Εμμείναμε στις Πεποιθήσεις Μας
Υπάρχουν πεποιθήσεις τις οποίες θα θέτατε πάνω από τη διατήρησι της ζωής σας ή της ζωής των προσφιλών σας; Οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν τέτοιες πεποιθήσεις, αρνούμενοι να προσφέρουν λατρεία στους Ρωμαίους αυτοκράτορες, μολονότι αυτό εσήμαινε το ρίψιμό τους στα άγρια ζώα στις αρένες. Οι Χριστιανοί σήμερα επίσης, τηρούν τους νόμους του Θεού ακόμη και αν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουν θάνατο, όπως δείχνει η επόμενη αφήγησις.
ΟΤΑΝ ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι ήμουν έγκυος, έχασα όλη τη χαρά της αναμενόμενης μητρότητος από τον επίμονο και αδυσώπητο φόβο ότι η νέα ζωή που θα έφερνα στον κόσμο θα πέθαινε λίγους μήνες μετά τη γέννησι. Αλλά γιατί είχα μια τέτοια φρικτή ανησυχία;
Πριν από τέσσερα χρόνια, είχα γεννήσει ένα όμορφο κοριτσάκι που το ωνομάσαμε Λίζα. Αλλά ξαφνικά, χωρίς καμμιά εκ των προτέρων προειδοποίησι, αρρώστησε βαριά και πέθανε μέσα σε δύο μήνες μετά τη γέννησί της. Η αιτία του θανάτου της ήταν μια ασυνήθιστη ασθένεια του αίματος που ονομάζεται Αμεγακαρυοκυτταρική θρομβοκυττοπενία Πορφύρα—η ανικανότης παραγωγής αιμοπεταλίων.
Η αβεβαιότης του πώς ή γιατί η Λίζα επλήγη απ’ αυτή την ασθένεια με βασάνιζε. Στο επόμενο παιδί που γέννησα, τον Άνταμ, στενοχωριόμουν και είχα μερικές ανησυχίες, αλλά ανακουφίσθηκα όταν δεν έδειξε καμμιά ένδειξι διαταραχής. Αλλ’ αυτή τη φορά η είδησις της εγκυμοσύνης μου μού προξένησε μια τρομακτική αίσθησι φόβου, επειδή άρχισα να φαντάζωμαι ότι αυτή η σπάνια ασθένεια είχε ένα παράξενο κύκλο κι έπληττε κάθε δεύτερο παιδί. Το πρώτο μας παιδί, ο Ντάνα, που γεννήθηκε δύο χρόνια πριν από τη Λίζα, είναι τελείως υγιές.
Ο σύζυγός μου, ο Γκάρυ, προσπάθησε να καθησυχάση τις αρνητικές σκέψεις μου. «Τζαν, μπορεί να μην είναι κληρονομικό,» ισχυριζόταν. «Ίσως κάποιο φάρμακο δημιούργησε το πρόβλημα· έχεις διαβάσει άρθρα που λέγουν πώς μερικά φάρμακα, όπως υποπτεύονται οι γιατροί, προκαλούν διαταραχές στο αίμα των βρεφών. Αυτή τη φορά δεν έχεις πάρει τίποτε, ούτε ασπιρίνη.»
Τελικά, νωρίς το πρωί της Πέμπτης, στις 23 Ιουνίου 1977, άρχισαν οι προειδοποιητικοί πόνοι που έδειχναν ότι πλησίαζε ο τοκετός. Ήταν 1:35 μ.μ. όταν το μωρό μας—ένα αγόρι—έκανε την πρόωρη εμφάνισί του στον οικογενειακό μας κύκλο. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ΛεΜπουαγιέ του φυσικού τοκετού, ο γιατρός το έβαλε απαλά πάνω στο στομάχι μου. Μετά από λίγο ο Γκάρυ έκοψε τον ομφάλιο λώρο, και μετά ο γιατρός έβαλε το βρέφος μέσα σε μια λεκάνη με νερό που είχε σχεδόν τη θερμοκρασία του σώματος. Αγκαλιασμένοι, κοιτάξαμε το γιο μας, τον Μπράιαν, που εν μέρει έπλεε στο νερό καθώς τον ξέπλεναν απαλά. Όλα αυτά είναι τόσο απίστευτα, σκεπτόμαστε, καθώς παρατηρούσαμε το μικρό μας.
Άσχημα Νέα
Στις 3:30 το άλλο πρωί, καθώς η μητέρα μου περιποιόταν τον Μπράιαν και τον σπαργάνωνε, παρατήρησα τις γνωστές και τρομακτικές κοκκινίλες στην περιοχή του βουβώνος. Κοίταξα πιο προσεκτικά, συγκεντρώνοντας την προσοχή μου σ’ αυτό που έβλεπα. Κατόπιν με κατέλαβε ένα αίσθημα καταπτώσεως. Ολόκληρο το σώμα μου εξασθένησε και τα πόδια μου έτρεμαν. «Ω, όχι, όχι πάλι!» Φώναξα. Γρήγορα ξύπνησα τον Γκάρυ και του το είπα.
Αργότερα, εκείνο το πρωί, ο γιατρός, εξοικειωμένος με την περίπτωσι της κόρης μας, υπελόγισε τα αιμοπετάλια του Μπράιαν. Σε λίγα λεπτά μας είπε εκείνο που φοβόμαστε πάρα πολύ: «Ο Μπράιαν έχει εκείνο που είχε και η Λίζα.» Μας συμβούλευσε να τον μεταφέρωμε στο νοσοκομείο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Συντετριμμένοι από τη θλίψι και τον φόβο φύγαμε από το γραφείο του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, αρχίσαμε με απόγνωσι να τηλεφωνούμε σε διαφόρους γιατρούς, αρχίζοντας με το γιατρό που είχε νοσηλεύσει τη Λίζα, αλλά ο οποίος, όπως μάθαμε τώρα, είχε μετακομίσει στο Ουισκόνσιν. Αφού οι τηλεφωνικές μας κλήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, μεταφέραμε τον Μπράιαν σ’ ένα εξαιρετικά ανεγνωρισμένο πανεπιστημιακό νοσοκομείο στη δυτική πλευρά του Λος Άντζελες. Καθώς εξηγούσαμε όλα τα σχετικά με την ασθένεια της κόρης μας και τώρα του γιου μας, μίλησε ένας από τους νοσηλεύοντες γιατρούς. Είπε ότι ο Μπράιαν, μόλις έμπαινε στο νοσοκομείο, έπρεπε αμέσως να κάνη μετάγγισι αίματος. Ατενίζοντας τον Γκάρυ, είπα, ανυπόμονα «καλύτερα να φύγωμε.» Επιστρέφοντας με το αυτοκίνητο στο σπίτι, αισθανόμασταν απελπισμένοι και διανοητικώς εξαντλημένοι.
Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν φθάσαμε στο σπίτι. Οι γονείς μου, οι οποίοι φρόντιζαν τα παιδιά όσο λείπαμε, είπαν ότι, ένας γιατρός από ένα νοσοκομείο της Κομητείας του Όραντζ είχε τηλεφωνήσει και ήθελε να μας μιλήση και να δη τον Μπράιαν. Η πληροφορία και μόνο του τηλεφωνήματος μας έδωσε μια σπίθα ενθαρρύνσεως.
Μόλις φάνηκε το κτίριο του νοσοκομείου το άλλο πρωί, παρατήρησα ότι ήταν καινούριο και σύγχρονο και αυτό μου έδωσε εμπιστοσύνη και ήλπισα ότι ίσως κάτι θα μπορούσε να γίνη. Ένας γιατρός μας χαιρέτησε και, μετά από μια σύντομη συνομιλία, ο Μπράιαν μετεφέρθη σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο Τμήμα Παιδιατρικής. Τοποθετήθηκε σε μια θερμοκοιτίδα. Του προσέφεραν ιατρική περίθαλψι και τον παρακολουθούσαν επί πέντε περίπου ημέρες. Αλλά επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο, απεφάσισαν να μας επιτρέψουν να τον πάρωμε.
Μολονότι είχε εκδοθή δικαστική εντολή να πάρουν τον Μπράιαν από μας και να του βάλουν αίμα, ήταν σαφές ότι το αίμα δεν θα του προσέφερε καμμιά βοήθεια. Μας είπαν ότι λίγοι έχουν επιζήσει απ’ αυτή την ασθένεια. Η πρόγνωσις ήταν: Ο Μπράιαν πιθανώς θα πέθαινε μέσα σ’ έξη μήνες. Ο αριθμός των αιμοπεταλίων του ήταν μόνο 4.000 ανά κυβικό χιλιοστόμετρο· ο φυσιολογικός αριθμός είναι 200.000 έως 400.000 χιλιάδες ανά κυβικό χιλιοστόμετρο. Ένα φτάρνισμα ή και το κλάμα ακόμη θα μπορούσε να τον οδηγήση σε αιμορραγία μέχρι θανάτου.
Λίγο προτού πάρωμε τον Μπράιαν από το νοσοκομείο, άρχισε να αιμορραγή από τον γαστρεντερικό του σωλήνα. Τρομαγμένοι, οι γιατροί τον κράτησαν για περαιτέρω παρακολούθησι και θεραπεία. Επειδή δεν υπήρχε χώρος για να μείνω κι εγώ στο νοσοκομείο, έπρεπε πάντοτε να βεβαιώνωμαι ότι κοιμήθηκε προτού φύγω για το σπίτι. Οι νοσοκόμες ήσαν πολύ καλές. Τον φρόντιζαν θαυμάσια· μου επέτρεψαν μάλιστα να τον μεταφέρω σ’ ένα άλλο δωμάτιο, έτσι ώστε να μπορώ να τον κοιμίζω κάθε βράδυ πριν φύγω.
Μια Άλλη Τραγωδία
Η Τρίτη, 19η Ιουλίου, άρχισε όπως κάθε φυσιολογική εργάσιμη ημέρα. Ο Μπράιαν ήταν τώρα στο σπίτι. Ο Γκάρυ έφυγε νωρίς για την εργασία του. Κατόπιν, στις 4 μ.μ. έλαβα ένα τηλεφώνημα. «Ο Γκάρυ έπαθε ένα δυστύχημα,» άρχισε να λέγη η φωνή, «Αλλά μην ταράζεσθε! Έσπασε το πόδι του. Καλύτερα να βιασθήτε να έλθετε στον θάλαμο εντατικής παρακολουθήσεως!»
Μόλις πέρασα τις μεγάλες συρόμενες πόρτες του θαλάμου εντατικής παρακολουθήσεως, είπα στη γραμματέα ποια ήμουν και ρώτησα για την κατάστασι του Γκάρυ. Μια δυνατή κραυγή ακούσθηκε, την οποία ακολούθησε μια άλλη, και κατόπιν μια άλλη. Η καρδιά μου σχεδόν σταμάτησε. «Ο σύζυγός μου ήταν;» ρώτησα. «Ναι,» απάντησε η γυναίκα.
«Πόσο σοβαρά είναι;» ρώτησα.
«Πολύ σοβαρά,» απάντησε ήρεμα. Έμαθα ότι είχε μια σοβαρή εκδορά στο κεφάλι, εσωτερική αιμορραγία και πολλαπλά κατάγματα.
«Έχει ανάγκη μεταγγίσεως αίματος· αλλιώς, θα πεθάνη,» είπε ο νοσηλεύων γιατρός. Προς στιγμήν ζαλίστηκα μ’ αυτά τα νέα και δεν μπορούσα ν’ απαντήσω. Τότε με κατέλαβε και πάλι το γνωστό αίσθημα καταπτώσεως. Καταπολεμώντας την παρόρμησι ν’ αρχίσω να πανικοβάλλωμαι, είπα στον γιατρό, «Όχι αίμα.» Εκείνος διαμαρτυρήθηκε. Είπα πάλι, «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, όχι αίμα.» Εκείνος σήκωσε τους ώμους του, στράφηκε και άρχισε ν’ απομακρύνεται.
«Μπορώ να δω τον Γκάρυ;» παρακάλεσα.
«Όχι, δεν μπορείτε,» απάντησε.
«Κοιτάξτε,» είπα, «έχω χάσει μια κόρη. Πρόκειται σε λίγο καιρό να χάσω και τον γιο μου. Νομίζω ότι θα μπορούσα να δω τον σύζυγό μου!» Εκείνος συμφώνησε.
Ο Γκάρυ βρισκόταν πάνω σ’ ένα τραπέζι κάτω από τα ζωηρά φώτα του χειρουργείου. Για λίγα απίστευτα δευτερόλεπτα, στεκόμουν δίπλα του, εμβρόντητη. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα φορώντας μόνο το εσώρουχό του. Το αριστερό του πόδι ήταν κομμένο σε δύο μέρη, κάτω από το γόνατο και πάνω απ’ αυτό. Το πρόσωπό του ήταν άσχημα πρησμένο και βρώμικο. Μια βαθειά πληγή φαινόταν στη ράχη της μύτης του, η οποία προφανώς είχε δημιουργηθή από τα γυαλιά του ηλίου που έγδαραν τη σάρκα όταν το πρόσωπό του χτύπησε στο πεζοδρόμιο. Και υπήρχε μια βαθειά, ανοικτή οπή στην κορυφή του κεφαλιού του, από την οποία εφαίνετο ένα ροδόχρουν στρώμα ιστού δίπλα στο κρανίο.
Κοιτάζοντας τον γιατρό, διέκρινα ότι ήταν τρομαγμένος. Είπε ότι επρόκειτο να μεταφέρουν τον Γκάρυ με ελικόπτερο στο Ιατρικό Κέντρο U.S.C. της Κομητείας στην ανατολική πλευρά του Λος Άντζελες. Οι διευθετήσεις είχαν γίνει. Συγκρατώντας τους ιλίγγους μου, επιβιβάσθηκα στο μεγάλο, στρατιωτικού τύπου, αεροσκάφος μαζί με τον Γκάρυ. Η πτήσις διήρκεσε μόνο πέντε λεπτά. Ο Γκάρυ κατόπιν μεταφέρθηκε με φορείο σ’ ένα τμήμα όπου νοσηλεύοντο και άλλα θύματα δυστυχήματος.
Η μεγαλύτερη ανησυχία ήταν αν ο Γκάρυ είχε κόψει καμμιά εσωτερική αρτηρία. Αν συνέβαινε αυτό, θα αιμορραγούσε μέχρι θανάτου. Έγινε μια διαγνωστική εξέτασι για να δουν αν συνέβαινε αυτό ή όχι. Τελικά, ένας από τους γιατρούς ανήγγειλε ότι δεν βρήκε καμμιά σπασμένη αρτηρία, και ότι τα πράγματα εφαίνοντο καλά. Οι ζωτικές του ενδείξεις—η συχνότης και ο ρυθμός της καρδιάς, η πίεσις του αίματος και η θερμοκρασία—είχαν σταθεροποιηθή, μολονότι ο αιματοκρίτης του (το όριο των κυττάρων στο κυκλοφορούν αίμα) είχε κατέβη σε 25· το φυσιολογικό κυμαίνεται από 40 ως 65.
Στις 11:30 περίπου το άλλο πρωί ο Γκάρυ μεταφέρθηκε στο νευροχειρουργείο. Ο χειρουργός εξήγησε τι είχε γίνει: Έρραψαν την πληγή στο κεφάλι του Γκάρυ, καθάρισαν τα σωματίδια ακαθαρσίας και άλλων υλών του πεζοδρομίου που είχαν επικαθίσει στις ανοιχτές πληγές του ποδιού του, τοποθέτησαν τρία ανοξείδωτα καρφιά για να υποστηρίξουν την έλξι, και κατόπιν έρραψαν το δέρμα. Μετά απ’ αυτό, έβαλαν το πόδι του σε γύψο και το κρέμασαν.
Μια Συναισθηματικώς Εξαντλητική Κρίσις
Την Παρασκευή, 22 Ιουλίου, άφησα τον Γκάρυ αφού είχα μείνει, στο πλευρό του όλη την ημέρα. Η κατάστασίς του ήταν περίπου η ίδια—σταθερή, αλλά πολύ σοβαρή. Βάζοντας για ύπνο τον Ντάνα, τον Άνταμ και τον Μπράιαν πήγα να κοιμηθώ στις 12:30 μ.μ. περίπου. Λίγα λεπτά μόνο αργότερα, με ξύπνησε το παγερό κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο σφιγμός μου έτρεχε υπερβολικά, καθώς πετάχτηκα από το κρεββάτι. Σήκωσα το ακουστικό και, άκουσα την ουδέτερη φωνή ενός γιατρού να μου λέη ότι η κατάστασις του Γκάρυ είχε χειροτερέψει και ότι δεν θα μπορούσε να βγάλη τη νύχτα. «Ω, όχι!» φώναξα, εμβρόντητη. Το ίδιο αίσθημα καταπτώσεως με κατέλαβε πάλι.
Η διαδρομή προς το νοσοκομείο με μερικούς φίλους διήρκεσε 30 λεπτά. Αισθανόμουν έντονες πιέσεις μέσα μου. Αν έδιναν αίμα στον Γκάρυ μπορεί να επιζούσε· αν όχι, θα πέθαινε—φαινόταν τόσο απλό. Γιατί, να πεθάνη και να με αφήση μόνη μου χωρίς ελπίδα με τρία παιδιά; Γιατί; Καταλαβαίνω ότι μπορεί να είναι δύσκολο για μερικούς να το καταλάβουν αυτό. Αλλά για μένα ο νόμος του Θεού σχετικά με το αίμα είναι πολύ σαφής. «Αίμα . . . δεν θέλετε φάγει,» είπε ο Θεός στον Νώε και στους απογόνους του. (Γεν. 9:4) Και για να δείξη ότι αυτός ο νόμος εφαρμόζετο ακόμη και στους Χριστιανούς, το πρώτο Χριστιανικό εκκλησιαστικό συμβούλιο στην Ιερουσαλήμ παρήγγειλε: «Διότι, εφάνη εύλογον εις το άγιον πνεύμα και εις ημάς να μη επιβάλλομεν εις εσάς μηδέν πλειότερον βάρος εκτός των αναγκαίων τούτων, να απέχητε από ειδωλοθύτων και αίματος και πνικτού και πορνείας.»—Πράξ. 15:28, 29.
Όταν φθάσαμε στο νοσοκομείο, έτρεξα στο δωμάτιο του Γκάρυ. Πλησιάζοντας το κρεββάτι του, είδα μια μάσκα οξυγόνου να καλύπτη τη μύτη του και το στόμα του. Ήταν πολύ χλωμός και εξασθενημένος λόγω της μειωμένης ποσότητος αίματος. Η αναπνοή του ήταν άστατη και η φωνή του πολύ εξασθενημένη και αδύνατη. Επάνω του κρέμονταν δύο μποτίλιες ορού που περιέχουν άλατα και νερό και άλλες θρεπτικές ουσίες ικανές ν’ αντικαταστήσουν τα υγρά του σώματος. Οι καθαροί σωλήνες κατευθύνονταν προς το κρεββάτι και προς τα δύο αντιβράχια όπου ήσαν στερεωμένοι με ασφάλεια. Προσπάθησε να πη μερικές λέξεις, και κατόπιν έκλεισε τα μάτια του.
Ζήτημα Ακεραιότητος
Ρώτησα: «Γκάρυ, είσαι βέβαιος ότι αυτό είναι εκείνο που θέλεις;» Ήθελα να γνωρίζω αν η διανοητική του κατάστασις ήταν αρκετά καλή ώστε να γνωρίζη τι ήθελε. Εκείνος απάντησε, «Αυτό είναι το μόνο που πρέπει να κάνωμε Τζαν . . . το μόνο που έχομε.» Μολονότι ήμουν συντετριμμένη, από τη θλίψι, η καθαρή συνεπής απάντησίς του μου έδωσε ανανεωμένη δύναμι. Δεν έδειχνε να νοιάζεται που θα πέθαινε, αλλά ήταν θετικός, προσέχοντας να μην παραβιάση τον νόμο του Ιεχωβά για το αίμα.
Ένας από τους νοσηλεύοντες γιατρούς πλησίασε τον Γκάρυ. Μίλησε μ’ έναν συμπαθητικό τόνο φωνής, λέγοντας: «Γκάρυ, πεθαίνεις. Τι είναι εκείνο που σε κάνει να σκέπτεσαι ότι έχεις δίκιο, όταν καμμιά άλλη θρησκεία στον κόσμο δεν πιστεύει αυτά που πιστεύεις εσύ; Δεν μπορούν όλες να σφάλλουν. Πρέπει να έχουν δίκαιο. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αν δεχθής αίμα, ο Θεός θα σε συγχωρέση.»
Συγκεντρώνοντας τα τελευταία αποθέματα δυνάμεως που είχε ο Γκάρυ μίλησε. «Η πλειονότης δεν έχει πάντα δίκαιο,» είπε εμφατικά, «θυμάσθε τον Ηλία της Αγίας Γραφής;» συνέχισε. «Ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ απομακρύνθηκε από τον Θεό. Δεν είχαν δίκαιο. Μόνο ένας άνθρωπος, ο Ηλίας, ο οποίος νόμιζε ότι ήταν μόνος, μολονότι υπήρχαν κι άλλοι που ήσαν πιστοί, γνώριζε ότι είχε δίκαιο.»
Εξαντλημένος, ο Γκάρυ τελείωσε. Αδύναμα στράφηκε προς τον γιατρό, ακούμπησε τη σφιγμένη γροθιά του στο χέρι του και είπε: «Θα σε δω το πρωί.»
Ο Γκάρυ αιμορραγούσε εσωτερικά. Για ν’ αναχαιτισθή η αιμορραγία, προσέθεσαν βιταμίνη Κ στις μποτίλιες του ορού. Στο τέλος, τις πολύ πρωινές ώρες, οι ζωτικές του ενδείξεις σταθεροποιήθηκαν. Μόλις και μετά βίας διατηρήθηκε στη ζωή, έχοντας μόνο το ένα τέταρτο της ποσότητος του αίματός του. Κάθισα εκεί δίπλα στο κρεββάτι του Γκάρυ για πολλή ώρα, ζαλισμένη και φοβισμένη. Μίλησα στον Ιεχωβά με προσευχή όπως θα μπορούσε να μιλήση κανείς σ’ έναν στοργικό πατέρα. Πόση ώρα ήμουν απορροφημένη στην προσευχή και σε προσωπικές σκέψεις, δεν ξέρω. Αλλά φαίνεται ότι ήμουν σ’ αυτή τη θέσι όλο το πρωί μέχρις ότου με διέκοψε η νοσοκόμα που μπήκε για να κάνη τη συνηθισμένη της εξέτασι.