Πώς Μερικοί Ιησουίται Βλέπουν την Εκκλησία Τους
ΤΟ όνομα «Ιησουίτης» προέρχεται από τη λέξι «Ιησούς.» Αρχικώς ήταν ένα περιφρονητικό παρώνυμο που εδίδετο από τους επικριτές των στα μέλη μιας οργανώσεως που είχε ιδρυθή από τον Ισπανό Ρωμαιοκαθολικό στρατιώτη Ιγνάτιον Λογιόλα το 1534.
Στην αρχή είχε ονομασθή ο «Όμιλος του Ιησού,» τώρα η «Εταιρία του Ιησού,» και είναι το μεγαλύτερο και πιο ισχυρό θρησκευτικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι από 34.000 Ιησουίτες στον κόσμο, και κάπου 8.000 απ’ αυτούς κατοικούν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Μολονότι όχι ειδικά ωργανωμένοι για ν’ αντιδρούν στην Προτεσταντική Μεταρρύθμισι του 16ου αιώνος, οι Ιησουίτες απέδειξαν ότι αποτελούν το αποτελεσματικώτερο όργανο που η εκκλησία τους είχε για να κάνουν ακριβώς αυτό. Αλλά οι μέθοδοί των και ο ζήλος των ήσαν τέτοιοι ώστε πολλές κυβερνήσεις, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, τους έθεσαν υπό απαγόρευσιν. Ακόμη και ο πάπας το 1773 είχε πεισθή ν’ απαγορεύση το τάγμα των. Η απαγόρευσις υπετίθετο ότι ίσχυε «για πάντα,» αλλά το 1814 ένας μεταγενέστερος πάπας ακύρωσε την απαγόρευσι.
Το 1964 ζήτησαν από τους Ιησουίτες να εγκαταλείψουν την Αϊτή «για τον σκοπό να διαφυλαχθή η εσωτερική ειρήνη και η εδαφική ακεραιότης της χώρας.» Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες οι Ιησουίτες είναι μεταξύ εκείνων που αναλαμβάνουν την ηγεσία εναντίον της στρατολογίας. Επί παραδείγματι, οι αδελφοί Μπέρριγκαν εκτίουν φυλάκισι για καταστροφή στρατολογικών πινάκων. Αυτοί θεωρούνται ότι είναι Ιησουίτες με υπόληψι.
Η Εκπαίδευσις των Ιησουιτών
Η εκπαίδευσις επί μακρόν υπήρξε η ευνοούμενη σταδιοδρομία των Ιησουιτών. Περίπου τα δύο τρίτα του αριθμού των στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι είτε εκπαιδευταί σε Καθολικά γυμνάσια και κολλέγια ή εκπαιδεύονται για να γίνουν τέτοιοι.
Η προπαρασκευή για να γίνη κανείς Ιησουίτης συνήθως εχρειάζετο δεκαπέντε έτη εκπαιδεύσεως μετά το γυμνάσιο. Αλλά γενικά αυτό γίνεται σε λιγώτερα έτη, μολονότι οι ατομικές περιπτώσεις διαφέρουν. Και επί του παρόντος οι Ιησουίτες έχουν 220 κολλέγια σ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων είναι το περίφημο Πανεπιστήμιο της Τζωρτζτάουν στην Ουάσιγκτων D.C. και το Πανεπιστήμιο Φόρτχαμ στην πόλι της Νέας Υόρκης.
Σε ποιο σκοπό κατευθύνεται μια τέτοια εκπαίδευσις; Κατά τον Φούλτων Ι. Σην, που είναι μια Καθολική αυθεντία αλλ’ όχι Ιησουίτης, «οι Ιησουίτες εργάζονται για τη δόξα του Θεού, υπερασπίζονται τη Ρωμαιοκαθολική πίστι εναντίον των αιρέσεων, ασχολούνται σε ιεραποστολικό έργο και εκπαιδεύουν τους νέους.» Όπως κάνουν και άλλα Ρωμαιοκαθολικά θρησκευτικά τάγματα, οι Ιησουίτες ορκίζονται για αγνότητα, πτωχεία και υπακοή.
Εκπαίδευσις στην υπακοή επί μακρόν υπήρξε ένας κανών των Ιησουιτών. Ο Λογιόλα ενεστάλαζε στους ακολούθους του την αρχή της «τυφλής,» δηλαδή απόλυτης, αναντίρρητης υπακοής, λέγοντας: «Ο καθένας πρέπει να πείση τον εαυτό του ότι αυτοί που ζουν κάτω από υπακοή πρέπει ν’ αφήσουν τον εαυτό τους να φέρεται και να κυβερνάται από την Πρόνοια του Θεού μέσω των ανωτέρων τους σαν να ήταν ένα νεκρό σώμα που αφήνει τον εαυτό του να μεταφέρεται σε οποιαδήποτε διεύθυνσι και να το μεταχειρίζωνται με οποιονδήποτε τρόπο.»
Λόγω μιας τέτοιας εκπαιδεύσεως, οι Ιησουίτες ήσαν στο προσκήνιο όταν συνέβη να ονομάζη η θρησκευτική μισαλλοδοξία «αίρεσι» κάθε τι που διέφερε από τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Ενεστάλαζαν αυτή τη μισαλλοδοξία και σ’ άλλους. Επί παραδείγματι, έκαμαν έργον τους να εκπαιδεύσουν τον Φερδινάνδο Β΄ τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τόσο καλά ώστε αυτός ήταν αποφασισμένος να εξαλείψη τους καρπούς της Μεταρρυθμίσεως. Οι πράξεις του βοήθησαν να εκραγή ο Τριακονταετής Πόλεμος, μια σειρά συγκρούσεων μεταξύ των Ευρωπαίων Προτεσταντών και Καθολικών από το 1618 ως το 1648. Για τον Φερδινάνδο, η φωνή ενός Ιησουίτη ήταν η φωνή του Θεού. Έλεγε ότι θα ήθελε να κυβερνά μια έρημο παρά Προτεστάντες.
Οι «Νέοι» Ιησουίτες
Εν τούτοις, παρ’ όλη αυτή την εκπαίδευσι των Ιησουιτών στην υπακοή, αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό αρχίζει ν’ αποσυντίθεται. Δεν υπάρχει πια ένα είδος Ιησουιτών, που διακρατούν τις ίδιες απόψεις για την πλήρη υπακοή στην Εκκλησία.
Στην Αμερική, και αναμφιβόλως σε άλλες χώρες επίσης, θα μπορούσε να λεχθή ότι υπάρχουν βασικώς τρία είδη Ιησουιτών. Υπάρχουν οι παλαιότεροι συντηρητικοί, οι νεώτεροι ριζοσπάστες κι εκείνοι που βρίσκονται ενδιαμέσως. Αυτοί τόσο πολύ διαφέρουν, ώστε ένας απ’ αυτούς είπε ότι είναι τόσο αδύνατο να προσδιορίση κανείς έναν Ιησουίτη σήμερα όσο είναι να προσδιορίση έναν Ιουδαίο. Αυτό βοηθεί στο να εξηγήση κανείς γιατί προ ολίγων ετών οι Ιησουίτες είχαν επιπληχθή από τον Πάπα Παύλο, και ο αρχηγός των παραδέχθηκε ότι μερικοί απ αυτούς «είχαν προχωρήσει περισσότερο από ότι έπρεπε.»
Αυτές οι διαφορές είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί Ιησουίτες να μη είναι βέβαιοι για τον εαυτό τους και για την αποστολή τους στη ζωή. Ακόμη και ο σημερινός αρχηγός των, ο Αρρούπε, εδήλωσε: «Φοβούμαι ότι δυνατόν να έχωμε λίγα ή να μη έχωμε τίποτε να προσφέρωμε σ’ αυτόν τον κόσμο, λίγα να πούμε ή να κάνωμε που θα δικαιολογούσαν την ύπαρξί μας ως Ιησουιτών. Φοβούμαι ότι μπορεί να επαναλαμβάνωμε τις απαντήσεις της χθες στα προβλήματα της αύριον, να μιλούμε με τρόπο που οι άνθρωποι δεν εννοούν πια, να μιλούμε σε μια γλώσσα που δεν μιλεί στην καρδιά των ζωντανών ανθρώπων.»
Αλλ’ υπάρχει ένα πράγμα για το οποίον πολλοί νέοι Ιησουίτες είναι βέβαιοι: ότι αυτοί δεν θα έχουν τυφλή υπακοή σε μια σειρά κανόνων. Ο Τζων Λ’ Ερώ, χειροτονημένος Ιησουίτης ιερεύς το 1966, γράφει στο περιοδικό Ατλάντικ του Νοεμβρίου 1969: «Το ζήτημα της υπακοής ή ανυπακοής ποτέ δεν παρουσιάζεται» Εκείνο που φέρνει σε «πλήρη αμηχανία» τους ανωτέρους των λέγουν ότι είναι αυτό το πνεύμα της αδιαφορίας.
Ο Ιησουίτης Λ’ Ερώ επίσης εδήλωσε: «Ο νέος Αμερικανός Ιησουίτης ενεργεί σε συμφωνία με τη συνείδησή του και τους φίλους του· πώς θ’ αντιδράση ο ανώτερός του δεν είναι ζήτημα σπουδαίο γι’ αυτόν.» Γι’ αυτούς τους Ιησουίτες εδήλωσε: «Κατά κανόνα αυτοί είναι άνθρωποι που εξήτασαν κάθε υπάρχουσα εξουσία και την βρήκαν ελλιπή· και ταυτοχρόνως δεν βρήκαν κανένα υποκατάστατο γι’ αυτήν.» Τι δίλημμα!
Τυπική του αισθήματός των είναι η παρατήρησις που έγινε από ένα απ’ αυτούς για τις συστάσεις του Πάπα στους διαφωνούντας ιερείς και τις διαιρέσεις εντός της Εκκλησίας. Αυτός ο Ιησουίτης είπε: «Εκείνο που εννοεί ο Πάπας είναι ότι, για τον Θεό, θα έπρεπε μάλλον όλοι να υποχωρήσωμε στις σκέψεις ολίγων συντηρητικών Ρωμαίων καρδιναλίων. Εκείνο που αστοχεί να εκτιμήση είναι ότι η Εκκλησία του Χριστού εκτείνεται απλούστατα πιο πέρα από την ιεραρχική Εκκλησία, και αν πρέπη να εκλέξω τη μια ή την άλλη, φοβούμαι ότι η υποταγή μου θα είναι στον Χριστό.»
Αυτοί οι νέοι Ιησουίτες όχι μόνο μιλούν μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά και ενεργούν ανεξάρτητα. Έτσι, δυο από αυτούς αρνήθηκαν «το φίλημα ειρήνης» από τον Καρδινάλιο Κουκ όταν χειροτονήθηκαν ως Ιερείς, επειδή αυτός είναι ο Στρατιωτικός Τοποτηρητής των Ενόπλων Δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο ρόλος αυτός φάνηκε στους Ιησουίτες ασυμβίβαστος με την ιδιότητά του ως Καθολικού Επισκόπου.
Σαρανταπέντε Ισπανοί Ιησουίτες αρνήθηκαν να συναντηθούν με τον αρχηγό τους, τον Στρατηγό Αρρούπε, όταν αυτός επεσκέφθηκε την πόλι τους Βαρκελώνη. Γιατί; Επειδή είχε προηγουμένως μια συνέντευξι με τον Φράνκο, ο οποίος σύμφωνα μ’ αυτούς, αντιπροσωπεύει ένα καθεστώς που ισχυρίζεται ότι είναι Καθολικό, ενώ καταπατεί τις περισσότερες Χριστιανικές αρχές.»
Οι Παλαιότεροι Ιησουίτες Επίσης Θορυβώδεις
Οι νεώτεροι Ιησουίτες, κατά το πλείστον τριάντα ετών ή λιγώτερο, δεν είναι οι μόνοι που τώρα βλέπουν την Εκκλησία τους με μάτι επικριτικό. Μερικοί από τους παλαιοτέρους Ιησουίτες κάνουν το ίδιο επίσης, περιλαμβάνοντας ακόμη και μερικούς ηλικίας εξήντα ετών.
Ένας απ’ αυτούς είναι ο Καρλ Ράνερ, εξήντα πέντε ετών, που θεωρείται από μερικούς Ιησουίτες ότι είναι «ο μεγαλύτερος θεολόγος της εποχής.» Αυτός ο Γερμανός θεολόγος συνεχώς κάνει δηλώσεις με τις οποίες πολλοί συντηρητικοί Ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί διαφωνούν. Με αίσθημα χιούμορ υπερασπίζεται τις επικρίσεις του για την Εκκλησία του παρατηρώντας: «Δεν μπορείτε αιωνίως ν’ ακονίζετε ένα μαχαίρι πρέπει να κόβετε κάτι μια φορά κάθε τόσο.»
Ο Ράνερ πιστεύει ότι «οι Καθολικοί θεολόγοι θα έπρεπε να συλλογίζωνται πολύ περισσότερο παρά να ενεργούν με βάσι το γεγονός ότι στην εκκλησία και στη θεολογία της υπήρξε αξιόλογος πλάνη και ασφαλώς ακόμη υπάρχει σήμερα. Αυτά τα γεγονότα δεν μπορούν να παραμερισθούν. Αυτή η πλάνη . . . εγγίζει πολλές πλευρές της ζωής· και ζωτικώς θίγει τη συγκεκριμένη ζωή των Χριστιανών. Και αυτή η πλάνη, πολύ περισσότερο από όσο κανείς νομίζει, είναι επίσης συνδεδεμένη με αλήθεια και δόγματα της εκκλησίας.»
Ο Ιησουίτης Ράνερ κατηγορήθηκε ακόμη ότι αποκαλεί τον Ιησούν Χριστόν Κύριον και Σωτήρα, αλλά αρνείται να τον αποκαλέση Θεόν, καθώς κάνει η επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας. Επίσης αμφισβήτησε την τακτική του εορτασμού της Λειτουργίας τόσο συχνά, καθώς επίσης και την χρέωσι με διάφορες τιμές της μικρής, της μεγάλης και της επίσημης Λειτουργίας. Περαιτέρω εδήλωσε ότι οι Ρωμαιοκαθολικές θέσεις έναντι του γάμου και του διαζυγίου, του βαπτίσματος των νηπίων και της αγαμίας των κληρικών θα έπρεπε να συζητηθούν.
Εκτίμησις της Παπωσύνης από Ιησουίτη
Ενδιαφέροντα επίσης είναι όσα είπε ο ηλικίας 61 ετών Ιησουίτης Τζων Λ. Μακ Κένζι, καθηγητής της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ, για την εκκλησία του. Αρχίζει να ομολογή ότι «ο Ρωμαιοκαθολικισμός στέκεται σε ένα σημείο που δυνατόν να είναι το κρισιμώτερο σε ολόκληρη την ιστορία του,» και ότι «περνά μια κρίσι πίστεως.»
Αντίθετα με τα δόγματα της επίσημης Εκκλησίας, ο Ιησουίτης Μακ Κένζι λέγει ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός άρχισε κατά τον τέταρτον αιώνα «με τον προσηλυτισμό του Κωνσταντίνου.» Λέγει ότι «κατά την ακριβή έννοια, οι απόστολοι δεν άφησαν κανένα διάδοχον,» και ότι «δεν υπάρχει ιστορική απόδειξις για ολόκληρη την άλυσι διάδοχης της εκκλησιαστικής εξουσίας.» Σημειώνει ότι η εξουσία του πάπα δεν μπορεί να υποστηριχθή με ότι αναφέρεται στη Βίβλο για τη θέσι του Πέτρου.
Ο Μακ Κένζι προχωρώντας στον δέκατον αιώνα της ιστορίας του Καθολικισμού, λέγει ότι η Παπική Έδρα έλαβε πείραν μιας από τις σοβαρότερες ηθικές καταρρεύσεις της Ιστορίας της. Λέγει: «Η διαφθορά της παπικής αυλής κάτω από αναξίους άνδρες προσεγγίζει το απίστευτο. . . . οι τυχοδιώκτες και συμμορίτες που εξελέγοντο στην παπωσύνη δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον ν’ αποδείξουν πνευματική ηγεσία οποιουδήποτε είδους.»
Αφού εσημείωσε χονδρά λάθη άλλων παπών, περιγράφει την παπωσύνη και συγκρίνει την Κουρία προς το υπουργικό συμβούλιο μιας πολιτικής κυβερνήσεως. Εν τούτοις, δεν υπάρχει κανένα γραφείον θησαυροφυλακίου. Ο Μακ Κένζι αναφέρει ότι «αυτό το τμήμα της διοικητικής δομής του ποντίφηκος είναι καλά κρυμμένο. . . . Ούτε η πηγή των κεφαλαίων [τα οποία περιγράφει ως «τεράστια»] ούτε τα έξοδά των είναι γνωστά.» Γιατί όχι; Επειδή «ο Πάπας δεν είναι υπεύθυνος σε καμμιά ανθρώπινη εξουσία,» είτε για πνευματικές είτε για κοσμικές υποθέσεις.
Για Καρδιναλίους και Επισκόπους
Σχετικώς με το κολλέγιον των καρδιναλίων, το οποίον θα μπορούσε να εξομοιωθή προς μια γερουσία, ο Μακ Κένζι παρατηρεί: «Η ιστορία τον Κολλεγίου δείχνει ότι αυτό έχει εκτεθή σε πολιτικές επιρροές του πιο ολεθρίου είδους.» Μερικές από τις εκλογές των για ένα νέον πάπα είχαν ως αποτέλεσμα αποφάσεις που «δεν μπορούν να εξηγηθούν.»
Αυτός ο Ιησουίτης επίσης σημειώνει ότι άνω του ημίσεος του αριθμού των καρδιναλίων στην Εκκλησία είναι Ιταλοί, αλλά η Ιταλία δεν είναι το ήμισυ της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.» Αυτό υποδηλοί ότι οι διορισμοί των καρδιναλίων δεν γίνονται πραγματικά με βάσι τα πνευματικά προσόντα. Τότε με ποια βάσι; Απαντά: «Κανονικά ο διορισμός σημαίνει ότι ο καρδινάλιος έχει προσωπικούς φίλους και επιρροές σε υψηλές θέσεις στη Ρώμη. Συχνότερα μάλλον αυτό σημαίνει προσωπική φιλία με τον Πάπα.»
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντος για τους πληροφορημένους σπουδαστάς της Βίβλου είναι η δήλωσις του Μακ Κένζι ότι «επίσκοποι, ως η εκκλησία ιστορικώς τους εγνώρισε, δεν εμφανίζονται στην Καινή Διαθήκη. . . . Οι εκκλησίες δεν εμφανίζονται με την υπέρτατη τοπική εξουσία περιβεβλημένη σ’ ένα μόνο άτομο.» Αυτό ωδήγησε φιλόδοξους άνδρες να χρησιμοποιούν ασυνείδητη τακτική για να επιτύχουν αυτή την εξουσία. Ο Ιησουίτης λέγει: «Θα έπρεπε να λεχθή ειλικρινά ότι η φιλοδοξία των κληρικών υπήρξεν επί μακρόν και είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Ρωμαιοκαθολικισμού.»
Άλλες Παρατηρήσεις
Περαιτέρω, αυτός ο θεολόγος ορθά σημειώνει ότι «το ιερατείον, όπως εμείς το γνωρίζομε, δεν εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη. Παρατηρεί ότι η Βίβλος δεν υποστηρίζει το είδος της διακρίσεως κληρικών-λαϊκών που παρατηρείται στον Ρωμαιοκαθολικισμό.
Ούτε μπορεί η αναγκαστική αγαμία να βρη υποστήριξι στον Λόγο του Θεού. Ο Μακ Κένζι διακηρύττει: «Πρέπει ν’ αναγνωρισθή ότι η αγαμία δεν συνιστάται παρά ως δικαίωμα εκλογής στην Καινή Διαθήκη. . . . Σε χώρες όπου πολλοί [ιερείς] δεν διάγουν εν αγαμία, ο θεσμός της αγαμίας μπορεί να φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά καθαρή, απέραντη υποκρισία. Είναι δύσκολο να σκεφθή κανείς ότι διαφυλάττεται κάτι που αξίζει με ένα τέτοιον θεσμό.» Επίσης σημειώνει ότι «μερικοί βρίσκουν τη δυνατότητα μεγάλου σκανδάλου στη μοιχεία και το διαζύγιο των κληρικών· για λόγους που δεν είναι εύκολο να βεβαιωθούν, αυτοί δεν βλέπουν το ίδιο σκάνδαλο στην παλλακεία των κληρικών.»
Σχετικώς με άλλες διδασκαλίες της Εκκλησίας, λέγει: «Στην ανάλυσι της μακράς διαρκείας της πρέπει κανείς να πη ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία είχε μια μάλλον κακή θεολογία παρά καλή.» Ένα παράδειγμα τούτου που δίνει είναι ο νηπιοβαπτισμός. Όχι μόνον η Καινή Διαθήκη, αλλά και οι μαρτυρίες των αυθεντιών της αρχαίας εκκλησίας «προϋποθέτουν ενηλίκους υποψηφίους» για το βάπτισμα, όχι βρέφη. Η χρήσις του άρτου μόνον κατά τη Λειτουργία είναι επίσης αντιγραφική: «Κανένας Ρωμαίος Θεολόγος δεν μπορεί ν’ αρνηθή ότι η λήψις και των δύο ειδών [του άρτου και του οίνου] είναι το αρχικό χαρακτηριστικό.»
Κατά τη θεωρία της Εκκλησίας, λέγει ο Ιησουίτης Μακ Κένζι, ‘ένας άνθρωπος δεν είναι περισσότερο καταδικασμένος για την κόλασι λόγω φόνου από ότι είναι διότι απουσίασε από την Κυριακάτικη Λειτουργία.’ Και σχετικά με αυτό σημειώνει ότι ένας άλλος Καθολικός έγραψε ότι η Εκκλησία θα ήταν «πολύ περισσότερο ανήσυχη αν οι ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών έρριχναν στη Χιροσίμα φυλλάδια και εφευρήματα αντισυλληπτικά παρ’ ότι ήταν όταν οι ίδιες Η.Π. έρριξαν μια βόμβα που αφήρεσε 70.000 ανθρώπινες ζωές.»
Έτσι, όταν οι Ιησουίτες, ‘οι εκλεκτοί’ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εκφράζονται με τέτοιους τρόπους, είναι ν’ απορή κανείς ότι υπάρχει κρίσις μεταξύ των Καθολικών; Σ’ εκείνους που μελετούν τις Γραφές των, αυτό ανακαλεί στη μνήμη τους λόγους του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε ότι «και αν οικία διαιρεθή καθ’ εαυτής, η οικία εκείνη δεν δύναται να σταθή.» (Μάρκ. 3:25) Εφόσον ο Ιεχωβά Θεός προειδοποίησε ότι θα σείση κάθε τι ώστε μόνον ότι βασίζεται επάνω σε στερεό θεμέλιο θα παραμείνη, που θα έπρεπε να λάβωμε τη θέσι μας; Ο Λόγος του μας λέγει ότι μόνον η βασιλεία του Θεού, η δίκαιη κυβέρνησίς του δια του Υιού του, θ’ αποδειχθή διαρκής. Για την αιώνια ευημερία σας, λάβετε τη στάσι σας τώρα μαζί μ’ εκείνους που με νομιμοφροσύνη υποστηρίζουν και αναγγέλλουν αυτή τη Βασιλεία.—Αγγ. 2:6, 7· Εβρ. 12:26, 27.