Στόχος της Σοβιετικής Επίθεσης
ΠΑΡΑ τις παραχωρήσεις που έκανε στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να κερδίσει το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να ασκεί απόλυτο έλεγχο στις δραστηριότητες της εκκλησίας. Γι’ αυτόν το λόγο, όπως παρατήρησε το βιβλίο Το Σπαθί και η Ασπίδα (The Sword and the Shield), που γράφτηκε το 1999 και αναφέρεται στην ιστορία της Κα-Γκε-Μπε (της Σοβιετικής Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας), «η Κα-Γκε-Μπε ανησυχούσε πολύ περισσότερο για την “ανατρεπτική” δράση εκείνων των Χριστιανών στους οποίους δεν ασκούσε άμεσο έλεγχο». Ποιες ήταν αυτές οι θρησκευτικές ομάδες;
Η μεγαλύτερη ήταν η Ελληνόρρυθμη Καθολική Εκκλησία της Ουκρανίας, η σημερινή Ουκρανική Καθολική Εκκλησία. Είχε περίπου 4.000.000 πιστούς. Σύμφωνα με το βιβλίο Το Σπαθί και η Ασπίδα, «οι οχτώ από τους δέκα επισκόπους της, μαζί με πολλές χιλιάδες ιερείς και πιστούς, πέθαναν για την πίστη τους στα γκουλάγκ [στρατόπεδα εργασίας] της Σιβηρίας». Άλλοι στόχοι της Κα-Γκε-Μπε ήταν οι μη καταχωρισμένες Προτεσταντικές εκκλησίες τις οποίες επίσης δεν μπορούσε να ελέγξει άμεσα το Κράτος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Κα-Γκε-Μπε υπολόγιζε ότι αυτές οι Προτεσταντικές ομάδες είχαν συνολικά 100.000 μέλη περίπου.
Η Κα-Γκε-Μπε θεωρούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά Προτεσταντική ομάδα, η οποία το 1968 είχε, όπως υπολόγιζαν, περίπου 20.000 μέλη στη Σοβιετική Ένωση. Μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1939, οι Μάρτυρες ήταν λίγοι σε αριθμό. Έτσι λοιπόν, τους είχε δοθεί ελάχιστη ή καθόλου σημασία. Αλλά η κατάσταση άλλαξε ριζικά όταν εμφανίστηκαν ξαφνικά χιλιάδες Μάρτυρες στη Σοβιετική Ένωση. Πώς έγινε αυτό;
Αρχίζει μια Εντυπωσιακή Αύξηση
Στο βιβλίο του Η Θρησκεία στη Σοβιετική Ένωση (Religion in the Soviet Union), που εκδόθηκε το 1961, ο Γουόλτερ Κόλαρς επισήμανε δύο παράγοντες στους οποίους οφειλόταν αυτή η εντυπωσιακή αύξηση. Ο πρώτος, ανέφερε, ήταν το ότι «στις περιοχές που προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1939-1940»—Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία και Μολδαβία—υπήρχαν πολλοί «δραστήριοι όμιλοι Μαρτύρων του Ιεχωβά». Επιπρόσθετα, περιοχές στα ανατολικά της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας, στις οποίες υπήρχαν πάνω από χίλιοι Μάρτυρες, προσαρτήθηκαν επίσης στη Σοβιετική Ένωση εφόσον έγιναν μέρος της Ουκρανίας. Επομένως, όλοι αυτοί οι Μάρτυρες μεταφέρθηκαν μέσα σε μια νύχτα, σαν να λέγαμε, στη Σοβιετική Ένωση.
Επιπλέον αύξηση, «όσο απίστευτο και αν ακούγεται», έγραψε ο Κόλαρς, ήρθε από «τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης». Οι Ναζί είχαν φυλακίσει χιλιάδες Μάρτυρες που αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τον Χίτλερ και τον επιθετικό του πόλεμο. Ο Κόλαρς εξήγησε ότι οι Ρώσοι κρατούμενοι σε αυτά τα στρατόπεδα «είχαν θαυμάσει το θάρρος και τη σταθερότητα των “Μαρτύρων”, και ενδεχομένως αυτός ήταν ο λόγος που τους έλκυσε στη θεολογία τους». Ως αποτέλεσμα, πολλοί νεαροί Ρώσοι από αυτά τα στρατόπεδα επέστρεψαν στη Σοβιετική Ένωση έχοντας βρει μια νέα πίστη—την πίστη στον Ιεχωβά Θεό και στους θαυμάσιους σκοπούς του για τη γη.—Ψαλμός 37:29· Αποκάλυψη 21:3, 4.
Λόγω αυτών των παραγόντων, σύντομα υπήρχαν χιλιάδες Μάρτυρες στη Σοβιετική Ένωση. Στις αρχές του 1946, ήταν τουλάχιστον 1.600, και στο τέλος εκείνης της δεκαετίας είχαν ξεπεράσει τους 8.000. Η Κα-Γκε-Μπε, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη «δράση εκείνων των Χριστιανών στους οποίους δεν ασκούσε άμεσο έλεγχο», παρακολουθούσε ανήσυχη αυτή την αύξηση.
Έναρξη των Επιθέσεων
Παρά το σχετικά μικρό αριθμό των Μαρτύρων στη Σοβιετική Ένωση, το γεμάτο ζήλο έργο κηρύγματος που επιτελούσαν δέχτηκε σύντομα επίθεση από τις σοβιετικές αρχές. Στην Εσθονία η επίθεση άρχισε τον Αύγουστο του 1948, όταν πέντε άτομα που είχαν αναλάβει την ηγεσία στο έργο συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. «Σύντομα φάνηκε ότι η Κα-Γκε-Μπε ήθελε να μας συλλάβει όλους», είπε ο Λέμπιτ Τομ, ένας Εσθονός Μάρτυρας. Το ίδιο συνέβαινε οπουδήποτε υπήρχαν Μάρτυρες στη Σοβιετική Ένωση.
Οι σοβιετικές αρχές παρουσίαζαν τους Μάρτυρες ως τους χειρότερους εγκληματίες και ως μεγάλη απειλή για το αθεϊστικό Σοβιετικό Κράτος. Γι’ αυτό, παντού καταδιώκονταν, συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν. Το βιβλίο Το Σπαθί και η Ασπίδα παρατήρησε: «Αυτή η ψύχωση των υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Κα-Γκε-Μπε με τους Ιεχωβίτες ήταν, ίσως, το μεγαλύτερο παράδειγμα της παντελούς έλλειψης ισορροπίας που τους διέκρινε όσον αφορά την αντιμετώπιση ακόμη και των πιο ασήμαντων διαφωνιών».
Αυτή η ψύχωση έγινε έκδηλη με δραματικό τρόπο στην προσεκτικά σχεδιασμένη επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον των Μαρτύρων τον Απρίλιο του 1951. Μόλις πριν από δύο χρόνια, το 1999, ο καθηγητής Σεργκέι Ιβανένκο, διακεκριμένος Ρώσος θεολόγος, στο βιβλίο του Ένας Λαός που Δεν Αποχωρίζεται Ποτέ την Αγία Γραφή Του (The People Who Are Never Without Their Bibles) παρατήρησε ότι στις αρχές Απριλίου του 1951 «περισσότερες από 5.000 οικογένειες Μαρτύρων του Ιεχωβά από τις σοβιετικές δημοκρατίες της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Μολδαβίας και της Βαλτικής στάλθηκαν σε “μόνιμους οικισμούς” στη Σιβηρία, στην Άπω Ανατολή και στο Καζακστάν».
Άξιοι Ενθύμησης
Μπορείτε να φανταστείτε την εργασία που απαιτούσε αυτή η επίθεση—να συγκεντρωθούν μέσα σε μία μέρα χιλιάδες οικογένειες Μαρτύρων από μια τόσο μεγάλη περιοχή; Σκεφτείτε το συντονισμό που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στα εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, άτομα που χρειάστηκαν—για να εντοπίσουν πρώτα τους Μάρτυρες και έπειτα για να κάνουν, μέσα στη νύχτα, ταυτόχρονες αιφνιδιαστικές επιδρομές στα σπίτια τους. Στη συνέχεια, έπρεπε να φορτώσουν τους ανθρώπους σε κάρα, άμαξες και άλλα οχήματα, να τους μεταφέρουν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και να τους βάλουν σε φορτηγά βαγόνια.
Αναλογιστείτε, επίσης, πόσο υπέφεραν τα θύματα. Μπορείτε να φανταστείτε πώς θα ήταν αν σας εξανάγκαζαν να ταξιδέψετε χιλιάδες χιλιόμετρα—επί τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο—σε υπερφορτωμένα, ανθυγιεινά φορτηγά βαγόνια που είχαν μόνο έναν κουβά για τουαλέτα; Ακόμη, προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα ήταν αν σας είχαν εγκαταλείψει στην ερημιά της Σιβηρίας και γνωρίζατε ότι θα έπρεπε να βρείτε κάποιον τρόπο για να επιβιώσετε σε εκείνο το αφιλόξενο περιβάλλον.
Αυτόν το μήνα συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον εξορισμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά τον Απρίλιο του 1951. Για να γίνει γνωστή η πιστότητα που έδειξαν όλες αυτές τις δεκαετίες του διωγμού, έχουν βιντεοσκοπηθεί εμπειρίες επιζώντων. Αυτές αποδεικνύουν ότι—όπως και στην περίπτωση των Χριστιανών του πρώτου αιώνα—οι προσπάθειες που γίνονται για να αποτραπούν οι άνθρωποι από το να λατρεύουν τον Θεό είναι τελικά καταδικασμένες σε αποτυχία.
Τι Πέτυχε η Εξορία
Οι σοβιετικές αρχές έμαθαν σύντομα ότι το να κάνουν τους Μάρτυρες να σταματήσουν να λατρεύουν τον Ιεχωβά θα ήταν πολύ πιο δύσκολο από ό,τι είχαν φανταστεί. Παρά τις διαμαρτυρίες των φρουρών τους, οι Μάρτυρες έψελναν ύμνους στον Ιεχωβά ενώ οδηγούνταν στην εξορία και κρεμούσαν στα βαγόνια τους την επιγραφή: «Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αμαξοστοιχία». Ένας Μάρτυρας εξήγησε: «Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς καθ’ οδόν, συναντούσαμε και άλλα τρένα που μετέφεραν εξορίστους και βλέπαμε τις επιγραφές οι οποίες ήταν κρεμασμένες στα βαγόνια». Πόσο ενθαρρυντικό ήταν αυτό!
Αντί λοιπόν να αποκαρδιωθούν, οι εξόριστοι αντανακλούσαν το πνεύμα των αποστόλων του Ιησού. Η Αγία Γραφή λέει πως, όταν τους έδειραν και τους πρόσταξαν να σταματήσουν να κηρύττουν, εκείνοι «συνέχισαν αδιάκοπα να διδάσκουν και να διακηρύττουν τα καλά νέα για τον Χριστό». (Πράξεις 5:40-42) Πράγματι, όπως είπε ο Κόλαρς για την εξορία, «αυτό δεν ήταν το τέλος των “Μαρτύρων” στη Ρωσία, παρά μόνο η αρχή ενός καινούριου κεφαλαίου στις προσηλυτιστικές τους δραστηριότητες. Προσπαθούσαν μάλιστα να διαδώσουν την πίστη τους όταν σταματούσαν στους διάφορους σταθμούς καθ’ οδόν προς την εξορία».
Όταν έφταναν οι Μάρτυρες στους προορισμούς τους και αφήνονταν εκεί, αποκτούσαν καλή φήμη ως υπάκουοι, ακούραστοι εργάτες. Ωστόσο, παράλληλα, μιμούμενοι τους αποστόλους του Χριστού, έλεγαν ουσιαστικά στους δυνάστες τους: “Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να μιλάμε για τον Θεό μας”. (Πράξεις 4:20) Πολλοί έδιναν προσοχή στη διδασκαλία των Μαρτύρων και ενώνονταν μαζί τους στην υπηρεσία του Θεού.
Τα αποτελέσματα ήταν ακριβώς όπως τα περιέγραψε ο Κόλαρς: «Εκτοπίζοντάς τους, η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα καλύτερο για τη διάδοση της πίστης τους. Έξω από την απομόνωση των χωριών τους [στις δυτικές σοβιετικές δημοκρατίες] οι “Μάρτυρες” φέρθηκαν σε έναν ευρύτερο κόσμο, έστω και αν αυτός ήταν ο τρομερός κόσμος των στρατοπέδων συγκέντρωσης και καταναγκαστικών έργων».
Προσπάθειες για Έλεγχο της Αύξησης
Αργότερα, οι σοβιετικές αρχές δοκίμασαν διαφορετικές μεθόδους προκειμένου να σταματήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εφόσον ο άγριος διωγμός δεν απέδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα, τέθηκε σε εφαρμογή ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα ψευδούς προπαγάνδας. Χρησιμοποιήθηκαν βιβλία, ταινίες και ραδιοφωνικά προγράμματα—καθώς επίσης εκπαιδευμένοι πράκτορες της Κα-Γκε-Μπε που διείσδυσαν στις εκκλησίες.
Η διαδεδομένη παραπληροφόρηση παροδήγησε πολλούς ανθρώπους κάνοντάς τους να βλέπουν τους Μάρτυρες με φόβο και δυσπιστία, όπως φάνηκε από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην καναδική έκδοση του περιοδικού Ρίντερς Ντάιτζεστ (Reader’s Digest) τον Αύγουστο του 1982. Το έγραψε ο Βλαντιμίρ Μπουκόφσκι, ένας Ρώσος που του επιτράπηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία το 1976. Σε αυτό το άρθρο ανέφερε: «Μια βραδιά στο Λονδίνο, έτυχε να παρατηρήσω κάποια επιγραφή σε ένα κτίριο που έγραφε ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ . . . Δεν μπορούσα να διαβάσω παρακάτω, έμεινα άναυδος, σχεδόν πανικοβλήθηκα».
Ο Βλαντιμίρ εξήγησε τον αδικαιολόγητο φόβο του: «Αυτοί είναι οι αιρετικοί τους οποίους χρησιμοποιούν οι αρχές στη χώρα μας σαν μπαμπούλες για να φοβίζουν τα παιδιά . . . Στην ΕΣΣΔ, μόνο σε φυλακές και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μπορείς να συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο τους “Μάρτυρες”. Και τώρα έβλεπα μπροστά μου ένα κτίριο με μια επιγραφή. Θα ήταν δυνατό να μπει κανείς σε αυτό το κτίριο και να πιει τσάι μαζί τους;» ρώτησε. Δίνοντας έμφαση στο λόγο για τον οποίο ανησύχησε, ο Βλαντιμίρ ολοκλήρωσε λέγοντας: «Οι “Μάρτυρες” καταδιώκονται στη χώρα μας με την ίδια μανία που καταδιώκεται στη δική τους χώρα η Μαφία, και το πέπλο μυστηρίου που τους περιβάλλει είναι παρόμοιο».
Ωστόσο, παρά τον άγριο διωγμό και την ψευδή προπαγάνδα, οι Μάρτυρες εγκαρτερούσαν και αυξάνονταν σε αριθμό. Σοβιετικά βιβλία όπως αυτό με τον τίτλο Οι Αλήθειες για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά (The Truths About Jehovah’s Witnesses), το οποίο τυπώθηκε το 1978 σε 100.000 αντίτυπα στη ρωσική, υποδείκνυαν ότι ήταν ανάγκη να ενταθεί η προπαγάνδα εναντίον των Μαρτύρων. Ο συγγραφέας Β. Β. Κόνικ, ο οποίος περιέγραψε πώς επιτελούσαν το έργο τους οι Μάρτυρες παρά τους αυστηρούς περιορισμούς, συνέστησε: «Οι Σοβιετικοί ερευνητές της θρησκείας πρέπει να μάθουν πιο αποτελεσματικές μεθόδους για να αντιμετωπίζουν τις διδασκαλίες των μαρτύρων του Ιεχωβά».
Γιατί Έγιναν Στόχος της Επίθεσης;
Για να το πούμε απλά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ο κύριος στόχος της σοβιετικής επίθεσης επειδή μιμούνταν τους πρώτους ακολούθους του Ιησού. Τον πρώτο αιώνα οι απόστολοι έλαβαν την προσταγή “να μη διδάσκουν με βάση το όνομα [του Ιησού]”. Εντούτοις, αργότερα οι διώκτες τους διαμαρτυρήθηκαν: «Ορίστε! έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ με τη διδασκαλία σας». Οι απόστολοι δεν αρνήθηκαν ότι κήρυτταν παρά τις προσταγές για το αντίθετο, αλλά απάντησαν με σεβασμό: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους».—Πράξεις 5:27-29.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σήμερα παίρνουν και αυτοί στα σοβαρά την εντολή που έδωσε ο Ιησούς στους ακολούθους του “να κηρύξουν στο λαό και να δώσουν πλήρη μαρτυρία”. (Πράξεις 10:42) Στο βιβλίο του Το Ανθρώπινο Δίλημμα του Κρεμλίνου (The Kremlin’s Human Dilemma), ο Μόρις Χίντους εξήγησε ότι αυτό που έκανε τους Μάρτυρες «ιδιαίτερα ενοχλητικό πρόβλημα για τη Μόσχα και τους [έφερνε] σε συνεχείς συγκρούσεις με τη σοβιετική αστυνομία» ήταν «ο ασυγκράτητος ζήλος [τους] για το ευαγγελιστικό έργο», και πρόσθεσε: «Τίποτα δεν τους σταματάει. Καταστέλλονται στο ένα μέρος, ξεφυτρώνουν σε κάποιο άλλο».
«Από ό,τι γνωρίζω», έγραψε ο Ρώσος ιστορικός Σεργκέι Ιβανένκο, «η οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν η μόνη θρησκευτική οργάνωση στην ΕΣΣΔ που αυξανόταν σε αριθμό παρά την απαγόρευση και το διωγμό». Βέβαια, και άλλες θρησκείες συνέχισαν να υφίστανται, περιλαμβανομένης της πιο εξέχουσας από όλες, της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα το βρείτε ενδιαφέρον να μάθετε πώς κατάφεραν να επιβιώσουν από τη σοβιετική επίθεση τόσο η εκκλησία όσο και οι Μάρτυρες.
[Πλαίσιο στη σελίδα 6]
«Υπέστησαν τον Πιο Σκληρό Διωγμό»
Η Συνοπτική Εγκυκλοπαίδεια της Ρωσίας (A Concise Encyclopaedia of Russia) του 1964 ανέφερε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν «εξαιρετικά δραστήριοι στην αναζήτηση οπαδών» και ότι «ως θρησκευτική κοινότητα υπέστησαν τον πιο σκληρό διωγμό στη Σοβιετική Ένωση».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 7]
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ—Ο Φιόντορ Κάλιν Περιγράφει τον Εξορισμό της Οικογένειάς Του
Η οικογένειά μας ζούσε στο χωριό Βιλσανίτσα, στη δυτική Ουκρανία. Στις 8 Απριλίου 1951, προτού ακόμη χαράξει, ήρθαν αξιωματικοί με σκύλους, μας ξύπνησαν και μας είπαν ότι με διάταγμα που εξέδωσε η κυβέρνηση στη Μόσχα μάς έστελναν στη Σιβηρία. Αλλά αν υπογράφαμε ένα έγγραφο που έλεγε ότι δεν ήμασταν πια Μάρτυρες του Ιεχωβά, μπορούσαμε να μείνουμε. Και τα 7 μέλη της οικογένειάς μας—εγώ, οι γονείς μου και τα αδέλφια μου—ήταν αποφασισμένα να παραμείνουν Μάρτυρες. Τότε ήμουν 19 χρονών.
Ένας αξιωματικός είπε: «Πάρτε μαζί σας φασόλια, καλαμπόκι, αλεύρι, πίκλες, λάχανα—αλλιώς τι θα ταΐζετε τα παιδιά;» Μας επέτρεψαν επίσης να σφάξουμε μερικά κοτόπουλα και ένα γουρούνι και να πάρουμε μαζί μας το κρέας. Είχαν φέρει δύο κάρα που τα έσερναν άλογα, πάνω στα οποία φόρτωσαν τα πάντα, και μας έστειλαν στην πόλη Χρίπλιν. Εκεί στρίμωξαν περίπου 40 με 50 από εμάς σε ένα φορτηγό βαγόνι, και η πόρτα έκλεισε.
Το βαγόνι είχε λίγες σανίδες πάνω στις οποίες κοιμόμασταν—δεν έφταναν για όλους—και μια σόμπα με μερικά κάρβουνα και ξύλα. Μαγειρεύαμε στη σόμπα, σε σκεύη που είχαμε πάρει μαζί μας. Αλλά δεν υπήρχε τουαλέτα—χρησιμοποιούσαμε έναν κουβά. Αργότερα κάναμε μια στρογγυλή τρύπα στο πάτωμα, τοποθετήσαμε τον κουβά σε αυτήν και κρεμάσαμε κουβέρτες τριγύρω για να είναι ο χώρος κάπως απομονωμένος.
Ήμασταν στριμωγμένοι σε αυτό το φορτηγό βαγόνι καθώς ταξιδεύαμε αργά διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα προς άγνωστο προορισμό. Αρχικά νιώθαμε κάπως αποθαρρυμένοι. Αλλά καθώς ψάλλαμε μαζί ύμνους της Βασιλείας—με τόση δύναμη ώστε αργότερα μιλούσαμε με δυσκολία—νιώθαμε χαρούμενοι. Ο επικεφαλής αξιωματικός άνοιγε την πόρτα και μας έλεγε να σταματήσουμε, αλλά εμείς δεν σταματούσαμε παρά μόνο όταν τελειώναμε. Στις στάσεις μας στους διάφορους σταθμούς καθ’ οδόν, πολλοί μάθαιναν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στέλνονταν στην εξορία. Τελικά, έπειτα από 17 με 18 μέρες σε εκείνο το φορτηγό βαγόνι, μας άφησαν στη Σιβηρία κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη.
[Εικόνα]
Στέκομαι στην πίσω σειρά, δεξιά
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 8]
ΑΡΜΑΓΕΔΔΩΝ—Ταινία της Σοβιετικής Προπαγάνδας
Οι σοβιετικές αρχές παρήγαγαν την ταινία Αρμαγεδδών (Armageddon) προσπαθώντας να δυσφημήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτή παρουσίαζε τη φανταστική ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν νεαρό που υπηρετούσε στο σοβιετικό στρατό και σε μια κοπέλα η οποία είχε παρασυρθεί στις τάξεις των Μαρτύρων. Στο τέλος της ταινίας, η μικρή αδελφή της κοπέλας σκοτωνόταν σε ένα δυστύχημα που προκαλούσε κάποιος Μάρτυρας επίσκοπος, τον οποίο παρουσίαζαν ως όργανο της αμερικανικής υπηρεσίας κατασκοπείας.
Σχολιάζοντας την ταινία, η οποία επηρέαζε τα αισθήματα των θεατών, η ουκρανική εφημερίδα Η Κόκκινη Σημαία (The Red Flag) της 14ης Μαΐου 1963 ανέφερε: «Με αυτόν τον τρόπο η αθεϊστική προπαγάνδα είναι αποτελεσματική, πειστική, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλα χωριά της χώρας όπου προβάλλονται παρόμοιες ταινίες».
[Εικόνα στη σελίδα 6]
Χιλιάδες μεταφέρθηκαν στη Σιβηρία με φορτηγά βαγόνια