, ο Συρίλ Αντούλα, ο οποίος αργότερα έγινε πρωθυπουργός, είπε ότι ήξερε καλά τις προσπάθειες που είχε κάνει ο Έρνεστ για να μπει στο Κονγκό. Πρόβαλε το επιχείρημα ότι, για να μη θέλουν τον Χόις οι πρώην αποικιοκράτες, τότε πρέπει να είναι φίλος του Κονγκό. Ο Έρνεστ πήρε προσωρινή βίζα και αργότερα βίζα διαμονής. Έτσι λοιπόν, το Μάιο του 1961 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν έναν εκπρόσωπο στο Κονγκό για να επιβλέπει το έργο μαθήτευσης.
Ο Έρνεστ φρόντισε να έρθουν εκεί η Ελέν και η Ντανιέλ, και από το Σεπτέμβριο η Ντανιέλ πήγαινε σχολείο στη Λεοπολντβίλ. Το πρώτο γραφείο τμήματος ιδρύθηκε στην πρωτεύουσα στις 8 Ιουνίου 1962. Το γραφείο και τα δωμάτια βρίσκονταν σε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας στη λεωφόρο βαν Ετβέλντε (τώρα λεωφόρος ντι Μαρσέ). Λόγω του ότι ο χώρος ήταν περιορισμένος, τα έντυπα αποθηκεύονταν αλλού. Αν και αυτή η κατάσταση δεν ήταν ιδανική, αποτελούσε την καλύτερη λύση εξαιτίας του έντονου στεγαστικού προβλήματος.
Ο αδελφός Χόις άρχισε αμέσως τη δράση του. Δανείστηκε μια συσκευή προβολής και μια ταινία από το γραφείο τμήματος της Μπραζαβίλ. Στη συνέχεια παρουσίασε την ταινία Η Ευτυχία της Κοινωνίας του Νέου Κόσμου στις εκκλησίες της Λεοπολντβίλ και σε μερικούς κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ήταν πρωτόγνωρο τόσο για τους αδελφούς όσο και για τους ενδιαφερομένους το να βλέπουν ότι υπάρχει μια διεθνής αδελφότητα Μαρτύρων που όλοι ζουν με ειρήνη και ευτυχία. Έμειναν εμβρόντητοι βλέποντας έναν μαύρο αδελφό να βαφτίζει Ευρωπαίους. Ο δήμαρχος της Λεοπολντβίλ απόλαυσε την ταινία τόσο πολύ ώστε είπε: «Αυτό το έργο [των Μαρτύρων του Ιεχωβά] πρέπει να υποστηριχτεί όσο το δυνατόν περισσότερο». Τις πρώτες τέσσερις προβολές τις παρακολούθησαν 1.294 άτομα.
Ήταν μεγάλη χαρά για τους αδελφούς να έχουν τελικά κάποιον να τους βοηθάει, ύστερα από αναμονή πολλών χρόνων. Προηγουμένως, οι Ευρωπαίοι αδελφοί δεν ήταν για αυτούς τίποτε περισσότερο από απλά ονόματα. Μερικοί είχαν αναρωτηθεί αν υπήρχαν όντως Ευρωπαίοι αδελφοί, επειδή οι βελγικές αρχές είχαν ισχυριστεί ότι δεν υπήρχε κανένας Μάρτυρας του Ιεχωβά στο Βέλγιο. Οι αδελφοί ήταν ενθουσιασμένοι που είχαν τον αδελφό Χόις ανάμεσά τους.
Εφαρμογή της Αλήθειας—Μια Πρόκληση
Υπήρχε ένα τεράστιο έργο το οποίο έπρεπε να γίνει για να βοηθηθούν οι αδελφοί να εφαρμόζουν την αλήθεια στη ζωή τους. Λόγου χάρη, οι φυλετικές αντιζηλίες εξακολουθούσαν να υφίστανται, και μερικοί επίσκοποι δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Αν κάποιος αποκοπτόταν σε μια εκκλησία στην οποία επικρατούσε κάποια συγκεκριμένη φυλή, θα μπορούσε να γίνει δεκτός από τους πρεσβυτέρους μιας άλλης εκκλησίας που απαρτιζόταν κυρίως από αδελφούς της δικής του φυλής. Οι αποφάσεις που παίρνονταν σε μια εκκλησία δεν θεωρούνταν δεσμευτικές σε κάποια άλλη. Τα φυλετικά έθιμα δέσποζαν στην καθημερινή ζωή, και η φυλετική νοοτροπία είχε εισχωρήσει στις εκκλησίες.
Και άλλα προβλήματα προέκυψαν εξαιτίας των φυλετικών εθίμων. Σε ορισμένες φυλές, η σχέση μεταξύ του αντρογύνου βασιζόταν στη φυλετική αφοσίωση. Γενικά, δεν υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στο σύζυγο και στη σύζυγο. Ο γάμος θεωρούνταν συνήθως μια διευθέτηση της φυλής. Αν τα μέλη της φυλής δεν επιδοκίμαζαν έναν γάμο, μπορούσαν να αναγκάσουν το σύζυγο να διώξει τη σύζυγό του και να πάρει άλλη—κάποια της επιλογής τους.
Όταν ο σύζυγος πέθαινε, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι ολέθριες. Συνήθως η οικογένεια του συζύγου έπαιρνε ό,τι υπήρχε στο σπίτι του, απογυμνώνοντας τη σύζυγο και τα παιδιά. Σε μερικές φυλές, θεωρούνταν υπεύθυνος ο σύζυγος αν πέθαινε η γυναίκα του, και η οικογένειά της του επέβαλλε πρόστιμο.
Υπήρχαν και άλλα προβλήματα. Μέχρι σήμερα, πολλοί άνθρωποι στο Κονγκό πιστεύουν ότι κανένας δεν πεθαίνει από φυσικά αίτια. Συνεπώς, την ώρα της ταφής γίνονται τελετές που υποτίθεται ότι προσδιορίζουν τον υπαίτιο για το θάνατο. Ξυρίζουν τα μαλλιά του και τηρούν πολλά άλλα έθιμα. Σε ορισμένες φυλές, όταν πεθαίνει ο σύζυγος, κάποιος άντρας της φυλής του εξαγνίζει δήθεν τη σύζυγο έχοντας σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. Στις κηδείες απευθύνονται συνήθως σχόλια στον νεκρό τα οποία αντανακλούν την πεποίθηση ότι η ψυχή ή το πνεύμα επιζεί από το θάνατο του σώματος. Έχοντας υπόψη όλα αυτά τα βαθιά ριζωμένα έθιμα, είναι εύκολο να φανταστούμε τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όσοι ήθελαν να ασκούν την αγνή λατρεία. Άλλοι, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι είναι αληθινοί Χριστιανοί, δεν είχαν εγκαταλείψει πλήρως αυτά τα έθιμα και μάλιστα προσπαθούσαν να τα εισαγάγουν στη Χριστιανική εκκλησία.
Χρειάζονταν θαρραλέοι και ειλικρινείς επίσκοποι για να τακτοποιήσουν τα ζητήματα. Όσοι αγαπούσαν τον Ιεχωβά ήταν πρόθυμοι να μάθουν από αυτούς και να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές. Δεν ήταν εύκολο να ανατρέψουν τις ισχυρά οχυρωμένες απόψεις εκείνων που πίστευαν εσφαλμένα ότι γνώριζαν ήδη την αλήθεια. Εντούτοις, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι οι άνθρωποι συνέχεαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά με τους Κιταουάλα.
Όταν εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα τα νέα για την ίδρυση γραφείου τμήματος, πολλοί όμιλοι αδελφών έγραψαν επιστολές ζητώντας να αναγνωριστούν ως εκκλησίες. Και οι ομάδες των Κιταουάλα έκαναν το ίδιο. Μια έκθεση αναφέρει: «Κάποιοι ήρθαν από 2.300 χιλιόμετρα μακριά έχοντας μαζί τους μακροσκελείς λίστες με τα ονόματα αυτών που επιθυμούσαν να αναγνωριστούν ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ορισμένες από αυτές τις λίστες ήταν γραμμένες σε χαρτί διαστάσεων 70 επί 90 εκατοστά, ενώ μερικές φορές περιείχαν τα ονόματα όλων των κατοίκων από δύο ή τρία χωριά».
Πριν αναγνωριστούν μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ως Μάρτυρες του Ιεχωβά, ήταν απαραίτητο να καθοριστεί ποιοι ήταν αληθινοί Χριστιανοί και ποιοι Κιταουάλα. Ο αδελφός Χόις έστειλε ώριμους αδελφούς για να διερευνήσουν το ζήτημα. Αυτή η διαδικασία διήρκεσε χρόνια. Ας εξετάσουμε μερικές εμπειρίες εκείνων των πιστών ατόμων.
Αντιπαράθεση με τους Κιταουάλα
Το 1960 ο Ποντιέν Μουκάνγκα, ένας λεπτοκαμωμένος, πράος αδελφός, διορίστηκε ως ο πρώτος επίσκοπος περιοχής στο Κονγκό. Αφού έλαβε εκπαίδευση στο Κονγκό (Μπραζαβίλ), επισκέφτηκε τις εκκλησίες στη Λεοπολντβίλ και μερικούς απομονωμένους ομίλους εκεί κοντά. Ωστόσο, ένας πολύ πιο δύσκολος διορισμός βρισκόταν μπροστά του: η αντιπαράθεση με τους Κιταουάλα.
Ένα από τα πρώτα ταξίδια που έκανε ο αδελφός Μουκάνγκα ήταν στο Κισανγκάνι (τότε ονομαζόταν Στανλεϊβίλ), 1.600 και πλέον χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Γιατί έπρεπε να πάει εκεί; Ένας Ευρωπαίος, τον οποίο ο αδελφός Χόις συνάντησε στην υπηρεσία αγρού, του έδειξε μια φωτογραφία που είχε βγάλει στη Στανλεϊβίλ αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση. Η φωτογραφία έδειχνε μια μεγάλη πινακίδα μπροστά στο σιδηροδρομικό σταθμό η οποία απεικόνιζε μια ανοιχτή Αγία Γραφή και περιείχε την ακόλουθη επιγραφή: «Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά—Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής—Κονγκολέζικη Θρησκεία των Κιταουάλα—Ζήτω ο Πατρίς Ε. Λουμούμπα—Ζήτω ο Αντουάν Γκιζάνγκα—Ζήτω η Κυβέρνηση του Εθνικού Κονγκολέζικου Κινήματος». Προφανώς, οι Κιταουάλα στο Κισανγκάνι είχαν καταχραστεί τα ονόματα των νομικών σωματείων των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Υπήρχαν γνήσιοι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Κισανγκάνι; Ο αδελφός Μουκάνγκα στάλθηκε για να το εξακριβώσει. Οι μόνες πληροφορίες που είχε το γραφείο τμήματος αφορούσαν κάποιον ονόματι Σαμουέλ Τσίκακα, ο οποίος είχε ακούσει για την αλήθεια στην Μπούμπα και επέστρεψε στο Κισανγκάνι το 1957. Ο Σαμουέλ δεν ήταν συνταυτισμένος με κανέναν όμιλο των Κιταουάλα και ήταν πρόθυμος να βοηθήσει τον αδελφό Μουκάνγκα, ο οποίος αργότερα έγραψε: «Πήγα μαζί με τον Σαμουέλ να κάνω έρευνα για τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν το όνομα Σκοπιά. Επισκεφτήκαμε τον πάστορά τους, ο οποίος μας μίλησε σχετικά με τον όμιλό του. Μάθαμε πως, μολονότι μερικοί από αυτούς χρησιμοποιούσαν τη Γραφή, όλοι τους πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Δίδασκαν την αγάπη μέσω της ανταλλαγής συζύγων.
»Λίγο μετά την άφιξή μου, η αστυνομία προσπάθησε να συλλάβει τους Κιταουάλα στην πόλη. Οι Κιταουάλα αντεπιτέθηκαν. Η αστυνομία κάλεσε στρατιώτες για ενίσχυση. Πολλοί από τους Κιταουάλα σκοτώθηκαν. Την επόμενη μέρα ήρθε από την απέναντι όχθη του ποταμού ένα πλοιάριο με νεκρούς και τραυματίες. Ο γραμματέας του πάστορα ήταν μαζί τους και με αναγνώρισε ως εκείνον που είχε επισκεφτεί τον αρχηγό τους πριν από δύο μέρες. Με κατηγόρησε ψευδώς ότι τους πρόδωσα στις αρχές και είπε πως ήμουν υπεύθυνος για το θάνατο όσων σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις. Είπε στους Κιταουάλα φίλους του να προσέχουν να μην τους ξεφύγω, αλλά εγώ κατάφερα να διαφύγω προτού με σκοτώσουν».
Όταν οι εφημερίδες στο Βέλγιο ανέφεραν αυτό το περιστατικό, τιτλοφόρησαν το άρθρο: «Μάχη Μεταξύ Μαρτύρων του Ιεχωβά και Αστυνομίας». Ωστόσο, οι αρχές του Κονγκό—οι οποίες γνώριζαν τη διαφορά ανάμεσα στους Κιταουάλα και στους Μάρτυρες του Ιεχωβά—έδωσαν ακριβή έκθεση. Καμία εφημερίδα στο Κονγκό δεν κατηγόρησε τους Μάρτυρες για ανάμειξη σε εκείνο το περιστατικό!
Τι απέγινε ο Σαμουέλ Τσίκακα; Εξακολουθεί να είναι στην αλήθεια και υπηρετεί ως πρεσβύτερος στην Εκκλησία Κισανγκάνι Τσόπο-Εστ. Τώρα υπάρχουν 1.536 ευαγγελιζόμενοι στο Κισανγκάνι, οργανωμένοι σε 22 εκκλησίες. Ο γιος του Σαμουέλ, ο Λοτόμο, υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής, όπως υπηρετούσε ο Ποντιέν Μουκάνγκα πριν από σχεδόν 40 χρόνια.
Ένας Επίσκοπος Περιοχής που Τακτοποίησε τα Ζητήματα
Ο Φρανσουά Ντάντα ήταν άλλος ένας επίσκοπος περιοχής που συνέβαλε στο να διασαφηνιστεί η διαφορά ανάμεσα στους Μάρτυρες και στους Κιταουάλα. Ο ίδιος εξηγεί: «Ήταν μια δύσκολη περίοδος και επικρατούσε πολλή σύγχυση. Οι Κιταουάλα είχαν πάντοτε μια πινακίδα με τη λέξη “Σκοπιά” στην αγγλική αναρτημένη στους χώρους των συναθροίσεών τους. Σε όλα τα έντυπά μας, άσχετα από τη γλώσσα, μπορούσατε να βρείτε τη λέξη “Σκοπιά” στη σελίδα του εκδότη. Τώρα φανταστείτε ότι κάποιος είχε διαβάσει τα έντυπά μας και έψαχνε για το λαό του Θεού. Μπορεί να έβρισκε κάποιον χώρο συνάθροισης με την επιγραφή “Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά” στην τοπική γλώσσα και έναν άλλον χώρο με την επιγραφή “Σκοπιά” στην αγγλική. Πού θα επέλεγε να πάει; Μπορείτε να καταλάβετε πόση σύγχυση δημιουργούσε αυτό.
»Πολλοί αδελφοί δεν είχαν ακριβή γνώση, και υπήρχαν λίγα διαθέσιμα έντυπα. Οι εκκλησίες συνήθως αναμείγνυαν την αλήθεια με τις διδασκαλίες των Κιταουάλα, κυρίως όσον αφορά την ιερότητα του γάμου. Σε κάποια πόλη που επισκέφτηκα, υπήρχε η άποψη ότι το εδάφιο 1 Πέτρου 2:17, το οποίο λέει “να αγαπάτε ολόκληρη την αδελφότητα”, εννοούσε ότι οι αδελφές ήταν διαθέσιμες σε όλους τους αδελφούς στην εκκλησία. Αν μια αδελφή έμενε έγκυος από κάποιον αδελφό που δεν ήταν σύζυγός της, ο σύζυγός της δεχόταν το παιδί σαν να ήταν δικό του. Όπως τον πρώτο αιώνα, “οι αμαθείς και ασταθείς” διαστρέβλωναν τις Γραφές.—2 Πέτρ. 3:16.
»Εκφώνησα πολύ ξεκάθαρες Γραφικές ομιλίες σχετικά με τους κανόνες του Ιεχωβά, περιλαμβανομένων και αυτών που σχετίζονται με το γάμο. Είπα ότι υπήρχαν μερικά πράγματα τα οποία έπρεπε να τακτοποιήσουμε με υπομονή, σιγά σιγά, αλλά η ανταλλαγή συζύγων δεν ανήκε σε αυτά. Ευτυχώς, οι αδελφοί κατανόησαν και δέχτηκαν την ορθή Γραφική άποψη. Ακόμα και κάποιοι από τους Κιταουάλα σε εκείνη την πόλη ενστερνίστηκαν την αλήθεια».
Οι προσπάθειες των αδελφών Μουκάνγκα και Ντάντα, καθώς και πολλών άλλων σαν και αυτούς, κατέστησαν σαφές στους ανθρώπους πως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διέφεραν από τους Κιταουάλα. Σήμερα, κανένας δεν ταυτίζει το όνομα «Κιταουάλα» με τη λέξη «Σκοπιά». Οι Κιταουάλα εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και δεν είναι τόσο επιφανείς και ισχυροί όσο στο παρελθόν. Σε πολλές περιοχές είναι εντελώς άγνωστοι.
Η Καλύτερη Οργάνωση Φέρνει Αύξηση
Ως το τέλος του υπηρεσιακού έτους 1962, περισσότεροι από 2.000 ευαγγελιζόμενοι υπηρετούσαν με ζήλο τον Ιεχωβά σε ολόκληρο το Κονγκό. Ωστόσο, λίγοι αδελφοί πληρούσαν τις Γραφικές απαιτήσεις για τις υπηρεσίες επίβλεψης. Ο αναλφαβητισμός αποτελούσε πρόβλημα, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους. Άλλο ένα πρόβλημα ήταν ότι πολλοί αργούσαν να συμμορφωθούν με τους δίκαιους κανόνες του Θεού επειδή τα παραδοσιακά έθιμα ήταν ισχυρό εμπόδιο για αυτούς. Επιπλέον, όποιος ήταν κάποτε συνταυτισμένος με τους Κιταουάλα έπρεπε να περιμένει χρόνια για να λάβει προνόμια υπηρεσίας.
Βαθμιαία, όμως, η υγιής Γραφική διδασκαλία και η επενέργεια του πνεύματος του Ιεχωβά βοήθησαν κάποιους να αποκτήσουν τα προσόντα για θέσεις επίβλεψης μέσα στις εκκλησίες. Σε ολόκληρη τη χώρα, θαρραλέοι επίσκοποι περιοχής και σκαπανείς συνέβαλαν σημαντικά στην ενίσχυση και στην εκπαίδευση των αδελφών. Περίπου εκείνον τον καιρό, επίσκοποι περιοχής και ειδικοί σκαπανείς που εκπαιδεύτηκαν στη Ζάμπια μπήκαν μάλιστα στην Κατάνγκα και στο νότιο Κασάι, περιοχές οι οποίες είχαν εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο.
Μετά την Ανεξαρτησία—Τα Χρόνια της Ανεξιθρησκείας
Θυμηθείτε ότι το 1958 η κυβέρνηση εξέδωσε ένα διάταγμα ανεξιθρησκείας χορηγώντας στους αδελφούς κάποιο μέτρο θρησκευτικής ελευθερίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι αδελφοί συνέχισαν να κάνουν αιτήσεις για επίσημη νομική αναγνώριση. Δεν εκλιπαρούσαν για κυβερνητικά επιδόματα ή άλλη οικονομική βοήθεια, αλλά ήθελαν να αναγνωριστούν νομικά. Μια τέτοια αναγνώριση θα τους παρείχε τη δυνατότητα να κηρύττουν τα καλά νέα χωρίς παρενόχληση. Η ανάγκη για κάτι τέτοιο ήταν επιτακτική επειδή σε πολλά μέρη οι τοπικές αρχές οργάνωναν επιθέσεις εναντίον των αδελφών. Χώροι συναθροίσεων πυρπολήθηκαν, ενώ μερικοί αδελφοί ξυλοκοπήθηκαν, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Όταν οι αδελφοί διαμαρτύρονταν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η συνηθισμένη απάντηση ήταν: “Λυπούμαστε, αλλά εφόσον δεν είστε νομικά αναγνωρισμένοι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για εσάς”.
Αυτό το πρόβλημα το επέτεινε η χαώδης κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό. Σε ορισμένα μέρη της χώρας δεν αναγνωριζόταν η εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης. Σε κάποιες περιοχές, αρκούσε μια επιστολή του γραφείου τμήματος για να αποφυλακίσουν οι τοπικές αρχές τους αδελφούς. Ωστόσο, σε μέρη όπου είχε εδραιωθεί ένα κλίμα εναντίωσης, λίγα μπορούσαν να γίνουν για να υπάρξει προστασία από το διωγμό και τη φυλάκιση.
Στην Κινσάσα οι αδελφοί δεν αντιμετώπιζαν σφοδρή εναντίωση. Προηγουμένως, μεγάλες συγκεντρώσεις στην πόλη γίνονταν μόνο σε περίπτωση γάμου ή κηδείας. Το 1964, όμως, το γραφείο τμήματος προγραμμάτισε να διεξαχθούν δύο συνελεύσεις περιοχής στην πρωτεύουσα. Αυτό θα ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους περισσότερους αδελφούς. Σε ειδικές συναντήσεις, έλαβαν εκπαίδευση τόσο για την παρουσίαση ομιλιών όσο και για την οργάνωση των τμημάτων της συνέλευσης.
Πάνω στον ενθουσιασμό τους, οι αδελφοί άρχισαν να μιλούν ανοιχτά για τη συνέλευση, και αυτό έγινε γνωστό στον κυβερνήτη της περιφέρειας που αποτελούσε τότε την επαρχία της Λεοπολντβίλ. Επειδή αυτός ο άνθρωπος αντιπαθούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ετοίμασε μια επιστολή σε μεμβράνη πολύγραφου για να μοιραστεί στις τοπικές αρχές. Η επιστολή έδινε διαταγή να συλλαμβάνεται όποιος Μάρτυρας κήρυττε ή συναθροιζόταν για λατρεία. Εντούτοις, όταν η επιστολή στάλθηκε για πολυγράφηση, η εργασία ανατέθηκε σε έναν αδελφό. Ο αδελφός είχε πολύ μικρό απόθεμα πολυγραφικού χαρτιού και ήξερε ότι οι αποθήκες στη Λεοπολντβίλ ήταν άδειες. Όταν ο προϊστάμενός του τού ζήτησε αντίγραφα της επιστολής, ο αδελφός τού έδειξε τα άδεια ράφια—δεν υπήρχε χαρτί!
Στο μεταξύ, οι αδελφοί προσεύχονταν θερμά στον Ιεχωβά για αυτό το ζήτημα. Τι συνέβη τελικά; Η κυβέρνηση αποφάσισε απροσδόκητα να σχηματίσει κάποιες καινούριες επαρχίες ενώ εκείνη που διοικούσε ο εναντιούμενος κυβερνήτης διαλύθηκε! Στο διάβα των ετών, υπήρξαν πολλοί οι οποίοι προσπάθησαν να παρενοχλήσουν ή να καταστρέψουν το λαό του Θεού. Εντούτοις, οι προσπάθειες τέτοιων ατόμων ανατράπηκαν.—Ησ. 54:17.
Άφιξη Περισσότερων Ιεραποστόλων
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η οργάνωση επωφελήθηκε από την ευκαιρία να στείλει ιεραποστόλους στο Κονγκό. Ιδρύθηκε ένας μικρός ιεραποστολικός οίκος στην Κινσάσα. Το Μάρτιο του 1964, οι ιεραπόστολοι Τζούλιαν και Μαντλίν Κίσελ ήρθαν από τον Καναδά. Σαράντα χρόνια αργότερα εξακολουθούν να υπηρετούν πιστά ως μέλη της οικογένειας Μπέθελ στην Κινσάσα.
Ορισμένοι ιεραπόστολοι που ήρθαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ζουν τώρα σε άλλες χώρες. Το 1965, ο Στάνλεϊ και η Μπέρτα Μπόγκους διορίστηκαν στο Κονγκό αφού είχαν υπηρετήσει στην Αϊτή. Ο αδελφός Μπόγκους, ο οποίος ήταν περιοδεύων επίσκοπος, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1971 εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Προς το τέλος του 1965, ο Μάικλ και η Μπάρμπαρα Πότιτζ ενώθηκαν με τους ιεραποστόλους στο Κονγκό. Τώρα βρίσκονται στο Μπέθελ της Βρετανίας. Ο Γουίλιαμ και η Αν Σμιθ διορίστηκαν στο Κονγκό το 1966 και υπηρέτησαν κυρίως στην Κατάνγκα. Λόγω μιας απαγόρευσης, το 1986 έλαβαν νέο διορισμό στην Κένυα. Ο Μάνφρεντ Τόνακ από τη Γερμανία, ο οποίος ήταν απόφοιτος της 44ης τάξης της Γαλαάδ, υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος στο Κονγκό. Όταν επιβλήθηκε η απαγόρευση, διορίστηκε στην Κένυα. Τώρα είναι συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος στην Αιθιοπία. Το 1969 ο Ντέιρελ και η Σουζάν Σαρπ ήρθαν στο Κονγκό μετά την αποφοίτησή τους από την 47η τάξη της Γαλαάδ. Αφού εκδιώχθηκαν από το Κονγκό, διορίστηκαν στη Ζάμπια και από τότε βρίσκονται στο Μπέθελ της Λουσάκα. Άλλοι ιεραπόστολοι έλαβαν νέους διορισμούς σε χώρες της Δυτικής Αφρικής. Ανάμεσά τους ήταν ο Ράινχαρτ και η Χάιντι Σπέρλικ, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους σε αεροπορικό δυστύχημα. Αυτή η τραγωδία έφερε μεγάλη λύπη σε όλους όσους τους γνώριζαν.
Το 1966 ιδρύθηκε στο Λουμπούμπασι, στα νοτιοανατολικά της χώρας, ο πρώτος ιεραποστολικός οίκος εκτός Κινσάσα. Αργότερα, άλλοι οίκοι ιδρύθηκαν στο Κολουέζι, βορειοδυτικά του Λουμπούμπασι, και στην Κανάνγκα (τώρα Λυλυαμπούρ), στο Κασάι. Η παρουσία των ιεραποστόλων αποτελούσε ισχυρή, σταθεροποιητική επιρροή που βοηθούσε τους αδελφούς να ζουν την αλήθεια. Στο Κασάι, παραδείγματος χάρη, υπήρχαν ακόμα φυλετικές αντιζηλίες μεταξύ των αδελφών. Επειδή οι ιεραπόστολοι δεν ανήκαν σε κάποια φυλή, ήταν στην κατάλληλη θέση για να μεσολαβούν όταν ανέκυπταν προβλήματα και να κρίνουν αμερόληπτα τις δικαστικές υποθέσεις.
Από το 1968 ως το 1986 περισσότεροι από 60 ιεραπόστολοι υπηρέτησαν σε διάφορα μέρη της χώρας. Μερικοί είχαν παρακολουθήσει τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι το Παράρτημα της Σχολής Γαλαάδ στη Γερμανία. Επιπλέον, γαλλόφωνοι σκαπανείς ήρθαν απευθείας στο Κονγκό ως ιεραπόστολοι. Πολλοί έμαθαν τις τοπικές γλώσσες και όλοι εργάστηκαν σκληρά προκειμένου να παρηγορήσουν τους ανθρώπους με τα καλά νέα της Βασιλείας.
Αίθουσες Βασιλείας τη Δεκαετία του 1960
Στις μεγαλύτερες πόλεις, οι χώροι των συναθροίσεων ήταν ως επί το πλείστον υπαίθριες κατασκευές. Η ζέστη και η υπερβολική υγρασία ευνοούσαν αυτή τη διευθέτηση, και οι περισσότερες συναθροίσεις διεξάγονταν το βράδυ ή νωρίς το πρωί, όταν ο καιρός ήταν δροσερός. Όλα πήγαιναν καλά όταν δεν έβρεχε. Ωστόσο, την εποχή των βροχών, πολλές φορές οι συναθροίσεις έπρεπε να αναβάλλονται για κάποια άλλη μέρα.
Το 1962 έγινε η αφιέρωση της πρώτης Αίθουσας Βασιλείας. Αυτή η αίθουσα βρισκόταν στο Κιμπανσέκε, στην Κινσάσα, και ανήκε σε μία από τις έξι εκκλησίες που υπήρχαν εκεί. Από τότε, οι εκκλησίες στο Κονγκό έχουν αναπτύξει μεγάλη πρωτοβουλία στην κατασκευή Αιθουσών Βασιλείας. Ενίοτε, όμως, υπήρχαν νομικά προβλήματα. Ορισμένες φορές κάποιος αδελφός μπορεί να επέτρεπε στην εκκλησία να χρησιμοποιήσει το οικόπεδό του για να χτιστεί αίθουσα, χωρίς όμως νομικά έγγραφα. Όταν ο αδελφός πέθαινε, τα μέλη της οικογένειάς του μπορούσαν να έρθουν και να κάνουν κατάσχεση στην αίθουσα και σε ό,τι υπήρχε μέσα σε αυτήν. Λίγα μπορούσαν να γίνουν για να αποτραπεί κάτι τέτοιο. Αργότερα, κατά τη διάρκεια απαγορεύσεων, πολλές αίθουσες περιέρχονταν υπό τον έλεγχο των τοπικών αρχών και χρησιμοποιούνταν για δικούς τους σκοπούς. Αυτά τα προβλήματα περιόρισαν την εκτεταμένη οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας.
Παρ’ όλα αυτά, οικοδομήθηκαν Αίθουσες Βασιλείας σε όλη τη χώρα. Μολονότι οι περισσότερες ήταν απλές κατασκευές, όλες αντανακλούσαν την πίστη εκείνων που τις έχτισαν. Παρατηρήστε πώς περιέγραψε ένας ιεραπόστολος τους χώρους συναθροίσεων που υπήρχαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
«Για να φτάσουμε σε κάποια Αίθουσα Βασιλείας στη Λεοπολντβίλ, πρέπει να κατεβούμε από ένα δρομάκι ανάμεσα σε τσιμεντένια σπίτια. Ένα πλήθος από παιδιά έρχεται πίσω μας. Μπαίνουμε σε μια αυλή που περιβάλλεται από τσιμεντένιο τοίχο. Η Αίθουσα Βασιλείας, η οποία είναι ανοιχτή στα πλάγια, βρίσκεται πίσω από ένα σπίτι αδελφών. Οι αδελφοί κάνουν εξάσκηση στους ύμνους της Βασιλείας. Τι συγκινητικό που είναι να τους ακούμε! Ψάλλουν με όλη τους την καρδιά. Είμαστε χαρούμενοι που η αίθουσα βρίσκεται κάτω από τη σκιά των δέντρων τα οποία παρέχουν προστασία από τον ήλιο. Υπάρχουν καθίσματα για 200 άτομα περίπου. Η εξέδρα είναι φτιαγμένη από τσιμέντο και έχει οροφή από αυλακωτή λαμαρίνα. Αν ο ομιλητής είναι ψηλός, ίσως πρέπει να σκύβει λίγο. Υπάρχει ένας πίνακας ανακοινώσεων για τις επιστολές από το γραφείο τμήματος και τους εκκλησιαστικούς διορισμούς. Επίσης υπάρχει ένα τραπέζι για τα έντυπα. Οι αδελφοί έχουν τοποθετήσει φυτά στα πλάγια της εξέδρας. Χρησιμοποιούν λάμπες κηροζίνης για φωτισμό, ώστε να μπορούν να διεξάγονται οι συναθροίσεις τα βράδια. Όταν φεύγουμε, τα παιδιά είναι ακόμα έξω για να μας συνοδεύσουν πίσω στον κεντρικό δρόμο.
»Ταξιδεύουμε τώρα στο εσωτερικό του Κονγκό. Καθώς μπαίνουμε σε ένα χωριό με αχυροκαλύβες, η Αίθουσα Βασιλείας τραβάει την προσοχή μας. Είναι μια κατασκευή που στηρίζεται σε εννιά στύλους και έχει για οροφή ένα παχύ στρώμα φύλλων. Υπάρχουν μικρά αυλάκια σκαμμένα στο έδαφος από τη μια πλευρά της αίθουσας ως την άλλη. Προς έκπληξή μας, όταν καθόμαστε στο έδαφος και βάζουμε τα πόδια μας στα αυλάκια, δεν αισθανόμαστε άβολα. Πάνω από τον αδελφό που διεξάγει τη συνάθροιση κρέμεται μια χειρόγραφη επιγραφή η οποία λέει “Αίθουσα Βασιλείας” στην τοπική διάλεκτο. Περίπου 30 άτομα παρακολουθούν τη συνάθροιση. Πιθανώς μόνο οι μισοί είναι ευαγγελιζόμενοι. Ξέρουν μερικούς ύμνους της Βασιλείας. Ό,τι τους λείπει σε μουσική δεξιοτεχνία το αναπληρώνουν με τον ενθουσιασμό τους, και ψάλλουμε με όλη την καρδιά μας.
»Τώρα ταξιδεύουμε στο βόρειο τμήμα της χώρας. Σταματάμε το Λαντ Ρόβερ και κοιτάζουμε προς το χωριό. Βλέπουμε μια συστάδα αχυροκαλύβων, πέρα από τις οποίες υπάρχει μια κατασκευή η οποία ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες. Αυτή η κατασκευή αποτελείται από χοντρούς στύλους μπαμπού δεμένους γερά μεταξύ τους. Στον τοίχο από μπαμπού έχουν ανοιχτεί παράθυρα και μια πόρτα. Η οροφή είναι φτιαγμένη από άχυρο. Μπροστά στο οικοδόμημα υπάρχει περιποιημένο γρασίδι με ένα στενό μονοπάτι, και πάνω στο γρασίδι βρίσκεται μια μικρή επιγραφή που λέει: “Μάρτυρες του Ιεχωβά”. Περπατώντας στο μονοπάτι, φτάνουμε στην Αίθουσα Βασιλείας όπου μας καλωσορίζουν χαρούμενα οι αδελφοί μας. Καθώς μπαίνουμε, παρατηρούμε ότι οι πάγκοι αποτελούνται από στύλους μπαμπού τοποθετημένους πάνω σε κάθετους πασσάλους μπαμπού. Ευτυχώς η Αίθουσα Βασιλείας έχει στεγανή οροφή, ειδάλλως θα προέκυπταν προβλήματα: Αν το νερό φτάσει στους πασσάλους του μπαμπού, αυτοί θα βγάλουν ρίζες και θα μεγαλώσουν γρήγορα. Αντί να απέχει 30 εκατοστά από το έδαφος, ο πάγκος σας θα είναι πολύ ψηλότερος. Σε έναν πίνακα ανακοινώσεων είναι αναρτημένο το πρόγραμμα των συναθροίσεων καθώς και επιστολές από το γραφείο τμήματος. Οι αδελφοί παίρνουν τα έντυπα από ένα τραπέζι φτιαγμένο από ξύλα μπαμπού τα οποία είναι κομμένα στη μέση και ενωμένα με καλάμια.
»Ταξιδεύουμε νότια προς την Κατάνγκα, όπου ο ήλιος μόλις δύει. Εδώ ο καιρός είναι ψυχρότερος και χρειάζεται να φοράμε πιο ζεστά ρούχα. Φτάνουμε σε κάποιο χωριό, και καθώς πλησιάζουμε στην Αίθουσα Βασιλείας, ακούμε τους αδελφούς να ψάλλουν. Επειδή οι αδελφοί στα χωριά γενικά δεν έχουν ρολόγια, υπολογίζουν την ώρα των συναθροίσεων με βάση τη θέση του ήλιου. Συνήθως αυτοί που φτάνουν πρώτοι στην αίθουσα αρχίζουν να ψάλλουν μέχρι να έρθουν οι περισσότεροι από τους αδελφούς προκειμένου να μπορεί να ξεκινήσει η συνάθροιση. Στριμωχνόμαστε σε ένα κάθισμα το οποίο αποτελείται από έναν κορμό πριονισμένο στη μέση και τοποθετημένο σε δύο στηρίγματα. Τα έντυπα φυλάσσονται σε ένα παλιό ντουλάπι, αλλά δεν μπορούν να αποθηκευτούν εκεί για καιρό επειδή εισβάλλουν κατσαρίδες και τερμίτες και καταστρέφουν το χαρτί. Όταν τελειώνει η συνάθροιση, οι αδελφοί μάς προσκαλούν να ξεναγηθούμε στην αίθουσά τους. Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από μικρά κλαδιά δεμένα με καλάμια και καλυμμένα με πηλό. Η υδατοστεγής οροφή είναι κατασκευασμένη από πλεγμένο άχυρο».
Ο Ιεχωβά Προστατεύει τους Υπηρέτες Του
Τη δεκαετία του 1960, οι εμφύλιες συγκρούσεις και η βία ήταν κάτι το συνηθισμένο. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους, περιλαμβανομένων και μερικών από το λαό του Ιεχωβά. Χρειαζόταν πίστη και θάρρος από μέρους των αδελφών για να συναθροίζονται, επειδή ορισμένες φορές οι συναθροίσεις εκλαμβάνονταν κακώς ως πολιτικές συγκεντρώσεις. Στην Επαρχία Εκουατέρ, ένοπλοι στρατιώτες πλησίασαν κάποια Αίθουσα Βασιλείας όπου οι αδελφοί διεξήγαν μια συνάθροιση. Οι στρατιώτες διέκριναν αμέσως ότι οι αδελφοί είχαν συγκεντρωθεί για να λατρέψουν τον Θεό, και όχι για να προωθήσουν πολιτικούς σκοπούς. Ως αποτέλεσμα, οι στρατιώτες έφυγαν λέγοντας ότι οι ίδιοι δεν ήταν ούτε εναντίον της θρησκείας ούτε εναντίον του Θεού.
Σε μια άλλη περίπτωση, στο Κισανγκάνι, ο Μπερνάρ Μαγιούνγκα και μερικοί άλλοι ευαγγελιζόμενοι περικυκλώθηκαν από αντάρτες που έψαχναν για κάποια τοπικά κυβερνητικά στελέχη, τους οποίους σχεδίαζαν να εκτελέσουν. Όταν ρωτήθηκε σε ποια φυλή ανήκε, ο Μπερνάρ απάντησε: «Είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά». Ξαφνιασμένος από αυτή την απάντηση, ο αρχηγός των ανταρτών τον ρώτησε τι εννοούσε. Ο Μπερνάρ έδωσε μαρτυρία από τις Γραφές και ύστερα από αυτό ο αρχηγός των ανταρτών δήλωσε: «Αν όλοι οι άνθρωποι ήταν σαν εσάς, δεν θα υπήρχαν πόλεμοι». Ο Μπερνάρ αφέθηκε ελεύθερος μαζί με τους άλλους συλληφθέντες Μάρτυρες.
Επιτέλους Νομική Αναγνώριση!
Μέχρι το 1965, το Μπέθελ του Κονγκό στεγαζόταν ακόμα σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Κινσάσα. Το μέρος αυτό ήταν μικρό και στενόχωρο. Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων πλησίαζε τους 4.000 και υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Ύστερα από επιμελή έρευνα, οι αδελφοί απέκτησαν ένα σπίτι μόλις 6 χρόνων το οποίο βρισκόταν στον αριθμό 764 της λεωφόρου ντεζ Ελεφάν, στο Λιμετέ της Κινσάσα. Το κτίριο ήταν διώροφο και είχε τέσσερα υπνοδωμάτια. Οι αδελφοί άρχισαν τις εργασίες και μετέτρεψαν το μεγάλο σαλόνι και την τραπεζαρία του πρώτου ορόφου σε γραφείο. Χρησιμοποίησαν το γκαράζ για το Τμήμα Αποστολής και τον πολύγραφο. Το 1972 έγινε επέκταση στο κτίριο.
Το Νοέμβριο του 1965, ο Ζοζέφ-Ντεζιρέ Μομπούτου ανέλαβε την πολιτική εξουσία μέσω πραξικοπήματος. Για άλλη μια φορά το γραφείο τμήματος κατέθεσε αίτηση για νομική αναγνώριση, και στις 9 Ιουνίου 1966 ο Πρόεδρος Μομπούτου υπέγραψε ένα διάταγμα χορηγώντας αυτή την αναγνώριση. Τώρα ο λαός του Ιεχωβά θα απολάμβανε τα ίδια δικαιώματα και προνόμια όπως όλες οι άλλες νομικά αναγνωρισμένες θρησκείες του Κονγκό. Αυτό για το οποίο οι αδελφοί εργάζονταν και προσεύχονταν από το 1932 έγινε τελικά πραγματικότητα. Ήταν ελεύθεροι να κηρύττουν δημόσια, να διεξάγουν μεγάλες συνελεύσεις και να κατέχουν περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία θα διαρκούσε μόνο έξι χρόνια.
Οι Συνελεύσεις Δίνουν Μεγάλη Μαρτυρία
Πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι αδελφοί που μπορούσαν να οργανώσουν συνελεύσεις περιοχής υπό την προστασία ενός νομικού διατάγματος! Η πρώτη σειρά συνελεύσεων περιλάμβανε 11 συνελεύσεις περιοχής, με ένα σύνολο 11.214 παρόντων και 465 βαπτισθέντων.
Οι συνελεύσεις προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τις τοπικές εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου. Οι κληρικοί είχαν αγωνιστεί με μένος για να εμποδίσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να λάβουν νομική αναγνώριση σε αυτή την καρποφόρα περιοχή, την οποία ο κλήρος θεωρούσε ιδιοκτησία του. Στην κωμόπολη Γκαντατζίκα, στην Επαρχία Κασάι, οι θρησκευτικοί αρχηγοί διαμαρτυρήθηκαν στο δήμαρχο. Επειδή ο δήμαρχος δεν υποχώρησε στον εκφοβισμό τους, έστειλαν κάποιους νεαρούς στο χώρο της συνέλευσης για να διαταράξουν τη συγκέντρωση. Ωστόσο, εκείνη τη μέρα παρουσιαζόταν στη συνέλευση μια Γραφική ταινία και είχε έρθει μεγάλο πλήθος για να τη δει. Σύντομα οι ταραξίες κάθησαν και αυτοί για να παρακολουθήσουν την ταινία. Αυτά που είδαν τους εντυπωσίασαν. Σε κάθε αλλαγή της μπομπίνας, το πλήθος, το οποίο αριθμούσε αρκετές χιλιάδες, φώναζε: «Ζήτω οι Μάρτυρες του Ιεχωβά!»
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν τώρα την έγκριση να διεξάγουν μεγάλες συνελεύσεις περιφερείας, αλλά χρειαζόταν πολλή προετοιμασία προτού μπορέσουν να κάνουν κάτι τέτοιο. Έπρεπε να οργανώσουν Βιβλικά δράματα, και τα δράματα απαιτούσαν κουστούμια. Οι αδελφοί έπρεπε να εγκαταστήσουν και να θέσουν σε λειτουργία ηχητικό εξοπλισμό. Όλα αυτά τα κατάφεραν επειδή ήταν πρόθυμοι τόσο να εργαστούν εθελοντικά όσο και να μάθουν.
Ταξιδεύουν για να Υπηρετήσουν σε Συνελεύσεις Περιοχής
Το 1964 οι περιοχές που υπήρχαν στο Κονγκό ήταν αρκετές για να σχηματίσουν δύο περιφέρειες. Το 1969 σχηματίστηκε μια τρίτη στο Κασάι, και μέχρι το 1970 οι περιφέρειες έγιναν τέσσερις. Εξαιτίας των κακών δρόμων, συχνά ήταν δύσκολο για τους επισκόπους περιφερείας και άλλους να ταξιδέψουν στις συνελεύσεις. Για να το δούμε αυτό, ας συνοδεύσουμε έναν επίσκοπο περιφερείας, τον Γουίλιαμ Σμιθ, στο ταξίδι του προς μια συνέλευση περιοχής.
«Είχε πέσει κατακλυσμιαία βροχή στην ύπαιθρο με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν τα ποτάμια. Προορισμός μας ήταν η πόλη Καμίνα όπου είχε προγραμματιστεί η διεξαγωγή μιας συνέλευσης περιοχής. Για να φτάσουμε εκεί, έπρεπε να ταξιδέψουμε πάνω από 320 χιλιόμετρα. Η δυνατή βροχή μετέτρεψε μερικούς δρόμους σε θάλασσα από λάσπη, ενώ σε άλλα μέρη το νερό εξαφάνισε τους δρόμους. Μια κοιλάδα είχε γίνει λίμνη. Παντού ήταν παρκαρισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και κρατικά οχήματα καθώς οι άνθρωποι περίμεναν να υποχωρήσουν τα νερά. Πολλοί υπολόγιζαν ότι αυτή η κατάσταση θα κρατούσε δύο εβδομάδες.
»Ήξερα πως οι αδελφοί προσδοκούσαν με ενθουσιασμό το πρόγραμμα της συνέλευσης. Μερικοί θα περπατούσαν επί μέρες για να την παρακολουθήσουν. Ρώτησα αν υπήρχε κάποιος τρόπος να παρακάμψουμε την κοιλάδα. Προς έκπληξή μου, οι άνθρωποι μου είπαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν κατασκευάσει έναν μικρό παρακαμπτήριο δρόμο, αλλά επειδή το έδαφος ήταν μαλακό, δεν άφηναν κανέναν να τον χρησιμοποιήσει μέχρι να περάσει ο επίσκοπος περιφερείας για να πάει στην Καμίνα.
»Αδελφοί από δύο χωριά είχαν εργαστεί όλη μέρα, όλη νύχτα καθώς και την επόμενη μέρα, ώστε να ανοίξουν έναν καινούριο δρόμο ο οποίος θα παρέκαμπτε το σημείο που ήταν αδιάβατο. Σύντομα βρήκα τους αδελφούς και ετοιμάστηκα να οδηγήσω το τζιπ πάνω στο δρόμο που είχαν φτιάξει. Ένα αρκετά μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί για να δει αν το τζιπ θα μπορούσε να περάσει. Πόσο απογοητευτήκαμε βλέποντας το τζιπ να βουλιάζει στο μαλακό χώμα μόλις λίγα μέτρα μετά την είσοδό του στον καινούριο δρόμο!
»Παρότι οι αδελφοί έσπρωχναν, το όχημα δεν μετακινούνταν. Είχαν εργαστεί τόσο σκληρά, και η απογοήτευση φαινόταν στα πρόσωπά τους. Εντούτοις, παρέμεναν αποφασισμένοι να βοηθήσουν τον επίσκοπο περιφερείας να φτάσει στη συνέλευση. Εκείνοι που μας παρατηρούσαν, σκεπτόμενοι ότι ο καινούριος δρόμος ήταν επικίνδυνος μάλλον παρά βοηθητικός, επέστρεψαν στα οχήματά τους. Οι αδελφοί αποφάσισαν να προσπαθήσουν ξανά. Αυτή τη φορά ξεφόρτωσαν εντελώς το τζιπ, το οποίο ήταν φορτωμένο με έντυπα, ηχητικό εξοπλισμό, μια γεννήτρια και άλλα πράγματα. Οι αδελφοί έσκαβαν και έσπρωχναν, και οι περιστρεφόμενοι τροχοί άρχισαν να κινούν αργά αργά το τζιπ προς τα εμπρός.
»Μία ώρα αργότερα, γιορτάσαμε το επιτυχές μας πέρασμα από τη λάσπη με χαρούμενες κραυγές και ύμνους της Βασιλείας. Οι αδελφοί είχαν καταφέρει να κάνουν εκείνο που θεωρούσαν αδύνατον όσοι κάθονταν στα οχήματά τους. Η συνέλευση είχε εξαιρετική επιτυχία χάρη στη σκληρή εργασία των αδελφών. Ο Ιεχωβά ήταν μαζί με το λαό του και τους βοήθησε να κάνουν το θέλημά του».
Νέο Πολιτικό Καθεστώς Φέρνει Αλλαγές
Η προσέγγιση ανθρώπων που βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα μέσα στα βροχερά δάση και στις σαβάνες του ισημερινού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ενώ οι ιεραπόστολοι κήρυτταν στις μεγαλύτερες πόλεις, οι ντόπιοι αδελφοί και αδελφές που υπηρετούσαν ως ειδικοί σκαπανείς προωθούσαν το έργο στην επαρχία. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι στα χωριά ήταν αναλφάβητοι, και αυτό καθιστούσε δύσκολη τη δημιουργία ισχυρών εκκλησιών. Επιπλέον, οι αλλαγές στην πολιτική σκηνή της χώρας επρόκειτο να έχουν αντίκτυπο στη ζωή των αδελφών.
Το έτος 1970 σήμανε την έναρξη ενός μονοκομματικού πολιτικού συστήματος. Το κόμμα ήταν γνωστό ως Λαϊκό Επαναστατικό Κίνημα (Mouvement Populaire de la Révolution). Πολιτική του ήταν η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες, και αυτό περιλάμβανε τη μετονομασία των πόλεων και των κωμοπόλεων. Η Στανλεϊβίλ είχε ήδη μετονομαστεί σε Κισανγκάνι και η Ελιζαμπετβίλ ονομάστηκε Λουμπούμπασι. Το 1971 η κυβέρνηση άλλαξε το όνομα της χώρας και του κύριου ποταμού της από Κονγκό και Κόνγκο σε Ζαΐρ. Το νόμισμα άλλαξε από φράγκο σε ζαΐρ. Η κυβέρνηση απαίτησε να αλλάξουν και οι άνθρωποι τα ονόματά τους: Όποιο όνομα θεωρούνταν Χριστιανικό έπρεπε να αντικατασταθεί με ένα αυθεντικό αφρικανικό όνομα. Οι γραβάτες απαγορεύτηκαν επειδή συνδέονταν με τους Ευρωπαίους. Σε όλα αυτά τα ζητήματα οι αδελφοί υπάκουσαν με σεβασμό.—Ματθ. 22:21.
Σύμφωνα με την πολιτική ιδεολογία, όλοι όσοι γεννιούνταν στο Κονγκό ήταν αυτομάτως ενεργά μέλη του Λαϊκού Επαναστατικού Κινήματος. Για να διατηρήσουν την εργασία τους, να πάνε στο σχολείο ή να πουλήσουν προϊόντα στις αγορές, οι άνθρωποι υποχρεώνονταν να έχουν πολιτική κάρτα. Επίσης, αναμενόταν να φορούν μια καρφίτσα του κόμματος, ιδιαίτερα όταν έμπαιναν σε κάποιο κυβερνητικό γραφείο. Ήταν δύσκολη περίοδος για το λαό του Ιεχωβά. Κάποιοι αδελφοί έχασαν τις δουλειές τους και μερικά παιδιά αποβλήθηκαν από το σχολείο.
Ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όμως, κατανόησαν τη θέση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο υπουργός εσωτερικών ρώτησε έναν αδελφό που ήταν υπάλληλός του γιατί δεν φορούσε την καρφίτσα του κόμματος. Ο αδελφός εξήγησε τους Γραφικούς λόγους. Ο υπουργός απάντησε: «Εμείς σε ξέρουμε και δεν θα σου προξενήσουμε προβλήματα, αλλά το κίνημα της νεολαίας θα σε ταλαιπωρήσει».
Αναφέρθηκε ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος Μομπούτου, αφού έγινε αποδέκτης πολλών διαμαρτυριών εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά, απάντησε ως εξής στα μέλη του κόμματός του σε μια συνεδρίαση: “Αν υπάρξουν ποτέ προβλήματα για εμένα, δεν θα προέλθουν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Θυμηθείτε ποιος ήταν εκείνος που πρόδωσε τον Ιησού. Ήταν ο Ιούδας, ένας από τους μαθητές Του. Αν κάποιος με προδώσει, θα είναι ένας από αυτούς που τρώνε μαζί μου”.
Το Μπέθελ Επεκτείνεται για να Καλύψει τις Ανάγκες
Τον Ιανουάριο του 1971, ο Νάθαν Ο. Νορ, από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλιν, επισκέφτηκε το Κονγκό. Ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν στη διάρκεια της επίσκεψής του ήταν η επέκταση του Οίκου Μπέθελ και των εγκαταστάσεων του γραφείου. Το 1970 υπήρχαν σχεδόν 14.000 ευαγγελιζόμενοι σε 194 εκκλησίες και σε περισσότερους από 200 απομονωμένους ομίλους. Εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης ανάγκης για έντυπα στο Κονγκό, ο αποθηκευτικός χώρος του Μπέθελ είχε γίνει πολύ μικρός. Πόση χαρά έφερε η ανακοίνωση του αδελφού Νορ ότι θα γινόταν μια προσθήκη στο ήδη υπάρχον κτίριο! Ένας αρχιτέκτονας έφτιαξε τα σχέδια για το νέο, μοντέρνο, διώροφο κτίριο το οποίο θα ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από το ήδη υπάρχον. Περιλάμβανε ένα μεγάλο γραφείο, μια μεγάλη αποθήκη και επιπρόσθετα υπνοδωμάτια.
Τον Ιούνιο του 1971 τα σχέδια εγκρίθηκαν και άρχισαν οι εργασίες. Ο Ντον Γουόρντ στάλθηκε από τη Δαχομέη (σημερινό Μπενίν) για να επιβλέψει την οικοδόμηση. Ήρθαν να βοηθήσουν πολλοί εθελοντές από τις 39 εκκλησίες της Κινσάσα, και όλοι μαζί ολοκλήρωσαν το οικοδομικό πρόγραμμα. Όλη αυτή η επέκταση στον αγρό και στο Μπέθελ ενόχλησε ακόμα περισσότερο τις θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Δεκαετία του 1970—Περίοδος Θάρρους και Προσοχής
Το Δεκέμβριο του 1971 η κυβέρνηση ψήφισε έναν νόμο με ρυθμιστικές διατάξεις για τη δράση των πολλών νέων θρησκειών και ομίλων προσευχής που σχηματίζονταν σε ολόκληρη τη χώρα. Σύμφωνα με αυτόν το νέο νόμο, μόνο τρεις θρησκείες ήταν νόμιμες: η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι Προτεσταντικές εκκλησίες και η εκκλησία των Κιμπανγκουιστών, μια τοπική θρησκεία. Το 1972 αναγνωρίστηκαν επίσης άλλες τρεις θρησκείες: ο Ισλαμισμός, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και ο Ιουδαϊσμός. Πολλές μικρότερες θρησκείες υπάχθηκαν στην κατηγορία του Προτεσταντισμού.
Κατά συνέπεια, από το 1971 ως το 1980, υπήρξε μια περίοδος ανεπίσημης άρσης της αναγνώρισης, ή ήπιας απαγόρευσης, η οποία περιόρισε από μερικές απόψεις τις δραστηριότητες του λαού του Θεού. Παρότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ήταν επίσημα αναγνωρισμένοι, δεν εκδόθηκε διάταγμα να απελαθούν οι ιεραπόστολοι ούτε υπήρξε κάποια παρέμβαση στο Μπέθελ. Ένας ιεραποστολικός οίκος στην Κανάνγκα έκλεισε, αλλά οι οίκοι στο Μπουκάβου, στο Κισανγκάνι, στο Κολουέζι και στο Λουμπούμπασι παρέμειναν ανοιχτοί. Οι αδελφοί δεν μπορούσαν πια να οργανώνουν μεγάλες συνελεύσεις περιφερείας. Σε πολλά μέρη, όμως, συναθροίζονταν στις Αίθουσες Βασιλείας τους. Διεξήγαν μικρές συνελεύσεις περιοχής σε μεγαλύτερες αίθουσες. Πολλά εξαρτόνταν από τη στάση των τοπικών αρχών. Σε μέρη όπου υπήρχε ισχυρή εναντίωση, οι αδελφοί ανέμεναν διωγμό και συλλήψεις. Εκατοντάδες φυλακίστηκαν. Εκεί όπου οι τοπικές αρχές ήταν ευνοϊκά διακείμενες, οι αδελφοί μπορούσαν να συνεχίζουν τις θρησκευτικές τους δραστηριότητες ελεύθερα.
Παρά τους περιορισμούς, οι Μάρτυρες εξακολουθούσαν να κηρύττουν με τόλμη. Μια ομάδα από τρεις αδελφούς και μία αδελφή πήγαν να δώσουν μαρτυρία σε κάποια αγορά. Δύο άντρες πλησίασαν και συνέλαβαν τον έναν αδελφό καθώς έδινε κάποιο βιβλίο σε ένα ενδιαφερόμενο άτομο. Τον πήγαν στα κεντρικά γραφεία του κόμματος και τον άφησαν σε ένα δωμάτιο να περιμένει τον κομματάρχη. Μόλις μπήκε ο κομματάρχης, βρήκε τον αδελφό να προσφέρει σε κάποιον άλλον άντρα στην αίθουσα αναμονής το βιβλίο Προήλθε ο Άνθρωπος από Εξέλιξη ή από Δημιουργία; (Did Man Get Here by Evolution or by Creation?)
«Διαδίδεις την προπαγάνδα σου εδώ μέσα;» ρώτησε με αυστηρό τόνο ο κομματάρχης.
Ο αδελφός απάντησε: «Μα αν κάποιος σας ρωτούσε: “Προήλθε ο άνθρωπος από εξέλιξη ή από δημιουργία;” τι θα απαντούσατε;»
Ο κομματάρχης δεν έδωσε απάντηση. Γυρίζοντας προς τους άντρες που είχαν συλλάβει τον αδελφό, είπε: «Αφήστε τον να φύγει. Δεν κάνει κάτι μη εγκεκριμένο».
Ο αδελφός επέστρεψε στην αγορά και συνέχισε να δίνει μαρτυρία. Αργότερα, ο κομματάρχης πέρασε από εκεί και τον είδε. Δείχνοντας τον αδελφό, είπε στους συντρόφους του: «Θαρραλέος άνθρωπος, έτσι δεν είναι;»
Το 1974 ο επίσκοπος τμήματος, ο Έρνεστ Χόις, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Βέλγιο κατόπιν εισήγησης των γιατρών του. Ο Έρνεστ υπέφερε από εμφύσημα για κάποιο διάστημα, και οι συχνές προσβολές από ελονοσία επιδείνωσαν την υγεία του. Οι αδελφοί αγαπούσαν την οικογένεια Χόις, η οποία είχε συμβάλει σημαντικά στο έργο εκεί. Στο Βέλγιο η οικογένεια αυτή εξακολούθησε να υπηρετεί τον Ιεχωβά με ζήλο. Ο Έρνεστ πέθανε το 1986, ενώ η σύζυγός του η Ελέν πέθανε οχτώ χρόνια αργότερα. Η επίβλεψη του γραφείου τμήματος στην Κινσάσα ανατέθηκε στον Τίμοθι Α. Χολμς, ο οποίος υπηρετούσε ως ιεραπόστολος από το 1966.
Το 1980 Παραχωρείται Ξανά Νομική Αναγνώριση
Στις 30 Απριλίου 1980, ο πρόεδρος της δημοκρατίας υπέγραψε ένα διάταγμα χορηγώντας νομική αναγνώριση στο Σωματείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το ενδιαφέρον για την αλήθεια ήταν μεγαλύτερο από ποτέ και οι παρόντες στην Ανάμνηση έφτασαν τους 90.226, ενώ διεξάγονταν περίπου 35.000 Γραφικές μελέτες στα σπίτια ενδιαφερόμενων ατόμων. Καταγράφηκαν νέοι ανώτατοι αριθμοί ευαγγελιζομένων και σκαπανέων. Χρειάζονταν καλύτερες εγκαταστάσεις για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες του αγρού πιο αποτελεσματικά. Γι’ αυτό, οι αδελφοί χάρηκαν όταν το Κυβερνών Σώμα ενέκρινε την αγορά ενός οικοπέδου δυόμισι φορές μεγαλύτερου από αυτό που είχε ήδη το γραφείο τμήματος στο Κονγκό. Όπως θα δούμε, όμως, ανέκυψαν δυσκολίες.
Επί χρόνια οι αδελφοί δεν μπορούσαν να οργανώσουν μεγάλες συνελεύσεις περιφερείας. Τώρα ήταν ελεύθεροι να το κάνουν αυτό. Το 1980 διεξάχθηκαν πέντε Συνελεύσεις Περιφερείας «Θεία Αγάπη» σε όλη τη χώρα. Κάποιοι εκπρόσωποι έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Πολλές οικογένειες περπάτησαν πάνω από 400 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν τη συνέλευση. Δύο ειδικοί σκαπανείς σε κάποια πολύ απομονωμένη περιοχή ταξίδεψαν δύο εβδομάδες με τα ποδήλατά τους διανύοντας περισσότερα από 700 χιλιόμετρα μέσα από αμμώδη εδάφη και βροχερά δάση. Επίσης ήρθαν εκπρόσωποι από το Κονγκό (Μπραζαβίλ), το Μπουρούντι και τη Ρουάντα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν απαραίτητο να οργανώνονται συνελεύσεις περιφερείας σε ακόμη περισσότερες τοποθεσίες. Είναι αλήθεια ότι οι αδελφοί είχαν θρησκευτική ελευθερία, αλλά οι οικονομικές πιέσεις αυξάνονταν. Πολλοί δυσκολεύονταν ακόμη και να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Οι τιμές έφταναν στα ύψη αλλά όχι και οι μισθοί. Το κόστος της μετακίνησης για μεγάλες αποστάσεις ήταν πολύ υψηλό για την πλειονότητα των αδελφών. Ως εκ τούτου, το γραφείο τμήματος οργάνωνε στοργικά περισσότερες συνελεύσεις περιφερείας πλησιέστερα στα μέρη όπου ζούσαν οι πιο πολλοί αδελφοί.
Οι δρόμοι στο Κονγκό μοιάζουν να είναι μετ’ εμποδίων: Τα πεσμένα δέντρα, οι κατεστραμμένες γέφυρες, η παχιά άμμος και οι γεμάτες λάσπη λακκούβες είναι κάτι το συνηθισμένο. Οι εκπρόσωποι του γραφείου τμήματος και οι σύζυγοί τους έδειχναν πάντοτε αυτοθυσιαστικό πνεύμα όταν υπηρετούσαν στις συνελεύσεις. Εντούτοις, η θυσία τους είναι μικρή αν συγκριθεί με τις θυσίες που κάνουν οι ντόπιοι αδελφοί και αδελφές, οι οποίοι συχνά αναγκάζονται να περπατούν επί μέρες και να κοιμούνται στο ύπαιθρο. Ακόμα και τώρα, δεν είναι ασυνήθιστο να περπατούν οι αδελφοί από 50 ως 150 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουν συνελεύσεις περιφερείας.
Ιδρύονται Νέοι Ιεραποστολικοί Οίκοι
Η νομική αναγνώριση το 1980 άνοιξε το δρόμο για να έρθουν καινούριοι ιεραπόστολοι στη χώρα. Το 1981 ένας νέος ιεραποστολικός οίκος ιδρύθηκε στην Γκόμα (Επαρχία Κίβου). Στη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, ιδρύθηκαν και άλλοι οίκοι στο Λικάσι (Κατάνγκα), στο Εμπούτζι-Μάγι (Κασάι), στο Κίκουιτ (Μπαντούντου) και στην πόλη-λιμάνι Ματάντι (Κάτω Κονγκό). Κάποιοι οίκοι που είχαν κλείσει άνοιξαν ξανά. Τελικά, το 1986 τέθηκε σε λειτουργία ένας οίκος στο Ισίρο (Επαρχία Οριεντάλ), και έτσι υπήρχαν συνολικά 11 ιεραποστολικοί οίκοι στη χώρα. Αυτοί χρησίμευσαν επίσης ως αποθήκες εντύπων. Οι ιεραπόστολοι αποτελούσαν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο γραφείο τμήματος και στον αγρό. Οι ντόπιοι αδελφοί και αδελφές εκτιμούσαν την ενθάρρυνση και την εκπαίδευση που λάβαιναν από αυτούς. Το υπηρεσιακό έτος 1981 τελείωσε με έναν νέο ανώτατο αριθμό 25.753 ευαγγελιζομένων. Οι δυνατότητες για αύξηση ήταν μεγάλες.
Δεν Φοβούνται το Κιμπιλικίτι
Κιμπιλικίτι είναι το όνομα του πνεύματος μιας φυλής. Το πνεύμα λατρεύεται από τους ανθρώπους της φυλής Ρέγκα, οι οποίοι ζουν στο κεντροανατολικό μέρος της χώρας όπου υπάρχουν πυκνά δάση. Η ζωή αυτών των ανθρώπων—οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον κυνηγοί, γεωργοί και ψαράδες—κυριαρχείται από θρησκευτικές πεποιθήσεις σχετικά με το Κιμπιλικίτι. Αυτή η αίρεση περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου, και οι ιερείς της ασκούν μεγάλη επιρροή σε όσους ζουν υπό τον τρόμο του πνεύματος.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε εκείνη την περιοχή δεν φοβούνται το Κιμπιλικίτι επειδή γνωρίζουν ότι ο Ιεχωβά είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Είναι οι μόνοι που δεν συμμορφώνονται με ό,τι απαιτούν οι ιερείς του Κιμπιλικίτι, όπως το να προσφέρουν τράγους και κοτόπουλα τα οποία τρώνε οι ίδιοι οι ιερείς.
Από το 1978, τα μέλη της αίρεσης άρχισαν να διώκουν ανοιχτά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πυρπόλησαν αρκετές Αίθουσες Βασιλείας, έδιωξαν μερικούς αδελφούς από τα ίδια τους τα σπίτια και άρπαξαν τα αποκτήματά τους. Η αίρεση χρησιμοποιούσε επίσης μάγια και ξόρκια προσπαθώντας μάταια να βλάψει τους αδελφούς. Κατόπιν, τον Αύγουστο του 1983 κάποια μέλη της αίρεσης έθεσαν σε εφαρμογή ένα αποτρόπαιο σχέδιο—δολοφόνησαν με βαρβαρότητα οχτώ αδελφούς κοντά στο χωριό Πάνγκι.
Αυτό το φρικιαστικό περιστατικό συγκλόνισε την εκκλησία, ιδιαίτερα όσους είχαν χάσει τον αγαπημένο τους σύζυγο ή πατέρα. Το γραφείο τμήματος και οι ντόπιοι αδελφοί συσπειρώθηκαν για να παράσχουν τόσο πνευματική όσο και υλική βοήθεια στις οικογένειες που επηρεάστηκαν.
Στο μεταξύ, οι δολοφόνοι αισθάνονταν ασφαλείς σε εκείνη την απομονωμένη και δασώδη περιοχή. Τελικά, όμως, οι ένοχοι συνελήφθησαν. Η δίκη διεξάχθηκε στο περιφερειακό δικαστήριο του Κίντου. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι το πνεύμα Κιμπιλικίτι τούς είχε εξωθήσει στη δολοφονία. Ωστόσο, ο εισαγγελέας έδειξε πού έγκειτο η πραγματική ευθύνη. Ο ίδιος δήλωσε: «Μερικά [μέλη της φυλής Ρέγκα] τα οποία στο παρελθόν μετείχαν στις τελετουργίες του Κιμπιλικίτι και γνωρίζουν τα μυστικά είναι τώρα συνταυτισμένοι με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έχουν αποκαλύψει τα μυστικά, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με τη μη ύπαρξη του πνεύματος που αποκαλείται Κιμπιλικίτι. Συνεπώς, έχουν εκθέσει την απάτη αναφορικά με τις προσφορές που ζητάει το υποτιθέμενο πνεύμα το οποίο, κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, είναι μια μεγάλη πλάνη που οργανώθηκε από τους γέροντες οι οποίοι διευθύνουν αυτές τις τελετουργίες».
Ως εκ τούτου, βρέθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, όχι το πνεύμα Κιμπιλικίτι. Όταν έγινε έφεση της υπόθεσης, ένα ανώτερο δικαστήριο στο Μπουκάβου επικύρωσε τη θανατική ποινή των δολοφόνων. Οι εισαγγελείς προειδοποίησαν για τις συνέπειες οποιωνδήποτε μελλοντικών επιθέσεων ενάντια στους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τους λάτρεις του Κιμπιλικίτι.b
Από τότε υπήρξαν και άλλα περιστατικά, αλλά τα μέλη της αίρεσης συνειδητοποιούν τώρα ότι δεν μπορούν να αποκρύπτουν τέτοιες πράξεις στο δάσος ούτε μπορούν να βασίζονται για προστασία στο ανύπαρκτο Κιμπιλικίτι. Στο μεταξύ, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίζουν με πιστότητα να βοηθούν άλλους να ελευθερωθούν από αυτή την αίρεση. Ο Ιεχωβά έχει ευλογήσει στοργικά τις προσπάθειές τους. Τώρα υπάρχουν περισσότεροι από 300 ζηλωτές ευαγγελιζόμενοι οι οποίοι υπηρετούν στις εκκλησίες εκείνης της περιοχής. Αγαπούν τον Ιεχωβά και δεν φοβούνται το Κιμπιλικίτι.
Το Έργο Τίθεται υπό Απαγόρευση
Μέχρι το 1985 το έργο της Βασιλείας άκμαζε στο Κονγκό. Είχε αρχίσει η οικοδόμηση ενός νέου Μπέθελ στο οικόπεδο που είχε αγοραστεί το 1980. Περίπου 60 ξένοι εθελοντές βρίσκονταν εκεί για να βοηθήσουν. Το υπηρεσιακό έτος τελείωσε με σχεδόν 35.000 ευαγγελιζομένους στον αγρό και με νέο ανώτατο αριθμό σκαπανέων. Εξήντα ιεραπόστολοι κήρυτταν με ζήλο σε όλη τη χώρα. Οι περιοδεύοντες επίσκοποι εκπαίδευαν πρεσβυτέρους και σκαπανείς. Όλα έδειχναν ότι επίκειτο τεράστια αύξηση.
Ωστόσο, δεν έβλεπαν όλοι ευνοϊκά την πνευματική και υλική ευημερία του λαού του Θεού. Χρησιμοποιώντας τους πολιτικούς, οι κληρικοί παρενέβαιναν στις δραστηριότητες των αδελφών. Στις 12 Μαρτίου 1986, ο Πρόεδρος Μομπούτου υπέγραψε ένα διάταγμα μέσω του οποίου απαγόρευε το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Την επόμενη μέρα, η απαγόρευση ανακοινώθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο. Ένας εκφωνητής είπε: «Τώρα δεν θα ακούσουμε ποτέ ξανά για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο [Κονγκό]». Πόσο λανθασμένη θα αποδεικνυόταν η πρόβλεψή του!
Το γραφείο τμήματος ανακάλεσε στο Μπέθελ τέσσερις ιεραποστόλους που υπηρετούσαν ως επίσκοποι περιφερείας και διόρισε ντόπιους αδελφούς στο έργο περιφερείας. Εφόσον οι ιεραπόστολοι δεν μπορούσαν πλέον να κηρύττουν ανοιχτά, ήταν σαν να βρίσκονταν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Οι ντόπιοι αδελφοί ήταν πολύ προσεκτικοί όταν κήρυτταν. (Ματθ. 10:16) Δυστυχώς πολλοί ενδιαφερόμενοι φοβήθηκαν και σταμάτησαν να μελετούν. Μερικές Αίθουσες Βασιλείας έκλεισαν και κάποιες καταστράφηκαν. Άλλες τις πήρε αυθαίρετα το κόμμα στην κατοχή του. Οι αδελφοί αναγκάστηκαν να συναθροίζονται σε μικρούς ομίλους. Κάποιους αδελφούς τούς συνέλαβαν νύχτα μέσα στα ίδια τους τα σπίτια και έκλεψαν τα υπάρχοντά τους.
Στην Επαρχία Εκουατέρ, πολλοί αδελφοί ξυλοκοπήθηκαν και ρίχτηκαν στη φυλακή. Ένας ειδικός σκαπανέας υπέστη άγριο ξυλοδαρμό και κρατήθηκε στη φυλακή επί τρεις μήνες. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της ραδιοφωνικής ανακοίνωσης. Μέχρι τότε δεν είχε θεσπιστεί κάποιος νόμος που να θέτει σε ισχύ την απαγόρευση. Λίγο καιρό μετά την ανακοίνωση, οι αδελφοί έκαναν προσφυγή αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Κατόπιν τον Ιούνιο του 1986, ο πρόεδρος της χώρας εκφώνησε δημόσια μια ομιλία στην οποία καταδίκαζε τους Μάρτυρες ως απάτριδες και ως άτομα που δεν σέβονταν την εξουσία.
Πόσο γρήγορα είχαν αλλάξει τα πράγματα! Ένας λαός που ήταν κάποτε αξιοσέβαστος ξαφνικά έπαψε να είναι. Η οικοδόμηση του νέου γραφείου τμήματος σταμάτησε, και στο χώρο που προηγουμένως ήταν γεμάτος θόρυβο λόγω της χαρούμενης δραστηριότητας τώρα επικρατούσε σιωπή. Όλοι οι ξένοι εθελοντές αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα, και ο οικοδομικός εξοπλισμός πουλήθηκε. Περίπου 20 ντόπιοι αδελφοί έμειναν για να φυλάνε το χώρο.
Κατόπιν, σαν κεραυνός εν αιθρία, ήρθε από τον αρχηγό της ασφάλειας μια επιστολή με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1986 που έλεγε ότι όλοι οι ιεραπόστολοι έπρεπε να φύγουν από τη χώρα. Αυτή η απαγόρευση επρόκειτο να είναι πολύ διαφορετική από την απαγόρευση του 1972, κατά την οποία οι ιεραπόστολοι μπορούσαν να παραμείνουν στη χώρα. Πόσο λυπηρό ήταν να βλέπει κανείς το Τμήμα Αποστολής γεμάτο από προσωπικά αντικείμενα καθώς οι ιεραπόστολοι ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους! Τον Ιούλιο, 23 ιεραπόστολοι αναχώρησαν για άλλες χώρες. Όσοι ήταν εκτός χώρας για διακοπές ποτέ δεν επέστρεψαν. Τώρα άρχιζε στο Κονγκό μια ακόμα περίοδος εξαγνισμού.
Αναδιοργάνωση για Δράση υπό την Επιφάνεια
Αν οι εναντιούμενοι νόμιζαν ότι θα αποθάρρυναν ή θα κατέστρεφαν το λαό του Ιεχωβά έκαναν λάθος. Δεν γνώριζαν τη δύναμη του αγίου πνεύματος του Ιεχωβά και την αποφασιστικότητα του λαού του Θεού. Ένας μικρός πυρήνας έμπειρων ιεραποστόλων κατάφερε να παραμείνει στη χώρα. Το προσωπικό του γραφείου τμήματος συνέχισε να επιβλέπει το έργο κηρύγματος της Βασιλείας από μερικά ιδιωτικά σπίτια. Οι αδελφοί διεξήγαν τη Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα σε σπίτια σε ολόκληρη τη χώρα.
Δεν υπήρχε έλλειψη πνευματικής τροφής. Οι αδελφοί συνέχιζαν να τυπώνουν και να διανέμουν Γραφικά έντυπα. Το γραφείο τμήματος έστελνε σχέδια των συνελεύσεων περιφερείας και περιοχής στις εκκλησίες, όπου η ύλη παρουσιαζόταν με τη μορφή ομιλιών. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεών τους στις εκκλησίες, οι επίσκοποι περιοχής έπαιζαν ηχογραφημένα δράματα συνελεύσεων στις τοπικές γλώσσες. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο από το 1986 ως την άρση της απαγόρευσης. Παρότι όλα αυτά συνεπάγονταν πολλή εργασία, οι αδελφοί αποκόμιζαν τεράστια οφέλη.
Στο μεταξύ, ορισμένοι πρεσβύτεροι ήρθαν σε επαφή με τις κυβερνητικές αρχές για να εξηγήσουν τη θέση πολιτικής ουδετερότητας που διακρατούμε και να προσπαθήσουν να διασαφηνίσουν ότι η ουδετερότητα δεν είναι συνώνυμη με την ανατρεπτική στάση. Με αυτόν τον τρόπο το όνομα και ο σκοπός του Ιεχωβά έγιναν γνωστά σε όλους, περιλαμβανομένων και των υψηλότερα ιστάμενων αξιωματούχων της χώρας. Οι υπηρέτες του Ιεχωβά ξεχώριζαν ως ένας μοναδικός λαός—αυστηρά ουδέτεροι αλλά ειρηνικοί και μη ανατρεπτικοί.
Μείωση και Μετά Αύξηση στους Διαγγελείς της Βασιλείας
Η έκθεση υπηρεσίας του 1987 έδειξε μια μείωση 6 τοις εκατό στον αριθμό των ευαγγελιζομένων. Μερικοί φοβούνταν και δεν ήθελαν να τους ταυτίζουν με μια οργάνωση που ήταν υπό απαγόρευση. Σε αρκετές περιοχές ξέσπασε θηριώδης διωγμός.
Ορισμένες φορές, όμως, η εναντίωση έφερνε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παραδείγματος χάρη, κάποιος τοπικός αρχηγός διεξήγαγε μια ειδική συγκέντρωση για να μιλήσει εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο αρχηγός σήκωσε ψηλά ένα αντίτυπο του Βιβλίου Μου με τις Βιβλικές Ιστορίες και είπε στον κόσμο ότι θα έπρεπε να συλλάβουν οποιονδήποτε διένεμε το βιβλίο. Αυτοί απάντησαν ότι ήθελαν να εξετάσουν το βιβλίο ώστε να μπορούν να το αναγνωρίσουν. Εκείνος συμφώνησε, αλλά αυτά που διάβασαν οι άνθρωποι τους άρεσαν. Κατόπιν ορισμένοι ζήτησαν αντίτυπα του βιβλίου από κάποιον ειδικό σκαπανέα ο οποίος ζούσε σε ένα άλλο χωριό. Ο ειδικός σκαπανέας θυμάται: «Άρχισα δέκα Γραφικές μελέτες. Δεν είχα κηρύξει ποτέ στο χωριό του αρχηγού. Αν εκείνος δεν είχε μιλήσει εναντίον μας, ίσως αυτά τα άτομα να μην είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν την αλήθεια!»
Οι αδελφοί προσαρμόστηκαν στις καινούριες περιστάσεις. Παρότι περιορίστηκαν με πολλούς τρόπους, “δεν ήταν στριμωγμένοι σε βαθμό που να μην κινούνται”. (2 Κορ. 4:8) Στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1988 υπήρχε αύξηση 7 τοις εκατό στους ευαγγελιζομένους. Διεξάγονταν σχεδόν 60.000 Γραφικές μελέτες. Αδελφοί από το Τμήμα Υπηρεσίας του Μπέθελ επισκέφτηκαν κύριες πόλεις για να παράσχουν ενθάρρυνση και να συναντηθούν με τοπικούς πρεσβυτέρους και περιοδεύοντες επισκόπους. Στο μεταξύ, το γραφείο τμήματος συνέχισε να έχει υπό την επίβλεψή του το γειτονικό Κονγκό (Μπραζαβίλ), όπου το έργο ήταν επίσης υπό απαγόρευση, καθώς και το Μπουρούντι.
Κάποιος αδελφός που εργαζόταν ως διευθυντής σε σχολείο στο Κολουέζι αρνήθηκε να δώσει πολιτικό όρκο. Εξαιτίας αυτού, ξυλοκοπήθηκε και κατόπιν μεταφέρθηκε στο Λουμπούμπασι, όπου οι ενάντιοί του νόμιζαν πως επρόκειτο να εκτελεστεί. Ο αδελφός εξήγησε με ηρεμία το λόγο της ουδέτερης στάσης του. Αθωώθηκε και επέστρεψε στο Κολουέζι. Όσοι τον είχαν χτυπήσει κλήθηκαν να απολογηθούν! Έγινε πάλι δεκτός στο επάγγελμα του δασκάλου και διορίστηκε επιθεωρητής!
Τον Οκτώβριο του 1988, τοπικοί αρχηγοί κατέλαβαν το χώρο οικοδόμησης του Μπέθελ στην Κινσάσα και κατέσχεσαν τόνους Βιβλικών εντύπων. Οι στρατιώτες έκλεβαν σε τακτική βάση χαρτοκιβώτια με βιβλία και Γραφές και στη συνέχεια τα πουλούσαν στις τοπικές αγορές. Οι άνθρωποι τα αγόραζαν, παρέχοντας στους αδελφούς έτοιμες ευκαιρίες για να ξεκινήσουν Γραφικές μελέτες.c
Το 1989 ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας έφτασε τους 40.707, παρά την απαγόρευση. Οι θρησκευτικοί εχθροί των Μαρτύρων του Ιεχωβά εξοργίστηκαν. Ο τότε υπουργός δικαιοσύνης, ο οποίος ήταν πασίγνωστος ως φίλος της Καθολικής Εκκλησίας, έστειλε σε όλους τους εισαγγελείς στο Κονγκό μια επιστολή εκφράζοντας την ανησυχία του για τη συνεχιζόμενη δράση του λαού του Ιεχωβά. Συνιστούσε τη δίωξη των Μαρτύρων του Ιεχωβά και το κλείσιμο των Αιθουσών Βασιλείας. Αργότερα, σε μια ομιλία του προς τους θρησκευτικούς ηγέτες, περιέγραψε το λαό του Ιεχωβά ως «πραγματικούς δαίμονες». Αυτό προκάλεσε αρκετό διωγμό στην Επαρχία Μπαντούντου από την οποία προερχόταν ο υπουργός.
Παιδιά Στέλνονται στη Φυλακή
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, μερικά παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά συνελήφθησαν στο σχολείο επειδή αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε συγκεκριμένες πολιτικές τελετές. Συνελήφθη επίσης ο πατέρας δύο αγοριών και ρίχτηκε στη φυλακή μαζί με τους νεαρούς γιους του. Δόθηκε διαταγή στους φύλακες να μην τους δίνουν φαγητό. Προβληματισμένος, ένας φύλακας ρώτησε: «Σε αυτή τη φυλακή έχουμε δολοφόνους και κλέφτες στους οποίους δίνουμε φαγητό. Γιατί πρέπει αυτός ο άνθρωπος και οι δύο γιοι του να στερηθούν την τροφή;» Αφού δεν έλαβε καμία λογική απάντηση, ο ίδιος ο φύλακας τους έδινε να φάνε. Τα παιδιά πέρασαν 11 μέρες στη φυλακή και ο πατέρας, ο οποίος ήταν ειδικός σκαπανέας, 7 μέρες. Αυτή η δοκιμασία δεν τους αποθάρρυνε καθόλου.
Στο Κίκουιτ, κάποιος ο οποίος δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά συνελήφθη αφού πρώτα είχαν φυλακιστεί η σύζυγός του που ήταν Μάρτυρας και οι δύο κόρες του. Όταν οι αξιωματούχοι διαπίστωσαν ότι αυτός δεν συμμεριζόταν τις πεποιθήσεις της συζύγου του, έδωσαν εντολή να φύγει από τη φυλακή. Εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να αφήσει πίσω τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Όταν αφέθηκε τελικά ελεύθερος μαζί με την οικογένειά του, μελέτησε την Αγία Γραφή και βαφτίστηκε. Τώρα υπηρετεί ως πρεσβύτερος.
Αναταραχή Μέσα στη Χώρα
Το Σεπτέμβριο του 1991 ξέσπασε στρατιωτική εξέγερση στην Κινσάσα, ακολουθούμενη από εκτεταμένες λεηλασίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα, καθώς επίσης υψηλή ανεργία και αύξηση του πληθωρισμού. Τα γραφεία τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νότια Αφρική και στη Γαλλία έστειλαν προμήθειες.
Καθώς το γραφείο τμήματος του Κονγκό αγωνιζόταν να αντεπεξέλθει στα δικά του προβλήματα, φρόντιζε επίσης για τους πρόσφυγες από τη γειτονική Ανγκόλα και το Σουδάν. Στο νοτιοανατολικό Κονγκό, ο Ζεκαριά Μπελέμο, ο οποίος τότε ήταν περιοδεύων επίσκοπος, επισκέφτηκε έναν όμιλο προσφύγων αδελφών από το Σουδάν. Με τα περιορισμένα αγγλικά του εκφώνησε μια ομιλία που μεταφράστηκε στην αραβική. Ο Ζεκαριά αναρωτιόταν αν οι αδελφοί κατάλαβαν πολλά από αυτά που τους έλεγε. Έπειτα από πέντε περίπου χρόνια, δύο νεαροί οι οποίοι επισκέφτηκαν το Μπέθελ τον πλησίασαν και τον ρώτησαν: «Μας θυμάσαι; Ήμασταν ανάμεσα σε εκείνους που άκουσαν την ομιλία σου στο στρατόπεδο προσφύγων. Αναλογιστήκαμε σοβαρά όλη την ενθάρρυνση που μας έδωσες και αρχίσαμε να μελετούμε τη Γραφή». Αργότερα, εκείνοι οι δύο νεαροί αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Ιεχωβά.
Οι φυλετικές διαμάχες ήταν άλλο ένα σοβαρό συνεχιζόμενο πρόβλημα για τη χώρα. Πολλοί άνθρωποι από το Κασάι είχαν μετακινηθεί νότια προς την Κατάνγκα. Το 1992 και το 1993, ο λαός της Κατάνγκα τούς εκδίωξε από την επαρχία. Η πλειονότητα όσων προέρχονταν από το Κασάι είχαν αναγκαστεί να αφήσουν πίσω εργασίες, αποκτήματα και σπίτια. Προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους, κατέφυγαν σε στρατόπεδα ή σε άλλα μέρη όπου μπορούσαν να συγκεντρώνονται σε ομάδες για να είναι ασφαλείς. Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι επέστρεψαν στον τόπο τους στο Κασάι. Ανάμεσά τους ήταν περίπου 4.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά. Παρότι οι αδελφοί που ζούσαν εκεί κοντά ήταν φτωχοί και η τροφή ήταν δυσεύρετη, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν. Μια εκκλησία, η οποία βρισκόταν πάνω στην κύρια οδική αρτηρία που οδηγούσε βόρεια της Κατάνγκα, έστειλε αδελφούς για να ελέγχουν κάθε φορτηγό που έφτανε και να διαπιστώνουν αν υπήρχαν Μάρτυρες. Όταν εντόπιζαν αδελφούς, τους παρείχαν την αναγκαία φροντίδα.
Το γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής έστειλε αρκετά φορτηγά με τρόφιμα και φάρμακα για να διανεμηθούν στους εκτοπισμένους αδελφούς οι οποίοι περίμεναν στα στρατόπεδα. Αυτή η προμήθεια έσωσε ζωές. Επιπλέον, το Κυβερνών Σώμα έδωσε την οδηγία στους αδελφούς στην Κινσάσα να αγοράσουν τρόφιμα, φάρμακα, τσάπες και φτυάρια ώστε να μπορέσουν οι οικογένειες να εγκατασταθούν πάλι στο Κασάι και να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους.
Και Άλλα Σημάδια Αλλαγής
Μια ομιλία και συνέντευξη τύπου του προέδρου στις 24 Απριλίου 1990 σήμανε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στη στάση των αξιωματούχων απέναντι στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε ο πρόεδρος μπροστά σε ντόπιους και ξένους δημοσιογράφους, διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση υποστήριζε όλες τις βασικές ελευθερίες, περιλαμβανομένης της ελευθερίας του τύπου και της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό άνοιξε το δρόμο ώστε να μπορούν οι αδελφοί να κηρύττουν και να συναθροίζονται πιο ελεύθερα. Όσοι κρατούνταν στη φυλακή αφέθηκαν ελεύθεροι.
Θυμάστε τον εκφωνητή του ραδιοφώνου ο οποίος το 1986 ανήγγειλε με πεποίθηση ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν θα ακούγονταν ποτέ ξανά στο Κονγκό; Η πρόβλεψή του αποδείχτηκε αναληθής. Όταν άρχισε η απαγόρευση το 1986, υπήρχαν 34.207 ευαγγελιζόμενοι στο Κονγκό. Στο τέλος του υπηρεσιακού έτους 1990 υπήρχαν 50.677 ευαγγελιζόμενοι στο Κονγκό, ενώ 156.590 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση. Οι σπόροι στο σακούλι μας με το αφρικανικό καλαμπόκι είχαν πολλαπλασιαστεί παρά την εναντίωση, τη συκοφαντία, το διωγμό και την οργή των θρησκευτικών και των πολιτικών ηγετών. Το 1997, όταν ανατράπηκε το καθεστώς του Προέδρου Μομπούτου, ο εκφωνητής ήταν αυτός που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα και όχι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ελευθερία και Πάλι
Το προεδρικό διάταγμα του 1986 απαγόρευσε όλες τις δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά και διέλυσε το νομικό τους σωματείο στη χώρα. Ωστόσο, στις 8 Ιανουαρίου 1993 το Ανώτατο Δικαστήριο του Ζαΐρ (Κονγκό) εξέδωσε απόφαση όσον αφορά την υπόθεση Μάρτυρες του Ιεχωβά κατά της Δημοκρατίας του Ζαΐρ. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το προεδρικό διάταγμα ήταν αδικαιολόγητο και επομένως το ακύρωσε. Πόση χαρά έφερε αυτό στους αδελφούς!
Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου προκάλεσε αναστάτωση επειδή το δικαστήριο είχε εφαρμόσει ένα νέο μεταβατικό σύνταγμα, πράγμα που δεν αποδεχόταν ο πρόεδρος και οι υποστηρικτές του. Άλλοι θεωρούσαν ότι η απόφαση δημιουργούσε δεδικασμένο. Οι Μάρτυρες βρέθηκαν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, αλλά τι τεράστια μαρτυρία δόθηκε προς δόξα του ονόματος του Ιεχωβά! Πάρα πολλά άρθρα εφημερίδων σχολίασαν αυτή την ιστορική υπόθεση. Κατόπιν το Υπουργείο Δικαιοσύνης πληροφόρησε τους κυβερνήτες των διαφόρων επαρχιών ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν ξανά νόμιμη εξουσιοδότηση για να διεξάγουν τις θρησκευτικές τους δραστηριότητες. Τι μεγάλη νίκη για το λαό του Ιεχωβά και την αληθινή λατρεία!
Οι Δυσκολίες της Αποστολής Φορτίων στο Εσωτερικό του Κονγκό
Το Κονγκό είναι τεράστια χώρα. Αλλά εκτός από μια μικρή ακτογραμμή στο Μπας-Κονγκό, το υπόλοιπο μέρος της χώρας είναι ηπειρωτικό. Τα περισσότερα μεγάλα φορτία φτάνουν στο λιμάνι του Ματάντι. Υπάρχει μια μονή σιδηροδρομική γραμμή και ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος μεταξύ του Ματάντι και της πρωτεύουσας—απόσταση 300 περίπου χιλιομέτρων.
Διάφορα γραφεία τμήματος στην Ευρώπη έστειλαν στο γραφείο τμήματος του Κονγκό μερικά τετρακίνητα φορτηγά, τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικότατα για την αποστολή φορτίων και για οικοδομικούς σκοπούς. Από το 1999, λειτουργεί στο Ματάντι μια αποθήκη του Μπέθελ που έχει αποδειχτεί πολύ χρήσιμη, επειδή τα έντυπα μπορούν να ξεφορτωθούν αμέσως από τα πλοία και να τοποθετηθούν στην αποθήκη μέχρι να έρθει κάποιο φορτηγό από το γραφείο τμήματος για να τα μεταφέρει στην Κινσάσα.
Τη δεκαετία του 1980 ήταν ακόμα εφικτό να διασχίσει κάποιος τη χώρα από την Κινσάσα ως το Λουμπούμπασι, σταματώντας στις αποθήκες εντύπων που υπήρχαν στους ιεραποστολικούς οίκους της Κανάνγκα και του Εμπούτζι-Μάγι. Μολονότι ένα αεροπλάνο μπορούσε να πετάξει από την Κινσάσα στο Λουμπούμπασι μέσα σε δύο περίπου ώρες, ένα φορτωμένο φορτηγό χρειαζόταν δύο εβδομάδες για να κάνει αυτό το ταξίδι! Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι δρόμοι χειροτέρεψαν μέχρι του σημείου να γίνουν αδιάβατοι. Ενώ τα πλωτά ποτάμια καλύπτουν χιλιάδες χιλιόμετρα, τα πλοιάρια που πηγαίνουν από την Κινσάσα στην ενδοχώρα δεν είναι ασφαλή. Εκτός από αυτές τις δυσκολίες, η πολιτική αναταραχή συνεχίζεται σε μερικές περιοχές, και αυτό περιορίζει ακόμη περισσότερο τα σημεία στα οποία μπορούν να φτάσουν τα οχήματα του Μπέθελ από την Κινσάσα. Ο καλύτερος τρόπος για να αποστέλλονται έντυπα από το γραφείο τμήματος σε απομακρυσμένα μέρη είναι με αεροπλάνο.
Έχουν συνεργαστεί και άλλα γραφεία τμήματος προκειμένου να προμηθεύουν έντυπα στους αδελφούς. Το γραφείο τμήματος στο Καμερούν μεταφέρει έντυπα με φορτηγά στο βόρειο Κονγκό διαμέσου της Κεντρικής Αφρικανικής Δημοκρατίας. Τα γραφεία τμήματος της Ρουάντα και της Κένυας εξυπηρετούν τις ανάγκες του ανατολικού μέρους της χώρας. Οι εκκλησίες σε μερικές περιοχές του νότου λαβαίνουν τα έντυπά τους από τη Νότια Αφρική και τη Ζάμπια.
Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης—Ευλογία για τον Αγρό
Το 1995 οργανώθηκε στην Κινσάσα η πρώτη τάξη της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης. Μέχρι τον Απρίλιο του 2003, περισσότεροι από 400 αδελφοί είχαν λάβει εκπαίδευση σε 16 τάξεις. Πέντε από τους σπουδαστές έχουν γίνει επίσκοποι περιφερείας και πάνω από 60 υπηρετούν στο έργο περιοχής. Πενήντα άλλοι έχουν διοριστεί ειδικοί σκαπανείς. Αυτοί οι αδελφοί αποδεικνύονται πραγματικό κεφάλαιο καθώς επαυξάνουν τον ενθουσιασμό για το έργο κηρύγματος.
Για ορισμένους δεν ήταν εύκολο να παρακολουθήσουν τη σχολή. Όταν ο Ζορζ Μούτομπο έλαβε την επιστολή που τον προσκαλούσε να παρακολουθήσει τη σχολή, ζούσε σε μια περιοχή η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο αντικυβερνητικών δυνάμεων. Έπρεπε να ταξιδέψει 400 χιλιόμετρα με ποδήλατο ως την πόλη Καμίνα προκειμένου να πάρει το αεροπλάνο για την Κινσάσα, όπου θα διεξαγόταν η σχολή. Στο ταξίδι του, κατά τη διάρκεια του οποίου έβρεχε τρεις ολόκληρες μέρες, πέρασε από 16 στρατιωτικά μπλόκα. Επίσης διέσχισε περιοχές όπου το έγκλημα ήταν ανεξέλεγκτο. Σε κάποιο σημείο, τον κυνήγησε μια συμμορία ληστών με ποδήλατα. Το κυνήγι σταμάτησε όταν έσκασε το λάστιχο στο ποδήλατο του αρχηγού της ομάδας που τον καταδίωκε. Προφανώς, οι ληστές αναγνώρισαν τον Ζορζ από την εμφάνισή του ως Μάρτυρα του Ιεχωβά. Του φώναξαν ότι δεν θα τον κυνηγούσαν άλλο, επειδή μπορούσαν να δουν ότι ο Θεός του, ο Ιεχωβά, ήταν μαζί του.
Εγκαταστάσεις που Ανταποκρίνονται στη Θεοκρατική Αύξηση
Από το 1965 το γραφείο τμήματος βρισκόταν στον αριθμό 764 της λεωφόρου ντεζ Ελεφάν, στο Λιμετέ της Κινσάσα. Το 1991 έγινε η αγορά μιας έκτασης στη βιομηχανική περιοχή της πόλης. Τα τρία μεγάλα κτίρια που υπήρχαν σε εκείνη την έκταση ανήκαν προηγουμένως σε μια εταιρία υφασμάτων και αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως μηχανουργεία. Οι αδελφοί ανακαίνισαν τα κτίρια ώστε να μπορούν να συγκεντρώσουν σε έναν ενιαίο χώρο τις δραστηριότητες του γραφείου τμήματος. Παρότι η πολιτική ανασφάλεια και αστάθεια καθυστέρησε το πρόγραμμα οικοδόμησης, οι εργασίες για τις καινούριες εγκαταστάσεις του τμήματος άρχισαν το 1993 με την άφιξη διεθνών υπηρετών. Τον Απρίλιο του 1996, το προσωπικό του γραφείου μεταφέρθηκε από τη λεωφόρο ντεζ Ελεφάν στις νέες εγκαταστάσεις. Μετά τη μετακόμιση, ένας πρεσβύτερος του Μπέθελ παρατήρησε: «Το να βλέπουμε όλη την οικογένεια συγκεντρωμένη και πάλι μαζί μάς γυρίζει δέκα χρόνια πίσω όταν το έργο μας τέθηκε υπό απαγόρευση. Ευγνωμονούμε βαθιά τον Ιεχωβά Θεό και την ορατή του οργάνωση για αυτά τα κτίρια που μοιάζουν με κοσμήματα». Τον Οκτώβριο του 1996 ο αριθμός των ευαγγελιζομένων ανήλθε για πρώτη φορά στους 100.000. Οι αδελφοί ήταν συγκινημένοι με τις προοπτικές που υπήρχαν για περαιτέρω αύξηση.
Έρχονται Ιεραπόστολοι για να Βοηθήσουν
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, κατέστη πάλι εφικτό να έρθουν ιεραπόστολοι στη χώρα για να ενωθούν με τους εφτά ιεραποστόλους οι οποίοι είχαν καταφέρει να παραμείνουν εκεί όλα τα χρόνια της απαγόρευσης. Τον Ιούλιο του 1995 ο Σεμπαστιάν Τζόνσον και η σύζυγός του, η Γκίσελα, έλαβαν νέο διορισμό από τη Σενεγάλη στο Κονγκό. Επρόκειτο να ακολουθήσουν και άλλοι ιεραπόστολοι. Μερικοί ήρθαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την αποφοίτησή τους από τη Γαλαάδ, ενώ άλλοι ήρθαν από το Βέλγιο, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Το Μάρτιο του 1998 έφτασαν από τη Γαλλική Γουιάνα ο Κριστιάν και η Ζουλιέτ Μπελοτί. Τον Ιανουάριο του 1999, ο Πίτερ Βίλχελμ και η σύζυγός του, η Άννα-Λίσε, στάλθηκαν από τη Σενεγάλη. Αργότερα ήρθαν και άλλοι ιεραπόστολοι στο Κονγκό από το Καμερούν, το Μάλι και τη Σενεγάλη.
Το Δεκέμβριο του 1999 ιδρύθηκε ένας νέος ιεραποστολικός οίκος σε μια οικιστική περιοχή της Κινσάσα. Δώδεκα ιεραπόστολοι ζουν σε εκείνον τον οίκο. Στο Λουμπούμπασι λειτουργεί ένας ιεραποστολικός οίκος αδιαλείπτως από το 1965. Ένας δεύτερος οίκος δημιουργήθηκε εκεί το 2003. Προς το παρόν τέσσερα αντρόγυνα υπηρετούν σε αυτόν τον οίκο. Το Μάιο του 2002 ιδρύθηκε ένας νέος ιεραποστολικός οίκος στην Γκόμα, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, και τέσσερις ιεραπόστολοι διορίστηκαν να υπηρετούν εκεί. Οι ιεραπόστολοι συνεχίζουν να αποτελούν ευλογία σε αυτόν τον τεράστιο και παραγωγικό αγρό.
Χριστιανική Ουδετερότητα στη Διάρκεια του Πολέμου
Οι περισσότεροι από αυτούς τους ιεραποστόλους ήρθαν σε μια περίοδο που συνέβαιναν βίαιες αλλαγές στη χώρα. Τον Οκτώβριο του 1996 ξέσπασε πόλεμος στο ανατολικό μέρος της χώρας ο οποίος εξαπλώθηκε γρήγορα και σε άλλες περιοχές. Σκοπός αυτού του πολέμου ήταν η ανατροπή του Προέδρου Μομπούτου. Στις 17 Μαΐου 1997, οι δυνάμεις του Λοράν-Ντεζιρέ Καμπίλα εισέβαλαν στην Κινσάσα και ο ίδιος έγινε πρόεδρος.
Ενώ οι τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο παρακολουθούσαν φρικιαστικές εικόνες πάμφτωχων προσφύγων που πλήττονταν από την πείνα και τις αρρώστιες, ο λαός του Ιεχωβά συνέχιζε να διακηρύττει το ελπιδοφόρο και παρηγορητικό άγγελμα της Αγίας Γραφής. Δυστυχώς, αμέτρητες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου, περιλαμβανομένων και 50 Μαρτύρων. Ως συνέπεια του πολέμου, πολλοί πέθαναν από χολέρα και άλλες ασθένειες.
Εξαιτίας του πολέμου, οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν έχουν δελτίο ταυτότητας. Αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα για τους αδελφούς που συμμετέχουν σε εκστρατείες κηρύγματος. Κατά μήκος των δρόμων υπάρχουν πολλά στρατιωτικά μπλόκα. Επειδή οι ευαγγελιζόμενοι σε κάποια εκκλησία δεν είχαν ταυτότητες, ένας πρεσβύτερος πρότεινε στους αδελφούς να παρουσιάζουν την κάρτα «Υπεύθυνη Δήλωση Ιατρικών Οδηγιών/Απαλλαγής από Ευθύνη», κάτι που το έκαναν. Σε ένα μπλόκο, οι στρατιώτες τούς είπαν: «Δεν ζητάμε τέτοιες κάρτες. Εμείς θέλουμε το επίσημο δελτίο ταυτότητας που πρέπει να έχουν όλοι οι πολίτες!»
Οι αδελφοί απάντησαν: «Αυτή η κάρτα είναι η ταυτότητα που μας προσδιορίζει ως Μάρτυρες του Ιεχωβά». Οι στρατιώτες τούς άφησαν να περάσουν.
Στο Κισανγκάνι, ξένοι μισθοφόροι που μάχονταν στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων φυλάκισαν τέσσερις νεαρούς αδελφούς. Οι αδελφοί είχαν κατηγορηθεί εσφαλμένα ότι έδιναν πληροφορίες στον εχθρό. Κάθε πρωί, οι μισθοφόροι διάλεγαν δέκα φυλακισμένους, τους οδηγούσαν στο δάσος και τους σκότωναν. Ένα πρωί επέλεξαν δύο αδελφούς μαζί με οχτώ άλλους κρατουμένους και ξεκίνησαν για το δάσος. Ενώ βρίσκονταν καθ’ οδόν, το φορτηγό σταμάτησε επειδή υπήρχε κάποιο πτώμα στο δρόμο. Οι μισθοφόροι διέταξαν τους δύο αδελφούς να το θάψουν. Αφού ολοκλήρωσαν την εργασία τους, οι αδελφοί περίμεναν να επιστρέψει το φορτηγό, το οποίο είχε συνεχίσει χωρίς αυτούς. Παρότι είχαν την ευκαιρία να διαφύγουν, δεν το έκαναν επειδή δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των δύο συντρόφων τους που παρέμεναν στη φυλακή. Το φορτηγό επέστρεψε χωρίς τους οχτώ κρατουμένους, οι οποίοι είχαν εκτελεστεί. Πίσω στη φυλακή, όλοι έμειναν έκπληκτοι βλέποντας τους δύο αδελφούς να επιστρέφουν ζωντανοί. Έπειτα από λίγο καιρό, μια έκρηξη διέλυσε την πόρτα της φυλακής όταν οι αντίπαλες δυνάμεις κατέλαβαν την πόλη. Οι μισθοφόροι τράπηκαν σε φυγή και οι αδελφοί ελευθερώθηκαν.
Βοήθεια από Ευρωπαϊκά Γραφεία Τμήματος στη Διάρκεια Δύσκολων Καιρών
Μεγάλο μέρος του Κονγκό βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1996 και πλήθη ανθρώπων έχουν εκτοπιστεί. Αρκετές χιλιάδες αδελφοί από το Κονγκό κατέφυγαν σε στρατόπεδα προσφύγων στην Τανζανία και στη Ζάμπια. Καθώς περιέρχονταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών περισσότερες περιοχές του Κονγκό, γινόταν δυσκολότερο για το γραφείο τμήματος να έρχεται σε επαφή με τους αδελφούς στις κατεχόμενες περιοχές και να φροντίζει για τις ανάγκες τους. Στις μεγαλύτερες πόλεις ιδρύθηκαν επιτροπές παροχής βοήθειας για να διανέμουν τις προμήθειες. Τα μέλη της οικογένειας Μπέθελ επέδειξαν πρόθυμο και αυτοθυσιαστικό πνεύμα με το να εργάζονται μέχρι αργά τη νύχτα ώστε να βοηθήσουν στη διανομή των εφοδίων. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στην Ελβετία μετέφεραν αεροπορικώς στο Κονγκό τόνους τροφίμων, ρούχων και φαρμάκων, καθώς επίσης 18.500 ζευγάρια παπούτσια και 1.000 κουβέρτες. Το έργο παροχής βοήθειας συνεχίζεται. Μεγάλο μέρος της δυστυχίας απαλύνεται. Ωφελούνται τόσο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά όσο και άλλοι.
Τον Οκτώβριο του 1998 δημοσιεύτηκε ένα άρθρο σε κάποια εφημερίδα της Κινσάσα το οποίο ανέφερε: «Χριστιανικές εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έκαναν μια συνδυασμένη προσπάθεια για να συγκεντρώσουν περισσότερους από 400 τόνους ειδών πρώτης ανάγκης τα οποία προορίζονταν για το Κονγκό-Κινσάσα και για το Κονγκό-Μπραζαβίλ. Με τη συνεργασία εθελοντών από την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελβετία, έχουν ήδη σταλεί αεροπορικώς από την Οστάνδη του Βελγίου στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Κινσασα 37 τόνοι ρύζι, γάλα σε σκόνη, φασόλια και μπισκότα βιταμινών. Ένα άλλο αεροπλάνο . . . θα καταφθάσει . . . με 38 τόνους τροφίμων.
»Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά προστρέχουν σε βοήθεια των προσφύγων στην Ανατολική Αφρική από τότε που έγινε η γενοκτονία στη Ρουάντα. . . . Ο εκπρόσωπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά δήλωσε ότι τέτοιες προαιρετικές δωρεές, οι οποίες αποτελούνταν από τρόφιμα και φάρμακα που η ποσότητά τους ξεπερνούσε τους 200 τόνους, βοήθησαν στην καταπολέμηση της επιδημίας της χολέρας. Σε εκείνη την περίπτωση, Μάρτυρες του Ιεχωβά από τη Γαλλία και το Βέλγιο συγκρότησαν αρκετές ομάδες για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες στα στρατόπεδα. Ο εκπρόσωπός τους ανέφερε επίσης τις συνεισφορές που είχαν κάνει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για τους απόρους στην Ανατολική Ευρώπη και στη Βοσνία».
Ο Πόλεμος Δεν Εμποδίζει την Πνευματική Πρόοδο
Το Σεπτέμβριο του 1998, οι αντάρτες επιτέθηκαν στο Ντζίλι, ένα προάστιο της Κινσάσα. Μέσα στην αναταραχή, μια ομάδα αδελφών αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι όπου έμενε ένας επίσκοπος περιοχής. Ο επίσκοπος περιοχής ανέπεμψε μια προσευχή εκ μέρους της ομάδας και στη συνέχεια τους διάβασε το εδάφιο Ησαΐας 28:16, το οποίο λέει: «Όποιος ασκεί πίστη δεν θα πανικοβληθεί». Τους παρότρυνε όλους να παραμείνουν ήρεμοι και να βασίζονται στον Ιεχωβά για καθοδήγηση.
Μερικοί πρότειναν να περάσουν τη γέφυρα για να βγουν έξω από το Ντζίλι, ενώ άλλοι ήταν της γνώμης να προχωρήσουν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Τελικά, οι αδελφοί αποφάσισαν να μείνουν εκεί που ήταν. Τρεις μέρες αργότερα ο κυβερνητικός στρατός επανέκτησε τον έλεγχο της περιοχής. Οι αδελφοί έμαθαν ότι, αν είχαν ακολουθήσει κάποιον από τους δρόμους που είχαν σκεφτεί, θα παγιδεύονταν στο πεδίο της μάχης.
Ένας αδελφός από την Εκκλησία Μουσέκα Κιπούζι στην Κατάνγκα πουλούσε ψάρια σε μερικούς στρατιώτες. Έπειτα από μια συζήτηση, κάποιος στρατιώτης κατηγόρησε τον αδελφό ότι ήταν κατάσκοπος του αντίπαλου κόμματος. Τον έδεσαν, τον ξυλοκόπησαν άγρια και κατόπιν τον πήγαν στο αρχηγείο της περιοχής. Ήταν νύχτα όταν έφτασε εκεί. Οι στρατιώτες απαίτησαν από τον αδελφό να χορέψει για αυτούς. Ο αδελφός απάντησε: «Πώς θα απολαύσετε το χορό μου εφόσον είναι σκοτεινά;»
«Μπορείς να τραγουδήσεις τότε», είπαν. Με όλη του την καρδιά ο αδελφός έψαλε τον ύμνο «Ρίξε το Φορτίο Σου στον Ιεχωβά». Συγκινημένοι από τα λόγια του ύμνου, οι στρατιώτες τού ζήτησαν να τον επαναλάβει. Έψαλε τον ύμνο για δεύτερη φορά. Κάποιος στρατιώτης τού είπε να ψάλει έναν άλλον ύμνο. Αυτή τη φορά έψαλε τον ύμνο «Σε Ευχαριστούμε, Ιεχωβά», στην κιλούμπα, τη μητρική του γλώσσα. Όταν τελείωσε, οι αιχμαλωτιστές του τον έλυσαν. Το επόμενο πρωί οι στρατιώτες τον πήγαν πίσω στην πόλη και έκαναν μερικές ερωτήσεις στη γειτονιά του για να βεβαιωθούν ότι δεν ήταν κατάσκοπος. Πριν φύγουν, οι στρατιώτες τού είπαν: «Έφτασες πολύ κοντά στο θάνατο αλλά τελικά δεν θα πεθάνεις. Η θρησκεία σου έσωσε τη ζωή σου! Εντυπωσιαστήκαμε πολύ από τα λόγια των δύο ύμνων που έψαλες. Μη σταματήσεις να υπηρετείς τον Θεό σου!»
Η Οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας Φέρνει Δόξα στον Ιεχωβά
Τα πρόσφατα χρόνια το Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει κάνει μια ειδική προσπάθεια να βοηθήσει στην οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας σε χώρες με περιορισμένους πόρους. Οι αδελφοί στο Κονγκό καλοδέχτηκαν αυτή την εξέλιξη, επειδή υπήρχε τρομερή ανάγκη για Αίθουσες Βασιλείας. Η Κινσάσα, παραδείγματος χάρη, είχε 298 εκκλησίες αλλά δεν υπήρχαν ούτε καν 20 κατάλληλες αίθουσες. Χρειάζονταν εκατοντάδες αίθουσες σε ολόκληρη τη χώρα. Τον Απρίλιο του 1999 ξεκίνησε στην Κινσάσα το πρόγραμμα οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας. Αργότερα, επεκτάθηκε και στις άλλες επαρχίες του Κονγκό. Μέχρι τις αρχές του 2003 είχαν ολοκληρωθεί 175 Αίθουσες Βασιλείας και στα δύο Κονγκό.
Κάποιος κύριος, ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με την αλήθεια από τη δεκαετία του 1950, εντυπωσιάστηκε πολύ όταν παρατήρησε την οικοδόμηση μιας Αίθουσας Βασιλείας απέναντι από την κατοικία του. Ο ίδιος σχολίασε: «Ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τους Μάρτυρες. Τώρα μπορώ να δω τους καρπούς των προσπαθειών τους. Έχτισαν μια Αίθουσα Βασιλείας δίπλα στο σπίτι του αδελφού μου, και τώρα άλλη μία βρίσκεται απέναντι από τη δική μου κατοικία. Είναι σαν να με ακολουθούν παντού!» Αυτός ο κύριος δέχτηκε τις προσκλήσεις για την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού και για την αφιέρωση αυτής της καινούριας Αίθουσας Βασιλείας. Τώρα παρακολουθεί τακτικά τις συναθροίσεις.
Τρεις εκκλησίες στο Ματέτε διεξήγαν τις συναθροίσεις τους σε ένα ερειπωμένο κτίσμα, το οποίο είχαν αγοράσει το 1994. Οι αδελφοί δεν είχαν χρήματα για να επισκευάσουν το κτίσμα, το οποίο και έμεινε σε αυτή την κατάσταση επί έξι χρόνια. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου υπήρχε ένας μεγάλος ναός. Όταν χτιζόταν ο ναός, ο ιεροκήρυκας είπε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα έφευγαν σύντομα από εκεί. Οι γείτονες χλεύαζαν τους αδελφούς επειδή δεν είχαν ευπαρουσίαστο χώρο για να συναθροίζονται. Ακόμα και όταν οι αδελφοί άρχισαν να φτιάχνουν τσιμεντόλιθους ως προετοιμασία για την οικοδόμηση μιας καινούριας Αίθουσας Βασιλείας, μερικοί γείτονες συνέχιζαν να κοροϊδεύουν. Πόσο εξεπλάγησαν βλέποντας τα αποτελέσματα! Τώρα οι ίδιοι λένε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν το ωραιότερο κτίριο στην περιοχή. Μια γειτόνισσα η οποία δεν ήθελε ποτέ να μιλήσει με τους Μάρτυρες εντυπωσιάστηκε από αυτό που κατάφεραν οι αδελφοί. Ήρθε στο εργοτάξιο και υποσχέθηκε να ακούσει τους Μάρτυρες την επόμενη φορά που θα την επισκέπτονταν.
Σε ένα εργοτάξιο, κάποια κυρία πλησίασε μια αδελφή η οποία μαγείρευε για τους εργάτες και τη ρώτησε: «Ναό χτίζετε;»
«Χτίζουμε την Αίθουσα Βασιλείας μας», απάντησε η αδελφή.
Η κυρία είπε: «Αυτό το κτίριο θα είναι ακριβώς σαν εσάς. Εσείς είστε πάντα ευπρεπισμένοι και καθαροί. Ο ναός σας θα σας μοιάζει!»
Προσαρμογές στην Επίβλεψη του Γραφείου Τμήματος
Προκειμένου να υπάρχει κατάλληλη φροντίδα για τις ανάγκες του αγρού, κρίθηκε απαραίτητο να αναδιοργανωθεί η τοπική Επιτροπή του Τμήματος. Το Μάιο του 1996 το Κυβερνών Σώμα έκανε κάποιες προσαρμογές. Στις 20 Μαΐου 1996, ο Σεμπαστιάν Τζόνσον διορίστηκε συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος. Αυτός και ο Πίτερ Λούντβιχ, ο οποίος είχε προστεθεί στην επιτροπή δύο μήνες νωρίτερα, σχημάτισαν μια ολιγάριθμη Επιτροπή του Τμήματος η οποία θα φρόντιζε για την επίβλεψη του έργου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, διορίστηκαν και άλλα μέλη: ο Νταβίντ Ναγουεγί, ο Κριστιάν Μπελοτί, ο Μπενζαμάν Μπαντιγουίλα, ο Πίτερ Βίλχελμ, ο Ρομπέρ Ελόνγκο, ο Ντελφάν Καβούσα και ο Ούνο Νίλσον. Για λόγους υγείας ο Πίτερ Λούντβιχ και η σύζυγός του, η Πέτρα, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Γερμανία, όπου υπηρετούν τώρα στο γραφείο τμήματος.
Οι αδελφοί στην Επιτροπή του Τμήματος εργάζονται σκληρά για να παρέχουν θεοκρατική κατεύθυνση σε όλο τον αγρό. Επιπλέον, έχουν διοριστεί στο Κονγκό υπηρέτες του Ιεχωβά από τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία προκειμένου να υπηρετήσουν ως διεθνείς υπηρέτες, ως Μπεθελίτες σε υπηρεσία στο εξωτερικό και ως ιεραπόστολοι. Στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 2003, η οικογένεια Μπέθελ της Κινσάσα αυξήθηκε σε 250 και πλέον μέλη. Ο μέσος όρος ηλικίας των μελών ήταν τα 34 χρόνια.
Απομένει Ακόμα Πολύ Έργο
Ένας προφήτης των αρχαίων χρόνων έγραψε: «Ευλογημένος είναι ο ακμαίος άντρας που θέτει την εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά και του οποίου πεποίθηση έχει γίνει ο Ιεχωβά». (Ιερ. 17:7) Παρότι ο πόλεμος συνεχίζεται σε αρκετές περιοχές του Κονγκό, οι αδελφοί εξακολουθούν να γνωστοποιούν τα καλά νέα της Βασιλείας σε άλλους. Αν και ο εμφύλιος πόλεμος παρεμποδίζει τις προσπάθειες που κάνει το γραφείο τμήματος για να παρέχει πνευματική βοήθεια σε ολόκληρη τη χώρα, ήταν ενθαρρυντικό να δούμε έναν νέο ανώτατο αριθμό ευαγγελιζομένων—122.857.
Σε αυτή την αφήγηση έχουμε εξιστορήσει εμπειρίες σχετικά με πιστούς υπηρέτες του Ιεχωβά στο Κονγκό. Δεν είναι δυνατόν να αναφέρουμε ονομαστικά όλους τους πολλούς αδελφούς και αδελφές οι οποίοι συνέβαλαν στην υπεράσπιση και νομική εδραίωση των καλών νέων στο Κονγκό. Εντούτοις, όλοι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι ο Ιεχωβά τούς εκτιμάει. Ο απόστολος Παύλος έγραψε σε συγχριστιανούς του: «Ο Θεός δεν είναι άδικος ώστε να ξεχάσει το έργο σας και την αγάπη που δείξατε για το όνομά του, εφόσον έχετε διακονήσει τους αγίους και συνεχίζετε να διακονείτε».—Εβρ. 6:10.
Μπροστά μας βρίσκεται ακόμα ένα τεράστιο έργο. Υπάρχουν καινούριοι τομείς που πρέπει να ανοιχτούν. Χρειάζεται να οικοδομηθούν Αίθουσες Βασιλείας. Οι εγκαταστάσεις του γραφείου τμήματος πρέπει να επεκταθούν. Παρ’ όλα αυτά, κοιτάζοντας τα 50 και πλέον χρόνια της θεοκρατικής δραστηριότητας στο Κονγκό, συμφωνούμε με αυτό που είπε ο αδελφός το 1952: “Είμαστε σαν τους σπόρους μέσα σε ένα σακούλι με αφρικανικό καλαμπόκι. Όπου και αν πέσουμε, ένας εδώ άλλος εκεί, έρχεται τελικά η βροχή και γινόμαστε πολλοί”. Περιμένουμε με λαχτάρα να δούμε μέχρι ποιου σημείου ο ουράνιος Πατέρας μας, ο Ιεχωβά Θεός, θα κάνει να αυξηθεί ο σπόρος της Βασιλείας.—1 Κορ. 3:6.
[Υποσημειώσεις]
a Στο διάβα των ετών, αυτή η χώρα έχει αποκληθεί Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, Βελγικό Κονγκό, Κονγκό, Ζαΐρ και από το 1997 Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Ανεπίσημα ονομάζεται Κονγκό (Κινσάσα) για να ξεχωρίζει από το γειτονικό Κονγκό (Μπραζαβίλ). Σε όλη αυτή την εξιστόρηση θα χρησιμοποιούμε την ονομασία Κονγκό.
c Τελικά μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου επέστρεψε στους αδελφούς τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του κατασχεμένου οικοπέδου, στο οποίο είχαν ξεκινήσει την οικοδόμηση του Μπέθελ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αργότερα, στο οικόπεδο εγκαταστάθηκαν στρατιώτες. Αλλά το 2000, όταν οι στρατιώτες αποχώρησαν, τοπικοί αξιωματούχοι διαίρεσαν ολόκληρο το οικόπεδο σε μικρότερα κομμάτια και τα πούλησαν παράνομα σε καταπατητές. Εκατοντάδες καταπατητές καταλαμβάνουν τώρα την περιοχή. Αυτό το πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί ακόμα.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 229]
«Τώρα δεν θα ακούσουμε ποτέ ξανά για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο [Κονγκό]»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 249]
«Έφτασες πολύ κοντά στο θάνατο αλλά τελικά δεν θα πεθάνεις. Η θρησκεία σου έσωσε τη ζωή σου!»
[Πλαίσιο στη σελίδα 168]
Συνοπτική Εικόνα του Κονγκό (Κινσάσα)
Η χώρα: Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η οποία εκτείνεται και στις δύο πλευρές του ισημερινού, είναι πάνω από έξι φορές μεγαλύτερη από το γειτονικό Κονγκό (Μπραζαβίλ). Το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου Κονγκό καλύπτεται από τροπικά βροχερά δάση που είναι τόσο πυκνά ώστε το φως του ήλιου σπάνια φτάνει στο έδαφός τους. Στο ανατολικό μέρος της χώρας υπάρχουν βουνά και ενεργά ηφαίστεια. Το δυτικό Κονγκό φτάνει μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό, η δε ακτογραμμή του έχει μήκος 37 χιλιόμετρα.
Οι κάτοικοι: Ο πληθυσμός των 55 εκατομμυρίων κατοίκων του Κονγκό απαρτίζεται από 200 και πλέον αφρικανικές εθνότητες. Το 50 τοις εκατό του πληθυσμού δηλώνουν Καθολικοί, 20 τοις εκατό Προτεστάντες, 10 τοις εκατό Κιμπανγκουιστές και 10 τοις εκατό Μουσουλμάνοι.
Η γλώσσα: Μιλιούνται πολλές γλώσσες. Μολονότι επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, οι κύριες αφρικανικές γλώσσες είναι η λινγκάλα, η κινγκουάνα, η σουαχίλι, η κόνγκο και η τσιλούμπα.
Οι πόροι διαβίωσης: Το Κονγκό κατέχει τεράστιους φυσικούς πόρους—πετρέλαιο, διαμάντια, χρυσό, ασήμι, ουράνιο—αλλά οι πρόσφατες μάχες στη χώρα έχουν περιορίσει δραστικά τις εξαγωγές και έχουν αυξήσει το εξωτερικό χρέος. Στις αγροτικές περιοχές οι οικογένειες καλλιεργούν το μεγαλύτερο μέρος της τροφής τους, η οποία περιλαμβάνει κασσάβα, καλαμπόκι και ρύζι.
Η άγρια ζωή: Υπάρχουν πολλά άγρια ζώα. Οι δασώδεις περιοχές βρίθουν από μπαμπουίνους, γορίλες και μαϊμούδες. Στις πιο ανοιχτές εκτάσεις ζουν αντιλόπες, λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, ρινόκεροι και ζέβρες. Τα ποτάμια φιλοξενούν κροκόδειλους και ιπποπόταμους.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 173, 174]
Έψαξε για την Αλήθεια και τη Βρήκε
Ο Ανρί Κανάμα ήταν μέλος της Ευαγγελικής Εκκλησίας στη Λουένα, αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτή η θρησκεία δεν είχε την αλήθεια. Συχνά πήγαινε στα βουνά για να προσευχηθεί και να στοχαστεί. Εκεί συνάντησε μια ομάδα η οποία ισχυριζόταν ότι συνομιλούσε με αόρατα πνεύματα. Τα μέλη αυτής της ομάδας είπαν στον Ανρί ότι πίστευαν πως ο Θεός είναι πολύ μακριά, αν και δεν γνώριζαν πού βρισκόταν.
Ο Ανρί άρχισε να ψάχνει για τον αληθινό Θεό. Κάποια στιγμή συνάντησε κάποιον ο οποίος του έδωσε ένα αντίτυπο του περιοδικού Ξύπνα! στη γαλλική. Προτού περάσει καιρός, ο Ανρί αναγνώρισε τη σφραγίδα της Γραφικής αλήθειας. Αυτό ακριβώς έψαχνε! Έγραψε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη διεύθυνση που βρισκόταν μέσα στο περιοδικό και σύντομα απολάμβανε μια Γραφική μελέτη μέσω αλληλογραφίας. Τελικά, ο Ανρί μαζί με τη σύζυγό του, την Ελιζαμπέτ, και κάποιους γνωστούς τους έγραψε για να ρωτήσει πώς μπορούσαν να βαφτιστούν. Η επόμενη επιστολή που έλαβαν τους κατηύθυνε στα γραφεία τμήματος γειτονικών χωρών. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονταν μακριά.
Τα μέλη του μικρού ομίλου—ο Ανρί και η Ελιζαμπέτ μαζί με τον Ιππολίτ Μπάνζα και τη σύζυγό του, τη Ζουλιέν—αποφάσισαν να πάνε στη Βόρεια Ροδεσία. Όλοι συνειδητοποίησαν ότι θα χρειαζόταν να μάθουν τη γλώσσα τσιμπέμπα προκειμένου να γίνει πιο βαθιά η γνώση τους για την αλήθεια. Υπολόγισαν τη δαπάνη και έκαναν τη μετακίνηση. Αφού έμειναν έξι μήνες εκεί, βαφτίστηκαν το 1956.
Τον ίδιο χρόνο επέστρεψαν στο Κονγκό, όπου μετέδωσαν με ζήλο τα καλά νέα σε άλλους. Το 1961, ο Ανρί και μερικοί από τους συντρόφους του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Τους κατηγόρησαν ως οπαδούς των Κιταουάλα που είχαν σκοτώσει έναν τοπικό αρχηγό ο οποίος είχε καταστρώσει τη δολοφονία ενός άλλου αρχηγού. Δεν υπήρχε, βέβαια, καμιά απόδειξη για αυτό, και έτσι αποφυλακίστηκαν αργότερα.
Κατόπιν ο Ανρί και η Ελιζαμπέτ ανέλαβαν την υπηρεσία σκαπανέα. Τελικά έγιναν ειδικοί σκαπανείς και αργότερα υπηρέτησαν στο έργο περιοχής. Παρότι ο Ανρί πέθανε το 1991, η Ελιζαμπέτ εξακολουθεί να κάνει τακτικό σκαπανικό. Ένας από τους γιους τους, ο Ιλούνγκα, είναι επίσκοπος περιοχής.
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 178]
Αλμπέρ Λουγίνου—Ένας Πιστός Μάρτυρας
Ο Αλμπέρ είχε την πρώτη του επαφή με την αλήθεια το 1951 μέσω ενός συναδέλφου, του Σιμόν Μαμπουγιά, από το Κονγκό (Μπραζαβίλ). Ο Αλμπέρ ήταν ο πρώτος Κονγκολέζος που έγινε οδοντίατρος, και λόγω της υψηλής κοινωνικής του θέσης δεν ήταν εύκολο να ταχθεί υπέρ της αλήθειας. Αυτός και η σύζυγός του βαφτίστηκαν μετά την Ανάμνηση το 1954. Το βάφτισμα έγινε τη νύχτα επειδή το έργο ήταν απαγορευμένο εκείνη την περίοδο.
Ο Αλμπέρ υπηρέτησε από το 1958 μέχρι το 1996 ως ο νομικός εκπρόσωπος του Σωματείου των Μαρτύρων του Ιεχωβά, του τοπικού νομικού προσώπου των Μαρτύρων. Θυμάται πως κάποτε μετέφραζε μια ομιλία γάμου που εκφώνησε ο αδελφός Χόις μπροστά σε ένα ακροατήριο 1.800 ατόμων. Αρχικά η ομιλία περιέγραφε τις ευθύνες της Χριστιανής συζύγου. Ο Αλμπέρ θυμάται ότι ένιωσε μεγάλος και σπουδαίος καθώς κοίταζε τη σύζυγό του και τις άλλες αδελφές που ήταν παρούσες. Ωστόσο, όταν άκουσε ποιες είναι οι ευθύνες του Χριστιανού συζύγου, ένιωσε μικρός και ασήμαντος. Όταν τελείωσε η ομιλία, ένιωθε εντελώς μηδαμινός!
[Εικόνα]
Αλμπέρ και Εμιλί Λουγίνου
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 191-193]
Συνέντευξη με τον Ποντιέν Μουκάνγκα
Έτος Γέννησης: 1929
Έτος Βαφτίσματος: 1955
Ιστορικό: Ήταν ο πρώτος επίσκοπος περιοχής που υπηρέτησε στο Κονγκό.
Το 1955 πήγα στο νοσοκομείο εξαιτίας ενός πονόδοντου. Ο οδοντίατρος, ο Αλμπέρ Λουγίνου, με φρόντισε και ύστερα μου έδειξε τα εδάφια Αποκάλυψη 21:3, 4, τα οποία μιλούν για τον καιρό που δεν θα υπάρχει πια πόνος. Του άφησα τη διεύθυνσή μου και ο Αλμπέρ με επισκέφτηκε το ίδιο βράδυ. Έκανα γρήγορη πνευματική πρόοδο και βαφτίστηκα το ίδιο εκείνο έτος.
Το 1960 διορίστηκα επίσκοπος περιοχής για ολόκληρο το Κονγκό. Το έργο περιοχής δεν ήταν εύκολο. Ταξίδευα επί μέρες, ακόμα και επί εβδομάδες, στην καρότσα παραφορτωμένων φορτηγών, σε απαίσιους δρόμους και κάτω από τον καυτό ήλιο. Τη νύχτα με βασάνιζαν τα κουνούπια. Συχνά, το φορτηγό χαλούσε και αναγκαζόμουν να περιμένω μέχρι να επισκευαστεί. Περπατούσα μόνος μου σε μονοπάτια που δεν είχαν ταμπέλες και μερικές φορές έχανα το δρόμο μου.
Σε κάποια περίπτωση, επισκέφτηκα μια πόλη στο βόρειο Κονγκό. Ήμουν μαζί με τον Λεόν Ανζάπα. Ταξιδέψαμε με ποδήλατο προς μια άλλη πόλη 120 και πλέον χιλιόμετρα μακριά. Χάσαμε το δρόμο μας και αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε το βράδυ σε ένα κλειστό κοτέτσι. Επειδή μας τσιμπούσαν τα ζωύφια από τις κότες, ο ιδιοκτήτης άναψε μια μικρή φωτιά στη μέση του δαπέδου, παρότι δεν υπήρχαν καθόλου παράθυρα.
Εκείνο το βράδυ ξέσπασε συμπλοκή ανάμεσα στο γιο του ιδιοκτήτη και στους άλλους χωρικούς. Σύντομα αναμείχθηκε στη συμπλοκή και ο ιδιοκτήτης. Ξέραμε ότι αν έχανε θα είχαμε πρόβλημα. Δεν κοιμηθήκαμε καθόλου τη νύχτα εξαιτίας των ζωυφίων, του καπνού και της συμπλοκής.
Πριν από το χάραμα, φύγαμε κρυφά με τα ποδήλατά μας, αλλά ύστερα από λίγα χιλιόμετρα χάσαμε το δρόμο ξανά. Συνεχίσαμε όλη τη μέρα ακολουθώντας έναν εγκαταλειμμένο δρόμο. Προς το τέλος της μέρας, πεινασμένος και εξαντλημένος, ο Λεόν έπεσε από το ποδήλατό του. Χτύπησε το πρόσωπό του σε μια πέτρα σκίζοντας το πάνω χείλος του. Αιμορραγούσε πολύ, αλλά συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε σε κάποιο χωριό. Όταν είδαν τον Λεόν, οι χωρικοί ήθελαν να μάθουν ποιος τον είχε τραυματίσει. Τους εξηγήσαμε ότι είχε πέσει από το ποδήλατο. Αρνήθηκαν να δεχτούν την εξήγηση και κατηγόρησαν εμένα για τον τραυματισμό του. Ούτε εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε—ο Λεόν υπέφερε από τους πόνους, ενώ οι χωρικοί σκέφτονταν να με τραυματίσουν για να με τιμωρήσουν. Την επόμενη μέρα συνεχίσαμε το δρόμο μας ώσπου φτάσαμε τελικά σε ένα χωριό όπου υπήρχαν κάποια φάρμακα. Εκεί έβαλαν ιώδιο στο χείλος του Λεόν και έκλεισαν το σκίσιμο με έξι πιαστράκια. Κατόπιν ταξιδέψαμε άλλα 80 χιλιόμετρα μέχρι την Γκεμένα, όπου άφησα τελικά τον Λεόν σε κάποιο μικρό νοσοκομείο. Συνέχισα μόνος μου μέχρι να συναντήσω τη σύζυγό μου, και κατόπιν κατευθυνθήκαμε νότια, κατά μήκος του ποταμού, ως την Κινσάσα.
Η σύζυγος του Ποντιέν, η Μαρί, πήγαινε συχνά μαζί του σε εκείνα τα ταξίδια. Πέθανε το 1963. Το 1966 ο Ποντιέν ξαναπαντρεύτηκε και συνέχισε στο έργο περιοχής μέχρι το 1969. Βρίσκεται ακόμα στην ολοχρόνια υπηρεσία ως τακτικός σκαπανέας.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 195, 196]
Συνέντευξη με τον Φρανσουά Ντάντα
Έτος Γέννησης: 1935
Έτος Βαφτίσματος: 1959
Ιστορικό: Περιοδεύων επίσκοπος από το 1963 μέχρι το 1986. Από το 1986 μέχρι το 1996 υπηρέτησε στο Μπέθελ του Κονγκό. Τώρα είναι πρεσβύτερος και ειδικός σκαπανέας.
Το 1974, επισκεπτόμουν κάποια εκκλησία στο Κένγκε, στην Επαρχία Μπαντούντου, όταν μαχητές του κυβερνώντος κόμματος συνέλαβαν εφτά από εμάς. Η κύρια κατηγορία που επέρριψαν εναντίον μας ήταν ότι αρνηθήκαμε να συμμετάσχουμε σε πολιτικές τελετές προς τιμήν του αρχηγού του κράτους. Μας έβαλαν σε ένα κελί χωρίς παράθυρα, διαστάσεων δύο επί δύο μέτρα. Κανένας μας δεν μπορούσε να καθήσει ή να ξαπλώσει. Μπορούσαμε μόνο να στηριχτούμε ο ένας στην πλάτη του άλλου. Μείναμε σε εκείνο το κελί 45 μέρες, ενώ μας επιτρεπόταν να βγαίνουμε έξω μόνο δύο φορές τη μέρα. Όταν η σύζυγός μου, η Ανριέτ, άκουσε τι είχε συμβεί, ταξίδεψε 290 χιλιόμετρα από την Κινσάσα για να με δει. Ωστόσο, της επέτρεψαν να με βλέπει μόνο μία φορά την εβδομάδα.
Κάποια μέρα ο εισαγγελέας ήρθε να επισκεφτεί τη φυλακή. Προς τιμήν του διεξάχθηκε μια πολιτική τελετή. Όλοι εκτός από εμάς έψαλλαν πολιτικούς ύμνους και επαναλάμβαναν κομματικά συνθήματα. Ο εισαγγελέας εξοργίστηκε και με διέταξε να δώσω εντολή στους άλλους έξι αδελφούς να ψάλουν. Του απάντησα ότι δεν είχα εξουσία πάνω τους και ότι ήταν δική τους απόφαση το αν θα ψάλουν ή όχι. Τότε εκείνος με χτύπησε.
Αργότερα, μας στοίβαξαν στην καρότσα ενός τετρακίνητου οχήματος. Δύο στρατιώτες ήρθαν μαζί για να μας φυλάνε, ενώ ο ίδιος ο εισαγγελέας βρισκόταν με τον οδηγό στην καμπίνα του οχήματος. Κατευθυνθήκαμε στην πόλη Μπαντούντου, την πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Το όχημα κινούνταν πολύ γρήγορα. Είπα στους αδελφούς να κρατηθούν γερά και τότε άρχισα να προσεύχομαι. Την ώρα που τελείωνα την προσευχή, το όχημα πήρε μια στροφή με μεγάλη ταχύτητα και αναποδογύρισε. Ήταν εκπληκτικό το ότι δεν σκοτώθηκε ή δεν τραυματίστηκε ούτε ένας. Νιώσαμε ότι μας είχε προστατέψει ο Ιεχωβά. Όταν γυρίσαμε το όχημα στην κανονική του θέση, ο εισαγγελέας διέταξε τους δύο στρατιώτες να μας πάνε πίσω στη φυλακή με τα πόδια. Το όχημα συνέχισε το δρόμο του για το Μπαντούντου.
Αφού επιστρέψαμε στη φυλακή, οι στρατιώτες είπαν στους αρμόδιους εκεί τι είχε συμβεί και τους παρακάλεσαν να μας αφήσουν ελεύθερους. Ο διοικητής της φυλακής εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ πιστεύοντας, όπως και εμείς, ότι ο Θεός μάς είχε προστατέψει. Περάσαμε τις επόμενες λίγες μέρες σε ένα κανονικό κελί και μας επιτράπηκε να συναναστρεφόμαστε με τους άλλους κρατουμένους στο προαύλιο. Κατόπιν αφεθήκαμε ελεύθεροι.
Αφού υπηρέτησαν 24 χρόνια στο έργο περιοχής, ο Φρανσουά και η Ανριέτ προσκλήθηκαν στο Μπέθελ. Έπειτα από δέκα χρόνια διορίστηκαν στο έργο ειδικού σκαπανέα. Η Ανριέτ πέθανε στις 16 Αυγούστου 1998.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 200-202]
Συνέντευξη με τον Μάικλ Πότιτζ
Έτος γέννησης: 1939
Έτος βαφτίσματος: 1956
Ιστορικό: Ο Μάικλ και η σύζυγός του, η Μπάρμπαρα, υπηρέτησαν στο Κονγκό 29 χρόνια. Τώρα υπηρετούν στο Μπέθελ της Βρετανίας και ο Μάικλ είναι πρεσβύτερος σε μια εκκλησία στο Λονδίνο όπου μιλιέται η γλώσσα λινγκάλα.
Η κύρια δυσκολία μας ήταν το να μάθουμε να επικοινωνούμε. Έπρεπε πρώτα να εξοικειωθούμε με τη γαλλική, την επίσημη γλώσσα του Κονγκό. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Στην Κατάνγκα διδαχτήκαμε τη σουαχίλι, στην Κανάνγκα χρειάστηκε να μάθουμε καλά την τσιλούμπα, και όταν διοριστήκαμε στην Κινσάσα μάθαμε τη λινγκάλα.
Όλα αυτά αποδείχτηκαν πολύ ωφέλιμα. Κατ’ αρχάς, οι αδελφοί μας γίνονταν πιο φιλικοί απέναντί μας καθώς πασχίζαμε να επικοινωνούμε μαζί τους. Έβλεπαν τις προσπάθειες που κάναμε για να μιλήσουμε στις γλώσσες τους ως απόδειξη της γνήσιας αγάπης και του ενδιαφέροντός μας για αυτούς. Ένα δεύτερο όφελος ήταν ότι η διακονία απέκτησε περισσότερο νόημα. Όταν κάποιος οικοδεσπότης μάς άκουγε να μιλάμε στη γλώσσα του, συνήθως η πρώτη του αντίδραση ήταν η κατάπληξη, ενώ στη συνέχεια έδειχνε ενθουσιασμό και σεβασμό που συνοδεύονταν από την επιθυμία να ακούσει τι είχαμε να πούμε.
Όταν ταξιδεύαμε στο έργο περιφερείας, η γνώση των τοπικών γλωσσών μάς έσωσε από ενδεχομένως επικίνδυνες καταστάσεις. Τα στρατιωτικά και κομματικά μπλόκα στους δρόμους ήταν συνηθισμένα σε καιρούς κρίσης και προσφέρονταν για την απόσπαση χρημάτων. Ειδικότερα οι αλλοδαποί φαίνονταν εύκολοι και επικερδείς στόχοι. Όταν μας σταματούσαν σε κάποιο μπλόκο, χαιρετούσαμε τους στρατιώτες στην τοπική γλώσσα. Αυτό τους κατέπλησσε και τους έκανε να αλλάζουν διάθεση. Ύστερα μας ρωτούσαν ποιοι είμαστε. Όταν μπορούσαμε να προχωρήσουμε πέρα από έναν απλό αποστηθισμένο χαιρετισμό και να τους εξηγήσουμε στη γλώσσα τους τι ακριβώς ήταν αυτό που κάναμε, συνήθως ανταποκρίνονταν ευνοϊκά, ζητούσαν έντυπά μας και μας εύχονταν ένα ασφαλές ταξίδι με την ευλογία του Θεού.
Πολλές φορές συγκινούμασταν βαθύτατα από τη γνήσια αυτοθυσιαστική αγάπη που εκδήλωναν οι Αφρικανοί αδελφοί μας. Επί πολλά χρόνια το Κονγκό ήταν μονοκομματικό κράτος το οποίο εναντιωνόταν ενεργά και ενίοτε βίαια σε όσους ήταν ουδέτεροι, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μέσα σε αυτό το κλίμα ταξιδεύαμε με τζιπ στο έργο περιφερείας υπηρετώντας τους αδελφούς στις συνελεύσεις.
Θυμάμαι καλά μία συνέλευση. Κατά τη διάρκεια του απογευματινού προγράμματος της τελευταίας μέρας, ο τοπικός κομματάρχης ήρθε πίσω από την εξέδρα. Ήταν μεθυσμένος και εριστικός, και μάλιστα επέμενε να του επιτρέψουμε να ανεβεί στο βήμα και να πει σε όλους ότι πρέπει να αγοράσουν κάρτα του κόμματος. Όταν αρνηθήκαμε, εξοργίστηκε και άρχισε να μας εξυβρίζει, λέγοντας ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν κατά της κυβέρνησης και έπρεπε να φυλακιστούν. Κάποιοι αδελφοί κατάφεραν να τον πείσουν να φύγει. Έφυγε φωνάζοντας ότι θα μας αναφέρει στο διοικητή και ότι θα επιστρέψει για να κάψει το τζιπ μας και να βάλει φωτιά στην καλύβα όπου μέναμε. Γνωρίζαμε ότι αυτά δεν ήταν επιπόλαιες απειλές.
Οι αδελφοί ήταν υπέροχοι. Αντί να το βάλουν στα πόδια κυριευμένοι από φόβο, συγκεντρώθηκαν γύρω μας και μας πρότρεψαν να εμπιστευόμαστε στον Ιεχωβά και να αφήσουμε τα ζητήματα στα χέρια του. Κατόπιν, όλη τη νύχτα φύλαγαν με βάρδιες την καλύβα και το τζιπ μας. Ήταν μια πολύ συγκινητική εμπειρία. Οι αδελφοί, όχι μόνο ήταν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους για να μας προστατέψουν, αλλά ήταν και διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε ωμότητα ίσως ακολουθούσε μετά την αναχώρησή μας εξαιτίας της άρνησής τους να υποστηρίξουν το κόμμα. Ποτέ δεν ξεχάσαμε εκείνη την εκδήλωση αυτοθυσιαστικής Χριστιανικής αγάπης ούτε και τις πολλές άλλες εγκάρδιες εκφράσεις στοργής που ζήσαμε στα χρόνια της διαμονής μας στο Κονγκό.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 211-213]
Συνέντευξη με τον Τέρενς Λέιθαμ
Έτος γέννησης: 1945
Έτος βαφτίσματος: 1964
Ιστορικό: Δαπάνησε 12 χρόνια στο ιεραποστολικό έργο. Έμαθε γαλλικά, λινγκάλα και σουαχίλι. Τώρα υπηρετεί στην Ισπανία μαζί με τη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά.
Το 1969 ο Ρέιμοντ Νόουλς και εγώ πήγαμε αεροπορικώς στο Κισανγκάνι. Η πόλη είχε τότε περίπου 230.000 κατοίκους και ήταν η πρωτεύουσα της βορειοανατολικής επαρχίας του Κονγκό.
Πόσο θερμό καλωσόρισμα μας επιφύλαξαν οι ελάχιστοι ευαγγελιζόμενοι και τα πολλά ενδιαφερόμενα άτομα της περιοχής! Μας κατέκλυσαν με δώρα—παπάγιες, ανανάδες και μπανάνες, μαζί με τροπικά φρούτα που δεν είχαμε δει ποτέ προηγουμένως. Μερικοί έφεραν ζωντανά κοτόπουλα και χελώνες. Ο Σαμουέλ Τσίκακα μας φιλοξένησε με καλοσύνη στο σπίτι του. Σύντομα, όμως, βρήκαμε να νοικιάσουμε ένα μπανγκαλόου. Κατόπιν ήρθαν ο Νίκολας και η Μαίρη Φόουν καθώς και ο Πολ και η Μέριλιν Έβανς. Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν! Μαζί ανακαινίσαμε και βάψαμε τον πρώτο ιεραποστολικό οίκο στο Κισανγκάνι. Το κτίριο το έζωναν αναρριχητικά φυτά του δάσους και ψηλά χόρτα, ενώ καθώς το καθαρίζαμε βγάλαμε από τη σοφίτα δύο ζώα, τα λεγόμενα σιβέτ. Αργότερα ήρθαν στον ιεραποστολικό μας οίκο ο Πίτερ και η Αν Μπαρνς μαζί με την Αν Χάρκνες, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει σύζυγός μου.
Τα πρώτα τέσσερα χρόνια κηρύγματος στο Κισανγκάνι μάθαμε να μιλάμε τη λινγκάλα και τη σουαχίλι και δεθήκαμε με τους φιλόξενους, φιλικούς κατοίκους. Είχαμε τόσο πολλές μελέτες ώστε έπρεπε να εργαζόμαστε σκληρά από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ προκειμένου να φροντίζουμε για όλες. Στα χρόνια της παραμονής μας στο Κισανγκάνι, είδαμε τον όμιλο που είχε λιγότερους από δέκα ευαγγελιζομένους να αυξάνεται σε οχτώ εκκλησίες.
Σε μια περίπτωση, καθώς οδηγούσαμε δίπλα στον ποταμό Ιτούρι, μερικοί από εμάς πρόσεξαν κάποιο χωριό Πυγμαίων. Θέλαμε πολύ να κηρύξουμε στους κατοίκους. Οι Πυγμαίοι, όπως λένε μερικοί μελετητές, αναφέρονται στο δάσος ως μητέρα τους ή πατέρα τους επειδή είναι η πηγή της τροφής, των ρούχων και των καταλυμάτων τους. Επομένως, οι Πυγμαίοι θεωρούν το δάσος ιερό και πιστεύουν ότι μπορούν να επικοινωνούν μαζί του μέσω μιας τελετής η οποία ονομάζεται μολίμο. Αυτή η τελετή περιλαμβάνει χορό και τραγούδι γύρω από μια φωτιά. Το χορό συνοδεύει η τρομπέτα μολίμο, ένας μακρύς ξύλινος σωλήνας τον οποίο φυσούν οι άντρες για να παράγουν μουσική και ήχους ζώων.
Εντυπωσιαστήκαμε από το συναρπαστικό οικισμό αυτών των νομάδων, οι οποίοι συνήθως μένουν στον ίδιο τόπο έναν μόνο μήνα περίπου. Ο καταυλισμός αποτελούνταν από καταλύματα για ύπνο τα οποία ήταν διατεταγμένα σαν μελίσσι και κατασκευασμένα από δενδρύλλια και κλαδιά. Αυτά τα καταλύματα είχαν μόνο ένα άνοιγμα και μπορούσαν να φτιαχτούν μέσα σε δύο ώρες ή και λιγότερο. Στο καθένα μπορούσαν να στριμωχτούν μερικά άτομα. Κάποια παιδιά μάς πλησίασαν για να αγγίξουν το δέρμα και τα μαλλιά μας, επειδή δεν είχαν δει ποτέ προηγουμένως λευκούς. Τι προνόμιο ήταν να συναντήσουμε εκείνους τους φιλικούς κατοίκους του δάσους και να τους κηρύξουμε! Οι ίδιοι μας είπαν ότι είχαν συναντήσει και παλιότερα Μάρτυρες οι οποίοι τους επισκέφτηκαν από χωριά που βρίσκονταν κοντά στους καταυλισμούς τους.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 215, 216]
Συνέντευξη με τον Νταβίντ Ναγουεγί
Έτος γέννησης: 1955
Έτος βαφτίσματος: 1974
Ιστορικό: Έχει υπηρετήσει στο Μπέθελ του Κονγκό περισσότερα χρόνια από όλα τα ντόπια μέλη της οικογένειας Μπέθελ. Είναι επίσης μέλος της Επιτροπής του Τμήματος.
Το 1976, ξαφνιάστηκα όταν έλαβα μια επιστολή πρόσκλησης για το Μπέθελ. Οι λέξεις «επείγον» και «αμέσως» ήταν υπογραμμισμένες στην επιστολή. Έμενα στο Κολουέζι, περίπου 2.450 χιλιόμετρα από την Κινσάσα. Δεν ήταν εύκολο να αφήσω τον τόπο μου, αλλά ήθελα να ανταποκριθώ όπως ο Ησαΐας: «Ορίστε εγώ! Στείλε εμένα».—Ησ. 6:8.
Όταν έφτασα στο Μπέθελ, οι αδελφοί μού έδειξαν μια γραφομηχανή και με ρώτησαν αν ήξερα να δακτυλογραφώ. Απάντησα ότι ήμουν ράφτης και ήξερα πώς να χειρίζομαι ραπτομηχανή, όχι γραφομηχανή. Παρ’ όλα αυτά, έβαλα τα δυνατά μου και έμαθα δακτυλογραφία. Εκείνον τον καιρό εργαζόμουν στο Μεταφραστικό Τμήμα και στο Τμήμα Υπηρεσίας.
Αργότερα διορίστηκα στο Τμήμα Αλληλογραφίας. Μέρος του διορισμού μου ήταν να φροντίζω για τα κουπόνια που είχαν κόψει διάφορα άτομα από τα έντυπα και τα είχαν στείλει στο γραφείο. Συνήθως, ζητούσαν και άλλα έντυπα. Πολλές φορές αναρωτιόμουν πώς ανταποκρίνονταν οι άνθρωποι σε αυτά τα έντυπα που λάβαιναν. Ξέρω όμως τι συνέβη σε κάποια περίπτωση. Δύο νεαροί σημείωσαν γοργή πρόοδο. Αργότερα έγιναν σκαπανείς και κατόπιν ειδικοί σκαπανείς. Όταν προσκλήθηκαν στο Μπέθελ, ο ένας έγινε συγκάτοικός μου.
Μερικές φορές οι άνθρωποι έγραφαν στο Μπέθελ για να ζητήσουν χρήματα. Είχε ετοιμαστεί μια διακριτική επιστολή που εξηγούσε την εθελοντική φύση του έργου μας και παρότρυνε τα άτομα να μελετήσουν την Αγία Γραφή. Πριν από λίγο καιρό, ένας αδελφός μού είπε ότι είχε γνωρίσει την αλήθεια λόγω μιας τέτοιας επιστολής, την οποία μάλιστα μου έδειξε. Χρόνια νωρίτερα, είχε γράψει στο Μπέθελ παρακαλώντας για χρήματα. Ανταποκρίθηκε ευνοϊκά στην παρότρυνση που έλαβε και τώρα ήταν στην αλήθεια.
Αργότερα ασχολήθηκα με νομικά ζητήματα. Σε κάποια περίπτωση βοήθησα μερικούς ντόπιους αδελφούς που κατηγορούνταν για το ότι δεν φορούσαν την καρφίτσα του κόμματος. Επιστράτευσα το θάρρος μου και είπα στις αρχές: «Τι αποδεικνύει η καρφίτσα; Μόλις έχει τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος και όλοι αυτοί τους οποίους πολεμούσατε φορούσαν καρφίτσες. Η καρφίτσα δεν σημαίνει τίποτα. Δεν αποτελεί εγγύηση για το τι σκέφτεται πραγματικά ένα άτομο. Εκείνο που μετράει είναι το τι έχει κάποιος στην καρδιά του. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πολίτες που δεν θα ξεκινήσουν ποτέ εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η νομοταγής στάση έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από μια καρφίτσα». Οι αδελφοί αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Ιεχωβά μάς βοηθούσε πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις.
Υπηρετώ τώρα στο Μπέθελ πάνω από 27 χρόνια. Παρότι έχω μερικούς σωματικούς περιορισμούς και δεν έλαβα πολλή κοσμική εκπαίδευση, εξακολουθώ να αγωνίζομαι έτσι ώστε να μπορεί να με χρησιμοποιεί ο Ιεχωβά. Υπάρχουν ακόμη επείγουσες και άμεσες ανάγκες στο Μπέθελ!
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 219, 220]
Συνέντευξη με τον Γκόντφρι Μπιντ
Έτος γέννησης: 1945
Έτος βαφτίσματος: 1956
Ιστορικό: Απόφοιτος της 47ης τάξης της Γαλαάδ. Υπηρέτησε στο Κονγκό 17 χρόνια. Τώρα υπηρετεί στην Επιτροπή του Τμήματος στη Ρουάντα. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, λινγκάλα, σουαχίλι και τσιλούμπα.
Το 1973 ήμουν στην υπηρεσία αγρού στην Κανάνγκα μαζί με έναν ντόπιο αδελφό. Οι αρχές εισέβαλαν στο σπίτι όπου διεξήγαμε μια Γραφική μελέτη και μας συνέλαβαν. Περάσαμε τις επόμενες δύο εβδομάδες στη φυλακή. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ο συνεργάτης μου στο ιεραποστολικό έργο, ο Μάικ Γκέιτς, μας έφερνε φαγητό, εφόσον δεν υπήρχε διαθέσιμο στη φυλακή. Τελικά μας άφησαν ελεύθερους. Τρεις μήνες αργότερα, τη μέρα που ο Μάικ και εγώ είχαμε κανονίσει να πάρουμε το αεροπλάνο για να παρακολουθήσουμε μια διεθνή συνέλευση στην Αγγλία, πληροφορηθήκαμε ότι όλοι οι αδελφοί σε κάποια γειτονική εκκλησία είχαν συλληφθεί. Θέλαμε να τους δούμε και να τους δώσουμε μερικά τρόφιμα. Προς έκπληξή μας, όταν ζητήσαμε να δούμε τους αδελφούς, ένας δικαστής διέταξε τη σύλληψή μας. Ενόσω περιμέναμε την κλούβα να μας μεταφέρει στη φυλακή, ακούσαμε το αεροπλάνο μας να απογειώνεται. Μπορείτε να φανταστείτε πόση απογοήτευση νιώσαμε στο άκουσμα αυτού του ήχου!
Όταν φτάσαμε στη φυλακή, διαπίστωσα ότι πολλοί τρόφιμοι βρίσκονταν ακόμη εκεί από την προηγούμενη παραμονή μου τρεις μήνες νωρίτερα. Επειδή ο συνεργάτης μου, ο οποίος μου έφερνε φαγητό, ήταν και αυτός τώρα στη φυλακή, οι τρόφιμοι ρώτησαν: «Ποιος θα σας φέρνει φαγητό αυτή τη φορά;»
Τους απαντήσαμε ότι οι αδελφοί μας θα μας έφερναν φαγητό, αλλά οι τρόφιμοι κούνησαν το κεφάλι τους με δυσπιστία. Ήξεραν ότι δεν υπήρχαν άλλοι Ευρωπαίοι Μάρτυρες στην περιοχή. Πόση έκπληξη ένιωσαν την επόμενη μέρα όταν οι Κονγκολέζοι αδελφοί μας έφτασαν με τόσο πολλά τρόφιμα ώστε μπορούσαμε να τα μοιραστούμε με εκείνους τους κρατουμένους! Δόθηκε θαυμάσια μαρτυρία σχετικά με τη διεθνή αδελφότητά μας και την αγάπη που μας ενώνει. Εκείνοι οι αγαπητοί αδελφοί οι οποίοι μας έφεραν φαγητό διακινδύνευσαν να φυλακιστούν προκειμένου να το κάνουν αυτό. Πέντε μέρες αργότερα, αφεθήκαμε ελεύθεροι. Στη συνέχεια, ταξιδέψαμε αεροπορικώς για την Αγγλία, φτάνοντας ακριβώς στην ώρα για τη συνέλευση.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 224-226]
Συνέντευξη με την Ντζεγί Κατάσι Πάντι
Έτος γέννησης: 1945
Έτος βαφτίσματος: 1971
Ιστορικό: Υπηρέτησε άφοβα ως άγαμη σε δύσκολες περιοχές και αργότερα συνόδευσε το σύζυγό της στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου από το 1988 ως το 1996. Τώρα βρίσκεται στην ειδική ολοχρόνια υπηρεσία στην Κινσάσα.
Το 1970 διάβαζα την Αγία Γραφή όταν χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μου στην Κινσάσα. Ήταν ένας άντρας με το μικρό του γιο. Το αγόρι άρχισε να μιλάει για την Αγία Γραφή και μου ζήτησε να ανοίξω τη δική μου στο εδάφιο Ματθαίος 24:14. Ανέκαθεν πίστευα ότι ήμουν αρκετά θρησκευόμενη, αλλά δεν μπόρεσα να βρω το εδάφιο. Το αγοράκι με βοήθησε και στη συνέχεια είχαμε μια πολύ ωραία συζήτηση.
Ο αδελφός διέκρινε το ενδιαφέρον μου και με προσκάλεσε σε μια συνάθροιση την επόμενη Κυριακή. Η συνάθροιση διεξάχθηκε πίσω από το σπίτι ενός αδελφού, εφόσον το έργο των Μαρτύρων ήταν υπό απαγόρευση. Μου άρεσε η ομιλία και παρέμεινα για τη Μελέτη Σκοπιάς. Το ίδιο βράδυ οι αδελφοί ήρθαν στο σπίτι μου και άρχισαν μελέτη μαζί μου.
Με τον καιρό, βαφτίστηκα και ανέλαβα την ολοχρόνια υπηρεσία. Στη Διακονία Μας της Βασιλείας διάβασα σχετικά με τη μεγάλη ανάγκη που υπήρχε σε άλλα μέρη της χώρας. Ρώτησα αν μπορούσα να πάω στο Κένγκε, στην Επαρχία Μπαντούντου. Οι αδελφοί συμφώνησαν αλλά με προειδοποίησαν ότι μερικοί είχαν συλληφθεί εκεί. “Δεν μπορούν να τους συλλάβουν όλους”, σκέφτηκα. Έτσι αποφάσισα να πάω.
Έφτασα το βράδυ και χάρηκα όταν έμαθα ότι ο επίσκοπος περιοχής, ο Φρανσουά Ντάντα, επισκεπτόταν την εκκλησία. Το επόμενο πρωί πήγα στη συνάθροιση για υπηρεσία αγρού, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι ο Φρανσουά και αρκετοί άλλοι αδελφοί είχαν συλληφθεί. Ο αρχηγός της ασφάλειας ήθελε να μου μιλήσει. Είπε: «Ξέρουμε ότι είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Μπορείς να μείνεις στο Κένγκε αν θέλεις, αλλά αν σε δούμε ποτέ να περιφέρεσαι με την τσάντα σου, θα σε συλλάβουμε».
Οι κάτοικοι της πόλης ήταν πολύ ενοχλημένοι με τον αρχηγό της ασφάλειας και τους πράκτορές του. Γνώριζαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έβλαπταν κανέναν. Οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι οι πράκτορες της ασφάλειας έπρεπε να καταπολεμούν το έγκλημα—και υπήρχαν αρκετοί εγκληματίες στην περιοχή—όχι να σπαταλούν τον καιρό τους με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τελικά οι αδελφοί αποφυλακίστηκαν.
Το 1975 διορίστηκα να υπηρετώ ως ειδική σκαπάνισσα και επισκεπτόμουν πολλές κωμοπόλεις και χωριά, μένοντας δύο με τρεις εβδομάδες σε κάθε μέρος. Προτού περάσει πολύς καιρός, σχηματίστηκαν έξι όμιλοι ενδιαφερόμενων ατόμων. Έγραψα στο γραφείο τμήματος ζητώντας να σταλούν αδελφοί για να ποιμάνουν και να φροντίσουν τους ομίλους.
Συνάντησα τον Ζαν-Μπατίστ Πάντι ο οποίος ήταν επίσης ειδικός σκαπανέας. Στο παρελθόν, είχα μιλήσει στους ιεραποστόλους σχετικά με το γάμο και την ολοχρόνια υπηρεσία. Μου είπαν ότι, αν ήθελα να συνεχίσω για πολύ καιρό στην ολοχρόνια υπηρεσία, θα ήταν πιο εύκολο αν δεν αποκτούσα παιδιά. Ο Ζαν-Μπατίστ συμφωνούσε, και έτσι παντρευτήκαμε. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα παιδιά θα παρέχουν ασφάλεια όταν κάποιος γεράσει. Οι καιροί, όμως, έχουν αλλάξει, και ξέρω πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς έχουν απογοητευτεί οικτρά. Ο Ζαν-Μπατίστ και εγώ δεν έχουμε απογοητευτεί καθόλου.
Στο διάβα των ετών, έχουμε δει πολλούς ανθρώπους να έρχονται στην αλήθεια. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενη για τη δική μου οικογένεια. Βοήθησα, όχι μόνο τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, αλλά επίσης τους τέσσερις αδελφούς μου και τη μία αδελφή μου να δεχτούν την αλήθεια.
Το εδάφιο Ψαλμός 68:11 λέει: «Οι γυναίκες που λένε τα καλά νέα είναι μεγάλο στράτευμα». Αυτό σημαίνει ότι εμείς οι αδελφές έχουμε μεγάλη ευθύνη και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά που μου έδωσε την ευκαιρία να έχω συμμετοχή σε αυτό το έργο.
[Πλαίσιο στη σελίδα 240]
Μετάφραση της Πνευματικής Τροφής
Ενώ η γαλλική είναι η επίσημη γλώσσα του Κονγκό, η λινγκάλα είναι η κύρια γλώσσα που μιλιέται στην Κινσάσα και κατά μήκος του ποταμού Κόνγκο. Παρότι η λινγκάλα δεν έχει ευρύ λεξιλόγιο, περιέχει μερικές εκφράσεις πλούσιες σε νόημα. Παραδείγματος χάρη, η λέξη «μετανοώ» αποδίδεται κομπονγκόλα μοτέμα, που κατά γράμμα σημαίνει «αναστρέφω την καρδιά». Μια άλλη έκφραση που σχετίζεται με την καρδιά και τα συναισθήματα είναι η κοκιτίσα μοτέμα, η οποία κατά κυριολεξία σημαίνει «βάζω κάτω την καρδιά» ή, με άλλα λόγια, «ηρεμώ».
Η Σκοπιά μεταφράζεται στη λινγκάλα επί δεκαετίες. Επί του παρόντος τα έντυπα μεταφράζονται στις ακόλουθες γλώσσες του Κονγκό: γβάκα, κιλούμπα, κινάντε, κιπέντε, κισόνγκε, κιτούμπα, λινγκάλα, λινγκόμπε, λομόνγκο, μάσι, μονοκουτούμπα, οτετέλα, ουρούντ, σουαχίλι (Κονγκό) και τσιλούμπα.
[Πλαίσιο στη σελίδα 247]
Ζηλωτής Παρά τη Σωματική Αναπηρία
Ο 20χρονος Ρισάρ είναι παράλυτος και κατάκοιτος εδώ και 15 χρόνια. Μόνο το κεφάλι του μπορεί να κουνήσει. Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1997 έγινε αβάφτιστος ευαγγελιζόμενος. Ο Ρισάρ κηρύττει με συνέπεια σε όσους τον επισκέπτονται στο δωμάτιό του. Όταν μιλάει, η φωνή του είναι γεμάτη πεποίθηση. Κατά μέσο όρο, κηρύττει δέκα ώρες το μήνα. Στις 12 Απριλίου 1998, τον μετέφεραν πάνω στο φορείο του προκειμένου να βαφτιστεί σε ένα ποτάμι κοντά στο σπίτι του. Τώρα μπορεί να παρακολουθεί τακτικά τις συναθροίσεις. Διδάσκει επίσης την αλήθεια σε έναν συγγενή του, ο οποίος παρακολουθεί τις Χριστιανικές συναθροίσεις και σημειώνει καλή πρόοδο. Παρότι από σωματική άποψη είναι αδύναμος, αυτός ο αδελφός έχει γίνει δυνατός μέσω του πνεύματος του Θεού.
[Πλαίσιο στη σελίδα 248]
“Δεν Είμαστε Μέρος του Κόσμου”
Κάποια μέρα στο σχολείο, η 12χρονη Έστερ ξαφνιάστηκε όταν ο δάσκαλος ζήτησε από κάθε μαθητή να σταθεί ενώπιον της τάξης και να ψάλει τον εθνικό ύμνο. Όταν ήρθε η σειρά της, η Έστερ είπε ευγενικά στο δάσκαλο ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Η Έστερ αφηγείται τι έγινε στη συνέχεια:
«Ο δάσκαλος θύμωσε. Τότε ρώτησα αν μπορούσα να ψάλω κάτι άλλο. Εκείνος συμφώνησε. Έψαλα τον ύμνο “Δεν Είμαστε Μέρος του Κόσμου”. Ο δάσκαλος είπε τότε ότι έπρεπε να χειροκροτήσει όλη η τάξη, και οι μαθητές χειροκρότησαν.
»Μετά το μάθημα, ο δάσκαλος με φώναξε παράμερα και μου είπε πως ο ύμνος τού άρεσε πολύ, ιδιαίτερα τα λόγια, και πρόσθεσε: “Βλέπω ότι εσείς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είστε πραγματικά αποχωρισμένοι από τον κόσμο. Αυτό άλλωστε το δείχνει και η διαγωγή σου στην τάξη”.
»Κάποια συμμαθήτριά μου, επίσης, εντυπωσιάστηκε πολύ. Άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις και εγώ της απαντούσα. Στο τέλος του χρόνου, χρειάστηκε να αποχωριστούμε, αλλά την παρότρυνα να ψάξει για Μάρτυρες του Ιεχωβά στην περιοχή όπου θα μετακόμιζε. Το έκανε αυτό και τώρα είναι αδελφή».
[Πλαίσιο στη σελίδα 251]
Η Εντιμότητα Φέρνει Τιμή στον Θεό
Κάποιος αδελφός εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο. Μια μέρα, εξαιτίας ενός λάθους που έγινε όταν είχε βάρδια η ομάδα στην οποία δούλευε ο αδελφός, καταστράφηκε ένα μέρος του εξοπλισμού. Ο διευθυντής αποφάσισε να απολύσει όλους τους εργάτες. Τους έδωσε το μισθό τους και τους έστειλε σπίτι τους. Όταν έφτασε στο σπίτι του, ο αδελφός παρατήρησε ότι είχε λάβει 500 φράγκα (περίπου 1 ευρώ) παραπάνω και έτσι γύρισε πίσω για να επιστρέψει τα χρήματα. Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να δώσει μαρτυρία, και ο διευθυντής εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την εντιμότητα του αδελφού ώστε του είπε να παραμείνει στην εργασία του.
[Πίνακας/Γράφημα στη σελίδα 176, 177]
ΚΟΝΓΚΟ (ΚΙΝΣΑΣΑ)—ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
1932: Γίνονται προσπάθειες για να σταλούν Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Κονγκό.
1940
1949: Διάταγμα επικυρώνει την ανεπίσημη απαγόρευση που είχε επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
1960
1960: Το Κονγκό κερδίζει την ανεξαρτησία του και αρχίζει μια περίοδος ανεξιθρησκείας.
1962: Ιδρύεται γραφείο τμήματος στη Λεοπολντβίλ (τώρα Κινσάσα). Φτάνουν οι πρώτοι ιεραπόστολοι.
1966: Χορηγείται νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
1971: Αναιρείται η νομική αναγνώριση.
1980
1980: Χορηγείται ξανά νομική αναγνώριση.
1986: Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τίθενται υπό απαγόρευση.
1990: Αναγνωρίζεται ανεπίσημα η θρησκευτική ελευθερία.
1993: Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνει την απαγόρευση του 1986. Αρχίζουν εργασίες στο νέο γραφείο τμήματος.
2000
2003: 122.857 ευαγγελιζόμενοι είναι δραστήριοι στο Κονγκό (Κινσάσα).
[Γράφημα]
(Βλέπε έντυπο)
Σύνολο Ευαγγελιζομένων
Σύνολο Σκαπανέων
120.000
80.000
40.000
1940 1960 1980 2000
[Χάρτες στη σελίδα 169]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΣΟΥΔΑΝ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ
ΜΠΡΑΖΑΒΙΛ
ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ
Ισίρο
Μπούμπα
Ποταμός Κόνγκο
Κισανγκάνι
Γκόμα
Μπουκάβου
Μπαντούντου
ΚΙΝΣΑΣΑ
ΚΑΣΑΪ
Κένγκε
Κίκουιτ
Ματάντι
Κανάνγκα
Εμπούτζι-Μάγι
ΚΑΤΑΝΓΚΑ
Καμίνα
Λουένα
Κολουέζι
Λικάσι
Λουμπούμπασι
ΑΝΓΚΟΛΑ
ΖΑΜΠΙΑ
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 162]
[Εικόνα στη σελίδα 185]
Η Ελέν, ο Έρνεστ και η Ντανιέλ Χόις στην Κινσάσα τη δεκαετία του 1960
[Εικόνες στη σελίδα 186]
Σκηνές βαφτίσματος σε διεθνείς συνελεύσεις οι οποίες παρουσιάστηκαν στην ταινία «Η Ευτυχία της Κοινωνίας του Νέου Κόσμου» εντυπωσίασαν πολλούς Κονγκολέζους θεατές
[Εικόνα στη σελίδα 199]
Μαντλίν και Τζούλιαν Κίσελ
[Εικόνα στη σελίδα 205]
Απλοί χώροι συναθροίσεων κατασκευάζονταν σε όλη τη χώρα
[Εικόνα στη σελίδα 207]
Το γραφείο τμήματος στην Κινσάσα, 1965
[Εικόνα στη σελίδα 208]
Συνέλευση περιοχής στο Κολουέζι, 1967
[Εικόνα στη σελίδα 209]
Οι κακοί δρόμοι έκαναν τα ταξίδια δύσκολα
[Εικόνα στη σελίδα 221]
Η Συνέλευση Περιφερείας «Θεία Αγάπη» στην Κινσάσα, το 1980, ήταν η πρώτη μεγάλη συνέλευση που διεξάχθηκε εκεί έπειτα από οχτώ χρόνια
[Εικόνα στη σελίδα 223]
Πολλοί περπατούν επί μέρες κουβαλώντας τρόφιμα και προσωπικά αντικείμενα, απλώς και μόνο για να παρακολουθήσουν τις συνελεύσεις
[Εικόνα στη σελίδα 228]
Το Δεκέμβριο του 1985, μόλις τρεις μήνες προτού επιβληθεί αυστηρή απαγόρευση, διεξάγεται στην Κινσάσα η Συνέλευση Περιφερείας «Διακράτηση Ακεραιότητας»
[Εικόνα στη σελίδα 230]
Στη διάρκεια της απαγόρευσης οι αδελφοί μας υπέμειναν φυλάκιση και άγριους ξυλοδαρμούς
[Εικόνα στη σελίδα 235]
Ο Ζεκαριά Μπελέμο, που υπηρετούσε ως περιοδεύων επίσκοπος, επισκέπτεται έναν όμιλο προσφύγων αδελφών από το Σουδάν
[Εικόνες στη σελίδα 237]
Βαριά οχήματα χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν έντυπα μέσω των δύσβατων δρόμων της χώρας
[Εικόνα στη σελίδα 238]
Η πρώτη τάξη της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στο Κονγκό (Κινσάσα) το 1995
[Εικόνα στη σελίδα 241]
Γκίσελα και Σεμπαστιάν Τζόνσον
[Εικόνα στη σελίδα 243]
Δώδεκα ιεραπόστολοι μένουν σε αυτόν τον οίκο στην Κινσάσα
[Εικόνες στη σελίδα 244, 255]
Το 1998 κατέφθασαν προμήθειες από την Ευρώπη και διανεμήθηκαν σε όσους τις είχαν ανάγκη
[Εικόνες στη σελίδα 246]
Περιοδεύοντες επίσκοποι, όπως ο Ιλούνγκα Κανάμα (κάτω αριστερά) και ο Μαζέλα Μιταλέζι (ένθετη φωτογραφία, αριστερά), αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες σε εμπόλεμες περιοχές
[Εικόνες στη σελίδα 252, 253]
(1) Εγκαταστάσεις του Μπέθελ στην Κινσάσα
(2-4) Αίθουσες Βασιλείας που οικοδομήθηκαν πρόσφατα
(5) Αδελφός βοηθάει στην οικοδόμηση Αίθουσας Βασιλείας
[Εικόνα στη σελίδα 254]
Η Επιτροπή του Τμήματος, από αριστερά προς τα δεξιά: Πίτερ Βίλχελμ, Μπενζαμάν Μπαντιγουίλα, Κριστιάν Μπελοτί, Νταβίντ Ναγουεγί, Ντελφάν Καβούσα, Ρομπέρ Ελόνγκο, Σεμπαστιάν Τζόνσον και Ούνο Νίλσον