Η Άποψις της Βίβλου
Πόσο Απόλυτος Οδηγός Είναι η Γνώσις;
Η ΓΝΩΣΙΣ είναι αναγκαία για να μπορή κανείς να παίρνη σοφές αποφάσεις στη ζωή του. Η έλλειψις γνώσεως, από την άλλη πλευρά, μπορεί να έχη ως αποτέλεσμα να σπαταλάμε χρόνο, δυνάμεις και κεφάλαια. Αυτό αληθεύει ακόμη και για απλά πράγματα. Παραδείγματος χάρι, ο σοφός Βασιλιάς Σολομών παρατήρησε: «Εάν ο σίδηρος αμβλυνθή και δεν ακονίση τις την κόψιν αυτού, πρέπει να προσθέση δύναμιν· η σοφία δε [που βασίζεται σε γνώσι] είναι ωφέλιμος προς διεύθυνσιν.»—Εκκλ. 10:10.
Εν τούτοις, η ίδια η γνώσις για ωρισμένα ζητήματα μπορεί να μην αποτελή ασφαλή οδηγό. Χρειάζεται και κάτι ακόμη. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Το να ενεργούμε απλώς σύμφωνα με ό,τι εμείς προσωπικά γνωρίζομε ότι είναι αληθινό, θα μπορούσε να οδηγήση σε σοβαρά προβλήματα.
Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος το διεσαφήνισε αυτό στην επιστολή που έγραψε προς τους Κορινθίους. Όταν εξέταζε το ζήτημα των ‘ειδωλοθύτων,’ έγραψε: «Εξεύρομεν ότι πάντες έχομεν γνώσιν, η γνώσις όμως φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί. Και εάν τις νομίζη ότι εξεύρει τι, δεν έμαθεν έτι ουδέν καθώς πρέπει να μάθη.»—1 Κορ. 8:1, 2.
Οι Χριστιανοί στην Κόρινθο γνώριζαν ότι υπήρχε μόνο ένας Θεός, ο Ιεχωβά, κι’ ένας Κύριος, ο Ιησούς Χριστός. Γνώριζαν ότι οι πολλοί θεοί και κύριοι που λάτρευαν τα έθνη, στην πραγματικότητα, δεν υπήρχαν. Τα είδωλα ήσαν απλώς αντικείμενα από ξύλο, πέτρα ή μέταλλο που δεν είχαν καμμιά δύναμι. Με βάσι αυτή τη γνώσι, ωρισμένα μέλη της εκκλησίας της Κορίνθου μπορεί να είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν πείραζε να φάνε τροφές που είχαν προηγουμένως προσφερθή στα είδωλα. Αυτοί οι πιστοί είχαν δίκαιο όταν συμπέραναν πως αυτές οι τροφές δεν διέφεραν καθόλου από οποιεσδήποτε άλλες τροφές. Τα άψυχα, αδύναμα είδωλα δεν είχαν επιφέρει καμμιά αλλαγή στην τροφή, ούτε μπορούσαν να την πάρουν.
Αλλά μήπως αυτή η ιδιαίτερη γνώσις σχετικά με τη μηδαμινότητα των ειδώλων αποτελούσε σαφή οδηγό για τον καθορισμό του αν ήταν κατάλληλο να φάη κανείς από τις τροφές που είχαν προσφερθή στα είδωλα; Όχι, Γιατί; Ο απόστολος εξήγησε: «Δεν είναι εις πάντας η γνώσις αύτη· τινές δε δια την συνείδησιν του ειδώλου έως σήμερον τρώγουσι το ειδωλόθυτον ως ειδωλόθυτον, και η συνείδησις αυτών ασθενής ούσα μολύνεται.»—1 Κορ. 8:7.
Μερικοί από τους πιστούς στην Κόρινθο, επειδή ήσαν ειδωλολάτρες στο παρελθόν, δεν είχαν προοδεύσει μέχρι το σημείο ν’ απαλλαγούν από τα θρησκευτικά αισθήματα που συνώδευαν την από μέρους τους βρώσι τροφών που είχαν προσφερθή στα είδωλα. Έτσι, πίστευαν ότι ήταν εσφαλμένο να φάνε αυτές τις τροφές, και σε μια τέτοια περίπτωσι θα ήταν πράγματι εσφαλμένο. Η ασθενής τους συνείδησις δεν τους επέτρεπε να θεωρούν τις τροφές που είχαν προσφερθή στα είδωλα σαν τις άλλες τροφές. Η Αγία Γραφή δηλώνει: «Όστις όμως αμφιβάλλει, κατακρίνεται, εάν φάγη, διότι δεν τρώγει εκ πίστεως· και παν ό,τι δεν γίνεται εκ πίστεως, είναι αμαρτία.»—Ρωμ. 14:23.
Αν αυτοί οι πιστοί έβλεπαν κάποιον άλλο Χριστιανό να τρώη τροφή που είχε προσφερθή στα είδωλα, θα ενοχλούνταν πολύ. Ίσως κατέληγαν μάλιστα στο συμπέρασμα ότι αυτός ο Χριστιανός, στην πραγματικότητα, λάτρευε κάποιο είδωλο. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να σκανδαλισθούν, να προσβληθούν απ’ αυτό που πίστευαν ότι αποτελούσε σοβαρή αδικοπραγία από μέρους κάποιου αδελφού τους. Ή, ίσως επηρεάζονταν και άρχιζαν να τρώνε κρέας που είχε προσφερθή στα είδωλα κι’ έτσι παγιδεύονταν και υιοθετούσαν τη στάσι λατρείας που είχαν στο παρελθόν, όταν ήσαν ακόμη ειδωλολάτρες.
Έτσι, ο Χριστιανός που ενεργούσε απλώς σύμφωνα με ό,τι γνώριζε ότι ήταν αλήθεια σχετικά με τα είδωλα και τις τροφές που προσφέρονταν στα είδωλα, θα γινόταν υπεύθυνος για την πνευματική καταστροφή που θα συνέβαινε στον αδελφό του. Τονίζοντας το σημείο αυτό, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Προσέχετε μήπως αύτη η εξουσία σας γείνη πρόσκομμα εις τους ασθενείς. Διότι εάν τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσιν, ότι κάθησαι εις τράπεζαν εντός ναού ειδώλων, δεν θέλει ενθαρρυνθή η συνείδησις αυτού, ασθενούς όντος, εις το να τρώγει τα ειδωλόθυτα; Και δια την γνώσιν σου θέλει απολεσθή ο ασθενής αδελφός, δια τον οποίον ο Χριστός απέθανε.»—1 Κορ. 8:9-11.
Εκείνος που δεν λαμβάνει υπ’ όψι του τις ασθενείς συνειδήσεις των άλλων είναι, στην πραγματικότητα, φυσιωμένος με τη γνώσι του. Έχει την τάσι να υποβλέπη τους άλλους σαν υπερβολικά σχολαστικούς και, ωστόσο, δεν αναγνωρίζει ότι γι’ αυτούς που έχουν ασθενή συνείδησι μια ωρισμένη πορεία ενεργείας θα ήταν πνευματικά καταστρεπτική. Έτσι, η γνώσις του και μόνο δεν αποδεικνύεται ασφαλής οδηγός, επειδή αδιαφορεί για τη βλαβερή επίδρασι που μπορεί να έχη η πορεία του στους άλλους. Η γνώσις είναι απόλυτος οδηγός μόνο όταν η αγάπη διέπη την εφαρμογή της γνώσεως. Όταν λείπη η αγάπη, ο κάτοχος της γνώσεως γεννά στους άλλους αισθήματα κατωτερότητας και ντροπής. Οι σύντροφοι του δεν ενθαρρύνονται. Εν τούτοις, όταν η αγάπη υποκινή το άτομο να χρησιμοποιήση τη γνώσι του για την προώθησι της ευημερίας των άλλων, εκείνοι που θα βοηθηθούν μ’ αυτό τον τρόπο θα εποικοδομηθούν.
Όταν κάποιος νομίζη απλώς ότι γνωρίζει κάτι, δείχνοντας μια στάσι ανωτερότητας προς τους άλλους, στην πραγματικότητα, δεν ξέρει το ζήτημα όπως θα έπρεπε. (1 Κορ. 8:2) Έχει χάσει από την όρασί του το βασικό αντικείμενο υγιούς γνώσεως, δηλαδή, ότι η γνώσις πρέπει να χρησιμοποιήται για την προαγωγή της ευημερίας και της ευτυχίας των άλλων. Επί πλέον, όσο περισσότερα γνωρίζει κανείς, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν πολλά που δεν ξέρει. Αυτό ίσως τον κάνει ν’ αντιληφθή περισσότερο τους περιορισμούς του, και τον βοηθεί να μην είναι δογματικός και παράλογος στις απόψεις του.
Για να εξυπηρετή ένα καλό σκοπό, η γνώσις πρέπει να εξετάζεται σε σχέσι με την αγάπη για τον Θεό. Ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Εάν τις αγαπά τον Θεόν, ούτος γνωρίζεται υπ’ αυτού.» (1 Κορ. 8:3) Η αλάθητη ένδειξις της αγάπης που έχει ένα άτομο για τον Θεό πρέπει να φαίνεται από τη στάσι και τις ενέργειες αυτού του ατόμου προς τους ομοπίστους του. Ο απόστολος Ιωάννης εξέφρασε αυτή τη σκέψι ως εξής: «Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού είναι ανθρωποκτόνος· και εξεύρετε ότι πας ανθρωποκτόνος δεν έχει ζωήν αιώνιον μένουσαν εν εαυτώ· Εκ τούτου γνωρίζομεν την αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν αυτού έβαλε· και ημείς χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών.» (1 Ιωάν. 3:15, 16) «Ας αγαπώμεν αλλήλους, διότι η αγάπη είναι εκ του Θεού, και πας όστις αγαπά εκ του Θεού εγεννήθη και γνωρίζει τον Θεόν. Όστις δεν αγαπά δεν εγνώρισε τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη.»—1 Ιωάν. 4:7, 8.
Συνεπώς, η ίδια η γνώσις μόνο δεν είναι απόλυτος οδηγός για τον καθορισμό του τι είναι κατάλληλο σε μια δεδομένη περίπτωσι. Ίσως μια ιδιαίτερη πορεία να σας φαίνεται ορθή. Ωστόσο, αν αντιλαμβανώμαστε ότι αυτή η πορεία θα μπορούσε να βλάψη τις ασθενείς συνειδήσεις των παρατηρητών, ασφαλώς θα πρέπει να μην επιμένωμε στη συνέχισι αυτής της πορείας. Είθε, λοιπόν, να εξακολουθούμε να ‘ζητούμε, όχι τα δικά μας συμφέροντα, αλλά τα των άλλων,’ χρησιμοποιώντας έτσι τη γνώσι μας για δική τους εποικοδόμησι.—1 Κορ. 10:24.